ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΕΡΖΗΣ, Υπόθεση αρ. 6546/2020, 31/10/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

 

 

Υπόθεση αρ. 6546/2020

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΤΕΡΖΗΣ

 

 

__________________

 

Ημερομηνία: 31.10.2024

 

Εμφανίσεις:

Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή

Κατηγορούμενος: παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

1.        Ο Κατηγορούμενος κατηγορείται ότι την 29.08.2018, στην οδό [], στην Καλλέπεια, της Επαρχίας Πάφου, εκ προθέσεως, δημόσια, διέδωσε μίσος, που στρέφονταν κατά μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής του, κατά τρόπο προσβλητικό, που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα, δηλαδή εξύβρισε τον M.S. από την Ινδία με τα ακόλουθα: «διάβολε διάβολε πουστόμαυρο δεν θα περάσεις».

 

Νομικές πτυχές

 

2.        Το αδίκημα το οποίο αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος βασίζεται στα άρθρα 2 και 3(1) του περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας Νόμου 134(Ι)/2011.

 

3.        Σύμφωνα με το άρθρο 3(1):

 

«Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως είτε δημόσια είτε με δημόσια διάδοση, υποκινεί βία ή μίσος που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα, είναι ένοχο αδικήματος… …»

 

4.        Ο ν.134(Ι)/2011 εναρμονίζει το εγχώριο δίκαιο με τις πρόνοιες της απόφασης-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2008, για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.

 

5.        Για να αποδειχθεί το αδίκημα του άρθρου 3(1) ν.134(Ι)/2011, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα εξής συστατικά του στοιχεία του:

 

(α) Συμπεριφορά του δράστη που εκδηλώνεται δημόσια ή με δημόσια διάδοση·

 

(β) Η ίδια συμπεριφορά του δράστη να συνιστά «υποκίνηση»·

 

(γ) Η υποκίνηση να στοχεύει σε βία ή μίσος κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής·

 

(δ) Να υπάρχει πρόθεση·

 

(ε) Η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους να είναι σε έκταση ώστε να διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή να έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα.

 

6.        Η συμπεριφορά μπορεί να εκδηλωθεί είτε δημόσια είτε με δημόσια διάδοση, υπαλλακτικά. Η «δημόσια διάδοση» ερμηνεύεται, στο άρθρο 2, ως η διάδοση με διανομή φυλλαδίων ή γραπτού υλικού ή εικόνων ή με αναπαράσταση ιδεών ή θεωριών ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, συμπεριλαμβανομένου συστήματος πληροφορικής το οποίο περιλαμβάνει ηλεκτρονικά δεδομένα. Η δημόσια εκδήλωση της συμπεριφοράς μπορεί ωστόσο να υφίσταται και σε περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει «δημόσια διάδοση», αλλά υπάρχει παρουσία ή δυνατότητα παρουσίας οποιουδήποτε άλλου προσώπου. «Δημόσια» μπορεί να είναι και η εκδήλωση της συμπεριφοράς με προφορικό λόγο, με τρόπο ώστε να γίνεται ταυτόχρονα αντιληπτή από αόριστο αριθμό προσώπων, μη προσδιορισμένων από πριν ατομικά. Δεν έχει σημασία εάν στο μέρος είναι φυσικά παρόντες μόνον το πρόσωπο που φέρεται ως ο δράστης και το πρόσωπο που φέρεται ως το θύμα, εάν η συμπεριφορά εκδηλώθηκε κατά τρόπο ώστε να μπορεί να γίνει αντιληπτή από αόριστο αριθμό προσώπων (π.χ. στον δρόμο, μια πλατεία ή σε έναν ανοιχτό χώρο στάθμευσης ή ακόμα σε έναν ευρέως προσβάσιμο ιδιωτικό χώρο η είσοδος ατόμων στον οποίο δεν προελέγχεται, όπως μια υπεραγορά ή μία Τράπεζα).

 

7.        Η «υποκίνηση» συνιστά την με ηγετικό ρόλο ενθάρρυνση ή προτροπή άλλου προσώπου να συμπεριφερθεί με συγκεκριμένο τρόπο· εν προκειμένω, να εκδηλώσει βία ή μίσος[1] κατά του συγκεκριμένου αποδέκτη ή αποδεκτών. Συναρτάται με τη δημόσια εκδήλωση της συμπεριφοράς ή με τη δημόσια διάδοση, κατ’ επέκταση με την παρουσία προσώπων, που θα μπορούσαν να ενθαρρυνθούν στο να εκδηλωθεί βία και μίσος. Οι εκδηλώσεις του υπαιτίου θα πρέπει όχι απλά να έχουν γίνει σε έναν τύπο δημόσιο, αλλά θα πρέπει να υπάρχει και η δυνατότητα να διεισδύσουν στο κοινό και να δημιουργήσουν συνθήκη ώστε άλλο πρόσωπο να μπορεί να προχωρήσει σε ενέργειες βίας ή μίσους κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.

 

8.        Το «μίσος» προσδιορίζεται, στην ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2, ως το μίσος που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, χωρίς, ωστόσο, να ερμηνεύεται περαιτέρω. Δεν έχει την έννοια ο δράστης να μισεί το θύμα, να μην αγαπά ή να μην σέβεται το συγκεκριμένο πρόσωπο. Το μίσος σημαίνει κακεντρέχεια ή εχθρότητα, και η βία σημαίνει οποιαδήποτε μορφή βίας, σωματικής ή ψυχικής, αμφότερα, υποκινούμενα από προκατάληψη για μια ομάδα στην οποίαν ανήκει το θύμα· για μία ομαδική ταυτότητα.

 

9.        Δεν επαρκεί η αμελής ή η απερίσκεπτη συμπεριφορά, αλλά θα πρέπει να υπάρχει και να αποδεικνύεται πρόθεση του δράστη, δηλαδή γνώση και θέληση των στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης. Ο δράστης να γνωρίζει, λόγου χάριν, πως ο λόγος του είναι ρατσιστικός και προσβλητικός για τα πρόσωπα αυτής της ομαδικής ταυτότητας στην οποία ανήκει το θύμα και να θέλει να περιέλθει ο λόγος του σε γνώση των παρευρισκομένων, ώστε να υποκινηθούν, για να πράξουν, να εκδηλώσουν μίσος ή βία.

 

10.     Η υποκίνηση μίσους ή βίας θα πρέπει να συνδέεται με διατάραξη της δημόσιας τάξης ή με την απειλή ή την εξύβριση ή την προσβολή.

 

 

Διαδικασία

 

11.     Για την απόδειξη της υπόθεσής της, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε μαρτυρία από τον Αστ.2697 Ν. Ανδρέου (ΜΚ1) και από τον M. S. (MK2). Κατόπιν εξέτασης της υπόθεσης εκ πρώτης όψεως, ο Κατηγορούμενος είχε κληθεί σε απολογία. Λόγω της χρονολογίας της υπόθεσης, του δόθηκαν τα δικαιώματα που υφίσταντο πριν από τον τροποποιητικό ν. 64(I)/2022, και ο Κατηγορούμενος επέλεξε να προβεί σε δήλωση από το εδώλιο του μάρτυρα χωρίς όρκο. Προσκομίστηκε μαρτυρία προς υπεράσπιση του Κατηγορούμενου από την Π. Τ. (ΜΥ1). Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής και ο Κατηγορούμενος επιχειρηματολόγησαν υπέρ των εκατέρωθεν θέσεων. Είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.

 

Μαρτυρία και εξέταση

 

12.     Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[2], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να δει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα.  Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.

 

13.     Ο ΜΚ1 είναι ο εξεταστής της υπόθεσης. Αναγνώρισε και υιοθέτησε την κατάθεσή του (Τ1), με βάση την οποία, την 29.08.2018 είχε αναλάβει τη διερεύνηση υπόθεσης ρατσιστικής συμπεριφοράς εναντίον του ΜΚ2 από την Ινδία, αδίκημα που κατά τη θέση του συνέβη την 29.08.2018 ώρα 13:50 στην οδό [], στην Καλλέπεια. Την 31.08.2018, μεταξύ των ωρών 20:00-20:30, στον Κεντρικό Σταθμό Πάφου, με τη βοήθεια διερμηνέα, έλαβε από τον παραπονούμενο την ανακριτική κατάθεση που αναγνώρισε (Τ2). Στην ανακριτική του κατάθεση, σύμφωνα με τον ΜΚ1, ο παραπονούμενος του είχε αναφέρει πως ο Κατηγορούμενος επέδειξε «ρατσιστική συμπεριφορά» προς το μέρος του, λέγοντάς του: «διάβολε διάβολε πουστόμαυρο δεν θα περάσεις». Την 25.03.2019 μεταξύ των ωρών 12:00-12:15, στον Αστυνομικό Σταθμό Στρουμπιού, κατηγόρησε γραπτώς τον Κατηγορούμενο για το αδίκημα της ρατσιστικής συμπεριφοράς και αφού του επέστησε την προσοχή στον νόμο, απάντησε: «αρνούμαι, εγώ σε καμία περίπτωση δεν έβρισα. Ο ξένος ήταν απειλητικός εναντίον μου και προσπαθούσε να με κτυπήσει με την μαγκούρα που κρατούσε». Αναγνώρισε την γραπτή κατηγορία προς τον Κατηγορούμενο (Τ3).

 

14.     Το Τ2 είναι ανακριτική κατάθεση που ελήφθη από τον παραπονούμενο, στο πλαίσιο διερεύνησης υπόθεσης δημόσιας εξύβρισης εναντίον του. Η εκδοχή του παραπονούμενου, ο οποίος είχε αρνηθεί πως εξύβρισε τον Κατηγορούμενο, ήταν ότι την 29.08.2018, κατά την ώρα του συμβάντος, περνούσε το κοπάδι στον δρόμο έξω από το σπίτι του Κατηγορούμενου, για να το πάρει σε διπλανό χωράφι, του εργοδότη του, για να φάνε, τα ζώα. Τότε, βγήκε έξω ο Κατηγορούμενος και μπήκε μπροστά του για να τον εμποδίσει να περάσει και άρχισε να φωνάζει και να του λέει «διάβολε διάβολε, ποστόμαυρο, γάρε δεν θα περάσεις». Συνέχισε να περπατά, λέγοντάς του πως, εάν είχε πρόβλημα, θα έπρεπε να μιλήσει με τον εργοδότη του. Ο Κατηγορούμενος συνέχισε να φωνάζει και ο ίδιος απομακρύνθηκε από κοντά του και πήρε τηλέφωνο τον εργοδότη του. Στη βάση αυτών των λεγομένων του ανακρινόμενου, ο εξεταστής της υπόθεσης, υπέβαλε την εξής ερώτηση: «Δηλαδή, ο Χαράλαμπος Τερζής σου ξανά έκανε πρόβλημα όταν πέρασες από εκεί;». Και ο ανακρινόμενος απάντησε «Ναι όποτε περάσω από εκεί και με δει πάντα φωνάζει και με βρίζει και βγαίνει στον δρόμο να με εμποδίσει». Ανέφερε, ο ανακρινόμενος παραπονούμενος, μεταξύ άλλων, πως ο ίδιος δεν μιλά καλά ελληνικά και ίσως να μην κατάλαβε καλά ο Κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν σε έξαλλη κατάσταση και φώναζε.

 

15.     Ο ΜΚ1 ανέφερε πως, συγκεκριμένα, την 29.08.2018, δέχθηκε τηλεφωνικό παράπονο από τον Κατηγορούμενο πρώτα, ότι κάποιος βοσκός περνά από το σπίτι του με τα ζώα, τα οποία αφόδευαν, πήγε έξω να του πει να τα μαζέψει, ήρθαν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, ο αλλοδαπός – κατά τη θέση του Κατηγορούμενου – είχε μια μαγκούρα που ανέμιζε προς το μέρος του. Όταν έφυγε ο βοσκός, ήρθε ο ιδιοκτήτης του κοπαδιού, εργοδότης του, και πάλι, ήρθε σε διαπληκτισμό με τον Κατηγορούμενο, του οποίου έκανε χειρονομία, σύμφωνα με τον ίδιο. Ο εξεταστής μετέβη επιτόπου να εξετάσει παράπονο του Κατηγορούμενου, αλλά, κατά τη διερεύνηση, όπως ανέφερε, προέκυψε το αδίκημα ότι ο Κατηγορούμενος εξύβρισε τον παραπονούμενο με τη φράση που ανέφερε στην κατάθεσή του. Το παράπονο του Κατηγορούμενου περιλήφθηκε στην κατάθεσή του ημερομηνίας 29.08.2018, που ο μάρτυρας αναγνώρισε (Τ4).

 

16.     Στο Τ4, ο Κατηγορούμενος είχε καταθέσει πως την 29.08.2018 ώρα 13:50, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού του, πέρασε από τον δρόμο, μπροστά από το σπίτι του, ένα κοπάδι αιγοπρόβατα, περίπου 150 στον αριθμό, τα οποία γέμισαν τον δρόμο κοπριά. Τα αιγοπρόβατα οδηγούνταν από έναν αλλοδαπό, με τον οποίο συζήτησε ξανά στο παρελθόν, γνωρίζει και τον εργοδότη του. Φώναξε του αλλοδαπού και του είπε «πάρε το κοπάδι και εξαφανίστου» «έννα καθαρίσεις τα σκατά σου;». Αυτός συνέχισε και πήρε τα ζώα στο χωράφι απέναντι από το σπίτι του. Κρατούσε μια μαγκούρα, την ανέμιζε, και κάτι του έλεγε σε ξένη γλώσσα, που δεν καταλάβαινε. Το μόνο που κατάλαβε είναι πως ανάμεσα στα λεγόμενά του ήταν και η φράση «θα σε γαμήσω». Έφυγε, μπήκε στο σπίτι, και είπε στη γυναίκα του να καλέσει την Αστυνομία. Μετά από λίγη ώρα, ενώ βρίσκονταν στην αυλή, είδε τον εργοδότη του αλλοδαπού να είναι με ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο, χρώματος πορτοκαλί, κοντά στο κοπάδι του, και να μιλά με τον αλλοδαπό. Μετά από λίγο, προχώρησε προς το σπίτι του Κατηγορούμενου. Τότε, βγήκε η γυναίκα του Κατηγορούμενου και τον σταμάτησε και συζήτησαν σχετικά με το ότι αφήνουν κοπριά τα αιγοπρόβατα στον δρόμο. Εκείνος απάντησε πως «δεν ενοχλά κανένα» «γιατί εκτίσετε δαμαί». Ο Κατηγορούμενος, μόλις άκουσε αυτό, επενέβη και του είπε «εν θα μου πεις εσύ πού θα κτίσω». Τότε, του έκανε, ο εργοδότης του αλλοδαπού, χειρονομία με τα χέρια του και του είπε «πάενε ρε πιε τα χάπια σου» και τον «καύλιασε» με το αριστερό του χέρι, στην παρουσία των τριών ανηλίκων εγγονιών του, που τα είχε στο αυτοκίνητο. Ο Κατηγορούμενος του είπε πως δεν θα το αφήσει να περάσει έτσι. Έφυγε και η γυναίκα του, και τότε κάλεσε την Αστυνομία. Εξέφρασε, ο Κατηγορούμενος, παράπονο για τις βρισιές και τις χειρονομίες εναντίον του, από τον εργοδότη του αλλοδαπού.

 

17.     Ο ΜΚ1 αναγνώρισε και την κατάθεση του διερμηνέα από τα Ινδικά στα Ελληνικά και αντίστροφα, οι υπηρεσίες του οποίου είχαν χρησιμοποιεί κατά το ανακριτικό στάδιο (Τ5).

 

18.     Κατά την αντεξέταση του ΜΚ1 από τον Κατηγορούμενο, του υποβλήθηκε πως, με βάση όσα είχε ενώπιον του, δεν θα έπρεπε να προβεί στην εναντίον του καταγγελία για το υπό εκδίκαση αδίκημα, με τη θέση του ΜΚ1 να είναι πως, κατά τη διερεύνηση, ο ίδιος έκρινε πως έπρεπε να το καταγγείλει, και ότι υπήρχε παρελθόν μεταξύ των δύο πλευρών.

 

19.     Ο ΜΚ2 αναγνώρισε το Τ2 ως την κατάθεσή του, καθώς και τον Κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που, σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, του είχε πει τη φράση που αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Ο ΜΚ2 ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος ήταν στον δρόμο όταν εκστόμισε τη φράση, ήταν πρακτικά αγενής. Μετά ο ίδιος έφυγε από εκεί και τηλεφώνησε στον εργοδότη του, ο οποίος του είχε πει να φύγει από εκεί, για να μην δημιουργηθεί κάποιο πρόβλημα. Όπως ανέφερε ο ΜΚ2, ήταν «κρίμα» που του μίλησε έτσι ο Κατηγορούμενος, καθώς ήρθε στην Κύπρο το 2014 απλά για να εργαστεί, και έκανε ό,τι του έλεγε το αφεντικό του. Την ίδια στιγμή, που ο ΜΚ2 είπε πως βασικά στεναχωρήθηκε, όπως αφέθηκε να νοηθεί όχι από συγκεκριμένη φράση, αλλά γενικά από τις φωνές του Κατηγορούμενου, ανέφερε πως δεν γνωρίζει τι σημαίνει «πουστόμαυρο», αλλά είχε αναφέρει τη λέξη αυτή στο αφεντικό του. Η απόσταση από την οποία του φώναζε ο Κατηγορούμενος, όπως ο ΜΚ2 ανέφερε, ήταν μικρή.

 

20.     Κατά την αντεξέταση του ΜΚ2 από τον Κατηγορούμενο, ο ΜΚ2 ανέφερε πως γνώριζε τον Κατηγορούμενο και πριν από το συμβάν της 29.08.2018, εφόσον πηγαίνει το κοπάδι κοντά στο σπίτι του Κατηγορούμενου. Δεν γνωρίζει εάν επιτρέπεται η βόσκηση στην περιοχή, αλλά πήγαινε καθημερινά την ίδια διαδρομή. Δεν ήταν κανείς άλλος παρών κατά την ώρα του συμβάντος την 29.08.2018. Ούτε η σύζυγος του Κατηγορούμενου ήταν παρούσα. Ο Κατηγορούμενος ήταν μόνος του και επιθετικός. Όταν του υποβλήθηκε από τον Κατηγορούμενο πως όταν ο ίδιος είχε πλησιάσει, τότε η σύζυγος του Κατηγορούμενου βγήκε έξω, και ο ίδιος ανέβηκε στον όροφο, ο ΜΚ2 διαφοροποίησε την απάντησή του για την απόσταση. Δεν τον έβαλε ο εργοδότης του να καταγγείλει, όπως επέμεινε.

 

21.     Στη δήλωση του, ο Κατηγορούμενος, ανέφερε την εκδοχή του για το πώς έγιναν τα πράγματα, όπως την περιγράφει και στην κατάθεσή του.

 

22.     Η ΜΥ1, που είναι η σύζυγος του Κατηγορούμενου, ανέφερε πως με τον παραπονούμενο, τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγός της, δεν έχουν παράπονο, είναι κατανοητό πως ήρθε στην Κύπρο από μία άλλη χώρα για να εργαστεί και πως ακολουθεί τις υποδείξεις του εργοδότη του. Ο εργοδότης του, όμως, όπως είπε, τους ταλαιπώρησε τόσο πολύ με αυτό το κοπάδι του. Η ίδια δεν άκουσε τον σύζυγό της να εκστομίζει τη λέξη «πουστόμαυρο», είτε κατά τη συγκεκριμένη ημέρα, είτε καθ’ όλο τον χρόνο που είναι μαζί, δηλαδή στα 32-33 χρόνια.

 

23.     Κατά την αντεξέταση της, η ΜΥ1 ανέφερε πως αυτό που συνέβη την 29.08.2018 ήταν ότι ήρθε το κοπάδι εκεί, έγινε αντιληπτό από τη μυρωδιά, ο σύζυγός της ήταν έξω, η ίδια ήταν μέσα, τα γίδια σκορπίστηκαν, ο σύζυγός της, μόλις είδε τον παραπονούμενο, αξίωσε να φύγει το κοπάδι. Η ίδια έβλεπε το όλο περιστατικό από το τζάμι και βγήκε έξω, όταν άκουσε και φωνές, σε απόσταση 30 μέτρα περίπου. Είχε βγει και πήγε δίπλα στον σύζυγό της. Όταν ο σύζυγός της άρχισε να συζητά με τον αλλοδαπό, η μεταξύ τους απόσταση ήταν 200 μέτρα περίπου, αλλά σιγά-σιγά, ερχόταν ο αλλοδαπός και η τελευταία απόσταση ήταν 50 μέτρα. Κρατούσε μία μαγκούρα, την οποία κουνούσε, αλλά δεν προσπάθησε να κτυπήσει τον σύζυγό της, όπως η ίδια τουλάχιστον αντιλήφθηκε. Η ίδια, όποτε μιλούσε με τον παραπονούμενο, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί μαζί του, αλλά και ο εργοδότης του παραπονούμενου εκτιμά πως δεν γνωρίζει άλλη γλώσσα πλην της Ελληνικής, για να συνεννοείται μαζί του, αναφέροντας πως αρκετοί αλλοδαποί που έρχονται στην Κύπρο, σταδιακά, μαθαίνουν την τοπική γλώσσα. Δεν θυμάται εάν και η ίδια μίλησε με τον αλλοδαπό εκείνη την ημέρα, πέρασαν αρκετά χρόνια και κάποιες λεπτομέρειες δεν μπορεί να θυμηθεί, δηλαδή δεν θυμάται εάν του είπε να φύγει το κοπάδι του ή να μην συζητά με τον σύζυγό της, ή όχι. Συνήθως, επειδή ήταν περισσότερες οι φορές που περνούσε το κοπάδι και δημιουργούσε πρόβλημα, του έλεγε για το κοπάδι, ότι δεν πρέπει να περνά από εκεί.  Αναγνώρισε την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία και υιοθέτησε το περιεχόμενό της (Τ6).

 

24.     Στο Τ6, η ΜΥ1 είχε αναφέρει πως την 29.08.2018, ενώ βρίσκονταν στην αυλή του σπιτιού της, είδε να έρχεται ένα κοπάδι με πρόβατα και κατσίκες και έναν αλλοδαπό μαζί του. Αμέσως, κατάλαβε πως είναι το κοπάδι του προσώπου που κατονομάζει, το οποίο περνούσε συχνά έξω από το σπίτι τους. Όταν ο αλλοδαπός πλησίασε με το κοπάδι, του είπε να σταματήσει να περνά τα ζώα από εκεί επειδή αφήνουν κοπριά και μυρίζουν άσχημα. Αυτός τότε κάπου πήρε τηλέφωνο και σε λίγο εμφανίστηκε ο εργοδότης του, με ένα πορτοκαλί όχημα, με τα εγγόνια του μέσα σε αυτό. Σταμάτησε έξω από το σπίτι. Βγήκε στο παράθυρο ο σύζυγός της και τον είδε, άρχισαν να λογομαχούν μεταξύ τους, και κάποια στιγμή ο άνθρωπος αυτός «καύλιασε» τον σύζυγό της και της έλεγε «κουμέρα, πάενε δώσ’ του τα φάρμακά του» και «πάρτον στον ψυχίατρο τζιαι εν πελλός». Στη συνέχεια, έφυγε. Τη στιγμή που ο ήταν ο αλλοδαπός μόνος με το κοπάδι, ο σύζυγός της βγήκε στον δρόμο και πήγε προς το μέρος του και του είπε να μην ξαναπεράσει από εκεί. Είδε τον αλλοδαπό να ανεμίζει μία βέργα προς το μέρος του συζύγου της, αλλά ο σύζυγός της δεν έβρισε τον αλλοδαπό. Μόνο φώναζε έντονα επειδή αυτό γινόταν συνέχεια, με το κοπάδι.

 

25.     Αντεξεταζόμενη, η ΜΥ1, είχε αρκετές αποκλίσεις από τη γραπτή κατάθεσή της, την οποία, όμως, δεν θυμόταν και την οποία είχε δώσει στο πλαίσιο διερεύνησης άλλης υπόθεσης. Δέχθηκε πως δεν θυμάται πού ακριβώς ήταν. Όταν της υποδείχθηκε η αναφορά του συζύγου της στο Τ3 πως εκείνος είχε αναφέρει πως ο αλλοδαπός είχε προσπαθήσει να τον κτυπήσει, η ίδια ανέφερε πως απλώς την ανέμιζε, δεν ξέρει τι προθέσεις είχε, αλλά δεν της φάνηκε ότι θα τον κτυπούσε. Δέχθηκε επίσης πως ο σύζυγός της είναι οξύθυμος, λόγος που η ίδια είναι πάντα δίπλα του. Είναι οξύθυμος όταν τον πνίγει το δίκαιο του, δεν το αντέχει αυτό το συναίσθημα. Ήταν κάθετη πως ο σύζυγός της δεν είπε τη φράση που του καταλογίζεται, λέγοντας, επίσης, πως ποτέ δεν τον άκουσε να λέει τέτοια λόγια, ενώ πολύ συχνά έλεγε, για τον παραπονούμενο, πως δεν φταίει σε τίποτε ο ίδιος, εφόσον ό,τι του λέει ο εργοδότης του, κάνει.

 

26.     Ότι ως γεγονός λήφθηκαν οι καταθέσεις των Τ1 – Τ6 από τον ΜΚ1, εξεταστή της υπόθεσης, με το περιεχόμενο που φέρουν, δεν αμφισβητήθηκε. Επίσης, δεν αμφισβητείται πως την 29.08.2018 ο Κατηγορούμενος και ο παραπονούμενος και μετέπειτα ο Κατηγορούμενος και ο εργοδότης του παραπονούμενου, ήρθαν σε αντιπαράθεση, στην οδό [], στην Καλλέπεια, με αφορμή το γεγονός πως ο παραπονούμενος οδήγησε ένα κοπάδι με ζώα μπροστά από το σπίτι του Κατηγορούμενου, που βρίσκεται στην οδό εκείνη, όπως είχε επαναληφθεί και άλλες φορές.

 

27.     Αμφισβητείται, ως προς τα γεγονότα, εάν ειπώθηκε καθόλου η φράση που αποδίδεται στον Κατηγορούμενο «διάβολε διάβολε πουστόμαυρο δεν θα περάσεις».

 

28.     Ως προς το γεγονός του κατά πόσον ειπώθηκε η συγκεκριμένη φράση ή όχι, ο ΜΚ1 δεν είχε προσωπική γνώση, εφόσον δεν ήταν παρών στο συμβάν, αλλά εξέλαβε αυτό ως δεδομένο, με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ2.

 

29.     Η φράση αυτή, όπως προκύπτει από τα Τ2 και Τ5, αναφέρθηκε στην Ινδική γλώσσα και μεταφράστηκε στην Ελληνική γλώσσα με τον τρόπο αυτό. Ο ΜΚ2 την ανέφερε στο πλαίσιο ανακριτικής κατάθεσης για διερεύνηση εναντίον του Κατηγορίας, την οποία αρνείτο. Είχε κάθε λόγο να αμυνθεί σε μια εναντίον του κατηγορία. Η φράση εκτέθηκε διαφοροποιημένη στο Κατηγορητήριο, απ’ ό,τι στην κατάθεση του ΜΚ2. Εν πάση περιπτώσει, ο ΜΚ2 ανέφερε, κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, πως δεν γνώριζε τη λέξη «πουστόμαυρο», ως ηχεί στα Ελληνικά, κατά την ώρα του συμβάντος και ότι δεν γνωρίζει καλά την Ελληνική γλώσσα. Δεν έπεισε το Δικαστήριο πως, από το σύνολο των έντονων φωνών του Κατηγορούμενου, ήταν σε θέση να ξεχωρίσει την ηχητική σύνθεση και το νόημα της επίδικης φράσης «διάβολε διάβολε πουστόμαυρο δεν θα περάσεις»· ότι συγκράτησε τη συγκεκριμένη άγνωστη του λέξη μέσα στη συγκεκριμένη φράση και τη μετέφερε, αναφέροντάς την επακριβώς, στον εργοδότη του. Αυτό σε συνάρτηση με το ότι δεν προσδιόρισε κανένα πλαίσιο μέσα στο οποίο να εκτέθηκε, ειπωμένη, η υποτιθέμενη φράση και λέξη από τον Κατηγορούμενο· πότε ο ίδιος τη μετέφερε στον εργοδότη του, και πώς, τι του είπε ο εργοδότης του πως σημαίνει, και τι και πότε αισθάνθηκε ο ίδιος, πληροφορούμενος για το άγνωστο ακόμα νόημα που αντιλήφθηκε εκ των υστέρων πως έχει η συγκεκριμένη λέξη. Ο ΜΚ2 απαντούσε με γενικότητα, αοριστία και υπεκφυγή ως προς το τι και πώς ειπώθηκε γενικότερα, χωρίς ροή στα γεγονότα, ως να μην είχε σημασία αυτό, το περιεχόμενο του λόγου του Κατηγορούμενου, αλλά το γεγονός ότι ο παραπονούμενος αισθάνθηκε, γενικά, να δέχεται επίθεση από τον Κατηγορούμενο, επειδή ο Κατηγορούμενος φώναζε. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτή τη μαρτυρία του ΜΚ2, ως σε αξιόπιστη μαρτυρία, για να προβεί σε εύρημα επί του συγκεκριμένου αμφισβητούμενου γεγονότος, πως ο Κατηγορούμενος εκστόμισε τη φράση «διάβολε διάβολε πουστόμαυρο δεν θα περάσεις», ως εκτέθηκε.

 

30.     Η μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2 ότι ο Κατηγορούμενος εκστόμισε, ανάμεσα στις φωνές του, και τη συγκεκριμένη φράση που περιέχει τη λέξη «πουστόμαυρο», δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.

 

31.     Η ΜΥ1, σύζυγος του Κατηγορούμενου, παρόλο που έδιδε παρορμητικές και φυσικές απαντήσεις σε ό,τι ερωτήθηκε, κι εκείνη, δεν έπεισε το Δικαστήριο πως ήταν παρούσα κατά το συμβάν που έγινε μεταξύ του Κατηγορούμενου και του παραπονούμενου στον δρόμο και ότι γνωρίζει τι ακριβώς διαμείφθηκε μεταξύ τους. Υπήρξαν έκδηλες αντιφάσεις της εκδοχής που αναπτύχθηκε στο Τ6 και στη μαρτυρία που έδωσε στο Δικαστήριο, σε σημεία που η πάροδος του χρόνου, που φυσιολογικά επηρεάζει την ανθρώπινη μνήμη, δυνατόν να έχει επιδράσει.

 

32.     Ο ΜΚ1 βασίστηκε αποκλειστικά σε μια μεμονωμένη αναφορά του ΜΚ2, ιδίως στη λέξη «πουστόμαυρο», προκάλεσε τον ΜΚ2, ενώ ήταν ο ίδιος ανακρινόμενος για ποινικό αδίκημα εναντίον του Κατηγορούμενου, να αναφέρει ότι (ο Κατηγορούμενος) «του έκανε ξανά πρόβλημα». Έπειτα, έλαβε τη θετική απάντηση του ανακρινόμενου ΜΚ2 επ’ αυτού (ότι «του έκανε ξανά πρόβλημα»), για να εξάγει το συμπέρασμα πως η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου προς τον ανακρινόμενο ΜΚ2 ήταν «ρατσιστική». Χωρίς περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης, σχετικά με το εάν όντως ειπώθηκε ή όχι η φράση ή η λέξη, πώς ειπώθηκε, εάν ειπώθηκε έτσι για τα κίνητρα και τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου. Χωρίς λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τον Κατηγορούμενο με την τήρηση των σχετικών δικαστικών κανόνων, έκρινε, από μόνος του, ο ΜΚ1, βασιζόμενος σε ό,τι του ανέφερε ο ΜΚ2, όπως το ανέφερε, ότι ο Κατηγορούμενος «συμπεριφέρθηκε ρατσιστικά». Κατά τη μαρτυρία του, ο ΜΚ1 δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει στο Δικαστήριο επαρκώς τους λόγους γιατί ο ίδιος αντιλήφθηκε πως ο παραπονούμενος δέχθηκε επίθεση «ρατσιστική» ή ακόμα «έγκλημα μίσους», ενώ αναφέρθηκε σε γεγονός, ως γεγονός, ότι ο ΜΚ2 του παραπονέθηκε για «ρατσιστική επίθεση».

 

33.     Ο εκνευρισμός του Κατηγορούμενου, όμως, ευλόγως, θα μπορούσε να οφείλεται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο ΜΚ2 οδηγούσε το κοπάδι μπροστά από το σπίτι του, κατ’ επανάληψη, εκνευρισμό που ο Κατηγορούμενος θα μπορούσε να έχει οποιοσδήποτε κι αν οδηγούσε το κοπάδι στην ίδια περιοχή, ανεξαρτήτως χρώματος στο δέρμα του ή καταγωγής. Μαρτυρία ενώπιον του ΜΚ1 ήταν, όπως είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου, και ότι αντιπαράθεση για το ίδιο θέμα, το κοπάδι, υπήρξε και με τον εργοδότη του παραπονούμενου, που δεν έχει όμοια ομαδική ταυτότητα με τον παραπονούμενο.

 

34.     Ο ΜΚ2, επίσης, στη δια ζώσης μαρτυρία του στο Δικαστήριο, δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει και τι ακριβώς του λέχθηκε από τον Κατηγορούμενο, αλλά και τι ακριβώς αισθάνθηκε τη δεδομένη χρονική στιγμή. Η αναφορά που πως απλώς ήρθε στην Κύπρο για να δουλέψει και κάνει ό,τι του λέει ο εργοδότης του, δεν δόθηκε ως αντίδραση σε «ρατσιστική επίθεση» εναντίον του, ότι τον έφερε ο Κατηγορούμενος σε ευάλωτη θέση ώστε να νιώθει ότι υστερεί λόγω καταγωγής ή χρώματος δέρματος. Ήταν αντίδραση στις έντονες φωνές του Κατηγορούμενου, χωρίς καν ο ΜΚ2 να εστιάζει στο συγκεκριμένο περιεχόμενο, φιλτράροντας εάν αυτό συνιστά απειλή, εξύβριση ή προσβολή. Ο καθένας, ακούγοντας έναν άνθρωπο όπως ο Κατηγορούμενος να φωνάζει έντονα, θα μπορούσε να νιώσει άβολα ή φόβο, ακόμα κι αν δεν γνωρίζει τη γλώσσα του ή πόσω μάλλον εάν δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως τι του λέγεται ή και ο ίδιος δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά γιατί εκτελεί εντολές γιατί είναι εργαζόμενος και δεν λαμβάνει ο ίδιος τις αποφάσεις που ενοχλούν τον Κατηγορούμενο. Αυτή ήταν η θέση που περιήλθε ο παραπονούμενος, η οποία δεν έχει σχέση είτε με «ρατσιστική επίθεση» είτε με «έγκλημα μίσους».

 

35.     Εγκλήματα του είδους που απασχολούν την υπό εκδίκαση υπόθεση έχουν σοβαρότητα και θα πρέπει να αποδίδονται με τη δέουσα προσοχή και μετά από ενδελεχή διερεύνηση, η οποία να υπεισέρχεται στα κίνητρα του εκάστοτε υπόπτου.

 

36.     Με βάση όσα συνομολογούνται και την αποδεκτή μαρτυρία, συνοπτικά, την 29.08.2018, ο παραπονούμενος οδήγησε κοπάδι ζώων στην οδό [], όπου βρίσκεται και η οικία του Κατηγορούμενου, γεγονός που συνέβαινε κατ’ επανάληψη, ενοχλούσε τον Κατηγορούμενο, ο οποίος, εκείνη την ημέρα, έβαλε τις φωνές στον παραπονούμενο και μετέπειτα στον εργοδότη του παραπονούμενου, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί. Ο Κατηγορούμενος κατήγγειλε τον παραπονούμενο για εξύβριση και κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, επειδή ο παραπονούμενος είχε αναφέρει στον εξεταστή της υπόθεσης πως ο Κατηγορούμενος του είπε «διάβολε διάβολε πουστόμαυρο δεν θα περάσεις», ο εξεταστής της υπόθεσης, ο οποίος είχε λάβει τις καταθέσεις των Τ1-Τ6, έκρινε πως ο Κατηγορούμενος διέπραξε εναντίον του παραπονούμενου «ρατσιστική επίθεση» και, στη βάση αυτής της μαρτυρίας, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση, κατηγόρησε τον Κατηγορούμενο έξι και πλέον μήνες μετά το συμβάν, και έπειτα καταχωρίστηκε η υπό εκδίκαση υπόθεση εναντίον του, μετά από δύο χρόνια.

 

37.     Παρεμβάλλεται πως το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων ενός αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή στο ύψιστο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσον εύλογες και εάν είναι[3]. Η μαρτυρία θα πρέπει να είναι αξιόπιστη και σαφής[4]. Εάν απορριφθεί η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, δεν είναι δυνατή η καταδίκη[5]. Εάν, στο τέλος της υπόθεσης, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να αθωωθεί και να απαλλαγεί από την κατηγορία[6].

 

38.     Δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2 πως ειπώθηκε οποτεδήποτε η φράση «διάβολε διάβολε πουστόμαυρο δεν θα περάσεις». Δεν μαρτυρήθηκε οποιαδήποτε άλλη σκόπιμη και ηθελημένη εστίαση του Κατηγορούμενου, με συγκεκριμένο προφορικό λόγο ή εκδηλωμένη συμπεριφορά, στην καταγωγή ή το χρώμα του δέρματος του παραπονούμενου, την ομαδική του ταυτότητα, ή και ότι έχει γενικότερα ο Κατηγορούμενος προκατάληψη με πρόσωπα που έχουν χαρακτηριστικά όπως ο παραπονούμενος. Έπειτα, δεν αποδείχθηκε συμπεριφορά δυνητική υποκίνησης να πράξει οποιοσδήποτε άλλος οτιδήποτε.

 

39.     Ειδικότερα, δεν έχει αποδειχθεί πως η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, ο εκνευρισμός του και οι φωνές του επειδή πέρασε το κοπάδι έξω από το σπίτι του, την 29.08.2018, οδηγούμενο από τον παραπονούμενο, περιλάμβαναν τη λέξη «πουστόμαυρο», και ότι οποιαδήποτε δημόσια συμπεριφορά του Κατηγορούμενου συνιστά «υποκίνηση» με πρόθεση και στόχο τη βία ή το μίσος κατά του παραπονούμενου, ως μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.

 

40.     Με βάση όλα τα ανωτέρω, δεν έχει αποδειχθεί η ενοχή του Κατηγορούμενου για το αδίκημα που αντιμετωπίζει.

 

Κατάληξη

 

41.     Ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.

 

 

(Υπ.) ………………………….

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 



[1] Αστυνομία ν. Λ.Α., ΠΕ 4/2021, 5/2021, 01.07.2021.

[2]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.

[3] Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363.

[4] Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401.

[5] Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246.

[6] Τούμπας ν. Αστυνομίας (1984) 2 CLR 110.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο