ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 4765/2024
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
v.
Ι. Σ.
_______________
Ημερομηνία: 31 Οκτωβρίου 2024
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή/Αιτήτρια
Ρ. Δρακουλάκου (κα), για τον Κατηγορούμενο/Καθ’ ου η αίτηση
Κατηγορούμενος/Καθ’ ου η αίτηση: παρών
Αίτηση και προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 15.10.2024
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Εισαγωγή
1. Εναντίον του Κατηγορούμενου/Καθ’ ου η αίτηση καταχωρίστηκε κατηγορητήριο που περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες:
1η Κατηγορία: ότι την 12.10.2024, στην οδό [], στην Πάφο, επιτέθηκε εναντίον της πρώην συζύγου του Ε. Σ. και της προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη [άρθρο 243 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ.154 (ΠΚ), άρθρα 2, 3(1), 4 του περί Πρόληψης της Βίας στην Οικογένεια και την Προστασία των Θυμάτων Νόμος 119(Ι)/2000, άρθρα 2, 5(ζ), Μέρος VI, Πίνακας, Αδίκημα 34 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου 115(Ι)/2021]
2η Κατηγορία: ότι κατά τον χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 1η Κατηγορία, προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία στην πρώην σύζυγό του Ε. Σ. από την Πάφο, απειλώντας την με βία ή με άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή της είπε «θα σε σύρω που το μπαλκόνι να σε σκοτώσω» [άρθρο 91Α ΠΚ, άρθρα 2, 3(1), 4 ν.119(Ι)/2000, άρθρα 2, 5(α), Μέρος VI, Πίνακας 53 ν.115(Ι)/2021]
3η Κατηγορία: ότι σε άγνωστη ημερομηνία, τον Σεπτέμβριο του 2024, στην οδό [], προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία στην πρώην σύζυγό του Ε. Σ. από την Πάφο, απειλώντας την με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή της είπε: «σηκώστου φύε που δαμέσα γιατί κινδυνεύεις» [άρθρο 91Α ΠΚ, άρθρα 2, 3(1), 4 ν.119(Ι)/2000, άρθρα 2, 5(α), Μέρος VI, Πίνακας 53 ν.115(Ι)/2021]
4η Κατηγορία: ότι σε άγνωστη ημερομηνία, τον μήνα Μάιο του 2024, στην οδό [] στην Πάφο, επιτέθηκε εναντίον της πρώην συζύγου του Ε. Σ. από την Πάφο [άρθρο 242 ΠΚ, άρθρα 2, 3(1), 4(1)(2)(ιβ), 23 ν.119(Ι)/2000, άρθρα 2, 3, Μέρος Ι, 5(α), Μέρος ΙΙ, Πίνακας (άρθρο 5) (αδίκημα αρ.37), Μέρος VI και άρθρα 2, 3(1), 4(1)(2)(ιβ), 23 ν.115(Ι)/2021]
5η Κατηγορία: ότι κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στις Κατηγορίες 1 μέχρι και 4, με τη συμπεριφορά του προς την πρώην σύζυγό του Ε. Σ., της προκάλεσε ψυχική βλάβη [άρθρα 2, 3(1)(4) ν.119(Ι)/2000]
6η Κατηγορία: ότι κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στις Κατηγορίες 1 μέχρι και 4, με τη συμπεριφορά του προς την πρώην σύζυγό του Ε. Σ., της προκάλεσε πραγματικό φόβο [άρθρα 2, 5(ζ), 6 ν.115(Ι)/2021]
7η Κατηγορία: ότι κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στις Κατηγορίες 1 μέχρι και 4, προέβη σε συμπεριφορά η οποία προκάλεσε παρενόχληση στην πρώην σύζυγό του Ε. Σ., ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκάλεσε ενόχληση [άρθρα 2, 3 του περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου 114(Ι)/2021]
8η Κατηγορία: ότι κατά τον τρόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η Κατηγορία, με τη συμπεριφορά του ή με τις πράξεις του προς την πρώην σύζυγό του Ε.Σ. από την Πάφο, προκάλεσε ψυχική βλάβη στα παιδιά του, Φ. Σ. με ημερ. γεν. [] και Ν. Σ. με ημερ. γεν. [] [άρθρα 2, 3(1)(3)(4) ν.119(Ι)/2000]
Οι εκατέρωθεν θέσεις
2. Στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης, υποβλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή μονομερής αίτηση, με την οποία ζήτησε την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:
Α. Διάταγμα αποκλεισμού δυνάμει του ν.115(Ι)/2021: Διάταγμα που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενο να εισέρχεται ή και να παραμένει, είτε σωρευτικά είτε διαζευκτικά, είτε κεχωρισμένα, εντός της οικίας στην οδό [], στην Πάφο, εντός 10 λεπτών από την έκδοση του διατάγματος, μέχρι τη συμπλήρωση και πλήρη εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης 4765/2024 που καταχωρίστηκε στο Ε.Δ. Πάφου και τελεί υπό εκδίκαση ή/και μέχρι νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου.
Β. Διάταγμα δυνάμει του ν.114(Ι)/2021: Διάταγμα που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενο να προσεγγίζει, να ακολουθεί και να παρενοχλεί, με οποιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, το θύμα, Ε. Σ., μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου.
3. Στη νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνονται τα σχετικά άρθρα των προαναφερόμενων νόμων. Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Αστ.3345 Γ. Παναγιώτου, εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ο οποίος έθεσε το εξής πλαίσιο γεγονότων στο Δικαστήριο: Ο ίδιος γνωρίζει τα γεγονότα που προκύπτουν από το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης και είναι εξουσιοδοτημένος από το φερόμενο ως θύμα Ε. Σ., να προβεί στην ένορκη δήλωση. Η Ε. Σ. συνήψε γάμο με τον Κατηγορούμενο το 2010. Από το 2020 διέμεναν μαζί στην οδό []. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ν. και τον Φ.. Την 09.09.2024 έλαβαν διαζύγιο, αλλά συνέχισαν να διαμένουν στην ίδια κατοικία, μέχρι να αποφασίσει το Δικαστήριο σχετικά με αυτήν. Την 12.10.2024 καταγγέλθηκε από την Ε. Σ. ότι την ίδια ημέρα, γύρω στις 05:30, είχε ξυπνήσει και ετοιμάζονταν, εφόσον θα μετέβαιναν στη Λευκωσία για οικογενειακό γεγονός. Τα παιδιά συνέχιζαν να κοιμούνται. Δίπλα, στην κουζίνα, ήταν ο Κατηγορούμενος, ο οποίος παραμιλούσε επειδή είχε σπάσει ένα ποτήρι ή φλυτζάνι. Η παραπονούμενη ετοιμάστηκε, πήγε στο δωμάτιο του Κατηγορούμενου να του στρώσε το κρεβάτι, όπως συνήθιζε, και ο Κατηγορούμενος της έβαλε τις φωνές, γιατί να το στρώσει, αφού θα ξάπλωνε ξανά για να κοιμηθεί. Η παραπονούμενη βγήκε έξω από το υπνοδωμάτιο, πήγε στην κουζίνα να μαζέψει κάποια γυαλιά που είδε πως έμειναν. Έξω από την πόρτα της κουζίνας υπάρχει ένα μικρό μπαλκόνι με κενό, ύψους γύρω στα 8-10 μέτρα, αφού το διαμέρισμα βρίσκεται σε ύψος περίπου 2,5 ορόφων. Η παραπονούμενη ξεκίνησε την ηλεκτρική σκούπα, μαζεύοντας τα γυαλιά. Τότε, απροειδοποίητα, πήγε ο Κατηγορούμενος από πίσω της και άρχισε να την κτυπά στην πλάτη με γροθιές, δαγκώνοντάς την στην πλάτη. Η παραπονούμενη έπεσε στο έδαφος, ο Κατηγορούμενος της έπιασε το αριστερό στήθος και το γύριζε δυνατά, προκαλώντας της πόνο. Ενώ η παραπονούμενη προσπαθούσε να αμυνθεί, την άρπαξε από τα χέρια και το σώμα της και την τραβούσε από την κουζίνα, να την βγάλει έξω στο μπαλκόνι, που είχε απόσταση 1-2 μέτρα, απειλώντας την «θα σε σύρω που το μπαλκόνι να σε σκοτώσω». Η παραπονούμενη προσπαθούσε να αντισταθεί και να ελευθερωθεί από τα χέρια του, αφού εκείνος την κρατούσε σφικτά. Αφού την κρατούσε, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει, και την τραβούσε για να την βγάλει έξω, η ίδια φοβήθηκε πολύ, καταλαβαίνοντας ότι θέλει να την ρίξει από το μπαλκόνι για να σκοτωθεί. Ενώ βρισκόταν στο έδαφος, κατάφερε και πιάστηκε με τα χέρια της από την πόρτα που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τα κάγκελα του μπαλκονιού και κρατιόταν σφικτά, ενώ ο Κατηγορούμενος προσπαθούσε να την σηκώσει και να την σπρώξει να πέσει κάτω από το μπαλκόνι. Στην προσπάθεια αυτή, η παραπονούμενη φώναζε, μέχρι που ξύπνησαν τα παιδιά. Τότε, ο Κατηγορούμενος σταμάτησε. Αφού κατάφερε και μπήκε μέσα η παραπονούμενη και βρισκόταν στον διάδρομο, της επιτέθηκε ο Κατηγορούμενος, δίδοντάς της μια γροθιά στο στομάχι. Η παραπονούμενη κατάφερε και μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών και εκείνος ξαναήρθε και την κτύπησε με γροθιές σε διάφορα μέρη του σώματός της. Η παραπονούμενη κατάφερε να καλέσει την Αστυνομία. Πριν από 15 ημέρες, ο Κατηγορούμενος την είχε επίσης απειλήσει «σηκώστου φύε που δαμέσα γιατί κινδυνεύεις», εννοώντας πως θα της κάνει κακό. Την 12.10.2024, η παραπονούμενη παραπέμφθηκε σε ιατρική εξέταση στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, όπου η επί καθήκοντι ιατρός Δρ. Βιολίνα Πέτρου, αφού την εξέτασε, διαπίστωσε ότι έφερε εκδορά και αιμάτωμα δεξιού βραχίονα, απώλεια δέρματος στην πλάτη δεξιά, αιμάτωμα στον λαιμό δεξιά και εκδορά στον αριστερό μαστό. Ο Κατηγορούμενος συνελήφθη. Απάντησε «δεν έκαμα τίποτα». Την ίδια ημέρα, ελήφθη αριθμός φωτογραφιών από την οικία στην [], και έγινε δακτυλοσκοπικός έλεγχος στα σημεία που ανέφερε η παραπονούμενη ότι κρατούσε με σκοπό να αποφευχθεί η παράνομη πράξη, με αρνητικό αποτέλεσμα. Σε ανακριτική κατάθεση που ελήφθη από τον Κατηγορούμενο, ισχυρίστηκε πως είναι ψέματα όσα ανέφερε η παραπονούμενη και πως ό,τι έχει να πει, θα το πει στο Δικαστήριο. Την 13.10.2024, λήφθηκε οπτικογραφημένη κατάθεση από τον υιό τους, Φ.. Ανέφερε πως κοιμόταν και ξύπνησε όταν άκουσε την παραπονούμενη να φωνάζει «Ν. βοήθεια». Όταν σηκώθηκε, είδε την παραπονούμενη στον διάδρομο, έξω από την κουζίνα, διπλωμένη, να κρατά την κοιλιά της. Εκείνη του ανέφερε σε προηγούμενο χρόνο πως ο Κατηγορούμενος της είπε να φύγει γιατί είναι επικίνδυνα εκεί. Την ίδια ημέρα, ελήφθη οπτικογραφημένη κατάθεση και από τον υιό τους Ν., ο οποίος ανέφερε, επίσης, πως ξύπνησε από τις φωνές της παραπονούμενης, και όταν σηκώθηκε, την είδε στο έδαφος της κουζίνας, κρατώντας την κοιλιά της. Ανέφερε πως του παραδέχθηκε ο Κατηγορούμενος ότι την «ππούνιαρε», ενώ σε άλλο σημείο της κατάθεσής του ανέφερε πως αυτό του το είπε η παραπονούμενη, όχι ο Κατηγορούμενος. Την ίδια ημέρα, κατόπιν επιθυμίας και προφορικής συγκατάθεσης της παραπονούμενης, η ίδια προέβη σε αριθμό υποδείξεων εντός της οικίας. Ελήφθη αριθμός φωτογραφιών και έγινε νέος δακτυλοσκοπικός έλεγχος στα σημεία που υπέδειξε, με αρνητικό αποτέλεσμα. Την ίδια ημέρα, σε συμπληρωματική της κατάθεση, προέβη σε διευκρινίσεις όσον αφορά την πρώτη κατάθεση της. Ανέφερε πως προσπάθησε να πιαστεί από την πόρτα, αλλά τελικά αγκιστρώθηκε στο πόδι του τραπεζιού, ενώ κατήγγειλε και ότι, σε άγνωστη ημερομηνία, τον Μάιο του 2024, ο Κατηγορούμενος την είχε κτυπήσει στο κεφάλι με γροθιές σε σημείο όπου είχε παλαιότερα χειρουργηθεί για ανεύρυσμα. Την ίδια ημέρα, λήφθηκε κατάθεση από την θυγατέρα της παραπονούμενης Ά. Μ., η οποία διαμένει στη Λευκωσία, στην οποία ανέφερε πως το πρωί 06:06 της τηλεφώνησε η παραπονούμενη και της ανέφερε αναστατωμένη και κλαίγοντας πως επιχείρησε ο Κατηγορούμενος να τη ρίξει από το μπαλκόνι του διαμερίσματος όπου διαμένουν. Την 14.10.2024, λήφθηκε νέα ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο, ο οποίος επί της ουσίας απάντησε πως ό,τι έχει να πει, θα το πει στο Δικαστήριο. Προσκομίστηκε το μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο Α). Ήταν η θέση της Αστυνομίας πως η έκδοση διατάγματος αποκλεισμού και απαγορευτικού διατάγματος παρενόχλησης ήταν αναγκαία γιατί Κατηγορούμενος έχει περιφέρει το θύμα σε ευάλωτη θέση και θα συνεχίσει με την εκδήλωση βίαιης και παρενοχλητικής συμπεριφοράς.
4. Στο Τεκμήριο Α περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
4.1. Κατάθεση του Αστ. 3731 Η. Μιχαήλ, ο οποίος είχε προβεί στη σύλληψη του Κατηγορούμενου.
4.2. Κατάθεση της Μ. Τ. ημερομηνίας 14.10.2024, άτομο γνωστό στην παραπονούμενη, που αναφέρει πως την 12.10.2024 ώρα 07:03 της τηλεφώνησε η παραπονούμενη αναστατωμένη, λέγοντάς της ότι ο Κατηγορούμενος προσπάθησε να τη ρίξει από το μπαλκόνι και ότι την κτύπησε. Η μάρτυρας αναφέρει πως είδε την παραπονούμενη πρώτη φορά τόσο αναστατωμένη.
4.3. Κατάθεση του Αστ.4972 Κ. Κωνσταντίνου, ο οποίος έλαβε τις οπτικογραφημένες καταθέσεις.
4.4. Κατάθεση στου Αστ.2092 Ν. Κουμπαρή, ο οποίος αναφέρει πως την 13.10.2024 ώρα 15:00, ενώ βρισκόταν στο ΤΑΕ, η παραπονούμενη του κατήγγειλε ότι, σε άγνωστη ημερομηνία, κατά τον μήνα Μάιο 2024, δέχθηκε χτυπήματα στο κεφάλι από τον πρώην σύζυγό της, Κατηγορούμενο. Της έλαβε ανακριτική κατάθεση.
4.5. Ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου ημερομηνίας 14.10.2024, στην οποία ο Κατηγορούμενος, σχετικά με την καταγγελία για τα κτυπήματα στο κεφάλι, ανέφερε πως είναι ψέματα και πως ό,τι έχει να πει, θα το πει στο Δικαστήριο.
4.6. Το ένταλμα σύλληψης του Κατηγορούμενου.
4.7. Κατάθεση ημερομηνίας 13.10.2024 από τον σύζυγο της θυγατέρας της παραπονούμενης, ο οποίος αναφέρεται στο τηλεφώνημα της παραπονούμενης προς τη θυγατέρα της το πρωί της 12.10.2024 και τη δική τους συνομιλία, στην οποία του ανέφερε ότι την έκανε «άχρηστη», και ότι προσπάθησε να τη ρίξει από το μπαλκόνι. Αναφέρει, επίσης, πως προ καιρού του είχε αναφέρει η παραπονούμενη και για κτυπήματα στο κεφάλι. Υπάρχουν εντάσεις μεταξύ τους, όπως είπε, λόγω της διάστασής τους, με αποκορύφωμα το περιστατικό της 12.10.2024.
4.8. Κατάθεση της θυγατέρας της παραπονούμενης Ά. Μ. ημερομηνίας 13.10.2024, η οποία αναφέρεται στο τηλεφώνημα που δέχθηκε από τη μητέρα της το πρωί της 12.10.2024. Αναφέρθηκε, επίσης, στις μεταξύ τους ενστάσεις. Τον Μάιο με Ιούνιο του 2024 και πάλι, της είχε τηλεφωνήσει η μητέρα της και της είπε ότι ο πατριός της την είχε κτυπήσει στο κεφάλι. Σε ανοιχτή ακρόαση του έβαλε τις φωνές να σταματήσει και να μην επιτεθεί ξανά στη μητέρα της. Ενώ αρχικά είχε ειδοποιηθεί η Αστυνομία, τελικά δεν προωθήθηκε καταγγελία εις βάρος του. Την 12.10.2024 ώρα 12:43 βρήκε αναπάντητη από άγνωστο αριθμό. Η ώρα 12:54 επέστρεψε την κλήση και της απάντησε ο πατριός της, Κατηγορούμενος, λέγοντάς της «η μάμμα σου εκατάφερεν τα να την δέρω για να πάω φυλακή». Εκείνη του εξήγησε πως μόνο ο ίδιος ευθύνεται για τη συμπεριφορά του, ότι είναι «παλιάνθρωπος» και να μην της τηλεφωνήσει ξανά. Παρέδωσε στιγμιότυπα οθόνης των σχετικών κλήσεων.
4.9. Συμπληρωματική κατάθεση της παραπονούμενης ημερομηνίας 13.10.2024 στην οποία αναφέρονται λεπτομέρειες για το πώς πιάστηκε κατά την προσπάθεια του Κατηγορούμενου να τη ρίξει από το μπαλκόνι. Διευκρίνισε, επίσης, ότι στη Λευκωσία θα πήγαινε μόνη της. Πρόσθεσε πως κατά το περιστατικό της 12.10.2024, μετά που την κτύπησε, της είχε επίσης πει «μέσα στο σπίτι δεν θα ξαναπατήσεις». Αναφέρθηκε στην τηλεφωνική επικοινωνία με την θυγατέρα της και τον σύζυγο της θυγατέρας της, καθώς και στην τηλεφωνική επικοινωνία της με τη φίλη της Μαρούλλα Τσαγγαρά. Επίσης, αναφέρθηκε στο περιστατικό του Μαΐου 2024.
4.10. Ημερολόγιο ενέργειες με απόσπασμα καταχώρισης την 13.10.2024
4.11. Αντίγραφο της αίτησης προφυλάκισης ημερομηνίας 13.10.2024
4.12. Η ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου ημερομηνίας 12.10.2024 στην οποία υποστήριξε, ο Κατηγορούμενος, πως η παραπονούμενη είπε ψέματα και πως ό,τι έχει να πει, θα το πει στο Δικαστήριο.
4.13. Το ένταλμα σύλληψης του Κατηγορούμενου ημερομηνίας 12.10.2024
4.14. Την κατάθεση της παραπονούμενης ημερομηνίας 12.10.2024, στην οποία αναφέρεται στο περιστατικό που έλαβε χώρα την 12.10.2024, όπως αυτό μεταφέρθηκε και από τον μάρτυρα.
4.15. Έντυπο ιατρικής εξέτασης της παραπονούμενης ημερομηνίας 12.10.2024.
5. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης και έχοντας ικανοποιηθεί, μέσα από τη δοθείσα μαρτυρία, πως πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, υπό την επιφύλαξη της αναθεώρησής τους κατόπιν ακρόασης και του Κατηγορούμενου/Καθ’ ου η αίτηση, εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα.
6. Την 18.10.2024, που τα προσωρινά διατάγματα ήταν ορισμένα για επιστροφή, ζητήθηκε χρόνος από την πλευρά του Κατηγορούμενου να υποβάλει ένσταση. Διευκρινίστηκε ότι τα προσωρινά διατάγματα ισχύουν εξαιρουμένου του χρόνου που ασκεί το δικαίωμα γονικής μέριμνας και επικοινωνίας ο Κατηγορούμενος. Επίσης, αναφέρθηκε πως ο Κατηγορούμενος μπορεί να μεταβεί στην οικία που αναφέρεται στο πρώτο διάταγμα, με τη συνοδεία Αστυνομίας, για την παραλαβή των προσωπικών του αντικειμένων.
7. Ο Κατηγορούμενος/Καθ’ ου η αίτηση, την 24.10.2024, καταχώρισε ένσταση στην αίτηση και στην εξακολούθηση της ισχύος του πρώτου διατάγματος, δηλαδή του προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού, προβάλλοντας 12 λόγους, για τους οποίους, κατά τη θέση του, αυτό το προσωρινό διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί. Οι λόγοι αυτοί έχουν ως εξής:
1ος λόγος ένστασης: Η αίτηση είναι ελλιπής και στερείται ορθής νομικής βάσης.
2ος λόγος ένστασης: Η αίτηση στερείται ή και δεν εφαρμόζονται ή και δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή και στερείται αιτιολόγησης για την οριστικοποίηση του διατάγματος.
3ος λόγος ένστασης: Δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.
4ος λόγος ένστασης: Δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 23 του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος 119(Ι)/2000.
5ος λόγος ένστασης: Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 6 του ν.114(Ι)/2021.
6ος λόγος ένστασης: Ο Καθ’ ου η αίτηση είναι ο αποκλειστικός δικαιούχος της νομής και κατοχής της κατοικίας που βρίσκεται στην οδό [], στην Πάφο, και το φερόμενο ως θύμα έχει τη δυνατότητα και την ευχέρεια να εγκατασταθεί σε άλλο διαθέσιμο ακίνητη ιδιοκτησίας της οικογένειάς της, και δη στο πατρικό της, κείμενος το Γουδί, το οποίο χρησιμοποιεί.
7ος λόγος ένστασης: Το φερόμενο ως θύμα απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα και δεν προσήλθε με καθαρά χέρια, ενώ προωθεί την αίτηση δόλια, εκδικητικά, μνησίκακα, κακόπιστα, με αλλότρια κίνητρα, για αθέμιτης άσκησης πίεση στον Κατηγορούμενο ή και για να εξαναγκάσει να εγκαταλείψει την οικία του.
8ος λόγος ένστασης: Το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ του Κατηγορούμενου για την απόρριψη της αίτησης και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος ενώ δεν υπάρχει ανάγκη οριστικοποίησής του.
9ος λόγος ένστασης: Υπό τις περιστάσεις, δεν είναι ορθό και δίκαιο ή και δεν δικαιολογείται ή και δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης να οριστικοποιηθεί το εκκαλούμενο διάταγμα.
10ος λόγος ένστασης: Κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, η αίτηση χρησιμοποιείται για αλλότριους σκοπούς και προς εξαπάτηση του Δικαστηρίου και του Κατηγορούμενου, ο οποίος τέθηκε σε δυσμενή και δυσχερή θέση, μη έχοντας προβεί σε οποιαδήποτε διάπραξη αδικήματος ή και με δόλια αποστέρηση συνταγματικών δικαιωμάτων.
11ος λόγος ένστασης: Οι επιπτώσεις στον Κατηγορούμενο από τυχόν οριστικοποίηση του διατάγματος θα επιφέρει περαιτέρω δυσμένεια ή και θα επηρεάσει αρνητικά τα δικαιώματά του ή και θα θιχτούν στο έπακρο τα έννομα συμφέροντά του ή και σε κάθε περίπτωση θα αποστερηθεί τη χρήση του μοναδικού τόπου τον οποίο είχε για διαμονή, σε αντίθεση με την παραπονούμενη, η οποία διατηρεί οικία, την πατρική της οικία, εντός της επαρχίας Πάφου.
12ος λόγος ένστασης: Η αίτηση έχει υποβληθεί με κακή πίστη και καταχρηστικά, με σκοπό να πλήξει τα δικαιώματα του Κατηγορούμενου ή και να υποσκάψει τα θεμέλια της απονομής της δικαιοσύνης, για τον λόγο αυτό, το σύνολο της αίτησης και η έκδοση του εκκαλούμενου διατάγματος θα πρέπει να ακυρωθεί.
8. Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, ο Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενος, αναφέρει πως όσα έχει βιώσει την 12.10.2024 μέχρι την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, είναι συγκλονιστικά και απαράδεκτα για έναν άνθρωπο της ηλικίας του, 69 ετών, πρόσωπο της εκκλησίας, φιλήσυχο και ευυπόληπτο πολίτη, ο οποίος ουδέποτε είχε παραβεί τους νόμους ή παραφερθεί. Αρνείται όσα γεγονότα εκτίθενται στη μαρτυρία και θεωρεί έντεχνη την προσπάθεια της παραπονούμενης να του καταλογίσει όλα όσα λέει, αναφέροντας πως όσα καταγγέλθηκαν πως έγιναν την 12.10.2024, είναι αναληθή και κακόπιστα. Τέλεσαν γάμο με την παραπονούμενη το 2010 στην εκκλησία του [], με την οποία ο ίδιος συνδέεται προσωπικά. Οι σχέσεις τους ουδέποτε ήταν αρμονικές, λόγω του ιδιόρρυθμου, δύσκολου και εκκεντρικού χαρακτήρα της. Από την αρχή, προσπάθησε υπέρμετρα να ανταποκριθεί στις ανάγκες της, να ικανοποιήσει κάθε της επιθυμία, για την ευημερία όλων, κυρίως των παιδιών τους. Με απόφαση δική της, βρίσκονται σε διάσταση από το 2018, ωστόσο, συνέχισαν να ζουν στο ίδιο σπίτι. Ο ίδιος αποδέχονταν την κατάσταση, λόγω των παιδιών τους, ενώ είναι ο γονέας που επιφορτίστηκε με τα έξοδα διαβίωσής τους. Η παραπονούμενη, όπως λέει, διέμενε για διαφορετικούς λόγους μαζί τους. Οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν πλήρως με τον θάνατο του πεθερού του και ουσιαστικά τον Δεκέμβριο 2023. Η παραπονούμενη, από τον Ιανουάριο του 2024, άρχισε έναν εσκεμμένο πόλεμο και του ασκούσε ψυχολογική βία και επιθετική συμπεριφορά. Συνήθιζε να φεύγει χωρίς να τον ενημερώνει και πήγαινε στο πατρικό της, στο Γουδί. Ο ίδιος ασχολείται επί σειρά ετών με την εκκλησία, την οποία υπηρετεί για χρόνια. Είναι νεωκόρος του Ιερού Ναού [] για πάνω από 20 χρόνια, εκτελεί κάθε ενέργεια για τη λειτουργία του Ναού και καταβάλλει και το ενοίκιο του διαμερίσματος. Δεν διαθέτει ακίνητη ιδιοκτησία και μίσθωσε το συγκεκριμένο διαμέρισμα, για να διευκολύνει το έργο του, εφόσον είναι απέναντι από τον Ναό. Του παραχωρήθηκε από τον Ναό έναντι συμβολικού μισθώματος, για να διαμένει με την οικογένειά του. Προσκομίζει σχετικά στοιχεία. Η παραπονούμενη αρχικά δεν ήθελε να μείνει εκεί, λόγω της κατάστασής του και της τοποθεσίας του, ωστόσο, τελικά δέχθηκε τη μετακόμισή τους εκεί. Η παραπονούμενη, με σκοπό να μεθοδεύσει τις διαδικασίες διαζυγίου, άρχισε να εξαπολύει βαριές κατηγορίες και να εγκαταλείπει για μεγάλα χρονικά διαστήματα το σπίτι τους. Με το κλείσιμο των σχολείων, αρχές της θερινής περιόδου του 2024, αφού ο ίδιος είχε πλέον κουραστεί ψυχολογικά και σωματικά, της είχε διαμηνύσει ότι θα ξεκινήσει τις διαδικασίες για την έκδοση του διαζυγίου και ότι θα έπρεπε να συζητήσουν τα υπόλοιπα ζητήματα που σχετίζονταν με τη λύση του γάμου τους. Αρχικά είχε πει πως θα μετακόμιζε στο Γουδί, μετά από ανακαινίσεις. Ήταν η μεταξύ τους συμφωνία, να παραμείνει για λίγο ακόμα στο διαμέρισμα, μέχρι να είναι έτοιμη να μετακομίσει στο Γουδί. Εντούτοις, χρησιμοποιώντας τα παιδιά, και αλλάζοντας γνώμη, αποφάσισε να τον διώξει από το διαμέρισμα, λόγω της στρατηγικής θέσης του και επειδή είναι κοντά στο κατάστημά της. Του είχε αναφέρει πως τα παιδιά δεν ήθελαν να μείνουν μαζί της. Τον απείλησε ποικιλοτρόπως, ασκώντας βία. Μηχανορράφησε και δολοπλόκησε εναντίον του ψεύδη για όσα συνέβησαν την 12.10.2024. Η ίδια την 10.10.2024 τον απείλησε με τη ζωή του για να τον εξαναγκάσει να φύγει. Την 11.10.2024 οι δικηγόροι τους συνομίλησαν. Πριν ο ίδιος προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία, η παραπονούμενη επινόησε τα γεγονότα της 12.10.2024. Την 16.10.2024 πληροφορήθηκε, ο Κατηγορούμενος, από τον Πρόεδρο και Εφημέριο της νυν εκκλησιαστικής επιτροπής ότι την 30.09.2024, η παραπονούμενη είχε προηγουμένως προβεί σε ατελέσφορη προσπάθεια παρουσίασης εγγράφου μίσθωσης του διαμερίσματος από την ίδια, για να υπογραφεί από την εκκλησιαστική επιτροπή, δυσφημίζοντας τον Κατηγορούμενο. Στάλθηκε σχετική επιστολή από τους δικηγόρους του, για να απέχει η εκκλησιαστική επιτροπή από σχετικές ενέργειες. Την 23.10.2024 η παραπονούμενη, και πάλι, επικοινώνησε με πρόσωπα της εκκλησιαστικής επιτροπής, για να καταβάλει η ίδια το ενοίκιο, ωστόσο, λόγω της προηγηθείσας επιστολής, αυτό δεν έγινε αποδεκτό από την Ιερά Μητρόπολη. Την 17.10.2024, προέβη και ο ίδιος σε καταγγελία εις βάρος της παραπονούμενης. Την 19.10.2024, ο Κατηγορούμενος επιχείρησε να μεταβεί με την Αστυνομία για να συλλέξει τα προσωπικά του αντικείμενα, αλλά, για να τον ταλαιπωρήσει, εκβιαστικά, εκδικητικά, αποχώρησε δίχως να ενημερώσει την Αστυνομία, δηλώνοντας «η πόρτα είναι ανοιχτή και περάστε να τα πάρετε». Δεν επιθυμεί να έχει επικοινωνία με την παραπονούμενη, αλλά χρειάζεται τον χώρο διαμονής του. Μένει σε ξενοδοχεία με έξοδα που καλύπτονται από την οικογένειά του στη Λευκωσία, κάτι που του προκαλεί ντροπή, λόγω της ηλικίας του. Προσκομίζει σχετικά στοιχεία. Η παραπονούμενη διαθέτει δική της επιχείρηση και μπορεί με τα εισοδήματά της να εξασφαλίσει τη διαβίωσή της, ενώ έχει το πατρικό της στο Γουδί, όπου μπορεί να εγκατασταθεί μόνιμα. Ανήκει στη θυγατέρα της, αλλά το απολαμβάνει και η παραπονούμενη, χωρίς κόστος. Προσκομίζονται βεβαιώσεις του Κοινοτάρχη. Με όσα βιώνει, αποστερείται και την άσκηση των εκκλησιαστικών του καθηκόντων, καθώς τέθηκε σε υποχρεωτική άδεια. Θεωρεί δυσανάλογο τον επηρεασμό του. Επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης.
9. Την 24.10.2024, το δεύτερο διάταγμα έγινε απόλυτο, ενώ έγιναν πρόσθετες διευκρινίσεις όσον αφορά τη δυνατότητα του Κατηγορούμενου να μεταβαίνει στον χώρο φύλαξης των εκκλησιαστικών εικόνων και άλλων ειδών, που βρίσκεται στην ίδια πολυκατοικία, ενόσω ασκεί τα καθήκοντά του, για τον σκοπό αυτό.
10. Η ακρόαση έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, χωρίς αντεξέταση.
11. Οι δύο πλευρές αγόρευσαν, επιχειρηματολογώντας υπέρ της οριστικοποίησης ή της ακύρωσης του προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού, αντίστοιχα.
12. Έχω υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν από τις δύο πλευρές, στην πλήρη τους μορφή.
Νομικές πτυχές
13. «Βία», στο πλαίσιο του ν.115(Ι)/2021, σημαίνει πράξη, παράλειψη ή σεξουαλική πράξη χωρίς συναίνεση ή συμπεριφορά με την οποία δύναται να προκληθεί βλάβη στο θύμα και περιλαμβάνει σωματική, λεκτική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική και κάθε άλλης μορφής βία ή πόνο έναντι γυναίκας, κάθε απειλή για τέτοια πράξη, καθώς και εξαναγκασμό ή αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτά διενεργούνται στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο. Ο «εξαναγκασμός» αναφέρεται στην κάμψη της ελεύθερης βούλησης προσώπου με την χρήση βίας ή απειλών ή κατά κατάχρηση ή εκμετάλλευση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης ή με τη χρήση άλλων μέσων απαγορευμένων διά νόμου, με σκοπό την πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βλάβης ή πόνου ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας του στον δημόσιο ή ιδιωτικό βίο ή τη σύναψη αναγκαστικού γάμου· την απειλή πρόκλησης βλάβης εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικού περιορισμού οποιουδήποτε προσώπου· οποιαδήποτε συμπεριφορά ή σχέδιο στοχεύει στη δημιουργία της εντύπωσης σε πρόσωπο ότι η παράλειψη εκτέλεσης συγκεκριμένης πράξης θα επιφέρει βλάβη εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικό περιορισμό προσώπου· κατάχρηση ή επαπειλούμενη κατάχρηση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών αναφορικά με το καθεστώς οποιουδήποτε προσώπου· κατάχρηση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης. Η άσκηση βίας κατά γυναίκας είναι ποινικό αδίκημα, διακεκριμένης μορφής, σε ορισμένες περιπτώσεις.
14. Το άρθρο 32, με τον πλαγιότιτλο «προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή κατηγορούμενου» έχει ως εξής (οι υπογραμμίσεις πρόσθετες):
32.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ή, όπου το θύμα είναι παιδί, επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο ή ύποπτο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή και να το πλησιάζει στον χώρο εργασίας του ή άλλο χώρο που θα αποφασίσει το Δικαστήριο, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του υπόπτου για αδίκημα βίας κατά γυναίκας.
(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα αποκλεισμού καθ’ οιονδήποτε χρόνο ύστερα από την καταχώρηση αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του, οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.
(3) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο εντός της περιόδου αυτής, σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το Δικαστήριο.
(4) Κατά την ορισμένη ημέρα και ώρα, το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο, όπως και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα παρατείνει αυτό για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες.
(5) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ του διατάγματος για τόση περίοδο όση κρίνει αναγκαία, χωρίς η περίοδος ισχύος του διατάγματος να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες στο σύνολό της για την περίοδο που προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.
(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου, να εκδώσει ή παρατείνει την ισχύ του διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.
15. Το άρθρο 32 ν. 115(Ι)/2021 ρυθμίζει τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι να καταχωριστεί ή και να εκδικαστεί η ποινική υπόθεση. Το διάταγμα που εκδίδεται με βάση το άρθρο 32 μέχρι την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης μπορεί να παραταθεί με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης.
16. Σύμφωνα με το άρθρο 32 §§ 2, 6, το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, έπειτα από αίτηση των φορέων ή προσώπων που αναφέρονται, που υποβάλλεται μετά από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα βίας κατά γυναίκας, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του Κατηγορούμενου, μέχρι να εκδικαστεί ποινική υπόθεση. Η αίτηση συνοδεύεται είτε από ένορκη δήλωση του θύματος είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του νόμου.
17. Η υπό εξέταση αίτηση έχει σχετική νομική βάση και δεν υπάρχει ασάφεια ως προς το είδος του διατάγματος που εκδόθηκε, ότι συνιστά προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού με βάση το άρθρο 32.
18. Η ουσιαστική προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 είναι η εκ πρώτης όψεως υπόδειξη κινδύνου άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή η ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πώς. Το Δικαστήριο δεν αξιολογεί τη μαρτυρία και δεν εκδικάζει την υπόθεση, αλλά την εξετάζει στην όψη της, όπως εκτίθεται ενώπιον του.
19. Το άρθρο 33 δίδει στο Δικαστήριο τη διακριτή δυνατότητα να εκδίδει εναντίον προσώπου το οποίο κατηγορείται για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, διάταγμα με ισχύ για τέτοια περίοδο και υπό τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατόν να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει στον Κατηγορούμενο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή πλησιάζει αυτό στον χώρο εργασίας του ή σε άλλο χώρο το οποίο θα αποφασίσει. Το Δικαστήριο, ορίζει στο διάταγμα αποκλεισμού ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης αυτού. Το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του Κατηγορουμένου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού εκτός εάν δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του Κατηγορουμένου συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Ο Κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου. Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του νόμου.
20. Το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του άρθρου 32 μπορεί να καλύπτει ευρύτερες περιπτώσεις συγκριτικά με το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του άρθρου 22 ν.119(Ι)/2000, εφόσον μπορεί να επεκταθεί και στην απαγόρευση προς τον Κατηγορούμενο από το να πλησιάζει το θύμα σε καθορισμένη απόσταση, για την πληρέστερη προστασία του. Ο Κατηγορούμενος εξακολουθεί να τεκμαίρεται αθώος, δεν υπάρχει οποιαδήποτε κρίση σχετικά με τη διάπραξη ή μη των υπό εξέταση αδικημάτων.
21. Το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000, με τον πλαγιότιτλο «προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή απομάκρυνσης θύματος», έχει ως εξής (οι υπογραμμίσεις πρόσθετες):
22.—(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από αίτηση μέλους της οικογένειας ή της αστυνομίας ή του κατηγόρου ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του Οικογενειακού Συμβούλου ή άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε απ' αυτούς, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου ή απομάκρυνσης ανήλικου θύματος, μέχρις ότου καταχωρισθεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα βίας.
(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα καθ’ οιονδήποτε χρόνο έπειτα από αίτηση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή, στην περίπτωση ανήλικου θύματος, οποιουδήποτε προσώπου που είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή από οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία,τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης βίας, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει αυτού ή άλλου νόμου.
(3)(α) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο μέχρι οκτώ ημερών από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο Δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει ο Πρωτοκολλητής.
(β) Κατά την ορισμένη από τον Πρωτοκολλητή ημέρα και ώρα το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα το παρατείνει μέχρι οκτώ επιπρόσθετες ημέρες.
(γ) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ διατάγματος μέχρι και οκτώ ημέρες σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις ημέρες πριν από την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου.
(δ) Το Δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου να εκδώσει ή παρατείνει διάταγμα αποκλεισμού ή απομάκρυνσης ανηλίκου θύματος με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.
23. Σύμφωνα με το άρθρο 22 § 2, 3(δ), το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, έπειτα από αίτηση των φορέων ή προσώπων που αναφέρονται, που υποβάλλεται μετά από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα βίας, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του Κατηγορούμενου, μέχρι να εκδικαστεί ποινική υπόθεση. Η αίτηση συνοδεύεται είτε από ένορκη δήλωση του θύματος είτε από οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης βίας, περιλαμβανομένων καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει αυτού ή άλλου νόμου.
24. Βασική προϋπόθεση έκδοσης τέτοιου προσωρινού διατάγματος, και με βάση το άρθρο 22, είναι η απόδειξη εκ πρώτης όψεως κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας. Το Δικαστήριο θεωρεί τη μαρτυρία που συνοδεύει την αίτηση στην όψη της, χωρίς να προβαίνει σε αξιολόγησή της. Δεν εκδικάζει την υπόθεση, ούτε διαμορφώνει κρίση ενοχής του Κατηγορούμενου, ο οποίος ασφαλώς είναι δυνατόν, μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, να αθωωθεί. Από την όψη και μόνον της μαρτυρίας, θα πρέπει να προκύπτει ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος μπορεί να αφορά είστε σε άσκηση (για πρώτη φορά) βίας είτε σε επανάληψη βίας. Ο σκοπός του προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού είναι να αποτρέψει την άσκηση ή την επανάληψη βίας, ενόψει τέτοιου κινδύνου.
25. Άλλο είναι το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδεται με βάση το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000, όταν καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας, πριν ή μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, μέχρι την καταχώριση ή την εκδίκασή της, αντίστοιχα, κατά κανόνα μονομερώς[1], και άλλο είναι το διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδεται μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης ή ακόμα και σε στάδιο επιβολής ποινής με βάση το άρθρο 23 ν.119(Ι)/2000. Το ίδιο συμβαίνει και αναφορικά με τη συσχέτιση του άρθρου 32 ν.115(Ι)/2021 με το άρθρο 33 ν.115(Ι)/2021.
26. Παρεμβάλλεται αρχικά πως το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021 όπως και το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000 είναι αυτοτελείς νομικές βάσεις. Επαρκεί κάθε μία ξεχωριστά για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση, ο εκ πρώτης όψεως κίνδυνος, βάσει του οποίου εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με βάση τις εν λόγω ειδικές νομικές διατάξεις, απαντά συνοπτικά σε όλες τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν και για τους σκοπούς του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, να υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, καλές πιθανότητες επιτυχίας, κι αν δεν εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο. Νοείται ότι, για να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, θα πρέπει το ισοζύγιο της δικαιοσύνης να κλίνει προς την αναγκαιότητα της έκδοσής του. Το άρθρο 32 ν.14/1960, όμως, δεν είναι αναγκαία νομική βάση. Έπειτα, εφόσον εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021 που καλύπτει και την είσοδο και παραμονή στην οικία όπου επί του παρόντος στεγάζεται το φερόμενο ως θύμα, δεν χρειάζονταν και η παράθεση οποιουδήποτε άρθρου του ν.119(Ι)/2000 στη νομική βάση.
27. Η δραστικότητα ακόμα και ενός προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, στην όψη του κινδύνου βίας, με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021 ή το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000, μπορεί να ωθεί τη συνανάγνωση με το άρθρο 23 ν.119(Ι)/2000. Ο αποκλεισμός, ως αποτέλεσμα, με βάση οποιονδήποτε νόμο, είναι αναμφίβολα δραστικός, σε προσωρινή ή σε μόνιμη βάση. Εξ ου και η ανάγκη για ταχεία εκδίκαση τέτοιας φύσης υποθέσεων.
28. Το άρθρο 23 ν.119(Ι)/2000, όμως, εκδίδεται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις και γενικότερα σε διαφορετικό πλαίσιο ακόμα και από το άρθρο 22 του ιδίου νόμου, και από το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021, στο οποίο αφορά η υπό εξέταση υπόθεση. Για την έκδοση διατάγματος βάσει του άρθρου 23 ν.119(Ι)/2000, δεν προβλέπεται στον νόμο αίτηση οποιουδήποτε από τα περισσότερα πρόσωπα που μπορούν να αιτηθούν με βάση το άρθρο 22, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα της Κατηγορούσας Αρχής να υποβάλει τέτοια αίτηση, περίπτωση στην οποία εφαρμόζει τον ίδιο τύπο αίτησης με αυτόν του άρθρου 22. Το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση και εκδίδει διάταγμα με βάση το άρθρο 23 θέτει το ίδιο συγκεκριμένη περίοδο αποκλεισμού, που βασικά επιβάλλει στον ενώπιον του Κατηγορούμενο. Η αναθεώρηση σε ημερομηνία που ορίζει πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού είναι για τυχόν παράταση ή διαφοροποίηση. Αναθεώρηση ή ακύρωση μπορεί να ζητήσει ο Κατηγορούμενος με δική του αίτηση πριν από τη λήξη της περιόδου αποκλεισμού, εάν υπάρχει διαφοροποίηση των δεδομένων. Κατά την επιστροφή διατάγματος που εκδίδεται μονομερώς όμως, είτε με βάση το άρθρο 22 είτε και με βάση το άρθρο 23 (εάν εξασφαλιστεί τέτοιο διάταγμα με μονομερή αίτηση) η αναθεώρηση, υπό το φως των όσων αναφέρει ο Κατηγορούμενος ή οποιοδήποτε επηρεαζόμενο πρόσωπο, ενιστάμενο, μπορεί να οδηγήσει και σε ακύρωση του διατάγματος. Η περίοδος αποκλεισμού δεν έχει τους χρονικούς περιορισμούς του προσωρινού διατάγματος περιορισμού πριν από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης με βάση το άρθρο 22, ενώ μπορεί να μην προσδιορίζεται αναγκαστικά από τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Δεν επαρκεί η εκ πρώτης όψεως απόδειξη κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας, όπως επαρκεί για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22.
29. Για την έκδοση διατάγματος βάσει του άρθρου 23, θα πρέπει να αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι ο Κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειάς του ή ότι είχε δύο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα (περίπτωση α) ή η βία που ασκήθηκε θα πρέπει έχει προκαλέσει τέτοια πραγματική σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη, που να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή τη σεξουαλική ή ψυχική υγεία των θυμάτων (περίπτωση β) ή θα πρέπει να αρνείται ο Κατηγορούμενος να υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου που επιβάλλεται ως όρος για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 33 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΠΚ), ή άλλως πως (περίπτωση γ).
30. Για να εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του άρθρου 23 ν.119(Ι)/2000, το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει ικανοποιηθεί για οποιανδήποτε από τις διαζευκτικά προβλεπόμενες περιπτώσεις. Πριν από τυχόν καταδίκη για την επίδικη περίπτωση, ανεξαρτήτως ενοχής, μπορεί να εκδοθεί όπου αποδεικνύεται, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειάς του ή ότι είχε δύο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα. Η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος αποκλεισμού βάσει του άρθρου 23 § 2(α), για τον προαναφερόμενο λόγο, δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22 § 3(δ) μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς να αποκλείεται, εάν υπάρχουν επανειλημμένες πράξεις βίας ή προηγούμενες καταδίκες τα δύο τελευταία χρόνια να γίνει χρήση αμφότερων των διατάξεων των άρθρων 22 § 3(δ) και 23 § 2(α) ή αυτά τα δεδομένα να συνεκτιμώνται στην προσέγγιση του κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας με βάση το άρθρο 22.
31. Ανάμεσα στις διαζευκτικές περιπτώσεις, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί διάταγμα με βάση το άρθρο 23, είναι να αποδεικνύεται, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, πως η βία που όντως ασκήθηκε στην επίδικη περίπτωση ήταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του διατάγματος εκ του μεγέθους της βλάβης. Η διαπίστωση της περίπτωσης β, συνηθέστερα, δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο έκδοσης διατάγματος με βάση το άρθρο 22 § 3(δ), στην όψη της μαρτυρίας, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να γίνει στο πλαίσιο του άρθρου 23 § 2(β) και για τους σκοπούς του· χωρίς να αποκλείεται η ένταση της βίας που εκ πρώτης όψεως μαρτυρείται βάσει της αίτησης να συνεκτιμάται και για την προσέγγιση του κινδύνου επανάληψής της, για τους σκοπούς του άρθρου 22.
32. Συναφώς, και η αναφορά της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 23 στο άρθρο 33ΠΚ, ανάμεσα στις διαζευκτικές δυνητικές εφαρμογές του άρθρου 23, είναι αναφορά σε δυνατότητα του Δικαστηρίου, για πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, αντί να του επιβάλει ποινή, να το απολύσει με ανάληψη από αυτό προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές, για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να προσέλθει και να ακούσει την έκδοση της απόφασης σε προσεχή συνεδρία του Δικαστηρίου, ή όταν κληθεί για το σκοπό αυτό.
33. Το διάταγμα αποκλεισμού καθορισμένης περιόδου του άρθρου 23 είναι καταλληλότερα ανάμεσα στις εναλλακτικές ή πρόσθετες κυρώσεις που διαθέτει το Δικαστήριο, για σκοπούς ποινικής μεταχείρισης. Το Δικαστήριο, στο διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδει με βάση το άρθρο 23, ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού που καθορίζει, κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του διατάγματος αυτού. Κατά την εξέταση αυτή, ακούει τις απόψεις του Κατηγορούμενου του παραπονούμενου και οποιουδήποτε άλλου προσώπου επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός όπου αυτοί είναι ανήλικοι και δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του Κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των αρμόδιων υπηρεσιών. Ο Κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου. Ρητά προβλέπεται στην § 5 πως τέτοιο διάταγμα αποκλεισμού μπορεί να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής τηρουμένων της § 6, ή μαζί με άλλες ποινές. Η πρόνοια της § 6 είναι πως το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα αποκλεισμού στις περιπτώσεις όπου επιβάλλει ταυτόχρονα και ποινή φυλάκισης, για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών. Στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών, διάταγμα αποκλεισμού δύναται να εκδοθεί ταυτόχρονα με την ποινή της φυλάκισης, αλλά η ισχύς θα αρχίζει μετά την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου.
34. Οι διατάξεις του άρθρου 23 δεν εξειδικεύουν τις διατάξεις του άρθρου 22 § 3(δ) ούτε είναι πρόσθετες προς αυτές. Δεν είναι ούτε για το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021.
35. Οι ρυθμίσεις σχετικά με την ιδιοκτησία της οικογενειακής κατοικίας και η έκδοση διατάγματος για τη διαμονή των προσώπων, κατά τον τίτλο του άρθρου 24 ν.119(Ι)/2000, είναι συμπληρωματικές προς το άρθρο 23 του ιδίου νόμου. Πρόκειται για ρυθμίσεις που μπορούν να γίνουν μόνον κατόπιν ακρόασης και του Κατηγορούμενου, όχι κατά το στάδιο της έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22, μονομερώς, ή και κατά την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021. Με βάση αυτές, εάν ο Κατηγορούμενος δεν έχει ποσοστό ιδιοκτησίας επί της οικογενειακής κατοικίας πέραν του ήμισυ, το Δικαστήριο δεν εξετάζει το ζήτημα διαμονής του, αλλά παραπέμπει το ζήτημα για εξέταση στον Οικογενειακό Σύμβουλο· αν ο κατηγορούμενος έχει εξ αδιαιρέτου ποσοστό ιδιοκτησίας επί της οικογενειακής κατοικίας πέραν του ήμισυ, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της διαμονής του και ακολούθως δίδει τις οδηγίες που κρίνει αναγκαίες σχετικά με τη διαμονή του ιδίου ή της οικογένειάς του ή μελών της. Το Δικαστήριο, όταν δίδει οδηγίες για τη διαμονή διαφόρων προσώπων, εξετάζει μεταξύ άλλων τα οικονομικά μέσα τους και παρέχει στον Κατηγορούμενο το δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο μέσα σε τακτή προθεσμία και να ζητήσει την αλλαγή της διεύθυνσης της οικογενειακής κατοικίας για την οποία ισχύει το διάταγμα, αν εξεύρει κατάλληλη κατοικία για να μετακινηθεί η οικογένειά του. Δεν αποκλείεται βεβαίως να προκύψει η ανάγκη ρύθμισης της διαμονής οποιουδήποτε προσώπου και για σκοπούς προσωρινού αποκλεισμού, περίπτωση στην οποία μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή, στο στάδιο ακρόασης του Κατηγορούμενου.
36. Έχοντας εξηγήσει τα ανωτέρω, θεωρώ πως το δάνειο των προϋποθέσεων του άρθρου 23 ν.119(Ι)/2000, για σκοπούς έκδοσης διατάγματος με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021, στο οποίο κατέφυγε η πλευρά του Κατηγορούμενου, προκειμένου να επαυξήσει το αποδεικτικό βάρος πέραν της εκ πρώτης όψεως απόδειξης κινδύνου, δεν είναι ορθό. Εξάλλου, είναι δεδομένη η απουσία δυνατότητας τυχόν αναγκαίας ρύθμισης του ζητήματος διαμονής κατά την εξ αρχής αναγκαστικά μονομερή έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021. Επίσης, δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο ν.119(Ι)/2000 για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού, επειδή χρησιμοποιήθηκε ο ν.115(Ι)/2021, για την έκδοση τέτοιου προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού, υπήρξε σκοπιμότητα ή και ότι υφίσταται αδυναμία εφαρμογής τυχόν αναγκαίας διάταξης του ν.119(Ι)/2000. Είναι αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι ένστασης.
37. «Παρενόχληση», στο πλαίσιο του ν.114(Ι)/2021, σημαίνει την πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο∙ «συμπεριφορά» σε σχέση με την παρενόχληση ενός προσώπου, σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον δύο φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση. Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση ή συνιστά παρακολούθηση που προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος. Το αξιόποινο είναι διευρυμένο σε περίπτωση κατά την οποία η παρενόχληση ή παρενοχλητική παρακολούθηση συνίσταται στην πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του. «Παρακολούθηση» μπορεί να συνιστά η ακολούθηση άλλου προσώπου· η επαφή ή η απόπειρα επαφής με άλλο πρόσωπο με οποιοδήποτε μέσο∙ η παρακολούθηση της χρήσης του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής επικοινωνίας άλλου προσώπου ή η αποστολή αναρτήσεων σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αφορούν στην προσωπική ζωή του θύματος ή η παρέμβαση σε αναρτήσεις του θύματος στο διαδίκτυο· η παρακώλυση της διακίνησης άλλου προσώπου προς ή από την οικία του ή/και τον επαγγελματικό του χώρο ή από δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο στον οποίο το εν λόγω πρόσωπο συχνάζει, μέσω περιπλάνησης ή παρουσίας στους χώρους αυτούς∙ η επέμβαση σε περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή ή ιδιοκτησία άλλου προσώπου ή η απειλή παρέμβασης σε τέτοια περιουσία· η παρακολούθηση ή/και κατασκοπεία άλλου προσώπου.
38. Το άρθρο 6, με τον πλαγιότιτλο «διατάγματα Δικαστηρίου» έχει ως εξής (οι υπογραμμίσεις πρόσθετες):
6. (1) Δικαστήριο, το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, κατόπιν αίτησης της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του θύματος, μέλους της οικογένειας του θύματος ή/και άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε από αυτούς, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο επιβάλλει σε ύποπτο οποιαδήποτε απαγόρευση ή/και οποιονδήποτε περιορισμό θεωρεί αναγκαίο ή/και επιθυμητό υπό τις περιστάσεις, μέχρις ότου καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον του για ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο:
(2) Το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν απόδειξης γεγονότων ή/και στοιχείων, τα οποία εκ πρώτης όψεως δημιουργούν κίνδυνο επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.
(3) Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία δύναται να-
(α) απαγορεύει ή/και να περιορίζει τον ύποπτο ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα να προσεγγίζει ή να ακολουθεί το θύμα∙ ή/και
(β) απαγορεύει ή/και να περιορίζει την πρόσβαση του υπόπτου για συγκεκριμένη περίοδο ή μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί του κατηγορητηρίου, στον τόπο διαμονής ή/και εργασίας ή/και σε υποστατικό του θύματος ή/και άλλου προσώπου το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα, ή/και στον τόπο που αυτό συχνάζει∙ ή/και
(γ) απαγορεύει στον ύποπτο να έρχεται σε επαφή ή/και να παρενοχλεί το θύμα ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα.
(4)(α) Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημερομηνία επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής, σε μέρα και ώρα που ορίζεται από το δικαστήριο.
(β) Κατά την ορισμένη μέρα και ώρα, το δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή/και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιαστεί και αποφασίζει κατά πόσο θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή θα το παρατείνει μέχρι και οκτώ (8) ημέρες, χωρίς η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ημέρες μέχρι την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.
(γ) Ο ύποπτος δύναται να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.
(5) Το δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου, να εκδώσει νέο διάταγμα ή να παρατείνει το διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης:
(6) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα δυνατόν να επιβληθεί αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή/και μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.
(7) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και το οποίο παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους αυτού, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.
39. Ουσιαστικά ζητούμενο, για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5, είναι η εκ πρώτης όψεως απόδειξη του κινδύνου επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.
40. Το προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5 παρέχει ακόμα ευρύτερη προστασία στο θύμα, εφόσον επεκτείνεται στην απαγόρευση παρενόχλησής του με οποιονδήποτε τρόπο.
41. Εφόσον έγινε απόλυτο το δεύτερο διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου αυτού, είναι χωρίς αντικείμενο ο σχετικός λόγος ένστασης.
42. Γενικότερα, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος ένστασης που να ευσταθεί και να αφορά στη νομιμότητα της αίτησης και στη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει την ουσία της.
Ουσιαστική εξέταση
43. Τα ζητήματα βίας είναι ευαίσθητα και πολύ λεπτά. Συχνά, οι λέξεις δύσκολα τα συνθέτουν, για να εκφράσουν τα διάφορα συναισθήματα, στα οποία μπορούν οι σιωπές, τα βλέμματα, οι κινήσεις, να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, πέρα από τις εκφρασμένες λέξεις και τις έκδηλες συμπεριφορές που αφήνουν ορατά ίχνη.
44. Επί της ουσίας της αίτησης, μέσα από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την Αστυνομία, που περιλαμβάνει κατάθεση του φερόμενου ως θύματος, όπως και τις καταθέσεις άλλων προσώπων, και ιατρική μαρτυρία, χωρίς αυτή η μαρτυρία να αξιολογείται, στην όψη της, είχε προκύψει ο κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας προς την παραπονούμενη, γυναίκα, τέως σύζυγο του Κατηγορούμενου, κατά τρόπο ώστε να είναι πιθανότερο να προκληθεί σε αυτήν ψυχολογική ή και σωματική βλάβη, παρά να μην προκληθεί, ώστε να υπερτερεί επί του παρόντος η ανάγκη για την προστασία της.
45. Νοείται πως εάν ο Κατηγορούμενος διέπραξε τα υπό εκδίκαση αδικήματα ή όχι, εάν αυτά μπορούν να στοιχειοθετηθούν ή όχι, θα απασχολήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Εάν η κατάθεση της παραπονούμενης στην Αστυνομία είναι ψευδής ή όχι, είναι ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας της, αφού παρουσιαστεί στο Δικαστήριο.
46. Κατά την αναθεώρηση του προσωρινού αυτού διατάγματος, υπό το φως όσων εκτέθηκαν και από τον Κατηγορούμενο, θα πρέπει να λεχθεί πως δεν έχει αλλάξει η εικόνα που αποκόμισε το Δικαστήριο, κατά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.
47. Χωρίς να αξιολογείται η μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος δεν διέψευσε με συγκεκριμένα γεγονότα τις αναφορές της παραπονούμενης. Το ότι η οικία στην [] αποτέλεσε τη συζυγική οικία, στην οποία διέμενε η οικογένεια με τα ανήλικα παιδιά· το μεταξύ τους αρνητικό έως αφόρητο κλίμα. Αναφέρθηκε γενικά σε ψεύδη της παραπονούμενης και σε προσπάθεια κατάχρησης της διαδικασίας. Παρέμεινε όμως η εικόνα των διαταραγμένων σχέσεων μεταξύ της παραπονούμενης και του Κατηγορούμενου, του φόβου που βιώνει η παραπονούμενη και έχει εκφράσει σε άτομα που κατέθεσαν, της διαμάχης που έχει ενεργοποιηθεί μεταξύ άλλων για τη συγκεκριμένη οικία, του όλου κλίματος αντιδικίας στη σχέση τους, η ιατρική μαρτυρία σχετικά με την εξέταση που διενεργήθηκε στην παραπονούμενη την 12.10.2024 και είχε ευρήματα σε σημεία του σώματός της που εκ πρώτης όψεως φαίνεται κάπως δύσκολο να έχει προκαλέσει μόνη της. Η εικόνα αυτή μπορεί ασφαλώς να διαψευστεί με την εκδίκαση της υπόθεσης.
48. Είναι δεδομένο πως δεν θα πρέπει να γίνονται καταγγελίες στην Αστυνομία για φανταστικά αδικήματα, ώστε να ενεργοποιείται η Αστυνομία για να παρέχεται προστασία με αλλότρια κίνητρα ή σκοπούς. Τέτοια συμπεριφορά, ψευδούς καταγγελίας φανταστικών αδικημάτων, είναι αξιόποινη.
49. Στις πλείστες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, ευλόγως, εκκρεμούν παράλληλες διαδικασίες σε άλλα Δικαστήρια, ιδίως στο ειδικό Δικαστήριο επίλυσης οικογενειακών διαφορών. Οι εκκρεμοδικίες εκείνες δεν δικαιολογούν, αλλά συχνά ενθαρρύνουν, την άσκηση αξιόποινης βίας αναμεταξύ των εμπλεκομένων μελών της οικογένειας. Είναι γεγονός πως οι ποινικές υποθέσεις αυτής της φύσης φαίνονται αρκετές ή αυξημένες. Ενδεχομένως, αυτό να συνιστά αντανάκλαση άλλων φαινομένων. Ουδείς πάντως είναι υποχρεωμένος να ανέχεται και να βιώνει βία εξαιτίας ενδοοικογενειακών διαφορών, και στη σύγχρονη εποχή είναι καλύτερα εμπεδωμένη η απαγορευτική γραμμή. Η καταγγελία της βίας στις αρμόδιες αρχές και η προσπάθεια προστασίας από αυτήν ή το ενδεχόμενό της δεν σημαίνει, από μόνη της, κατάχρηση, για να επιτευχθεί άλλος σκοπός. Το μέσο που χρησιμοποιήθηκε είναι νόμιμο και ο σκοπός ρητά προβλεπόμενος στους νόμους και θεμιτός. Η χρήση μιας νόμιμης δυνατότητας δεν μπορεί να ιδωθεί ταυτόχρονα, δίχως άλλο, και ως καταχρηστική.
50. Η παρουσία του Κατηγορούμενου στον ίδιο χώρο με την παραπονούμενη, χωρίς οποιαδήποτε απαγόρευση, ιδίως μετά και την καταχώριση και της εναντίον του ποινικής υπόθεσης, με σεβασμό, δεν μπορεί να επιτραπεί. Δεν έχει σημασία σε ποιον ανήκει ιδιοκτησιακά η οικία ή ποιος συμβλήθηκε τη σύμβαση μίσθωσης. Δεν αποκλείονται στο μεσοδιάστημα άλλες ρυθμίσεις για τα ζητήματα διαμονής εκάστου. Η προσωρινή αυτή προστασία, ως παρουσιάστηκε μέσα από τη μαρτυρία που συνοδεύει την αίτηση, και στην όψη της επαρκεί, είναι επιβεβλημένη. Προκύπτει, εξ όψεως της μαρτυρίας, κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας προς την παραπονούμενη, κατά τρόπο ώστε να είναι λογικά πιθανόν να προκληθεί σε αυτήν ψυχολογική ή και σωματική βλάβη. Η πρόκληση βλάβης προς το φερόμενο ως θύμα από άσκηση βίας είναι έκδηλα πιθανότερη από το να μην προκληθεί οποιαδήποτε βλάβη με το να συνεχίσει να συγκατοικεί το διαζευγμένο ζεύγος στην ίδια οικία με διαταραγμένες σχέσεις, εκκρεμουσών καταγγελιών ή και ποινικών υποθέσεων ο ένας εναντίον του άλλου.
Κατάληξη
51. Στο σύνολό τους, οι λόγοι ένστασης δεν είναι βάσιμοι, για να οδηγήσουν σε ακύρωση του προσωρινού διατάγματος που έχει εκδοθεί.
52. Το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 15.10.2024, με τις διευκρινίσεις που έγιναν την 18.10.2024 και την 24.10.2024 καθίσταται απόλυτο, και ισχύει οριστικά μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας ποινικής υπόθεσης.
53. Το διάταγμα που εξέδωσε το παρόν Δικαστήριο δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου.
54. Εν πάση περιπτώσει, η υπόθεση παραπέμπεται στον Οικογενειακό Σύμβουλο με βάση τον ν.119(Ι)/2000, για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων στη διαμονή του Κατηγορούμενου, ενόσω εκκρεμεί η υπό εκδίκαση ποινική υπόθεση.
55. Η αναθεώρηση του διατάγματος αυτού πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να γίνει κατόπιν αίτησης, σε περίπτωση διαφοροποίησης οποιωνδήποτε από τα υφιστάμενα δεδομένα.
(Υπ.) ………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Κ.5 των περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Διαδικαστικός Κανονισμός.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο