ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. Α. Σ., Υπόθεση αρ. 4724/2024, 31/10/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

 

Υπόθεση αρ. 4724/2024

 

 

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

 

 

 

v.

 

 

 

 

 

 

Α. Σ.

 

 

 

 

_______________

 

 

Ημερομηνία: 31 Οκτωβρίου 2024

 

Εμφανίσεις:

 

Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή/Αιτήτρια

 

Αλ. Χρ. Αλεξάνδρου, για τον Κατηγορούμενο/Καθ’ ου η αίτηση

 

Κατηγορούμενος/Καθ’ ου η αίτηση: παρών

 

 

 

Αίτηση και προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 08.10.2024

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Εισαγωγή

 

1.        Εναντίον του Κατηγορούμενου/Καθ’ ου η αίτηση καταχωρίστηκε κατηγορητήριο που περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες:

 

1η Κατηγορία: ότι την 05.10.2024, στην [], στην Πάφο, προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία στην πρώην σύζυγό του Έ. Κ., απειλώντας την με βία ή με άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή της είπε: «εκείνα τα όπλα που έχω, θέλω να μου τα δώσεις, θέλω εκείνα τα όπλα» [άρθρο 91Α του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου Κεφ.154 (ΠΚ), άρθρα 2, 3(1), 4 του περί Πρόληψης της Βίας στην Οικογένεια και την Προστασία των Θυμάτων Νόμος 119(Ι)/2000, άρθρα 2, 5(α), Μέρος VI, Πίνακας 53 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου 115(Ι)/2021]

 

2η Κατηγορία: ότι κατά τον μήνα Ιούλιο του 2024, στην οδό [], στην Κάτω Πάφο, εξύβρισε την πρώην σύζυγό του Έ. Κ., με τη φράση «παλιογυναίκα, η μάνα σου είναι πουτάνα», σε δημόσιο χώρο, κατά τρόπο που ήταν δυνατόν να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο και να το προκαλέσει να διαπράξει επίθεση [άρθρο 99 ΠΚ]

 

3η Κατηγορία: ότι σε άγνωστες ημερομηνίες, κατά τα έτη 2021 με 2022, στην οδό [], στην Κάτω Πάφο, επιτέθηκε εναντίον της πρώην συζύγου του Έ. Κ. [άρθρο 242 ΠΚ, άρθρα 2, 3(1), 4(1)(2)(β), 23 ν.119(Ι)/2000, άρθρα 2, 3, Μέρος Ι, 5(α), Μέρος ΙΙ, Πίνακας (άρθρο 5) (αδίκημα αρ.37), Μέρος VI, και άρθρα 2, 3(1), 4(1)(2)(ιβ) και 23 ν.115(Ι)/2021]

 

4η Κατηγορία: ότι κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στις Κατηγορίες 1 μέχρι και 3, με τη συμπεριφορά του ή με τις πράξεις του προς την πρώην σύζυγό του Έ. Κ., της προκάλεσε ψυχική βλάβη [άρθρα 2, 3(1)(4) ν.119(Ι)/2000]

 

5η Κατηγορία: ότι κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στις Κατηγορίες 1 μέχρι και 3, με τη συμπεριφορά του προς την πρώην σύζυγό του Έ. Κ., της προκάλεσε πραγματικό φόβο [άρθρα 2, 5(ζ), 6 ν.115(Ι)/2021]

 

6η Κατηγορία: ότι κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στις Κατηγορίες 1 μέχρι και 3, προέβη σε συμπεριφορά η οποία προκάλεσε παρενόχληση στην πρώην σύζυγό του Έ. Κ., ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκάλεσε ενόχληση [άρθρα 2, 3 του περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμου 114(Ι)/2021]

 

Οι εκατέρωθεν θέσεις

 

2.        Στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης, υποβλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή μονομερής αίτηση, με την οποία ζήτησε την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

 

Α. Διάταγμα αποκλεισμού δυνάμει του ν.119(Ι)/2000: Διάταγμα που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενο να εισέρχεται ή και να παραμένει εντός της οικίας στην οδό [], στην Πάφο, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου.

 

Β. Διάταγμα αποκλεισμού δυνάμει του ν.115(Ι)/2021: Διάταγμα που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενο να πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων την οικία του θύματος Έ. Κ., στην οδό [], στην Πάφο, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου.

 

Γ. Διάταγμα δυνάμει του ν.114(Ι)/2021: Διάταγμα που να απαγορεύει στον Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενο να προσεγγίζει, να ακολουθεί και να παρενοχλεί, με οποιονδήποτε τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, το θύμα, Έ. Κ., μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου.

 

3.        Στη νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνονται τα σχετικά άρθρα των προαναφερόμενων νόμων. Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Αστ.4362 Ν. Παναγιώτου, εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ο οποίος έθεσε το εξής πλαίσιο γεγονότων στο Δικαστήριο: Ο ίδιος γνωρίζει τα γεγονότα μέσα από το μαρτυρικό υλικό της υπόθεσης και είναι εξουσιοδοτημένος από το θύμα Έ. Κ., να προβεί στην ένορκη δήλωση. Την 03.10.2024, επιδόθηκε στον Καθ’ ου η αίτηση/Κατηγορούμενο μία επιστολή, μέσω δικηγόρου, ώστε αυτός, εντός δύο εβδομάδων, να φύγει από το σπίτι. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ώρα 22:00, το θύμα πήγε στην κουζίνα της οικίας και εκεί συνάντησε τον Κατηγορούμενο, ο οποίος την κοίταξε με ένα κατακόκκινο πρόσωπο και με ένα άγριο βλέμμα, κατά τρόπο που το θύμα φοβήθηκε. Την 05.10.2024, γύρω στις 09:00, ο Κατηγορούμενος έψαχνε για τα κυνηγετικά του όπλα στο σπίτι. Τότε, ρώτησε το θύμα με απειλητικό τρόπο «εκείνα τα όπλα που έχω θέλω να μου τα δώσεις», ωστόσο, εκείνη δεν του απάντησε οτιδήποτε. Μετά από περίπου 15 λεπτά, της ξαναζήτησε τα όπλα, δηλαδή της είπε «θέλω εκείνα τα όπλα». Πάλι, δεν του απάντησε οτιδήποτε. Ακολούθως, μετά από λίγα λεπτά, μπήκε στο υπνοδωμάτιο της, την ακολούθησε, και της είπε «θα τα ψάξω να τα βρω μόνος μου». Εκείνη τη στιγμή, το θύμα ακούμπησε στον Κατηγορούμενο για να βγει έξω από το δωμάτιο, πράγμα που έπραξε, και κλείδωσε την πόρτα. Στη συνέχεια, το θύμα πήγε στην κουζίνα. Εκεί ήταν ο Κατηγορούμενος και της είπε «έλα να φάεις κάτι και μην φοβάσαι». Τότε, εκείνη ένιωσε και πάλι φόβο και απειλή, και πήγε και κλειδώθηκε στο υπνοδωμάτιο της. Ο μάρτυρας περιέγραψε τον φόβο του θύματος, ο οποίος αναπτύχθηκε σταδιακά, με αναφορές σε περιστατικά του παρελθόντος. Τον Ιούλιο του 2024, ενώ το θύμα και ο Κατηγορούμενος βρίσκονταν στο σπίτι τους, αυτός ήταν μεθυσμένος, και άρχισε να φωνάζει και να την βρίζει με τις φράσεις «παλιογυναίκα» «η μάνα σου είναι πουτάνα». Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2024, σε διάφορες περιπτώσεις, ο Κατηγορούμενος πήγαινε στην παραλία, στην Κάτω Πάφο, στη θαλάσσια περιοχή «Μπάνια», όπου γνώριζε πως εκεί πήγαινε και το θύμα και της φώναζε αναίτια μέσα στον κόσμο. Τον Δεκέμβριο του 2022, το θύμα βρίσκονταν στο σπίτι με τον Κατηγορούμενο όταν, με αφορμή μία συζήτηση που είχαν για το κατάστημα του θύματος, αυτός την εξύβρισε με τη φράση «είσαι παλιογυναίκα». Κατά την περίοδο 2021-2022, το θύμα μιλούσε στο τηλέφωνο με την κόρη τους και προσπαθούσε να της εξηγήσει κάτι, αφού προηγουμένως την είχε κατηγορήσει ο Κατηγορούμενος. Τότε, ο Κατηγορούμενος εκνευρίστηκε και επιτέθηκε στο θύμα, την έσπρωξε με τα χέρια του στην πλάτη και τη χτύπησε με το χέρι του στο κεφάλι, στην αριστερή μεριά. Ωστόσο, κατά τον εν λόγω χρόνο, το θύμα δεν προέβη σε καταγγελία, ούτε μετέβη σε ιατρό. Την 07.10.2024, ο Κατηγορούμενος είχε συλληφθεί, δεν παραδέχθηκε όσα του καταλογίζει το θύμα, διεξήχθη ανακριτικό έργο (Τεκμήριο Α). Είναι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής πως ο αποκλεισμός του Κατηγορούμενου είναι επείγων και αναγκαίος διότι με την όλη συμπεριφορά του έχει φέρει το θύμα σε ευάλωτη κατάσταση, ώστε η παραμονή του και η δυνατότητά του να προσεγγίζει και να παρενοχλεί το θύμα θα οδηγήσει σε επανάληψη της ενδοοικογενειακής βίας, της έμφυλης βίας και της παρενοχλητικής συμπεριφοράς, που έχει προκαλέσει σοβαρή αναστάτωση.

 

4.        Στο Τεκμήριο Α περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

4.1.       Κατάθεση του Αστ.2092 Ν. Κουμπαρή, ο οποίος συνέλαβε τον Κατηγορούμενο και έλαβε από αυτόν ανακριτική κατάθεση. Την 07.10.2024 ώρα 16:50, στα γραφεία του ΤΑΕ, του υπέδειξε τα δύο κυνηγετικά όπλα που παραλήφθηκαν την 05.10.2024, και τον πληροφόρησε πως θα ληφθούν ως τεκμήρια και αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο, εκείνος απάντησε «το ένα ήθελα για να το σάσω για να πάω τζινίι».

 

4.2.       Κατάθεση του Αστ.3345 Γ. Παναγιώτου, ο οποίος αναφέρει πως την 05.10.2024 και ώρα 14:30, ενώ βρίσκονταν σε καθήκον στο ΤΑΕ Πάφου, τον επισκέφθηκε το θύμα και του κατήγγειλε ότι, σε διάφορες ημερομηνίες, στην Πάφο, ο πρώην σύζυγός της, Κατηγορούμενος, την κτύπησε, την απείλησε και την εξύβρισε με διάφορες φράσεις. Της έλαβε γραπτή κατάθεση. Την ίδια ημέρα και ώρα 17:00, στην οδό [], παρέλαβε από το θύμα τα δύο κυνηγετικά όπλα του Κατηγορούμενου, τα οποία έθεσε σε ασφαλή φύλαξη στο ΤΑΕ Πάφου.

 

4.3.       Ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου ημερομηνίας 07.10.2024, στην οποία ο Κατηγορούμενος είχε αναφέρει, απαντώντας σε όλες τις ερωτήσεις, πως ό,τι έχει να πει, θα το πει στο Δικαστήριο, και πως ο ίδιος πιστεύει ο λόγος που προέβη σε καταγγελία εις βάρος του το θύμα είναι διότι θέλει να τον βγάλει από το σπίτι μέσω της Αστυνομίας και η καταγγελία της είναι ψευδής και έχει αλλότρια κίνητρα.

 

4.4.       Γραπτή κατάθεση του θύματος ημερομηνίας 05.10.2024, στην οποία αναφέρει τα εξής γεγονότα: Την 24.07.1983 παντρεύτηκαν με τον Κατηγορούμενο και μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά, ενήλικα σήμερα, που μένουν στα σπίτια τους. Πήραν διαζύγιο την 27.06.2022, ωστόσο διαμένουν μαζί ακόμα στην ίδια οικία, στην οδό []. Την περασμένη Πέμπτη, 03.10.2024, επιδόθηκε στον πρώην σύζυγό της επιστολή μέσω δικηγόρου, ώστε ενός 2 εβδομάδων να φύγει από το σπίτι. Την 03.10.2024, περί ώρα 20:30, ήρθε στο σπίτι από τη δουλειά και δεν ήταν κανείς στο σπίτι, μπήκε στο υπνοδωμάτιο της και κλείδωσε. Αυτό το κάνει τα τελευταία χρόνια, μετά το διαζύγιο, γιατί φοβάται τον πρώην σύζυγό της. Γύρω στις 22:00, ήρθε στο σπίτι ο πρώην σύζυγός της και λίγα λεπτά μετά, βγήκε από το υπνοδωμάτιο και πήγε στην κουζίνα. Εκεί ήταν και ο πρώην σύζυγός της, ο οποίος την κοίταξε με κατακόκκινο πρόσωπο και άγριο βλέμμα, προκαλώντας της φόβο. Ήταν την επόμενη ημέρα, 04.10.2024, που η ίδια ενημερώθηκε πως είχε λάβει την επιστολή, δεν το γνώριζε την 03.10.2024. Συχνά, όπως αναφέρει, ο σύζυγός της καταναλώνει αλκοόλ και μεθά και η ίδια τον φοβάται, όταν είναι σε αυτή την κατάσταση. Την 05.10.2024, γύρω στις 09:00, έψαχνε τα κυνηγετικά του όπλα στο σπίτι. Της είπε «εκείνα τα όπλα που έχω θέλω να μου τα δώσεις». Η ίδια δεν απάντησε οτιδήποτε και μετά από 15 περίπου λεπτά της ξαναείπε «θέλω εκείνα τα όπλα». Πάλι, δεν απάντησε. Ο τρόπος που την ρώτησε, όπως αισθάνθηκε, ήταν απειλητικός. Ένιωσε να απειλείται και να φοβάται. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο της και μπήκε μαζί της και εκείνος, λέγοντάς της «θα τα ψάξω να τα βρω μόνος μου». Τον ακούμπησε για να βγει έξω, πράγμα που έκανε, και κλείδωσε την πόρτα. Μετά από λίγο, πήγε στην κουζίνα. Εκεί ήταν και εκείνος. Της είπε «έλα να φάεις κάτι και μην φοβάσαι». Τότε, η ίδια ένιωσε και πάλι να την απειλεί. Ο ίδιος καταλαβαίνει ότι η ίδια τον φοβάται. Πήγε και κλειδώθηκε πάλι στο υπνοδωμάτιο της. Συχνά εκείνος μεθά και φωνάζει και της προκαλεί φόβο. Θυμάται χαρακτηριστικά τον περασμένο Ιούλιο του 2024, ήταν σπίτι μεθυσμένος, άρχισε να της φωνάζει και την υβρίζει «παλιογυναίκα» «η μάνα σου είναι πουτάνα», με τρόπο που της προκάλεσε μεγάλη ψυχολογική βία και άγχος. Οι φωνές και η ψυχολογική βία είναι, όπως ανέφερε, σε καθημερινή βάση. Ανέτρεξε στο 2021 με 2022, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί ακριβώς, όταν τότε δέχθηκε και επίθεση από τον ίδιο, όταν πλέον είχε λάβει και την απόφαση να προχωρήσει με το διαζύγιο. Ήταν σπίτι και μιλούσε με την κόρη της στο τηλέφωνο και προσπαθούσε να της εξηγήσει σχετικά με κάποιες κατηγορίες που της είχε πει ο πατέρας της, εκείνος εκνευρίστηκε και της επιτέθηκε, σπρώχνοντάς την με τα χέρια στην πλάτη και στη συνέχεια, χτυπώντας την στο κεφάλι με το χέρι του, στην αριστερή πλευρά. Δεν πήγε σε ιατρό τότε, ούτε έκανε καταγγελία. Σε διάφορες περιπτώσεις, τον Ιούλιο και Αύγουστο 2024, έρχονταν στην παραλία «Μπάνια», όπου πήγαινε η ίδια για κολύμπι, και άρχιζε να της φωνάζει, μέσα στον κόσμο. Δεν ήθελε να κάνει πράγματα για τον εαυτό της, την ζήλευε. Τον Δεκέμβριο του 2022, ήταν στο σπίτι, τον ρώτησε κάτι για τις πρίζες του καταστήματός της, και τότε άρχισε να της φωνάζει και να την βρίζει και πάλι «είσαι παλιογυναίκα». Γενικά, όπως είπε κατ’ επανάληψη στην κατάθεσή της, μεθά και τον φοβάται. Ανέφερε πως θα πάει προσωρινά η ίδια σε κάποιο φιλικό της σπίτι, για να είναι ασφαλής. Εξέφρασε τον τρόπο που της προκαλεί ψυχολογική βία και άγχος ο πρώην σύζυγός της, που πλέον ήρθε σε επίπεδο να νιώθει φόβο και για τη ζωή της. Έχει τα δύο κυνηγετικά όπλα, που αναζήτησε μετά που έλαβε την επιστολή, αν και δεν είχε προηγουμένως απειλήσει ότι θα κάνει χρήση τους εναντίον της, εκείνη, συνδέοντας την αναζήτησή τους με την όλη συμπεριφορά του και το χρονικό σημείο, αισθάνθηκε έντονη αναστάτωση, αγωνία, τρόμο, ανησυχία και άγχος. Εξέφρασε πως επιθυμεί να διωχθεί ποινικά ο πρώην σύζυγός της και να εκδοθούν διατάγματα για την προστασία της, γιατί θεωρεί πλέον τον πρώην σύζυγό της επικίνδυνο, ότι θα επαναλάβει τη βία σε βάρος της, εξουσιοδοτώντας σχετικά την Αστυνομία να προχωρήσει στις δέουσες ενέργειες.

 

4.5.       Δήλωση του θύματος με βάση το άρθρο 9 ν.119(Ι)/2000.

 

4.6.       Αντίγραφο του Κατηγορητηρίου.

 

5.        Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης και έχοντας ικανοποιηθεί πως, μέσα από τη δοθείσα μαρτυρία, πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, υπό την επιφύλαξη της αναθεώρησής τους κατόπιν ακρόασης και του Κατηγορούμενου/Καθ’ ου η αίτηση, εξέδωσε τα αιτούμενα διατάγματα.

 

6.        Ο Κατηγορούμενος/Καθ’ ου η αίτηση, την 21.10.2024, καταχώρισε ένσταση στην αίτηση και στην εξακολούθηση της ισχύος των προσωρινών διαταγμάτων, προβάλλοντας 11 λόγους, για τους οποίους, κατά τη θέση του, τα προσωρινά διατάγματα θα πρέπει να ακυρωθούν. Οι λόγοι αυτοί έχουν ως εξής:

 

1ος λόγος ένστασης: Η αίτηση είναι παράνομη, αντινομική και προωθήθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των σχετικών νομοθετημάτων και ειδικότερα δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του φερόμενου ως θύματος ή προσώπου που έχει άμεση γνώση των γεγονότων. Ο Αστ.4362 Ν. Παναγιώτου δεν συμμετείχε καν στη διερεύνηση της υπόθεσης.

 

2ος λόγος ένστασης: Το διάταγμα, υπό το σημείο 1, πρέπει να ακυρωθεί καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 23(2) ν.119(Ι)/2000.

 

3ος λόγος ένστασης: Τα διατάγματα, υπό τα σημεία 2 και 3, εκδόθηκαν κατά παράβαση των προνοιών των ν.115(Ι)/2021 και ν.114(Ι)/2021, χωρίς να συντρέχει οποιαδήποτε προϋπόθεση, και θα πρέπει να ακυρωθούν.

 

4ος λόγος ένστασης: Δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε στοιχείο σε σχέση με την οικογενειακή κατοικία, ούτε έγινε πρόνοια για το θέμα διαμονής του Καθ’ ου η αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 24 του εν λόγω νόμου.

 

5ος λόγος ένστασης: Η αίτηση είναι παράτυπη, αντινομική, καθ’ ότι δεν υπάρχει νομιμοποίηση στην προώθηση της εν λόγω αίτησης.

 

6ος λόγος ένστασης: Η αίτηση στερείται εντελώς νομικού και ουσιαστικού υπόβαθρου.

 

7ος λόγος ένστασης: Όλα όσα αναφέρει το φερόμενο ως θύμα στην καταγγελία της στην Αστυνομία είναι κατασκευάσματα και αποκυήματα της φαντασίας της, αφού ουδέποτε ο Καθ’ ου η αίτηση της επιτέθηκε και αυτά τα ανέφερε εκδικητικά, με σκοπό να απομακρύνει τον Καθ’ ου η αίτηση από την κατοικία του.

 

8ος λόγος ένστασης: Τα γεγονότα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση και όσα αναφέρει στην κατάθεσή του το φερόμενο ως θύμα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

 

9ος λόγος ένστασης: Δεν συντρέχει κανένας λόγος και καμία προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.

 

10ος λόγος ένστασης: Τα προσωρινά διατάγματα που εξέδωσε το Δικαστήριο αντιστρατεύονται τις διατάξεις του Συντάγματος που κατοχυρώνουν την αθωότητα του κάθε πολίτη μέχρι την εκδίκαση της εναντίον του κατηγορίας.

 

11ος λόγος ένστασης: Η αίτηση καταχωρήθηκε για αλλότριους λόγους και δη για να ικανοποιήσουν την επιθυμία του φερόμενου ως θύματος, με απώτερο σκοπό, την εκδίωξή του από την κατοικία του.

 

7.        Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, ο Καθ’ ου η αίτηση, επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης, ως εκτίθενται και στο σώμα της ένστασης. Επιπλέον, αναφέρει πως αρνείται τις εναντίον του κατηγορίες και τους ισχυρισμούς του φερόμενου ως θύματος. Θεωρεί ότι προέβη στην καταγγελία εναντίον του για αλλότριους σκοπούς, εκδικητικούς, για να επιτύχει απομάκρυνσή του από την οικία του, πράγμα που πέτυχε μέσω των διαταγμάτων. Την 03.10.2024 του είχε επιδοθεί επιστολή με την οποία τον καλούσε να φύγει από το σπίτι. Επειδή διαφάνηκε πως δεν θα έφευγε, θεώρησε ορθό να προβεί σε ψευδή καταγγελία εις βάρος τους, για να επιτύχει τον σκοπό της μέσω της Αστυνομίας. Οι ισχυρισμοί της ότι της επιτέθηκε και την εξύβρισε είναι φανταστικοί, ουδέποτε συνέβη κάτι τέτοιο, ουδέποτε επέδειξε γενικότερα επιλήψιμη συμπεριφορά. Η κατοικία για την οποία εκδόθηκε το διάταγμα αποκλεισμού ανεγέρθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ιδιοκτησιακά ανήκει και στους δύο, κάτι που δεν αναφέρει στην αίτηση.

 

8.        Η ακρόαση έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα, χωρίς αντεξέταση.

 

9.        Κατά την ακροαματική διαδικασία, από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, αναφέρθηκε πως υπάρχει τάση της νομολογίας να εκδίδονται τέτοια διατάγματα, παραπέμποντας στην Φ.Φ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ171/2024, 02.08.2024 και στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Γ.Ν., ΠΕ145/23, 21.07.2023. Αναφέρθηκε πως, εφόσον υπάρχει μαρτυρία ή στοιχεία τα οποία εκ πρώτης όψεως να δημιουργούν κίνδυνο επανάληψης ή εξακολούθησης συμπεριφοράς, τα διατάγματα να εκδίδονται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, υπάρχει η κατάθεση της Ε.Κ., από την οποία, στην όψη της, δημιουργείται εκ πρώτη όψεως εικασία ότι υπάρχει ο κίνδυνος επανάληψης, και γι’ αυτό εξάλλου η ίδια εξουσιοδότησε την Αστυνομία να προχωρήσει στην έκδοση των διαταγμάτων γιατί θεωρούσε τον κίνδυνο υφιστάμενο. Το τι πραγματικά συνέβη, και κατά πόσο προέκυψε ή όχι αξιόποινη συμπεριφορά, θα αποφασιστεί στη δίκη, και όχι σε αυτό το στάδιο. Σε ό,τι αφορά το γεγονός ότι είναι αναρμόδιο πρόσωπο που έκανε την ένορκη δήλωση, παρέπεμψε στο άρθρο 6(Ι) ν.114(Ι)/2021 που αναφέρει ρητά ότι ένορκη δήλωση μπορεί να γίνει και από πρόσωπο που εξουσιοδοτεί να γίνει, για λογαριασμό του. Η Αστυνομία καθηκόντως, είπε, πράττει. Νοείται ότι, στο παρόν στάδιο, δεν αποφασίζεται οτιδήποτε σε σχέση με το πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, αλλά αποφασίζεται κατά πόσο τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία που συνοδεύουν την αίτηση και την ένορκη δήλωση της Αστυνομίας δημιουργούν εκ πρώτης όψεως τον απαιτούμενο κίνδυνο, για να εκδοθούν τα διατάγματα. Με δεδομένο, είπε, ότι εκδόθηκε το διάταγμα στις 08.10.2024, υπήρχαν λόγοι για να εκδοθεί. Εάν δεν υπήρχαν, το Δικαστήριο δεν θα εξέδιδε το διάταγμα. Και σε σχέση με τις άλλες δύο νομοθεσίες, λέχθηκε, εξουσιοδοτείται η Αστυνομία εκ νέου, εκ μέρους του θύματος, προκειμένου να προβεί στην έκδοση των διαταγμάτων. Κατά συνέπεια, ήταν δικαιολογημένα, κατά την Κατηγορούσα Αρχή, και η ισχύς τους θα πρέπει να παραταθεί.

 

10.     Από πλευράς του Κατηγορούμενου/Καθ’ ου η αίτηση, αναφέρθηκε πως η φύση αυτών των διαταγμάτων είναι δραστικότατη. Αποφασίζεται η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός κάποιου από τη ίδια την κατοικία του, θέτοντάς τον σε άμεσο κίνδυνο φυλάκισης, εάν δεν συμμορφωθεί άμεσα με τα διατάγματα. Όπως προκύπτει, αυτό που καταλογίζεται στον Καθ’ ου η αίτηση είναι ότι στις 05.10.2024 ζήτησε τα όπλα από την πρώην σύζυγό του. Έθεσε το ερώτημα, ο κύριος Αλεξάνδρου, ποιο είναι το επιλήψιμο, το να ζητά κάποιος τα όπλα, τα δικά του; Δεν είπε ότι θα τα χρησιμοποιήσει. Πού υπάρχει απειλή; Λέει, η ίδια, πως ουδέποτε την απείλησε με όπλα. Πώς προκύπτει οτιδήποτε, έθεσε ο συνήγορος του Κατηγορούμενου. Ο ίδιος ανέφερε πως έπρεπε να τα καθαρίσει γιατί σύντομα είναι η κυνηγετική εξόρμηση. Το δεύτερο γεγονός για το οποίο γίνεται αναφορά για επιλήψιμη συμπεριφορά είναι ότι τον Ιούνιο του 2024 εξύβρισε την πρώην σύζυγό του με τη φράση «παλιογυναίκα…» κ.λπ., και επίσης, λέει, και κατά το έτος 2021-2022, κάποια στιγμή της επιτέθηκε. Αυτά είναι τα στοιχεία τα οποία έχουν τεθεί και για τα οποία η Κατηγορούσα Αρχή επιδίωξε αυτά τα δραστικά διατάγματα, έθιξε ο συνήγορος του Κατηγορούμενου. Ασφαλώς, είπε, υπάρχει η εξουσία του Δικαστηρίου, αλλά αυτά τα διατάγματα θα πρέπει να εκδίδονται με φειδώ και σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου. Τα τρία διατάγματα που εξέδωσε το Δικαστήριο είναι επί τη βάση διαφορετικών νομοθετημάτων. Ξεκινώντας από τον ν.119(Ι)/2000, το θέμα, αναφέρθηκε, διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 22-24. Το άρθρο 22(1), όπως ανέφερε ο κύριος Αλεξάνδρου, καθορίζει τα πρόσωπα που δύνανται να προωθήσουν μια τέτοια αίτηση και μεταξύ των οποίων είναι και η Αστυνομία. Το άρθρο 2(2) καθορίζει ξεκάθαρα ότι το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα καθ’ οιονδήποτε χρόνο έπειτα από αίτηση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή στην περίπτωση ανήλικου θύματος οποιουδήποτε προσώπου που είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων. Άρα, αν η Κατηγορούσα αρχή επιθυμούσε να προωθούσε αυτή την αίτηση, αναφέρθηκε, θα έπρεπε αυτή να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος. Εδώ, όπως έθεσε ο συνήγορος του Κατηγορούμενου, η ένορκη δήλωση γίνεται από τον αστυφύλακα Ν. Παναγιώτου, που δεν έχει σχέση με το φερόμενο ως θύμα. Ούτε εξεταστής ήταν ούτε έλαβε μέρος στη διερεύνηση. Η άμεση γνώση γεγονότων δεν εκλαμβάνεται, όπως είπε, ότι κάποιος κάθεται να διαβάζει κάτι και γι’ αυτό ξέρει. Είναι κάποιο συγγενικό πρόσωπο του θύματος, που γνωρίζει τα γεγονότα, ή λειτουργός του γραφείου ευημερίας. Επισημάνθηκε επίσης, από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου, ότι δεν τον βρίσκει σύμφωνο η προώθηση τέτοιων αιτήσεων και η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων σε οποιαδήποτε υπόθεση καταχωρείται για υπόθεση οικογενειακής βίας. Αυτό έχει αντιληφθεί ότι συμβαίνει. Ο νόμος ασφαλώς είναι για να εφαρμόζεται και όχι για να γίνονται καταχρήσεις. Εάν υπάρχουν στοιχεία, ασφαλώς να γίνει χρήση του. Συμπληρώνει, σε σχέση με τον ν.119(Ι)/2000 που αφορά το πρώτο διάταγμα, ο νομοθέτης, στο άρθρο 23(2), έχει θέσει αυστηρές δικλείδες. Εδώ, αυτό που υπάρχει στην παρούσα περίπτωση, είπε, είναι το ότι το 2021 της επιτέθηκε, το 2024 της είπε «παλιογυναίκα», τον Οκτώβρη της ζήτησε τα όπλα. Ποια μορφή βίας είναι τέτοια, διερωτήθηκε, ώστε να επιβάλλεται η έκδοση τέτοιων δραστικών διαταγμάτων. Στο εδάφιο (β), έθιξε, η βία που έχει ασκηθεί πρέπει να έχει προκαλέσει τέτοια πραγματική σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βλάβη, που να δικαιολογεί την έκδοση τέτοιου διατάγματος. Πού υπάρχουν τέτοια στοιχεία, ερώτησε. Και στην υπόθεση που την είπε «παλιογυναίκα», είπε, ή έκανε κάποια χειρονομία, είναι τέτοιας μορφής βίας; Λέει, πιο κάτω, ο νόμος, για θεραπευτική αγωγή. Είναι ξεκάθαρο, κατά τον κύριο Αλεξάνδρου, πως αφού η ένορκη δήλωση γίνεται από άτομο χωρίς σχέση με την υπόθεση, δεν υπάρχουν στοιχεία (εφόσον δεν παρουσιάστηκαν), είτε κάποιο ιατρικό πιστοποιητικό είτε από κάποιον ψυχολόγο, το να λέει την έβρισε την τάδε ημέρα ή πριν τρία χρόνια έκαμε το τάδε, δεν είναι στοιχεία «σοβαρά». Το άρθρο 24 του ιδίου νόμου, ανέφερε, θέτει και κάποιες προϋποθέσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς, για τον αποκλεισμό, στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η αίτηση, παράλειψη υπάρχει και εδώ, είπε. Όσον αφορά τον ν.115(Ι)/2024, που αφορά το δεύτερο διάταγμα, στο άρθρο 32(2), είπε, επίσης, απαιτείται άμεση γνώση των γεγονότων και εφόσον προσκομιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν τέθηκε, είναι η γνώμη του, πλην της κατάθεσης της παραπονούμενης. Σε σχέση με το διάταγμα υπό το στοιχείο 3, με υπόβαθρο τον ν.114(Ι)/2021, στο άρθρο 6(1)παρ.2 απαιτείται και πάλι ένορκη δήλωση του θύματος και άμεση γνώση των γεγονότων. Στο εδάφιο 2 αναφέρεται η ανάγκη απόδειξης γεγονότων ή η προσκόμιση στοιχείων. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο, κατά τη θέση του, ούτε καν για να συζητηθεί το θέμα, όχι για να αποδειχθεί, εκ πρώτης όψεως, οτιδήποτε. Αυτό που φαίνεται και επισημαίνει, γιατί προβάλλεται και η θέση, είναι πως υπήρξαν αλλότριοι λόγοι και καταχρηστικότητα. Αυτό που προκύπτει από την ένορκη δήλωση του Αστυφύλακα που δεν είχε και σχέση με τα γεγονότα, όπως επισημαίνει ο κύριος Αλεξάνδρου, είναι πως προηγήθηκε κάποια επιστολή με την οποία του είπαν να φύγει από το σπίτι, δεν έφυγε, και η Αστυνομία είπε να τον βγάλει η ίδια έξω. Να προωθεί τέτοιες αιτήσεις, τόνισε, αλλά όταν υπάρχει πραγματικά θέμα.

 

11.     Έχω υπόψη μου όσα αναφέρθηκαν από τις δύο πλευρές στην πλήρη τους μορφή.

 

Νομικές πτυχές

 

Σχετικά με τον ν.119(Ι)/2000

 

12.     «Βία», στο πλαίσιο του ν.119(Ι)/2000, είναι οποιαδήποτε πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά με την οποία προκαλείται σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας από άλλο μέλος της οικογένειας και περιλαμβάνει και τη βία που ασκείται με σκοπό την επίτευξη σεξουαλικής επαφής χωρίς τη συγκατάθεση του θύματος, καθώς επίσης και τον περιορισμό της ελευθερίας του. Οποιοσδήποτε ασκεί τέτοια βία, διαπράττει αδίκημα δυνάμει του νόμου αυτού. Η «βία» εννοιοδοτείται με τον συγκεκριμένο τρόπο, ακόμα κι αν δεν διαβαθμίζεται ως «άκρως σοβαρή βία».

 

13.     Το άρθρο 22, με τον πλαγιότιτλο «προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή απομάκρυνσης θύματος», έχει ως εξής (οι υπογραμμίσεις πρόσθετες):

 

22.—(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από αίτηση μέλους της οικογένειας ή της αστυνομίας ή του κατηγόρου ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του Οικογενειακού Συμβούλου ή άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε απ' αυτούς, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου ή απομάκρυνσης ανήλικου θύματος, μέχρις ότου καταχωρισθεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα βίας.

 

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα καθ’ οιονδήποτε χρόνο έπειτα από αίτηση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή, στην περίπτωση ανήλικου θύματος, οποιουδήποτε προσώπου που είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή από οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία,τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης βίας, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει αυτού ή άλλου νόμου.

 

(3)(α) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο μέχρι οκτώ ημερών από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο Δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει ο Πρωτοκολλητής.

 

(β) Κατά την ορισμένη από τον Πρωτοκολλητή ημέρα και ώρα το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα το παρατείνει μέχρι οκτώ επιπρόσθετες ημέρες.

 

(γ) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ διατάγματος μέχρι και οκτώ ημέρες σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις ημέρες πριν από την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου.

 

(δ) Το Δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου να εκδώσει ή παρατείνει διάταγμα αποκλεισμού ή απομάκρυνσης ανηλίκου θύματος με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

 

14.     Το άρθρο 22 ρυθμίζει τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι να καταχωριστεί ή και να εκδικαστεί η ποινική υπόθεση. Το διάταγμα που εκδίδεται με βάση το άρθρο 22 μέχρι την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης μπορεί να παραταθεί με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης.

 

15.     Η φράση «που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος», στην § 2, δεν διαβάζεται απομονωμένη ή σε αντιδιαστολή με τον αποκλεισμό ένορκης δήλωσης του ανήλικου θύματος, ώστε να εξάγεται το νόημα πως η ύπαρξη ένορκης δήλωσης του ενήλικου θύματος είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ή ότι, εάν το ενήλικο θύμα δεν δώσει άμεση ένορκη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, υπάρχει ζήτημα αντινομίας.

 

16.     Σύμφωνα με το άρθρο 22 § 2, 3(δ), το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, έπειτα από αίτηση των φορέων ή προσώπων που αναφέρονται, που υποβάλλεται μετά από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα βίας, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του Κατηγορούμενου, μέχρι να εκδικαστεί ποινική υπόθεση. Η αίτηση συνοδεύεται είτε από ένορκη δήλωση του θύματος είτε από οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης βίας, περιλαμβανομένων καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει αυτού ή άλλου νόμου. Ειδικότερα, η αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού, δυνάμει του άρθρου 22, δεν συνοδεύεται κατ’ ανάγκη από ένορκη δήλωση του ιδίου του θύματος, ενώ αποκλείεται να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος, εάν το θύμα είναι ανήλικο.

 

17.     Ευλόγως, μπορεί να μην είναι εφικτό να μαρτυρήσει προσωπικά το θύμα, για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Ο νόμος εξουσιοδοτεί άλλα πρόσωπα να υποβάλλουν εκ μέρους θύματος αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, παρέχοντας και τη σχετική μαρτυρία, που μπορεί να περιλαμβάνει απλώς κατάθεση του θύματος ή ακόμα και άλλων προσώπων, μάλιστα σε οποιαδήποτε μορφή. Δεν υπάρχει περιορισμός στα αποδεικτικά μέσα.

 

18.     Συναφώς, και με βάση το άρθρο 14,  χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρου 10 του περί Απόδειξης Νόμου Κεφ.9, καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος βίας προς οποιοδήποτε αστυνομικό, οικογενειακό σύμβουλο, λειτουργό ευημερίας, ψυχολόγο, γιατρό, περιλαμβανομένου ψυχιάτρου, που εξετάζει το θύμα, εκπαιδευτικό, μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, μέλος του Συνδέσμου Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Βίας στην Οικογένεια ή μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος του θύματος εντός εύλογου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξή του, αποτελεί μαρτυρία.

 

19.     Μέλος της αστυνομίας που, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δέχεται παράπονο ή δήλωση που αφορά την άσκηση βίας, μπορεί, εντός εύλογου χρόνου, να αιτηθεί και να μαρτυρήσει στη βάση του παραπόνου που δέχθηκε, ζητώντας, εκ μέρους του θύματος, την ακατάλληλη προστασία.

 

20.     Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρία που υποστηρίζει την αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000 είτε από το ίδιο το θύμα (σε οποιαδήποτε μορφή της) είτε από άλλο πρόσωπο, θα πρέπει να καταδεικνύει εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας. Η ποιότητα της μαρτυρίας σχετίζεται με τη δυνατότητά της να αποδείξει εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας, παρά με την αποδεκτότητά της.

 

21.     Συνεπώς, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η υπό εξέταση αίτηση, η οποία υποβλήθηκε από την αστυνομία και υποστηρίζεται από μαρτυρία που περιλαμβάνει καταθέσεις του θύματος και άλλων προσώπων είναι αποδεκτή αίτηση και δεν είναι βάσιμοι ο 1ος λόγος ένστασης και ο 5ος λόγος ένστασης. Επίσης, ο τύπος της αίτησης δεν αποκλίνει ουσιωδώς από τον προβλεπόμενο τύπο.

 

22.     Βασική προϋπόθεση έκδοσης τέτοιου προσωρινού διατάγματος, με βάση το άρθρο 22, είναι η απόδειξη εκ πρώτης όψεως κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας. Το Δικαστήριο θεωρεί τη μαρτυρία που συνοδεύει την αίτηση στην όψη της, χωρίς να προβαίνει σε αξιολόγησή της. Δεν εκδικάζει την υπόθεση, ούτε διαμορφώνει κρίση ενοχής του Κατηγορούμενου, ο οποίος ασφαλώς είναι δυνατόν, μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, να αθωωθεί. Από την όψη και μόνον της μαρτυρίας, θα πρέπει να προκύπτει ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος μπορεί να αφορά είστε σε άσκηση (για πρώτη φορά) βίας είτε σε επανάληψη βίας. Ο σκοπός του προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού είναι να αποτρέψει την άσκηση ή την επανάληψη βίας, ενόψει τέτοιου κινδύνου. Η αναφορά πως η δυνατότητα του άρθρου 22 κρούει στο τεκμήριο της αθωότητας του Κατηγορούμενου, που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, δεν ευσταθεί, εφόσον η εκτίμηση του κινδύνου στην όψη της μαρτυρίας δεν σχετίζεται με κρίση επί της ουσίας. Ο Κατηγορούμενος εξακολουθεί να τεκμαίρεται αθώος. Ο 10ος λόγος ένστασης, στον βαθμό που αφορά το προσωρινό διάταγμα υπό το σημείο 1, είναι αβάσιμος.

 

23.     Το Μέρος VI παρέχει τη δυνατότητα έκδοσης διαταγμάτων μεταχείρισης του Κατηγορούμενου σε διάφορα στάδια ή και με διαφορετικά περιεχόμενο και διαδικασία.

 

24.     Άλλο είναι το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδεται με βάση το άρθρο 22, όταν καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας, πριν ή μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, μέχρι την καταχώριση ή την εκδίκασή της, αντίστοιχα, κατά κανόνα μονομερώς[1], και άλλο είναι το διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδεται μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης ή ακόμα και σε στάδιο επιβολής ποινής με βάση το άρθρο 23.

 

25.     Παρεμβάλλεται αρχικά πως το άρθρο 22 είναι αυτοτελής νομική βάση, που περιλαμβάνεται στη νομική βάση της υπό εξέταση αίτησης, ανάμεσα σε άλλες διατάξεις. Επαρκεί για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Συναφώς, δεν είναι βάσιμος και ο 6ος λόγος ένστασης με αναφορά στο νομικό υπόβαθρο και το εν λόγω διάταγμα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εκ πρώτης όψεως κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας, βάσει του οποίου εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 22, απαντά συνοπτικά σε όλες τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν και για τους σκοπούς του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 (που περιλήφθηκε επίσης στην αίτηση), να υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, καλές πιθανότητες επιτυχίας, κι αν δεν εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο. Νοείται ότι, για να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, θα πρέπει το ισοζύγιο της δικαιοσύνης να κλίνει προς την αναγκαιότητα της έκδοσής του.

 

26.     Η δραστικότητα ακόμα και ενός προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, στην όψη του κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας, με βάση το άρθρο 22, μπορεί να ωθεί τη συνανάγνωσή του με το άρθρο 23. Ο αποκλεισμός, ως αποτέλεσμα, είναι αναμφίβολα δραστικός, σε προσωρινή ή σε μόνιμη βάση. Εξ ου και η εκδίκαση τέτοιας φύσης υποθέσεων θα πρέπει να γίνεται τάχιστα, όπως άλλωστε ορίζει το άρθρο 15 § 3.

 

27.     Το άρθρο 23, όμως, εκδίδεται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις και γενικότερα σε διαφορετικό πλαίσιο. Για την έκδοση διατάγματος βάσει του άρθρου 23, δεν προβλέπεται στον νόμο αίτηση οποιουδήποτε από τα περισσότερα πρόσωπα που μπορούν να αιτηθούν με βάση το άρθρο 22, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα της Κατηγορούσας Αρχής να υποβάλει τέτοια αίτηση, περίπτωση στην οποία εφαρμόζει τον ίδιο τύπο αίτησης με αυτόν του άρθρου 22. Το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση και εκδίδει διάταγμα με βάση το άρθρο 23 θέτει το ίδιο συγκεκριμένη περίοδο αποκλεισμού, που βασικά επιβάλλει στον ενώπιον του Κατηγορούμενο. Η αναθεώρηση σε ημερομηνία που ορίζει πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού είναι για τυχόν παράταση ή διαφοροποίηση. Αναθεώρηση ή ακύρωση μπορεί να ζητήσει ο Κατηγορούμενος με δική του αίτηση πριν από τη λήξη της περιόδου αποκλεισμού, εάν υπάρχει διαφοροποίηση των δεδομένων. Κατά την επιστροφή διατάγματος που εκδίδεται μονομερώς όμως, είτε με βάση το άρθρο 22 είτε και με βάση το άρθρο 23 (εάν εξασφαλιστεί τέτοιο διάταγμα με μονομερή αίτηση) η αναθεώρηση, υπό το φως των όσων αναφέρει ο Κατηγορούμενος ή οποιοδήποτε επηρεαζόμενο πρόσωπο, ενιστάμενο, μπορεί να οδηγήσει και σε ακύρωση του διατάγματος. Η περίοδος αποκλεισμού δεν έχει τους χρονικούς περιορισμούς του προσωρινού διατάγματος περιορισμού πριν από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης με βάση το άρθρο 22, ενώ μπορεί να μην προσδιορίζεται αναγκαστικά από τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Δεν επαρκεί η εκ πρώτης όψεως απόδειξη κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας, όπως επαρκεί για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22.

 

28.     Μία παρεμβολή, με αναφορά στη διάσταση που υπάρχει στο προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού με βάση το άρθρο 22 και στο διάταγμα αποκλεισμού του άρθρου 23 όσον αφορά τη διαδικασία της αναθεώρησης, είναι η εξής: Για τον λόγο που προαναφέρθηκε, δεν ευσταθεί και το επιχείρημα της πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής, ότι εφόσον εξέδωσε το Δικαστήριο το προσωρινό διάταγμα, ισχύουν οι προϋποθέσεις, και γι’ αυτό δεν μπορεί να ακυρωθεί. Το Δικαστήριο που εκδίδει μονομερώς ένα διάταγμα, στη βάση της μαρτυρίας που προσκομίζει η μία πλευρά, μπορεί, κατά την αναθεώρησή του, με την ακρόαση και της άλλης πλευράς, να διαπιστώσει πως δεν έπρεπε να είχε εκδοθεί, βλέποντας τα πράγματα υπό το σύνολο των διαστάσεών τους, περίπτωση στην οποία μπορεί να το ακυρώσει.

 

29.     Για την έκδοση διατάγματος βάσει του άρθρου 23, θα πρέπει να αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι ο Κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειάς του ή ότι είχε δύο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα (περίπτωση α) ή η βία που ασκήθηκε θα πρέπει έχει προκαλέσει τέτοια πραγματική σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη, που να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή τη σεξουαλική ή ψυχική υγεία των θυμάτων (περίπτωση β) ή θα πρέπει να αρνείται ο Κατηγορούμενος να υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου που επιβάλλεται ως όρος για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 33 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΠΚ), ή άλλως πως (περίπτωση γ).

 

30.     Για να εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του άρθρου 23 ν.119(Ι)/2000, το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει ικανοποιηθεί για οποιανδήποτε από τις διαζευκτικά προβλεπόμενες περιπτώσεις. Πριν από τυχόν καταδίκη για την επίδικη περίπτωση, ανεξαρτήτως ενοχής, μπορεί να εκδοθεί όπου αποδεικνύεται, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειάς του ή ότι είχε δύο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα. Η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος αποκλεισμού βάσει του άρθρου 23  § 2(α), για τον προαναφερόμενο λόγο, δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22 § 3(δ) μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς να αποκλείεται, εάν υπάρχουν επανειλημμένες πράξεις βίας ή προηγούμενες καταδίκες τα δύο τελευταία χρόνια να γίνει χρήση αμφότερων των διατάξεων των άρθρων 22 § 3(δ) και 23  § 2(α) ή αυτά τα δεδομένα να συνεκτιμώνται στην προσέγγιση του κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας με βάση το άρθρο 22.

 

31.     Ανάμεσα στις διαζευκτικές περιπτώσεις, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί διάταγμα με βάση το άρθρο 23, είναι να αποδεικνύεται, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, πως η βία που όντως ασκήθηκε στην επίδικη περίπτωση ήταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του διατάγματος εκ του μεγέθους της βλάβης. Η διαπίστωση της περίπτωσης β, συνηθέστερα, δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο έκδοσης διατάγματος με βάση το άρθρο 22 § 3(δ), στην όψη της μαρτυρίας, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να γίνει στο πλαίσιο του άρθρου 23  § 2(β) και για τους σκοπούς του· χωρίς να αποκλείεται η ένταση της βίας που εκ πρώτης όψεως μαρτυρείται βάσει της αίτησης να συνεκτιμάται και για την προσέγγιση του κινδύνου επανάληψής της, για τους σκοπούς του άρθρου 22.

 

32.     Συναφώς, και η αναφορά της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 23 στο άρθρο 33ΠΚ, ανάμεσα στις διαζευκτικές δυνητικές εφαρμογές του άρθρου 23, είναι αναφορά σε δυνατότητα του Δικαστηρίου, για πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, αντί να του επιβάλει ποινή, να το απολύσει με ανάληψη από αυτό προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές, για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να προσέλθει και να ακούσει την έκδοση της απόφασης σε προσεχή συνεδρία του Δικαστηρίου, ή όταν κληθεί για το σκοπό αυτό.

 

33.     Το διάταγμα αποκλεισμού καθορισμένης περιόδου του άρθρου 23 είναι καταλληλότερα ανάμεσα στις εναλλακτικές ή πρόσθετες κυρώσεις που διαθέτει το Δικαστήριο, για σκοπούς ποινικής μεταχείρισης. Το Δικαστήριο, στο διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδει με βάση το άρθρο 23, ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού που καθορίζει, κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του διατάγματος αυτού. Κατά την εξέταση αυτή, ακούει τις απόψεις του Κατηγορούμενου του παραπονούμενου και οποιουδήποτε άλλου προσώπου επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός όπου αυτοί είναι ανήλικοι και δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του Κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των αρμόδιων υπηρεσιών. Ο Κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου. Ρητά προβλέπεται στην § 5 πως τέτοιο διάταγμα αποκλεισμού μπορεί να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής τηρουμένων της § 6, ή μαζί με άλλες ποινές. Η πρόνοια της § 6 είναι πως το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα αποκλεισμού στις περιπτώσεις όπου επιβάλλει ταυτόχρονα και ποινή φυλάκισης, για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών. Στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών, διάταγμα αποκλεισμού δύναται να εκδοθεί ταυτόχρονα με την ποινή της φυλάκισης, αλλά η ισχύς θα αρχίζει μετά την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου.

 

34.     Οι διατάξεις του άρθρου 23 δεν εξειδικεύουν τις διατάξεις του άρθρου 22 § 3(δ) ούτε είναι πρόσθετες προς αυτές.

 

35.     Οι ρυθμίσεις σχετικά με την ιδιοκτησία της οικογενειακής κατοικίας και η έκδοση διατάγματος για τη διαμονή των προσώπων, κατά τον τίτλο του άρθρου 24, είναι συμπληρωματικές προς το άρθρο 23. Πρόκειται για ρυθμίσεις που μπορούν να γίνουν μόνον κατόπιν ακρόασης και του Κατηγορούμενου, όχι κατά το στάδιο της έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22, μονομερώς. Με βάση αυτές, εάν ο Κατηγορούμενος δεν έχει ποσοστό ιδιοκτησίας επί της οικογενειακής κατοικίας πέραν του ήμισυ, το Δικαστήριο δεν εξετάζει το ζήτημα διαμονής του, αλλά παραπέμπει το ζήτημα για εξέταση στον Οικογενειακό Σύμβουλο· αν ο κατηγορούμενος έχει εξ αδιαιρέτου ποσοστό ιδιοκτησίας επί της οικογενειακής κατοικίας πέραν του ήμισυ, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της διαμονής του και ακολούθως δίδει τις οδηγίες που κρίνει αναγκαίες σχετικά με τη διαμονή του ιδίου ή της οικογένειάς του ή μελών της. Το Δικαστήριο, όταν δίδει οδηγίες για τη διαμονή διαφόρων προσώπων, εξετάζει μεταξύ άλλων τα οικονομικά μέσα τους και παρέχει στον Κατηγορούμενο το δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο μέσα σε τακτή προθεσμία και να ζητήσει την αλλαγή της διεύθυνσης της οικογενειακής κατοικίας για την οποία ισχύει το διάταγμα, αν εξεύρει κατάλληλη κατοικία για να μετακινηθεί η οικογένειά του. Δεν αποκλείεται βεβαίως να προκύψει η ανάγκη ρύθμισης της διαμονής οποιουδήποτε προσώπου και για σκοπούς προσωρινού αποκλεισμού, περίπτωση στην οποία μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή, στο στάδιο ακρόασης του Κατηγορούμενου.

 

36.     Έχοντας εξηγήσει τα ανωτέρω, θεωρώ πως το δάνειο των προϋποθέσεων του άρθρου 23, για σκοπούς έκδοσης διατάγματος με βάση το άρθρο 22, στο οποίο κατέφυγε η πλευρά του Κατηγορούμενου, προκειμένου να επαυξήσει το αποδεικτικό βάρος πέραν της εκ πρώτης όψεως απόδειξης κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας, που απασχολεί εκ προκειμένω, δεν είναι ορθό. Συνεπώς, ο 2ος λόγος ένστασης είναι αβάσιμος. Έπειτα, με δεδομένη την απουσία δυνατότητας τυχόν αναγκαίας ρύθμισης του ζητήματος διαμονής κατά την εξ αρχής αναγκαστικά μονομερή έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού με βάση το άρθρο 22, αβάσιμος είναι και ο 4ος λόγος ένστασης.

 

Σχετικά με τον ν.115(Ι)/2021

 

37.     «Βία», στο πλαίσιο του ν.115(Ι)/2021, σημαίνει πράξη, παράλειψη ή σεξουαλική πράξη χωρίς συναίνεση ή συμπεριφορά με την οποία δύναται να προκληθεί βλάβη στο θύμα και περιλαμβάνει σωματική, λεκτική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική και κάθε άλλης μορφής βία ή πόνο έναντι γυναίκας, κάθε απειλή για τέτοια πράξη, καθώς και εξαναγκασμό ή αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτά διενεργούνται στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο. Ο «εξαναγκασμός» αναφέρεται στην κάμψη της ελεύθερης βούλησης προσώπου με την χρήση βίας ή απειλών ή κατά κατάχρηση ή εκμετάλλευση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης ή με τη χρήση άλλων μέσων απαγορευμένων διά νόμου, με σκοπό την πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βλάβης ή πόνου ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας του στον δημόσιο ή ιδιωτικό βίο ή τη σύναψη αναγκαστικού γάμου· την απειλή πρόκλησης βλάβης εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικού περιορισμού οποιουδήποτε προσώπου· οποιαδήποτε συμπεριφορά ή σχέδιο στοχεύει στη δημιουργία της εντύπωσης σε πρόσωπο ότι η παράλειψη εκτέλεσης συγκεκριμένης πράξης θα επιφέρει βλάβη εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικό περιορισμό προσώπου· κατάχρηση ή επαπειλούμενη κατάχρηση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών αναφορικά με το καθεστώς οποιουδήποτε προσώπου· κατάχρηση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης. Η άσκηση ψυχολογικής βίας κατά γυναίκας είναι ποινικό αδίκημα, διακεκριμένης μορφής, σε ορισμένες περιπτώσεις.

 

38.     Το άρθρο 32, με τον πλαγιότιτλο «προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή κατηγορούμενου» έχει ως εξής (οι υπογραμμίσεις πρόσθετες):

 

32.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ή, όπου το θύμα είναι παιδί, επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο ή ύποπτο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή και να το πλησιάζει στον χώρο εργασίας του ή άλλο χώρο που θα αποφασίσει το Δικαστήριο, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του υπόπτου για αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

 

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα αποκλεισμού καθ’ οιονδήποτε χρόνο ύστερα από την καταχώρηση αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του, οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

 

(3) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο εντός της περιόδου αυτής, σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το Δικαστήριο.

 

(4) Κατά την ορισμένη ημέρα και ώρα, το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο, όπως και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα παρατείνει αυτό για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες.

 

(5) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ του διατάγματος για τόση περίοδο όση κρίνει αναγκαία, χωρίς η περίοδος ισχύος του διατάγματος να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες στο σύνολό της για την περίοδο που προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

 

(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου, να εκδώσει ή παρατείνει την ισχύ του διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

 

39.     Συναφώς και με ό,τι αναφέρθηκε προηγουμένως σχετικά με το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000, και το άρθρο 32 ν. 115(Ι)/2021 ρυθμίζει τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι να καταχωριστεί ή και να εκδικαστεί η ποινική υπόθεση. Το διάταγμα που εκδίδεται με βάση το άρθρο 32 μέχρι την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης μπορεί να παραταθεί με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης.

 

40.     Η φράση «που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος», στην § 2, και εδώ, δεν διαβάζεται απομονωμένη, ώστε να εξάγεται το νόημα πως η ύπαρξη ένορκης δήλωσης του θύματος είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ή ότι, εάν το θύμα δεν δώσει άμεση ένορκη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, υπάρχει ζήτημα αντινομίας.

 

41.     Σύμφωνα με το άρθρο 32 §§ 2, 6, το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, έπειτα από αίτηση των φορέων ή προσώπων που αναφέρονται, που υποβάλλεται μετά από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα βίας κατά γυναίκας, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του Κατηγορούμενου, μέχρι να εκδικαστεί ποινική υπόθεση. Η αίτηση συνοδεύεται είτε από ένορκη δήλωση του θύματος είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του νόμου.

 

42.     Ευλόγως, και για τους σκοπούς του ν.115(Ι)/2021, μπορεί να μην είναι εφικτό να μαρτυρήσει προσωπικά το θύμα, για σκοπούς έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Ο νόμος εξουσιοδοτεί και σε αυτή την περίπτωση άλλα πρόσωπα να υποβάλλουν εκ μέρους θύματος αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, παρέχοντας και τη σχετική μαρτυρία, που μπορεί να περιλαμβάνει απλώς κατάθεση του θύματος ή ακόμα και άλλων προσώπων, μάλιστα σε οποιαδήποτε μορφή. Δεν υπάρχει περιορισμός στα αποδεικτικά μέσα.

 

43.     Ισχύουν όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000 και για το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021 ως προς τον τρόπο υποβολής της αίτησης, κατά τρόπο που ο 3ος λόγος ένστασης και οι υπόλοιπο λόγοι ένστασης, στον βαθμό που αφορούν και το υπό στοιχείο 2 διάταγμα, δεν είναι βάσιμοι.

 

44.     Η ουσιαστική προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 είναι η εκ πρώτης όψεως υπόδειξη κινδύνου άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή η ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πώς. Και εδώ, το Δικαστήριο δεν αξιολογεί τη μαρτυρία και δεν εκδικάζει την υπόθεση, αλλά την εξετάζει στην όψη της, όπως εκτίθεται ενώπιον του.

 

45.     Το άρθρο 33 δίδει στο Δικαστήριο τη διακριτή δυνατότητα να εκδίδει εναντίον προσώπου το οποίο κατηγορείται για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, διάταγμα με ισχύ για τέτοια περίοδο και υπό τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατόν να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει στον Κατηγορούμενο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή πλησιάζει αυτό στον χώρο εργασίας του ή σε άλλο χώρο το οποίο θα αποφασίσει. Το Δικαστήριο, ορίζει στο διάταγμα αποκλεισμού ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης αυτού. Το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του Κατηγορουμένου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού εκτός εάν δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του Κατηγορουμένου συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Ο Κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου. Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του νόμου.

 

46.     Ισχύουν όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με τη διαφοροποίηση του πλαισίου του άρθρου 22 ν.119(Ι)/2000 από το πλαίσιο του άρθρου 23  του ιδίου νόμου και όσον αφορά τη διαφοροποίηση μεταξύ του άρθρου 32 ν.115(Ι)/2021 από το πλαίσιο του άρθρου 33 του ιδίου νόμου, ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη.

 

47.     Το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του άρθρου 32 ν.115(Ι)/2021 μπορεί να καλύπτει ευρύτερες περιπτώσεις συγκριτικά με το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του άρθρου 22 ν.119(Ι)/2000, εφόσον μπορεί να επεκταθεί και στην απαγόρευση προς τον Κατηγορούμενο από το να πλησιάζει το θύμα σε καθορισμένη απόσταση, για την πληρέστερη προστασία του. Ο Κατηγορούμενος εξακολουθεί να τεκμαίρεται αθώος, δεν υπάρχει οποιαδήποτε κρίση σχετικά με τη διάπραξη ή μη των υπό εξέταση αδικημάτων. Ο 10ος λόγος ένστασης, στον βαθμό που αφορά το προσωρινό διάταγμα υπό το σημείο 2, είναι αβάσιμος

 

 

Σχετικά με τον ν.114(Ι)/2021

 

48.     «Παρενόχληση», στο πλαίσιο του ν.114(Ι)/2021, σημαίνει την πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο∙ «συμπεριφορά» σε σχέση με την παρενόχληση ενός προσώπου, σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον δύο φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση. Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση ή συνιστά παρακολούθηση που προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος. Το αξιόποινο είναι διευρυμένο σε περίπτωση κατά την οποία η παρενόχληση ή παρενοχλητική παρακολούθηση συνίσταται στην πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του. «Παρακολούθηση» μπορεί να συνιστά η ακολούθηση άλλου προσώπου· η επαφή ή η απόπειρα επαφής με άλλο πρόσωπο με οποιοδήποτε μέσο∙ η παρακολούθηση της χρήσης του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή/και οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής επικοινωνίας άλλου προσώπου ή η αποστολή αναρτήσεων σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αφορούν στην προσωπική ζωή του θύματος ή η παρέμβαση σε αναρτήσεις του θύματος στο διαδίκτυο· η παρακώλυση της διακίνησης άλλου προσώπου προς ή από την οικία του ή/και τον επαγγελματικό του χώρο ή από δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο στον οποίο το εν λόγω πρόσωπο συχνάζει, μέσω περιπλάνησης ή παρουσίας στους χώρους αυτούς∙ η επέμβαση σε περιουσία που βρίσκεται στην κατοχή ή ιδιοκτησία άλλου προσώπου ή η απειλή παρέμβασης σε τέτοια περιουσία· η παρακολούθηση ή/και κατασκοπεία άλλου προσώπου.

 

49.     Το άρθρο 6, με τον πλαγιότιτλο «διατάγματα Δικαστηρίου» έχει ως εξής (οι υπογραμμίσεις πρόσθετες):

6. (1) Δικαστήριο, το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, κατόπιν αίτησης της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του θύματος, μέλους της οικογένειας του θύματος ή/και άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε από αυτούς, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο επιβάλλει σε ύποπτο οποιαδήποτε απαγόρευση ή/και οποιονδήποτε περιορισμό θεωρεί αναγκαίο ή/και επιθυμητό υπό τις περιστάσεις, μέχρις ότου καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον του για ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, η ως άνω αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή/και εκπροσώπου του θύματος ή/και μέλους της οικογένειας του θύματος, το οποίο έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή/και των αποδεικτικών στοιχείων.

(2) Το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν απόδειξης γεγονότων ή/και στοιχείων, τα οποία εκ πρώτης όψεως δημιουργούν κίνδυνο επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.

(3) Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία δύναται να-

(α) απαγορεύει ή/και να περιορίζει τον ύποπτο ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα να προσεγγίζει ή να ακολουθεί το θύμα∙ ή/και

(β) απαγορεύει ή/και να περιορίζει την πρόσβαση του υπόπτου για συγκεκριμένη περίοδο ή μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί του κατηγορητηρίου, στον τόπο διαμονής ή/και εργασίας ή/και σε υποστατικό του θύματος ή/και άλλου προσώπου το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα, ή/και στον τόπο που αυτό συχνάζει∙ ή/και

(γ) απαγορεύει στον ύποπτο να έρχεται σε επαφή ή/και να παρενοχλεί το θύμα ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα.

(4)(α) Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημερομηνία επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής, σε μέρα και ώρα που ορίζεται από το δικαστήριο.

(β) Κατά την ορισμένη μέρα και ώρα, το δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή/και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιαστεί και αποφασίζει κατά πόσο θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή θα το παρατείνει μέχρι και οκτώ (8) ημέρες, χωρίς η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ημέρες μέχρι την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

(γ) Ο ύποπτος δύναται να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.

(5) Το δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου, να εκδώσει νέο διάταγμα ή να παρατείνει το διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης:

Νοείται ότι, για την έκδοση τέτοιου διατάγματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3).

(6) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα δυνατόν να επιβληθεί αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή/και μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(7) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και το οποίο παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους αυτού, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.

 

50.     Και στην περίπτωση έκδοσης διατάγματος με βάση το άρθρο 6 § 5, μπορεί να γίνει χρήση ένορκης δήλωσης εκπροσώπου του θύματος που γνωρίζει τα γεγονότα ή κατέχει στοιχεία. Η Αστυνομία, δια οποιουδήποτε μέλους της, εφόσον νομιμοποιείται να καταχωρίσει την αίτηση για λογαριασμό του θύματος, βασιζόμενη στην καταγγελία και μαρτυρία του θύματος, κατέχει στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να προσφέρει τη σχετική μαρτυρία.

 

51.     Ισχύουν όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000 και το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021 και όσον αφορά το άρθρο 6 § 5 ν.114(Ι)/2021 ως προς τον τρόπο υποβολής της αίτησης, κατά τρόπο που ο 3ος λόγος ένστασης και οι υπόλοιπο λόγοι ένστασης, στον βαθμό που αφορούν και το υπό στοιχείο 3 διάταγμα, δεν είναι βάσιμοι.

 

52.     Ουσιαστικά ζητούμενο, για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5, είναι η εκ πρώτης όψεως απόδειξη του κινδύνου επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.

 

53.     Το προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5 παρέχει ακόμα ευρύτερη προστασία στο θύμα, εφόσον επεκτείνεται στην απαγόρευση παρενόχλησής του με οποιονδήποτε τρόπο. Και στην περίπτωση αυτή, ο Κατηγορούμενος εξακολουθεί να τεκμαίρεται αθώος, εφόσον δεν λαμβάνει χώρα κάποια κρίση σχετικά με τη διάπραξη ή μη των υπό εκδίκαση αδικημάτων, στα οποία μπορεί, μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, να αθωωθεί. Ο 10ος λόγος ένστασης, στον βαθμό που αφορά και το προσωρινό διάταγμα υπό το σημείο 3, είναι αβάσιμος

 

Ουσιαστική εξέταση

 

54.     Τα ζητήματα βίας είναι ευαίσθητα και πολύ λεπτά. Συχνά, οι λέξεις δύσκολα τα συνθέτουν, για να εκφράσουν τα διάφορα συναισθήματα, στα οποία μπορούν οι σιωπές, τα βλέμματα, οι κινήσεις, να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, πέρα από τις εκφρασμένες λέξεις και τις έκδηλες συμπεριφορές που αφήνουν ορατά ίχνη.

 

55.     Επί της ουσίας της αίτησης, μέσα από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από την Αστυνομία, που περιλαμβάνει κατάθεση του φερόμενου ως θύματος, χωρίς αυτή η μαρτυρία να αξιολογείται, στην όψη της, είχε προκύψει ο κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας προς την παραπονούμενη, γυναίκα, τέως σύζυγο του Κατηγορούμενου, κατά τρόπο ώστε να είναι πιθανότερο να προκληθεί σε αυτήν ψυχολογική ή και σωματική βλάβη, παρά να μην προκληθεί.

 

56.     Το θύμα είχε καταθέσει πως κλειδώνεται στο υπνοδωμάτιο της εδώ και χρόνια, λόγω φόβου, εφόσον μετά το διαζύγιο, το διαζευγμένο ζευγάρι συνέχισε να διαμένει στην ίδια στέγη, με κλονισμένες τις σχέσεις, και ήδη υφιστάμενο περιστατικό σωματικής βίας. Ανέφερε, στην κατάθεσή της, η παραπονούμενη, πως ο Κατηγορούμενος περιέρχεται συχνά σε μέθη, και της φωνάζει. Ότι την ακολουθεί με επιμονή και της φωνάζει μπροστά σε κόσμο γιατί κάνει πράγματα για τον εαυτό της, όπως τα θερινά μπάνια, διεγείροντας τη ζήλια του. Το αποκορύφωμα του φόβου της, που την ώθησε, μετά από τόσο καιρό και περιστατικά που εξέθεσε, να βρει το θάρρος και να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία, ήταν η επιστολή προς τον Κατηγορούμενο για να εγκαταλείψει την οικία. Το νέο γεγονός της αποστολής της εν λόγω επιστολής, σε συνάρτηση με το αγριεμένο κοίταγμα από τον Κατηγορούμενο και την ξαφνική επίμονη αναζήτηση των κυνηγετικών του όπλων, σε συνδυασμό και με την προϊστορία του ζεύγους, φυσιολογικά της δημιούργησε την ανησυχία πως ο Κατηγορούμενος, ο οποίος δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει τη συγκεκριμένη οικία και τώρα θα αισθανθεί πίεση, προκειμένου να αποφύγει μια τέτοια εξέλιξη, θα επιχειρήσει να ασκήσει βία, με ή χωρίς την χρήση των όπλων που στο μεταξύ απομακρύνθηκαν.

 

57.     Το ενδεχόμενο άσκησης βίας από μέρους του Κατηγορούμενου συναρτήθηκε με την πιθανότητα εκείνος να αντιδράσει στην ειδοποίηση που έλαβε για να εγκαταλείψει την οικία και να προσπαθήσει να επιλύσει το πρόβλημα αυτό, το διαχρονικό, με βίαιο τρόπο. Με την κατάθεσή της στην Αστυνομία, η παραπονούμενη εξέφρασε τον φόβο που αισθάνεται από την παρουσία του Κατηγορούμενου στην ίδια οικία μαζί της και πώς αυτός ο φόβος την ωθεί στο να κλειδώνεται στο υπνοδωμάτιο της, να μην μπορεί να συζητήσει με τον Κατηγορούμενο ή να κάτσουν μαζί να δειπνήσουν, να μην μπορούν να συνεχίσουν να συγκατοικούν, χωρίς η ασφάλεια αλλά ιδίως η ψυχολογική ακεραιότητα της ίδιας να τίθεται σε διακινδύνευση.

 

58.     Δεν χρειάζεται η παραπονούμενη να αποδείξει πως ο Κατηγορούμενος προσπάθησε όντως να ασκήσει βία, που αποφεύχθηκε, όπως λόγου χάριν να κάνει χρήση των όπλων εναντίον της ή και να προσπαθήσει να την κτυπήσει. Ούτε ότι υποφέρει ήδη από ψυχολογική βλάβη. Ο λόγος είναι για εκ πρώτης όψεως κίνδυνο, ο οποίος, ασφαλώς, θα πρέπει να έχει μια ρεαλιστική διάσταση, να βασίζεται σε γεγονότα, να μην έχει απλώς υποκειμενικό υπόστρωμα ή ιδιορρυθμία, σε κατά τα λοιπά συνήθεις ‒ κατά την κοινή ανθρώπινη εμπειρία ‒ συνθήκες.

 

59.     Νοείται πως εάν ο Κατηγορούμενος διέπραξε τα υπό εκδίκαση αδικήματα ή όχι, εάν αυτά μπορούν να στοιχειοθετηθούν ή όχι, θα απασχολήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Εάν η κατάθεση της παραπονούμενης στην Αστυνομία είναι ψευδής ή όχι, είναι ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας της, αφού παρουσιαστεί στο Δικαστήριο.

 

60.     Οι 3ος λόγος ένστασης,  6ος λόγος ένστασης όσον αφορά το ουσιαστικό υπόβαθρο,  7ος λόγος ένστασης, 8ος λόγος ένστασης, 9ος λόγος ένστασης και 11ος λόγος ένστασης δεν είναι βάσιμοι.

 

61.     Κατά την αναθεώρηση του προσωρινού αυτού διατάγματος, υπό το φως όσων εκτέθηκαν και από τον Κατηγορούμενο, θα πρέπει να λεχθεί πως, παρά την παραστατικότητα με την οποία παρουσιάστηκε από τον συνήγορο του Κατηγορούμενου η κατάσταση, από μια διαφορετική οπτική, δεν έχει αλλάξει η εικόνα που αποκόμισε το Δικαστήριο, μέσα από την κατάθεση του φερόμενου ως θύματος, κατά την έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων.

 

62.     Χωρίς να αξιολογείται η μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος δεν διέψευσε με συγκεκριμένα γεγονότα το μεταξύ τους αρνητικό κλίμα, παρά αναφέρθηκε γενικά σε ψεύδη της παραπονούμενης και σε προσπάθεια κατάχρησης της διαδικασίας. Παρέμεινε η εικόνα των διαταραγμένων σχέσεων μεταξύ της παραπονούμενης και του Κατηγορούμενου, του φόβου που βιώνει η παραπονούμενη και την ωθεί να κλειδώνεται στο υπνοδωμάτιο, της διαμάχης που έχει ενεργοποιηθεί για τη συγκεκριμένη οικία, του όλου κλίματος στη σχέση τους, την αναφερόμενη συνήθεια του Κατηγορούμενου να περιέχεται σε μέθη και να της φωνάζει, να την ακολουθεί σε προσωπικές της στιγμές, την ήδη εκδηλωμένη στο παρελθόν σωματική βία. Η εικόνα αυτή μπορεί ασφαλώς να διαψευστεί με την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

63.     Είναι δεδομένο πως δεν θα πρέπει να γίνονται καταγγελίες στην Αστυνομία για φανταστικά αδικήματα, ώστε να ενεργοποιείται η Αστυνομία για να παρέχεται προστασία με αλλότρια κίνητρα ή σκοπούς. Τέτοια συμπεριφορά, ψευδούς καταγγελίας φανταστικών αδικημάτων, είναι αξιόποινη.

 

64.     Στις πλείστες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, ευλόγως, εκκρεμούν παράλληλες διαδικασίες σε άλλα Δικαστήρια, ιδίως στο ειδικό Δικαστήριο επίλυσης οικογενειακών διαφορών. Οι εκκρεμοδικίες εκείνες δεν δικαιολογούν, αλλά συχνά ενθαρρύνουν, την άσκηση αξιόποινης βίας αναμεταξύ των εμπλεκομένων μελών της οικογένειας. Είναι γεγονός πως οι ποινικές υποθέσεις αυτής της φύσης φαίνονται αρκετές ή αυξημένες. Ενδεχομένως, αυτό να συνιστά αντανάκλαση άλλων φαινομένων. Ουδείς πάντως είναι υποχρεωμένος να ανέχεται και να βιώνει βία εξαιτίας ενδοοικογενειακών διαφορών, και στη σύγχρονη εποχή είναι καλύτερα εμπεδωμένη η απαγορευτική γραμμή. Η καταγγελία της βίας στις αρμόδιες αρχές και η προσπάθεια προστασίας από αυτήν ή το ενδεχόμενό της δεν σημαίνει, από μόνη της, κατάχρηση, για να επιτευχθεί άλλος σκοπός. Το μέσο που χρησιμοποιήθηκε είναι νόμιμο και ο σκοπός ρητά προβλεπόμενος στους νόμους και θεμιτός. Η χρήση μιας νόμιμης δυνατότητας δεν μπορεί να ιδωθεί ταυτόχρονα, δίχως άλλο, και ως καταχρηστική.

 

65.     Η παρουσία του Κατηγορούμενου στον ίδιο χώρο με την παραπονούμενη, αλλά και η δυνατότητα του Κατηγορούμενου να την ακολουθεί ή να την παρενοχλεί με την παρουσία του, ωθώντας την να κλειδώνεται στο υπνοδωμάτιο, χωρίς οποιαδήποτε απαγόρευση σε αυτόν, ιδίως μετά και την καταχώριση και της εναντίον του ποινικής υπόθεσης, με σεβασμό, δεν μπορεί να επιτραπεί. Η συνδυασμένη εφαρμογή των ν.119(Ι)/2000, ν.115(Ι)/2021 και ν.114(Ι)/2021 και η έκδοση διαταγμάτων με βάση τα άρθρα 22, 32 και 6, αντίστοιχα, των προαναφερόμενων νόμων, παρέχει πλήρη προστασία στο φερόμενο ως θύμα. Η προστασία αυτή, μέσα από την κατάθεση της παραπονούμενης, ως παρουσιάστηκε μέσα από τη μαρτυρία που συνοδεύει την αίτηση, και στην όψη της επαρκεί, είναι επιβεβλημένη. Προκύπτει, εξ όψεως της μαρτυρίας, κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας προς την παραπονούμενη, η οποία είναι γυναίκα, μέλος της οικογένειας του Κατηγορούμενου, κατά τρόπο ώστε να είναι λογικά πιθανόν να προκληθεί στο θύμα ψυχολογική ή και σωματική βλάβη. Η πρόκληση βλάβης προς το φερόμενο ως θύμα από άσκηση βίας είναι έκδηλα πιθανότερη από το να μην προκληθεί οποιαδήποτε βλάβη με το να συνεχίσει να συγκατοικεί το διαζευγμένο ζεύγος στην ίδια οικία και να προσεγγίζει ελεύθερα ο Κατηγορούμενος την παραπονούμενη, εκκρεμούσης της εναντίον του ποινικής υπόθεσης, και με το δεδομένο παρελθόν, παρόν και μέλλον.

 

Κατάληξη

 

66.     Στο σύνολό τους, οι λόγοι ένστασης δεν είναι βάσιμοι, για να οδηγήσουν σε ακύρωση των διαταγμάτων ως έχουν εκδοθεί.

 

67.     Τα προσωρινά διατάγματα ημερομηνίας 08.10.2024 καθίστανται απόλυτα, με τη διαγραφή της φράσης «εντός 10 λεπτών από την επίδοση του διατάγματος» από το κάθε ένα διάταγμα, η οποία πλέον δεν είναι αναγκαία, και ισχύουν οριστικά μέχρι την τελική εκδίκαση της παρούσας ποινικής υπόθεσης.

 

68.     Δεν παραγνωρίζεται πως ο Κατηγορούμενος, μέχρι πρόσφατα, διέμενε στην οικία στην οδό []. Διευκρινίζεται πως: Ο Κατηγορούμενος μπορεί, μόνο με τη συνοδεία της Αστυνομίας, να παραλάβει αναγκαία προσωπικά του αντικείμενα που τυχόν βρίσκονται στην οικία στην οδό [], περίπτωση στην οποία δεν θα θεωρείται ότι παραβιάζει οποιοδήποτε από τα προσωρινά διατάγματα, για όσο χρόνο διαρκεί αυτή η διαδικασία.

 

69.     Τα διατάγματα που εξέδωσε το παρόν Δικαστήριο δεν επηρεάζουν τη δικαιοδοσία οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου.

 

70.     Τα διατάγματα που εξέδωσε το Δικαστήριο δεν εμποδίζουν οποιαδήποτε επικοινωνία του δικηγόρου του Κατηγορούμενου με εκπροσώπους της παραπονούμενης, για τους σκοπούς άσκησης των καθηκόντων του.

 

71.     Η υπόθεση παραπέμπεται στον Οικογενειακό Σύμβουλο με βάση τον ν.119(Ι)/2000, για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων στη διαμονή του Κατηγορούμενου, ενόσω εκκρεμεί η υπό εκδίκαση ποινική υπόθεση.

 

72.     Η αναθεώρηση των διαταγμάτων αυτών πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να γίνει κατόπιν αίτησης, σε περίπτωση διαφοροποίησης οποιωνδήποτε από τα υφιστάμενα δεδομένα.

 

 

(Υπ.) ………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 



[1] Κ.5 των περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Διαδικαστικός Κανονισμός.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο