
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Συμεού, Ε.Δ
Αρ. Υπόθεσης: 3387/19
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου
και
HASSAN FARHAT
Ημερομηνία: 13/12/24
Για την κατηγορούσα αρχή: κα. E. Μανώλη
Για τον κατηγορούμενο: κα. Κ. Σοφοκλέους με κ. Ι. Ιωάννου
Κατηγορούμενος : παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στην παρούσα, ο Κατηγορούμενος, μετά από την τροποποίηση του κατηγορητηρίου δια της προσθήκης της πέμπτης κατηγορίας και την διακοπή των υπολοίπων κατηγοριών, αντιμετωπίζει πλέον την κατηγορία της κλεπταποδοχής, κατά παράβαση του άρθρου 306 (α) του Ποινικού Κώδικα ως έχει τροποποιηθεί.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος της πέμπτης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται επί το ότι μεταξύ των ημερομηνιών 09/05/19 με 24/05/19 στην Πάφο, αποδέχθηκε και ή κατακρατούσε περιούσιά που γνώριζε ότι αυτή κλάπηκε ή αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο κάτω από περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα, δηλαδή δύο πολυελαίους αξίας 600 ευρώ και ένα σύστημα ήχου μάρκας AIWA αξίας 200 ευρώ.
Προς απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας αρχής κατέθεσαν στο Δικαστήριο δύο μάρτυρες κατηγορίας, δηλαδή ο εξεταστής της υπόθεσης (ΜΚ1) και η παραπονούμενη (ΜΚ2). Περαιτέρω δηλώθηκε παραδεκτό γεγονός ότι τόσο το σύστημα ήχου όσο και οι δύο πολυέλαιοι οι οποίοι εμφαίνονται στο Τεκμήριο 1 που έχει κατατεθεί αφορούν τα τεκμήρια της παρούσας υπόθεσης καθώς και ότι, η διακίνηση των τεκμηρίων έγινε νόμιμα και νομότυπα. Παραδεκτό γεγονός επίσης δηλώθηκε και ότι η ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου Τεκμήριο 2Α είναι η πιστή μετάφραση του Τεκμηρίου 2Β καθώς και αυτούσιο το περιεχόμενο της κατάθεσης του Αστ. 2543 Τρ. Τρύφωνος, Τεκμήριο 3. Επίσης δηλώθηκε παραδεκτό ότι ο φωτογραφικός φάκελος για τον οποίο γίνεται αναφορά από τον Αστ. 2543 στην γραπτή του κατάθεση, αφορά στο Τεκμήριο 1 στο οποίο και φαίνονται τα τεκμήρια που αφορούν την παρούσα υπόθεση.
Μετά από την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου και την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του Κατηγορούμενου στην κατηγορία που αντιμετωπίζει και την επεξήγηση από το Δικαστήριο των δικαιωμάτων του, σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο Κατηγορούμενος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως χωρίς να καλέσει μάρτυρες προς υπεράσπιση του.
Ως ΜΚ1 κατέθεσε ο εξεταστής της υπόθεσης. Η κατάθεση του, η οποία και υιοθετήθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, αποτελεί το Τεκμήριο 4. Σύμφωνα με την γραπτή του κατάθεση, την 13/05/19 καταγγέλθηκε στον αστυνομικό σταθμό Πέγειας από την Κατερίνα Δημητρίου, από τώρα και στο εξής «την ΜΚ2», ότι μεταξύ των ημερομηνιών 09 – 13/05/19 άγνωστος ή άγνωστοι διέρρηξαν το διαμέρισμα της το οποίο βρίσκεται στην οδό χχχχχχχχχ χχχχχχχχ στην Κισσόνεργα της Επαρχίας Πάφου και έκλεψαν από αυτό διάφορα αντικείμενα. Επίσης καταγγέλθηκε από την ίδια, ότι διαρρήχθηκε και μια μικρή αποθήκη η οποία βρίσκεται ακριβώς πίσω από το διαμέρισμα της, από την οποία κλάπηκαν δύο πολυέλαιοι αξίας 600 ευρώ και ένα σύστημα ήχου μάρκας AIWA αξίας 200 ευρώ. Ο ΜΚ1 μετά την καταγγελία της ΜΚ2, μετέβηκε στην σκηνή και διενήργησε εξετάσεις μέσα από τις οποίες διαφάνηκε ότι ο δράστης ή οι δράστες πέτυχαν είσοδο και έξοδο στο διαμέρισμα αφού προηγουμένως παραβίασαν με φυσική βία το αλουμινένιο παράθυρο της κουζίνας το οποίο ήταν κλειστό αλλά όχι κλειδωμένο, καθώς και ότι πέτυχαν είσοδο και έξοδο στην αποθήκη, αφού προηγουμένως παραβίασαν με φυσική βία την αλουμινένια πόρτα εισόδου η οποία ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη. Σύμφωνα με την ΜΚ1, η συνολική αξία των κλαπέντων ανέρχεται στις 6000 ευρώ ενώ δεν υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη αλλά και ούτε εγκατεστημένο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης και συναγερμού.
Με βάση επίσης την γραπτή κατάθεση του ΜΚ1 την 23/05/19 λήφθηκε πληροφορία στην αστυνομία σύμφωνα με την οποία μέρος της κλαπείσας περιουσίας της ΜΚ2 βρίσκεται εντός του διαμερίσματος του Κατηγορούμενου και ως εκ τούτου εξασφαλίστηκε σχετικό δικαστικό ένταλμα έρευνας της κατοικίας του. Ακολούθως μεταξύ και των ωρών 23:45 – 00:30 την 23η – 24η Μαΐου του 2019, ο ΜΚ1 μαζί με άλλα μέλη της αστυνομίας διενήργησαν έρευνα στο διαμέρισμα του Κατηγορούμενου, όπου κατά την διάρκεια της έρευνας και περί ώρα 0005, εντοπίστηκε στο υπνοδωμάτιο μέρος της κλαπείσας περιουσίας της ΜΚ2 και πιο συγκεκριμένα οι δύο πολυέλαιοι καθώς και το σύστημα ήχου. Ο ΜΚ1 αμέσως επέστησε την προσοχή στον νόμο στον Κατηγορούμενο, ενώ ο τελευταίος δεν έδωσε καμία απολύτως απάντηση. Ο Κατηγορούμενος συνελήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας, και αφού του επεστήθηκε εκ νέου η προσοχή του στον νόμο και πάλι δεν απάντησε οτιδήποτε. Την 24/05/19 ο Κατηγορούμενος συνελήφθηκε εκ νέου κατόπιν εκδόσεως δικαστικού εντάλματος σύλληψης για τα υπό διερεύνηση αδικήματα και αφού του επεστήθηκε η προσοχή του στον νόμο απάντησε «δεν έχω τίποτε να πω». Την ίδια ημέρα και μεταξύ των ωρών 02:50 – 03:10 στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση με την βοήθεια διερμηνέα στην οποία αρνήθηκε να απαντήσει οτιδήποτε αναφέροντας πως ότι έχει να πει θα το πει στο Δικαστήριο. Την 25/05/19 και ώρα 10:20 π.μ. η ΜΚ2 κλήθηκε στον αστυνομικό σταθμό όπου είδε και αναγνώρισε τους δύο πολυέλαιους με κρύσταλλα καθώς και το σύστημα ήχου ως μέρος της περιουσίας που κλάπηκε από την αποθήκη της.
Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ1, ερωτήθηκε καταρχήν να αναφέρει σε ποιες ενέργειες προέβηκε σχετικά με την διερεύνηση των αδικημάτων της διάρρηξης και της κλοπής τόσο της κατοικίας όσο και της αποθήκης της ΜΚ2. Ο ΜΚ1 απαντώντας ανέφερε ότι είχε μεταβεί αρχικά στο συγκεκριμένο σημείο όπου διαπράχθηκαν τα αδικήματα και διαπίστωσε ότι πράγματι είχε διαρρηχθεί τόσο η αποθήκη όσο και το διαμέρισμα της ΜΚ2 καθώς και ότι η σκηνή δεν προσφερόταν για την λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων. Επίσης διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε και οποιοδήποτε εγκατεστημένο κλειστό σύστημα παρακολούθησης. Αναφορικά με την διαδικασία αναγνώρισης των επίδικων αντικειμένων από την ΜΚ2 στον αστυνομικό σταθμό της Πέγειας, ο ΜΚ1 αντεξεταζόμενος υπέδειξε ότι η ΜΚ2 του είχε περιγράψει τηλεφωνικώς τα επίδικα αντικείμενα πριν ακόμη μεταβεί στην αστυνομία με σκοπό να τα αναγνωρίσει, αποδεχόμενος βεβαίως ότι δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε καταγραφή της συγκεκριμένης ενέργειας, είτε σε ημερολόγιο ενεργείας είτε ακόμη και στην γραπτή του κατάθεση. Από την πλευρά της Υπεράσπισης η πιο πάνω θέση του ΜΚ1 έτυχε αμφισβήτησης, αφού του υποβλήθηκε με σθεναρότητα η θέση ότι τα όσα έχει αναφέρει σε σχέση με την περιγραφή των επίδικων αντικειμένων εκ μέρους της ΜΚ2 τηλεφωνικώς αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις του. Ο ΜΚ1 διαφώνησε και επέμεινε στην αρχική του θέση επεξηγώντας μάλιστα ότι η ΜΚ2 κατά την περιγραφή των πολυελαίων που της είχαν κλαπεί, του είχε αναφέρει μάλιστα συγκεκριμένα, ότι οι πολυέλαιοι είναι χρώματος χρυσού με κρύσταλλα. Σε ότι αφορά το σύστημα ήχου, ο ΜΚ1 επίσης αντεξετάζομενος ανέφερε ότι η ΜΚ2 του είχε αναφέρει την μάρκα του ενώ περαιτέρω εξήγησε ότι δεν του είχε δοθεί οποιοδήποτε αριθμός της κατασκευής του.
Η Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του ΜΚ1 ζήτησε και κατέθεσε επίσης ως Τεκμήριο 5 την αστυνομική διάταξη 3/8 θέλοντας έτσι να υποδείξει στον μάρτυρα, ότι κατά την αναγνώριση των επίδικων αντικειμένων που βρέθηκαν στο διαμέρισμα του Κατηγορούμενου από την ΜΚ2, δεν ακολουθήθηκε και δεν τηρήθηκε από την πλευρά της αστυνομίας η προβλεπόμενη διαδικασία αναγνώρισης με βάση τους συγκεκριμένους κανονισμούς, και ειδικότερα ότι η ΜΚ2 δεν είχε κληθεί να περιγράψει την περιουσία της πριν ακόμη την αναγνωρίσει καθώς και ότι η περιουσία της δεν είχε τοποθετηθεί μαζί με άλλα παρόμοιου είδους αντικείμενα ούτως ώστε αυτά να αναγνωριστούν με τον ορθό και προβλεπόμενο τρόπο. Ο ΜΚ1 απαντώντας ανέφερε ότι η ΜΚ2 του είχε περιγράψει την περιουσία της πριν ακόμη κληθεί για αναγνώριση και ότι επίσης ο εντοπισμός άλλης παρόμοιου είδους περιουσίας δεν ήταν εφικτό να επιτευχθεί υπό τις περιστάσεις καθότι θα ήταν αδύνατο να εξευρεθούν άλλοι παρόμοιου τύπου πολυέλαιοι. Ο ΜΚ1 πρόσθεσε επίσης ότι η ΜΚ2 του είχε αναφέρει μάλιστα ότι στο σπίτι της είχε εγκατεστημένους τους ίδιους ακριβώς πολυέλαιους με αυτούς που είχαν κλαπεί, τους οποίους είχε αγοράσει μερικά χρόνια προηγουμένως.
Επόμενη μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή, κλήθηκε και κατέθεσε στο Δικαστήριο η ΜΚ2 η οποία κατά την κυρίως εξέταση της είδε και αναγνώρισε τόσο την περιουσία που είχε κλαπεί από την αποθήκη της δια μέσω των φωτογραφιών του Τεκμήριου 1, όσο και τις δύο καταθέσεις τις οποίες έδωσε στην αστυνομία. Οι καταθέσεις της αποτελούν τα Τεκμήρια 6 και 7. Η ΜΚ2 κατά την κυρίως εξέταση της, ανέφερε ότι τους δύο πολυελαίους που κλάπηκαν από την αποθήκη της, τους είχε αγοράσει και τους είχε εγκαταστήσει, στο κοσμηματοπωλείο που διατηρούσε στην περιοχή του Κόλπου των Κοραλλιών στην Πάφο, ενώ παράλληλα εξήγησε ότι τους ίδιους ακριβώς πολυελαίους τους έχει αγοράσει και τους είχε εγκαταστήσει και στο σπίτι της και πιο συγκεκριμένα στο σαλόνι αλλά και στο καθιστικό της. Σε ότι αφορά το σύστημα ήχου, η ΜΚ2 επίσης ανέφερε ότι και αυτό το είχε αγοράσει για να το εγκαταστήσει στο κοσμηματοπωλείο της, αλλά τελικά επειδή δεν το είχε χρησιμοποιήσει βρισκόταν εντός της αποθήκης της στο κιβώτιο του φυλαγμένο και εντελώς αχρησιμοποίητο. Επίσης ανέφερε την διαπίστωση της, ότι οι δράστες κατά την διάρρηξη της αποθήκης είχαν αφαιρέσει το σύστημα ήχου από το κιβώτιο εντός του οποίου βρισκόταν τοποθετημένο, με αποτέλεσμα η ίδια να το εντοπίσει σε παρακείμενο χώρο πεταγμένο και ως εκ τούτου όταν κλήθηκε στην αστυνομία για να προβεί στην αναγνώριση του, ήταν απολύτως βέβαιη ότι ήταν το δικό της, αφού αυτό εξακολουθούσε να βρίσκεται εντός της νάιλον συσκευασίας του χωρίς το κουτί του.
Αναφορικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αναγνώρισε την περιουσία της, η ΜΚ2 υπέδειξε ότι μετά από την καταγγελία στην οποία προέβηκε και εντός διαστήματος λίγο μόνων ημερών, δέχτηκε εντελώς απρόσμενα τηλεφωνική κλήση από την αστυνομία κατά την διάρκεια της νύχτας και ενώ η ίδια ξάπλωνε στο υπνοδωμάτιο της. Όταν μάλιστα η ίδια απάντησε στο τηλεφώνημα, ανέφερε, ότι ένας αστυνομικός της εξήγησε ότι είχε εντοπιστεί μέρος της κλαπείσας περιουσίας της και της ζήτησε να προβεί στην περιγραφή της. Επειδή όμως η ίδια κατά την στιγμή εκείνη βρισκόταν στο κρεβάτι της, σηκώθηκε όπως εξήγησε και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι του σπιτιού της και αφού πρώτα άναψε τα φώτα και είδε τους πολυελαίους τους οποίους είχε ήδη εγκατεστημένους στο σαλόνι της και ήταν οι ίδιοι με αυτούς που κλάπηκαν, τους περιέγραψε στον αστυνομικό που ήταν στο τηλέφωνο. Η ΜΚ2 επίσης ανέφερε ότι όταν τελικά μετέβηκε στον αστυνομικό σταθμό για σκοπούς αναγνώρισης της περιουσίας της, διαπίστωσε με βεβαιότητα ότι τόσο οι πολυέλαιοι που είχαν εντοπιστεί στο σπίτι του Κατηγορούμενου όσο και το σύστημα ήχου ήταν τα δικά της. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε ότι σχετικά με τους πολυελαίους τους αναγνώρισε και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στον ένα εξ αυτών υπήρχε τοποθετημένη μια μικρή αυτοκόλλητη καρτελίτσα χρώματος μπεζ, την οποία υπέδειξε και κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο δια μέσω των φωτογραφιών του Τεκμηρίου 1. Η ΜΚ2 επίσης ανέφερε ότι τους συγκεκριμένους πολυέλαιους τους αναγνώρισε επιπλέον επειδή γνώριζε ότι τα σύρματα τους ήταν κομμένα καθώς κα λόγω του ότι ο ένας εξ αυτών ήταν μικρότερος από τον άλλο.
Υπό το φως των πιο πάνω περιστάσεων η ΜΚ1 ανέφερε επίσης ότι ήταν απολύτως βέβαιη ότι επρόκειτο για την κλαπείσα περιουσία της και έτσι αφού αυτά φωτογραφήθηκαν παραδόθηκαν πίσω στην ίδια.
Αντεξεταζόμενη επανέλαβε τα όσα υπέδειξε κατά την κυρίως εξέταση της αναφορικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπίστωσε την κλοπή, την καταγγελία της μετέπειτα στην αστυνομία, καθώς και τα γεγονότα τα οποία διαδραματίστηκαν από την στιγμή που έλαβε τηλεφωνική κλήση από την αστυνομία αναφορικά με τον εντοπισμό της περιουσίας της μέχρι και την αναγνώριση της. Αναφορικά με την καρτέλα την οποία η ΜΚ2 υπέδειξε ότι αυτή βρισκόταν στο ένα από τα δύο φωτιστικά που αναγνώρισε, η Υπεράσπιση υπέβαλε στην ΜΚ2 την θέση ότι το γεγονός αυτό παρέλειψε να αναφερθεί από την ίδια στην γραπτή της κατάθεση ενώ από την δική της πλευρά η ΜΚ2 εξήγησε με λεπτομέρεια τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες είχε τοποθετηθεί η συγκεκριμένη καρτελίτσα, γιατί τα σύρματα των φωτιστικών ήταν κομμένα, τους λόγους για τους οποίους ο ένας εκ των δύο πολυέλαιων ήταν μικρότερος από τον άλλο καθώς και τους λόγους που το σύστημα ήχου το οποίο εντοπίστηκε εξακολουθούσε να είναι καινούργιο.
Από την αντίπερα όχθη, ο Κατηγορούμενος, αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ο ίδιος γνώριζε ότι η περιουσία η οποία εντοπίστηκε στην κατοχή του ήταν προϊόν κλοπής. Κατά την κυρίως εξέταση του, ισχυρίστηκε ότι τόσο τα συγκεκριμένα φωτιστικά όσο και το σύστημα ήχου τα οποία εντοπίστηκαν στην κατοικία του, μετά από την έρευνα της αστυνομίας, ο ίδιος τα είχε αγοράσει από το παζαράκι στην Τίμη της Επαρχίας Πάφου το οποίο και συνηθίζει να επισκέπτεται μαζί με άλλους ομοεθνείς του τις Κυριακές. Σε ότι αφορά την αγορά των συγκεκριμένων επίδικων αντικειμένων, ανέφερε ότι το συγκεκριμένο παζαράκι το είχε επισκεφθεί μαζί με άλλους δύο φίλους του λίγες μόνο ημέρες πριν από την σύλληψη του, και αφού είδε τα τόσο τα φωτιστικά όσο και το σύστημα ήχου, επειδή του άρεσαν αποφάσισε να τα αγοράσει από κάποιον άνδρα Κυπριακής καταγωγής. Πιο συγκεκριμένα αποτέλεσε βασική θέση του Κατηγορούμενου κατά την μαρτυρία του, ότι ο ίδιος ενόψει του ότι είχε μετακομίσει σε καινούργιο σπίτι επέλεξε να αγοράσει τα συγκεκριμένα αντικείμενα γιατί του άρεσαν. Επίσης, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι στο συγκεκριμένο παζαράκι στην περίπτωση που κάποιος αποφασίσει να αγοράσει οποιοδήποτε προϊόν, οι πωλητές ουδέποτε εκδίδουν οποιαδήποτε απόδειξη για την αγορά των προϊόντων, εξ ου και ο ίδιος δεν κατείχε οποιαδήποτε απόδειξη αγοράς. Επίσης ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι μετά από την σύλληψη του, συνεργάστηκε με την αστυνομία με σκοπό να υποδείξει στους αστυνομικούς ποιος ήταν το πρόσωπο που του είχε πωλήσει τα συγκεκριμένα επίδικα αντικείμενα καθώς και ότι όταν το είχε πράξει, οι αστυνομικοί στην παρουσία του ενώ είχαν συνομιλήσει μαζί με τον συγκεκριμένο άνδρα και είχαν καταγράψει και το κινητό του τηλέφωνο, εξήγησαν στον Κατηγορούμενο ότι θα καλούσαν το εν λόγω πρόσωπο αργότερα στην αστυνομία για να καταθέσει, κάτι που τελικά όμως δεν έγινε.
Αντεξεταζόμενος ο Κατηγορούμενος από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής αμφισβητήθηκε έντονα για την αλήθεια των όσων ισχυρίστηκε. Ο Κατηγορούμενος από την άλλη απαντώντας στις ερωτήσεις που του τέθηκαν, επέμεινε κατηγορηματικά στην θέση του, ότι , ο ίδιος εάν γνώριζε ότι τα φωτιστικά καθώς και το σύστημα ήχου αποτελούσαν προϊόντα κλοπής, σε καμία απολύτως περίπτωση δεν θα τα αγόραζε, ενώ σε ότι αφορά τα φωτιστικά υπέδειξε ότι ενώ αρχικά ο πωλητής του είχε ζητήσει το χρηματικό ποσό των 400 ευρώ, τελικά αποδέχτηκε και του τα πώλησε για το ποσό των 300 ευρώ με αποτέλεσμα ο ίδιος να θεωρήσει την τιμή αυτή ως μια πολύ καλή ευκαιρία. Αναφορικά με το σύστημα ήχου, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι το είχε αγοράσει στην τιμή των 50 ευρώ. Ο Κατηγορούμενος κατά την αντεξέταση του ερωτήθηκε επίμονα για το κατά πόσο ο ίδιος ανέφερε όλα τα πιο πάνω γεγονότα τα οποία ισχυρίστηκε και στην ανακριτική κατάθεση που του είχε ληφθεί από την αστυνομία. Απαντώντας στην πιο πάνω ερώτηση που του τέθηκε, υπέδειξε ότι τα όσα ανέφερε ενόρκως είναι η πραγματική αλήθεια και ότι επίσης τα γεγονότα αυτά τα είχε αναφέρει και στην ανακριτική του κατάθεση. Ερωτώμενος για το πως τελικά συνεννοήθηκε με τον πωλητή, δηλαδή σε ποια γλώσσα αφού ο ίδιος δεν ομιλεί την Ελληνική, αναφορικά με την αγορά των επίδικων αντικειμένων, ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η συνεννόηση επιτεύχθηκε δια μέσω άλλων φιλικών του προσώπων που είχαν μεταβεί στο παραζαράκι μαζί του, οι οποίοι γνώριζαν Ελληνικά.
Ακολούθως ο Κατηγορούμενος ερωτήθηκε για το πότε επακριβώς αγόρασε τα συγκεκριμένα φωτιστικά καθώς και το σύστημα ήχου από το παραζαράκι, ενώ απάντησε ότι τα είχε αγοράσει περί τις 5 -10 ημέρες πριν συλληφθεί ενώ στην συνέχεια υπέδειξε ότι αυτό είχε γίνει 15 ημέρες πριν από την σύλληψη του.
Αξιολόγηση της μαρτυρίας
Ο ΜΚ1 είναι ο εξεταστής της υπόθεσης και άφησε πολύ καλή εντύπωση. Κατά την μαρτυρία του, περιέγραψε με σαφήνεια τις ενέργειες του στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης. Επίσης απαντούσε με αμεσότητα και ευθύτητα στις ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την αντεξέταση του, ενώ η μαρτυρία του δεν έχει κλονιστεί αφού εξάλλου επί της ουσίας της δεν έχει αμφισβητηθεί. Ο ΜΚ1 ήταν μάρτυρας της αλήθειας ενώ η ειλικρίνεια του διαφαίνεται και μέσα από το γεγονός ότι η θέση του ότι κατά τον εντοπισμό της κλαπείσας περιουσίας εντός της κατοικίας του Κατηγορούμενου και παρά το προχωρημένο της ώρας, επικοινώνησε αμέσως τηλεφωνικώς μαζί με την ΜΚ2 και της ζήτησε να του περιγράψει τα φωτιστικά τα οποία είχαν κλαπεί από την αποθήκη της ούτως ώστε να διαπιστώσει κατά πόσο επρόκειτο για τα ίδια με τα κλαπέντα επιβεβαιώνεται και από την ΜΚ2, η οποία και ανέφερε χωρίς επίσης να αμφισβητηθεί, ότι πράγματι ο ΜΚ1 της είχε τηλεφωνήσει και της είχε ζητήσει να του περιγράψει τα κλαπέντα φωτιστικά κάτι που εν τέλη και έπραξε. Σε ότι αφορά την διαδικασία αναγνώριση της περιουσίας της ΜΚ2 από τον ΜΚ1, επίσης οφείλω να αναφέρω ότι ο ΜΚ1 αντεξεταζόμενος από την Υπεράσπιση ήταν ειλικρινής και σε καμία περίπτωση δεν επιχείρησε να υποδείξει ότι εκ μέρους της αστυνομίας είχε ακολουθηθεί και εφαρμοστεί πιστά η αστυνομική διάταξη 3/8, εμμένοντας βεβαίως κατηγορηματικά στην θέση του ότι η ΜΚ2 ήταν απολύτως βέβαιη ότι επρόκειτο για την περιουσία της αφού προηγουμένως του την είχε περιγράψει τηλεφωνικώς.
Ουσιαστικά αυτό που διαφάνηκε από την αντεξέταση του ΜΚ1, ήταν ότι η Υπεράσπιση προώθησε την θέση ότι η αστυνομία στην παρούσα περίπτωση, δεν ακολούθησε κατά γράμμα την αστυνομική διάταξή 3/8 του περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/04 με αποτέλεσμα η διαδικασία αναγνώρισης να πάσχει, ενώ από την άλλη θα έπρεπε να είχε ακολουθηθεί, παραπέμποντας σε σχετική επί του θέματος αυτού Νομολογία. Υπό το φως των πιο πάνω, θεωρώ ότι αυτό που θα απασχολήσει το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της ΜΚ2, είναι το κατά πόσο η μη αυστηρή τήρηση των κανόνων αναγνώρισης της κλαπείσας περιουσίας της εκ μέρους της αστυνομίας α έχει επηρεάσει την ορθή διερεύνηση της υπόθεσης παραβιάζοντας κατά τον τρόπο αυτό και τα δικαιώματα του Κατηγορούμενου ή εν πάση περιπτώση, η παράλειψη αυτή είναι τυπικής ή επουσιώδους μορφής (R. Selwyn (2012) ALL ER (D) 150).
Αξιολογώντας την ΜΚ2 επίσης θα πρέπει να πω ότι άφησε θετική εντύπωση κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία της δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, ενώ η ίδια περιέγραψε με σαφήνεια και πειστικότητα τους λόγους για τους οποίους αναγνώρισε ότι τα αντικείμενα που είχαν ανευρεθεί εντός της κατοικίας του Κατηγορούμενου ήταν τα δικά της. Ειδικότερα η ΜΚ2 ήταν σαφής και κατηγορηματική στην θέση της αναφορικά με το τηλεφώνημα που είχε δεχτεί από τον ΜΚ1, θέση η οποία και επιβεβαιώνεται από τον τελευταίο, και πιο συγκεκριμένα ότι ενώ σηκώθηκε από το κρεβάτι στο οποίο ξάπλωνε μετέβηκε στο σαλόνι του σπιτιού της με σκοπό να του περιγράψει τους πολυέλαιους ούτως ώστε να είναι βέβαιη ότι αυτοί που εντοπίστηκαν ήταν οι δικοί της, υποδεικνύοντας παράλληλα ενόρκως, ότι τα φωτιστικά αυτά τα γνώριζε καθότι είχε αγοράσει ακριβώς τα ίδια με αυτά που κλάπηκαν και τα είχε εγκατεστημένα στο σαλόνι της κατοικίας στην οποία και διέμενε. Η ΜΚ2 ήταν επίσης κατηγορηματική στην θέση της, ότι αναγνώρισε με απόλυτη βεβαιότητα τα κλαπέντα αντικείμενα ως την περιουσία της, ενώ υπέδειξε με σταθερότητα και με απόλυτη σιγουριά, ότι τα πέραν του ότι η ίδια τα γνώριζε αφού τα είχε αγοράσει για το κοσμηματοπωλείο της, το ένα εκ των δύο φωτιστικών ήταν μικρότερο από το άλλο, γεγονός το οποίο αντιλήφθηκε και κατά την στιγμή που της τα είχε υποδείξει η αστυνομία. Επίσης ανέφερε ότι, βλέποντας στο αστυνομικό σταθμό μπροστά της τα επίδικα φωτιστικά, διαπίστωσε συν τοις άλλοις ότι τα καλώδια τους κομμένα όπως και ήταν δηλαδή και των δικών της πριν αυτά κλαπούν, καθώς και ότι στο ένα εξ αυτών υπήρχε τοποθετημένη αυτοκόλλητη καρτελίτσα χρώματος μπεζ αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι, «το καρτελλάκι αυτό το είχε τοποθετήσει το μωρό». Η ίδια όλα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά που ανέφερε κατά την αντεξέταση της τα υπέδειξε και στο Δικαστήριο δια μέσω των φωτογραφιών του Τεκμηρίου 1 το οποίο επιβεβαιώνει και τις θέσεις της.
Σε ότι αφορά το σύστημα ήχου μάρκας AIWA επίσης θα πρέπει να υποδειχθεί, ότι, η ΜΚ2 ανέφερε κατά την αντεξέταση της με σαφήνεια και πλήρη πειστικότητα τους λόγους για τους οποίους ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για το δικό της, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι παρόλο που δεν γνώριζε αν αυτό είχε συγκεκριμένο συριακό αριθμό, εντούτοις το αναγνώρισε διότι ήταν καινούργιο και ότι μάλιστα την χάρτινη συσκευασία στην οποία ήταν τοποθετημένο εντός της αποθήκης της, μετά την διαπίστωση της διάρρηξης και της κλοπής του, την είχε εντοπίσει η ίδια ενώ από μέσα έλειπε το συγκεκριμένο σύστημα ήχου μάρκας AIWA. Έτσι, όπως η ΜΚ2 ανέφερε κατά την μαρτυρία της, όταν μετέβηκε στον αστυνομικό σταθμό το είδε όπως το είχε φυλάξει, δηλαδή χωρίς να έχει χρησιμοποιηθεί και εντός της νάιλον συσκευασίας που ήδη βρισκόταν πριν αφαιρεθεί κατά την κλοπή του από το κιβώτιο το οποίο εντόπισε.
Υπό το φως των πιο πάνω, η μαρτυρία της ΜΚ2 γίνεται αποδεκτή και η μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστη από το Δικαστήριο συμπεριλαμβανομένου και της θέσης της ότι είχε διαρρηχθεί μεταξύ των ημερομηνιών 09/05/19 και 13/05/19 τόσο η οικία της που βρίσκεται στην οδό [ ] 23 στην Κισσόνεργα όσο και η αποθήκη της από την οποία μάλιστα κλάπηκαν οι δυο πολυέλαιοι αξίας 600 ευρώ καθώς και το σύστημα ήχου μάρκας aiwa αξίας 200 ευρώ τα οποία βρέθηκαν από την αστυνομία εντός της οικίας και στην κατοχή του Κατηγορούμενου και τα οποία έχει αναγνωρίσει.
Αναφορικά με την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι η διαδικασία αναγνώρισης πάσχει αφού δεν τηρήθηκε η αστυνομική διάταξη 3/8, καταρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι η υπερασπιστική γραμμή του Κατηγορούμενου τόσο κατά την αντεξέταση της ΜΚ2 όσο και κατά την μαρτυρία του ιδίου, δεν αμφισβητεί την ανεύρεση των επίδικων αντικειμένων εντός της κατοικίας του Κατηγορούμενου και συνεπώς ότι τα επίδικα αυτά αντικείμενα βρισκόντουσαν στην κατοχή του. Σημειώνεται επίσης ότι ως διαφάνηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, η υπερασπιστική γραμμή του Κατηγορουμένου, πέραν της θέσης που προβλήθηκε ότι η διαδικασία της αναγνώρισης δεν έχει τηρηθεί, εντούτοις κατά την αντεξέταση της ΜΚ2 οι θέσεις που προβλήθηκαν από την ίδια σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αναγνώρισε την περιουσία της, επίσης επί της ουσίας τους δεν έχουν αμφισβητηθεί.
Σε ότι αφορά αυτούσια την αστυνομική διάταξη 3/8 – Τεκμήριο 5 – αυτό που κυρίως έθεσε η Υπεράσπιση στον ΜΚ1 είναι ότι ουσιαστικά η ΜΚ2 δεν του είχε περιγράψει ως έπρεπε την περιουσία η οποία είχε κλαπεί πριν μεταβεί στην αστυνομία για να την αναγνωρίσει. Ο ΜΚ2 δια της μαρτυρίας του υπέδειξε ότι αυτό το έπραξε τηλεφωνικώς. Επί του σημείου τούτου ως ανωτέρω υπέδειξα, η θέση του ΜΚ1 συγκλίνει και ταυτίζεται και με την θέση της ΜΚ2 η οποία και τον επιβεβαιώνει. Σε ότι αφορά το γεγονός ότι η περιουσία αυτή δεν τοποθετήθηκε μεταξύ άλλων παρόμοιων αντικειμένων και άρα ήταν επισφαλής η αναγνώριση της, η ΜΚ2 εξήγησε τους λόγους που με βεβαιότητα τα αναγνώρισε.
Από την αντίπερα όχθη η πλευρά της Υπεράσπισης πέραν των πιο πάνω υποβολών που τέθηκαν στου μάρτυρες κατηγορίας δεν έχει θέσει οτιδήποτε απτό στο Δικαστήριο ότι η μη τήρηση της αστυνομικής διάταξης 3/18 έχει επηρεάσει δυσμενώς τα δικαιώματα του Κατηγορουμένου καθότι η εν λόγω αναγνώριση δεν έγινε στην βάση της διάταξης αυτής.
Στην υπόθεση ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Π.Ε. 236/18 την οποία και επικαλέστηκε η Υπεράσπιση προς επίρρωση της θέσης της ότι η διαδικασία για αναγνώριση των κλαπέντων αντικειμένων δεν έγινε σύμφωνα με την αστυνομική διάταξη 3/8 και άρα είναι επισφαλής η αποδοχή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, θα πρέπει καταρχήν να υποδείξω ότι στην πιο πάνω περίπτωση επρόκειτο για ελαστικά αυτοκινήτων τα οποία δεν είχαν αναγνωριστεί καν από οποιοιδήποτε ο οποίος να έχει παρουσιαστεί ως ιδιοκτήτης τους όπως έχει συμβεί εν προκειμένω αφού η ΜΚ2 τα είδε και τα αναγνώρισε με βεβαιότητα. Περεταίρω στην πιο πάνω Ποινική Έφεση, η Υπεράσπιση αμφισβήτησε την αναγνώριση των ελαστικών που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα ως τα ελαστικά που είχαν κλαπεί από τους παραπονούμενους. Για το καίριο αυτό ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο αρκέστηκε κατ΄ουσία στην παράθεση της μαρτυρίας περί αναγνώρισης και των συλλογισμών των ιδίων των παραπονουμένων, χωρίς να την εξετάσει με τη δέουσα προσοχή και χωρίς να εκφράσει με την απαιτούμενη σαφήνεια τη δικαστική του πεποίθηση για το ασφαλές ή μη της αναγνώρισης και χωρίς να διατυπώσει εύρημα ότι η κλαπείσα περιουσία ήταν αυτή των παραπονουμένων. Τα δε γνωρίσματα των ελαστικών που επικαλέστηκαν οι παραπονούμενοι δεν ήταν στην πραγματικότητα διακριτικά. Αναφέρθηκαν απλά στη μάρκα, το μέγεθος και την χρονολογία κατασκευής. Μάλιστα ένας εκ των παραπονουμένων κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο ανέφερε συγκεκριμένα ότι δεν ήταν βέβαιος ότι τα ελαστικά ήταν δικά του αλλά ήταν ίδια με αυτά που έχασε ενώ άλλος μάρτυρας ανέφερε ότι αναγνώρισε τα ελαστικά ενόψει του ότι ήταν τα ίδια με αυτά που εισάγει ο ίδιος χωρίς να γνωρίζει κατά πόσο εισάγονται και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
Στην παρούσα υπόθεση με όλο τον σεβασμό προς την Υπεράσπιση, δεν ισχύει οτιδήποτε τέτοιο. Σύμφωνα με την αποδεχθείσα μαρτυρία, η ΜΚ2 αναγνώρισε την κλαπείσα περιουσία της με βεβαιότητα υπό τις περιστάσεις οι οποίες έχουν ήδη ανωτέρω αναδειχθεί, αναφέροντας μάλιστα συγκεκριμένα διακριτικά τα οποία παρέθεσε με λεπτομέρεια στο Δικαστήριο χωρίς να έχει αμφισβητηθεί. Συνεπώς η συγκεκριμένη περίπτωση ουδεμία σχέση έχει με την υπόθεση Κλεάνθους (ανωτέρω) αφού ουδέποτε η ΜΚ2 ανέφερε ότι δεν είναι βέβαιη κατά πόσο τα επίδικα αντικείμενα που βρίσκονταν στην κατοχή του Κατηγορούμενου είναι τα δικά της. Η ΜΚ2 εξάλλου πριν μεταβεί στον αστυνομικό σταθμό για αναγνώριση είχε την ευκαιρία να περιγράψει τηλεφωνικώς την κλαπείσα περιουσία της και στην συνέχεια να δει τα αντικείμενα αυτά, αυτούσια μπροστά της επιβεβαιώνοντας έτσι και την ταυτότητα τους εφόσον έφεραν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που η ΜΚ2 παρέθεσε με λεπτομέρεια στο Δικαστήριο κατά την μαρτυρία της υποδεικνύοντας αυτά μάλιστα και επί του Τεκμηρίου 1.
Τέλος κρίνω σκόπιμο να υποδείξω ότι η στην υπόθεση Σοφοκλέους v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259 αποφασίστηκε ότι η μη τήρηση όλων των προϋποθέσεων της αστυνομικής διάταξης 3/8 δεν καθιστά άκυρη την μαρτυρία που προκύπτει από την διαδικασία αναγνώρισης.
Από την αντίπερα όχθη ο Κατηγορούμενος δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο κατά την μαρτυρία του. Καταρχήν θα πρέπει να αναφερθεί ότι η θέση του Κατηγορούμενου ότι ενώ ο ίδιος τελούσε υπό σύλληψη οδήγησε την αστυνομία στο συγκεκριμένο σημείο που είχε αγοράσει τα επίδικα αντικείμενα και ότι μάλιστα υπέδειξε το συγκεκριμένο πρόσωπο που του είχε πωλήσει, σε καμία απολύτως περίπτωση δεν υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση στον ΜΚ1 ο οποίος είναι ο εξεταστής της υπόθεσης κατά την αντεξέταση του, ούτως ώστε να μπορεί να τοποθετηθεί και να δώσει την δική του θέση και εξήγηση αναφορικά με ένα τέτοιο γεγονός. Ούτε και η θέση του Κατηγορούμενου ότι που παρόλο η αστυνομία είχε καταγράψει το τηλέφωνο του συγκεκριμένου προσώπου και του είχαν μάλιστα αναφέρει ότι θα τον καλούσαν για να μεταβεί στην αστυνομία αργότερα έχει επίσης υποβληθεί στον ΜΚ1. Η αρχή ότι κατά την αντεξέταση πρέπει να τίθεται στους μάρτυρες η υπόθεση που θα προωθηθεί από τον αντίδικο και ότι παράλειψη τέτοιας υποβολής εξουδετερώνει τις θέσεις που θα προβληθούν για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία του αντιδίκου, έχει υιοθετηθεί κατ' επανάληψη στη νομολογία. Η προαναφερόμενη αρχή επαναλήφθηκε στην απόφαση (Πέτρου ν. Δημοκρατίας Ποιν. Έφεση 41/2015 ημερ. 25.10.16.) Συνεπακόλουθα η ανωτέρω παράλειψη της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του ΜΚ1, έχει εξουδετερώσει και τους βασικούς αυτούς ισχυρισμούς του Κατηγορούμενου.
Ο Κατηγορούμενος επίσης δεν ήταν ειλικρινής, αφού αντεξεταζόμενος ως προς τον ισχυρισμό του για το πότε επακριβώς απέκτησε την κατοχή των συγκεκριμένων επίδικων αντικειμένων δεν ήταν καθόλου σταθερός και σαφής στην θέση του αναφέροντας αρχικά, ότι, τα είχε αγοράσει πριν από χρονικό διάστημα πέντε με δέκα ημερών από την σύλληψη του, ενώ στην συνέχεια προέβηκε σε διαφοροποίηση του αρχικού αυτού ισχυρισμού του υποδεικνύοντας μάλιστα ότι τα είχε αποκτήσει 15 ημέρες πριν από την σύλληψη του. Σημειώνεται ότι η διάρρηξη και κλοπή της περιουσίας της ΜΚ2 έλαβε χώρα μεταξύ των ημερομηνιών 09/05/19 – 13/05/19 ενώ η σύλληψη του Κατηγορουμένου 11 ημέρες μετά την 13/05/19, δηλαδή την 24/05/19 κάτι το οποίο και καταδεικνύει και την έλλειψη ειλικρίνειας από πλευράς του. Προκύπτει λοιπόν πως ο Κατηγορούμενος μέσα από τις θέσεις που προέβαλε για πρώτη φορά κατά την μαρτυρία του, καθώς και την έλλειψης σταθερότητας στον βασικό του ισχυρισμό ως ανωτέρω υπέδειξα, δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας αλλά επιχείρησε να κατασκευάσει μια δική του νέα εκδοχή για να παρουσιάσει, ούτως ώστε να αποποιηθεί την ευθύνη αναφορικά με την διάπραξη του αδικήματος της κλεπταποδοχής. Συνεπώς ούτε και η θέση του για το ποσό το οποίο κατέβαλε για την αγορά των πολυέλαιων καθώς και του συστήματος ήχου ως προς την ισχυριζόμενη αγορά τους μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται. Η έλλειψη ειλικρίνειας από μέρους του Κατηγορούμενου επίσης προκύπτει και μέσα από τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από τον ίδιο κατά την αντεξέταση του, ότι δηλαδή τα όσα έχει αναφέρει ενόρκως τα είχε αναφέρει και στην αστυνομία και κατά την λήψη της ανακριτικής του κατάθεσης. Ως εκ τούτου, εξετάζοντας το περιεχόμενο της ανακριτικής κατάθεσης που λήφθηκε από τον Κατηγορούμενο, διαπιστώνω ότι δεν υφίσταται οτιδήποτε τέτοιο, αφού ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε να αναφέρει οτιδήποτε σχετικό, ως άλλωστε ήταν και δικαίωμα του.
Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή αποδεκτή από το Δικαστήριο και απορρίπτεται.
Ευρήματα
Με βάση τη μαρτυρία την οποία έχω κάνει δεκτή και τα παραδεκτά γεγονότα καταλήγω στα ακόλουθα:
Μεταξύ των ημερομηνιών 09/05/19 – 13/05/19 διαρρήχθηκε τόσο η οικία όσο και η αποθήκη της ΜΚ2 που βρίσκονται στην οδό χχχχχχχχχχ χχχχχχχχχ χχ στην Κισσόνεργα της Επαρχίας Πάφου. Ειδικότερα μέσα από την αποθήκη της ΜΚ2 κλάπηκαν δύο πολυέλαιοι χρώματος χρυσού με κρύσταλλα αξίας 600 ευρώ καθώς και ένα σύστημα ήχου μάρκας AIWA αξίας 200 ευρώ. Η ΜΚ2 μετά την διαπίστωση της διάρρηξης τόσο της κατοικίας όσο και της αποθήκης της, προέβηκε σε σχετική καταγγελία με αποτέλεσμα η αστυνομία να μεταβεί στο συγκεκριμένο σημείο και να διενεργήσει σχετικές εξετάσεις. Έτσι, διαπιστώθηκε ότι ο δράστης ή οι δράστες πέτυχαν είσοδο/έξοδο στο διαμέρισμα αφού παραβίασαν με φυσική βία το αλουμινένιο παράθυρο της κουζίνας το οποίο ήταν κλειστό αλλά όχι κλειδωμένο, ενώ σε ότι αφορά την αποθήκη πέτυχαν είσοδο και έξοδο αφού προηγουμένως παραβίασαν με φυσική βία την αλουμινένια πόρτα εισόδου η οποία ήταν κλειστή αλλά όχι κλειδωμένη.
Την 23/05/19 λήφθηκε πληροφορία στην αστυνομία ότι μέρος της κλαπείσας περιουσίας της ΜΚ2 βρίσκεται εντός του διαμερίσματος του Κατηγορούμενου το οποίο βρίσκεται στην οδό χχχχχχχχχ χχχχχχχχχχ αρ. χ διαμέρισμα 202 στη Πάφο. Έτσι εξασφαλίστηκε δικαστικό ένταλμα έρευνας για την συγκεκριμένη κατοικία, όπου την 23/05/19 – 24/05/19 και μεταξύ των ωρών 23:45 – 00:30, ο ΜΚ1 μαζί με άλλα μέλη του ΟΠΕ Πάφου διενήργησαν έρευνα στην παρουσία του. Κατά την διάρκεια της έρευνας και συγκεκριμένα η ώρα 00:05 εντοπίστηκε στο υπνοδωμάτιο του διαμερίσματος του οι δύο πολυέλαιοι που είχαν κλαπεί από την αποθήκη της ΜΚ2 καθώς και το σύστημα ήχου μάρκας AIWA. Αμέσως ο ΜΚ2 επέστησε στον Κατηγορούμενο την προσοχή του στον νόμο και ο Κατηγορούμενος δεν απάντησε οτιδήποτε. Στην συνέχεια ο ΜΚ2 συνέλαβε τον Κατηγορούμενο για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας και αφού του επεστήθηκε εκ νέου η προσοχή του στον νόμο o Κατηγορούμενος επίσης δεν απάντησε οτιδήποτε. Στο μεταξύ ο ΜΚ1 κατά τον εντοπισμό της πιο πάνω περιουσίας εντός του διαμερίσματος του Κατηγορούμενου, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την ΜΚ2 με σκοπό να του περιγράψει την περιουσία της που είχε κλαπεί. Η ΜΚ2 κατά την στιγμή εκείνη που δέχτηκε το τηλεφώνημα από τον ΜΚ1 ξάπλωνε αφού ήταν νύχτα και έτσι σηκώθηκε από το κρεβάτι της μετέβηκε στο σαλόνι του σπιτιού της. Αφού άναψε το φως είδε τα φωτιστικά που ήταν εγκατεστημένα στο σαλόνι της για να τα περιγράψει στον ΜΚ1 ενόψει του ότι ήταν τα ίδια με αυτά τα οποία είχαν κλαπεί. Πιο συγκεκριμένα η ΜΚ2 ανέφερε στον ΜΚ1 ότι τα φωτιστικά της ήταν χρώματος χρυσού με κρύσταλλα. Την 24/05/19 και ώρα 02:45 ο ΜΚ1 συνέλαβε εκ νέου τον Κατηγορούμενο για όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα και αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στον νόμο απάντησε « δεν έχω τίποτε να πω». Την ίδια ημέρα και μεταξύ των ωρών 02:50 π.μ - 03:10 π.μ λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο στην μητρική του γλώσσα με την βοήθεια διερμηνέα και στην κατάθεση του αρνήθηκε να απαντήσει οτιδήποτε αναφέροντας ότι έχει να πει θα το πει στο Δικαστήριο. Στις 25/05/19 και ώρα 10:20, η ΜΚ2 μετέβηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας και στην παρουσία του ΜΚ1 είδε και αναγνώρισε τόσο τους δύο πολυέλαιους όσο και το σύστημα ήχου ως την περιουσία που κλάπηκε από την αποθήκη της μεταξύ των ημερομηνιών 09/05/19 – 13/05/19. Τα πιο πάνω αντικείμενα μετά από την αναγνώριση τους επιστράφηκαν στην ΜΚ2.
Νομική πτυχή
Το αδίκημα της κλεπταποδοχής εδράζεται στο άρθρο 306 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:
«306. Όποιος αποδέχεται ή κατακρατεί περιουσία, που γνωρίζει ότι αυτή κλάπηκε ή αποκτήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο κάτω από περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος του ίδιου βαθμού (κακουργήματος ή πλημμελήματος) και υπόκειται-
(α) στην περίπτωση κακουργήματος, σε φυλάκιση πέντε χρόνων.
(β) στην περίπτωση πλημμελήματος, σε φυλάκιση δύο χρόνων.
Από το λεκτικό λοιπόν του εν λόγω άρθρου συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχείου του αδικήματος αυτού είναι :
1. Ο κατηγορούμενος να αποδέχεται ή να κατακρατά περιουσία.
2. Η περιουσία αυτή να κλάπηκε ή να αποκτήθηκε κάτω από περιστάσεις που να συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα.
3. Η γνώση του κατηγορουμένου ότι η περιουσία αυτή κλάπηκε ή ότι αποκτήθηκε υπό περιστάσεις που να συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα.
Η αποτυχία απόδειξης κλοπής της περιουσίας ή ότι αυτή αποκτήθηκε υπό περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα συνεπάγεται μοιραία αποτυχία απόδειξης κατηγορίας για κλεπταποδοχή. Η μαρτυρία για τα πιο πάνω δεν είναι απαραίτητο να είναι άμεση π.χ. από τον αυτουργού της κλοπής αλλά μπορεί να συναχθεί και από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Οι περιστάσεις λοιπόν υπό τις οποίες ο κατηγορούμενος πήρε την περιουσία μπορεί να είναι αρκετές να αποδείξουν ότι αυτή ήταν κλοπιμαία ή λήφθηκε υπό περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα αλλά και ότι κατά τον ίδιο χρόνο αυτός γνώριζε τα πιο πάνω (βλ. Kyprianou v. The Police (1976) 2 C.L.R. 75 και Archbold 35th ed. par. 2089).
Θα πρέπει δε να αποδειχθεί περαιτέρω ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η περιουσία ήταν κλοπιμαία ή λήφθηκε υπό περιστάσεις που συνιστούν κακούργημα ή πλημμέλημα. Είναι αρκετό για τον σκοπό αυτό να αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι η περιουσία ενέπιπτε στην γενική κατηγορία περιουσίας που λήφθηκε υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις και δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι γνώριζε ότι λήφθηκε υπό περιστάσεις που νομικά συνιστούν το συγκεκριμένο κακούργημα ή πλημμέλημα με το οποίο λήφθηκε (βλ. Archbold 36th ed. par. 2089).
Όσον αφορά το συστατικό στοιχείο της γνώσης αυτό μπορεί να αποδειχθεί άμεσα με την μαρτυρία του αυτουργού του αδικήματος με το οποίο λήφθηκε η περιουσία (π.χ. του κλέφτη), η οποία όμως μαρτυρία χρήζει ενίσχυσης. Εάν όμως δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία μπορεί, ως αναγόμενη αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία ενός κατηγορουμένου, να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που αποδεικνύουν τη γνώση πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Archbold 36th ed. par. 2097 και Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289).
Στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ 258 τονίστηκε ότι ως θέμα αρχής η αγορά κλαπέντων εμπορευμάτων σε τιμή πολύ χαμηλότερη από την αξία τους μπορεί να ενισχύσει μαρτυρία για την ύπαρξη γνώσης για την προέλευση τους και παράλληλα να αποτελέσει αυτοτελή μαρτυρία από την οποία δυνατό να εξαχθούν ενοχοποιητικά συμπεράσματα. Η αποδεικτική της αξία συναρτάται άμεσα με το βαθμό και την έκταση που προδίδει γνώση για την προέλευση των αντικειμένων. Σε τέτοια περίπτωση η τεκμηρίωση της αξίας των κλαπέντων κατά τον κρίσιμο χρόνο είναι απαραίτητη ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να συναγάγει οποιαδήποτε συμπεράσματα συσχετίζοντας την αξία στην οποία αποκτήθηκαν με την αξία τους στην ελεύθερη αγορά. Στην ίδια υπόθεση αναφέρθηκε επίσης ότι η ηθελημένη απόκρυψη της φύλαξης της κλοπιμαίας περιουσίας τείνει να ενισχύσει την ύπαρξη γνώσης για την προέλευσης της.
Επίσης η άρνηση του κατηγορούμενου ότι κατείχε τη συγκεκριμένη περιουσία μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι γνώριζε ότι αυτή είναι κλοπιμαία (βλ. Archbold 35th ed. par. 2097). Περαιτέρω και ψέμα του κατηγορούμενου αναφορικά με την κλοπιμαία περιουσία μπορεί επίσης να οδηγήσει στο ίδιο συμπέρασμα (βλ. Kyprianou ανωτέρω).
Όπου η μόνη μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου είναι ότι κατείχε πρόσφατα κλαπείσα περιουσία, η γνώση του ότι αυτή ήταν κλοπιμαία μπορεί να συναχθεί εάν αυτός δεν προσφέρει καμία εξήγηση αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες την έχει αποκτήσει ή αν η εξήγηση που δίδει κριθεί ότι δεν είναι αληθινή (βλ. Archbold 35th ed. par. 2103, Ττοουλιάς και Kyprianou ανωτέρω). Αυτό όμως δεν καταδεικνύεται ως νομικό δόγμα αλλά ως ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία για να καταδειχθεί κατά πόσον στοιχειοθετείται το αδίκημα. Εάν η εξήγηση που δίδει ο κατηγορούμενος αφήνει αμφιβολίες ως προς τη γνώση του ότι η περιουσία ήταν κλοπιμαία τότε το αδίκημα δεν αποδεικνύεται (βλ. R. v. Garth (1949) 33 Cr. App. R. 100). Το τι συνιστά πρόσφατα κλαπείσα περιουσία εξαρτάται από τη φύση της περιουσίας και τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (βλ. Archbold 35th ed. par. 2103 και Kyprianou ανωτέρω).
Η προαναφερόμενη γνώση του κατηγορούμενου θα πρέπει δε να υπάρχει κατά το χρόνο αποδοχής της περιουσίας (βλ. R. v. Johnson (1911) 6 Cr. App. R. 128). Έτσι στην Johnson κρίθηκε ότι η αθώα αποδοχή περιουσίας και η μεταγενέστερη δόλια ιδιοποίηση της, μετά από γνώση που απέκτησε ο κατηγορούμενος αργότερα ότι είναι κλοπιμαία, δεν στοιχειοθετεί το αδίκημα της κλεπταποδοχής εκτός εάν κάτι λαμβάνει χώρα μετά την γνώση, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί είτε σαν μια νέα πράξη κλεπταποδοχής είτε ότι ολοκληρώνει την αρχική κλεπταποδοχή, η οποία ήταν στην πραγματικότητα μη ολοκληρωμένη προηγουμένως. Από την άλλη εάν παρά το ότι κατά τον χρόνο της αποδοχής της περιουσίας ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι αυτή ήταν κλοπιμαία και η αποδοχή αυτή έγινε εντελώς αθώα όπως για παράδειγμα για να την παραδώσει αμέσως στην Αστυνομία, το γεγονός ότι αργότερα αυτός άλλαξε γνώμη και την ιδιοποιήθηκε δεν μετατρέπει την αποδοχή σε κλεπταποδοχή (βλ. R. v. Matthews (1950) 34 Cr. App. R. 55). Πρέπει λοιπόν να αποδειχθεί ότι η αποδοχή έγινε με εγκληματική πρόθεση.
Το στοιχείο της γνώσης έχει απασχολήσει επί μακρόν την αγγλική νομολογία. Η αναφορά σε αγγλικές αποφάσεις και συγγράμματα γίνεται γιατί το άρθρο 306 του Ποινικού μας Κώδικα, είναι παρόμοιο με το καταργηθέν άρθρο 33(1) του αγγλικού Larceny Act 1916 με τη διαφορά ότι στο δικό μας άρθρο περιλαμβάνεται και η κατακράτηση της περιουσίας. Ως προς την απαιτούμενη ένοχη διάνοια η υπό αναφορά αγγλική διάταξη ταυτιζόταν με την δική μας αφού και εκεί χρησιμοποιείται η λέξη “knowing”.
Τέλος η λέξη «αποδέχεται» στην επίδικη διάταξη αποτελεί την μετάφραση στα ελληνικά της αγγλικής λέξης «receives» που συναντάται στο πρωτότυπο – αυθεντικό κείμενο του Ποινικού μας Κώδικα και υπήρχε και στην προαναφερόμενη αντίστοιχη αγγλική διάταξη. Η έννοια δε της αποδοχής περιλαμβάνει κάθε πράξη με την οποία η περιουσία έρχεται στην κατοχή του κατηγορούμενου, περιλαμβανομένης ασφαλώς και της αγοράς αυτής. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται και από την σχετική νομολογία (βλ. Ττοουλιάς ανωτέρω). Συνεπώς η ερμηνεία που εισηγήθηκε η υπεράσπιση του κατηγορούμενου ότι σε περίπτωση που η περιουσία λαμβάνεται μετά από αγορά, δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της κλεπταποδοχής καθώς δεν καλύπτει και τέτοια περίπτωση, δεν ευσταθεί.
Συμπεράσματα
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ευρήματα σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες νομικές αρχές καταλήγω στα ακόλουθα :
Έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Κατηγορούμενος λαμβάνοντας κατοχή, αποδέχτηκε περιουσία δηλ. τους δύο πολυελαίους καθώς και το σύστημα ήχου μάρκας AIWA τα οποία είχαν κλαπεί από την αποθήκη της ΜΚ2 μεταξύ των ημερομηνιών 09/05/19 – 13/05/19. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση ότι από την αποθήκη της ΜΚ2 είχαν πράγματι κλαπεί δύο πολυέλαιοι και ένα σύστημα ήχου μάρκας AIWA. Αυτό που τέθηκε ουσιαστικά προς αμφισβήτηση στους μάρτυρες κατηγορίας ήταν εμμέσως πλην σαφώς η θέση, ότι ενόψει της διεξαγωγής λανθασμένης διαδικασίας αναγνώρισης των επίδικων αντικειμένων, τόσο οι δυο πολυέλαιοι όσο και το σύστημα ήχου μάρκας AIWA δεν ήταν βέβαιο ότι ήταν αυτοί που είχαν κλαπεί, θέση βεβαίως που για τους λόγους που ήδη εξήγησα δεν έγινε αποδεκτή και απορρίφθηκε.
Απομένει λοιπόν να εξετασθεί κατά πόσο έχει αποδειχθεί και το τρίτο συστατικό στοιχείο του αδικήματος ήτοι ότι ο Κατηγορούμενος γνώριζε, κατά το χρόνο που έλαβε κατοχή της εν λόγω περιουσίας ότι ήταν κλοπιμαία. Από το σύνολο λοιπόν της μαρτυρίας την οποία έχω κάνει δεκτή φαίνονται τα ακόλουθα:
- Τα επίδικα αντικείμενα κλάπηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 09/05/19 – 13/05/19 ενώ διαπιστώθηκαν ότι αυτά βρέθηκαν στην κατοχή του Κατηγορούμενου την 24/05/19, δηλαδή 11 μόνο ημέρες μετά. Συνεπώς ο Κατηγορούμενος κατείχε πρόσφατα κλαπείσα περιουσία.
- Ο Κατηγορούμενος ως αναφέρθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του, δεν ήταν ειλικρινείς και συνεπώς η εξήγηση που έδωσε αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες απέκτησε τους δύο πολυέλαιους καθώς και το σύστημα ήχου απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. Συνεπώς η θέση του περί μη γνώσης του ότι αυτά ήταν κλοπιμαία, δεν κρίθηκε αληθινή εφόσον η όλη εκδοχή που προώθησε στο Δικαστήριο ενόρκως απορρίφθηκε.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα πιο πάνω σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα νομολογία, κρίνεται ότι έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και το ότι ο Κατηγορούμενος, κατά τον χρόνο που αποδέχθηκε τα επίδικα αντικείμενα, γνώριζε ότι αυτά ήταν κλοπιμαία.
Ως εκ των άνω ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 5η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(Υπ.) ...........................................
Σ. Συμεού, Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο