
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Δρουσιώτη, Π.Ε.Δ.
Π. Κυριακίδη, Α.Ε.Δ.
Ε. Πεύκου, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4189/2023
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
v.
1. Π. Π.
2. Σ. Γ.
Κατηγορουμένων
-----------------
Ημερομηνία: 24 Ιανουαρίου 2024
Εμφανίσεις:
Για Δημοκρατία: κα Ν. Παπούτσα
Για Κατηγορούμενο 1: κος Στ. Χριστοδούλου
Για Κατηγορούμενο 2: κος Δ. Τσολακίδης
Κατηγορούμενοι 1 & 2: Παρόντες
ΠΟΙΝΗ
Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι, συνεπεία παραδοχής τους, κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν από κοινού και οι οποίες συνίστανται σε:
i. Η 1η κατηγορία αφορά συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του Άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
ii. Η 2η και 3η κατηγορία αφορούν παράνομη κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι κάνναβης συνολικού βάρους 4Kg και 963,8g κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν. 29/1977 (εφεξής «ο Ν. 29/1977»)
Επιπρόσθετα, ο κατηγορούμενος 1 κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής του, σε περαιτέρω κατηγορίες. Συγκεκριμένα:
i. Η 4η κατηγορία αφορά σε παράνομη χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι κάπνισε κάνναβη κατά το Δεκέμβριο του 2022 κατά παράβαση οικείων προνοιών του Ν. 29/1977.
ii. Η 6η κατηγορία αφορά σε παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι κάνναβης συνολικού βάρους 8,54g.
iii. Η 12η κατηγορία αφορά σε αντίσταση σε νόμιμη σύλληψή του για ποινικό αδικήματα κατά παράβαση του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου 1 ανεστάλη ως προς τις κατηγορίες 8, 9, 10 και 11 και απαλλάχτηκε τούτων.
Ο κατηγορούμενος 2 κρίθηκε ένοχος σε πρόσθετη κατηγορία κατόπιν παραδοχής του. Ειδικότερα, η 5η κατηγορία εναντίον του αφορά την προμήθεια προς τον κατηγορούμενο 1 της ρηθείσας ποσότητας κάνναβης, ήτοι του συνολικού βάρους 4Kg και 963,8g. Απαλλάχθηκε δε της 7ης κατηγορίας συνεπεία αναστολής ποινικής δίωξης εναντίον του.
Τα γεγονότα που περιβάλλουν τις ως άνω κατηγορίες εκτίθενται στο κατηγορητήριο και στην Έκθεση Γεγονότων που παρουσίασε η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής τα οποία τυγχάνουν αποδοχής από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των κατηγορουμένων. Παρατίθενται κατά τρόπο συνοπτικό ως ακολούθως:
Κατόπιν πληροφορίας στις 2/6/2023 πως ο κατηγορούμενος 1 αναμένετο να παραλάβει μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών από άγνωστο πρόσωπο και ενώ οι κατηγορούμενοι 1 και 2 υπόκειντο σε παρακολούθηση, αμφότεροι συναντήθηκαν και στάθμευσαν τα οχήματα τους κατά τρόπο που τα πίσω μέρη των οχημάτων των, εφάπτονταν. Ο κατηγορούμενος 2 εξήλθε του οχήματός του και άνοιξε το καπό από όπου πήρε αριθμό συσκευασιών τυλιγμένων με διαφανή μεμβράνη και τις τοποθέτησε στην κάσα του διπλοκάμπινου οχήματος το οποίο ο κατηγορούμενος 1 χρησιμοποιούσε. Τα οχήματα των κατηγορουμένων ανεκόπησαν. Κατά την προσπάθεια ακινητοποίησής του κατηγορουμένου 1 από τους αστυνομικούς, αντιστάθηκε κουνώντας τα χέρια και τα πόδια του. Όταν τελικά ακινητοποιήθηκε και αφού πληροφορήθηκε για το λόγο της σύλληψής του, τού επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο και ουδεμία απάντηση έδωσε.
Ακολούθως, εν τη παρουσία αμφοτέρων των κατηγορουμένων, η αστυνομία έσκισε μέρος μίας εκ των 5 συσκευασιών που ο κατηγορούμενος 2 μετέφερε στο όχημα του κατηγορούμενου 1, εντός της οποίας διαπιστώθηκε πως υπήρχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης, ήτοι κάνναβη. Πληροφορούμενοι για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β για το οποίο συνελήφθησαν, τούς επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο. Ο κατηγορούμενος 1 απάντησε «εν ιξέρω τίποτε» και ο κατηγορούμενος 2 δήλωσε «εν έχω να πω τίποτε».
Αυθημερόν, διενεργήθηκε έρευνα στην οικία του κατηγορουμένου 1, κατόπιν έγγραφης συγκατάθεσής του, και ο ίδιος οδήγησε τους αστυνομικούς στο μπαλκόνι όπου τούς υπέδειξε ένα νάιλον διαφανές σακούλι με μαύρες γραμμές τύπου ZIP – LOCK στο οποίο υπήρχε ποσότητα πράσινης ξηρής φυτικής ύλης, ήτοι κάνναβη. Πληροφορούμενος πως θα ληφθεί ως τεκμήριο, και αφού τού επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, ο κατηγορούμενος 1 δήλωσε «Τούτο είναι το μόνο που έχω» ως και ότι «Είναι για δική μου χρήση». Η έρευνα ολοκληρώθηκε δίχως να ανευρέθη ο,τιδήποτε πρόσθετο παράνομο. Κατά την ίδια ημέρα, διεξήχθη έρευνα και στην οικία του κατηγορουμένου 2, συνεπεία έγγραφης συγκατάθεσής του, όπου δεν εντοπίστηκε ο,τιδήποτε έκνομο.
Επιπλέον, κατά την ίδια ημερομηνία, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν δυνάμει δικαστικού εντάλματος και αφού τους επεξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψής τους, τούς επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο, και απάντησαν «Όχι». Έπειτα, κατά τη λήψη ανακριτικής κατάθεσης, σε όλες τις ουσιώδεις ερωτήσεις που ετέθησαν, ο κατηγορούμενος 1 απαντούσε «Μετά από νομική συμβουλή που έλαβα στο παρόν στάδιο δεν επιθυμώ να αναφέρω ο,τιδήποτε» και ο κατηγορούμενος 2 δήλωνε «Στο παρόν στάδιο δεν επιθυμώ να αναφέρω ο,τιδήποτε». Το αυτό δήλωνε ο κατηγορούμενος 1 σε πρόσθετη ανακριτική κατάθεση που ελήφθη στις 7/6/2023. Στην πρόσθετη ανακριτική κατάθεση που ο κατηγορούμενος 2 έδωσε κατά την ίδια ημερομηνία, ανέφερε στην αστυνομία πως γνώριζε ότι μετέφερε ναρκωτικά αναμένοντας να λάβει το χρηματικό ποσό των €300. Ωστόσο, δεν απάντησε ο,τιδήποτε πρόσθετο και στις πλείστες διευκρινιστικές ερωτήσεις, δήλωνε «Δεν γνωρίζω».
Στην Έκθεση του Γενικού Χημείου του Κράτους, αναφέρεται ότι η ανευρεθείσα φυτική ύλη στις 5 συσκευασίες που παρελήφθησαν έχει συνολικό βάρος 4Kg και 963,8g και στο νάιλον διαφανές σακούλι στην οικία του κατηγορουμένου 1 έχει συνολικό βάρος 8,54g.
Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έθεσε περαιτέρω πως οι κατηγορούμενοι είναι λευκού ποινικού μητρώου.
Η Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, ημερ. 29/9/2023, αναφορικά με τον κατηγορούμενο 1, το περιεχόμενο της οποίας ο συνήγορος του κατηγορουμένου υιοθέτησε κατόπιν σχετικής διευκρινιστικής διαφοροποίησης επί τούτου, εκθέτει την οικογενειακή – οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου και τις προσωπικές περιστάσεις του. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος, ηλικίας 36 ετών, είναι αρραβωνιασμένος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου 8 ετών. Επαγγέλλεται οικοδόμος τα τελευταία 10 χρόνια. Προηγουμένως, βοηθούσε τον πατέρα του στο μαγαζί που ο τελευταίος διατηρεί με είδη ψαρέματος και κυνηγιού. Προέρχεται από πολυμελή οικογένεια έχοντας 3 αδέλφια. Η αρραβωνιαστικιά του πάσχει από λύκο και λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή η οποία μαζί με τον υιό τους λαμβάνουν από τον Ιούνιο, 2023, εβδομαδιαία στήριξη από επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Κατόπιν σχετικής διευκρίνισης ενώπιον του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος κάνει χρήση κάνναβης τα τελευταία 8 χρόνια και για αυτό το λόγο υπέβαλε αίτηση ένταξής του στο πρόγραμμα απεξάρτησης «ΔΑΝΑΗ» των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας στο Τμήμα Φυλακών.
Η Έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, ημερ. 28/9/2023, αναφορικά με τον κατηγορούμενο 2, το περιεχόμενο της οποίας υιοθετήθηκε από το συνήγορο του, δεικνύει την οικογενειακή – οικονομική κατάσταση του εν λόγω κατηγορουμένου και τις προσωπικές περιστάσεις του. Ο κατηγορούμενος 2, ηλικίας 21 ετών, είναι άγαμος και άτεκνος. Προέρχεται από πενταμελή οικογένεια. Εργαζόταν προ της σύλληψής του, σε καφετέρια. Κατά τη στρατιωτική του θητεία, άρχισε να κάνει χρήση κάνναβης. Ο κατηγορούμενος 2 κατά τον τελευταίο 1 ½ χρόνο κάνει χρήση κάνναβης και υπέβαλε αίτηση για ένταξη του στο πρόγραμμα απεξάρτησης «ΔΑΝΑΗ» των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας στο Τμήμα Φυλακών.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου 1, αγορεύοντας για μετριασμό της ποινής, κάλεσε το Δικαστήριο να συνυπολογίσει προς όφελος του κατηγορουμένου 1, την άμεση παραδοχή του θέτοντας εξ υπαρχής πως ο τελευταίος εκφράζει την απολογία και την μεταμέλειά του καθώς και τη συνεργασία του με την Αστυνομία. Περί τούτης, θέτει πως στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος 1 δήλωσε την παραδοχή του ενώπιον Δικαστηρίου όταν κλήθηκε να απαντήσει στο κατηγορητήριο, συναίνεσε εγγράφως μετά τη σύλληψή του για διερεύνηση της οικίας του υποδεικνύοντας στην αστυνομία το χώρο όπου απέκρυψε 8g κάνναβης για προσωπική χρήση του καθώς και παραδέχθηκε επί τόπου και σε ανακριτική κατάθεσή του κατηγορία περί χρήσης κάνναβης σε χρόνο προγενέστερο, δίχως την ύπαρξη μαρτυρίας επί τούτου.
Επιπλέον, προτάσσεται από μέρους του συνηγόρου του κατηγορουμένου 1 προκειμένου για συνυπολογισμό προς επιμέτρηση της ποινής του, το λευκό ποινικό μητρώο του καθώς και οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων, ο ρόλος που ο ίδιος ενείχε και οι προσωπικές περιστάσεις του. Ειδικότερα, αναπτύσσει πως ο κατηγορούμενος 1 ενέδωσε στην προτροπή του προσώπου το οποίο προμήθευε τον ίδιον με κάνναβη με σκοπό την προσωπική χρήση. Προμηθευόταν «τη δόση του», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, από το συγκεκριμένο πρόσωπο με πίστωση ώστε όταν τού ζητήθηκε από εκείνον, τόν οποίον θεωρούσε φίλο του, «να πάει να παραλάβει ένα πακέτο και να το παραδώσει σε τρίτο πρόσωπο που θα του ανέφερε μετέπειτα τηλεφωνικώς, ενεργώντας με αφέλεια, εντελώς απερίσκεπτα συγκατατέθηκε.». Τίθεται επιπρόσθετα ότι «Είναι δεδομένο ότι είχε υποψιαστεί ότι το εν λόγω πακέτο θα περίεχε κάνναβη καθότι ήταν γνωστή στον ίδιο η ενασχόληση του προμηθευτή του. Σίγουρα όμως δεν περνούσε από το μυαλό του ότι θα παραλάμβανε τέτοια μεγάλη ποσότητα και το ρίσκο αυτής της «εξυπηρέτησης» θα ήταν δυσανάλογο με την ευκολία της παροχής κάνναβης για προσωπική του χρήση από τον προμηθευτή του το τελευταίο διάστημα επί πίστωση». Ο συνήγορος του εν λόγω κατηγορουμένου έθεσε πως ο κατηγορούμενος 1 «έδειξε τυφλή εμπιστοσύνη σε ένα άτομο που ασκούσε επιρροή πάνω του την δεδομένη περίοδο» ως και ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν επέδειξε μετά τη σύλληψη του κατηγορουμένου 1 υποτυπώδες ενδιαφέρον, αντίθετα κοινοποίησε μέσω τρίτων προσώπων, το μήνυμα όπως ο κατηγορούμενος «να μην κάνει κάποιο λάθος το οποίο να αποβεί μοιραίο».
Υποστηρίχθηκε ακόμη πως ο κατηγορούμενος 1 δεν ενήργησε με προσχεδιασμό και δεν έλαβε προφύλαξη, δεν φορούσε γάντια «παρά μόνο εκτέλεσε μια σχετική οδηγία σαν ένα ρομπότ γεγονός που επιβεβαιώνει και αναδύει την αφέλεια και την επιπολαιότητα με την οποία ενήργησε».
Ακόμη, ο συνήγορος του κατηγορουμένου 1 επεσήμανε το ρόλο του τελευταίου. Περί τούτου, εισηγήθηκε πως η παρούσα περίπτωση διαφέρει από υποθέσεις «όπου οι Κατηγορούμενοι κατέχουν τα ναρκωτικά για να τα προμηθεύσουν σε άγνωστη εμπορική βάση και πρόσωπα με γνώμονα το κέρδος». Κατά τούτο, ανέπτυξε πως «Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα θα είχε στην κατοχή του τα επίδικα ναρκωτικά για πολύ περιορισμένο χρόνο, καθότι αμέσως μετά την παραλαβή θα επικοινωνούσε με τον υποκινητή του έτσι ώστε να του αναφέρει σε ποιο τρίτο άγνωστο προς αυτό πρόσωπο θα τα παρέδιδε». Ο συνήγορος του κατηγορουμένου, τονίζοντας πως όσο πιο περιορισμένος είναι ο ρόλος κάποιου, τόσο πιο μικρή είναι η ποινή που τού αρμόζει, επικαλέστηκε τις «Sentencing guidelines» ώστε εισηγείται πως ο ρόλος του κατηγορουμένου 1 εμπίπτει στη χαμηλότερη βαθμίδα, στην κατηγορία «Lesser». Ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλέστηκε, ως «υπόθεση η οποία μπορεί να ενεργήσει ως παράδειγμα για τον εν λόγω διαχωρισμό», την Ελένη Σιδερένιου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 190 στην οποία, κρίνοντας πως δεν υπήρξε παραβίαση της ισότητας των παραβατών, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 23 ετών στον ιθύνοντα νου, ποινή φυλάκισης 15 ετών στη σύζυγό του η οποία συσκεύαζε τα ναρκωτικά στο εξωτερικό και απέστελλε τούτα στην Κύπρο και ποινή φυλάκισης 12 ετών στο μεταφορέα. Επικαλέστηκε ακόμη την υπόθεση Rafael Alexis Valdez v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 144/2016 (Σχ. Με 145/2016), απόφαση, ημερ. 21/2/2017 Κατά την προφορική τοποθέτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου, τόνισε πως ο ρόλος κάποιου μεταφορέα διαχωρίζεται, όπως ο αποφασισμένος μεταφορέας από τον περιστασιακό μεταφορέα.
Επίσης, ετέθη πως αυστηρές ποινές επιβάλλονται όταν η ποσότητα ναρκωτικών είναι μεγάλη και η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας ναρκωτικών και/ή διάθεση τούτων σε τρίτα πρόσωπα. Για αυτό, τόνισε ότι «είναι πασιφανές από τον τρόπο ζωής και το προφίλ (life-style) του, σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει οποιοδήποτε ίχνος ένδειξης που να παραπέμπει είτε σε έμπορο ναρκωτικών είτε σε άτομο που να ανήκει σε οποιαδήποτε οργανωμένη ομάδα ή βαθμίδα σχετικής πυραμίδας διακίνησης ναρκωτικών». Προς τούτο, δηλώνει πως ο κατηγορούμενος 1 δούλευε ως οικοδόμος τα τελευταία 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη και κατά την ημέρα της σύλληψής του, αναχώρησε για την εργασία του δουλεύοντας 6 μέρες την εβδομάδα για κάλυψη των οικογενειακών αναγκών. Δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία εκτός από ένα αυτοκίνητο αξίας €4.500. Καταλήγει πως ο κατηγορούμενος 1 διαφέρει από άτομα τα οποία λειτουργούν ως «επαγγελματίες μεταφορείς» ή περιστασιακά μέλη μιας αλυσίδας διακίνησης ναρκωτικών, αντλώντας οικονομικό όφελος και ζώντας με ανέσεις.
Ο συνήγορος του κατηγορουμένου 1 κάλεσε πρόσθετα το Δικαστήριο να συνυπολογίσει την εξωδικαστηριακή τιμωρία του και ιδιαίτερα τις επιπτώσεις στην οικογένειά του αφού η αρραβωνιαστικιά του εν λόγω κατηγορουμένου, μετά τη σύλληψή του διαγνώστηκε με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο που η εκδήλωσή του σχετίζεται με έντονο και ψυχολογικό στρες, με τον ίδιον τον κατηγορούμενο να αισθάνεται ενοχή. Επιπλέον, ανέφερε πως το ανήλικο τέκνο του αντιμετωπίζει προβλήματα και προσκόμισε στο Δικαστήριο σχετική έκθεση ψυχολόγου. Σε ό,τι αφορά δε τον ίδιον τον κατηγορούμενο, δεν είναι πλέον δεκτός στην εργασία την οποία απώλεσε και αντιμετωπίζει ενοχές για την κατάσταση στην οποία έχουν βρεθεί τα αγαπημένα του πρόσωπα.
Κατά την αγόρευσή του πρόσθετα, έθεσε υπόψιν πως από την ημέρα της σύλληψής του, ο κατηγορούμενος απέχει από τα ναρκωτικά, εντάχθηκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης «ΔΑΝΑΗ» στο Τμήμα Φυλακών, επικαλούμενος σχετικές αποφάσεις κατά τις οποίες τονίστηκε ότι η προσπάθεια απεξάρτησης πρέπει να αποτιμάται και ανταμείβεται. Επιπρόσθετα, δεν υπέπεσε σε κάποιο παράπτωμα στις Κεντρικές Φυλακές και τελεί σε συνεργασία με το προσωπικό και τους συγκατηγορουμένους του.
Ο συνήγορος του κατηγορουμένου 2, κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινής του, έθεσε εξ υπαρχής την απολογία του εν λόγω κατηγορουμένου. Τόνισε επ’ ωφελεία του την άμεση παραδοχή του η οποία καταδεικνύει την έμπρακτη μεταμέλειά του καθώς και, ων ηλικίας 21 ετών, είναι πρόσωπο λευκού ποινικού μητρώου. Προς τούτο, κάλεσε όπως συνυπολογιστεί το νεαρό της ηλικίας του επικαλούμενος πως προέχει η ανάγκη για αναμόρφωση παρά η τιμωρία αφού το ενδεχόμενο αναμόρφωσης είναι μεγαλύτερο συγκριτικά προς τα μεγαλύτερα άτομα.
Επικαλέστηκε τις προσωπικές περιστάσεις του εν λόγω κατηγορουμένου υιοθετώντας το περιεχόμενο της Έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας. Αναφέρθηκε στο γεγονός πως κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του, ο κατηγορούμενος 2 με σκοπό να καταστεί αρεστός παρασύρθηκε στη χρήση κάνναβης ώστε ήρθε σε επαφή με άτομα που τόν εκμεταλλεύτηκαν και έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Επιπλέον, έθεσε υπόψιν πως διατηρεί καλή διαγωγή και άψογη συνεργασία με το προσωπικό των φυλακών και τους συγκρατούμενους του.
Κάλεσε ακόμη όπως συνυπολογιστούν οι επιπτώσεις της φυλάκισης στην οικογένειά του αφού ο αδελφός του ηλικίας 9 ετών ήταν πολύ συνδεδεμένος με τον ίδιον.
Επιπρόσθετα, ο συνήγορος του κατηγορουμένου 2 σημείωσε ότι ο τελευταίος «ήταν απόλυτα συνεργάσιμος με την αστυνομία, παραδέχθηκε άμεσα τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων και η διαγωγή του μετά το συμβάν ήταν άμεμπτη. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος στη θέα των αστυνομικών παρέμεινε στο μέρος και ακολούθησε πιστά τις οδηγίες τους. Σε καμία περίπτωση δεν αντιστάθηκε κατά της σύλληψης του ούτε και δυσκόλεψε το ερευνητικό έργο της αστυνομίας Ακολούθως προέβη σε κατάθεση όπου παραδέχθηκε την διάπραξη των αδικημάτων και επεξήγησε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενεπλάκη στη παρούσα υπόθεση».
Σε ό,τι αφορά το ρόλο του κατηγορουμένου 2, αναφέρθηκε πως είναι χρήστης κάνναβης και το πρόσωπο που τόν προμήθευε τού ζήτησε να αναλάβει τη μεταφορά ναρκωτικών στην Πάφο έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, όπου ο εν λόγω κατηγορούμενος θα επισκεπτόταν ένα φίλο του. Δεν υπήρχε από μέρους του προσχεδιασμός ούτε έλαβε μέτρα προφύλαξής του ή να αποφευχθεί η σύλληψή του. Επεσήμανε ότι δεν ήταν ο ιθύνων νους «και μπορεί να χαρακτηριστεί επομένως ως ένας «περιστασιακός προμηθευτής» ή «διανομέας» και όχι ως ένα οργανωμένος έμπορος». Σημείωσε δε ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος αντιλήφθηκε ότι με τη συμπεριφορά του εξυπηρέτησε τον ιδιοκτήτη των ναρκωτικών στην εκπλήρωση των παράνομων του σκοπών ωστόσο εισηγείται ότι ο ρόλος του ήταν υποδεέστερος του ιθύνοντος νου και ειδικότερα «εμπίπτει στην έννοια του σημαντικού ρόλου (significant role) και η σοβαρότητα της διάπραξης των αδικημάτων εμπίπτει στην κατηγορία 3 των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών ένεκα της ποσότητας των ναρκωτικών τάξεως Β που κατείχε ο κατηγορούμενος». Κάλεσε το Δικαστήριο όπως προσμετρήσει πως τα ναρκωτικά δεν εμπίπτουν στην κατηγορία Τάξεως Α.
Καταληκτικά, εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση επιφέρει δυνητικά, ως εκ της άμεσης παραδοχής, του λευκού ποινικού μητρώου και του νεαρού της ηλικίας του εν λόγω κατηγορουμένου, αναστολή ποινής φυλάκισης αφού «ο εγκλεισμός του στις κεντρικές φυλακές, σε αυτήν την τρυφερή ηλικία, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις παρά θετικές».
Αμφότεροι οι συνήγοροι κατέληξαν πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε επιβαρυντικός παράγοντας κατά το Άρθρο 30 (4) (α) του Ν. 29/1977 ενώ υφίστανται περιστατικά που καθιστούν το αδίκημα λιγότερο σοβαρό κατά το Άρθρο 30 (4) (β) του εν λόγω Νόμου.
Εν προκειμένω, τα αδικήματα που οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν είναι σοβαρά όπως τούτο αντικατοπτρίζεται με ενάργεια από την προβλεπόμενη στο Νόμο ποινή. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος ως η 1η κατηγορία, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι 7 χρόνια. Ως προς το αδίκημα της παράνομης κατοχής με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ήτοι η 3η κατηγορία, το αδίκημα της προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ως η 5η κατηγορία, και το αδίκημα της παράνομης χρήσης ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’, ως η 4η κατηγορία, ο Νομοθέτης προβλέπει την επιβολή ποινής φυλάκισης μέχρι και διά βίου ή την επιβολή χρηματικής ποινής ή αμφότερες τις ποινές. Αναφορικά με το αδίκημα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β, ήτοι η 2η και 6η κατηγορία, ορίζεται ποινή φυλάκισης μέχρι 8 χρόνων ή επιβολή χρηματικής ποινής ή αμφότερες των ποινών. Ως προς το αδίκημα της αντίστασης της νόμιμης σύλληψης, ήτοι η 12η κατηγορία, προβλέπεται ποινή φυλάκισης 2 ετών.
Υποθέσεις αφορώσιν ναρκωτικές ουσίες επιτάσσουν αποτρεπτικές ποινές. Τούτο υπαγορεύει η οικεία νομολογία. Σχετικές οι υποθέσεις οι Ελενόδωρου Κυριάκου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 68/2020, απόφαση, ημερ. 11/5/2022, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ευθυμίου Σωκράτους, Ποινική Έφεση Αρ. 67/20212, απόφαση, ημερ. 17/3/2023. Oι δυσμενείς συνέπειες που η δράση αναφορικά με τις ναρκωτικές ουσίες επιφέρει στην κοινωνία και δη στον πυρήνα αυτής, ήτοι τους νέους ανθρώπους, απολήγουν στην καταστροφή της ζωής των. Πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου είναι η διασφάλιση της κοινωνίας, αφού τούτα αποτελούν δραματικό κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή.
Έτι περαιτέρω, η μεγάλη συχνότητα διάπραξης τέτοιας φύσεως αδικημάτων, γεγονός αναντίρρητο αφού διαπιστώνουμε την πλειάδα αυτών των υποθέσεων με τις οποίες τα Δικαστήρια απασχολούνται καθημερινά, και με την ουσιαστική εξάπλωση τους στους κόλπους της κυπριακής κοινωνίας, δημιουργεί την αδήριτη ανάγκη αυστηρής μεταχείρισης διά της επιβολής αποτρεπτικών ποινών (βλ. κατ’ αναλογίαν Moustafa Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248). Τούτο εξυμνεί η υπόθεση Κλεομένης v. Δημοκρατίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 350 η οποία έτυχε επίκλησης στην πρόσφατη υπόθεση του Εφετείου, Μωυσή Μαυρολουκά v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 95/2021 (Σχετ. Ποιν. Εφ. 74/2021), απόφαση, ημερ. 31/10/2023, όπου τονίστηκαν τα ακόλουθα:
«Αν και πιστεύουμε ότι επαναλαμβάνουμε εαυτούς και τα τετριμμένα, κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε την κατ' επανάληψη επισήμανση της νομολογίας μας «πως τα ναρκωτικά έχουν εξελιχθεί σε μάστιγα και καρκίνωμα της κοινωνίας μας, πληγές οι οποίες δυστυχώς, όπως διαπιστώνουμε από τη συχνότητα των υποθέσεων που έρχονται ενώπιον των δικαστηρίων, όχι μόνο δεν φαίνεται να υποχωρούν, αλλά επιδεινώνονται ραγδαία. Και στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι παραβάτες είναι πρόσωπα νεαρής ηλικίας. Είναι πραγματικά λυπηρό, οδυνηρό και τραγικό να διαπιστώνουμε πως η απώλεια ζωών, νέων κυρίως ανθρώπων, έχει γίνει μέρος της καθημερινής μας πραγματικότητας και πως η λίστα των νέων που έχουν εθιστεί στα ναρκωτικά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Η σκληρή αυτή πραγματικότητα επιτάσσει την επιβολή αποτρεπτικών ποινών και καθιστά την αυστηρή μεταχείριση των παραβατών επιτακτική». (Βλ. Λαζάρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633 και την εκεί σχετική νομολογία που η απόφαση παραπέμπει)».
Συνακόλουθα, το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών τα οποία κατέχονται με πρόθεση εμπορίας συνιστούν σοβαρούς παράγοντες που ενέχουν αποφασιστικής σημασίας προκειμένου για τον καθορισμό του ύψους της ποινής. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Berne v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 437 «Η επιβολή ιδιαίτερα σοβαρών ποινών ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου η κατοχή συνοδεύεται με πρόθεση εμπορίας των ναρκωτικών».
Ως προς τους μεταφορείς ναρκωτικών που διαδραματίζουν ρόλο στην έξαρση τούτης της μάστιγας που ταλανίζει την κοινωνία μας, παραπέμπουμε στην υπόθεση Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30 στην οποία λέχθηκε ότι «Η πείρα καταδείχνει ότι οι έμποροι ναρκωτικών συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για τη μεταφορά ναρκωτικών. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου». Επίσης, όπως υπομνήσθηκε στην υπόθεση Γεώργιος Κατσάπαου v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 318, «Θεωρούμε ότι είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, η αντιμετώπιση των προμηθευτών ναρκωτικών να έχει την ανάλογη βαρύτητα και στην επιβαλλόμενη ποινή, που πρέπει να είναι αυστηρή. (Βλ. Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 478.)»
Ωστόσο, τα Δικαστήρια, προκειμένου για την εξατομίκευση της ποινής, δεν βασίζονται περιοριστικά στην προβλεπόμενη από τη νομοθεσία, ανώτατη ποινή. Συνεκτιμούνται προς τούτο οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου ως και οι επιβαρυντικοί και ελαφρυντικοί παράγοντες. Σχετική η υπόθεση Salaryand Reza v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 541.
Εν προκειμένω, η κρινόμενη περίπτωση καθίσταται σοβαρή: 4Kg και 963,8g κάνναβη προοριζόταν όπως διοχετευθεί, διά της συμβολής των κατηγορουμένων, στην κυπριακή κοινωνία σε περίπτωση που αυτοί δεν αναχαιτίζονταν από τις αστυνομικές αρχές.
Επιπρόσθετα, αξιοσημείωτο παράγοντα συνιστά ο ρόλος που επιτελούσαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι ως συνιστώσα η οποία θα συνέβαλε στην τελεσφόρηση του τελικού στόχου των ιθυνόντων. Ειδικότερα:
Υπογραμμίζεται ότι η ποσότητα των 4Kg και 963,8g ετέθη στην κατοχή των κατηγορουμένων με σκοπό την προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα με παράλληλο το γεγονός πως ο κατηγορούμενος 2 προμήθευσε πρότερα την εν λόγω ποσότητα στο συγκατηγορούμενό του. Σε κάθε περίπτωση, ο σκοπός αμφοτέρων για την ενέργειά τους αυτή δεν διαφέρει ο οποίος συνίσταται και απολήγει στο μίασμα της κυπριακής κοινωνίας από τις ναρκωτικές ουσίες (σχετική η υπόθεση Salaryand v. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 541).
Δεν παραγνωρίζουμε όσα η οικεία νομολογία καθόρισε και οι συνήγοροι των κατηγορουμένων έθεσαν υπόψη του Δικαστηρίου ορθά αναφορικά με την ποινολογική μεταχείριση των ένεκα της ιδιότητας που υπείχαν στην παρούσα περίπτωση σε αντιπαραβολή των εμπόρων ναρκωτικών. Τούτο διότι αναγνωρίστηκε πως επιβάλλονται αυστηρότερες ποινές σε οργανωμένους εμπόρους αντί σε περιστασιακούς προμηθευτές ή διαμεσολαβητές (σχετική η υπόθεση Algert Xhaferi v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 207/2021, απόφαση, ημερ. 16/11/2022). Ωστόσο, ο λόγος προώθησης των ναρκωτικών δεν δύναται να χρησιμοποιείται ως ελαφρυντικός παράγοντας.
Εν τοιαύτη περιπτώσει, σύμφωνα με όσα ο συνήγορος του κατηγορουμένου 1 επιχειρηματολόγησε, ο κατηγορούμενος 1 ενέδωσε στην προτροπή του προμηθευτή του για ιδία χρήση με πίστωση και το ρίσκο της εξυπηρέτησης που τού παρείχε με την παραλαβή του πακέτου και την παράδοσή του σε τρίτο πρόσωπο ήταν δυσανάλογο της εύκολης παροχής κάνναβης το τελευταίο διάστημα με πίστωση, τού οποίου ο προμηθευτής ασκούσε επιρροή σε αυτόν. Σε ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο 2, ων χρήστης κάνναβης, ο προμηθευτής του τού ζήτησε να αναλάβει τη μεταφορά ναρκωτικών στην Πάφο έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Όπως ετέθη στην υπόθεση Νίκη Τσιάκκα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282 «Ο ρόλος τρίτου ατόμου, η εμπλοκή του και η υποκίνηση του κατηγορούμενου για διάπραξη των αδικημάτων αποτελεί όντως μετριαστικό παράγοντα, ανάλογα βέβαια με τις συνθήκες της κάθε υπόθεσης (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104)». Ωστόσο, θεωρούμε πως οι εν λόγω θέσεις που προεβλήθησαν εκ μέρους του κατηγορουμένου 1 δεν δύνανται να επενεργήσουν ως σοβαρός μετριαστικός παράγοντας υπό τας περιστάσεις. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1 ενήργησε τοιουτοτρόπως επειδή υποκινήθηκε ενασκήσει επιρροής από τον προμηθευτή της δόσης του επί πιστώσει το τελευταίο διάστημα, δεν αναιρεί την υποχρέωση του να αποταθεί στις αστυνομικές αρχές πριν την ανάμειξή του στη διάπραξη των αδικημάτων ή να απέχει συν τω χρόνω που η ενασχόληση του με τα ναρκωτικά για ιδία χρήση επιφέρει την εξάρτησή του και τα συνεπακόλουθα αυτής ώστε απολήγει σε μέγιστο κίνδυνο για την εξαθλίωση των ανθρώπων (βλ. κατ’ αναλογίαν Ναρζίπ v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6/2014, απόφαση, ημερ. 21/11/2014). Το Ανώτατο Δικαστήριο στην επικληθείσα υπόθεση Algert Xhaferi v. Δημοκρατίας επικαλέστηκε υπό την ορθή διάσταση, σχολιασμό του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Πάφου όπου το ίδιο διατύπωσε πως «Δικαιολογίες για αντίθετη συμπεριφορά δεν θα πρέπει να αναμένεται ότι θα τυγχάνουν ιδιαίτερης βαρύτητας ως μετριαστικός παράγοντας». Συνάμα προς τούτο, στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 466, μολονότι κατ’ έφεσιν δεν εξετάστηκε το επιχείρημα προσπάθειας σύνδεσης της προμήθειας των ναρκωτικών σε άλλους με την εξασφάλιση της δόσης του εφεσείοντος επειδή δεν ηγέρθη πρωτόδικα, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε προς τούτο ότι «Θεωρούμε όμως, ούτως ή άλλως, ότι ο ισχυρισμός είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας, γιατί, στο κάτω κάτω, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ελαφρυντικό ο λόγος προώθησης των ναρκωτικών. Είτε τα ναρκωτικά προωθούνται με σκοπό το άμεσο χρηματικό κέρδος, είτε για οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο όφελος, η κατάληξη παραμένει η ίδια. Η διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα».
Επιπρόσθετα, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ως λογική τη θέση πως ο κατηγορούμενος 1 συναίνεσε να προβεί στις εν λόγω αξιόποινες πράξεις αφελώς και απερίσκεπτα καθώς και ότι εξετέλεσε μια σχετική οδηγία σαν ένα ρομπότ. Ενώπιον μας, ετέθη ένας σώφρον άνθρωπος ηλικίας 36 ετών ο οποίος είναι οικογενειάρχης. Ουδέν δικαιολογεί πως λειτούργησε τυχόν άβουλα ή αδυνατούσε να αντισταθεί σε δοθείσες οδηγίες ή εισέτι να αξιολογήσει και αντιληφθεί τι θα έπραττε και πού ενεπλέκετο, πόσο μάλλον ποιες καταστροφικές συνέπειες οι ναρκωτικές ουσίες, οι οποίες θα διαμοιράζονταν, έχουν στη ζωή του ανθρώπου, τις οποίες ήδη ο ίδιος επωμιζόταν ως εκ της προσωπικής χρήσης στην οποία προέβαινε για 8 χρόνια.
Σε ό,τι αφορά το ρόλο εν προκειμένω που οι κατηγορούμενοι διετέλεσαν εν τοιαύτη περιπτώσει, διαφωτιστικό θεωρούμε το δικανικό συλλογισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Algert Xhaferi v. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Συγκεκριμένα, λέχθηκε ότι:
«Εκείνο το οποίο, ωστόσο, παραμένει ως γεγονός στην παρούσα περίπτωση είναι ότι ο Εφεσείων αναμφίβολα κατέστη συνεργός κάποιου ή κάποιων οργανωμένων εμπόρων ναρκωτικών. Με τις ενέργειες του προσέφερε σημαντική εκδούλευση και συνδρομή στον τελικό προμηθευτή και έμπορο ναρκωτικών, όποιος και αν ήταν αυτός. Η κατάληξη της ενέργειας του αυτής δεν μπορούσε να ήταν άλλη εκτός από τη συνδρομή στη διακίνηση και διάδοση των ναρκωτικών σε άλλα πρόσωπα.
Οφείλουμε δε καθηκόντως να παρατηρήσουμε και τα ακόλουθα: Παρότι αυτός ο τρόπος δράσης δεν μετατρέπει κάποιο συνεργό αυτού του είδους σε ιθύνοντα νου και ούτε εξισώνει την ευθύνη μεταξύ τους, εντούτοις δεν καθιστά άνευ σπουδαιότητας και σημασίας τη συνδρομή, συνέργεια, βοήθεια και εκδούλευση την οποία παρέχουν οι ενδιάμεσοι συνεργάτες προς ευόδωση του τελικού στόχου, που είναι η ολοκλήρωση του εγκλήματος, χωρίς τον κίνδυνο σύλληψης του ίδιου του εμπόρου από την Αστυνομία. Στην πραγματικότητα οι συνεργοί αυτού του είδους, εν γνώσει τους και έναντι κάποιας μορφής ανταλλάγματος, συμμετέχουν στα πιο ριψοκίνδυνα στάδια της δραστηριότητας και συνιστούν απαραίτητους κρίκους στην αλυσίδα διακίνησης ναρκωτικών κατά τρόπο που μπορεί να λεχθεί ότι χωρίς την προθυμία τέτοιων ατόμων δεν θα διαπράττετο το αδίκημα ή τουλάχιστον δεν θα καθίστατο τόσο εύκολη η διάπραξη του για τους οργανωτές του. Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν αυτό ακριβώς έπραξε ο Εφεσείων. Έχοντας υπό τη φύλαξη του τα ναρκωτικά σε αποθήκη της οποίας αυτός κρατούσε το κλειδί, ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι έδιδε καθοριστικής σημασίας κάλυψη στον πραγματικό ιδιοκτήτη των ναρκωτικών μέχρι τέλους, αφού δεν τον κατονόμασε. Ορθώς, επομένως, το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι ο Εφεσείων διαπράττοντας τα αδικήματα είχε κύρια συνδρομή στην αλυσίδα διακίνησης των ναρκωτικών, δίδοντας ξεκάθαρα σημαντικό «χέρι βοήθειας» προφανώς σε εμπόρους τους οποίους επέλεξε να μην αποκαλύψει».
Ο συνήγορος του κατηγορουμένου 1 υποστήριξε ότι ο τελευταίος θα κατείχε τα ναρκωτικά για περιορισμένο χρόνο αφού μετά την παραλαβή αυτών θα επικοινωνούσε με τον υποκινητή του με σκοπό να τα παραδώσει σε αναφερόμενο τρίτο πρόσωπο ώστε ο ρόλος του ήταν περιορισμένος κατατάσσοντάς τον στη χαμηλότερη βαθμίδα. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου 2 επισημαίνοντας πως ο τελευταίος δεν ήταν ο ιθύνων νους, υποστήριξε πως δυνατόν να χαρακτηριστεί ως περιστασιακός προμηθευτής ή διανομέας ο οποίος, αντιλαμβανόμενος τούτο, εξυπηρέτησε τον ιδιοκτήτη των ναρκωτικών στην εκπλήρωση των σκοπών του.
Υπό το πρίσμα των γεγονότων, είναι αναντίλεκτο πως αμφότεροι προμηθεύτηκαν τα ναρκωτικά με απώτερο στόχο κατά την αλυσίδα των ενεργειών και σταδίων να απολήξει στην κυπριακή κοινωνία. Οι κατηγορούμενοι απετέλεσαν τους επιμέρους κρίκους μεταφοράς μίας συνεκτικής αποστολής, με αδιάφορη τη χρονική διάρκεια που τελούσαν τα ναρκωτικά στην κατοχή τους. Αναπόδραστα, η δράση αμφοτέρων ενέχουσα το στοιχείο της μεταφοράς έγκειτο σε αυτή καθεαυτή την περίσταση και ουδείς κατατάσσεται στους οργανωμένους εμπόρους. Ωστόσο, ο ρόλος των κατηγορουμένων από τη στιγμή που προμηθεύτηκαν τα ναρκωτικά μέχρι και τη σύλληψη τους ήταν ο ίδιος. Τούτο διότι ο κατηγορούμενος 2 έλαβε τα ναρκωτικά από μη προσδιοριζόμενο πρόσωπο με σκοπό την παράδοσή τους στον κατηγορούμενο 1 όπερ εγένετο και ακολούθως, ο κατηγορούμενος 1, αφού τα απέκτησε, θα τα παρέδιδε έπειτα σε έτερο άγνωστο πρόσωπο ή πρόσωπα αν δεν ανακόπτονταν. Δεν κατεδείχθη οποιοδήποτε γεγονός το οποίο να διαφοροποιεί κατ’ ουσίαν το ρόλο των κατηγορουμένων μεταξύ των. Συναφώς, στην υπόθεση Νίκη Τσιάκκα v. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 282, ελέχθη ότι το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι ο ρόλος και των δύο εφεσειόντων από τη στιγμή που προμηθεύτηκαν τα ναρκωτικά, μέχρι και τη σύλληψη τους από την αστυνομία, ήταν ουσιαστικά ο ίδιος σημειώνοντας πως ο συνήγορος της εφεσείουσας δεν ανέδειξε συγκεκριμένα δεδομένα για να ισχυροποιήσει τη θέση του ότι ο ρόλος της εφεσείουσας ήταν σαφώς διαφοροποιημένος κατά το αρχικό στάδιο ώστε «πράγματι δεν διακρίνεται από το σύνολο των γεγονότων τέτοιος διαφορετικός ή περιορισμένος ρόλος».
Σε ό,τι αφορά το ρόλο ενός κατηγορουμένου στο κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου 1 επικαλέστηκε την υπόθεση Ελένη Σιδερένου v. Δημοκρατίας ως παράδειγμα διαχωρισμού ενός παραβάτη. Επί τω ότι οι ρόλοι των (εκεί) 3 καταδικασθέντων ήταν εν τοις πράγμασιν διακριτοί ρόλοι ως εκ της ιδιότητας που κατείχαν και βάσει της οποίας ενεργούσαν, στην πυραμίδα του κυκλώματος ναρκωτικών δικαιολογημένα επισημάνθηκε η διαφορετικότητα στη δράση τους και επέσυραν διαφορετικές ποινές. Αντίθετα, επί τη βάσει των ανωτέρω, η διάκριση δεν είναι συναφής ως εκ του ρόλου που υπέχουν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι στην κρινόμενη περίπτωση. Στην υπόθεση Rafael Alexis Valdez v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), έτυχε αναφοράς ο διαχωρισμός των παραβατών σε 3 κατηγορίες για σκοπούς ομοιομορφίας στις ποινές όπως εξεδόθησαν από την Αγγλία με το Ανώτατο Δικαστήριο να επικαλείται την Regina v. Christiana Boakye a.o. (2012) EWCA Cr.838 και να αναγάγει την ουσία πως «το Δικαστήριο πρέπει να διαχωρίσει σε τι είδους μεταφορείς ναρκωτικών θα επιβάλει ποινή, όχι αυστηρά με το να «κατατάξει» σε κατηγορίες ή υποκατηγορίες αλλά να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά του δράστη που καθορίζουν αφενός το βαθμό υπαιτιότητας του και αφετέρου το είδος και την ποσότητα των ναρκωτικών που μεταφέρει». Οι εν λόγω Sentencing guidelines ακολουθήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο εξ ου και το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν καταδείχθηκε ότι οι εφεσείοντες ήταν άβουλα όργανα στα χέρια των εντολέων τους, όπως η τελευταία υποβάθμιση στις σχετικές κατηγορίες των παραβατών, τονίζοντας πως αποδέχθηκαν να λειτουργήσουν ως μεταφορείς κοκαΐνης έναντι αμοιβής και ο τελικός σκοπός ήταν η διασπορά του λευκού θανάτου στην Κύπρο. Το αυτό κρίνουμε, τηρουμένου του ανωτέρω συλλογισμού μας, πως ισχύει στην προκειμένη περίπτωση αφού οι κατηγορούμενοι αποδέχθηκαν, έστω και υπό τις συνθήκες που έτυχαν επίκλησης από τους συνηγόρους, να εκτελέσουν τη λειτουργία του μεταφορέα δίχως να πρόκειται για άβουλα όργανα. Σε ό,τι αφορά την υπόθεση Μωυσή Μαυρολουκά v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), η οποία έτυχε αναφοράς από το συνήγορο του κατηγορουμένου 2 ως εκ της υιοθέτησης των Sentencing Guidelines σε σχέση με την ποινολογική μεταχείριση των μεταφορέων ναρκωτικών, παρατηρούμε πως κυρίως έτυχαν ανάπτυξης και παράθεσης αναφορικά με τον υπολογισμό της ποσότητας των ναρκωτικών βάσει του ακάθαρτου συνολικού βάρους των ναρκωτικών,που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.
Προς όφελος αμφοτέρων των κατηγορουμένων στο πλαίσιο της εξατομίκευσης της ποινής, λαμβάνουμε υπόψη εν πρώτοις το λευκό ποινικό μητρώο τους ως και την άμεση παραδοχή τους στις κατηγορίες η οποία «πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στη ποινή» (σχετική η Χαρτούμπαλλος v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, Χαραλάμπους κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 127/2019, 130/2019).
Περαιτέρω, προσμετρούμε τη συνεργασία των κατηγορουμένων με τις αστυνομικές αρχές στην έκταση και διάσταση που αυτή οράται δυνητικά. Συγκεκριμένα, η κρινόμενη δεν συνίσταται στην περίπτωση κατά την οποία δόθησαν στοιχεία τα οποία ήγαγαν στον εντοπισμό και σύλληψη προσώπων τα οποία πρωτοστατούν στη εν λόγω επιχείρηση ναρκωτικών (βλ. κατ’ αναλογίαν Χριστόδουλος Μαυρουδής v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 112/2021, απόφαση, ημερ. 19/12/2022, Παύλου v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2016 (σχ. με 48/2016), απόφαση, ημερ. 4/4/2019) κατά τρόπο που ως αποτέλεσμα της απόφασής τους να συνεργαστούν, έθεσαν σε κίνδυνο τη ζωή τους (βλ. Φραγκίσκου v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ.v 833). Τούτο διότι αποτελεί δηλωτικό γεγονός πως, επί ουσιωδών ερωτήσεων σε ανακριτική κατάθεση, ο κατηγορούμενος 1 αποκρίθηκε «Μετά από νομική συμβουλή που έλαβα στο παρόν στάδιο δεν επιθυμώ να αναφέρω ο,τιδήποτε», θέση επί της οποίας παρέμεινε σταθερός σε πρόσθετη ανακριτική κατάθεση, και παράλληλα ο κατηγορούμενος 2 δήλωνε ότι «Στο παρόν στάδιο δεν επιθυμώ να αναφέρω ο,τιδήποτε». Δεν διαφεύγει της προσοχής μας πως στην πρόσθετη ανακριτική κατάθεση του κατηγορουμένου 2, ο ίδιος ανέφερε πως γνώριζε ότι μετέφερε ναρκωτικά εν αναμονή λήψης χρηματικού ποσού, ωστόσο όσα περιστατικά απέρρεαν από την παρακολούθηση στην οποία ετύγχαναν οι κατηγορούμενοι από τους αστυνομικούς, ήτοι η τοποθέτηση από τον κατηγορούμενο 2 αριθμού συσκευασιών με τέτοια ποσότητα στην κάσα του οχήματος του κατηγορουμένου 1, άφηναν περιορισμένα περιθώρια. Το αυτό ισχύει και σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά του για άρνηση παραδοχής. Σύμφωνα έτι με τα αναντίλεκτα γεγονότα, ο εν λόγω κατηγορούμενος δήλωνε άγνοια σε διευκρινιστικές ερωτήσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι κατηγορούμενοι επέδειξαν την ίδια προσέγγιση εξ υπαρχής, συλληφθέντες επ’ αυτοφώρω για το αδίκημα της παράνομης κατοχής. Απώτερο αποτέλεσμα ήταν ο μη προσδιορισμός των ιθυνόντων ώστε το Δικαστήριο να αποστερείται της δυνατότητας να χαρακτηρίσει τη στάση των κατηγορουμένων ως ουσιαστική και παράδειγμα πλήρους συνεργασίας με τις αστυνομικές αρχές.
Συναφή τα διατυπωθέντα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην επικληθείσα ανωτέρω υπόθεση Algert Xhaferi v. Δημοκρατίας:
«Το ότι το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι η συνεργασία του Εφεσείοντα με την Αστυνομία δεν υπήρξε ειλικρινής και ότι ο βαθμός της «ήταν μέχρι εκεί που δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά» δεν ήταν αυθαίρετο αλλά, αντιθέτως, εύλογο συμπέρασμα που προέκυπτε από τα ίδια τα γεγονότα. Ο Εφεσείων είχε γίνει αντιληπτός από την Αστυνομία να σταθμεύει πλησίον του οχήματος που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος 2 και να τον προμηθεύει με ποσότητα ενός κιλού, περίπου, ναρκωτικά. Τα περιθώρια, επομένως, για άρνηση παραδοχής ευλόγως θεωρήθηκαν ως περιορισμένα. Το γεγονός δε ότι αρνήθηκε μέχρι τέλους να κατονομάσει τον πραγματικό ιδιοκτήτη των ναρκωτικών δίδοντας με αυτό τον τρόπο, όπως εύστοχα ανέφερε το Κακουργιοδικείο «καθοριστικής σημασίας κάλυψη» σε αυτόν ο οποίος παρέμεινε ατιμώρητος, ορθώς οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η συνεργασία του με την Αστυνομία δεν ήταν ειλικρινής και πλήρης».
Δεν δύναται έτι περαιτέρω να αγνοηθεί από το Δικαστήριο το γεγονός πως, κατά την ανακοπή των οχημάτων των κατηγορουμένων από την αστυνομία, ο κατηγορούμενος 1 αντιστάθηκε στη σύλληψή του. Ωστόσο, συνυπολογίζεται η συμπεριφορά του κατηγορουμένου 1 όπως αυτή συνθέτει την εύρεση ενός νάιλον διαφανούς σακουλιού στο μπαλκόνι της κατοικίας του. Σε κάθε περίπτωση, επί τη βάσει πάντων των ανωτέρω, συνεκτιμάται συνεπώς ο τοιαύτος βαθμός συνεργασίας του κατηγορουμένων.
Συνεπώς, η μετά τη σύλληψή τους, έστω κάποιου βαθμού, συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές, η άμεση παραδοχή τους καθώς και η απολογία τους ενώπιον μας αποτελεί έκφραση έμπρακτης μεταμέλειας από μέρους τους, η οποία μέσω της αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων υπεράσπισης ήταν ρητή και χωρίς περιορισμούς ή προϋποθέσεις (βλ. κατ’ αναλογίαν CCC Laundries (Paphos) Ltd κ.ά. v. Ελισάβετ Θεοφάνους (2010) 2 Α.Α.Δ. 288), τήν οποία και προσμετρούμε προς όφελός τους.
Επιπλέον, λαμβάνουμε ιδιαίτερα υπόψη την πρόθεση των κατηγορουμένων να απεξαρτηθούν από τη λαίλαπα της χρήσης των ναρκωτικών ως εκ της ένταξής τους στο πρόγραμμα «ΔΑΝΑΗ» του Τμήματος Φυλακών. Πρόκειται για προσωπικό πρωτίστως εγχείρημα των ιδίων αφού η τελεσφόρησή του, μόνο επ’ ωφελεία των ιδίων και παρεπόμενα των οικογενειών τους θα επενεργήσει. Η προσπάθειά τους και μόνο ωστόσο συνυπολογίζεται και αποτιμάται δεόντως από το Δικαστήριο. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Πέτρος Α. Χριστοφίδης v. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 148:
«Σε σχέση λοιπόν με το θέμα της απεξάρτησης, σημασία δεν είχε μόνο το αν ο εφεσείων τελικά πέτυχε ή όχι. Σημασία είχε και το αν προσπάθησε και πόσο. Στον όλως ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα των εξαρτησιογόνων ουσιών είναι χρήσιμο να γνωρίζει κανείς ότι οι πιθανότητες αποτυχίας είναι μεγάλες, ιδίως σε ανοικτό θεραπευτικό πρόγραμμα απεξάρτησης όπως αυτό που πρόσφερε το ΘΕΜΕΑ. Η άποψη του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων «ούτε εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία που του δόθηκε ούτε σεβάστηκε την απόφαση του Δικαστηρίου» μας φαίνεται να υποτιμά την προσπάθεια που γίνεται για απεξάρτηση σε περίπτωση αποτυχίας. Έχουμε τη γνώμη ότι θα πρέπει η όποια προσπάθεια να αποτιμάται και να ανταμείβεται ώστε να ενθαρρύνεται ο χρήστης να τη συνεχίζει».
Ακόμη, προσμετρούμε προς όφελος των κατηγορουμένων πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 30 (4) (α) του Ν. 29/1977 που χαρακτηρίζουν το αδίκημα ιδιαίτερα σοβαρό. Παρά ταύτα, ενυπάρχουν στοιχεία όπως αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 30 (4) (β) της οικείας Νομοθεσίας και έτυχαν αναφοράς από τους συνηγόρους των κατηγορουμένων που για αμφοτέρους καθίσταται το αδίκημα λιγότερο σοβαρό το οποίο λειτουργεί θετικά κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Συνυπολογίζουμε περαιτέρω τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των κατηγορουμένων ως αυτές προκύπτουν από τις Εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας και τα όσα οι συνήγοροι των κατηγορουμένων ανέφεραν και προσήγαγαν συμπληρωματικά. Υπογραμμίζουμε όμως πως οι όποιες προσωπικές περιστάσεις ή προβλήματα των κατηγορουμένων ευρύτερα δεν δικαιολογούν την παρανομία και την ενασχόλησή τους, έστω και διά τούτου του ρόλου, στη διακίνηση των ναρκωτικών στην Κυπριακή Δημοκρατία που απολήγει (και) σε ανηλίκους. Αναφορικά με όποια προβλήματα αντιμετωπίζουν ή κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν στο παρελθόν τα οποία τούς οδήγησαν στην εμπλοκή τους και χρήση των ναρκωτικών, η επίλυση θα επερχόταν με την αναζήτηση στήριξης προς αποκατάσταση των ιδίων. Λαμβάνουμε πρόσθετα σοβαρά υπόψη τις επιπτώσεις που δυνατόν πολυετής ποινή φυλάκισης θα επιφέρει στους κατηγορουμένους και στην οικογένειά τους, ιδιαίτερα στο ανήλικο τέκνο του κατηγορουμένου 1 και στον ανήλικο αδελφό του κατηγορουμένου 2. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συντρέχουν τα διατυπωθέντα στην υπόθεση Μ. Θ. v. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 174, απόσπασμα της οποίας έτυχε επίκλησης από το συνήγορο του κατηγορουμένου 2 αφού αποστέρηση των μέσων επιβίωσης στα λοιπά μέλη της οικογένειας του εν λόγω κατηγορουμένου 2 συνεπεία ενδεχόμενης ποινής φυλάκισής του δεν προετάχθη ενώπιον του Δικαστηρίου μήτε προκύπτει από τα ενώπιον μας στοιχεία.
Παρά ταύτα, όπως έχει καθιερωθεί νομολογιακά, σε τέτοιας φύσεως υπόθεση, οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του κατηγορουμένου δεν δύνανται να υπεραγκωνίσουν την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών με απώτερο σκοπό την προάσπιση του κοινωνικού συνόλου. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Gholi v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) «Οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα αδικοπραγούντων σε αυτού του είδους των υποθέσεων λαμβάνονται βέβαια σε κάποιο βαθμό υπόψη. Και η εξατομίκευση έχει τη θέση της. Αλλά δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας». Το αυτό ετέθη στην υπόθεση Μωυσή Μαυρολουκά v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), πως οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου σε υποθέσεις ναρκωτικών οι οποίες ενέχουν το στοιχείο της εμπορίας, είναι ήσσονος σημασίας λόγω της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Έτι περαιτέρω, στην υπόθεση Landau v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 178 τονίστηκε πως «Ο καλός χαρακτήρας του μεταφορέα είναι πολύ μικρής σημασίας στις περιπτώσεις εμπορίας ναρκωτικών».
Ακόμη, προσμετρούμε προς όφελος του κατηγορουμένου 2 το νεαρό της ηλικίας του, όντας 21 ετών ενώ κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν μόλις 20 ετών. Μολονότι δεν πρέπει να παραγνωρίζεται τούτος ο παράγοντας, επιτάσσεται η διατήρηση του αποτρεπτικού χαρακτήρα των ποινών σε υποθέσεις ναρκωτικών. Τούτο υπογράμμισε ο πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κος Χριστοδούλου, στην υπόθεση Andrei Marius v. Δημοκρατίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 397 όπου ο εφεσείων ήταν 23 ετών και τού επεβλήθησαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 και 11 ετών ο οποίος ενέπλεξε τον εαυτό του ως διακινητή ναρκωτικών, ήτοι κοκαΐνης. Συγκεκριμένα, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Κυρίως νέων, όπως νέος είναι και ο εφεσείοντας που για οικονομικό όφελος ενέπλεξε τον εαυτό του ως διακινητή ναρκωτικών και μάλιστα τάξεως Α (κοκαϊνης). Υποβλήθηκε συναφώς ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη βαρύτητα που θα έπρεπε να δώσει στο νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα. Δεν συμφωνούμε. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του και αυτό τον παράγοντα, παρατηρώντας όμως ταυτόχρονα, με αναφορά στη Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577 ότι «η πείρα καταδεικνύει ότι οι έμποροι ναρκωτικών συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για τη μεταφορά ναρκωτικών. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου». Υιοθετούμε ως ορθή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του θέματος, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι ναι μεν το νεαρό της ηλικίας ενός παραβάτη δεν πρέπει να παραγνωρίζεται στο στάδιο επιμέτρησης της ποινής, αλλά ειδικά σ' ότι αφορά τον τομέα των ναρκωτικών θα πρέπει να αναπτύξουν ιδιαίτερες αντιστάσεις, σκεπτόμενοι ότι αυτά προορίζονται κυρίως για συνομήλικους τους, στην εξαθλίωση των οποίων συμβάλλουν με την εμπλοκή στη διακίνηση τους. Ούτε περαιτέρω οι προσωπικές τους συνθήκες, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν, μπορούν να αφεθούν να εξουδετερώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα της ποινής που σε υποθέσεις ναρκωτικών είναι δεδομένη».
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της εξωδικαστηριακής τιμωρίας που οι συνήγοροι των κατηγορουμένων επικαλούνται ανάγοντας αυτό στις προκλήσεις και επιπτώσεις που θα επέλθουν στις οικογένειες αμφοτέρων, θέτουμε εν πρώτοις πως όπως καθιερώθηκε νομολογιακά λειτουργεί ως παράγοντας μετριασμού της ποινής όταν προκαλεί ζημιογόνες συνέπειες. Ωστόσο, θεωρούμε πως αντιφατικά αντικρίζεται τούτο αφού οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι δεν αναλογίστηκαν τις οικογένειές τους προβαίνοντας στη διάπραξη τούτων των αδικημάτων. Ως εκ τούτου, η εξωδικαστηριακή τιμωρία λίγη σημασία δύναται να έχει κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποτελούν ένα οδοδείκτη του μέτρου τιμωρίας ωστόσο δεν ενέχουν δεσμευτικό χαρακτήρα αφού η ποινή επιβάλλεται εξατομικευμένα για κάθε κατηγορούμενο σε συνάρτηση με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και τις περιστάσεις του κάθε κατηγορουμένου.
Στην υπόθεση Algert Xhaferi v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, παραδέχτηκε ενοχή στις κατηγορίες παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’ ήτοι 5Kg και 171,88g κάνναβη με σκοπό την προμήθεια και προμήθεια ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β’, ήτοι 959,3g κάνναβη σε τρίτο πρόσωπο επί των οποίων τού επεβλήθη πρωτόδικα ποινή φυλάκισης 8 ετών και 5 ετών αντίστοιχα. Κατ’ έφεσιν, δεν κρίθηκαν υπερβολικές.
Ακόμη, στην υπόθεση Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 127/19 και 130/19, απόφαση, ημερ. 10/3/2021, για την εισαγωγή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια 4Kg και 785,7g κάνναβης επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 10 ετών σε κατηγορούμενο που βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακρόασης, ενώ στον συγκατηγορούμενό του που είχε παραδεχθεί την εισαγωγή της εν λόγω ποσότητας, η ποινή φυλάκισης 9 ετών που τού επιβλήθηκε μειώθηκε σε 7 έτη, αφού κρίθηκε, ότι το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε τη δέουσα σημασία στο μετριαστικό παράγοντα ήτοι της άμεσης παραδοχής. Η επιβληθείσα στον ίδιον ποινή 3 ετών στην κατηγορία της κατοχής δεν ανετράπη.
Επίσης, στην υπόθεση Κωνσταντίνος Ευριπίδου v. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 392, επιβλήθηκε πρωτόδικα στον εφεσείοντα ηλικίας 26 ετών, κατόπιν παραδοχής, ποινή 5 ετών στη σοβαρότερη κατηγορία της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, ήτοι 2Kg και 818,77g η οποία επικυρώθηκε.
Με γνώμονα πάντα τα ανωτέρω, τη σοβαρότητα των αδικημάτων που οι κατηγορούμενοι διέπραξαν τα οποία επιφέρουν πολυετή ποινή φυλάκισης, την έξαρση των εν λόγω αδικημάτων η οποία απαιτεί την επιβολή ακόμη αυστηρότερων ποινών από τα Δικαστήρια, τις συνθήκες υπό τις οποίες διεπράχθησαν τα αδικήματα κατά τις οποίες κυρίως οι κατηγορούμενοι μετέφεραν μεγάλη ποσότητα κάνναβης οι οποίοι αν δεν αναχαιτίζονταν από την αστυνομία, θα εξανεμιζόταν στην κυπριακή κοινωνία, κρίνουμε ως η μόνη αρμόζουσα και κατάλληλη ποινή, αυτή της ποινής φυλάκισης. Ποινή φυλάκισης η οποία κρίνουμε ότι θα πρέπει να είναι της ίδιας έκτασης και για τους δύο κατηγορουμένους καθώς με βάση το σύνολο των ενώπιον μας δεδομένων, δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία που υπό τας περιστάσεις να δικαιολογούν διαφορετική ποινολογική μεταχείριση.
Επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο 1:
i. ποινής φυλάκισης 7 ετών στη 3η κατηγορία
ii. ποινή φυλάκισης 2 μηνών στην 4η κατηγορία
iii. ποινή φυλάκισης 2 μηνών στην 6η κατηγορία.
iv. ποινή φυλάκισης 2 μηνών στη 12η κατηγορία.
Επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο 2:
i. ποινή φυλάκισης 7 ετών στην 3η κατηγορία.
ii. ποινή φυλάκισης 7 ετών στην 5η κατηγορία.
Δεν επιβάλλουμε ποινή φυλάκισης στην 1η κατηγορία επί τω ότι, όπως καθορίστηκε στην υπόθεση Στέλιος Κουλουντή v. Αστυνομίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 870, «σε σχέση με την επιβολή ποινής επί αδικημάτων συνωμοσίας όταν συντρέχουν με τα αδικήματα για τα οποία υλοποιήθηκε η συμφωνία, όπως εν προκειμένω, ότι η πρακτική, αν μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι, να επιβάλλεται ποινή και στις δύο κατηγορίες, δεν είναι ενδεδειγμένη, καθότι η υλοποίηση της συμφωνίας προς διάπραξη αδικήματος απορροφάται με την ίδια τη διάπραξη του αδικήματος που αφορά η συνωμοσία». Το αυτό ισχύει σε ό,τι αφορά την 2η κατηγορία ως εκ του ότι τα γεγονότα που τήν αφορούν, εμπερικλείονται στην 3η κατηγορία επί της οποίας το Δικαστήριο επέβαλε ποινή ούσα σοβαρότερη.
Τέλος, επί τω ότι τα αδικήματα που οι κατηγορούμενοι διέπραξαν απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά (σχετικές οι Γενικός Εισαγγελέας ν. Θωμά, Ποινική Έφεση Αρ. 132/2017, σχ. με 136/2017, ημερ. 26/6/2019, Χαράλαμπος Σάκκος v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 196/2020, απόφαση, ημερ. 20/9/2022) κρίνουμε πως οι επιβληθείσες ποινές στις ως άνω κατηγορίες, θα συντρέχουν τηρουμένης και της αρχής της συνολικότητας (the totality principle) προς αποφυγή επιβολής υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής για το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του παραβάτη.
Ο χρόνος έκτισής τους μειώνεται κατά το χρονικό διάστημα που οι κατηγορούμενοι τελούν υπό κράτηση σε ό,τι αφορά την παρούσα υπόθεση, από τις 9/6/2023.
(Υπ.) _________________
Μ. Δρουσιώτης, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) _________________
Π. Κυριακίδης, Α.Ε.Δ.
Ε. Πεύκου, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο