Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου ν. SAMUIL SIMEONOV GEORGIEV, Aρ. Υπόθεσης: 2510/24, 12/12/2024
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου ν. SAMUIL SIMEONOV GEORGIEV, Aρ. Υπόθεσης: 2510/24, 12/12/2024

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Συμεού, Ε.Δ.   

 

         Aρ. Υπόθεσης: 2510/24

 

                                           

                                            Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

 

                                                                - ν -  

                                    

                                          SAMUIL SIMEONOV GEORGIEV

 

 

Ημερομηνία: 12/12/24

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Ε. Μανώλη             

Για τον Κατηγορούμενο : κα. Μ. Παπαδημήτρη 

Κατηγορούμενος : παρών      

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της διάρρηξης κτηρίου κατά παράβαση των άρθρων 291  και 294 (α) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε (1η κατηγορία), την κατηγορία της κλοπής μετά από προηγούμενη καταδίκη κατά παράβαση των άρθρων 255 και 272 (1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε (2η κατηγορία), την κατηγορία της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων κατά την διάρκεια της νύχτας χωρίς νόμιμη δικαιολογία κατά παράβαση του άρθρου 296 (γ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 όπως τροποποιήθηκε (3η κατηγορία), την κατηγορία της απαγόρευσης μεταφοράς μαχαιριών εκτός κατοικίας κατά παράβαση των άρθρων 82(2), 85 και 86 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε (4η κατηγορία), την οδήγηση οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών κατά παράβαση του Νόμου 174/86 και του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 (5η κατηγορία), την κατηγορία της οδήγησης οχήματος από πρόσωπο που του είχε αποστερηθεί η ικανότητα να κατέχει η να λαμβάνει άδεια οδήγησης κατά παράβαση του Νόμου 94(Ι)2001 όπως τροποποιήθηκε (6η κατηγορία), την κατηγορία της οδήγησης οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου κατά παράβαση του Νόμου 96(Ι)/2000 όπως τροποποιήθηκε (7η κατηγορία), την κατηγορία της χρήσης μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό καταλληλόλητας κατά παράβαση των Περί των Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών (8η κατηγορία), την κατηγορία της χρήσης οχήματος χωρίς διακριτικά σημεία ταυτότητας κατά παράβαση του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών (9η κατηγορία), και τέλος την χρήση οχήματος με ακυρωμένη εγγραφή κατά παράβαση του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών (10η κατηγορία).  

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των πιο πάνω αδικημάτων, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται επί το ότι, μεταξύ των ημερομηνιών 27–28/04/23 στον Μούταλλο της Επαρχίας Πάφου διέρρηξε και εισήλθε στο μηχανουργείο του Βάσου Χριστοφόρου, από τώρα και στο εξής, «του ΜΚ4» και διέπραξε το αδίκημα της κλοπής ενώ προηγουμένως είχε ήδη καταδικαστεί σε έξι άλλες ποινικές υποθέσεις. Επίσης κατηγορείται και επί το ότι, ενώ προηγουμένως είχε καταδικαστεί στις πιο πάνω ποινικές υποθέσεις σε ποινές φυλάκισης για κακουργήματα κατά της περιουσίας, στις 27/05/24 είχε στην κατοχή του διαρρηκτικά όργανα κατά την διάρκεια της νύχτας ενώ μετέφερε και δύο μαχαίρια τα οποία κατέληγαν σε μυτερή άκρη εκτός της κατοικίας και ή της αυλής του, μήκους 8,5 και 10 εκατοστών αντίστοιχα.

 

Πέραν των πιο πάνω αδικημάτων ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και τροχαία αδικήματα. Πιο συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος κατηγορείται επί το ότι την 27/05/24 οδηγούσε το όχημα με αρ. εγγραφής  ΧΧΧ 543 υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και χωρίς άδεια οδήγησης αφού του είχε αποστερηθεί η ικανότητα να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος, καθώς επίσης και ότι οδηγούσε χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης που αφορά την ευθύνη έναντι τρίτου, χωρίς πιστοποιητικό καταλληλόλητας, χωρίς μπροστινές πινακίδες εγγραφής και χωρίς το όχημα που οδηγούσε να είναι εγγεγραμμένο καθότι η εγγραφή του ακυρώθηκε λόγω της μη ανανέωσης της άδειας κυκλοφορίας για περίοδο ενός έτους και 70 ημερών.

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει βεβαίως να αναφερθεί, ότι, ο Κατηγορούμενος την 26/09/24 άλλαξε απάντηση από μη παραδοχή σε παραδοχή στις κατηγορίες που αφορούν τα τροχαία αδικήματα και συνεπώς η ακροαματική διαδικασία η οποία έχει διεξαχθεί, αφορά τις κατηγορίες ένα μέχρι και τέσσερα.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε έξι μάρτυρες κατηγορίας ενώ δηλώθηκαν με την σύμφωνη γνώμη και των δύο πλευρών, παραδεκτά γεγονότα.  

 

Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο, το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση κάλεσε τον Κατηγορούμενο σε απολογία ενώ από πλευράς του ο Κατηγορούμενος επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής και κάλεσε μόνο ένα μάρτυρα προς υπεράσπιση του.  

 

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

 

Πρώτος μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή, κλήθηκε για να καταθέσει σε σχέση με τις δύο πρώτες κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, δηλαδή αυτή της διάρρηξης και της κλοπής του μηχανουργείου του ΜΚ4, ο Αστ.4485 Σ. Πενταράς, ΜΚ1. Η κατάθεση του, η οποία και υιοθετήθηκε από τον ίδιο ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, αποτελεί το Τεκμήριο 1. Ο ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε σειρά τεκμηρίων μεταξύ των οποίων και ένα κινητό τηλέφωνο – Τεκμήριο 5 - το οποίο όπως υπέδειξε, εντοπίστηκε από τον ΜΚ4 εντός του μηχανουργείου του και παραδόθηκε από τον ίδιο στην αστυνομία. Σύμφωνα με τον ΜΚ1, στο εν λόγω κινητό τηλέφωνο το οποίο αποστάλθηκε στα πλαίσια της διερεύνησης της υπόθεσης για τις απαραίτητες επιστημονικές εξετάσεις, εντοπίστηκε το γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου καθώς και τηλεφωνικές κλήσεις οι οποίες είχαν διενεργηθεί από και προς τον τηλεφωνικό αριθμό της μητέρας του Κατηγορούμενου από την κάρτα sim που υπήρχε τοποθετημένη εντός του συγκεκριμένου κινητού τηλεφώνου. Ο ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε επίσης και τις επιστημονικές εξετάσεις που είχαν διενεργηθεί από το Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας, τα παρειακά επιχρίσματα που λήφθηκαν από τον Κατηγορούμενο, καθώς και σειρά άλλων εγγράφων. Ειδικότερα ο ΜΚ1 κατέθεσε στο Δικαστήριο τα Τεκμήρια 1 μέχρι και 19.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ1 από την Υπεράσπιση, κλήθηκε να απαντήσει σε σειρά διευκρινιστικών ερωτήσεων αναφορικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε σχετικά με την διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης,  ενώ ουσιαστικά διαφάνηκε μέσα από τις ερωτήσεις οι οποίες είχαν τεθεί προς τον μάρτυρα κατά την αντεξέταση του, ότι η μια από τις βασικότερες θέσεις της υπερασπιστικής γραμμής του Κατηγορουμένου, ήταν ότι, η διερεύνηση της υπόθεσης από την πλευρά της Αστυνομίας ήταν ελλιπής. Ειδικότερα, η Υπεράσπιση έθεσε στον ΜΚ1 την θέση, ότι, ο Κατηγορούμενος από την πρώτη στιγμή που είχε συλληφθεί είχε αναφέρει επανειλημμένα τόσο προς τις αστυνομικές αρχές όσο και δια μέσω της ίδιας της συνηγόρου του ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ο ίδιος γνωρίζει το πρόσωπο που εμπλέκεται στην διάρρηξη και την κλοπή του μηχανουργείου του ΜΚ4 και ότι για τον λόγο αυτό επιθυμούσε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση για να το αναφέρει. Σύμφωνα μάλιστα με την Υπεράσπιση, οι αστυνομικές αρχές αγνόησαν πλήρως τις συνεχείς παρακλήσεις του Κατηγορούμενου για να του ληφθεί εκ νέου κατάθεση και δεν τον έλαβαν καθόλου υπόψη με αποτέλεσμα να έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο παραβιαστεί το θεμελιακό δικονομικό του δικαίωμα για να τύχει δίκαιης δίκης. Ο ΜΚ1 απαντώντας στην πιο πάνω θέση που του υποβλήθηκε, υπέδειξε ότι ήταν η πρώτη φορά που άκουσε για τον πιο πάνω ισχυρισμό του Κατηγορούμενου, ενώ επέμεινε με σθεναρότητα στην θέση του ότι ουδέποτε περιήλθε στην αντίληψη του ένα τέτοιο συγκεκριμένο ζήτημα. Ουσιαστικά ο ΜΚ1 απαντώντας ανέφερε ότι ουδέποτε ο Κατηγορούμενος του είχε εκφράσει μια τέτοια επιθυμία.  

 

Πέραν των πιο πάνω θέσεων που υποβλήθηκαν στον ΜΚ1, η αντεξέταση της Υπεράσπισης επικεντρώθηκε και στις ενέργειες τις αστυνομίας σχετικά με τις πληροφορίες που είχε ζητήσει από τον πάροχο του κινητού τηλεφώνου – Τεκμηρίου 5 – το οποίο είχε εντοπιστεί από τον ΜΚ4 εντός του υποστατικού του. Ειδικότερα αποτέλεσε βασική θέση της Υπεράσπισης, ότι, παρά την απάντηση που είχε δεχτεί η αστυνομία αναφορικά με τα αιτήματα που είχαν διαβιβαστεί στον πάροχο της κινητής τηλεφωνίας του συγκεκριμένου κινητού τηλεφώνου, εντούτοις η αστυνομία παρέλειψε να αποταθεί εκ νέου στον πάροχο ούτως ώστε να ζητηθούν περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς τον εντοπισμό του αριθμού του τηλεφώνου της συγκεκριμένης συσκευής.  Επίσης, ο ΜΚ1 αντεξετάστηκε από την Υπεράσπιση και αναφορικά με το γεγονός, ότι παρά τον εντοπισμό του αριθμού του κινητού τηλεφώνου της μητέρας του Κατηγορούμενου στην εν λόγω συσκευή, εντούτοις κατά την λήψη της κατάθεσης από την ίδια την μητέρα του Κατηγορούμενου εκ μέρους της αστυνομίας, ουδέποτε η τελευταία ερωτήθηκε για το κατά πόσο αν κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε επικοινωνήσει μαζί με τον Κατηγορούμενο στο εν λόγω κινητό τηλέφωνο. 

 

Σε ότι αφορά την απάντηση που είχε ληφθεί από τον πάροχο της κινητής τηλεφωνίας αναφορικά με την εν λόγω συσκευή, ο ΜΚ1 υπέδειξε ότι η επιστολή που είχε ληφθεί μετά από το αίτημα που είχε αποσταλεί στον πάροχο κινητής τηλεφωνίας ήταν ξεκάθαρη, χωρίς να χρήζει δηλαδή οποιασδήποτε άλλης διευκρίνισης, ενώ σε ότι αφορά τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν κατά την λήψη της κατάθεσης της μητέρας του Κατηγορούμενου, ο ΜΚ1 απαντώντας ανέφερε ότι από την ημερομηνία της διάπραξης του αδικήματος της διάρρηξης και της κλοπής μέχρι και την σύνδεση του Κατηγορούμενου με το εν λόγω κινητό τηλέφωνο, είχε ήδη παρέλθει χρονικό διάστημα ενός έτους και έτσι ο ίδιος θεώρησε ότι θα ήταν άσκοπο να ερωτηθεί η μητέρα του Κατηγορούμενου για το κατά πόσο συνομίλησε μαζί του τηλεφωνικώς κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Στην συνέχεια κλήθηκε και κατέθεσε ως μάρτυρας για την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ο Αστ. 3819 Α. Κακουλής, ΜΚ2. Η κατάθεση του αποτελεί το Τεκμήριο 19 και  υιοθετήθηκε από τον ίδιο ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Ο ΜΚ2 κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι κατά τα πλαίσια της διερεύνησης της υπόθεσης που αφορά τις κατηγορίες 3 – 10 έχει παραλάβει τον συλληφθέντα Κατηγορούμενο από τον ΜΚ3, Λοχ. 3179 Χ. Αντωνίου ο οποίος τον είχε εντοπίσει προηγουμένως, καθώς και ότι, τα τεκμήρια που είχαν εντοπιστεί εντός του οχήματος που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος την 27/05/24 είναι αυτά που κατέθεσε στο Δικαστήριο ως Τεκμήρια 20 – 35. Τα τεκμήρια αυτά σύμφωνα με τον ΜΚ2 επεξηγούνται και στην γραπτή του κατάθεση με Α/Α 1 – 16. Ο ΜΚ2 επίσης κατέθεσε την ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον Κατηγορούμενο η οποία αποτελεί το Τεκμήριο 36, καθώς και τα έγγραφα που αφορούν την ιδιοκτησία του οχήματος που οδηγούσε τα οποία είναι τα Τεκμήρια 37Α και 37Β. Επίσης την κατάθεση της Σοφίας Σαμπάνια στο όνομα της οποίας ήταν εγγεγραμμένο αρχικά το όχημα που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος η οποία και αποτελεί το Τεκμήριο 39.

 

Ο ΜΚ2 αντεξεταζόμενος κλήθηκε από την Υπεράσπιση να διευκρινίσει για το κατά πόσο γνώριζε τον τρόπο που ο Κατηγορούμενος απέκτησε το όχημα που οδηγούσε κατά το επίδικο βράδυ, αλλά και για το κατά πόσο ήταν πιθανόν να μην γνώριζε ότι το συγκεκριμένο όχημα ήταν αρχικά εγγεγραμμένο σε εταιρεία. Ο ΜΚ2 δεν διαφώνησε με την πιο πάνω θέση της Υπεράσπισης, υπέδειξε όμως ότι αναφορικά με τα εργαλεία τα οποία εντοπίστηκαν εντός του οχήματος του, ο Κατηγορούμενος, ενώ έδωσε ένα ισχυρισμό αναφορικά με την χρήση τους, εντούτοις ο ισχυρισμός του αυτός διαψεύσθηκε από τον Αντώνη Σαμπάνια ο οποίος στην γραπτή του κατάθεση ανέφερε ότι οι μόνες εργασίες που απασχολείται ο Κατηγορούμενος είναι κάποιες χειρωνακτικές εργασίες στο χωράφι του, και σε καμία περίπτωση στο καφενείο του όπως και ο ίδιος ισχυρίστηκε. Ακολούθως η Υπεράσπιση υπέβαλε στον ΜΚ2 την θέση, ότι η αλήθεια σχετικά με την συνεργασία που είχε μεταξύ με τον Αντώνη Σαμπάνια ο Κατηγορούμενος, ήταν όπως αυτή είχε υποστηριχθεί από την πλευρά του Κατηγορούμενου καθώς και ότι η διερεύνηση του εν λόγω ισχυρισμού του ήταν ελλιπής εκ μέρους της αστυνομίας, αφού ο Σαμπάνιας θα έπρεπε περαιτέρω να ερωτηθεί για το κατά πόσο πράγματι ο Κατηγορούμενος εργαζόταν για λογαριασμό του σε εργασίες ανακαίνισης οι οποίες διεξάγονταν στο καφενείο του. Ο ΜΚ2 απαντώντας διαφώνησε αναφέροντας ότι η θέση του Σαμπάνια αναφορικά με τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου ήταν ξεκάθαρη και ότι δεν έχρηζε οποιασδήποτε άλλης διευκρίνισης.

 

Επόμενος μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή, κλήθηκε και κατέθεσε ο Λοχ. 3179 Χ. Αντωνίου, ΜΚ3,  ο οποίος υπηρετεί στον ΟΠΕ Πάφου και ήταν το πρόσωπο που ανέκοψε το όχημα του Κατηγορούμενου περί της 01:00 π.μ. στην περιοχή Μούταλλος  της Επαρχίας Πάφου ενόψει της διαπίστωσης του ότι το όχημα αυτό οδηγείτο χωρίς μπροστινές πινακίδες εγγραφής. Ο ΜΚ3 αναφέρθηκε στον εντοπισμό των τεκμηρίων τα οποία κατατέθηκαν από τον ΜΚ2 στο Δικαστήριο και τα οποία ανευρέθηκαν εντός του οχήματος του Κατηγορούμενου, ενώ η γραπτή του κατάθεση αποτελεί το Τεκμήριο 39. Σε ότι αφορά τα Τεκμήρια 20 – 35, ο ΜΚ3 εξήγησε ότι ο Κατηγορούμενος κατείχε τα εν λόγω εργαλεία κατά την διάρκεια της νύχτας χωρίς ο ίδιος να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για το νόμιμο της κατοχής τους, ενώ παράλληλα υπέδειξε, ότι, όλα αυτά τα εργαλεία τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του Κατηγορούμενου και ειδικότερα εντός του οχήματος που οδηγούσε κατά την στιγμή που ανακόπηκε, τόσο μέσα από την λογική όσο και μέσα από την εμπειρία του ως αστυνομικός αποτελούν διαρρηκτικά όργανα. Ειδικότερα ο ΜΚ3 εξήγησε στο Δικαστήριο το τρόπο που το κάθε ένα από αυτά εργαλεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από κάποιο πρόσωπο ούτως ώστε να επιτευχθεί μια διάρρηξη, τονίζοντας βεβαίως ότι ως εκ της φύσεως τους τα αυτά, χρησιμοποιούνται και για  νόμιμο σκοπό.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ3 αμφισβητήθηκε για τις θέσεις που προέβαλε αναφορικά με τον σκοπό της κατοχής των Τεκμηρίων 20 – 23 τα οποία και κατείχε ο Κατηγορούμενος ενώ από την άλλη ο μάρτυρας επέμεινε κατηγορηματικά στην θέση του ότι αφής στιγμής τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν στην κατοχή του Κατηγορούμενου και υπό περιστάσεις ύποπτες και χωρίς ο ίδιος να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις ως προς την νομιμότητα της κατοχής τους, ο ίδιος ο Κατηγορούμενος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι τα εργαλεία αυτά που κατείχε ήταν για νόμιμο σκοπό. Ο ΜΚ3 ερωτώμενος από την Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του ως προς την νομιμότητα της κατοχής των επίδικων αντικειμένων που εντοπίστηκαν στην κατοχή του Κατηγορουμένου, υπέδειξε ότι υπάρχουν πράγματι και περιπτώσεις όπου οι συνθήκες εντοπισμού αυτής της φύσης εργαλείων διαφέρουν από την παρούσα περίπτωση, όταν δηλαδή είναι ξεκάθαρο ότι τα αντικείμενα αυτά χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς της εργασίας του κάποιου προσώπου. Ειδικότερα ο ΜΚ3 ανέφερε ότι αν ο Κατηγορούμενος όντως απασχολείτο με μια συγκεκριμένη είδους εργασία στην οποία ήταν όντως απαραίτητο να χρησιμοποιεί αυτού του συγκεκριμένου είδους εργαλεία και ότι αν αυτά εντοπίζονταν εντός οχήματος που χρησιμοποιούσε για την εργασία του π.χ σε ένα  όχημα τύπου βαν, με τρόπο τακτοποιημένο, οι περιστάσεις φυσικά και θα διέφεραν κατά πολύ από την παρούσα περίπτωση με αποτέλεσμα το πρόσωπο τα κατείχε να μην δημιουργούσε υποψίες που δημιούργησε υπό τις περιστάσεις ο Κατηγορούμενος και συνεπώς να μην είχε συλληφθεί.  

 

Σε σχέση με τον τρόπο εντοπισμού και ανακοπής του οχήματος του Κατηγορούμενου, ο ΜΚ3 ανέφερε επίσης ότι είχε αντιληφθεί από προηγουμένως τον Κατηγορούμενο να βρίσκεται εκτός του καφενείου του Αντώνη Σαμπάνια, το οποίο βεβαίως ήταν εκτός λειτουργίας και χωρίς ο Κατηγορούμενος να εργάζεται αφού δεν έκανε οτιδήποτε. Ερωτώμενος επίσης για ποιο λόγο δεν είχε συλληφθεί ο Κατηγορούμενος από την πρώτη στιγμή του εντοπισμού του εκτός του καφενείου, ο ΜΚ3 ανέφερε ότι την συγκεκριμένη στιγμή ο Κατηγορούμενος δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα αφού απλά στεκόταν και είχε συνομιλήσει μαζί του. Μάλιστα ανέφερε, ότι ο Κατηγορούμενος κατά την πρώτη συνάντηση που είχαν μεταξύ τους, του είχε αναφέρει ότι το συγκεκριμένο όχημα που βρέθηκε να οδηγεί δεν θα το οδηγούσε καθότι είναι ακινητοποιημένο, κάτι που τελικά δεν έπραξε αφού μετά από την πάροδο περίπου μιας ώρας εντοπίστηκε να το οδηγεί σε κοντινή απόσταση από το καφενείο και χωρίς μπροστινές πινακίδες εγγραφής. Αυτός σύμφωνα με τον ΜΚ3 ήταν και ο λόγος της ανακοπής του οχήματος και συνακόλουθα ο εντοπισμός των διαρρηκτικών οργάνων που βρισκόντουσαν στην κατοχή του καθώς και των μαχαιριών.  

 

Ο ΜΚ4 είναι ο ιδιοκτήτης του μηχανουργείου το οποίο διαρρήχθηκε στον Μούταλλο της Επαρχίας Πάφου κατά τον επίδικο χρόνο.  Η μαρτυρία του επικεντρώθηκε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπίστωσε την διάρρηξη και στην συνέχεια την κλοπή των εργαλείων τα οποία και απουσίαζαν κατόπιν του ελέγχου που διενεργήθηκε, και των οποίων βεβαίως όπως διαφάνηκε κατά την μαρτυρία του δεν μπορούσε να καθορίσει επακριβώς την αξία τους, εφόσον όπως εξήγησε αυτή κυμαίνεται περί τα 1501 ευρώ. Αυτό άλλωστε αναφέρθηκε και από τον ίδιο στον κατάλογο που ετοίμασε και παρέδωσε στην αστυνομία. Η αξία τους σύμφωνα με τον ΜΚ4 καθορίστηκε με βάση τις τιμές της αγοράς χωρίς ωστόσο να γνωρίζει επακριβώς το ποσό που πωλείται έκαστο εκ των αντικειμένων τα οποία και είχαν κλαπεί, εφόσον κάποια από αυτά τα είχε αποκτήσει πριν από πολλά χρόνια.

 

Αντεξεταζόμενος από την Υπεράσπιση, ο ΜΚ4, κλήθηκε καταρχήν να απαντήσει σε διάφορες διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τον χρόνο τον οποίο είχε κλείσει το μηχανουργείο του πριν αυτό να διαρρηχθεί, για το πότε επακριβώς είχε ενημερωθεί αναφορικά με την εν λόγω διάρρηξη, καθώς και για το πότε και πώς ο ίδιος μετέβηκε στο υποστατικό του για να διαπιστώσει τελικά τόσο την διάρρηξη του όσο και την κλοπή των εργαλείων του. Ο ΜΚ4 απαντώντας εξήγησε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπίστωσε ότι όντως η ξύλινη πόρτα του υποστατικού του αλλά και ένα πολύ μικρό παράθυρο είχαν παραβιαστεί καθώς και ότι εντόπισε ότι κάποια από τα εργαλεία της δουλειάς του απουσίαζαν. Περαιτέρω, η Υπεράσπιση κάλεσε τον ΜΚ4 να απαντήσει σε διάφορες άλλες διευκρινιστικές ερωτήσεις για τον τρόπο που ήταν διαμορφωμένο το μηχανουργείο του, αλλά και για το πότε επακριβώς προέβηκε στον έλεγχο με αποτέλεσμα τον εντοπισμό του κινητού τηλεφώνου δηλαδή του Τεκμηρίου 5.  Ο ΜΚ4 απαντώντας στις πιο πάνω ερωτήσεις που του τέθηκαν, ανέφερε ότι το επίδικο κινητό τηλέφωνο ανευρέθηκε στις 29/05/23 ενώ προηγουμένως δεν το είχε αντιληφθεί καθότι δεν είχε προβεί σε ενδελεχή και λεπτομερή έλεγχο εντός του υποστατικού του. Ως προς το σημείο αυτό, ο ΜΚ3 εξήγησε ότι το πάτωμα του υποστατικού του δεν είναι ένα συνηθισμένο καθαρό πάτωμα ενόψει της φύσης των εργασιών του, καθότι σε αυτό υπήρχε σωρεία άλλων αντικειμένων με αποτέλεσμα το κινητό τηλέφωνο να μην είναι εύκολα ορατό και αντιληπτό. Το γεγονός αυτό σύμφωνα με τον ΜΚ4, είχε ως αποτέλεσμα σύμφωνα να γίνει αντιληπτό από τον ίδιο σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι την επόμενη ημέρα της διαπίστωσης της διάρρηξης και της κλοπής αφού αντιλήφθηκε την ύπαρξη του μόνο όταν είχε μεταβεί στο συγκεκριμένο σημείο που βρισκόταν το γραφείο του αφού αυτό το κινητό τηλέφωνο βρισκόταν και κάτω από το γραφείο. Περαιτέρω ο ΜΚ4 ανέφερε ότι όταν μετέβηκε για πρώτη φορά στο μηχανουργείο του διαπιστώνοντας ουσιαστικά το τι είχε συμβεί, ο ίδιος επιδιόρθωσε την ξύλινη πόρτα που είχε παραβιαστεί ούτως ώστε το κατάστημα του να  παραμείνει κλειστό και ασφαλισμένο ενώ σχετικά με το μικρό παράθυρο που είχε παραβιαστεί, υπέδειξε ότι αυτό ήταν τόσο μικρό, ήταν αδύνατο να καταφέρει κάποιος να εισέλθει εντός του μηχανουργείου του.

 

Αποτέλεσε περαιτέρω βασική θέση της Υπεράσπισης του Κατηγορουμένου κατά την αντεξέταση του ΜΚ4, ότι το εν λόγω κινητό τηλέφωνο μπορεί εύκολα να εναποτέθηκε οποτεδήποτε μετά από την διάρρηξη και μεταξύ του χρονικού διαστήματος από την στιγμή που είχε μεσολαβήσει η διάρρηξη μέχρι και τον εντοπισμό του. Ο ΜΚ4 ανέφερε ότι πριν επιτευχθεί η διάρρηξη στο υποστατικό του δεν υπήρχε το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο ενώ αυτό εντοπίστηκε εντός του υποστατικού του αφού η διάρρηξη είχε ήδη επιτευχθεί. Επίσης ανέφερε ότι κανένα άλλο πρόσωπο πλην του ιδίου δεν είχε εισέλθει εντός του υποστατικού του πριν αναχωρήσει από αυτό για τελευταία φορά και πριν δηλαδή αυτό διαρρηχθεί.

 

Η ΜΚ5 κλήθηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει υπό την ιδιότητα της ως γενετιστής με ειδικότητα στην δικανική γενετική. Κατά την κυρίως εξέταση της, κατέθεσε το βιογραφικό της σημείωμα, Τεκμήριο 40, αναγνωρίζοντας περαιτέρω και υιοθετώντας τις εκθέσεις που ετοίμασε σχετικά με την παρούσα υπόθεση, Τεκμήρια 7 και 8. Σχετικά με το Τεκμήριο 7, η ΜΚ5 ανέφερε ότι το επίχρισμα που είχε ληφθεί από το Τεκμήριο 5 που είχε εντοπιστεί στο μηχανουργείο του ΜΚ4, και πιο συγκεκριμένα από την πίσω πλευρά του, έδωσε ως αποτέλεσμα ένα μεικτό γενετικό προφίλ στο οποίο ξεχωρίζει ένας κύριος δότης ο οποίος είναι και το άτομο που έχει συνεισφέρει το περισσότερο γενετικό υλικό σε αυτό το μείγμα. Σύμφωνα με την ΜΚ5 το άτομο αυτό είναι ο Κατηγορούμενος, ο οποίος και ταυτίστηκε στην βάση των γενετικών προφίλ που υπάρχουν στην αστυνομία ενόψει του ότι επρόκειτο για άτομο που είχε ήδη καταδικασθεί.  Ενόψει του γεγονότος αυτού, η ΜΚ5, ανέφερε κατά την μαρτυρία της ότι ζητήθηκε και δεύτερη δειγματοληψία από τον Κατηγορούμενο για να γίνει σύγκριση με σκοπό την επιβεβαίωση της πρώτης ταύτισης του γενετικού υλικού του Κατηγορούμενου με το κινητό τηλέφωνο, πράγμα το οποίο και επιτεύχθηκε με αποτέλεσμα από το Τεκμήριο 8 να προκύπτει ότι πράγματι ως κύριος δότης της δειγματοληψίας από το κινητό τηλέφωνο στην πίσω μεριά είναι ο ίδιος ο Κατηγορούμενος.

 

Η ΜΚ5 κατά την κυρίως εξέταση της εξήγησε το τι ακριβώς σημαίνει ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ο κύριος δότης του μεικτού γενετικού υλικού, παραθέτοντας στο Δικαστήριο προς υποστήριξη της θέσης της και  τα ηλεκτροφερογράμματα, Τεκμήριο 41, τα οποία και απεικονίζουν το γενετικό προφίλ του Κατηγορούμενου.  Με βάση τα όσα υποδείχθηκαν στο Δικαστήριο από την ΜΚ5 στο Τεκμήριο 41 απεικονίζονται διάφορες κορυφές οι οποίες αντιπροσωπεύουν γενετικές θέσεις, διάφορα δηλαδή χαρακτηριστικά σε διάφορα χρωματοσώματα στο γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου. Επίσης κατέθεσε και ως Τεκμήριο 42 την στατιστική εκτίμηση του λόγου της πιθανοφάνειας στο επίπεδο Υπό – Πηγής. Η ΜΚ5 ανέφερε ότι αφού ολοκληρωθεί η γενετική ανάλυση στο εργαστήριο, χρησιμοποιείται το λογιστικό πρόγραμμα LR Mix studio, με το οποίο μπορεί να δοθεί μια στατιστική εκτίμηση για τα αποτελέσματα που έχουν προκύψει, χρησιμοποιώντας τον λόγο των πιθανοτήτων ή πιθανοφάνειας μέσα από το οποίο φαίνονται δύο διαφορετικές θέσεις. Ειδικότερα σύμφωνα με την ΜΚ5, η πρώτη θέση που προκύπτει είναι ότι το μικτό μείγμα προέρχεται από τον Κατηγορούμενο και δύο άγνωστα άτομα σε σχέση με την αντίθετη και αλληλοαποκλειόμενη θέση ότι προέρχεται από τρία εντελώς άγνωστα άτομα. Η ΜΚ5 υπέδειξε ότι το αποτέλεσμα είναι 283,000 φορές πιο πιθανόν το μεικτό μείγμα να προέρχεται από τον Κατηγορούμενο και δύο άγνωστα άτομα παρά από τρία άγνωστα άτομα.

 

Η ΜΚ5 επίσης κατά την κυρίως εξέταση της εξήγησε ότι τόσο με βάση την βιβλιογραφία όσο και με βάση τα πειράματα που γίνονται στο εργαστήριο αλλά και την εμπειρία της, είναι πιθανότερο να παρατηρηθεί ότι ο κύριος δότης που προκύπτει από μια ανάλυση, να είναι ο άνθρωπος αυτός που αγγίζει και τελευταίος ένα αντικείμενο, όπως και στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Κατηγορούμενος το κινητό τηλέφωνο. Οι πιθανότητες αυτές σύμφωνα με την ΜΚ5 αφορούν το 90 – 95% των περιπτώσεων.

 

Αντεξεταζόμενη η ΜΚ5 από την Υπεράσπιση κλήθηκε να απαντήσει σε διάφορες διευκρινιστικής φύσεως ερωτήσεις αναφορικά με την θέση της, ότι ο κύριος δότης είναι το πρόσωπο που αγγίζει τελευταίος ένα αντικείμενο. Πιο συγκεκριμένα ερωτώμενη κατά πόσο μπορεί ένα άτομο το οποίο προκύπτει από την ανάλυση του εργαστηρίου ως κύριος δότης να μην είναι και ο τελευταίος που είχε αγγίξει το συγκεκριμένο αντικείμενο, η ΜΚ5 απαντώντας υπέδειξε ότι με βάση την εμπειρία της αυτό το αποτέλεσμα είναι πολύ απίθανο εμμένοντας στην αρχική της θέση ότι αυτός που αγγίζει τελευταίος ένα αντικείμενο όπως και εν προκειμένω το Τεκμήριο 5,  είναι πιο πιθανόν να είναι είτε ο μοναδικός είτε ο κύριος δότης. Περαιτέρω η ΜΚ5 κλήθηκε να απαντήσει για το κατά πόσο ένα πρόσωπο μπορεί να αγγίξει σε ένα αντικείμενο χωρίς να εναποθέσει καθόλου το γενετικό του υλικό. Η ΜΚ5 απαντώντας ανέφερε ότι αυτό είναι πολύ απίθανο με  μειωμένη πιθανότητα της τάξεως του 5 – 10%, ενώ στην ερώτηση για το κατά πόσο όταν ένα πρόσωπο φοράει κατά την ώρα που αγγίζει το συγκεκριμένο αντικείμενο γάντια, η ΜΚ5 ανέφερε ότι και αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο το άτομο που έχει φορέσει τα γάντια είχε προηγουμένως αγγίξει πάνω στο δέρμα του και έτσι θα είχε μεταφερθεί στο γάντι το γενετικό του υλικό.  Η ΜΚ5 υπέδειξε μάλιστα ότι η αναφορά της σχετικά με τα ποσοστά που είχε αναφέρει μεταξύ του 90 – 95% πιθανότητα κάποιος που είχε αγγίξει τελευταίος να είναι και ο κύριος δότης, αφορά άτομα που είχαν αγγίξει πάνω στο αντικείμενο με γυμνά χέρια και όχι με γάντια διευκρινίζοντας και πάλι ότι μεγάλη σημασία έχει και το πως το πρόσωπο αυτό έχει φορέσει προηγουμένως τα γάντια του.

 

Αναφορικά με το επίδικο κινητό τηλέφωνο που εντοπίστηκε, η Υπεράσπιση κάλεσε την ΜΚ5 να διευκρινίσει για το κατά πόσο μπορεί να αναφέρει με βεβαιότητα στο Δικαστήριο ότι κάποιος έχει ακουμπήσει σε αυτό χωρίς να αφήσει οποιοδήποτε γενετικό υλικό. Η ΜΚ5 απαντώντας επανέλαβε ότι αυτό μπορεί να αναφερθεί στην βάση των πιθανοτήτων και μόνο, υποδεικνύοντας μάλιστα ότι η πιθανότητα σε μια τέτοια συγκεκριμένη περίπτωση περιορίζεται μόνο στο ποσοστό του 5 – 10% ενώ σε ότι αφορά το αποτέλεσμα ότι ο κύριος δότης και συνεπώς το πρόσωπο που είχε αγγίξει πάνω στο κινητό αυτό τηλέφωνο είναι ο Κατηγορούμενος και πάλι η ΜΚ5 αναφέρθηκε στο ποσοστό της πιθανότητας μεταξύ του 90 – 95% επεξηγώντας ότι το αποτέλεσμα αυτό υποστηρίζει στην συγκεκριμένη περίπτωση  αυτό το σενάριο παρά το αντίθετο.

 

Τελευταίος μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή κλήθηκε και κατέθεσε ο Αν. Λοχ. 1341 Μ. Λεμονιάτης, ΜΚ6, ο οποίος υπηρετεί στο Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων της Υποδιεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος του Αρχηγείου Αστυνομίας. Ο ΜΚ6 κατά την κυρίως εξέταση του, υιοθέτησε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 13 το οποίο και αποτελεί την έκθεση την οποία ετοίμασε αναφορικά με την εξέταση του Τεκμηρίου 5, το οποίο και παρέλαβε με σκοπό να διενεργήσει εξετάσεις ούτως ώστε να διαφανεί για το κατά πόσο προκύπτει οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία δυνατόν να σχετίζεται με ποινικό αδίκημα. Σκοπός της εξέτασης του κινητού τηλεφώνου το οποίο παρέλαβε ο ΜΚ6 ήταν να διαφανεί ποιος είναι και ο κάτοχος του. Ο ΜΚ6 περί την 08/12/23 προέβηκε στην διαδικασία δικανικής διεξαγωγής με την χρήση σχετικού προγράμματος και κατά την εξέταση στην οποία προέβηκε, εντοπίστηκαν τόσο στοιχεία κλήσεων όσο και αριθμός επαφών τα οποία αφού ανακτήθηκαν επισυνάφθηκαν επί του Τεκμηρίου 13 ως Παράρτημα Α. Σύμφωνα  με τον ΜΚ6 οι ώρες των κλήσεων που αναγράφονται στα δεδομένα κλήσεων τα οποία ανέκτησε εξαιτίας του ότι βρίσκονται υπό την μορφή UTC, δηλαδή αφορούν την ώρα Greenwich, αυτό συνεπάγεται, ότι όταν στην Κύπρο ισχύει το θερινό ωράριο όπως και στην προκειμένη περίπτωση, για να εντοπιστεί η ώρα Κύπρου προσθέτουμε τρείς ώρες μπροστά ενώ όταν το ωράριο είναι το χειμερινό προσθέτουμε δυο ώρες επίσης μπροστά. 

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ6 κλήθηκε να απαντήσει σε διάφορες διευκρινιστικές ερωτήσεις που αφορούσαν κυρίως τις εξετάσεις οι οποίες έχουν διενεργηθεί επί του Τεκμηρίου 5 το οποίο και εξέτασε, ειδικότερα σε ότι αφορά την ανάκτηση των κλήσεων οι οποίες και καταγράφονται επί του Παραρτήματος Α που επισυνάφθηκε επί του Τεκμηρίου 13. Πιο συγκεκριμένα η Υπεράσπιση κάλεσε τον ΜΚ6 να απαντήσει κατά πόσο οι ώρες και οι ημερομηνίες των κλήσεων αντιστοιχούσαν στα πραγματικά στοιχεία τα οποία καταγράφονται επί της εκθέσεως του αναφορικά με την ώρα αλλά και την ημερομηνία κατά την οποία διενεργήθηκαν και για το κατά πόσο τόσο η ώρα όσο και η ημερομηνία στην συγκεκριμένη συσκευή τηλεφώνου που εξέτασε ενημερώνονται αυτόματα όπως και τα σύγχρονα έξυπνα τηλέφωνα. Ο ΜΚ6 ανέφερε ότι η συγκεκριμένη τηλεφωνική συσκευή δεν είναι ένα σύγχρονο κινητό τηλέφωνο με αποτέλεσμα τόσο η ώρα όσο και η ημερομηνία να μην ενημερώνονται αυτόματα αλλά στην περίπτωση που το κινητό τηλέφωνο απενεργοποιηθεί λόγω έλλειψης μπαταρίας ή ακόμη και όταν αφαιρεθεί η μπαταρία του, ο χρήστης χρειάζεται να ρυθμίσει ξανά τόσο την ώρα όσο και την ημερομηνία. Μάλιστα ο ΜΚ6 ανάφερε ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, το Τεκμήριο 5 ήταν απενεργοποιημένο ενώ ο ίδιος το είχε ενεργοποιήσει με σκοπό να το εξετάσει. Ακολούθως η Υπεράσπιση ρωτώντας τον ΜΚ6 κατά πόσο οι ώρες που δείχνουν οι κλήσεις που καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 13 σελ. 2 – 5 είναι η τελευταία ώρα που είχε τοποθετήσει δεδομένα ώρας ο χρήστης, ο ΜΚ6 συμφώνησε χωρίς βεβαίως να μπορεί να γνωρίζει ποιος τοποθέτησε την ώρα και ποιος την ρύθμισε χωρίς επίσης να μπορεί να γνωρίζει αν οι ώρες αυτές που εντοπίστηκαν στο κινητό τηλέφωνο ήταν οι πραγματικές ώρες που έγιναν οι κλήσεις όπως και η ημερομηνία στην περίπτωση που ο χρήστης του πιθανόν να το είχε ρυθμίσει λανθασμένα. Ο ΜΚ6 αυτό που υπέδειξε είναι ότι αφού ενεργοποίησε το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο, ανέκτησε τις κλήσεις και τις επαφές με τις συγκεκριμένες ώρες και ημερομηνίες.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου. Θα προχωρήσω στην συνέχεια στην παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας με κριτήρια, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση ,την ακεραιότητα και την ειλικρίνεια τους, τους λόγους που είχαν για να πιστεύουν ή να θυμούνται αυτά για τα οποία κατέθεσαν την φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (Ζαμπάς vA & G Tsiarkezos Constructions Ltd 1998 1 Α.Α.Δ 820). Επίσης έχει κριθεί νομολογιακά ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο (Shahin Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, 268 και  Ιωσηφίδη v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 243/12, ημερομηνίας 02.05.14).

Ο ΜΚ1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Μέσα από τις απαντήσεις που έδωσε τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του δεν διαπίστωσα ότι είχε ενεργήσει μεροληπτικά εναντίον του Κατηγορούμενου αλλά ότι ενήργησε αντικειμενικά εντός του πλαισίου των καθηκόντων του. Η δε θέση της Υπεράσπισης αναφορικά με το γεγονός ότι ο ΜΚ1 είχε προβεί σε ελλιπή διερεύνηση σε σχέση με τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου ότι κάποιο άλλο πρόσωπο διέπραξε το αδίκημα της διάρρηξης και όχι ο ίδιος και ότι μάλιστα ήθελε να τον κατονομάσει δίδοντας εκ νέου γραπτή συμπληρωματική κατάθεση ενώ η αστυνομία αδιαφορούσε παντελώς ως προς τις παρακλήσεις του Κατηγορούμενου, πέραν του ότι είχε υποβληθεί γενικά και αόριστα θεωρώ ότι ο ΜΚ1 εξήγησε χωρίς να αμφισβητηθεί ότι ήταν η πρώτη φορά που είχε ακούσει για έναν τέτοιο ισχυρισμό χωρίς ουδέποτε προηγουμένως να περιέλθει το γεγονός αυτό στην αντίληψη του.  Συνεπώς και αποδέχομαι την θέση του ως προς το σημείο αυτό. Περαιτέρω κρίνω σκόπιμο να αναφέρω και ότι, η πιο πάνω θέση της Υπεράσπισης παρέμεινε και σε επίπεδο απλών υποβολών χωρίς να έχει υποστηριχθεί από καμία απολύτως μαρτυρία. Στην RABIUL HOSSEIN v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Ποιν. Έφεση 71/15 ημερ. 17/12/15 λέχθηκε ότι η μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου τίθεται με αποδεχτή μαρτυρία και όχι με υποβολές κατά την αντεξέταση – όπως και εν προκειμένω έπραξε η Υπεράσπιση – εφόσον οι υποβολές είναι αναγκαίες ώστε να δοθεί η ευκαιρία στο μάρτυρα να απαντήσει και, περαιτέρω, να τεθεί η υπόθεση της άλλης πλευράς. Χωρίς όμως να ακολουθήσει αποδεκτή μαρτυρία που να αποδεικνύει του λόγου το αληθές, οι υποβολές αυτές παραμένουν μετέωρες. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό που ουσιαστικά αρκέστηκε η Υπεράσπιση να πράξει, ήταν απλά και μόνο να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου την δήλωση της συνηγόρου του Κατηγορουμένου αλλά και του ίδιου του Κατηγορούμενου δια μέσω της υπαλλήλου του Πρωτοκολλητείου ΜΥ1,  την οποία και κάλεσε για να καταθέσει δια μέσω των πρακτικών  – Τεκμήριο 43 – και σε τίποτα περισσότερο.

 

Πέραν των πιο πάνω βεβαίως θα πρέπει επίσης να αναφέρω ότι η μαρτυρία του ΜΚ1 δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση του. Τουναντίον η μαρτυρία του ΜΚ1 παρουσιάζει συνοχή, σταθερότητα και πειστικότητα. Η αντικειμενικότητα επίσης του ΜΚ1 προκύπτει και διαφαίνεται και μέσα από το γεγονός ότι ο ίδιος ο μάρτυρας κατά την αντεξετάση του δεν επιχείρησε να υπεισέλθει σε ζητήματα που δεν τον αφορούσαν και τα οποία επί της ουσίας τους δεν γνώριζε, όπως πχ αναφορικά με τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η μαρτυρία του ΜΚ1 γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο και ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος.

 

Παρακολουθώντας τον ΜΚ2 κατά την στιγμή που κατέθετε στο Δικαστήριο δια ζώσης και έχοντας επίσης υπόψη μου την γραπτή του κατάθεση την οποία και υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε ουσιώδη αντίφαση τόσο στην προφορική του μαρτυρία όσο και μεταξύ της προφορικής του μαρτυρίας και της γραπτής του κατάθεσης που να υποδηλώνει ότι ο μάρτυρας δεν ήταν αντικειμενικός και αμερόληπτος και ότι διακατεχόταν από έλλειψη ειλικρίνειας. Τουναντίον ο μάρτυρας άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο, αφού απαντούσε με αμεσότητα και σαφήνεια στις ερωτήσεις που του τέθηκαν ενώ η αντικειμενικότητα του κατά την διερεύνηση της υπόθεσης προκύπτει δίχως άλλο και μέσα από το γεγονός ότι διερευνήθηκε και ο βασικός ισχυρισμός του Κατηγορούμενου, ότι δηλαδή αυτός εργαζόταν στο συγκεκριμένο καφενείο που υπέδειξε, γι’ αυτό και κατείχε τα επίδικα αντικείμενα που εντοπίστηκαν στην κατοχή του, αφού λήφθηκε και σχετική κατάθεση από το πρόσωπο που υποδείχθηκε από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο, δηλαδή από τον Αντώνη Σαμπάνια. Ούτε και διαπιστώθηκε από μέρους του ΜΚ2, ως η Υπεράσπιση του υπέβαλε οποιαδήποτε ελλιπής διερεύνηση. Σε ότι αφορά την πιο πάνω θέση της Υπεράσπισης αυτό που θα πρέπει να αναφέρω είναι επίσης ότι η υποβολή της Υπεράσπισης δεν υποστηρίζεται από καμία απολύτως μαρτυρία. Τέλος, σημειώνεται ότι η μαρτυρία του ΜΚ2  επί της ουσίας της και ιδιαίτερα σε ότι αφορά και των εντοπισμό των Τεκμηρίων 20 – 35 δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση, ότι δηλαδή αυτά βρισκόντουσαν στην κατοχή του Κατηγορουμένου περί την 27 Μαΐου του 2024 κατά την διάρκεια της νύχτας και εντός του οχήματος που αυτός οδηγούσε.

 

Έχοντας ως γνώμονα τα πιο πάνω λεχθέντα, η μαρτυρία του ΜΚ2 γίνεται αποδεκτή και ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος.

 

Θετική εντύπωση επίσης στο Δικαστήριο άφησε και ο ΜΚ3 ο οποίος κλήθηκε για να καταθέσει από την Κατηγορούσα Αρχή. Ο ΜΚ3 ήταν κατατοπιστικός, επεξηγηματικός, σταθερός και σαφέστατος στις θέσεις του, ενώ επεξήγησε με πλήρη σταθερότητα και λεπτομέρεια τον τρόπο που τα αντικείμενα που περιγράφονται στην 3η κατηγορία, παρά το γεγονός ότι εκ της φύσεως τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για νόμιμο σκοπό εντούτοις έχουν την δυνατότητα να καταστούν και διαρρηκτικά εργαλεία αναφέροντας το πως μπορεί το κάθε αντικείμενο να αποτελέσει και εργαλείο διάρρηξης. Σημειώνεται ότι η πιο πάνω θέση του ΜΚ3 δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση. Ο ΜΚ3 ήταν σταθερός επίσης στην θέση του ότι στην προκειμένη περίπτωση οι περιστάσεις εντοπισμού αυτών των εργαλείων εντός του οχήματος του Κατηγορούμενου ήταν τέτοιες ούτως ώστε ο Κατηγορούμενος να κατηγορηθεί για το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων κατά την διάρκεια της νύχτας εφόσον διαφάνηκε ότι ο σκοπός τους δεν ήταν καθόλου νόμιμος, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι σε άλλες περιπτώσεις παρόλο που μπορεί ένα πρόσωπο να κατέχει αντικείμενα αυτής της φύσης και του είδους να προκύπτει με καθαρότητα ότι αυτά κατέχονται για νόμιμο σκοπό. Ο ΜΚ3 ήταν επίσης κατηγορηματικός στην θέση του ότι ο Κατηγορούμενος δεν του έδωσε καμία απολύτως ικανοποιητική εξήγηση αφής στιγμής το γεγονός ότι οδηγούσε μη εγγεγραμμένο όχημα και χωρίς να φέρει μπροστινές πινακίδες εγγραφής αλλά και κατά την διάρκεια της νύχτας, ήτοι η ώρα 0100 π.μ. το πρωί έχοντας εντός του οχήματος του όλα αυτά τα εργαλεία που ανευρέθηκαν σε συνδυασμό και με την θέση του Αντώνη Σαμπάνια ως προς το κατά πόσο εργοδοτεί ή όχι τον Κατηγορούμενο στο καφενείο του – θέση η οποία δεν αμφισβητήθηκε - ο ίδιος θεώρησε ότι τα εργαλεία αυτά δεν ήταν στην κατοχή του για νόμιμο σκοπό γι’ αυτό και τον συνέλαβε μετά από την ανακοπή του. Σε σχέση με την ανακοπή του Κατηγορούμενου ο ΜΚ3 έδωσε στο Δικαστήριο ικανοποιητικές εξηγήσεις αναφορικά με τους λόγους που το έπραξε ενώ περαιτέρω εξήγησε ότι κατά την συνομιλία που είχε προηγηθεί μεταξύ τους και ενώ είχε διαρρεύσει χρονικό διάστημα περί την μία ώρα, ο Κατηγορούμενος δεν είχε διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα για να ερευνηθεί ή ακόμη και για να συλληφθεί.

 

Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω θέσεις του ΜΚ3, κρίνω ότι αυτός μετέφερε όλα τα γεγονότα τα οποία μεσολάβησαν από την στιγμή του αρχικού εντοπισμού του Κατηγορούμενου όσο και κατά την ανακοπή του με πλήρη ειλικρίνεια και σταθερότητα στο Δικαστήριο γι’ αυτό και κρίνεται ως μάρτυρας της αλήθειας. Η μαρτυρία του γίνεται επίσης αποδεκτή στο σύνολο της συμπεριλαμβανομένου και της θέσης του ότι από την εμπειρία του ως αστυνομικός γνωρίζει ότι τα εργαλεία τα οποία εντοπίστηκαν στην κατοχή του Κατηγορούμενου δύναται να χρησιμοποιηθούν και ως εργαλεία διαρρήξεων και κλοπών αφού μάλιστα επεξήγησε με σαφήνεια και λεπτομέρεια χωρίς να αμφισβητηθεί και τον σκοπό που έκαστο από αυτά μπορεί να χρησιμεύσει ούτως ώστε να επιτευχθεί μια ενδεχόμενη διάρρηξη.

 

Ο ΜΚ3 συνεπώς κρίνεται αξιόπιστος και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της.

 

Ο ΜΚ4 επίσης άφησε θετική εντύπωση κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο, εφόσον ήταν σαφής και κατηγορηματικός στις θέσεις του, τόσο σε ότι αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπιστώθηκε η διάρρηξη του μηχανουργείου του όσο και αναφορικά με τον εντοπισμό του κινητού τηλεφώνου – Τεκμηρίου 5 -  εντός του υποστατικού του. Η μαρτυρία του δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση του και συνεπώς τα όσα αναφέρθηκαν από τον μάρτυρα, πέραν του ότι επί της ουσίας τους δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση τα αποδέχομαι ως ορθά και αληθινά. Ο ΜΚ4 ήταν ειλικρινείς και μάλιστα αυτό διαπιστώνεται και μέσα από τις απαντήσεις που δόθηκαν από τον ίδιο αναφορικά με την αξία της κλαπείσας περιουσίας αλλά και το πως αυτή υπολογίστηκε από τον ίδιο. Συνεπώς αφής στιγμής ο ΜΚ4 δεν ήταν σίγουρος για την αξία της κλαπείσας περιουσίας του όπως ο ίδιος άλλωστε ανέδειξε δια μέσω και της μαρτυρίας του, δεν μπορώ να αποδεχτώ το σημείο αυτό της μαρτυρίας του αναφορικά με την αξία της κλαπείσας περιουσίας ενόψει της ασάφειας που έχει διαφανεί ως προς την πραγματική αξία των κλαπέντων κατά τον επίδικο χρόνο ενόψει του ότι ούτε και ο ίδιος ο ΜΚ4 μπορούσε να την καθορίσει με ακρίβεια.

 

Συνεπακόλουθα η μαρτυρία του ΜΚ4 γίνεται αποδεκτή και ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος με εξαίρεση το πιο πάνω σημείο.

 

Η ΜΚ5 είναι εμπειρογνώμονας με πείρα στο τομέα της γενετικής και ειδικότητα στην γενετική δικανική. Έχει καταθέσει προς τούτο βιογραφικό σημείωμα με τα ακαδημαϊκά της προσόντα τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση. Επομένως τα αποδέχομαι. Η μαρτυρία της  ΜΚ6 ήταν σαφής και τεκμηριωμένη καθότι εξήγησε με τρόπο απλό και κατανοητό την μέθοδο που χρησιμοποίησε για την εξέταση των τεκμηρίων και αναφέρθηκε στα ευρήματα της.  Η ΜΚ6 αντεξετάστηκε από την Υπεράσπιση σχετικά με την κάθε πτυχή της μαρτυρίας της και ιδιαίτερα ως προς την θέση της ότι το πρόσωπο το οποίο προκύπτει ως κύριος δότης από ένα μεικτό γενετικό υλικό, είναι το πιθανότερο με βάση τα ποσοστά που αναφέρθηκε να είναι και το άτομο που είχε αγγίξει τελευταίος ένα αντικείμενο όπως και εν προκειμένω ο Κατηγορούμενος το κινητό τηλέφωνο. Βεβαίως σημειώνεται ότι η θέση της ΜΚ5 ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ο κύριος  δότης με βάση το μεικτό γενετικό που εντοπίστηκε στο κινητό τηλέφωνο που ανευρέθηκε εντός του υποστατικού που είχε διαρρηχθεί και είχε κλαπεί περιουσία η οποία και άνηκε στον ΜΚ4, επί της ουσίας της δεν αμφισβητήθηκε. Ούτε και αμφισβητήθηκαν επί της ουσίας τους τα όσα αναφέρθηκαν από την μάρτυρα επί των εκθέσεων που ετοίμασε και παρουσίασε στο Δικαστήριο και πιο συγκεκριμένα ότι το μεικτό γενετικό προφίλ που απομονώθηκε από το κινητό τηλέφωνο είναι 283,000 πιθανότερο να παρατηρηθεί εάν είναι μείγμα που προέρχεται από τον Κατηγορούμενο και τρία άγνωστα πρόσωπα παρά από τρία άγνωστα πρόσωπα. Πέραν τούτου θα πρέπει να λεχθεί και ότι όλα τα πιο πάνω συμπεράσματα υποστηρίζονται και από το Τεκμήριο 41 στο οποίο και διατυπώνονται τα ηλεκτροφερογράμματα που έχουν παρουσιαστεί εκ μέρους της ΜΚ5 στο Δικαστήριο με το γενετικό προφίλ του Κατηγορούμενου και δεν αμφισβητήθηκαν. 

 

Η πραγματογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα μελέτης, πείρας ή εκπαίδευσης (βλ Χατζηξενοφώντος κ.α. ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ. 316).  Μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία πραγματογνώμονα όταν προέρχεται από επιστήμονα, στα πλαίσια της επιστήμης του (βλ. Folkes v Shadd (1782) 3 Dong KB 157- 15.4.13).  Κάποιος μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματογνώμονας, χωρίς, κατ΄ ανάγκη, να κατέχει τα απαραίτητα ακαδημαικά προσόντα εάν έχει μεγάλη πείρα επί του θέματος (βλ. Ηλιάδη & Σάντη – Το δίκαιο της Απόδειξης – Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, σελ 575 - 587).  Για να καταθέσει κάποιος ως πραγματογνώμονας, πρέπει να καταδείξει ότι κατέχει τα προσόντα για κάτι τέτοιο (βλ. R v Francis (2013) EWCA Crim. 123). 

 

Εν προκειμένω η μαρτυρία της ΜΚ5 έχει παραμένει αναντίλεκτη. Ούτε και παρουσιάστηκε από πλευράς της Υπεράσπισης οποιαδήποτε άλλη επιστημονική μαρτυρία η οποία να αντικρούει και να αναιρεί τα όσα η ΜΚ5 παρέθεσε κατά την μαρτυρία της.  Η ΜΚ5 ήταν σαφής και επεξηγηματική παρουσιάζοντας στο Δικαστήριο προς υποστήριξη της θέσης της ότι τα ηλεκτροφερογράμματα τα οποία ετοίμασε και όπως αυτή τα εξήγησε καταδεικνύουν πράγματι ότι ο Κατηγορούμενος είναι ο κύριος δότης του μεικτού γενετικού υλικού που εντοπίστηκε και συνεπώς αυτό καταδεικνύει και το γεγονός ότι αυτός ήταν και το πρόσωπο που είχε αγγίξει τελευταίος την συγκεκριμένη συσκευή τηλεφώνου.

 

Γενικά η ΜΚ5 μου άφησε πολύ καλή εντύπωση και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της υπό το πρίσμα της ειδικότητας την οποία κατέχει και απέκτησε και την οποία αποδέχομαι.  

 

Ο ΜΚ6 επίσης άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η δε μαρτυρία την οποία παρέθεσε δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του. Ούτε και η εμπειρία του στην συλλογή, τον χειρισμό και στην εξέταση ηλεκτρονικών τεκμηρίων έχει επίσης αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση. Ο ΜΚ6 με τρόπο απλό, σαφή και κατανοητό επίσης παρέθεσε στο Δικαστήριο με λεπτομέρεια όλες τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε ούτως ώστε να διαπιστωθεί κατά την εξέταση του Τεκμηρίου 5, ποιος ήταν και ο κάτοχος του επίδικου κινητού τηλεφώνου το οποίο παρέλαβε προς εξέταση. Σε ότι αφορά την μαρτυρία πραγματογνωμόνων ειδικών, δεν θεωρώ ότι χρήζει να επαναλάβω τις αρχές τις οποίες έχω ήδη παραθέσει ανωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ5. Τις λαμβάνω επίσης υπόψη και για την αξιολόγηση του ΜΚ6, καταλήγοντας βεβαίως πως η μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως μαρτυρία ειδικού πραγματογνώμονα ο οποίος κατέχει τα προσόντα και την εμπειρία για την εξέταση ηλεκτρονικών τεκμηρίων όπως και εν προκειμένω έπραξε. Συνεπώς αποδέχομαι τον ΜΚ6 ως ειδικό πραγματογνώμονα υπό το πρίσμα της ειδικότητας την οποία κατέχει όπως ήδη αποδέχτηκα και την ΜΚ5.

 

Πιο συγκεκριμένα θα πρέπει να αναφερθεί, ότι ο ΜΚ6 κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο απαντούσε με αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια στις ερωτήσεις που του είχαν τεθεί κατά την αντεξέταση του. Μάλιστα εξήγησε με λεπτομέρεια τα όσα διαπίστωσε κατά την δικανική εξέταση του Τεκμηρίου 5, διευκρινίζοντας περαιτέρω ότι επειδή επί της προκείμενης περίπτωσης το κινητό τηλέφωνο που είχε εξετάσει δεν ήταν ένα σύγχρονο κινητό τηλέφωνο, τόσο οι ώρες όσο και οι ημερομηνίες οι οποίες καταγράφονται επί του Παραρτήματος Α σχετικά με τις κλήσεις οι οποίες είχαν διενεργηθεί από τον χρήστη να μην αντιστοιχούν στην συγκεκριμένη ώρα και ημερομηνία η οποία καταγράφεται στην περίπτωση όμως που υποθετικά – ως ήταν το σενάριο που έθεσε η Υπεράσπιση στον μάρτυρα -  ο χρήστης είχε προβεί στην καταχώρηση λανθασμένης ώρας ή και ημερομηνίας. Περαιτέρω υπέδειξε ότι στην περίπτωση που η ώρα και η ημερομηνία είχαν τοποθετηθεί από τον χρήση ως αυτή αναφέρεται επί των κλήσεων του Παραρτήματος Α, τότε θα πρέπει να προστεθούν 3 ώρες μπροστά για να διαπιστωθεί η ώρα Κύπρου εφόσον βρισκόταν σε ισχύ το θερινό ωράριο ενώ 2 ώρες μπροστά στην περίπτωση που θα ήταν σε ισχύ το χειμερινό, ενόψει του ότι η ώρα η οποία καταγράφεται στο κινητό τηλέφωνο αφορά την ώρα Greenwich.

 

Ο ΜΚ6 ήταν ειλικρινής και συνεπώς αποδέχομαι την μαρτυρία του στο σύνολο της.

 

Από την αντίπερα όχθη ο Κατηγορούμενος έχει τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής. Σε σχέση με την 1η και 2η κατηγορία ο Κατηγορούμενος στην ανακριτική του κατάθεση απάντησε με την στερεότυπη φράση « ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο» ενώ  σχέση με την 3η κατηγορία και 4η κατηγορία, κατά το στάδιο διερεύνησης της υπόθεσης στην ανακριτική του κατάθεση έδωσε ισχυρισμούς, αναφορικά με την κατοχή των εργαλείων τα οποία βρέθηκαν στην κατοχή του κατά την διάρκεια της νύχτας και πιο συγκεκριμένα εντός του οχήματος που οδηγούσε ως αυτά υποδεικνύονται στην 3η κατηγορία που αντιμετωπίζει. Η ανακριτική του κατάθεση αποτελεί το Τεκμήριο 36.

 

Μέσω της ανακριτικής του κατάθεσης ο Κατηγορούμενος προέβαλε τον ισχυρισμό ότι όλα τα εργαλεία τα οποία εντοπίστηκαν στην κατοχή του τα είχε γιατί τα χρησιμοποιούσε στην δουλειά του αφού την τελευταία εβδομάδα εργάζεται σε καφενείο και φτιάχνει τα ηλεκτρολογικά, τα υδραυλικά, τις πόρτες, τα αλουμίνια και τα πελεκανικά. Σε ότι αφορά τα εργαλεία αυτά ανέφερε ότι είναι όλα δικά του συμπεριλαμβανομένου και των δυο μαχαιριών που εντοπίστηκαν. Σε σχέση με αυτά τα μαχαίρια ανέφερε ότι τα χρησιμοποιεί για τα καλώδια για να βγάζει το πλαστικό.

 

Όσον αφορά  την γραπτή κατάθεση Κατηγορούμενου σημειώνονται τα ακόλουθα.  Σύμφωνα με το Αγγλικό σύγγραμμα The Modern Law of Evidence, Adrian Keane, 7h έκδοση, σελίδες 177-179    δηλώσεις οι οποίες γίνονται από τον κατηγορούμενο προς την Αστυνομία (statements made on accusation) και οι οποίες συνιστούν παραδοχή (admission) είναι αποδεκτές ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους νοουμένου ότι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της αποδεκτότητας.  Όσον αφορά στην Κυπριακή Νομολογία ενδεικτική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 662 όπου αναφέρθηκε ότι όταν η κατάθεση ή δήλωση του κατηγορούμενου στην Αστυνομία είναι αυτοενοχοποιητική μπορεί να γίνει αποδεκτή για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της. 

 

Όταν η κατάθεση ή δήλωση προς την Αστυνομία είναι μικτή (mixed) υπό την έννοια ότι περιέχει ουσιωδώς ενοχοποιητικά και αθωωτικά στοιχεία αυτή είναι εξ’ ολοκλήρου αποδεκτή ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της (Βλ. R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, R v. Hamand (1985) 82 Cr App R. 65, R v. Sharp (1988) 1 All E R 65).  Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να εξετάσει την κατάθεση στην ολότητά της για να ανεύρει πού βρίσκεται η αλήθεια.  Στην υπόθεση R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, που πιο πάνω μνημονεύεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα αθωωτικά στοιχεία της κατάθεσης που ο κατηγορούμενος είχε δώσει στην Αστυνομία δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά για τον λόγο ότι ήταν αυτοεξυπηρετικά.  Το Εφετείο αποφάσισε ότι η κατάθεση έπρεπε να γίνει αποδεκτή στο σύνολό της τονίζοντας ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να αξιολογούνται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα υπόλοιπα στοιχεία ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει προσφέρει μαρτυρία.    

 

Στην υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

 

«Εκείνο το οποίο διασαφήνισε η υπόθεση Duncan είναι ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Η προηγούμενη νομολογία στο θέμα αυτό ήταν ασαφής ή αντιφατική ως προς την αποδεικτική αξία των δηλώσεων που γίνονται στην κατάθεση του κατηγορουμένου που δεν συνιστούν παραδοχή. 

Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule). Αυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence). Στην υπόθεση Duncan αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη. Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης. Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις. Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης».

 

Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει με την προσέγγιση που θα πρέπει το Δικαστήριο να υιοθετεί αναφορικά με γραπτές καταθέσεις κατηγορούμενου υπό το φως πλέον της τροποποίησης που επέφερε στον Περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, ο Τροποποιητικός Νόμος 32(Ι)/2004.  Μετά την πιο πάνω τροποποίηση καμία μαρτυρία δεν αποκλείεται σε οποιαδήποτε διαδικασία για τον λόγο και μόνο ότι είναι εξ’ ακοής (Βλ. άρθρο 24 του Κεφ. 9).  Επαφίεται δε στο Δικαστήριο να προσδώσει τέτοια βαρύτητα στην μαρτυρία αυτή ως ήθελε κρίνει σκόπιμο αφού λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική της αξία (Βλ. άρθρο 27 του Κεφ. 9).     

Στην γραπτή του κατάθεση ο Κατηγορούμενος προβαίνει και σε ενοχοποιητικές και σε απαλλακτικές δηλώσεις.  Συναφώς παραδέχεται ότι είχε στην κατοχή του και εντός του οχήματος του όλα τα εργαλεία τα οποία περιγράφονται στην 3ην κατηγορία αλλά και το μαχαίρι το οποίο αφορά την 4η κατηγορία. Δέχομαι αυτή την δήλωση του Κατηγορούμενου. Η λογική επιβάλλει ότι αν η δήλωση αυτή δεν ήταν αληθινή ο Κατηγορούμενος δεν θα προέβαιναν σε αυτή.  Περαιτέρω η αλήθεια της υπό συζήτηση δήλωσης υποστηρίζεται και από την μαρτυρία του ΜΚ3 την οποία και έκανα αποδεκτή. Η δήλωση, όμως του Κατηγορούμενου ότι τα συγκεκριμένα εργαλεία βρίσκονταν στην κατοχή του επειδή τα χρησιμοποιούσε για την δουλειά του δεν είναι αποδεκτή.  Πρόκειται περί δήλωσης η οποία είναι απαλλακτική ενοχής και για τον λόγο αυτό και μόνο δέον να αντικρισθεί με καχυποψία αφού το ενδεχόμενο ο Κατηγορούμενος να μην είπε την αλήθεια επί του προκειμένου ώστε να απαλλάξει τον εαυτό του από την ευθύνη δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Επίσης, δεν υποστηρίχθηκε ενόρκως ώστε η Κατηγορούσα Αρχή να έχει την δυνατότητα να εξετάσει τον Κατηγορούμενο αναφορικά με την δήλωση του αυτή.  Τέλος, δεν υποστηρίζεται από άλλη μαρτυρία. 

Επομένως και υπό το φως των πιο πάνω εκτός από την δήλωση του Κατηγορούμενου ότι τα αντικείμενα που βρίσκονταν στο αυτοκίνητο που οδηγούσε και τα οποία αφορούν την 3η και 4η κατηγορία ήταν δικά του το υπόλοιπο μέρος της γραπτής του κατάθεσης δεν είναι αποδεκτό.

Η Υπεράσπιση κάλεσε ως ΜΥ1 την υπάλληλο του Πρωτοκολλητείου του Ποινικού Τμήματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με σκοπό να καταθέσει τα πρακτικά – Τεκμήριο 43 – ούτως ώστε να διαφανούν οι θέσεις του Κατηγορούμενου αναφορικά με το ότι κάποιο άλλο πρόσωπο διέπραξε το αδίκημα της διάρρηξης και κλοπής του μηχανουργείου του ΜΚ4 και η συνεπακόλουθη άρνηση της αστυνομίας για να του λάβει νέα συμπληρωματική κατάθεση ούτω ώστε να λάμψει η αλήθεια.

Η ΜΥ1 ερωτήθηκε από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής αν πέραν από την κατοχή και κατάθεση των πρακτικών του Δικαστηρίου μπορεί να γνωρίζει ή γνωρίζει οτιδήποτε αναφορικά με την παρούσα υπόθεση. Η μάρτυρας απάντησε αρνητικά ενώ δεν αντεξετάστηκε περαιτέρω.

Υπό το φως των πιο πάνω αποδέχομαι ότι η ΜΥ1 εργάζεται στο Πρωτοκολλητείο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και ότι είχε στην κατοχή της τα πρακτικά του Δικαστηρίου Τεκμήριο 43 τα οποία και κατέθεσε στο Δικαστήριο.

Μέσα λοιπόν από την μαρτυρία που έχει προσαχθεί στο Δικαστήριο προκύπτει σαφώς ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται κυρίως σε περιστατική μαρτυρία.  Όπου η καταδίκη στηρίζεται σε τέτοια μαρτυρία, αυτή πρέπει να οδηγεί ως τη μόνη λογική κατάληξη και να μην υπάρχουν κενά στην πορεία της.  H περιστατική μαρτυρία παρομοιάζεται ως «αλυσίδα με κρίκους» και καθοδηγητικές για το θέμα είναι οι αρχές που διατυπώνονται στην Κυπριακή απόφαση Παφίτης κ.α. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ 102 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφεαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα (όπως μαρτυρία αυτόπτων μαρτύρων).  Όχι μόνον δεν υπάρχει προκατάληψη, και αυτό είναι η δεύτερη διαπίστωση που θέλουμε να κάμουμε, εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας αλλά τουναντίον όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους.  Όμως η περιστατική μαρτυρία δεν πρέπει να συγχύζεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά.  Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός.  Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Το σωρευτικό αποτέλεσμα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει για να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου.  Η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου πρέπει να είναι άμεση αφενός και να μην μπορεί να συμβιβαστεί αφετέρου με άλλη λογική ερμηνεία της περιστατικής μαρτυρίας.»

 

Οι πιο πάνω αρχές έχουν υιοθετηθεί επίσης και στην απόφαση Α. Αντωνίου V. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 746 όπου ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για απόπειρα καταστροφής περιουσίας με τη ρίψη αμυντικής θραυσματικής χειροβομβίδας.  Η καταδίκη του επικυρώθηκε από το Εφετείο.  Το γενετικό υλικό του εφεσείοντα είχε εντοπισθεί σε διάφορα μέρη της χειροβομβίδας, γεγονός που δεν άφηνε περιθώρια λογικής αμφιβολίας.  Αναφέρθηκαν σχετικά τα πιο κάτω:

 

«Η περιστατική μαρτυρία, η οποία υπήρχε, ως εκ της φύσεως της, δεν άφηνε περιθώρια λογικής αμφιβολίας, που θα οδηγούσε στην αθώωση του εφεσείοντα.  Στην απουσία λογικής εξήγησης ως προς την ανεύρεση του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στα συγκεκριμένα σημεία της χειροβομβίδας, αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς το Κακουργιοδικείο θα μπορούσε να στηριχθεί σε θεωρητικές πιθανολογήσεις ότι ο δράστης ήταν άλλος από τον εφεσείοντα.»

 

Τα αποτελέσματα επίσης της γενετικής εξέτασης προσφέρουν περιστατική μαρτυρία που μπορεί στις κατάλληλες περιπτώσεις, από μόνη της να θεμελιώσει ενοχή.  Στην απόφαση Δημοκρατία v. Νικολάου (αρ.1) (2010) 2 Α.Α.Δ 525 αναφέρθηκαν τα εξής: 

 

«Περιστατική μαρτυρία δε που προέρχεται από επιστημονικές εξετάσεις, όπως αυτές σε επίπεδο μοριακής γενετικής, είναι ιδιαιτέρως σημαντική ως προς τη δυναμική που ναπτύσσει λόγω της φύσης της ώστε να επαρκεί στην κατάλληλη περίπτωση να θεμελιώσει ενοχή. (Σάββας Πλαστήρας Ιωάννου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195 και Γρηγορίου v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2. Α.Α.Δ. 571).  Παρά τη δυναμική της δεν έχει βεβαίως οποιοδήποτε εγγενές διαφοροποιητικό στοιχείο που να την διακρίνει από οποιαδήποτε άλλης φύσεως περιστατική μαρτυρία και κατά συνέπεια πρέπει, δίχως άλλο, να είναι δυνατή η σύνδεση της με την ενοχή του κατηγορουμένου κατά τρόπο άμεσο και ταυτόχρονα ασυμβίβαστο με άλλη λογική ερμηνεία επ’  αυτής.  (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73)

 

 

Ευρήματα

 

Υπό το φως της πιο πάνω αξιολόγησης και των παραδεκτών γεγονότων, βρίσκω ότι περί την 27/04/23 ο ΜΚ4 ο οποίος είναι ο ιδιοκτήτης ενός μηχανουργείου το οποίο βρίσκεται στην οδό ΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧ στην περιοχή Μούταλλος της Επαρχίας Πάφου, περί τις 12:00 μμ  της ίδιας ημέρας έφυγε από το εν λόγω μηχανουργείο αφού προηγουμένως το είχε κλειδώσει. Σημειώνεται ότι την συγκεκριμένη ημέρα, ο ΜΚ4 βρισκόταν μόνος του στο μηχανουργείο και δεν τον είχε επισκεφθεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Την επομένη ημέρα, δηλαδή την 28/04/23, ο ΜΚ4 δεν είχε μεταβεί στην εργασία του ενώ περί η ώρα 18:00 μ.μ της ίδιας ημέρας, ενημερώθηκε από γειτονικά πρόσωπα που διαμένουν πλησίον του μηχανουργείου του, ότι, η ξύλινη πόρτα του υποστατικού του ήταν παραβιασμένη. Έτσι, ο ΜΚ4 μετέβηκε στο μηχανουργείο του, με αποτέλεσμα να διαπιστώσει ότι πράγματι τόσο η ξύλινη πόρτα όσο και ένα μικρό παράθυρο είχαν παραβιαστεί και ότι από μέσα από το μηχανουργείο του είχαν κλαπεί διάφορα εργαλεία τα οποία του ανήκουν και τα οποία είναι αγνώστου αξίας. Για την συγκεκριμένη διάρρηξη και κλοπή ενημέρωσε την αστυνομία ενώ παράλληλα είχε επιδιορθώσει και την πόρτα που είχε παραβιαστεί ούτως ώστε το μηχανουργείο του να είναι ασφαλισμένο. Σε ότι αφορά το παράθυρο που παραβιάστηκε ήταν πολύ μικρού μεγέθους με αποτέλεσμα να μην δύναται να εισέλθει οποιοδήποτε πρόσωπο εντός του μηχανουργείου. Το συγκεκριμένο μηχανουργείο δεν διέθετε ούτε συναγερμό αλλά ούτε και κάμερες ασφαλείας. Ακολούθως ο ΜΚ4 περί την 29/04/23 και ώρα 09:30 π.μ μετά από έλεγχο που διενήργησε ξανά στο μηχανουργείο του, διαπίστωσε ότι στο σημείο που βρίσκεται το γραφείο του, υπήρχε ένα κινητό τηλέφωνο στο πάτωμα, δηλαδή το Τεκμήριο 5, μάρκας ΝΟΚΙΑ και χρώματος πορτοκαλί με πράσινο κάλυμμα του οποίου η μπαταρία του κρατείτο με λαστιχάκια. Το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο ο ΜΚ4 πρώτη φορά το είχε αντιληφθεί στο υποστατικό του, καθώς κατά τον προγενέστερο έλεγχο που είχε προβεί μαζί με την αστυνομία, ενόψει του ότι το στο πάτωμα του μηχανουργείου του εξαιτίας της φύσης των εργασιών του υπήρχε πληθώρα και άλλων αντικειμένων και έτσι το πάτωμα δεν ήταν καθαρό, το κινητό τηλέφωνο δεν μπορούσε να γίνει με ευκολία αντιληπτό. Ειδικότερα ο ΜΚ4 αντιλήφθηκε την ύπαρξη του κινητού τηλεφώνου στο πάτωμα εκεί που βρίσκεται τοποθετημένο το γραφείο του μόνο όταν ο ίδιος είχε πλησιάσει στο συγκεκριμένο σημείο που βρισκόταν. Στην συνέχεια ο ΜΚ4 αφού πήρε το Τεκμήριο 5, το παρέδωσε στον ΤΑΕ Πάφου. Αναφορικά με τον πρώτο έλεγχο που διενήργησε ο ΜΚ4 στο υποστατικό του, δηλαδή την 28/04/23 μαζί με την αστυνομία, διαπίστωσε ότι μέσα από το μηχανουργείο του είχαν κλαπεί τα αντικείμενα – εργαλεία  τα οποία περιγράφονται στον κατάλογο που ετοίμασε – Τεκμήριο 4Α και 4Β – χωρίς βεβαίως να υπάρχει οποιαδήποτε ακριβής εκτίμηση ως προς την πραγματική τους αξία κατά τον επίδικο χρόνο αλλά ο ίδιος την υπολόγισε με βάση την αξία που τα είχε αποκτήσει. Συνεπώς και είναι αγνώστου αξίας.

 

Το Τεκμήριο 5 αφού παραλήφθηκε από την αστυνομία αποστάλθηκε στην συνέχεια για επιστημονικές εξετάσεις. Με βάση τα αποτελέσματα του Ινστιτούτου Γενετικής και Νευρολογίας από το Τεκμήριο 5, απομονώθηκε από το πίσω μέρος του μικρή ποσότητα μεικτού γενετικού υλικού του οποίου ο Κατηγορούμενος είναι ο κύριος δότης – Τεκμήριο 7. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 8 στο Ινστιτούτο Γενετικής και Νευρολογίας αποστάλθηκαν εκ νέου τα παρειακά επιχρίσματα του Κατηγορούμενου – Τεκμήριο 10 - για σκοπούς επαναληπτικών εξετάσεων. Με βάση τα νέα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων που έχουν διενεργηθεί στο επίδικο κινητό τηλέφωνο – Τεκμήριο 5 – και πιο συγκεκριμένα από το πίσω μέρος του προέκυψε ότι ο Κατηγορούμενος είναι ο κύριος δότης του μικτού γενετικού υλικού που απομονώθηκε από αυτό, ενώ με βάση την στατική δύναμη του λόγου των πιθανοτήτων – Τεκμήριο 42 – το μικτό γενετικό υλικό που απομονώθηκε από το Τεκμήριο 5 είναι 283,000 πιο πιθανό να παρατηρηθεί εάν είναι μίγμα που προέρχεται από τον Κατηγορούμενο και δύο άγνωστα πρόσωπα παρά από τρία άγνωστα πρόσωπα. Σε ότι αφορά τα ηλεκτροφερογράμματα που έχουν ετοιμαστεί από την ΜΚ5 – Τεκμήριο 41 – τα οποία και απεικονίζουν το γενετικό προφίλ του Κατηγορουμένου, προκύπτει ότι πράγματι ο Κατηγορούμενος είναι ο κύριος δότης του μεικτού γενετικού υλικού που έχει απομονωθεί ως έχει προκύψει μέσα από τα Τεκμήρια 7 και 8. Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος είναι ο κύριος δότης του μεικτού γενετικού υλικού καταδεικνύει και ότι αυτός ήταν και το πρόσωπο που είχε αγγίξει τελευταίος στο συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο.

 

Το Τεκμήριο 5 επίσης αποστάλθηκε για σκοπούς δικανικής εξέτασης στο εργαστήριο ηλεκτρονικών δεδομένων στο Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος, όπου ο ΜΚ6 εξέτασε το εν λόγω κινητό τηλέφωνο εντός του οποίου εντοπίστηκε η κάρτα sim της εταιρείας Cytamobile Vodafone η οποία είχε βεβαίως ενεργοποιηθεί και τοποθετηθεί σε αυτό με αριθμό προπληρωμένης τηλεφωνίας So easy και συνεπώς δεν υπήρχαν καταχωρημένα τα στοιχεία του χρήστη. Μέσα από τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν επί του Τεκμηρίου 5, ο ΜΚ6 αφού προηγουμένως ενεργοποίησε το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο ενόψει του ότι κατά την παραλαβή του αυτό ήταν απενεργοποιημένο ανέκτησε τόσο αριθμό κλήσεων που είχαν διενεργηθεί όσο και αριθμό επαφών. Τόσο η ημερομηνία όσο και η ώρα στο εν λόγω κινητό τηλέφωνο, ρυθμίζονται χειροκίνητα από τον χρήστη και όχι αυτομάτως, ενόψει του ότι το Τεκμήριο 5 δεν ήταν ένα σύγχρονο κινητό τηλέφωνο τύπου smartphone αλλά παλαιάς τεχνολογίας. Μεταξύ των κλήσεων που ανακτήθηκαν στο Τεκμήριο 5 κατά την δικανική του εξέταση εντοπίστηκε μεταξύ άλλων και ο αριθμός του κινητού τηλεφώνου της μητέρας του Κατηγορούμενου με αρ. 99541318. Σε ότι αφορά την ώρα η οποία αναγράφεται επί του Τεκμηρίου 13 σχετικά με τις κλήσεις οι οποίες ανακτήθηκαν,  πρόκειται για την ώρα Greenwich και ως εκ τούτου κατά το θερινό ωράριο που ισχύει στην Κύπρο, ως βρισκόταν σε ισχύ και κατά τον επίδικο χρόνο,  η πραγματική ώρα είναι τρείς ώρες μπροστά από την ώρα η οποία καταγράφεται. Ειδικότερα από το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο ανακτήθηκαν τηλεφωνικές κλήσεις οι οποίες και διενεργήθηκαν από και προς τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της μητέρας του Κατηγορούμενου καθώς και αναπάντητες κλήσεις τόσο την 27/04/23 όσο και την 28/04/23.

 

Ακολούθως εκδόθηκε δικαστικό ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου και την 24/08/23 συνελήφθηκε από τον ΜΚ1 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου αφού προηγουμένως του επεξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του ενώ στην συνέχεια του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση στην οποία απαντούσε στις ερωτήσεις με την φράση «ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Επίσης την ίδια ημέρα λήφθηκαν από τον Κατηγορούμενο τα παρειακά του επιχρίσματα – Τεκμήριο 10 -  και αφού στην συνέχεια κατηγορήθηκε γραπτώς απάντησε « ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».

 

Την 27/05/24 και περί ώρα 01:13 π.μ, ο ΜΚ3 βρισκόταν σε μηχανοκίνητη περιπολία μαζί με άλλες αστυφύλακες στην περιοχή Μούταλλος της Επαρχίας Πάφου για πρόληψη διαρρήξεων και κλοπών. Ξαφνικά αντιλήφθηκε το όχημα με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 543 το οποίο είχε ήδη αντιληφθεί προηγουμένως να βρίσκεται ακινητοποιημένο έξω από το καφενείο του Αντώνη Σαμπάνια που βρίσκεται στην ίδια περιοχή, δηλαδή στον Μούταλλο της Επαρχίας Πάφου. Το συγκεκριμένο όχημα ο ΜΚ3 το είδε να κινείται από την αντίθετη κατεύθυνση του δρόμου της οδού ΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧ στην οποία κινείτο και ο ίδιος, χωρίς να φέρει μπροστινούς αριθμούς εγγραφής στο μπροστινό του μέρος. Σημειώνεται ότι όταν προηγουμένως ο ΜΚ3 είχε αντιληφθεί το συγκεκριμένο όχημα προηγουμένως να είναι σταθμευμένο πλησίον του υποστατικού του Αντώνη Σαμπάνια, είδε και τον Κατηγορούμενο να βρίσκεται έξω από το υποστατικό αυτό χωρίς να κάνει οτιδήποτε ενώ το καφενείο δεν βρισκόταν σε λειτουργία. Μάλιστα ο  Κατηγορούμενος σε συνομιλία που είχε με τον ΜΚ3 κατά την στιγμή εκείνη, του ανέφερε ότι δεν προτίθετο να οδηγήσει το συγκεκριμένο όχημα καθότι ήταν ακινητοποιημένο.  Όταν ο ΜΚ3 στην συνέχεια είδε το ίδιο όχημα να κινείται χωρίς να φέρει μπροστινές πινακίδες εγγραφής, το ακολούθησε, ενώ το όχημα αυτό εισήλθε δεξιά σε πάροδο σύμφωνα με την πορεία του στην οδό ΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧ . Έτσι ο ΜΚ3 έθεσε τον φάρο του αστυνομικού οχήματος εντός του οποίου επέβαινε σε λειτουργεία με αποτέλεσμα να ανακόψει το συγκεκριμένο όχημα περί την 01:14 π.μ για έλεγχο. Το όχημα οδηγείτο από τον Κατηγορούμενο και έφερε μόνο πισινές πινακίδες με αριθμούς εγγραφής ΧΧΧ 543. Ο ΜΚ3 αφού ενημέρωσε τον Κατηγορούμενο για τα δικαιώματα του ως ύποπτο πρόσωπο, αυτός συγκατατέθηκε όπως του διενεργηθεί έρευνα τόσο σωματικά όσο και εντός του οχήματος που οδηγούσε. Κατά την έρευνα που διενεργήθηκε από τον ΜΚ3 εντός του οχήματος του Κατηγορούμενου και πιο συγκεκριμένα σε θήκη μεταξύ της θέσης του οδηγού και του συνοδηγού, εντοπίστηκε ένα ανοιγόμενο πολυεργαλείο – Τεκμήριο 34 -  το οποίο μεταξύ άλλων περιείχε και μια λεπίδα που καταλήγει σε μυτερή άκρη μήκους 8,5. Τότε ο ΜΚ3 επέστησε την προσοχή του Κατηγορούμενου στον νόμο ενώ από πλευράς του ο Κατηγορούμενος απάντησε « εν του μασιερούι μου, μα αφού εν μιτσή». Ακολούθως ο Κατηγορούμενος συνελήφθηκε για το αυτόφωρο αδίκημα της μαχαιροφορίας, ενώ στην συνέχεια σε έρευνα που ακολούθησε εντός του οχήματος του, και πιο συγκεκριμένα η ώρα 01:17 π.μ,  στο πάτωμα της θέσης του συνοδηγού εντοπίστηκαν τα Τεκμήρια 2027 τα οποία αφού ο ΜΚ3 παρέλαβε τα υπέδειξε στον Κατηγορούμενο και αφού τον πληροφόρησε ότι η κατοχή των πιο πάνω εργαλείων κατά την διάρκεια της νύχτας συνιστά αδίκημα και του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο, ο Κατηγορούμενος δεν απάντησε οτιδήποτε. Την ίδια ώρα ο ΜΚ3 συνέλαβε τον Κατηγορούμενο για το αυτόφωρο αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων κατά την διάρκεια της νύχτας και αφού του επιστήθηκε εκ νέου η προσοχή του στον Νόμο απάντησε « μα πάλε θα μου κάμετε υπόθεση ;» . Στην συνέχεια της έρευνας και πιο συγκεκριμένα στο καπό του οχήματος του, περί την 01:20 π.μ, σε πλαστικό κιβώτιο εντοπίστηκαν επίσης διάφορα αντικείμενα και πιο συγκεκριμένα τα Τεκμήρια 28 – 33 καθώς και το Τεκμήριο 35. Αφού ο ΜΚ3 τα παρέλαβε ως Τεκμήρια και τα υπέδειξε στον Κατηγορούμενο, πληροφορώντας τον και πάλι ότι η κατοχή αυτών των εργαλείων κατά την διάρκεια της νύχτας δεν επιτρέπεται και ότι συνιστά αδίκημα όπως και η κατοχή του μαχαιριού εκτός της κατοικίας του, ο Κατηγορούμενος απάντησε, «είναι όλα δικά μου». Περί της 01:20 π.μ της ίδιας ημέρας ο Κατηγορούμενος συνελήφθηκε ξανά για τα πιο πάνω αυτόφωρα αδικήματα και αφού του επεστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο, απάντησε «εντάξει». Τα αντικείμενα που βρέθηκαν στην κατοχή του Κατηγορούμενου και εντός του οχήματος που οδηγούσε, δηλαδή τα Τεκμήρια 20 – 27 και 28 – 33, παρά το γεγονός ότι εκ της φύσεως τους χρησιμοποιούνται για νόμιμο σκοπό εντούτοις χρησιμοποιούνται και για να επιτευχθεί διάρρηξη. Όλα τα Τεκμήρια της υπόθεσης ο ΜΚ3 τα παρέδωσε στον ΜΚ2 ενώ αυτά φωτογραφήθηκαν από τον Αστ. 2588 Α. Παπακλεοβούλου.

 

Σύμφωνα με το Τεκμήριο 17 ο Κατηγορούμενος καταδικάστηκε στην ποινική υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου 35/18 την 20/06/18 για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών για το αδίκημα της κλοπής από κατοικία σε ποινή φυλάκισης 9 μηνών, για το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων κατά την διάρκεια της νύχτας σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών, για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά την διάρκεια της νύχτας σε ποινή φυλάκισης 2 ετών, για το αδίκημα της κλοπής σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, για το αδίκημα της κακόβουλης βλάβης σε ποινή φυλάκισης 20 ημερών, για το αδίκημα της κλοπής σε ποινή φυλάκισης 1 μηνός, για το αδίκημα της κλοπής από κατοικία σε ποινή φυλάκισης 5 μηνών, για το αδίκημα της κλοπής σε ποινή φυλάκισης 10 ημερών και για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας σε ποινή φυλάκισης 10 ημερών. Σημειώνεται ότι για σκοπούς επιβολής ποινής σε αυτήν την υπόθεση λήφθηκε υπόψη σωρεία άλλων υποθέσεων ήτοι 26 ποινικές υποθέσεις και ένας ποινικός φάκελος.

 

Επίσης ο Κατηγορούμενος καταδικάστηκε στην ποινική υπόθεση 1481/22 την 09/08/22 για το αδίκημα της επίθεσης και της αντίστασης σε όργανο της τάξης σε ποινή φυλάκισης 30 ημερών καθώς επίσης με την ίδια ποινή και για το αδίκημα της απείθειας σε διατάξεις νόμων που επιβάλλουν καθήκον.

 

Ο Κατηγορούμενος επίσης έχει καταδικαστεί και στην ποινική υπόθεση υπ. αρ. 9082/20 την 22/06/20 από το Επαρχιακό Δικαστήριο της Λευκωσίας για το αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας κατά την διάρκεια της νύχτας σε ποινή φυλάκισης 24 μηνών ενώ διατάχθηκε όπως η έκτιση της ποινής αυτής να είναι διαδοχική με την ποινή που του επιβλήθηκε στην ποινική υπόθεση 35/18. Στην κατηγορία της κλοπής από κατοικία ο Κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 9 μηνών ενώ στην υπόθεση αυτή λήφθηκε υπόψη η ποινική υπόθεση 3734/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού όπως και η ποινική υπόθεση 8313/20 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Ο Κατηγορούμενος επίσης στην υπόθεση αυτή καταδικάστηκε και για ελαφρύτερα σε σοβαρότητα αδικήματα σε μικρότερες σε έκταση ποινές φυλάκισης.

 

Την 24/05/19 ο Κατηγορούμενος επίσης καταδικάστηκε στην ποινική υπόθεση υπ. αρ. 834/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για το αδίκημα της κλοπής σε ποινή φυλάκισης 2 μηνών ενώ στην ποινική υπόθεση υπ.αρ. 7032/23 καταδικάστηκε την 24/11/23 σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών για το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξης κακουργήματος και  της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων κατά την διάρκεια της νύχτας σε ποινές φυλάκισης 6 μηνών, ενώ για το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη πλημμελήματος σε ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

 

Ο Κατηγορούμενος σε σχέση με το αδίκημα της διάρρηξης κτηρίου και κλοπής ανακρίθηκε γραπτώς την 24/08/23 και περί ώρα 0940 το πρωί ενώ σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν απάντησε με την στερεότυπη φράση « ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο». Αναφορικά με το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών εργαλείων κατά την διάρκεια της νύχτας και της κατοχής μαχαιριού, επίσης λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο την 27/05/24 υπό την μορφή ερωτοαπαντήσεων.

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

1η κατηγορία και 2η κατηγορία

Το άρθρο 294(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, επί του οποίου βασίζεται η πρώτη προνοεί ως ακολούθως:

«Όποιος

(α) διαρρήχνει και εισέρχεται σε σχολικό κτίριο, κατάστημα, αποθήκη, γραφείο ή λογιστήριο ή σε κτίριο που συνορεύει με κατοικία και που κατέχεται μαζί με αυτό όμως δεν αποτελεί τμήμα της και διαπράττει κάποιο κακούργημα σε αυτά ή

 

(β) αν διάπραξε κάποιο κακούργημα σε οποιοδήποτε από τα πιο πάνω αναφερόμενα, διαρρήχνει αυτό και εξέρχεται από αυτό,

 

είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων».

 

Το άρθρο 291 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί ως ακολούθως:

 

«Όποιος διαρρήχνει οποιοδήποτε μέρος κτιρίου, εξωτερικό ή εσωτερικό ή ανοίγει με ξεκλείδωμα, έλξη, ώθηση, ανύψωση ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο, θύρα, παράθυρο, παραθυρόφυλλο, πόρτα υπογείου ή άλλο πράγμα προορισμένο για το κλείσιμο ή για την κάλυψη ανοίγματος σε κάποιο κτίριο ή άνοιγμα που επιτρέπει τη δίοδο από ένα μέρος του κτιρίου σε άλλο, θεωρείται ότι διαρρήχνει το κτίριο».

 

Προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο ότι η διάρρηξη μπορεί να συντελεστεί όχι μόνο με την παραβίαση μιας εισόδου αλλά και με απλό άνοιγμα της είτε με κλειδί είτε διαφορετικά.

Αναφορικά με το αδίκημα της 2ης κατηγορίας το άρθρο 255 (1) προνοεί τα ακόλουθα :

Όποιος κλέβει, χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, που γίνεται με δόλιο τρόπο και χωρίς αξίωση δικαιώματος με καλή πίστη, αποκτά κατοχή και αποκομίζει οτιδήποτε που μπορεί να καταστεί αντικείμενο κλοπής με σκοπό, κατά το χρόνο της απόκτησης, να αποστερήσει τον ιδιοκτήτη μόνιμα από αυτό:

Νοείται ότι πρόσωπο δύναται να είναι ένοχο κλοπής οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος, ανεξάρτητα του ότι κατέχει αυτό νόμιμα, αν είναι θεματοφύλακας ή συνιδιοκτήτης του, με δόλιο τρόπο σφετερίζεται αυτό για χρήση από τον ίδιο ή από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρά του ιδιοκτήτη.

(2) (α) Ο όρος “αποκτά κατοχή” περιλαμβάνει και το να αποκτά κατοχή-

(i) με τέχνασμα

(ii) με εκφοβισμό

(iii) με συνέπεια πλάνης του ιδιοκτήτη που είναι σε γνώση του αποκτώντα ότι κατοχή του αποκτώμενου αποκτήθηκε με τέτοιο τρόπο

(iv) με ανεύρεση, εφόσον κατά το χρόνο της ανεύρεσης αυτός που το βρήκε πιστεύει ότι ο ιδιοκτήτης μπορεί να ανακαλυφθεί με εύλογα διαβήματα

(β) ο όρος “αποκομίζει” περιλαμβάνει κάθε μετακίνηση οποιουδήποτε πράγματος από το χώρο τον οποίο αυτό κατέχει, προκειμένου όμως για πράγμα προσαρτημένο, μόνο αν αυτό αποσπάστηκε εντελώς.

(γ) ο όρος “ιδιοκτήτης” περιλαμβάνει και τον ιδιοκτήτη μέρους ή αυτόν που έχει κατοχή ή έλεγχο ή ειδική ιδιοκτησία πράγματος το οποίο δύναται να καταστεί αντικείμενο κλοπής.

(3) Δύναται να είναι αντικείμενο κλοπής κάθε πράγμα που έχει αξία και που ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο, προκειμένου όμως για πράγμα προσκολλημένο σε ακίνητο μετά το διαχωρισμό του από τέτοιο ακίνητο.

Επίσης στην περίπτωση που ένας Κατηγορούμενος βαρύνετε με προηγούμενες καταδίκες, το άρθρο 272 (1) προνοεί ότι αν ο υπαίτιος, πριν από τη διάπραξη της κλοπής καταδικάστηκε για κλοπή που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 262, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

Στρεφόμενος στην μαρτυρία η οποία έχει προσκομιστεί και η οποία έγινε αποδεκτή, διαπιστώνεται ότι η μαρτυρία που συνδέει τον Κατηγορούμενο με τα υπό διάπραξη αδικήματα είναι περιστατική, βλ. Παφίτης κ.α v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ 103. Ειδικότερα η μαρτυρία αυτή αφορά στον εντοπισμό ενός κινητού τηλεφώνου το οποίο ανευρέθηκε από τον ΜΚ4 αφού είχε ήδη διαρρηχθεί το μηχανουργείο του δια της παραβιάσεως της ξύλινης πόρτας της κύριας εισόδου του, με αιχμηρό αντικείμενο. Παραβίαση υπήρχε επίσης και σε ένα μικρό παράθυρο αλλά από αυτό δεν ήταν δυνατό να εισέλθει οποιοδήποτε πρόσωπο εντός του υποστατικού του. Ο ΜΚ4 την 28/04/23 όταν εισήλθε για πρώτη φορά στο μηχανουργείο του μετά την διάρρηξη,  διαπίστωσε ότι έλειπαν από αυτό τα αντικείμενα που περιγράφονται στην 2η κατηγορία και είναι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου αγνώστου αξίας. Το πάτωμα όμως του συγκεκριμένου μηχανουργείου λόγω της φύσης των εργασιών του ΜΚ4 δεν ήταν καθαρό και έτσι το κινητό τηλέφωνο, Τεκμήριο 5, εντοπίστηκε από τον ΜΚ4 την επομένη ημέρα, δηλαδή την 29/04/23 και περί ώρα 09:30 π.μ  ενώ σημειώνεται ότι στο μεταξύ ο ΜΚ4 είχε ήδη επισκευάσει την ξύλινη πόρτα την 28/04/23 η οποία είχε παραβιαστεί, κατά την πρώτη του δηλαδή επίσκεψη και έλεγχο εντός του υποστατικού του ακολούθως μετά από την ενημέρωση που έλαβε ότι είχε γίνει διάρρηξη. Συνεπώς προκύπτει ότι από μετά από την διάρρηξη του μηχανουργείου και την διαπίστωση της κλοπής κανένα άλλο πρόσωπο δεν είχε εισέλθει εντός του  υποστατικού του, πλην του ΜΚ4 και της αστυνομίας, μέχρι και τον εντοπισμό του Τεκμηρίου 5. Σημειώνεται επίσης ότι ο ΜΚ4 την 27/04/23 πριν αναχωρήσει από το μηχανουργείο του και κλειδώσει την ξύλινη πόρτα που είχε παραβιαστεί, δεν τον είχε επισκεφθεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο καθότι εργαζόταν μόνος του.

 

Επομένως με βάση τα πιο πάνω λεχθέντα αυτό που παραμένει να απαντηθεί είναι το κατά πόσο η ανεύρεση του Τεκμηρίου 5 εντός του υποστατικού του ΜΚ4 είναι ικανή  να συνδέει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τον Κατηγορούμενο με την διάρρηξη του μηχανουργείου του και άρα να εξαχθεί από το Δικαστήριο με ασφάλεια και βεβαιότητα το συμπέρασμα, ότι,  ο Κατηγορούμενος ήταν κατά τον επίδικο χρόνο και το πρόσωπο που διέπραξε τα αδικήματα.  

 

Με βάση την επιστημονική μαρτυρία που έχει δοθεί από την ΜΚ5 η οποία αποτελεί είδος περιστατικής μαρτυρίας, βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Νικολάου (Αρ.1) 2010 2 Α.Α.Δ 525,  τόσο μέσα από τις εκθέσεις τις οποίες παρουσίασε και έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο και οι οποίες επί της ουσίας τους δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, όσο και μέσα από τα ηλεκτροφερογράμματα που τις υποστηρίζουν, προκύπτει ότι το γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου ανευρέθηκε επί του Τεκμηρίου 5 αφού απομονώθηκε από αυτό μικρή ποσότητα μεικτού γενετικού υλικού του οποίου κύριος δότης είναι ο Κατηγορούμενος. Σύμφωνα μάλιστα με τα όσα υπέδειξε η ΜΚ5 κατά την μαρτυρία της στο Δικαστήριο, το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος με βάση την επιστημονική μαρτυρία η οποία παρατέθηκε είναι ο κύριος δότης του μεικτού γενετικού υλικού που εντοπίστηκε καταδεικνύει και ότι, είναι και το πρόσωπο που είχε αγγίξει τελευταίος επί του συγκεκριμένου κινητού τηλεφώνου. Επί του σημείου τούτου τονίζεται ότι οι πιο πάνω θέσεις της ΜΚ5 επί της ουσίας τους δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση ούτε και έχει παρουσιαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε άλλη επιστημονική μαρτυρία που να καταρρίπτει τα συμπεράσματα της ΜΚ5 αλλά και τα όσα γενικά παρέθεσε και έγιναν αποδεκτά.  

 

Πέραν του γενετικού υλικού που εντοπίστηκε στο Τεκμήριο 5 το οποίο είναι κινητό τηλέφωνο που ως τέτοιο εκ της φύσεως του θεωρώ ότι αποτελεί και ένα πολύ προσωπικό αντικείμενο, διαπιστώθηκαν και τηλεφωνικές κλήσεις στο περιεχόμενο του, εισερχόμενες, εξερχόμενες αλλά και αναπάντητες από και προς τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της μητέρας του Κατηγορούμενου. Επομένως το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο που εντοπίστηκε συνδέεται με τον Κατηγορούμενο τόσο με βάση τον εντοπισμό του γενετικού υλικού του όσο και με αυτούσιο το περιεχόμενο των κλήσεων ενόψει του εντοπισμού αυτών των τηλεφωνικών κλήσεων από και προς την μητέρα του Κατηγορούμενου σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες κατά τον επίδικο μάλιστα χρόνο αφού καμία απολύτως μαρτυρία δεν έχει ανατρέψει τα όσα ο ΜΚ6 υποστήριξε δια της μαρτυρίας του, πέραν των θεωριών που του είχαν υποβληθεί από την Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του, χωρίς να υποστηριχθούν με μαρτυρία.

 

Από την άλλη, ο Κατηγορούμενος τόσο αναφορικά με τον εντοπισμό του γενετικού του υλικού επί του συγκεκριμένου κινητού τηλεφώνου όσο και των κλήσεων που υπήρχαν στο περιεχόμενο που ανακτήθηκε αλλά και τον εντοπισμό αυτούσιου του κινητού τηλεφώνου, ουδεμία απολύτως εξήγηση έχει δώσει αφού μάλιστα κατά την υπερασπιστική γραμμή που έχει προωθεί κατά την ακροαματική διαδικασία δεν έχει αμφισβητηθεί ότι αυτό το κινητό τηλέφωνο συνδέεται με τον Κατηγορούμενο, πέραν βεβαίως των όσων αφέθηκαν να εννοηθούν ότι ο Κατηγορούμενος κατά τον επίδικο χρόνο δεν το είχε στην κατοχή του. Τα όσα έχουν τεθεί από πλευράς της Υπεράσπισης αναφορικά με τον εντοπισμό του κινητού τηλεφώνου στο υποστατικό του ΜΚ4 δια μέσω των πρακτικών του Δικαστηρίου που έχουν κατατεθεί, τονίζεται ότι δεν αποτελούν μαρτυρία ικανή και επαρκή στην οποία να μπορεί να προσδοθεί από το Δικαστήριο οποιουδήποτε είδους βαρύτητα για τους λόγους που θα υποδείξω κατωτέρω.

 

Ο ΜΚ6 παρέθεσε στο Δικαστήριο μέσω του Τεκμηρίου 13, τόσο τις κλήσεις όσο και τις επαφές που ανάκτησε από το κινητό τηλέφωνο που εντοπίστηκε στο υποστατικό του ΜΚ4. Ο αριθμός του κινητού τηλεφώνου το οποίο εντοπίστηκε, ήταν αριθμός προπληρωμένης κινητής τηλεφωνίας – κάρτα simso easy και είχε ενεργοποιηθεί χωρίς καταχωρημένα στοιχεία. Οι δε κλήσεις που διενεργήθηκαν από και προς και τον τηλεφωνικό αριθμό ΧΧΧΧΧΧΧΧ ο οποίος ανήκει στην μητέρα του Κατηγορούμενου διαπιστώνεται ότι διενεργήθηκαν κατά τον επίδικο χρόνο όπου διαρρήχθηκε το υποστατικό του ΜΚ4, ήτοι την 27/04/23 και την 28/04/23 Σε ότι αφορά τις ώρες κατά τις οποίες έχουν διενεργηθεί οι κλήσεις αυτές, ο ΜΚ6 εξήγησε ότι οι ώρες οι οποίες αναγράφονται στον πίνακα του Τεκμηρίου 13 υπολογίζονται με βάση την ώρα Greenwich και επομένως για να υπολογιστεί η ορθή ώρα θα πρέπει να προστεθούν τρείς ώρες μπροστά εφόσον βρισκόταν σε ισχύ το θερινό ωράριο. Η Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του ΜΚ6 και μετά από την θέση του ότι ο χρήστης του κινητού τηλεφώνου είναι αυτός που μπορεί να ρυθμίσει χειροκίνητα την ημερομηνία και την ώρα ενόψει του ότι επρόκειτο για συσκευή παλαιάς τεχνολογίας, του υπέβαλε  διάφορα υποθετικά σενάρια για το κατά πόσο ο χρήστης μπορεί να είχε ρυθμίσει την ημερομηνία και την ώρα στο εν λόγω κινητό τηλέφωνο όπως ο ίδιος επιθυμούσε με αποτέλεσμα τα δεδομένα  ανάκτησης των κλήσεων αυτών να προέκυψαν χωρίς να ανταποκρίνονται στον πραγματικό χρόνο και την πραγματική ώρα στην οποία καταγράφονται επί του πίνακα του Τεκμηρίου 13. Ο ΜΚ6 απαντώντας ανέφερε ότι θα μπορούσε αυτό να γίνει χωρίς βεβαίως να αναιρεί κατά την μαρτυρία του τα δεδομένα τα οποία είχαν ανακτηθεί από τον ίδιο και τα οποία κατέγραψε επί του Τεκμηρίου 13 αφού προηγουμένως είχε ενεργοποιήσει το συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο.

 

Όπως επακριβώς επαναλήφθηκε και στην Γενικός Εισαγγελέας v. Μάριου Παπανικόλα 214/21 ημερ. 20/12/23, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδίδει υπόσταση στις πιθανότητες και στα σενάρια που έθεσε η Υπεράσπιση εν προκειμένω – αν π.χ κάποιος είχε ρυθμίσει το εν λόγω κινητό τηλέφωνο με λανθασμένη ημερομηνία και ώρα – αφού αυτά παρέμειναν σε επίπεδο εικασιών και θεωριών βλ. επίσης Σταυρινού v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ 704. Επομένως από τα πιο πάνω λεχθέντα προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του το Τεκμήριο 5 κατά τον επίδικο χρόνο και μάλιστα είχε δεχτεί αλλά και είχε και διενεργήσει κλήσεις από και προς τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της μητέρας του. Επίσης είχε και αναπάντητες κλήσεις.

 

Σε σχέση με τα πρακτικά που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο – Τεκμήριο 43 -  από την ΜΥ1 σχετικά με τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης, ότι δηλαδή ο Κατηγορούμενος επιθυμούσε να δώσει συμπληρωματική κατάθεση με σκοπό να αναφέρει ότι άλλο πρόσωπο του είχε παραδεχτεί την εμπλοκή του στο αδίκημα της διάρρηξης και της κλοπής του μηχανουργείου του ΜΚ4, αλλά και των ίδιων των δηλώσεων του Κατηγορούμενου ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή το κινητό τηλέφωνο το είχε τοποθετήσει στο εν λόγω σημείο που ανευρέθηκε κάποιο άλλο πρόσωπο που έκανε την διάρρηξη και την κλοπή και ο οποίος βρισκόταν μαζί του υπό κράτηση, τονίζεται ότι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου καμία απολύτως μαρτυρία δεν δόθηκε από πλευράς της Υπεράσπισης που να υποστηρίζει τις πιο πάνω θέσεις και ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν με αποτέλεσμα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου να παραμένουν μετέωρα και έκθετα προς απόρριψη. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει καμία απολύτως βαρύτητα στα όσα καταγράφονται επί του Τεκμηρίου 43.  Μάλιστα η εκδοχή αυτή έχει τεθεί και ενώπιον του ΜΚ1 ο οποίος είναι ο εξεταστής της υπόθεσης και ο οποίος απαντώντας, ανέφερε ότι ουδέποτε του είχε αναφερθεί από τον Κατηγορούμενο ή έστω είχε περιέλθει στην αντίληψη του οποιαδήποτε επιθυμία του για να δώσει οποιαδήποτε συμπληρωματική κατάθεση σε σχέση με το γεγονός αυτό. Συνεπώς και οι θέσεις της Υπεράσπισης που έχουν υποβληθεί στον ΜΚ1 επίσης παρέμειναν σε επίπεδο απλών υποβολών. Η δε δήλωση του Κατηγορούμενου ενώπιον Δικαστηρίου ως τέθηκε από την ΜΥ1 σημειώνεται ότι δεν ισοδυναμεί με μαρτυρία ικανή να παράσχει οποιουδήποτε είδους εξήγηση σχετικά με την παρουσία του κινητού τηλεφώνου εντός του υποστατικού του παραπονούμενου και επομένως δεν μπορεί να προσδοθεί στην δήλωση αυτή οποιαδήποτε αποδεικτική αξία ή βαρύτητα.  

 

Στην ίδια υπόθεση που έχω υποδείξει ανωτέρω, δηλαδή στην Ποινική Έφεση Γενικός Εισαγγελέας v. Μάριου Παπανικόλα 214/21 ημερ. 20/12/23 αναφέρθηκε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εφαρμόσει εσφαλμένα τις νομολογιακές αρχές αποδεχόμενο την δήλωση του Εφεσίβλητου για τον λόγο της παρουσίας του στην σκηνή που βρίσκονταν οι ναρκωτικές ουσίες αφού ανέφερε χαρακτηριστικά την φράση «ήρτα να δω τον φίλο μου». Σύμφωνα με το Εφετείο η δήλωση αυτή του Εφεσίβλητου δεν ήταν μια απλή τυπική καθημερινή φράση αλλά εξυπονοούσε ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε σχέση ή εμπλοκή και άρα η επίσκεψη του στο εν λόγω σημείο ήταν εντελώς τυχαία. Επίσης το Εφετείο υπέδειξε ότι η επίμαχη φράση του Εφεσείοντα ήταν αθωωτική / απαλλακτική οποιασδήποτε ενοχής και ως τέτοια δεν θα μπορούσε να συνιστά απόδειξη του περιεχομένου της. Η φράση του Εφεσίβλητου ισοδυναμούσε με ισχυρισμό κάποιου ότι ήταν αθώος και ως τέτοια δεν είχε αποδεικτική αξία πέραν του να δείξει την αντίδραση του ή την στάση του κατά την ώρα που είχε γίνει η δήλωση.  Επομένως σύμφωνα με το Εφετείο, μια τέτοια δήλωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί και ως απόδειξη της αλήθειας του περιεχόμενου της και να γίνει αποδεχτή και άρα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέροντας στην απόφαση του ότι υπήρχε μαρτυρία δεν ήταν ορθή και επομένως ήταν λανθασμένη η απόδοση σημασίας σε αυτή. Ο χειρισμός του Πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με το Εφετείο ήταν εσφαλμένος καθότι εσφαλμένα είχε εφαρμόσει τις σχετικές νομολογιακές αρχές αφού κακώς η δήλωση του εφεσίβλητου έγινε δεκτή ως αποδυκνείουσα και του περιεχόμενου της.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, και έχοντας κατά νου ότι η αποδεικτική σημασία του γενετικού υλικού και των κλήσεων που εντοπίστηκαν στο κινητό τηλέφωνο που ανευρέθηκε εντός του υποστατικού του ΜΚ4 σε συνδυασμό με την υπόλοιπη περιστατική μαρτυρία (βλ. Archbold 2023, par. 14 – 85 page. 1872) ως την έχω υποδείξει ανωτέρω σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε πειστικής και λογικής εξήγησης από πλευράς του Κατηγορούμενου τόσο αναφορικά με τον εντοπισμό του γενετικού υλικού αλλά και του ίδιου του κινητού τηλεφώνου εντός του υποστατικού του ΜΚ4 καθώς και των κλήσεων που διενεργήθηκαν κατά τον επίδικο χρόνο, κρίνω ότι έχουν δημιουργήσει ένα ισχυρό πλέγμα σύνδεσης του Κατηγορούμενου με την σκηνή της διάρρηξης και της κλοπής του μηχανουργείου του ΜΚ4 η οποία διενεργήθηκε μεταξύ των ημερομηνιών 27 – 28/04/23 και συνεπώς καταλήγω στο αναπόδραστο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιον μου και τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει στοιχειοθετούν κατά την κρίση μου τα αδικήματα της 1ης και της 2ης κατηγορίας.  

 

Σε ότι αφορά το άρθρο 272 (1) του Κεφ. 154 το οποίο προνοεί ότι αν ο υπαίτιος, πριν από τη διάπραξη της κλοπής καταδικάστηκε για κλοπή που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 262, υπόκειται σε φυλάκιση πέντε χρόνων, αξίζει να λεχθεί ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχουν τεθεί δια της μαρτυρίας του ΜΚ1 το Τεκμήριο 17 το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί.    

 

Σε σχέση με την αξία των αντικειμένων τα οποία έχουν κλαπεί από το μηχανουργείο του ΜΚ4, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι αυτά ήταν αγνώστου αξίας. Σύμφωνα με την Ποινική Έφεση ΜΙΧΑΗΛ ΘΩΜΑ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ  5923, ημερ. 08/09/95 η αξία των επίδικων κλοπιμαίων αντικειμένων τα οποία περιγράφονται στην 2η κατηγορία δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος και συνεπώς δεν χρειάζεται η τροποποίηση του κατηγορητηρίου για αντικατάσταση της αξίας τους. Νοείται ότι ο Κατηγορούμενος καταδικάζεται για το αδίκημα της κλοπής μετά από προηγούμενη καταδίκη αναφορικά με τα αντικείμενα που είχαν κλαπεί και τα οποία ήταν αγνώστου αξίας. Περαιτέρω δεν έχω διαπιστώσει να έχει λόγω αυτού επηρεαστεί δυσμενώς η υπεράσπιση του Κατηγορούμενου.

Είναι λοιπόν η κατάληξή μου ότι από την πιο πάνω ανάλυση προκύπτει ότι το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που πιο πάνω παρατέθηκαν συνθέτει τους αδιάσπαστους κρίκους της περιστατικής μαρτυρίας, αφανίζει την πιθανότητα ανθρώπινου λάθους και οδηγεί στην ενοχή του Κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και στις δύο κατηγορίες.  Το σωρευτικό αποτέλεσμα της ενώπιον μου περιστατικής μαρτυρίας δεν συμβιβάζεται με άλλη λογική ερμηνεία παρά μόνο με την κατάδειξη του Κατηγορούμενου ως του δράστη των υπό εκδίκαση εγκλημάτων.

Συνακόλουθα ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος τόσο στην 1η όσο και στην 2η κατηγορία.

Στρεφόμενος τώρα, στην εισήγηση της Υπεράσπισης, ότι, έχει παραβιαστεί το δικαίωμα του Κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη ενόψει του ότι η διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης ήταν ελλιπείς από πλευράς των ανακριτικών αρχών ένεκα της επιμονής του Κατηγορούμενου να του ληφθεί συμπληρωματική κατάθεση και της δικής τους άρνησης να πράξουν κάτι τέτοιο, αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος ήθελε να υποδείξει ότι ο δράστης της συγκεκριμένης διάρρηξης και κλοπής των αντικειμένων ήταν άλλο πρόσωπο και ότι μάλιστα αυτό ήταν και το πρόσωπο που είχε εναποθέσει το Τεκμήριο 5 στο μηχανουργείο του ΜΚ4 με αποτέλεσμα να  προκύψουν οι υπό διερεύνηση κατά τον χρόνο εκείνο κατηγορίες εναντίον του, με όλο το σεβασμό δεν προτίθεμαι να συμφωνήσω με την πιο πάνω θέση και οφείλω να υποδείξω ότι είναι φανερό ότι μέσα από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου καμία απολύτως μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί από την Υπεράσπιση που να υποστηρίζει τις συγκεκριμένες θέσεις που έχουν προβληθεί, ότι δηλαδή ο Κατηγορούμενος δεν έχει τύχει δίκαιης δίκης ενόψει της πλημμελούς διερεύνησης της υπόθεσης από πλευράς των ανακριτικών αρχών, ειδικότερα επί του ισχυρισμού του ότι υπήρξε άρνηση για λήψη συμπληρωματικής κατάθεσης. Και αυτό διότι η πλευρά της Υπεράσπισης ως έχει διαφανεί πέραν της κατάθεσης στο Δικαστήριο των πρακτικών του Δικαστηρίου – Τεκμήριο 43 - με βάση τα οποία καταγράφονται δηλώσεις τόσο του Κατηγορούμενου όσο και της συνηγόρου του αναφορικά με τις συγκεκριμένες θέσεις που προβλήθηκαν από πλευρά τους , καμία απολύτως μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε από πλευράς της Υπεράσπισης που να τις υποστηρίζει. Ουσιαστικά αυτό που καλεί εν προκειμένω η Υπεράσπιση το Δικαστήριο να πράξει είναι να ληφθούν υπόψη δηλώσεις του Κατηγορούμενου και ή της συνηγόρου του που τον εκπροσωπούσε, στις οποίες να προσδοθεί βαρύτητα και αποδεικτική αξία χωρίς καν να προσαχθεί από πλευράς της Υπεράσπισης καμία απολύτως μαρτυρία που να τις υποστηρίζει.

Υπό το φως των πιο πάνω η εισήγηση της Υπεράσπισης απορρίπτεται ως αβάσιμη και ανεδαφική.

3η κατηγορία

Το αδίκημα της κατοχής διαρρηκτικών οργάνων κατά την διάρκεια της νύχτας, βασίζεται στο άρθρο 296(γ) του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

«296.  Όποιος ενδέχεται να βρεθεί κάτω από οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες  περιστάσεις, δηλαδή -

            ...………………………………………...………………………………………

           (γ) έχει στην κατοχή του διαρρηκτικό όργανο κατά την διάρκεια νύχτας,  χωρίς νόμιμη δικαιολογία γι’ αυτό, της οποίας φέρει και το βάρος απόδειξης

           .........................…………………………………………………....……………

          είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται-

        

          (i) σε περίπτωση καταδίκης δυνάμει της παραγράφου (α), (β), (γ), (ε) ή (στ)  σε φυλάκιση πέντε χρόνων.»

 

Παρόμοιο αδίκημα με το επίδικο προβλεπόταν από το άρθρο 28(2) του Αγγλικού Larceny Act  1916 το οποίο είχε ως εξής:

 

«28.  Every person who shall be found by night …  (2) having in his possession without lawful excuse (the proof whereof shall lie on such person) any key, picklock, crow, jack, bit, or other implement of housebreaking …  shall be guilty of a misdemeanour …»

 

Η εν λόγω αγγλική διάταξη αναφέρεται μεν συγκεκριμένα σε κάποια διαρρηκτικά όργανα αλλά δεν περιορίζεται σε αυτά εφόσον περιλαμβάνει και «other implement of housebreaking». Έτσι ως έχει η φράση αυτή ερμηνευθεί διαρρηκτικό όργανο θεωρείται οποιοδήποτε όργανο το οποίο από τη φύση του μπορεί να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς διάρρηξης παρά το ότι η συνήθης χρήση του είναι για νόμιμο σκοπό (βλ. Archbold 35th ed. par. 1851). Όσον αφορά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος και το βάρος απόδειξης διαφωτιστικά είναι τα όσα αναφέρονται στην R v. Patterson (1962) 1 All E.R 340:

 

«It seems to the court that, in the first instance, the prosecution must prove that the prisoner was found in possession by night of either an implement which can properly be described as one of those specifically named in the section, or of an implement capable in fact of being used as a housebreaking implement from its common though not exclusive use for that purpose or from the particular circumstances of the case in question.  Once possession of such an implement has been shown, the burden shifts to the prisoner to prove on the balance of probabilities that there was lawful excuse for his possession of the implement at the time and place in question.»

 

Περαιτέρω στην ίδια υπόθεση αναφέρεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω αδικήματος δεν απαιτείται να αποδειχθεί από την κατηγορούσα αρχή και το ότι ο κατηγορούμενος είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει το διαρρηκτικό όργανο για σκοπούς διάρρηξης.

 

Όσον δε αφορά την κατοχή αυτή έχει την έννοια της φυσικής κατοχής (βλ. Archbold 35th ed. par. 1851). Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία κατοχή ενός αντικειμένου σημαίνει φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου που αποτελεί το αντικείμενο της κατοχής (βλ. Queiss ν. Republic (1987) 2 CLR 49, Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289 και Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 21). Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπύρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 71 λέχθηκε σχετικά ότι «η κατοχή εξ υπακούει φυσικό έλεγχο του αντικείμενου μαζί με γνώση του κατηγορούμενου ότι το έχει στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του. Δυνατόν κάποιος να κατέχει κάποιο αντικείμενο χωρίς να γνωρίζει ή να αντιλαμβάνεται τη φύση του, αλλά δεν το κατέχει υπό τη νομική έννοια, εκτός κι αν γνωρίζει ότι το έχει».

Για την απόδειξη της γνώσης της φύσης του αντικειμένου, λόγω του ότι αυτή συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου, σπάνια υπάρχει άμεση μαρτυρία και κατά κανόνα η γνώση αυτή συμπεραίνεται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ιδιαίτερα από τη σύνδεση και τις πράξεις του κατηγορούμενου σε σχέση με το παράνομο αντικείμενο (βλ. Queiss ανωτέρω και Χριστοφόρου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 250). Με άλλα λόγια εξάγεται από περιστατική μαρτυρία, η οποία μπορεί να οδηγήσει εξίσου σε ασφαλές συμπέρασμα και κάποτε μάλιστα με μεγαλύτερη ασφάλεια (βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 388).

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα εργαλεία που περιγράφονται στην 3η κατηγορία ως και ο ΜΚ3 ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση αποτελούν εργαλεία  τα οποία από τη φύση τους μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς διάρρηξης παρά το ότι η συνήθης χρήση τους είναι για νόμιμο σκοπό. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι αυτά εντοπίσθηκαν στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος κατά την διάρκεια της νύχτας και χωρίς μπροστινές πινακίδες εγγραφής κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε από τον ΜΚ3  και ότι μάλιστα  τα αντικείμενα αυτά ήταν δικά του. Επίσης ότι ο Κατηγορούμενος τα είχε στην κατοχή του κατά την διάρκεια της νύχτας ενόψει και της ώρας που αυτά εντοπίστηκαν.  Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφ. 154 η ερμηνεία που δίδεται για το τί σημαίνει  "νύχτα" ή "κατά τη διάρκεια νύχτας"  είναι ότι περιλαμβάνεται το χρονικό διάστημα μεταξύ των ωρών έξι και μισή το βράδυ και έξι και μισή το πρωί. 

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι έχει αποδεχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Κατηγορούμενος κατά την διάρκεια της νύχτας είχε στην κατοχή του τα πιο πάνω διαρρηκτικά εργαλεία, το βάρος απόδειξης μετατίθεται στους ώμους του να αποδείξει στο μέτρο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων ότι υπάρχει νόμιμη δικαιολογία για την κατοχή αυτών των οργάνων. Εφόσον δεν έχω προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στους ισχυρισμούς που δόθηκαν από πλευράς του στην γραπτή του κατάθεση για τους λόγους που έχω υποδείξει και μη έχοντας παρουσιαστεί οποιαδήποτε μαρτυρία που να τεκμηριώνει τις θέσεις που προβλήθηκαν εκ μέρους του, κρίνω ότι δεν έχει  παράσχει οποιαδήποτε νόμιμη δικαιολογία για την κατοχή των οργάνων αυτών και συνεπώς απέτυχε να αποσείσει το προαναφερόμενο βάρος απόδειξης. 

 

Κατ' επέκταση λοιπόν κρίνω πως η 3η κατηγορία έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

4η Κατηγορία

 

Τέλος, το αδίκημα της 4ης κατηγορίας ρυθμίζεται από τα άρθρα 82(2), 85 και 86 του Ποινικού Κώδικα.

Το άρθρο 82(2) προνοεί ότι όποιος έχει πάνω του ή μεταφέρει μαχαίρι που καταλήγει σε μυτερή άκρη εκτός της κατοικίας του ή της αυλής της, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση ενός χρόνου και ανεξάρτητα οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης των άρθρων 29, 32 και 33, υπόκειται σε κατώτατο όριο σε φυλάκιση έξι μηνών, εκτός αν το Δικαστήριο, λάβει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, τα περιστατικά της υπόθεσης, περιλαμβανομένων της δοκιμασίας την οποία θα υποστεί ο καταδικασθείς και παρόμοιων ελαφρυντικών περιστατικών που σχετίζονται προσωπικά με τον καταδικασθέντα, ήθελε κρίνει σκόπιμο να επιβάλει μικρότερη ποινή ή να εκδώσει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα.

Με βάση το άρθρο 86 του νόμου, "αμφίστομο μαχαίρι" σημαίνει οποιοδήποτε μαχαίρι ή άλλο όργανο το οποίο έχει λεπίδα και στις δύο πλευρές, ανεξάρτητα αν καταλήγει σε μυτερή άκρη ή όχι, και περιλαμβάνει και ξίφος σε οποιαδήποτε μορφή·

"μαχαίρι" σημαίνει μαχαίρι άλλο από αμφίστομο μαχαίρι, το οποίο έχει λεπίδα, είτε αυτή καταλήγει σε μυτερή άκρη είτε όχι:

Νοείται ότι στην ερμηνεία των όρων 'αμφίστομο μαχαίρι' και 'μαχαίρι' του παρόντος άρθρου δεν περιλαμβάνεται αμφίστομο μαχαίρι ή μαχαίρι το οποίο—

(α) Προορίζεται από την κατασκευή του για σκοπούς διακόσμησης,

(β) έχει από τη φύση του συλλεκτικό ή αρχαιολογικό χαρακτήρα,

(γ) προορίζεται από την κατασκευή του ή λόγω της φύσης του για οικιακή, επαγγελματική, εκπαιδευτική, αθλητική χρήση ή για σκοπούς θήρας ή αλιείας ή για άλλη συναφή χρήση, ή

(δ) αποτελεί μέρος της στολής των μελών των ενόπλων δυνάμεων της Δημοκρατίας ή των μελών των ενόπλων δυνάμεων άλλης χώρας, τα οποία είναι διαπιστευμένα ή βρίσκονται νόμιμα στη Δημοκρατία.

Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος είχε δύο μαχαίρια μήκους 8,5 και 10 εκατοστών αντίστοιχα στην κατοχή του όταν ο ΜΚ3 προέβηκε για έλεγχο εντός του οχήματος του και τα εντόπισε δεν έχει αμφισβητηθεί. Ως ανωτέρω επίσης εξήγησα ουδεμία μαρτυρία δόθηκε στο Δικαστήριο από πλευράς του Κατηγορουμένου αναφορικά με το ότι τα εν λόγω μαχαίρια προορίζονταν για επαγγελματική ή άλλου είδους χρήση. 

Υπό το φως των πιο πάνω η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και την 4η κατηγορία και συνακόλουθα ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος και στην 4η κατηγορία που αντιμετωπίζει.   

 

                                                                          (Υπ.)  ……………………………

                                                                                     Σ. Συμεού, Ε.Δ     

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                       

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο