
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 1687/2021
ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
v.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 28/02/2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Γ. Γεωργίου
Για τον Κατηγορούμενο: κος Μ. Βασιλειάδης
Κατηγορούμενος παρών
Π Ο Ι Ν Η
Ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στην κατηγορία της εκτέλεσης οικοδομικών εργασιών χωρίς να εξασφαλίσει εκ των προτέρων πολεοδομική άδεια για το σκοπό αυτό από την αρμόδια αρχή.
Συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος ότι κατά ή περί τον Φεβρουάριο του 2020 και ή προηγουμένως και ή μεταγενέστερα και μέχρι σήμερα στην Κοινότητα Ίνεια της Επαρχίας Πάφου, στην τοποθεσία Μιρτής, Παναγιά του Βλου, εντός του τεμαχίου [ ] προέβηκε στην εκτέλεση οικοδομικών εργασιών εντός αυτού ήτοι εκτέλεσε και ή επέτρεψε να διενεργηθούν εκτεταμένες χωματουργικές εργασίες, εκσκαφές, μετακίνηση όγκων χωμάτων και βράχων, δημιουργία πλατώματος επί επιχωμάτωσης και ανέγερση παράνομης ισόγειας πέτρινης οικοδομής με περίφραξη χωρίς την εξασφάλιση άδειας από την αρμόδια αρχή.
Τα γεγονότα είναι καταγεγραμμένα στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 31/01/2025. Θα παραθέσω μια σύνοψη των ευρημάτων του Δικαστηρίου για σκοπούς καλύτερης αντίληψης του σκεπτικού του Δικαστηρίου για σκοπούς επιβολής ποινής.
Το ακίνητο με αριθμό εγγραφής [ ], Φύλλο/ Σχέδιο [ ], τμήμα [ ], τεμάχιο [ ] στην τοποθεσία Μιρτής στην Ίνεια της επαρχίας Πάφου ανήκει στον Κατηγορούμενο από το 2007, και ο Κατηγορούμενος είχε από το 2007 τον έλεγχο του εν λόγω ακινήτου. Το τεμάχιο [ ] ενέπιπτε μέχρι τις 31/08/2023 στην ζώνη προστασίας Δα2, και από την 01/09/2023 εμπίπτει στην ζώνη προστασίας Δα1 – Ζώνη Προστασίας Τοπίο Ακάμα. Η εν λόγω περιοχή έχει ενταχθεί στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο Natura 2000 ως τοπίο και ως στόχος κοινοτικής σημασίας Χερσόνησος Ακάμα και ως ζώνη ειδικής προστασίας Χερσόνησος Ακάμα και το τεμάχιο [ ] εμπίπτει στη Χερσόνησο Ακάμα Προτεινόμενη Περιοχή «Φύση 2000» στην οποία απαιτείται απόλυτη προστασία του τοπίου της φύσης και του περιβάλλοντος.
Κατά τον Ιούλιο με Αύγουστο του 1924, έγινε η γενική χωρομετρία στην περιοχή και καταγράφηκαν στο κτηματικό μητρώο τα κτηνοτροφικά καταφύγια τα οποία χρησιμοποιούνταν για την προστασία των βοσκών, τα λεγόμενα στιάδια. Ωστόσο δεν έγινε καταγραφή, για την ύπαρξη στιαδίου ή οποιουδήποτε υποστατικού, στο τεμάχιο [ ]. Μεταξύ των ετών 1924 μέχρι 1963 είχαν ανεγερθεί εντός του τεμαχίου [ ] δύο στιάδια, ωστόσο τα εν λόγω οικοδομήματα δεν είχαν καταγραφεί στο κτηματικό μητρώο. Το έτος 2019 τα στιάδια ήταν μισογκρεμισμένα, χωρίς σκεπή, σε κοντινή απόσταση μεταξύ τους.
Ο Κατηγορούμενος χωρίς να εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής από την αρμόδια αρχή, από τον Φεβρουάριο του 2019 μέχρι τον Μάιο του 2023 εκτέλεσε διάφορες εργασίες εντός του τεμαχίου [ ]. Συγκεκριμένα, τον Φεβρουάριο του 2019 προέβη σε χωματουργικές εργασίες εντός των ορίων του τεμαχίου [ ]. Τον Ιούνιο του 2019 ξεκίνησε την ανέγερση ενός οικοδομήματος εντός του τεμαχίου [ ], σε διαφορετική τοποθεσία από τα ερείπια του μεγάλου στιαδίου που υπήρχε εντός του τεμαχίου, το οποίο οικοδόμημα ολοκληρώθηκε πλήρως τον Μάιο του 2023. Συγκεκριμένα ανεγέρθηκε ισόγεια πετρόκτιστη κατοικία και κατασκευάστηκε ξύλινη ακάλυπτη πέργολα, περιφράχθηκε το ακίνητο, εκτελέστηκαν χωματουργικές εργασίες, εκσκαφές, μετακίνηση όγκου χωμάτων και βράχων.
Ο Κατηγορούμενος καλλιέργησε μέρος του τεμαχίου [ ], εξασφάλισε άδεια υδροληψίας για το ακίνητο, προχώρησε στην ανόρυξη διάτρησης και φύτεψε δέντρα, και προς τούτο εξασφάλισε σχετική επιδότηση από τον Κυπριακό Οργανισμό Αγροτικών Πληρωμών. Στις 22/05/2020 ο Κατηγορούμενος αποπλήρωσε εξώδικο ύψους €2,000 το οποίο εκδόθηκε από την Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας, σχετικά με κάποιες ενέργειες που εκτελέστηκαν εντός του τεμαχίου [ ].
Μετά την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης του οικοδομήματος που ανεγέρθηκε εντός του τεμαχίου [ ] και της περίφραξης του ακινήτου.
Με την ικανή αγόρευση του για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου, ο συνήγορος του αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορούμενου, και συγκεκριμένα ότι είναι νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών, ηλικίας 18 και 21 ετών, τα οποία βοηθά οικονομικά. Ο Κατηγορούμενος είναι ιδιοκτήτης πλυντηρίου αυτοκινήτων, δεν έχει υπαλλήλους, και περιστασιακά τον βοηθά ο μεγαλύτερος υιός του. Η σύζυγος του εργάζεται και λαμβάνει μηνιαίο μισθό ύψους €900. Ο Κατηγορούμενος μαζί με την σύζυγο του διαμένουν σε προσφυγικό συνοικισμό και σήμερα δεν κατέχει άλλη περιουσία εκτός από το ακίνητο στην περιοχή Ίνειας. Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου ανέφερε ότι αυτός κατείχε ένα άλλο ακίνητο, το οποίο όμως εκποιήθηκε για να εξοφληθεί δανειακή υποχρέωση του Κατηγορούμενου, ωστόσο το εκπλειστηρίασμα δεν ήταν αρκετό για να εξοφληθεί το δάνειο και παρέμεινε χρέος περί τις €90,000.
Ο κος Βασιλειάδης αναφέρθηκε στο συναισθηματικό δέσιμο του Κατηγορούμενου με το εν λόγω ακίνητο στην περιοχή Ίνειας, αφού από ηλικία 10 ετών διέμενε στο στιάδιο που υπήρχε εντός του ακινήτου σε τακτά χρονικά διαστήματα μαζί με τα αδέλφια του για να βοηθήσουν τον παππού τους, ο οποίος ήταν κτηνοτρόφος. Λόγω του συναισθηματικού του δεσίματος με το εν λόγω ακίνητο, η οικογένεια του το μεταβίβασε σε αυτόν δυνάμει δωρεάς. Η θέση που εκφράστηκε από τον κ. Βασιλειάδη ήταν ότι ο ίδιος φύτεψε δέντρα στο ακίνητο, και προς τούτο έλαβε σχετική επιχορήγηση, καθώς και άδεια υδροληψίας και ο λόγος που προχώρησε με την περίφραξη του ακινήτου ήταν για να διαφυλάξει την περιουσία του και τα δέντρα του από τα διάφορα ζώα τα οποία βοσκούν στην περιοχή. Έχει ήδη επιβληθεί πρόστιμο ύψους €2,000 στον Κατηγορούμενο από την Υπηρεσία Θήρας & Πανίδας, το οποίο έχει αποπληρώσει.
Σχετικά με το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, ήταν η εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου ότι δεν είναι δίκαιο και ορθό να εκδοθεί αφού η γενική αρχή του Κράτους είναι να μην κατεδαφίζονται τα στιάδια. Επίσης ανέφερε ότι αν εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης θα αποτελέσει ένα τετελεσμένο γεγονός, με ανυπολόγιστες συνέπειες αν η απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 31/01/2025 ανατραπεί από το Εφετείο. Ήταν επίσης η θέση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δεν ήταν ο αρμόδιος να προωθεί την παρούσα υπόθεση, αλλά ούτε και να ζητά την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης. Καταληκτικά ήταν η θέση του κου Βασιλειάδη ότι από την στιγμή που η Κατηγορούσα Αρχή δεν ζήτησε διάταγμα επαναφοράς του ακινήτου στην προτέρα του κατάσταση, δεν μπορεί να ζητά την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης.
Εξέτασα με προσοχή όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου καθώς και όλα όσα λέχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο του Κατηγορούμενου κατά την αγόρευση του για σκοπούς μετριασμού της ποινής.
Το άρθρο 21 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972 (Ν. 90/1972) απαγορεύει την έναρξη οποιασδήποτε ανάπτυξης ακίνητης ιδιοκτησίας, χωρίς την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας από την αρμόδια πολεοδομική αρχή με την οποία να εξουσιοδοτείται η εν λόγω ανάπτυξη.
Σύμφωνα με το άρθρο 87(2)(α) του Ν. 90/1972 οποιοσδήποτε προβεί στην έναρξη οποιασδήποτε ανάπτυξης ή εκτελεί οποιασδήποτε πράξη ή ενεργεία ή επιτρέπει την εκτέλεση οιασδήποτε ανάπτυξης ή πράξης κατά παράβαση του νόμου αυτού ή οποιουδήποτε «Κανονισμού, Διατάγματος, ειδοποιήσεως ή σχεδίου εκδοθέντος ή γενομένου δυνάμει του παρόντος Νόμου» είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους 6 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις Λ.Κ. 500 ή και στις δύο αυτές ποινές.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 87(5)(α), επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που καθορίζεται από το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει καταδικαστεί πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (2), δύναται να διατάξει όπως η οικοδομή ή οποιοδήποτε τμήμα αυτής ανάλογα με την περίπτωση, σε σχέση με την οποία το ποινικό αδίκημα διαπράχθηκε κατεδαφιστεί ή/και μετακινηθεί εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε καθοριστεί σε τέτοιο διάταγμα, εκτός αν στο μεταξύ έχει ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτή από την Πολεοδομική Αρχή.
Αδικήματα παράβασης του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος του 1972 (Ν. 90/1972), διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα. Συχνά πολίτες αυθαιρετούν, αρχίζοντας οικοδομήματα, επεκτάσεις και μετατροπές χωρίς να αιτηθούν ή χωρίς να αναμένουν την έγκριση της αίτησης για άδεια από την αρμόδια αρχή. Αντλώ δικαστική γνώση για το φαινόμενο αυτό, μέσω του μεγάλου αριθμού υποθέσεων που καταχωρούνται καθημερινά στο Δικαστήριο.
Για αδικήματα που συχνά διαπράττονται οι ποινές πρέπει να είναι αποτρεπτικές. Η έννοια της επιβολής αποτρεπτικών ποινών εξηγήθηκε στην υπόθεση Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:
«Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνιστάμενες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing", και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση».
Ακόμη όμως και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).
Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:
Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου του.
Τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι και σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο. Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365).
Είναι νομολογημένο ότι προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου, θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).
Δεν παραβλέπω επίσης ότι ο Κατηγορούμενος αποπλήρωσε πρόστιμο ύψους €2,000 προς την Υπηρεσία Θήρας & Πανίδας για τις εργασίες που εκτέλεσε στο ακίνητο.
Περαιτέρω, σημασία δίδεται από το Δικαστήριο στο γεγονός ότι το εν λόγω ακίνητο ανήκει στον Κατηγορούμενο δυνάμει δωρεάς από τον παππού του, και όπως τέθηκε κατά την αγόρευση του από τον συνήγορο του είναι συναισθηματικά δεμένος με αυτό.
Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, και κατόπιν έντονου προβληματισμού κρίνω ότι οι μετριαστικοί παράγοντες που έχουν εκτεθεί, μπορούν να επηρεάσουν το είδος της ποινής που θα επιβληθεί, και συνηγορούν στο ότι η επιβολή χρηματικής αντί στερητική της ελευθερίας ποινή είναι επαρκής και κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.
Επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στον Κατηγορούμενο ποινή προστίμου €550.
Στο σημείο αυτό θα εξετάσω το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για έκδοση διατάγματος κατεδάφισης της πετρόκτιστης οικοδομής και της περίφραξης. Οι αρχές οι οποίες διέπουν την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης οικοδομής που κτίστηκε παράνομα έχουν πλήρως αποκρυσταλλωθεί μέσα από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν παραβλέπω ότι οι αποφάσεις που θα αναφερθούν κατωτέρω αφορούν το άρθρο 20(3) του Περί Οδών και Οικοδομών Νόμο, Κεφ. 96, όμως ανάλογη εφαρμογή έχουν και στην υπό κρίση κατηγορία.
Στην υπόθεση Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390 έγινε σύνοψη των εν λόγω αρχών. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης:
«Πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσο από τους εφεσείοντες όπως και από κάθε πολίτη, στον προγραμματισμό των πράξεων του ότι ο νόμος δεν είναι μόνο η υπέρτατη αρχή αλλά και η μόνη πηγή για την απόκτηση δικαιωμάτων. Η προσδοκία για την ανοχή της παρανομίας δεν αποτελεί λόγο για τη διαιώνισή της. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έγινε εκτεταμένη αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο υποστηρίζει ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας (Περί Οδών και Οικοδομών Νόμος και Κανονισμοί) και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής θα συνιστούσε τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος. Όμως και στην περίπτωση που η παρέκκλιση από τους όρους είναι ασήμαντη, και το μέρος της οικοδομής το οποίο συνιστά την παρανομία διαχωρίζεται από το υπόλοιπο και σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται έκδοση διατάγματος κατεδάφισης του συγκεκριμένου μέρους που συνιστά την παράβαση.»
Στην πιο πάνω υπόθεση μόνο μικρό μέρος των εγκαταστάσεων κτίστηκε σύμφωνα με την άδεια οικοδομής και λόγω του ότι το μέρος αυτό δε μπορούσε να διαχωριστεί από την υπόλοιπη οικοδομή κρίθηκε ότι δικαιολογημένα το Δικαστήριο διέταξε την κατεδάφιση του συνόλου.
Στην υπόθεση Delkasa Estates Limited και Άλλη ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (2011) 2 ΑΑΔ 263 κρίθηκε ότι οι προσθήκες/μετατροπές στην υφιστάμενη οικοδομή ήταν εκτενείς και ουσιώδεις, και ως εκ τούτου η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κατεδάφισης ήταν υπό τις περιστάσεις αναγκαία γιατί διαφορετικά ο συγκεκριμένος σκοπός του νόμου θα καθίστατο μάταιος. Τονίστηκε ότι η μη έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, στην ουσία θα ισοδυναμούσε με έγκριση και συνέχιση της παρανομίας ώστε αυτός που παρανομεί να αισθάνεται ότι μπορεί να διαπράττει τέτοιου είδους αδικήματα και να απολαμβάνει τους καρπούς της παρανομίας του καταβάλλοντας μόνο χρηματική ποινή.
Στην υπόθεση Φωτίου ν Δήμου Πάφου (1991) 2 ΑΑΔ 294 η παρανομία κάλυπτε την ανοικοδόμηση μιας ολόκληρης οικοδομής και έτσι το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης, γιατί δεν πρόκειτο είτε για μια ασήμαντη παράβαση κάποιου όρου ή για παρατυπία ελάχιστης σημασίας.
Τέλος στην υπόθεση Έπαρχου Λάρνακος ν Marinakis Developers Ltd κ.α., Ποινική Έφεση αρ. 173/2014, 24/03/2017, ECLI:CY:AD:2017:B112 λέχθηκε ότι λόγος για να μην εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης συνιστά το γεγονός ότι το διάταγμα κατεδάφισης θα επηρεάσει και δικαιώματα τρίτων, οι οποίοι δεν έχουν κατηγορηθεί και δεν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου στην ποινική δίωξη.
Στην προκείμενη περίπτωση, είναι κατά την κρίση μου σαφές ότι ο Κατηγορούμενος προχώρησε στην ανέγερση πετρόκτιστης οικοδομής και περίφραξης χωρίς να εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια από την αρμόδια αρχή. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την θέση του Κατηγορούμενου εκκρεμεί σχετική αίτηση για αδειοδότηση για την περίφραξη του ακινήτου, ωστόσο ο ίδιος προχώρησε στην περίφραξη του ακινήτου χωρίς να έχει εξασφαλίσει πολεοδομική άδεια. Και όλα αυτά σε ένα ακίνητο το οποίο εμπίπτει εντός της περιοχής του δικτύου Natura 2000.
Υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος κατεδάφισης είναι υπό τις περιστάσεις αναγκαία γιατί διαφορετικά ο συγκεκριμένος σκοπός του νόμου θα καθίστατο μάταιος. Η μη έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, στην ουσία θα ισοδυναμούσε με έγκριση και συνέχιση της παρανομίας ώστε αυτός που παρανομεί να αισθάνεται ότι μπορεί να διαπράττει τέτοιου είδους αδικήματα και να απολαμβάνει τους καρπούς της παρανομίας του καταβάλλοντας μόνο χρηματική ποινή. Τυχόν άρνηση έκδοσης του σχετικού διατάγματος κατεδάφισης θα ισοδυναμούσε με ενθάρρυνση της συνέχισης της παρανομίας.
Η θέση του κου Βασιλειάδη ότι αν κατεδαφιστεί η περίφραξη τότε τα δέντρα που έχουν φυτευτεί στο ακίνητο θα καταστραφούν λόγω των ζώων που βοσκούν στην περιοχή, δεν μπορούν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου. Ο Κατηγορούμενος όφειλε να σεβαστεί την σχετική νομοθεσία, και αφού εξασφαλίσει σχετική πολεοδομική άδεια από την αρμόδια αρχή για την περίφραξη του ακινήτου του, τότε να προχωρούσε με τις σχετικές επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις και να φυτέψει και να καλλιεργήσει το ακίνητο του, δεδομένου πάντοτε του ζητήματος που έθιξε ο κος Βασιλειάδης για τα ζώα που βοσκούν στην περιοχή.
Σχετικά με το επιχείρημα του κου Βασιλειάδη ότι από την στιγμή που η Κατηγορούσα Αρχή δεν ζητά διάταγμα επαναφοράς του τεμαχίου, δεν μπορεί να αιτείται την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, κρίνω ότι αυτό το επιχείρημα με κάθε σεβασμό είναι ανεδαφικό. Στον σχετικό νόμο δεν δίδεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα επαναφοράς, παρά μόνο διάταγμα κατεδάφισης. Ούτε με βρίσκει σύμφωνη η θέση ότι ως γενική αρχή του Κράτους τα στιάδια δεν κατεδαφίζονται. Δεν υπάρχει νόμος ή κανονισμός που να υποστηρίζει την θέση αυτή. Άλλωστε, σύμφωνα με το εύρημα του Δικαστηρίου η πετρόκτιστη οικοδομή ανεγέρθηκε σε διαφορετικό σημείο από τα ερείπιά του στιαδίου.
Τέλος, η κρίση του Δικαστηρίου ως αναλύθηκε εκτεταμένα στην τελική απόφαση του ημερομηνίας 31/01/2025 είναι ότι ο Γενικός Εισαγγελέας ήταν αρμόδιος να προωθήσει την υπό κρίση υπόθεση σύμφωνα με τις πρόνειες του Άρθρου 113 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, και συνακόλουθα να αιτείται την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης.
Συνακόλουθα, εκδίδεται εναντίον του Κατηγορούμενου διάταγμα κατεδάφισης της ισόγειας πέτρινης οικοδομής και της περίφραξης που έχουν ανεγερθεί εντός του ακινήτου με αριθμό εγγραφής [ ], Φύλλο/ Σχέδιο [ ], τμήμα [ ], τεμάχιο [ ] στην τοποθεσία Μιρτής στην Ίνεια της επαρχίας Πάφου εντός δύο (2) μηνών από σήμερα εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια από την αρμόδια αρχή.
Σε ότι αφορά τα έξοδα αυτά επιδικάζονται υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής και εναντίον του Κατηγορούμενου ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο