
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 3205/2021
G. L.
v
Μ. Π. Σ.
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 07/02/2025
Για τον Παραπονούμενο: κος Δ. Μιχαήλ μαζί με κα Χαραλάμπους
Για τον Κατηγορούμενο: κος Α. Αθανασίου
Κατηγορούμενος παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει συνολικά 38 κατηγορίες που αφορούν την πράξη καταδολίευσης εξ αποφάσεως πιστωτή κατά παράβαση του άρθρου 90 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ 6, και των άρθρων 2, 3 και 4 του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμος του 2008 (Ν. 60(I)/2008).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των κατηγοριών, ο Κατηγορούμενος ήταν εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους δυνάμει αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στην Αγωγή με αριθμό 651/2008 και ενώ στις 11/02/2015 στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής διατάχθηκε από το αναφερόμενο Δικαστήριο να καταβάλλει στον Παραπονούμενο / εκ δικαστικής απόφασης πιστωτή του, το ποσό των €120 μηνιαίως από 01/03/2015 και την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα μέχρι τελείας εξόφλησης, παρέλειψε και εξακολουθεί να παραλείπει να καταβάλει το ποσό της αναφερόμενης δόσης για την περίοδο από 01/05/2018 μέχρι 01/06/2021, αμφότερων των ημερομηνιών περιλαμβανομένων.
Ο Παραπονούμενος προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε ένα μάρτυρα, την σύζυγο του, κα Άννα Lacey (M.K.1). Μετά που ο Κατηγορούμενος κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχος και κλήθηκε σε απολογία στην κατηγορία που αντιμετωπίζει, επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.
Δηλώθηκαν ως παραδεκτά τα πιο κάτω γεγονότα τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 19 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9:
· Το γεγονός ότι εκδόθηκε απόφαση στα πλαίσια της Αγωγής υπ’ αριθμό 651/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου∙ και
· Το γεγονός ότι στα πλαίσια της Αγωγής υπ’ αριθμό 651/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εκδόθηκε απόφαση ημερομηνίας 11/02/2015 στα πλαίσια αίτησης έρευνας, με την οποία κλήθηκε ο Κατηγορούμενος να καταβάλει το ποσό των €120 μηνιαίως.
Περαιτέρω, κατατέθηκαν από κοινού τα ακόλουθα έγγραφα ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους (Τεκμήριο 5):
· Διάταγμα Πτώχευσης εναντίον του Κατηγορούμενου ημερομηνίας 29/09/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, στα πλαίσια της αίτησης αρ. 1/2020.
· Αποτέλεσμα από ηλεκτρονική έρευνα στο Μητρώο Πτωχεύσεων Φυσικών Προσώπων.
· Αντίγραφο σελίδας από την Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην οποία εμφανίζεται η Ειδοποίηση Διατάγματος Πτώχευσης ημερομηνίας 27/11/2020 εναντίον του Κατηγορούμενου.
Οι αγορεύσεις των συνηγόρων του Παραπονούμενου και του συνηγόρου του Κατηγορούμενου έχουν μελετηθεί και τις έχω κατά νου. Δεν θεωρώ σκόπιμη την παράθεση τους. Αναφορά στο περιεχόμενο τους θα γίνει όπου κρίνεται αναγκαίο.
Β. ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του. Δεν θα προβώ σε εκτενή και λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας, αλλά θα περιοριστώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (βλ. Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 35).
Μ.Κ.1
Η Μ.Κ.1, κ. Άννα Lacey, σύζυγος του Παραπονούμενου, ανέφερε τα ακόλουθα στα πλαίσια της κυρίως της εξέτασης. Στις 07/08/2013 εκδόθηκε απόφαση υπέρ του Παραπονούμενου και εναντίον του Κατηγορούμενου για το ποσό των €385,000 με €400,000 περίπου για τις σωματικές βλάβες που υπέστη ο Παραπονούμενος και την απώλεια εισοδημάτων του, λόγω της πράξης του Κατηγορούμενου να πυροβολήσει τον Παραπονούμενο, αφήνοντας αυτόν ανάπηρο. Ανέφερε ότι την εν λόγω περίοδο ο Κατηγορούμενος ήταν παντρεμένος με την κόρη τους. Αναφέρθηκε στα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει μέχρι σήμερα ο σύζυγος της, αλλά και σε πρόσφατο ιατρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει. Συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 2024 ο Παραπονούμενος επισκέφθηκε την αδελφή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, και κατά την περίοδο της διαμονής του εμφανίστηκε κάποιο ιατρικό πρόβλημα στο μεγάλο δάκτυλο του δεξιού ποδιού του. Όταν μετέβηκε στον γιατρό διαγνώστηκε με διαβήτη, και το πόδι του μολύνθηκε και αναγκαστικά έπρεπε να ακρωτηριαστεί δάκτυλο του ποδιού του. Λόγω του ότι ακόμη αναρρώνει δεν είναι σε θέση να ταξιδέψει στην Κύπρο, αφού δεν του επιτρέπουν οι γιατροί του, και έτσι δεν κατέστη δυνατό να μαρτυρήσει ο ίδιος στην παρούσα υπόθεση.
Μετά την έκδοση της απόφασης, ο Κατηγορούμενος διατάχθηκε να αποπληρώνει το ποσό των €120 μηνιαίως μέχρι την εξόφληση του ποσού της απόφασης. Αρχικά ο Κατηγορούμενος αποπλήρωνε το εν λόγω ποσό, αλλά στην συνέχεια σταμάτησε και προς τούτο προωθήθηκε η παρούσα διαδικασία. Όταν της υποδείχθηκε το κατηγορητήριο ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος δεν έχει πληρώσει τις μηνιαίες δόσεις από 01/05/2018 μέχρι 01/06/2021, δηλαδή για 38 μήνες. Ανέφερε, ότι λόγω του ότι ο Παραπονούμενος δεν ήταν ικανοποιημένος με το ποσό των €120 που επιδικάστηκε ως μηνιαίες δόσεις, καταχώρησε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην οποία όπως απλοϊκά ανέφερε κέρδισαν, αλλά δεν θυμόταν ακριβώς τι αποφασίστηκε γιατί κατά την ημερομηνία έκδοσης απόφασης στην έφεση δεν ήταν παρούσα. Κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 η απόφαση ημερομηνίας 28/09/2023 στην Πολιτική Έφεση αρ. 85/2015.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ως αναγράφεται στην απόφαση, κατέληξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ικανότητα του Κατηγορούμενου για εργασία και δεν συνυπολόγισε την δυνατότητα που είχε για ένα μεγαλύτερο εισόδημα, έτσι ώστε να μπορεί να καταβάλει ποσό πέρα των €120 μηνιαίως έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Ωστόσο λόγω του ότι είχαν παρέλθει 8 ½ και πλέον χρόνια από την έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης στις 11/02/2015 (στα πλαίσια της αίτησης για οικονομική εξέταση) κρίθηκε ορθότερο όπως ο Παραπονούμενος υποβάλει νέα αίτηση για περιοδικές δόσεις η οποία θα εξετάζετο από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με σκοπό να διαπιστωθεί η οικονομική ικανότητα του Κατηγορούμενου κατά την περίοδο καταχώρησης της νέας αίτησης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι μέχρι την ολοκλήρωση της νέας αυτής διαδικασίας, θα ίσχυε το διάταγμα καταβολής μηνιαίων δόσεων για το ποσό των €120. Ως προκύπτει από το Τεκμήριο 1 ο Κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε, στην διαδικασία της έφεσης.
Κατατέθηκε επίσης ως Τεκμήριο 2 η επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 06/04/2023, προς τους δικηγόρους του Παραπονούμενου, με την οποία ζητούσε τις απόψεις τους για το αίτημα αναστολής της ποινικής δίωξης εναντίον του Κατηγορούμενου. Ο συνήγορος του Κατηγορούμενου στήριξε το εν λόγω αίτημα του στην έκδοση διατάγματος πτώχευσης του Κατηγορούμενου, αλλά καθώς και γιατί ο Παραπονούμενος προχώρησε με την καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης χωρίς την εξασφάλιση άδειας. Ως Τεκμήριο 3 κατατέθηκε η απαντητική επιστολή των δικηγόρων του Παραπονούμενου ημερομηνίας 18/10/2023, με την οποία εξέθεταν την θέση τους ως προς την συνέχιση της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης. Τέλος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 4 η επιστολή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 24/01/2024 με την οποία ενημέρωνε τον δικηγόρο του Κατηγορούμενου για την απόφαση να μην ανασταλεί η ποινική δίωξη εναντίον του Κατηγορούμενου.
Κατά την αντεξέταση της η Μ.Κ.1 διαφώνησε ότι ο Παραπονούμενος ήταν αυτός που γνώριζε τα περιστατικά της υπόθεσης, εξηγώντας ότι ήταν η ίδια παρούσα στις δικαστικές διαδικασίες, και ήταν η ίδια που είχε επικοινωνία με τον δικηγόρο που εκπροσωπούσε τον Παραπονούμενο, αναφέροντας μάλιστα ότι η ίδια γνωρίζει περισσότερα για τις διαδικασίες που κινήθηκαν παρά ο σύζυγος της. Δεν μπορούσε να θυμηθεί αν πριν την καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης, προωθήθηκε άλλη παρόμοια διαδικασία. Σε σχετική υποβολή ότι ο Παραπονούμενος καθυστέρησε να καταχωρήσει την υπό κρίση υπόθεση, ανέφερε ότι δεν θυμόταν από πότε ο Κατηγορούμενος δεν κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις.
Αναφερόμενη στην σχέση του Κατηγορούμενου με την κόρη της ανέφερε ότι έχουν αποκτήσει 2 παιδιά, και ο Κατηγορούμενος καταβάλλει το ποσό των €200 μηνιαίως ως διατροφή των παιδιών τους κατόπιν διατάγματος του Οικογενειακού Δικαστηρίου. Η ίδια δεν γνώριζε την οικονομική κατάσταση του Κατηγορούμενου είτε κατά το έτος 2015 είτε σήμερα. Ερωτώμενη αν γνώριζε ότι εναντίον του Κατηγορούμενου εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης, απάντησε ότι ενημερώθηκε για αυτό από την αλληλογραφία με τον Γενικό Εισαγγελέα. Σε σχετική υποβολή ότι ο Κατηγορούμενος δεν παρέλειψε επιτηδευμένα και με δόλο να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις, αλλά γιατί αδυνατούσε οικονομικά, απάντησε ότι αυτό δεν μπορούσε να το γνωρίζει. Διαφώνησε ότι αυτό που επιθυμεί είναι την χρηματική αποζημίωση, και όχι την ποινική καταδίκη του Κατηγορούμενου, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι επιθυμεί να αποδοθεί δικαιοσύνη. Ερωτώμενη από που γνωρίζει ότι ο Κατηγορούμενος δεν κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις, εξήγησε ότι δεν έχουν μυστικά με τον σύζυγο της, αφού είναι οικογένεια.
Κατηγορούμενος
Ο Κατηγορούμενος στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι από τον Νοέμβριο του 2018 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2020 εργαζόταν στην εταιρεία Theodosiou (Vikla) Sunset Ltd, και προς τούτο κατάθεσε ως Τεκμήρια 6 - 8 σχετική κατάσταση μισθοδοσίας για τα έτη 2018, 2019 και 2020. Ανέφερε ότι ήταν παντρεμένος με την κόρη του Παραπονούμενου, και από τον γάμο τους είχαν αποκτήσει δύο παιδιά. Σύμφωνα με διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου, ο Κατηγορούμενος έχει διαταχθεί να καταβάλει διατροφή στην πρώην σύζυγο του για τα τέκνα τους (Τεκμήριο 9), ποσό το οποίο κατέβαλε ανελλιπώς και το εν λόγω διάταγμα ίσχυε κατά την ουσιώδη περίοδο. Τα παιδιά του έχουν ενηλικιωθεί περί το έτος 2022 και από επικοινωνία που είχε με αυτά τον ενημέρωσαν ότι ο Παραπονούμενος είχε κουραστεί και δεν ήθελε να ασχολείται πλέον με την παρούσα υπόθεση.
Κατά την αντεξέταση του ερωτήθηκε ως προς τις ημερομηνίες γέννησης των παιδιών του, αλλά δεν ήταν σίγουρος να αναφέρει πότε γεννήθηκαν. Συμφώνησε ότι εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης του στις 29/09/2020. Από την έκδοση του διατάγματος καταβολής μηνιαίως δόσεων στις 11/02/205 μέχρι την 01/05/2018 δεν κατέβαλε κανένα ποσό στον Παραπονούμενο γιατί δεν μπορούσε οικονομικά, και λόγω οικονομικής αδυναμίας δεν κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις για την ουσιώδη περίοδο που αφορά το κατηγορητήριο. Όταν ερωτήθηκε αν προώθησε οποιαδήποτε διαδικασία για να μειωθεί το ποσό που διατάχθηκε να καταβάλει ανέφερε ότι όταν εκδικάζετο η αίτηση μηνιαίων δόσεων παρουσίασε στο Δικαστήριο διάφορα στοιχεία που αποδείκνυαν την αδυναμία του να καταβάλλει το οποιοδήποτε ποσό, παρόλα αυτά το Δικαστήριο αποφάσισε διαφορετικά. Συμφώνησε ότι από το 2015 μέχρι την ουσιώδη περίοδο 2018 – 2021, δεν άλλαξε κάτι και τα δεδομένα του ήταν τα ίδια.
Γ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Έχω παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσαν, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ. Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002) 1 AAΔ.454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 173).
Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται απ' όλες τις πλευρές στο Δικαστήριο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μικροσκοπικά, αλλά μέσα στο συνολικό της πλαίσιο, με όλα τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να επιφέρει. Έτσι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται, το Δικαστήριο, που έχει την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να ενεργήσει ανάλογα (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109).
Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056 και Mustafa v Κακουρή κ.α (2002) 1 ΑΑΔ 165).
Μ.Κ.1
Η Μ.Κ.1 μου έκανε καλή εντύπωση από το εδώλιο του μάρτυρα και κρίνω ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια και να αναφέρει όλα όσα γνώριζε για την υπό κρίση υπόθεση. Καθ' όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της ήταν σταθερή στις απαντήσεις της και σε κανένα σημείο δεν έχει κλονιστεί η μαρτυρία της, ούτε διαφοροποιηθεί κατά το στάδιο της αντεξέτασης. Αντίθετα η μάρτυρας κάλυψε με ευθύτητα, σαφήνεια και ειλικρίνεια κάθε σημείο και κάθε πτυχή που της τέθηκε.
Δεν παραβλέπω ότι μέρος της μαρτυρίας της αφορά εξ ακοής αναφορές, καθ’ ότι άμεσα εμπλεκόμενο πρόσωπο στις δικαστικές διαδικασίες ήταν ο Παραπονούμενος και όχι η ίδια. Στο άρθρο 24(1) του περί Απόδειξης Νόμου Κεφ.9 αναφέρεται ότι σε ποινική διαδικασία το Δικαστήριο δύναται σε οποιαδήποτε στάδιο της να μην αποδεχθεί εξ ακοής μαρτυρία, αν κρίνει ότι τούτο εξυπηρετεί τους σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 27(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλες τις περιστάσεις και ειδικότερα με βάση το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου μπορεί να λάβει υπόψη του και το κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό, ο διάδικος που είχε προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία, το πρόσωπο που προέβη στη δήλωση, ενώ στο άρθρο 27(3) τονίζεται ότι θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.
Η Μ.Κ.1 εξήγησε με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους ο Παραπονούμενος δεν κατέστη δυνατό να μαρτυρήσει ο ίδιος στην παρούσα υπόθεση. Λόγω ιατρικών προβλημάτων βρίσκεται στην Αγγλία, και οι ιατροί του δεν του επιτρέπουν να επιστρέψει στην Κύπρο μέχρι να αναρρώσει. Επιπλέον όπως η ίδια ανέφερε η ίδια είχε άμεση επικοινωνία με τους δικηγόρους που εκπροσωπούσαν τον Παραπονούμενο στις διάφορες δικαστικές διαδικασίες και επομένως για αρκετά θέματα έχει άμεση γνώση και η ίδια, τονίζοντας ότι γνώριζε περισσότερα για τις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούσαν παρά ο σύζυγος της. Ανέφερε μάλιστα ότι δεν έχει μυστικά με τον σύζυγο της και επομένως γνώριζε ότι ο Κατηγορούμενος δεν κατέβαλες τις υπό κρίση μηνιαίες δόσεις. Δεδομένης της αδυναμίας του Παραπονούμενου να προσφέρει ο ίδιος μαρτυρίας, κρίνω ότι η μαρτυρία μέσω της Μ.Κ.1 ήταν η καλύτερη δυνατή μαρτυρία που θα μπορούσε να προσφερθεί από την πλευρά του Παραπονούμενου.
Ως εκ των ανωτέρω και έχοντας εξετάσει με προσοχή τη μαρτυρία της Μ.Κ.1, χωρίς κανένα ενδοιασμό, τη θεωρώ ως απόλυτα αξιόπιστη και επομένως την αποδέχομαι.
Κατηγορούμενος
Ο Κατηγορούμενος άφησε καλές εντυπώσεις στο Δικαστήριο ως μάρτυρας της αληθείας. Απαντούσε με ευθύτητα και ειλικρίνεια.
Ωστόσο η θέση του ότι δεν κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις που αφορούν το κατηγορητήριο γιατί αδυνατούσε οικονομικά, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο. Εξηγώ τους λόγους για αυτή μου την κατάληξη. Αν η θέση αυτή του Κατηγορούμενου ήταν γνήσια, θα αναμένετο να παρουσιάσει συγκεκριμένα στοιχεία και δεδομένα, δεδομένης βέβαια και της σημασίας του ζητήματος αυτό στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης. Αντ’ αυτού, στην Πολιτική Έφεση αρ. 85/2015 (Τεκμήριο 1), στην οποία ο Κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η θέση που προώθησε ο Κατηγορούμενος στην πρωτόδικη διαδικασία ότι δεν εργαζόταν, δεν ήταν απόλυτη γιατί όπως φάνηκε από την ένορκη του μαρτυρία αυτός απασχολείτο μερικώς σε εργαστήριο επιδιόρθωσης ελαστικών, το οποίο άνηκε στον πατέρα του, και αντιμετώπιζε τις οικονομικές του ανάγκες. Το Ανώτατο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Κατηγορούμενος κατείχε πτυχίο ανώτερης σχολής και είχε εργαστεί στο παρελθόν στον τομέα της εγκατάστασης κλιματιστικών, έκρινε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ικανότητα του Κατηγορούμενου για εργασία και δεν συνυπολόγισε την δυνατότητα αυτός να έχει ένα μεγαλύτερο εισόδημα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχθεί τον αόριστο ισχυρισμό του Κατηγορούμενου περί οικονομικής δυσκολίας, χωρίς να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα που να δικαιολογούν αυτή του την θέση. Τονίζεται ότι το σημαντικό αυτό θέμα είναι και η γραμμή της υπεράσπισης του Κατηγορούμενου.
Έχει κριθεί νομολογιακά ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο αφού προηγουμένως αιτιολογήσει την προσέγγιση του αυτή (βλ. Παντελής Λαζάρου v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633, Κώστας Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 754, Ιωσηφίδης v. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 307, και Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.α v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 125/2017, 127/2017, 129/2017, 130/2017, 131/2017, ημερ. 26/04/2018). Ενόψει των πιο πάνω, η μαρτυρία του Κατηγορούμενου κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη, με εξαίρεση την αναφορά του περί οικονομικής αδυναμίας καταβολής των μηνιαίων δόσεων.
Δ. ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραδεκτά γεγονότα, τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα ως εμφανίζονται δια των χειρισμών των διαδίκων κατά την ακρόαση (βλ. Κυριακίδης ν Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 185/2012, 19/04/2018), την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου καθώς και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, τα κάτωθι αποτελούν τα ευρήματα πραγματικών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης:
- Στις 07/08/2013 εκδόθηκε απόφαση εναντίον του Κατηγορούμενου στα πλαίσια της Αγωγής υπ’ αριθμό 651/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για το συνολικό ποσό των €388.886 πλέον τόκο 5.5% ετησίως.
- Στα πλαίσια της Αγωγής υπ’ αριθμό 651/2008 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εκδόθηκε απόφαση ημερομηνίας 11/02/2015 στα πλαίσια αίτησης έρευνας, με την οποία κλήθηκε ο Κατηγορούμενος να καταβάλει το ποσό των €120 μηνιαίως μέχρι την εξόφληση του ποσού της απόφασης.
Αυτά επιβεβαιώνονται από την έγγραφη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου (Τεκμήριο 1) αλλά και τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο. Όπως έχει νομολογηθεί τα παραδεκτά γεγονότα αποτελούν όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο σε ουσιαστικό δεδομένο (βλ. Sbaih ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 542). Επομένως η εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου ότι τα πιο πάνω παραδεκτά γεγονότα δεν έχουν υπόσταση εφόσον δεν κατατέθηκαν σχετικά τεκμήρια είναι ανεδαφική ενόψει και των προνοιών του άρθρου 19(1) του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9).
- Στις 29/09/2020 εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης του Κατηγορούμενου στα πλαίσια της Αίτησης αρ. 1/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Τεκμήριο 5).
- Ο Κατηγορούμενος δεν κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις από 01/05/2018 μέχρι 01/06/2021, δηλαδή για 38 μήνες.
- Το εξ αποφάσεως χρέος δεν έχει εξοφληθεί.
- Ο Κατηγορούμενος δεν προώθησε οποιαδήποτε διαδικασία για να τροποποιηθεί ή να ανασταλεί το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου με το οποίο διατάχθηκε να καταβάλλει το ποσό των €120 μηνιαίως στον Παραπονούμενο.
- Ο Παραπονούμενος καταχώρησε την Πολιτική Έφεση αρ. 85/2015 στο Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στα πλαίσια της αίτησης έρευνας, στην οποία αποφασίστηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την ικανότητα του Κατηγορούμενου για εργασία και δεν συνυπολόγισε την δυνατότητα που είχε για ένα μεγαλύτερο εισόδημα, έτσι ώστε να μπορεί να καταβάλει ποσό πέρα των €120 μηνιαίως έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Ωστόσο λόγω του ότι είχαν παρέλθει 8 ½ και πλέον χρόνια από την έκδοση της εφεσιβαλλόμενης απόφασης στις 11/02/2015 (στα πλαίσια της αίτησης για οικονομική εξέταση) κρίθηκε ορθότερο όπως ο Παραπονούμενος υποβάλει νέα αίτηση για περιοδικές δόσεις η οποία θα εξετάζετο από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, με σκοπό να διαπιστωθεί η οικονομική ικανότητα του Κατηγορούμενου κατά την περίοδο καταχώρησης της νέας αίτησης. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι μέχρι την ολοκλήρωση της νέας αυτής διαδικασίας, θα ίσχυε το διάταγμα καταβολής μηνιαίων δόσεων για το ποσό των €120. Αυτά προκύπτουν και από το Τεκμήριο 1.
- Ο Κατηγορούμενος ήταν ο παντρεμένος με την κόρη του Παραπονούμενου, και από τον γάμο τους απέκτησαν δύο παιδία τα οποία ενηλικιώθηκαν το έτος 2022.
- Στις 18/12/2009 εκδόθηκε διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου στα πλαίσια της Αίτησης αρ. 16/2009 με το οποίο ο Κατηγορούμενος διατάχθηκε να καταβάλει στην πρώην σύζυγο του το ποσό των €350 ως συνεισφορά για την διατροφή των τότε ανήλικων τέκνων τους. Ο Κατηγορούμενος κατέβαλε ανελλιπώς το ποσό που επιδικάστηκε.
- Ο Κατηγορούμενος τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2018 εργαζόταν στην εταιρεία Theodosiou (Vikla) Sunset Ltd και λάμβανε μηναίο μισθό ύψους €542.28 (Τεκμήριο 6).
- Ο Κατηγορούμενος το έτος 2019 εργαζόταν στην εταιρεία Theodosiou (Vikla) Sunset Ltd και λάμβανε μηναίο μισθό γύρω στα €550 (Τεκμήριο 7).
- Ο Κατηγορούμενος τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι τον Μάιο του 2020 εργαζόταν στην εταιρεία Theodosiou (Vikla) Sunset Ltd και λάμβανε μηναίο μισθό ύψους €550.60. Τον Ιούνιο του 2020 ο Κατηγορούμενος εργαζόταν στην ίδια εταιρεία και λάμβανε μηναίο μισθό ύψους €800. Τον Ιούλιο του 2020 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020 ο Κατηγορούμενος εργαζόταν στην ίδια εταιρεία και λάμβανε μηναίο μισθό ύψους €786.07 (Τεκμήριο 8).
Ε. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(γ) του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Αποφάσεως Πιστωτών Νόμος του 2008 (Ν. 60(I)/2008) οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία, συνιστά ποινικό αδίκημα.
Στην υπόθεση Νικολάου v. CITI PRINCIPAL INVESTMETNS LTD (2016) 2 ΑΑΔ 1346, αποφασίστηκε ότι η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 3(1)(γ) στοιχειοθετείται με την προσαγωγή αδιαμφησβήτητης μαρτυρίας ότι ο κατηγορούμενος, (α) είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης με πιστωτή τον παραπονούμενο, (β) δεν έχει εξοφλήσει το χρέος του, (γ) αποδέχθηκε να εξοφλήσει το χρέος του με μηνιαίες δόσεις και στην βάση αυτού εκδόθηκε σχετικό διάταγμα και (δ) παρέλειψε να καταβάλει οποιαδήποτε δόση κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο.
Στην υπόθεση Προδρόμου v Τράπεζα Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2014) 2 ΑΑΔ 108, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι το μόνο που ενδιαφέρει είναι η διαπίστωση της παράλειψης καταβολής των δόσεων και το γεγονός ότι ακόμα δεν είχαν πληρωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο, και όχι το υπόλοιπο του εξ αποφάσεως χρέους. Στις περιπτώσεις αυτές το ουσιώδες δεν είναι η διακρίβωση του χρέους, εφόσον αυτό προκύπτει από δικαστική απόφαση.
Σύμφωνα με το Άρθρο 3(4) του ίδιου νόμου αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο αν αποδείξει ότι:
«α) έχει συμμορφωθεί με το διάταγμα πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις ή
β) ότι έχει μεταβληθεί η οικονομική του κατάσταση από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή
γ) ότι έχει υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος την οποία έχει επιδώσει στον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή, πριν από την επίδοση του κατηγορητηρίου σ' αυτόν».
Όπως έχει νομολοηθεί το βάρος απόδειξης για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος, για την οποία ο Νόμος αναγνωρίζει στον οφειλέτη την υπεράσπιση της οικονομικής ή φυσικής αδυναμίας, το φέρει ο τελευταίος στο επίπεδο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, εφόσον κάτι τέτοιο εμπίπτει στην αποκλειστική γνώση του οφειλέτη (βλ. Ζίττης ν ΣΕΔΙΠΕΓ Λύσης Λτδ (2016) 2 ΑΑΔ 247).
Στην υπόθεση Δώρος Ασιηκάλης ν Αφροδίτη Κλαγγίδη, Ποινική Έφεση αρ. 226/2021, ημερομηνίας 27/11/2023 λέχθηκε ότι η φυσική ή οικονομική αδυναμία, την οποία πρέπει να αποδείξει ο οφειλέτης, συνδέεται με τις υπερασπίσεις οι οποίες μπορούν να προβληθούν στα πλαίσια του άρθρου 3(4)(γ) του σχετικού Νόμου. Στην εν λόγω υπόθεση η εφεσίβλητη ήταν άνεργη. Κρίθηκε ότι λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα ότι η εφεσίβλητη είχε αποσείσει το βάρος απόδειξης για φυσική ή οικονομική αδυναμία να καταβάλει τις επίδικες μηνιαίες δόσεις χωρίς αξιολόγηση που να οδηγεί σε εύρημα οικονομικής αδυναμίας που να συνδέεται με τη μεταβολή της οικονομικής της κατάστασης από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος ή σε εύρημα ότι αποτάθηκε στο Δικαστήριο για να μειώσει το ποσό ή να αναστείλει το διάταγμα μηνιαίων δόσεων.
ΣΤ.ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Kατηγορούσα Aρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ 401).
Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ 434). Όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εγείρει, δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ 246). Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορούμενου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.
Η πεμπτουσία της ποινικής δίκης είναι η θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν αναδύεται, ασφαλής, ως αποτέλεσμα κρυστάλλινης και χωρίς λογική αμφιβολία δικανικής πεποίθησης (βλ. ΧΧ ΧΧ ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 294/2018, ημερομηνίας 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B474).
Ζ. ΝΟΜΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΩΘΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ
Προτού εξετάσω κατά πόσον έχει αποδείξει ο Παραπονούμενος την υπόθεση του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, κρίνω ορθό να ασχοληθώ σε αυτό το στάδιο με κάποιες θέσεις της υπεράσπισης ως προωθήθηκαν κατά το στάδιο των αγορεύσεων.
i. Προώθηση Ιδιωτικής Ποινικής Υπόθεσης από πρόσωπο άλλο από τον Παραπονούμενο
Η θέση που προωθήθηκε από την Υπεράσπιση είναι ότι αφ’ ης στιγμής δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από τον Παραπονούμενο προσωπικά, δηλαδή από το άτομο που τα δικαιώματα του επηρεάστηκαν, δεν δύναται η παρούσα υπόθεση να προωθείται δια αντιπροσώπου. Δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση αυτή. Η προσκόμιση μαρτυρίας από την Μ.Κ.1, και όχι από τον Παραπονούμενο προσωπικά, δεν σημαίνει ότι η υπό κρίση υπόθεση προωθείται δια αντιπροσώπου. Η βαρύτητα που θα δοθεί στην μαρτυρία της Μ.Κ.1, θα εξεταστεί, και εξετάστηκε από το Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου.
Περαιτέρω, σημειώνω ότι η αναφορά του Κατηγορούμενου σχετικά με την ενημέρωση που έλαβε από το παιδί του ότι ο Παραπονούμενος «κουράστηκε», τοποθέτηση για την οποία δεν αντεξετάστηκε, δεν σημαίνει αυτόματα ότι επιθυμεί να αποσύρει την υπόθεση αυτή. Επομένως δεν αποδέχομαι την θέση αυτή της υπεράσπισης.
ii. Άδεια Δικαστηρίου
Η υπεράσπιση προώθησε την εισήγηση ότι ο Παραπονούμενος δεν νομιμοποιείται στην έγερση και προώθηση της παρούσας διαδικασίας εναντίον του Κατηγορούμενου καθ’ ότι (α) δεν εξασφάλισε την άδεια του Δικαστηρίου για να κινηθεί εναντίον πτωχεύσαντα, και (β) ο Κατηγορούμενος είναι πτωχεύσας και επομένως κατηγορούμενος θα έπρεπε να ήταν ο Επίσημος Παραλήπτης ως διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα.
Σημειώνεται ότι το παρόν Δικαστήριο εξέτασε τα εν λόγω ζητήματα στα πλαίσια της ενδιάμεσης απόφασης του ημερομηνίας 26/11/2024 στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως. Σύμφωνα με την υπόθεση Ιωάννης Ανδρονίκου ν Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486, αποτελεί γενικό κανόνα ότι το Δικαστήριο στην ποινική δίκη έχει δικαίωμα να αναψηλαφήσει όλη τη μαρτυρία, να προβεί σε τελικά ευρήματα και να υπαγάγει τα ευρήματα αυτά στις νομικές αρχές που ισχύουν για τις συγκεκριμένες κατηγορίες. Εάν ενδιαμέσως, είτε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, αποφασίζονται θέσεις που είναι εναντίον του Κατηγορούμενου, μπορούν να επαναξιολογηθούν τα ίδια ζητήματα στο τέλος της δίκης όταν το Δικαστήριο αξιολογήσει τελεσίδικα όλη τη μαρτυρία, υπό το φως της ολότητας των δεδομένων ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έχοντας υπόψη μου την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και όλα τα δεδομένα που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου, ως έχουν καταγραφεί ανωτέρω, θα εξετάσω εκ νέου το εν λόγω ζήτημα.
Σύμφωνα με το άρθρο 9(1) του Περί Πτώχευσης Νόμου, Κεφ. 5 «Με την έκδοση διατάγματος πτώχευσης, επίσημος παραλήπτης θα καθίσταται διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαντα, και ακολούθως, εκτός όπως διατάσσεται από το Νόμο αυτό, κανένας πιστωτής στον οποίο ο πτωχεύσας οφείλει αναφορικά με οποιοδήποτε χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση, δε θα έχει οποιαδήποτε θεραπεία εναντίον της περιουσίας ή του προσώπου του πτωχεύσαντα σχετικά με το χρέος ή θα εγείρει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, εκτός κατόπι άδειας του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει». Το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου ερμηνεύει το Δικαστήριο, ως το Δικαστήριο που έχει πτωχευτική δικαιοδοσία βάσει του Νόμου αυτού, δηλαδή τα Επαρχιακά Δικαστήρια που ασκούν αστική δικαιοδοσία.
Κρίνω ότι η αναφορά σε «άλλη νόμιμη διαδικασία» στο άρθρο 9(1) του Κεφ. 5 δεν περιλαμβάνει ποινικές διαδικασίες, όπως η παρούσα, οι οποίες αποσκοπούν στην τιμωρία κάποιου ατόμου, είτε αυτές προωθούνται από άλλο άτομο είτε από την Αστυνομία. Η υπό κρίση περίπτωση αφορά ποινική υπόθεση και ως εκ τούτου ο Παραπονούμενος δύνατο να την καταχωρήσει και να την προωθήσει χωρίς άδεια του Δικαστηρίου σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κεφ. 5.
Για σκοπούς πληρότητας, σημειώνεται ότι η διαδικασία όπου ακολουθείται σε νομικά πρόσωπα που τελούν υπό εκκαθάριση διαφέρει. Στην τελευταία περίπτωση το ζήτημα διέπεται από το άρθρο 220 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113, το οποίο προϋποθέτει την εκ των προτέρων εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου προτού αρχίσει ή συνεχίσει είτε μία υπόθεση πολιτικής φύσεως είτε οποιαδήποτε άλλης μορφής διαδικασίας. Στην υπόθεση Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου v. Samoa Clothing Industry και άλλου (Αρ.1) (2000) 2 ΑΑΔ 289, αποφασίστηκε ότι όταν το άρθρο 220 του Κεφ.113 αναφέρεται σε «διαδικασία» περιλαμβάνει και ποινική διαδικασία.
Η διαφοροποίηση μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εδράζεται στο είδος της ποινής που μπορεί να επιβληθεί σε φυσικό πρόσωπο, που δεν είναι άλλη από αυτή της ποινής φυλάκισης.
Περαιτέρω, η θέση της υπεράσπισης ότι κατηγορούμενος θα έπρεπε να ήταν ο Επίσημος Παραλήπτης, ως διαχειριστής της περιουσίας του πτωχεύσαν, δεν βρίσκει έρεισμα σε κάποια νομοθετική πρόνοια. Εν αντίθεση, εφαρμογή τέτοιας εισήγησης θα είχε οξύμωρα αποτελέσματα σε ποινικές διαδικασίες όταν η ποινή που θα επιβάλλετο θα ήταν αυτή της φυλάκισης.
iii. Προώθηση Ποινικής Υπόθεσης με σκοπό την χρηματική αποζημίωση
Η θέση της υπεράσπισης είναι ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.1 ενείχε στοιχεία μίσους ως προς τον πρόσωπο του Κατηγορούμενου, καθιστώντας σαφές ότι δεν ενδιαφερόταν για την ποινική καταδίκη του Κατηγορούμενου, αλλά για την είσπραξη χρηματικού ποσού.
Το βάρος απόδειξης ότι μια δικαστική διαδικασία είναι καταχρηστική βρίσκεται στους ώμους του διάδικου που εγείρει το ζήτημα αυτό. Οφείλει αυτός να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή της διαδικασίας (βλ. Archbold, έκδ. 2009, σελ. 386, παρ. 4-52 και 4-51, Ex parte Badhan [1991] 2 Q.B.78 και Ex parte Thomas [1992] Crim L.R.116).
Ειδικότερα, θα πρέπει να αποδείξει, όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση, αλλά και ότι οι κατηγορούμενοι επηρεάζονται δυσμενώς, συνεπεία αυτής (βλ. Attorney General’ s Reference (No.2 of 2001) [2004] 2 A.C.72 HL). Τούτο διότι η αναστολή της δίκης ή η απόρριψη υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας χωρεί μόνο εφόσον απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του διάδικου που εγείρει το ζήτημα της κατάχρησης (βλ. Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522). Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (ανωτέρω) η δικαιοδοσία για πάταξη τέτοιων περιπτώσεων είναι σύμφυτη χωρίς να έχει οποιαδήποτε νομοθετική προέλευση. Είναι μια εξουσία αυτονόητη και απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και την αξιοπιστία των θεσμών και μέσων επίτευξης των στόχων της. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρθηκε στην υπόθεση Walpole v. Partidge and Wilson [1994] 1 All E.R. 385, όπου ο δικαστής Ralph Gibson τόνισε πως το Δικαστήριο πρέπει να βεβαιώνεται σε κάθε περίπτωση ότι η διαδικασία είναι τόσο καθαρά και έντονα καταχρηστικής φύσεως ώστε να δικαιολογείται η καταστολή της με το κατάλληλο διάταγμα.
Στην Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (ανωτέρω), απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας, το ζήτημα που εξετάστηκε αφορούσε την σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να αναστέλλει, διακόπτει και απορρίπτει δικαστική διαδικασία όταν διάδικος την χρησιμοποιεί για να καταπιέσει τον αντίδικο του ή για σκοπούς αλλότριους προς εκείνο του δικαίου. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκαθάρισε ότι το ελατήριο του κατήγορου ήταν στοιχείο άσχετο αφού αυτό δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του κατήγορου, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα ότι η προσέγγιση στην Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 ΑΑΔ 133 ήταν εσφαλμένη. Στην Βασιλείου ν. Μακρίδη (ανωτέρω) είχε παραδεχθεί ο κατήγορος κατά την αντεξέταση του ότι ο σκοπός των διαδικασιών που κίνησε κατά του εκδότη των επιταγών ήταν η είσπραξη της οφειλής. Παρατίθεται αυτούσιο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας σχετικά με τα ελατήρια της κατηγορούσας αρχής:
«Όμως, κατά τη γνώμη μας, το πώς εκείνος βλέπει το σκοπό της διαδικασίας δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία. Σημασία έχει, όπως διευκρινίζει η Ttofinis και η παραπάνω αγγλική νομολογία, ότι ο παθών μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του, άσχετα από οποιαδήποτε ελατήρια του που δεν λείπουν και από άλλης φύσεως διώξεις. Η αντίδραση του κατηγόρου στη Βασιλείου βρίσκεται μέσα στο συνηθισμένο ανθρώπινο μέτρο, αλλά αυτό δεν προσδιορίζει το δικαίωμα ούτε αλλοιώνει το σκοπό της διαδικασίας. Αυτή καθαυτή η δίωξη δεν υποβοηθά ούτε σκοπεί στην είσπραξη της απαίτησης. Άλλωστε στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων είπε ουσιαστικά ότι επιδίωκε την τιμωρία του εφεσιβλήτου και όχι την ικανοποίηση της απαίτησης. Διερωτόμαστε αν μια τέτοια απάντηση, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή, θα διέσωζε τη διαδικασία. Θα καθιερώναμε όμως τότε ένα πλασματικό κριτήριο. Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι ένα από τα κύρια αιτιολογικά στηρίγματα της Βασιλείου είναι η αγγλική νομολογία, η οποία αφορά σε πτωχευτικές και άλλες διαδικασίες στις οποίες κατεστάλη η έκδηλη επιδίωξη παράλληλου ωφελήματος, παντελούς ξένου και ανεξάρτητου από τη φύση ή το σκοπό ή τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η διάκριση με την προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής. Προλογίζουμε τη συνέχεια με ό,τι ανέφερε ο Λόρδος Denning στην Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 1 W.L.R. 478, μιλώντας για τη δικαστική διαδικασία στη σελίδα 489: «It is abused when it is diverted from its true cause so as to serve extortion or oppression; or to exert pressure so as to achieve an improper end.»
Η πιο πάνω νομολογιακή αρχή επαναλήφθηκε στην απόφαση Μ.Α.Ν.Ι Παναγιώτου Λτδ ν Plyntex Public Limited κ.α., Ποινική Έφεση 11/2015, 11/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:B291. Η πρόσφατη απόφαση Πόλυς Πολυκάρπου ν Κωνσταντίνος Τελεβάντου, Ποινική Έφεση 69/2021, 07/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:B468, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας λόγω αλλότριων σκοπών της κατηγορούσας αρχής, διαφοροποιήθηκε λόγω των συγκεκριμένων περιστατικών της εν λόγω υπόθεσης όπου υποδείκνυαν ότι η προώθηση της ποινικής υπόθεσης από τον Κατήγορο δεν αποσκοπούσε στο γνήσιο ενδιαφέρον του για την τιμωρία του εφεσίβλητου. Στην εν λόγω υπόθεση υπήρχαν γραπτές δεσμεύσεις από τον παραπονούμενο για απόσυρση της υπόθεσης, λόγω της εκ των υστέρων εξόφλησης της επιταγής. Η μη τίμηση της εν λόγω υπόσχεσης καθώς και η υποβολή του κατηγορούμενου σε πολυετή δικαστικό αγώνα με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγετο, κρίθηκε ότι δεν οφείλετο σε γνήσιο ενδιαφέρον του για την τιμωρία του κατηγορούμενου αλλά για αλλότριο σκοπό, και ειδικότερα για να υποστεί αυτός ταλαιπωρία.
Παραθέτω αυτούσια την απάντηση της Μ.Κ.1 σε σχετική ερώτηση ως προς το τι επιθυμεί ο σύζυγος της να κερδίζει από την υπό κρίση υπόθεση: «Την αποζημίωση, τις ζημιές που έκανε, να πληρώσει κάτι τουλάχιστον. Ήρθε σπίτι μας χωρίς λόγο, χωρίς αιτία, άφησε τον άντρα μου ανάπηρο μέσα στο σπίτι από τα 46 του και με ρωτάς τι θέλω να κερδίσω; Τη δικαιοσύνη. Να δικαιωθώ και εγώ να ξέρω ότι υπάρχει τούτη η δικαιοσύνη. Μπορούμε να βρούμε δικαιοσύνη σε τούτο τον τόπο». Διαφώνησε ότι αυτό που επιθυμεί είναι την χρηματική αποζημίωση, και όχι την ποινική καταδίκη του Κατηγορούμενου.
Έχοντας υπόψη μου τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, κρίνω ότι η απλοϊκή και ανθρώπινη τοποθέτηση της Μ.Κ.1 δεν ήταν ασυνήθιστη για ένα άτομο, όπου ο σύζυγος της έμεινε ανάπηρος σε νεαρή ηλικία λόγω ενεργειών του Κατηγορούμενου. Για αυτή την κατάληξη μου λαμβάνω υπόψη και την σχέση μεταξύ Κατηγορούμενου – Παραπονούμενου. Η θέση της Μ.Κ.1 η οποία ανέφερε ότι επιθυμεί να αποζημιωθεί δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία, ούτε αλλοιώνει το σκοπό της διαδικασίας, που είναι η τιμωρία του Κατηγορούμενου στην περίπτωση που κριθεί αυτός ένοχος.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν αποδέχομαι την εισήγηση της υπεράσπισης περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας λόγω αλλότριων σκοπών στην προώθηση της υπόθεσης.
iv. Κατάχρηση Διαδικασίας
Ένα περαιτέρω ζήτημα που τέθηκε από την υπεράσπιση είναι αυτό της κατάχρησης της διαδικασίας, λόγω (α) καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης, αλλά και (β) λόγω καθυστέρησης εκδίκασης της υπόθεσης. Και το δύο ζητήματα εξετάστηκαν στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, ωστόσο σύμφωνα με τις νομολογιακές αρχές που παρατέθηκαν ανωτέρω θα εξεταστούν εκ νέου (βλ. Ιωάννης Ανδρονίκου ν Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 486).
Καθυστέρηση Καταχώρησης Υπόθεσης
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Μ & Μ Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ v. Αθανασίου, Ποινική Έφεση Αρ. 104/2019, ημερ. 3/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B216 το ζήτημα της κατάχρησης μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Όταν ζήτημα κατάχρησης εξετάζεται με αναφορά στη καθυστέρηση στη καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης, το υπόβαθρο για την εξέταση του είναι η διάσταση του χρόνου μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος της κατηγορίας, όπως αποκαλύπτεται από τις λεπτομέρειες του αδικήματος, και η ημερομηνία της καταχώρησης του κατηγορητηρίου. Υπεισέρχονται στη συνέχεια και άλλες παράμετροι, όπως, για παράδειγμα, ο χρόνος εξιχνίασης, κατά πόσο ο κατηγορούμενος απουσίαζε στο εξωτερικό ή στη περίπτωση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης τυχόν αντικειμενική αδυναμία του παραπονούμενου να προωθήσει τη δίωξη. Το ζήτημα θα κριθεί με αναφορά αποκλειστικά στην ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και στην ημερομηνία καταχώρησης του κατηγορητηρίου, όταν δεν έχει προσφερθεί καμιά ή καμιά αποδεχτή εξήγηση για την καθυστέρηση.
Η φύση της κάθε υπόθεσης σαφώς και έχει την σημασία της. Για παράδειγμα, σε αδικήματα που έχουν σχέση με οικονομικές συναλλαγές και υπάρχει δυσκολία ανίχνευσης αυτού του είδους των εγκληματικών πράξεων, τυχόν χρονική καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης θα πρέπει να αντικρύζεται με ελαστικότητα και υπό το πρίσμα των εγγενών δυσκολιών της (βλ. Ανδρέας Κωστάκη Στυλιανού ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 58/2008).
Επανερχόμενη τώρα στην υπό κρίση υπόθεση, και έχοντας κατά νου την μαρτυρία που προσφέρθηκε από την Μ.Κ.1 σχετικά με την σχέση του Παραπονούμενου με τον Κατηγορούμενου, τα όσα διαδραματίστηκαν μεταξύ τους που είχαν ως αποτέλεσμα την αναπηρία του Παραπονούμενου, την καταχώρηση έφεσης εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στο διάταγμα καταβολής μηνιαίως δόσεων το έτος 2015, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι μέχρι και την καταχώρηση της υπό κρίση υπόθεσης, η έφεση δεν είχε εκδικαστεί, αλλά και την συνεχιζόμενη παράλειψη του Κατηγορούμενου να καταβάλει τις μηνιαίες δόσεις για 38 μήνες, κρίνω ότι η καθυστέρηση καταχώρησης της υπόθεσης, δεν υποδηλώνει, κατάχρηση της διαδικασίας από πλευράς του Παραπονούμενου.
Καθυστέρηση Εκδίκασης Υπόθεσης
Σε σχέση τώρα με την θέση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου, ως προς την καθυστέρηση κατά 4 χρόνια περίπου, στην εκδίκαση της υπόθεσης, σημειώνονται τα ακόλουθα.
Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης ενός κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα κατοχυρώνεται με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται συνήθως υπόψη στον καθορισμό του εύλογου χρονικού διαστήματος είναι (i) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, (ii) η συμπεριφορά του αιτητή και (iii) η συμπεριφορά του δικαστικού οργάνου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Βασίλη Βάσου (2005) 2 ΑΑΔ 653, Case of Irodotou v Cyprus, Application no. 16783/20, 23/05/2023).
Στην υπόθεση Χριστόπουλος ν Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 100, η ακροαματική διαδικασία συμπληρώθηκε έξι χρόνια μετά την καταγγελία και πέντε χρόνια από την ημερομηνία καταχώρισης της ποινικής υπόθεσης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω καθυστέρηση συνιστούσε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης και αρνήθηκε να διατάξει την επανεκδίκαση της υπόθεσης. Στην υπόθεση Ζήνωνος ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 71, κρίθηκε ότι η διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντα μέσα σε χρονικό διάστημα 2 χρόνων και 7 μηνών, κάτω από τις περιστάσεις, δεν ήταν υπερβολική.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου παρέπεμψε το Δικαστήριο στην πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Case of Irodotou v. Cyprus (Application no. 16783/20, 23/08/2023) για να υποστηρίξει την θέση του ότι ο Κατηγορούμενος έχει απωλέσει του δικαιώματος του για εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης εντός εύλογου χρόνου, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη. Στην εν λόγω υπόθεση η διαδικασία αφορούσε ιδιωτική ποινική υπόθεση καταδολίευσης εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτη, όπως η παρούσα. Η υπόθεση είχε καταχωρηθεί στις 02/03/2015, η οποία εν τέλει διακόπηκε στις 02/10/2019 μετά από αναστολή ποινικής δίωξης από τον Γενικό Εισαγγελέα. Στην εν λόγω υπόθεση η διάρκεια της διαδικασίας ήταν 4 χρόνια και 7 μήνες περίπου. Το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η φύση της υπόθεσης δεν ήταν πολύπλοκη, δεν προκλήθηκε οποιαδήποτε καθυστέρηση από την πλευρά του αιτητή και δεν δόθηκε οποιαδήποτε δικαιολογία από το Δικαστήριο σχετικά με την παράλειψη εκδίκασης της υπόθεσης νωρίτερα. Το ΕΔΑΔ περαιτέρω έκρινε ότι δεν μπορούσαν να δικαιολογηθούν οι μεγάλες περίοδοι αδράνειας στην εκδίκαση της υπόθεσης. Όπως λέχθηκε, παρά το ότι δεν θα αντιμετώπιζε ποινή φυλάκισης ο κατηγορούμενος, θα υπόκειτο σε πρόστιμο μέχρι €5,000 καθώς και θα κατέβαλε τα ποσά των μηνιαίων δόσεων για την περίοδο που αφορούσαν οι κατηγορίες. Στην πιο πάνω βάση κρίθηκε ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Έχοντας υπόψιν τις πιο πάνω νομικές αρχές, θα αναφερθώ στη χρονολογική εξέλιξη των γεγονότων που διαδραματίστηκαν κατά την πορεία αυτής της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, για να εξετάσω το εν λόγω ζήτημα.
Η υπόθεση ήταν ορισμένη για απάντηση στις 07/09/2021 για πρώτη φορά, όπου ο Κατηγορούμενος εμφανίστηκε μαζί με τον δικηγόρο του και αρνήθηκε τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Η υπόθεση ορίστηκε από το Δικαστήριο για ακρόαση στις 15/09/2021. Την εν λόγω ημερομηνία ο Κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του το οποίο παρέμεινε ανεκτέλεστο και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 15/02/2022. Την εν λόγω ημερομηνία, η ακρόαση αναβλήθηκε ένεκα του ότι το Δικαστήριο θα ήταν απασχολημένο με παλαιότερες υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του για ακρόαση. Στο σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου αναγράφονται συγκεκριμένα οι αριθμοί των εν λόγω υποθέσεων. Στις 30/05/2022, ημερομηνία όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση, η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση στις 11/10/2022 λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου. Στις 11/10/2022 λόγω προγραμματισμένης απουσίας του Δικαστηρίου για υπηρεσιακούς σκοπούς η υπόθεση αναβλήθηκε και επαναορίστηκε για προγραμματισμό της ακρόασης στις 02/11/2022, ημερομηνία όπου το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 07/03/2023. Την εν λόγω ημερομηνία το Δικαστήριο ήταν απασχολημένο με την συνεχιζόμενη ακρόαση στην υπόθεση αρ. 7818/2019 και έτσι δεν υπήρχε χρόνος να ξεκινήσει η ακρόαση της παρούσας, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να ορίσει την υπόθεση για ακρόαση στις 20/06/2023. Την εν λόγω ημερομηνία ο δικηγόρος του Κατηγορούμενου υπέβαλε αίτημα αναβολής της ακρόασης λόγω του ότι είχε σταλεί επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα για αναστολή της ποινικής δίωξης. Λόγω τούτου, η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση στις 07/11/2023, ημερομηνία όπου ο συνήγορος του Παραπονούμενου αποσύρθηκε από την εκπροσώπηση του. Την εν λόγω ημερομηνία ο συνήγορος του Κατηγορούμενου ανέφερε στο Δικαστήριο ότι ανέμενε την θέση του Γενικού Εισαγγελέα στο αίτημα του για αναστολή της ποινικής δίωξης, και λόγω τούτου αλλά και του ότι το Δικαστήριο θα ήταν απασχολημένο με χρονολογικά παλαιότερες υποθέσεις, ανέβαλε την ακρόαση της παρούσας. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 29/01/2024, ημερομηνία όπου λόγω της απουσίας του συνηγόρου του Κατηγορούμενου ζητήθηκε αναβολή της ακρόασης και η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση στις 22/04/2024. Την εν λόγω ημερομηνία υποβλήθηκε αίτημα αναβολής από τον Παραπονούμενο λόγω απουσίας των μαρτύρων κατηγορίας και στις 17/06/2024 όπου επαναορίστηκε η υπόθεση για ακρόαση, η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου, αφού το Δικαστήριο θα ήταν απασχολημένο στην ακρόαση της υπόθεσης με αρ. 3613/2021. Η υπόθεση ορίστηκε στις 30/10/2024 για ακρόαση, ημερομηνία κατά την οποία η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε και η τελική απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται σήμερα, ήτοι 3 μήνες μετά.
Ως εκ της ανωτέρω ανασκόπησης, προκύπτει ότι η υπόθεση αναβλήθηκε από το Δικαστήριο λόγω της απασχόλησης του Δικαστηρίου με άλλες παλαιότερες ακροάσεις, αλλά και γιατί η πλευρά του Κατηγορούμενου ζήτησε 3 φορές αναβολή, λόγω της αναμονής της τοποθέτησης του Γενικού Εισαγγελέα στο αίτημα για αναστολής της ποινικής δίωξης, αλλά και λόγω απουσίας του συνηγόρου του Κατηγορούμενου. Σημειώνεται μάλιστα ότι καθ’ όλη της διάρκεια αυτή, η πλευρά του Παραπονούμενου ζήτησε μόνο μια φορά αναβολή καθ’ ότι δεν ήταν διαθέσιμοι οι μάρτυρες κατηγορίας.
Ως εκ των ανωτέρω τα αιτήματα από πλευράς του Κατηγορούμενου είχαν και αυτά συμβάλει στην καθυστέρηση έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας. Εξετάζοντας τις αναβολές που δόθηκαν λόγω κωλύματος του Δικαστηρίου, κρίνω ότι στα πρακτικά της υπόθεσης δίδεται επαρκέστατη δικαιολογία σχετικά με την ενασχόληση του Δικαστηρίου με προγενέστερες ή συνεχιζόμενες ακροάσεις, αναγράφοντας μάλιστα και τον αριθμό της κάθε υπόθεσης. Επομένως δεν μπορεί να αποδοθεί στο Δικαστήριο αδικαιολόγητη αδράνεια.
Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν έχει διαπιστωθεί καθυστέρηση με τρόπο ώστε να παραβιάζεται το δικαίωμα του Κατηγορούμενου στην διάγνωση της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Η. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Έχοντας υπόψιν τα αδιαμφησβήτητα γεγονότα, τα ευρήματα του Δικαστηρίου στα οποία κατέληξα, στο σύνολο της έγγραφης μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον μου και την οποία αποδέχθηκα, καθώς και τη δια ζώσης μαρτυρία που έχω κάνει αποδεκτή,
καταλήγω ότι ο Παραπονούμενος πέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του άρθρου 3 (1) (γ) του Νόμου σε όλες τις κατηγορίες. Συγκεκριμένα έχει αποδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος είναι εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης με πιστωτή τον Παραπονούμενο, ότι το χρέος δεν έχει εξοφληθεί, ότι εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα αποπληρωμής του εξ’ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις, και ότι παρέλειψε να καταβάλει τις δόσεις που αναφέρονται στις λεπτομέρειες των κατηγοριών αρ.1 έως και αρ.38 ήτοι για την περίοδο από 01/05/2018 μέχρι και την 01/06/2021 αμφότερων συμπεριλαμβανομένων, όταν αυτές κατέστησαν πληρωτέες.
Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς το συνολικό οφειλόμενο ποσό δεν είναι ουσιώδες, αφού αυτό προκύπτει από δικαστική απόφαση (βλ. Προδρόμου v Τράπεζα Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (2014) 2 ΑΑΔ 108).
Η θέση που προβάλλεται από την Υπεράσπιση στην αγόρευση της είναι ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η μη καταβολή των δόσεων οφείλεται σε οικονομική ή φυσική αδυναμία του εξ αποφάσεως οφειλέτη, τότε θα πρέπει να αθωώσει τον Κατηγορούμενο στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και τότε δεν χρειάζεται να προχωρήσει με την εξέταση των σχετικών υπερασπίσεων του άρθρου 3(4). Η θέση αυτή του συνηγόρου του Κατηγορούμενου αντιστρατεύεται στο σκεπτικό και την κατάληξη της πρόσφατης απόφασης Δώρος Ασιηκάλης ν Αφροδίτη Κλαγγίδη, (ανωτέρω) στην οποία ξεκαθαρίστηκε ότι η οικονομική και φυσική αδυναμία συνδέεται με τις υπερασπίσεις οι οποίες μπορούν να προβληθούν στα πλαίσια του άρθρου 3(4)(γ) του σχετικού Νόμου.
Επομένως το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσον ο Κατηγορούμενος έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι υφίσταται μια από τις υπερασπίσεις του άρθρου 3(4)(γ) του Νόμου 60(1)/2008.
Σχετικά με την υπεράσπιση της μεταβολής της οικονομικής κατάστασης του Κατηγορούμενου από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω διατάγματος σημειώνονται τα ακόλουθα. Καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από τον Κατηγορούμενο όπου να υποδεικνύεται η μεταβολή της οικονομικής κατάστασης του από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος πληρωμής του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, δηλαδή στις 11/02/2015, μέχρι τις 29/09/2020, ημερομηνία έκδοσης του Διατάγματος Πτώχευσης του. Αντίθετα η μαρτυρία που προσκομίστηκε υποδηλώνει το αντίθετο. Εκτός της δικής του αναφοράς κατά την αντεξέταση του ότι τα δεδομένα του δεν άλλαξαν, η έγγραφη μαρτυρία την οποία ο ίδιος κατέθεσε δείχνει ότι από τα τέλη του 2018 μέχρι και τα τέλη του 2020 ο μισθός του αυξήθηκε (Τεκμήρια 6 – 9).
Εξετάζοντας την περίοδο από 29/09/2020 μέχρι την 01/06/2020 η κατάληξη μου είναι η ακόλουθη. Στην υπόθεση KSS Trading Ltd (δια του Επίσημου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή) ν. Γενικές Ασφάλειες Κύπρου Λτδ (Αρ. 2) (2005) 1 ΑΑΔ 1446, η οποία αφορούσε αίτηση ασφάλειας εξόδων, ως παρενθετικό σχόλιο (obiter dictum) λέχθηκε ότι η έκδοση διατάγματος παραλαβής δεν καταδείκνυε αφ' εαυτής έλλειψη οικονομικής δυνατότητας. Στην υπόθεση Γιαννάκης Ευαγγέλου -ν- Κωστάκης Κουρέας & Υιός Λτδ (2005) 2 Α.Α.Δ 415 λέχθηκε ότι το γεγονός ότι η Επίσημη Παραλήπτρια είχε διοριστεί ως προσωρινή παραλήπτρια της περιουσίας του κατηγορούμενη δε συνιστούσε, βάσει του Κεφ. 5, κώλυμα για τον εφεσείοντα να απευθυνθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο για τροποποίηση και/ή αναστολή και/ή ακύρωση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων.
Το διάταγμα πτώχευσης, ουδόλως επενεργεί και δεν δύναται να ισοδυναμεί με υπεράσπιση ή οικονομική αδυναμία ή οικονομική μεταβολή που να δικαιολογεί την μη καταβολή της οφειλόμενης μηνιαίας δόσης και σε καμία περίπτωση δεν ισοδυναμεί σε ασυλία από την μη καταβολή της μηνιαίας δόσης και ούτε εξουδετερώνει ή αναστέλλει την ισχύ του διατάγματος μηνιαίων δόσεων, αλλά για να γίνει αυτό θα πρέπει ο εξ΄ αποφάσεως οφειλέτης, μέσω του επίσημου παραλήπτη, να προσφύγει στο Δικαστήριο στο οποίο ασκεί αστική δικαιοδοσία, και να ζητήσει την τροποποίηση, ή ακύρωση του εν λόγω διατάγματος.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω κατάληξη μου, δεν παραβλέπω ότι ανεξάρτητα από την έκδοση διατάγματος πτώχευσης ο Κατηγορούμενος είχε κάθε δικαίωμα να εργαστεί. Καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε από πλευρά του Κατηγορούμενου για τα εισοδήματα που λάμβανε το έτος 2015 σε συνάρτηση με αυτά που ενδεχομένως να λάμβανε το έτος 2021, που να καταδεικνύει την μεταβολή της οικονομικής του κατάστασης.
Επιπλέον ο ίδιος ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε κατά την αντεξέταση του ότι προώθησε οποιαδήποτε διαδικασία για τροποποίηση ή αναστολή του διατάγματος μηνιαίως δόσεων.
Ως εκ των ανωτέρω, ο Κατηγορούμενος απέτυχε να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την υπεράσπιση της οικονομικής αδυναμίας, που ως τονίστηκε στην υπόθεση Δώρος Ασιηκάλης ν Αφροδίτη Κλαγγίδη, (ανωτέρω) συνδέεται με τις υπερασπίσεις οι οποίες μπορούν να προβληθούν στα πλαίσια του άρθρου 3(4)(γ) του σχετικού Νόμου.
Συνακόλουθα, ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος σε όλες τις κατηγορίες.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο