
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 3116/2023
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
Ν. Κ. Λ.
___________
Ημερομηνία: 07 Απριλίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή
Αλ. Αλεξάνδρου, για την Κατηγορούμενη 1 / για τον αιτούντα
Αίτηση ημερομηνίας 10.01.2025
για διάθεση περιουσίας στην κατοχή της Αστυνομίας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
1. Ο αιτών υπέβαλε στο Δικαστήριο την υπό εξέταση αίτηση, με την οποία ζητά από το Δικαστήριο να διαταχθεί η Κατηγορούσα Αρχή ή η Αστυνομία να του παραδώσουν το δελτίο ταυτότητάς του και το διαβατήριο του, με τα στοιχεία που αναφέρει, τα οποία κρατούν ως τεκμήρια για την υπόθεση. Η αίτησή του βασίζεται στα άρθρα 25, 32, 33, 34, 170 και 171 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 και στα άρθρα 23, 28 και 30(2) του Συντάγματος. Υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του ιδίου, στην οποία αναφέρει τα εξής, ως προς τα γεγονότα: Η Κατηγορούμενη 1, μητέρα του αιτούντος, κατηγορείται ότι συνωμότησε για τη διάπραξη πλημμελήματος και για την παροχή συνδρομής στη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της πλαστοπροσωπίας. Ο ίδιος δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την υπό εκδίκαση υπόθεση. Στο πλαίσιο διερεύνησης και για σκοπούς εκδίκασης της υπόθεσης, η Αστυνομία ή η Κατηγορούσα Αρχή κατακρατούν ως τεκμήρια την ταυτότητα και το διαβατήριο του, τα οποία του είναι άκρως απαραίτητα για την καθημερινότητά του, για να μπορεί να ταξιδεύει και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες που εξυπηρετεί η ύπαρξη αυτών των εγγράφων. Αποτάθηκε στις αρμόδιες αρχές, για έκδοση νέων εγγράφων, δηλαδή ταυτότητας και διαβατηρίου, γνωστοποιώντας ότι τα υφιστάμενα κρατούνται από την Αστυνομία ως τεκμήρια, και τον πληροφόρησαν πως δεν είναι δυνατόν να εκδοθούν νέα έγγραφα, εφόσον τα υφιστάμενα κρατούνται από την Αστυνομία. Είναι η θέση του πως δεν εξυπηρετούν σε οτιδήποτε την εκδίκαση της υπόθεσης τα έγγραφά του, και εφόσον του ανήκουν και ο ίδιος επηρεάζεται δυσανάλογα, θα πρέπει να του επιστραφούν, καθώς η κατακράτησή τους παραβιάζει συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά του.
2. Η Κατηγορούσα Αρχή καταχώρισε ένσταση στην αίτηση αυτή, προβάλλοντας, και υποστηρίζοντας με σχετική ένορκη δήλωση, πως η αίτηση στερείται αντικειμένου, ενώ οι ισχυρισμοί του αιτούντος δεν αποκαλύπτουν το σύνολο των γεγονότων. Η Κατηγορούμενη 1 είχε παρουσιάσει το διαβατήριο του αιτούντος σε αρμόδιο μέλος της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης προκειμένου ο Κατηγορούμενος 2 να πετύχει έξοδο από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Είχε ισχυριστεί, για τον Κατηγορούμενο 2, ότι είναι ο υιός της, και στη συνέχεια παρουσίασε και το δελτίο ταυτότητας του αιτούντος, προς απόδειξη των ισχυρισμών της. Πρόκειται για τεκμήρια που θα παρουσιαστούν, όπως θέτει, για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης, εφόσον δια της χρήσης αυτών των εγγράφων, διαπράχθηκαν τα υπό εκδίκαση αδικήματα. Η Κατηγορούμενη 1, στην ανακριτική της κατάθεση, είχε παραδεχθεί τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται. Ο Κατηγορούμενος 2, επίσης, παραδέχθηκε ενοχή και του επιβλήθηκαν σε αυτόν ποινές. Είχε ζητηθεί, κατ’ εκείνο τον χρόνο, την 22.06.2023, τα τεκμήρια να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας, δόθηκε σχετική διαταγή από το Δικαστήριο, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε ένσταση, και χωρίς να εφεσιβληθεί η διαταγή του Δικαστηρίου. Τυχόν επιστροφή των συγκεκριμένων τεκμηρίων προς τον αιτούντα, είναι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, θα επηρεάσει τη μαρτυρία, θα αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά της, ώστε να επηρεαστεί η απονομή της δικαιοσύνης. Υπάρχει καλή υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης 1 και πιθανότητα καταδίκης και τα συγκεκριμένα τεκμήρια παρέχουν απόδειξη πως η Κατηγορούμενη 1 διέπραξε τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται.
3. Δεν χρειάστηκε επίδοση της αίτησης σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
4. Η πλευρά του αιτούντος και η Κατηγορούσα Αρχή αγόρευσαν, και έχω υπόψη μου ό,τι έχει αναφερθεί, στην πλήρη του μορφή.
5. Τα άρθρα 25 § 2 και 32 § 3 Κεφ.155, στο κεφάλαιο που ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα σχετικά με την έρευνα, αναφέρεται σε πράγματα που κατασχέθηκαν κατόπιν έρευνας σε χώρους με ή χωρίς ένταλμα έρευνας. Στην προκειμένη περίπτωση, τα συγκεκριμένα έγγραφα που κατέχει η Αστυνομία δεν κατασχέθηκαν στο πλαίσιο έρευνας ή εκτέλεσης εντάλματος έρευνας, αλλά κρατήθηκαν από την Αστυνομία μετά τη διαπίστωση, από μέλος της Αστυνομίας στο οποίο παραδόθηκαν προς επίδειξη, διάπραξης αδικημάτων με την χρήση τους. Θα μπορούσαν, όμως, να είχαν κατασχεθεί και κατά την εκτέλεση εντάλματος έρευνας, εάν δεν είχαν κρατηθεί ευρισκόμενα στην κατοχή των συλληφθέντων προσώπων.
6. Το άρθρο 170 Κεφ.155 (disposal of property in police possession) αναφέρεται, συμπληρωματικά και ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες συναφείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στη δυνατότητα του Δικαστηρίου που εκδικάζει την υπόθεση να διατάσσει την απόδοση περιουσίας που κατέχεται από την Αστυνομία. Αναφέρεται σε περιουσία που περιήλθε στην κατοχή της Αστυνομίας με οποιονδήποτε τρόπο άλλον τους ειδικότερα προβλεπόμενους, σε σχέση με οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, εφόσον η απόδοσή της δεν ρυθμίζεται ειδικότερα. Παρεμφερής διάταξη υπάρχει στην Αγγλική Police (Property) Act 1897 (c.30)[1]. Δεν φαίνεται να μπορεί να αποκλειστεί ερμηνευτικά από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 170 Κεφ.155 η περιουσία που περιήλθε στην κατοχή της Αστυνομίας με τον τρόπο που έτυχε περιγραφής στα γεγονότα και που κρατείται γιατί θεωρείται από την Αστυνομία ως ουσιώδης μαρτυρία για ποινική κατηγορία εναντίον των συλληφθέντων. Το άρθρο 170 Κεφ.155 δεν αναφέρεται ειδικά ούτε περιορίζεται σε περιουσία που περιήλθε στην κατοχή της Αστυνομίας μετά την έναρξη ποινικής διαδικασίας. Μπορεί να αναφέρεται σε περιουσία που περιήλθε στην κατοχή της κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης, αναφορικά με την οποία εγέρθηκε η ποινική υπόθεση, με διάφορους τρόπους (π.χ. ελήφθη με τον τρόπο που απασχολεί αυτή την υπόθεση, ή παραδόθηκε από μάρτυρα, κ.λπ.), ή κατ’ εφαρμογή συγκεκριμένης νομοθεσίας, ή άλλως πώς, κατά την εκτέλεση των νόμιμων καθηκόντων της Αστυνομίας.
7. Επίσης, το άρθρο 170 Κεφ.155 δεν ρυθμίζει τις ουσιαστικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να διατάξει την απόδοση συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου που κατέχει η Αστυνομία στον κύριό της. Κατ’ αναλογία με ό,τι ισχύει για τη διάθεση περιουσίας που συνιστά τεκμήρια που κατασχέθηκαν στο πλαίσιο έρευνας, κατά το άρθρο 32 § 3 Κεφ.155, θα πρέπει να πρόκειται για περιουσία που δεν είναι ουσιώδης ή αναγκαία για τους σκοπούς της ενώπιον του ποινικής διαδικασίας, σε σχέση με την οποίαν κρατείται. Το άρθρο 170 Κεφ.155 δεν αναφέρεται σε ποινική διαδικασία που έχει ήδη περατωθεί, όπως άλλωστε ούτε το άρθρο 32 § 3 Κεφ.155. Κατ’ ακολουθία, το άρθρο 170 Κεφ.155, κατά την άποψή μου, περιλαμβάνει είτε ποινική διαδικασία που περατώνεται με τρόπο άλλον από την καταδίκη (άρθρο 171 Κεφ.155), οπότε, λόγω της περάτωσής της, πλέον, δεν υπάρχει αναγκαιότητα κράτησης της περιουσίας αυτής, είτε σε ποινική υπόθεση που δεν έχει περατωθεί, ωστόσο δεν χρειάζεται η Αστυνομία να κατέχει πλέον τη συγκεκριμένη περιουσία, για οποιονδήποτε λόγο.
8. Η απόδοση της περιουσίας που κατέχει η Αστυνομία στον κύριο της μπορεί να επιτραπεί, κατόπιν αίτησης της ίδιας της Αστυνομίας ή του ιδίου του κυρίου της περιουσίας, εφόσον δεν επηρεάζεται βλαπτικά η εξέλιξη της δικαστικής διαδικασίας, είτε η απόδειξη της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή, είτε η υπεράσπιση της Κατηγορούμενης 1, εν προκειμένω. Με την αίτηση των προσώπων που νομιμοποιούνται να υποβάλουν τέτοια αίτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται ακριβώς εάν υπάρχει αναγκαιότητα της διατήρησης της περιουσίας στην κατοχή της Αστυνομίας για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας και σε σχέση με αυτήν. Ο κύριος της περιουσίας έχει τη συνηθισμένη λαϊκή του σημασία, δηλαδή είναι ο δικαιούχος, και όχι απλώς αυτός που έτυχε να έχει το περιουσιακό στοιχείο στα χέρια του σε μια δεδομένη στιγμή[2]. Συναφώς, η νομοθετική πρόνοια του άρθρου 170 Κεφ.155 δεν μπορεί να είναι κατάλληλη όταν είναι αμφισβητούμενη η κυριότητα ή η ιδιοκτησία της περιουσίας και πρόσθετα υπάρχει δυσκολία στο να διαπιστωθεί[3]. Ενδεχομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, ως στην τελευταία περίπτωση, να πρέπει να μεσολαβεί πρώτα άλλο διάβημα, σε αστικό δικαστήριο.
9. Προηγούμενη διαταγή ή οδηγία του Δικαστηρίου να μείνουν στην κατοχή της Αστυνομία τα τεκμήρια, μετά την περάτωση της ποινικής υπόθεσης για τον έναν κατηγορούμενο, λόγω της εκκρεμότητας της ποινικής υπόθεσης για άλλον κατηγορούμενο, δεν εμποδίζει την υποβολή αίτησης από την Αστυνομία ή από τον νόμιμο δικαιούχο της περιουσίας που κρατείται, εάν και όταν προκύψει λόγος για τέτοια αίτηση.
10. Η υπό εξέταση αίτηση υποβάλλεται από πρόσωπο που δεν αμφισβητείται πως είναι ο κύριος του διαβατηρίου και της ταυτότητας που αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση, που περιήλθαν στην κατοχή της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, μετά που φέρονται να υποδείχθηκαν στο Αεροδρόμιο ως μέσα για να διαπραχθεί πλαστοπροσωπία, και κρατούνται για να χρησιμοποιηθούν ως τεκμήρια σε σχετική ποινική υπόθεση, σε αυτήν τη υπόθεση. Συνιστούν περιουσία που κατέχει η Αστυνομία σε σχέση με ποινική υπόθεση, κατά την έννοια του άρθρου 170 Κεφ.155. Ο αιτών νομιμοποιείται ενεργητικά να υποβάλει την υπό εξέταση αίτηση, εφόσον είναι ο νόμιμος δικαιούχος των εγγράφων αυτών. Η αίτηση έχει υποβληθεί παραδεκτά, με επαρκή νομική βάση, ικανή να εξεταστεί από το Δικαστήριο στην ουσία της. Έχει συγκεκριμένο αντικείμενο, να αποδοθούν στον αιτούντα το διαβατήριο και η ταυτότητα με τα στοιχεία που περιγράφονται, που συνιστούν περιουσία του, που κατέχεται από την Αστυνομία, σε σχέση με την ποινική υπόθεση στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η αίτηση.
11. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την όψη της μαρτυρίας που προσκομίστηκε, για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος και της ένστασης επί αυτού, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται πως συνωμότησε με τον Κατηγορούμενο 2 και την 24.04.2023, στον τομέα αναχωρήσεων του Αερολιμένα Πάφου, παρείχε συνδρομή στον Κατηγορούμενο 2 να διαπράξει πλαστοπροσωπία με σκοπό την καταδολίευση του Α/Αστ.1098 Η. Ηλία του ΚΕΔ Αερολιμένα Πάφου, και ψευδώς να παραστήσει τον εαυτό του ως τον αιτούντα, ενώ στην πραγματικότητα είναι το πρόσωπο που κατονομάζεται. Συνόδευε τον Κατηγορούμενο 2, υπέδειξε το δικό της διαβατήριο και το διαβατήριο στο όνομα του αιτούντος, λέγοντας πως είναι ο υιός της. Υπέδειξε επίσης και δύο κάρτες επιβίβασης για πτήση στη Γαλλία. Το διαβατήριο στο όνομα του αιτούντος ήταν γνήσιο, ωστόσο, υπήρχαν διαφορές στο εικονιζόμενο πρόσωπο, και ο επιβάτης, που φέρονταν ως ο ιδιοκτήτης του, δεν μιλούσε ελληνικά. Δημιουργήθηκαν έτσι υποψίες, που κατέληξαν στο να παραδεχθεί, ο Κατηγορούμενος 2, πως είναι άλλο πρόσωπο, διεκδικητής πολιτικού ασύλου, που ήθελε να επιστρέψει πίσω στην χώρα του. Η Κατηγορούμενη 1, από την άλλη, παρά τις αντίθετες διαπιστώσεις, επέμενε ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι ο υιός της, παρουσιάζοντας τότε και την ταυτότητα με το όνομα του αιτούντος, για να πείσει για τη δική της εκδοχή, λόγος που οδήγησε και στην κατάσχεση της ταυτότητας αλλά και στη δική της σύλληψη. Τόσο το διαβατήριο όσο και η ταυτότητα του αιτούντος, που ήταν στην κατοχή της Κατηγορούμενης 1 και του Κατηγορούμενου 2 και κατασχέθηκαν με τον τρόπο αυτό, δεν είχαν αναφερθεί στην Αστυνομία ως απωλεσθέντα ή κλοπιμαία. Στην ανακριτική της κατάθεση, η Κατηγορούμενη 1, είχε αναφέρει, εκτός άλλων, πως ο υιός της, δηλαδή ο αιτών, δεν γνώριζε πως έγινε χρήση των εγγράφων του, αλλά η ίδια προσπάθησε να βοηθήσει τον Κατηγορούμενο 2. Ο Κατηγορούμενος 2, ο οποίος κατηγορήθηκε για πλαστοπροσωπία, παραδέχθηκε την ενοχή του και καταδικάστηκε. Η υπόθεση παρέμεινε να εκκρεμεί για την Κατηγορούμενη 1, η οποία, παρουσιαζόμενη στο Δικαστήριο, αρνήθηκε την ενοχή της.
12. Έχοντας υπόψη τα γεγονότα της υπόθεσης, στην όψη της διαθέσιμης μαρτυρίας, θεωρώ πως δεν χρειάζεται να προσαχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου το διαβατήριο και η ταυτότητα του αιτούντος καθαυτά, εφόσον, σε περίπτωση που κάτι τέτοιο χρειαστεί, για σκοπούς απόδειξης, είναι εφικτό να προσκομιστούν φωτογραφίες και φωτοαντίγραφα αυτών, με σχετική αναφορά ότι τα πρωτότυπα έγγραφα έχουν επιστραφεί στον νόμιμο δικαιούχο τους. Ο κύριος Αλεξάνδρου, εκ μέρους της υπεράσπισης της Κατηγορούμενης 1, ανέφερε ήδη, κατά την αγόρευσή του, πως δεν προτίθεται να αμφισβητήσει οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν την ενέργεια. Δήλωση που έχει και την έννοια, μεταξύ άλλων, πως δεν χρειάζεται η υπεράσπιση της Κατηγορούμενης 1 να επιθεωρήσει τα συγκεκριμένα γνήσια έγγραφα, ως κατέχονται από την Αστυνομία, για τους σκοπούς της. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για γνήσια έγγραφα διαβατηρίου και ταυτότητας, η κράτηση των οποίων δεν εξυπηρετεί οποιονδήποτε άλλο σκοπό, αλλά, την ίδια στιγμή, στερεί από τον νόμιμο δικαιούχο τους τη δυνατότητα χρησιμοποίησή τους, για όλους τους νόμιμους σκοπούς που αυτά επιτελούν, χωρίς ο ίδιος να κατηγορείται για οτιδήποτε, για να πρέπει να υπόκειται σε τέτοιον δυσανάλογο περιορισμό. Η δυσαναλογία εντείνεται λαμβάνοντας υπόψη πως τα συγκεκριμένα έγγραφα φέρονται να χρησιμοποιήθηκαν χωρίς να προκύπτει από οπουδήποτε συγκατάθεση του αιτούντος, για τέτοια μη νόμιμη χρήση τους, κατ’ επέκταση με ενδεχόμενο να υπήρξε θυματοποίηση του, με τον τρόπο που φέρεται να ενήργησε η Κατηγορούμενη 1 σχετικά με τα έγγραφα αυτά. Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός, που ανέφερε η πλευρά του αιτούντος, ότι είναι αδύνατη η έκδοση νέας ταυτότητας και νέου διαβατηρίου, ενόσω τα ήδη υφιστάμενα είναι σε ισχύ και κατέχονται από την Αστυνομία. Δεν προβλήθηκε η ύπαρξη τρόπου με τον οποίο θα μπορούσε ο αιτών να υπερβεί αυτό το εμπόδιο (π.χ. πρόωρη ακύρωση από την Αστυνομία της εναπομείνασας ισχύος των συγκεκριμένων εγγράφων, και χορήγηση δυνατότητας στον συγκεκριμένο πολίτη για έκδοση νέων εγγράφων), και ο οποίος να εξυπηρετεί καλύτερα τα διάφορα ζητούμενα. Αντίθετα, φαίνεται να υπήρξε απροθυμία να εξυπηρετηθεί η συγκεκριμένη ανάγκη, που οδήγησε και τον αιτούντα στην υπό κρίση αίτηση.
13. Δεν θεωρώ πως οποιοσδήποτε εκ των λόγων ένστασης μπορεί να επιτύχει, αποτρέποντας τον νόμιμο δικαιούχο των εγγράφων να τα κατέχει και να τα χρησιμοποιεί, για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Ούτε είναι δυνατόν η κράτησή τους να απολήγει στο να αποτελεί μοχλό πίεσης για την Κατηγορούμενη 1 να παραδεχθεί τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, χωρίς να επιθυμεί κάτι τέτοιο, για τους δικούς της λόγους, ώστε να περατωθεί η υπόθεση και τότε να δοθούν οδηγίες για επιστροφή τους στον νόμιμο δικαιούχο τους.
14. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η επιστροφή των πρωτότυπων εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο Α της αίτησης στον αιτούντα και η διατήρηση στην κατοχή της Αστυνομίας ή της Κατηγορούσας Αρχής φωτογραφιών και φωτοαντιγράφων αυτών, για τους σκοπούς της ποινικής υπόθεσης 3116/2023 Ε.Δ. Πάφου. Ο αιτών, κατά την παραλαβή των πρωτότυπων εγγράφων, να καταθέσει πως παραλαμβάνει αυτά, έναντι των συγκεκριμένων φωτογραφιών και φωτοαντιγράφων τους.
(Υπ.) …………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Βλ. και για τη διαδικασία, αντίστοιχα, Criminal Procedure Rules 2020, SI 2020/759, r 47.37.
[2] Raymond Lyons & Co Ltd v Metropolitan Police Comr [1975] QB 321, [1975] 1 All ER 335.
[3] Chief Constable of West Midlands v White (1992) 157 JP 222.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο