ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. M. O. A., Υπόθεση αρ. 1104/2025, 3/4/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. M. O. A., Υπόθεση αρ. 1104/2025, 3/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

 

 

Υπόθεση αρ. 1104/2025

 

 

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

 

 

M. O. A.

 

 

 

 

_____________

 

 

 

Ημερομηνία:  03 Απριλίου 2025

 

Εμφανίσεις:

 

Σ. Παπαλαζάρου (κα), για Κατηγορούσα Αρχή

 

Η. Σατολιάς, για τον Κατηγορούμενο

 

Κατηγορούμενος: παρών

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(εκ πρώτης όψεως)

 

Οι κατηγορίες

 

1.    Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει τις ακόλουθες κατηγορίες:

 

1η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, επιτέθηκε εναντίον της πρώην συμβίας του, Α.Χ. [άρθρα 2, 3 § 1, 4 §§ 1, 2(ιβ), 23 ν.119(Ι)/2000, άρθρο 242 ΠΚ].

 

2η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία στην πρώην συμβία του Α.Χ., απειλώντας την με βία ή με άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή της είπε: «εν φοούμαι κανένα, τούτο ε σπίτι δικό μου» [άρθρα 2, 3 §§ 1, 3 ν. 119(Ι)/2000, άρθρο 91Α ΠΚ, άρθρα 2, 5(ζ), Μέρος VI, Πίνακας, Αδίκημα 53 ν. 115(Ι)/2021].

 

3η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, απείλησε την πρώην συμβία του Α.Χ., λέγοντάς της «να πάεις στα ανάθεμα εάν ειδοποιήσεις την Αστυνομία», με σκοπό υποκίνησης της να παραλείψει πράξη την οποία αυτή είχε νόμιμη δικαίωμα να διενεργήσει [άρθρα 2, 5(α), Μέρος VI, Πίνακας 52 ν. 115(Ι)/2021, άρθρα 2, 3 § 1, 4 § 2, 23 ν.119(Ι)/2000, άρθρο 91(γ) ΠΚ].

 

4η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, εξύβρισε την πρώην συμβία του Α.Χ. με τις φράσεις «εγώ γ*** την Αστυνομία, τους δικαστές σας, στα ατσ****** μου, γ*** την αστυνομία», σε δημόσιο χώρο, κατά τρόπο που ήταν δυνατόν να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρισκόταν σε δημόσιο χώρο και να τον προκαλέσει να διαπράξει επίθεση [άρθρο 99 ΠΚ].

 

5η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, παράνομα εισήλθε στην κατοικία της πρώην συμβίας του Α.Χ., με σκοπό να διαπράξει αδίκημα, δηλαδή τα αδικήματα που αναφέρονται στις κατηγορίες 1 μέχρι 4 [άρθρο 280 ΠΚ].

 

6η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, παρέλειψε να υπακούσει σε διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που εκδόθηκε στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 5501/2024, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύονταν στον Κατηγορούμενο να πλησιάζει την κατοικία της πρώην συμβίας του Α.Χ. στην οδό που αναγράφεται, σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων [άρθρο 137 ΠΚ].

 

7η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, ενώ εκδόθηκε στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 5501/2024 διάταγμα με το οποίο απαγορεύονταν στον κατηγορούμενο να πλησιάζει την κατοικία της πρώην συμβίας του Α.Χ., στην οδό που αναγράφεται, σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων, αυτός παρέλειψε να το πράξει, διαπράττοντας με την πράξη του σκόπιμη ασέβεια προς τη δικαστική διαδικασία [άρθρο 44 § 1(ια) ν.14/1960].

 

8η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, παρέλειψε να υπακούσει στο διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου που εκδόθηκε στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 5501/2024, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύονταν στον κατηγορούμενο να προσεγγίζει την πρώην συμβία του Α.Χ. οπουδήποτε κι αν αυτή βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων, με τη συμπεριφορά του, όπως περιγράφεται στις κατηγορίες 1 μέχρι 5 [άρθρο 137 ΠΚ].

 

9η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται, στην Πάφο, ενώ εκδόθηκε στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 5501/2024 διάταγμα με το οποίο απαγορεύονταν στον κατηγορούμενο να πλησιάζει την πρώην συμβία του Α.Χ., οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων, αυτός παρέλειψε να το πράξει, διαπράττοντας με την πράξη του σκόπιμη ασέβεια προς τη δικαστική διαδικασία [άρθρο 44 § 1(ια) ν.14/1960].

 

10η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται στην Πάφο, με τις πράξεις ή με τη συμπεριφορά του προς την πρώην συμβία του Α.Χ., της προκάλεσε ψυχική βλάβη [άρθρα 2, 3 §§ 1, 4 ν.119(Ι)/2000].

 

11η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται στην Πάφο, με τις πράξεις ή με τη συμπεριφορά του προς την πρώην συμβία του Α.Χ., της προκάλεσε ψυχολογική βία [άρθρα 2, 5(ζ), 6 ν.115(Ι)/2021].

 

12η Κατηγορία: ότι την 23.02.2025, στην οδό που αναγράφεται στην Πάφο, προέβη σε συμπεριφορά η οποία προκάλεσε παρενόχληση στην πρώην συμβία του Α.Χ., ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκάλεσε ενόχληση [άρθρα 2, 3 ν.114(Ι)/2021].

 

2.    Μετά το πέρας της παρουσίασης της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, υποβλήθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 74(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, πως δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ώστε να υποχρεούται ο Κατηγορούμενος να προβάλει υπεράσπιση.

 

3.    Αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν επί αυτής της εισήγησης και έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, σε πλήρη μορφή.

 

 

Νομικές πτυχές

 

4.    Κατά κανόνα, το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε κρίση περί αθωότητας ή ενοχής, εάν δεν ακούσει το σύνολο της μαρτυρίας. Σε περίπτωση που υπάρξει εισήγηση ή διαπίστωση του Δικαστηρίου (χωρίς εισήγηση) ότι η δίκη θα πρέπει να διακοπεί στο στάδιο αυτό, αφενός, τέτοια εισήγηση ή διαπίστωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, απαντώντας σε μία εκ των δύο περιπτώσεων που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, αφετέρου, είναι εισήγηση ή διαπίστωση πως «δεν υπάρχει υπόθεση» (“no case”).

 

5.    Όπως έχει διαχρονικά νομολογηθεί[1], η διακοπή της δίκης στο στάδιο αυτό και κατ’ επέκταση η αθώωση του κατηγορούμενου, δικαιολογείται μόνον σε δύο περιπτώσεις, εάν:

 

(α)   δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η κατηγορία, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή

 

(β)   η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που ένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του κατηγορούμενου.

 

6.    Το μέτρο είναι αντικειμενικό. Εξετάζεται εάν, πρώτα απ’ όλα, υφίσταται μαρτυρία που να επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος. Όταν το Δικαστήριο καλεί σε απολογία, δεν αποφασίζει οριστικά ή τελειωτικά περί της απόδειξης των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων, εφόσον η θεώρηση της μαρτυρίας και η κρίση ότι υφίσταται μαρτυρία που επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος είναι μόνο στην όψη της μαρτυρίας, και όχι με εις βάρος θεώρηση[2]. Η ίσως πιο σύνθετη περίπτωση είναι να υπάρχει μαρτυρία που να επικαλύπτει και τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος, αλλά, και πάλι, να χρειάζεται να διακοπεί η δίκη στο στάδιο αυτό, με αναφορά πλέον στην υφιστάμενη μαρτυρία, σε αντινομικότητα ή μη πειστικότητά της. Θεωρείται πάντοτε στην όψη της η μαρτυρία, χωρίς να αξιολογείται. Το ίδιο αντικειμενικό κριτήριο επιτάσσει και τότε πως, για να καταδειχθεί αντινομία ή έλλειψη πειστικότητας, χωρίς όμως αξιολόγηση, στην όψη της μαρτυρίας, θα πρέπει το πρόβλημα που αναδεικνύεται να είναι καταφανώς θεμελιακό, ώστε να μην μπορεί, ένα λογικό Δικαστήριο, να αντιπαρέλθει, εάν, σε ένα επόμενο στάδιο, προχωρήσει με επιμέρους αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο, εάν υφίσταται μαρτυρία, είναι εάν ένα νοητό λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε δυνητικά να καταδικάσει με βάση αυτήν, από μία οπτική, εάν η μαρτυρία αυτή ιδωθεί στο απόγειό της. Εάν η απάντηση είναι θετική, τότε, μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει υπόθεση, για να απαντηθεί. Εάν στην υφιστάμενη μαρτυρία υπάρχουν περισσότερο ζητήματα αξιοπιστίας της εκδοχής των μαρτύρων σχετικά με τα γεγονότα, από τα οποία εξαρτάται η ισχύς ή η στάθμιση της δύναμης της μαρτυρίας, ή άλλα ζητήματα που καθορίζονται υποκειμενικά, και υπάρχουν στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί και κρίση ενοχής, η δίκη θα πρέπει να συνεχιστεί. Αντίθετα, δεν θα πρέπει να συνεχιστεί εάν εκθεμελιώθηκε, λόγου χάριν, με συντριπτική αντεξέταση, ώστε να αναδύεται φυσιολογικά η ανάγκη για τη διακοπή της. Εάν δεν μπορεί να αποδειχθεί μια υπόθεση στη όψη της υφιστάμενης μαρτυρίας, γιατί είναι τόσο αδύναμη η μαρτυρία αυτή, δεν μπορεί να αποδειχθεί και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που θα είναι το αποδεικτικό βάρος στη συνέχεια. Εάν μπορεί, αντικειμενικά, να διατυπωθεί πως «δεν υπάρχει υπόθεση», είναι καθήκον του Δικαστηρίου να διακόψει τη δίκη. Η πλευρά του Κατηγορούμενου δεν καλείται να θεραπεύσει ελαττώματα στη μαρτυρία, ούτε να την ενισχύσει, με δική της μαρτυρία. Το Δικαστήριο μπορεί να προχωρά στην εκτίμηση για το εκ πρώτης όψεως στάδιο με συνοπτική αιτιολόγηση, χωρίς τέτοια ανάλυση της μαρτυρίας που θα ωθούσε σε ουσιαστική αξιολόγηση[3].

 

Μαρτυρία

 

7.        Η παραπονούμενη (ΜΚ1) κατέθεσε στο Δικαστήριο με την χρήση ειδικού διαχωριστικού που τοποθετήθηκε στον χώρο, γιατί ανέφερε, κατά την ημέρα της δίκης, πως δεν ήθελε να βλέπει τον Κατηγορούμενο. Υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία την 24.02.2025 (Τ1), στην οποία είχε αναφέρει πως με τον Κατηγορούμενο συζούσαν στο ίδιο σπίτι ως ζευγάρι, χωρίς γάμο και χωρίς να έχουν αποκτήσει παιδιά. Τον περασμένο χρόνο, είχε κάνει καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου, στη βάση της οποίας καταχωρίστηκε εναντίον του ποινική υπόθεση. Στο πλαίσιο εκείνης της ποινικής υπόθεσης, είχαν εκδοθεί διατάγματα, για να μην πλησιάζει την παραπονούμενη. Την 23.02.2025, γύρω στις 20:30, ενώ ήταν στο σπίτι της και έπλενε πιάτα, είδε να σταθμεύει έξω από το σπίτι της ένα αυτοκίνητο χρώματος καφέ, κατέβηκε από αυτό ο Κατηγορούμενος και της ζήτησε να του κάνει καφέ. Εκείνη, του είπε πως έχει διάταγμα για να μην την πλησιάζει. Εκείνος, τότε, της είπε «εγώ γ*** την Αστυνομία, τους δικαστές σας, εν φοούμαι κανένα, τούτο ε σπίτι δικό μου», κατά τρόπο που η παραπονούμενη αισθάνθηκε απειλή. Επίσης, της είπε «να πάεις στα ανάθεμα εάν ειδοποιήσεις την Αστυνομία, στα αρτσ****** μου». Εκείνη του ξαναείπε να φύγει, και θα ειδοποιήσει την Αστυνομία. Τότε, όταν η παραπονούμενη πήγε να φύγει από το σπίτι, για να πάρει τηλέφωνο την Αστυνομία, εκείνος την ακολούθησε και της επιτέθηκε, αρπάζοντάς την από τα χέρια. Κατάφερε να του ξεφύγει και ειδοποίησε την Αστυνομία. Εκείνος, μόλις άκουσε πως μιλούσε στην Αστυνομία, είπε την φράση «γ*** την Αστυνομία», που η παραπονούμενη εξέλαβε, επίσης, ως απειλητική. Στο μέρος, πήγε η Αστυνομία, και η παραπονούμενη προέβη τελικά σε καταγγελία. Εκφράζει φόβους για τη ζωή της από τον Κατηγορούμενο, γιατί, παρόλο που ο Κατηγορούμενος δεν έχει οπλισμό, με τη συμπεριφορά του, της προκάλεσε αναστάτωση, αγωνία, τρόμο, ανησυχία και άγχος.

 

8.        Σε συμπληρωματική κατάθεσή της (Τ2), ημερομηνίας 07.03.2025, η παραπονούμενη ανέφερε πως δεν αληθεύει η δήλωση του δικηγόρου του Κατηγορούμενου προς το Δικαστήριο ότι η ίδια επιθυμεί να αποσύρει το παράπονό της. Θέλει να συνεχίσει, όπως είπε, γιατί δεν θέλει να την ενοχλεί ο Κατηγορούμενος ή οποιοσδήποτε άλλος.

 

9.        Κατατέθηκαν τα διατάγματα ημερομηνίας 26.07.2024, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 5501/2024 Ε.Δ. Πάφου (Τ3), με τα οποία απαγορεύεται στον Κατηγορούμενο να πλησιάζει στα 200 μέτρα την οικία της παραπονούμενης και την ίδια, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, καθώς και το διάταγμα ημερομηνίας 14.11.2024, στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης, με το οποίο τα προσωρινά διατάγματα είχαν καταστεί απόλυτα, για να ισχύουν οριστικά μέχρι την τελική εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης 5501/2024 Ε.Δ. Πάφου (Τ4).

 

10.     Η παραπονούμενη ανέφερε στο Δικαστήριο πως, με όσα ξεστόμισε ο Κατηγορούμενος την 23.02.2025, και αναφέρει στο Τ1, η ίδια αισθάνθηκε λίγο φόβο, και αισθάνεται ακόμα φόβο, γιατί πρόκειται για άτομο που της έκανε πολλά, την πλήγωσε, και δεν θέλει να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί του.

 

11.     Κατά την αντεξέτασή της, η παραπονούμενη ερωτήθηκε εάν θυμάται πότε έγιναν όλα εκείνα που της προκάλεσαν φόβο. Ανέφερε πως έγιναν πολλά, από την αρχή μέχρι και τελευταίως, και ότι δεν μπορεί να θυμάται. Ερωτώμενη εάν θυμάται τις λέξεις που είπε και η ίδια εξέλαβε ως εξύβριση, απάντησε «μία ζωή έβριζε την Αστυνομία τζιαι τους Δικαστές τζιαι ξυτίμαζε με εμένα». Ερωτήθηκε ξανά, τι ακριβώς της είπε, και απάντησε ότι συνέχεια την αποκαλεί «πουτάνα» και της λέει «στα ανάθεμα», αναφέροντας, στη συνέχεια, πως είναι μία ζωή που την εξύβριζε. Εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, της φώναζε «στα ανάθεμα», την εξύβριζε, όπως συνέχεια υβρίζει την Αστυνομία και τους Δικαστές. Όταν έγινε το καταγγελλόμενο συμβάν, δεν την κτύπησε γιατί εκείνη πρόλαβε και έφυγε, προσπάθησε, όμως, να της επιτεθεί. Όταν του είπε να μην φωνάζει, πήγε να την «μουντάρει», και εκείνη προσπάθησε να φύγει και να καλέσει την Αστυνομία. Την έπιασε από τα χέρια, αλλά εκείνη ξέφυγε. Ανέφερε ξανά πως μία ζωή ο Κατηγορούμενος την εξύβριζε, ενώ η ίδια του παρείχε στέγη, ρούχα, φαγητό, απ’ όλα, και ως αντάλλαγμα, εκείνος της έκανε «τον βίο αβίωτο», με συνεχή ψέματα, εκμετάλλευση, εξυβρίσεις. Δεν την σεβόταν. Τον κατήγγειλε, του έδωσε τρεις φορές την ευκαιρία, έχοντας αποσύρει από το Δικαστήριο παλαιότερες υποθέσεις, εφόσον αισθάνονταν λύπη, με δεδομένο ότι ήταν άνθρωπος που αγάπησε, αλλά εκείνος συνέχισε να την ταλαιπωρεί, να μην θέλει να σταματήσει. Το τελευταίο χρονικό διάστημα, έμεναν χωριστά. Ειδικότερα, έμεναν χωριστά τους τελευταίους τρεις μήνες. Κατά τον προηγούμενο καιρό, που υπήρχαν οι καταγγελίες και οι ευκαιρίες, υπήρχαν και διατάγματα, που είχαν εκδοθεί στο πλαίσιο άλλων υποθέσεων, ωστόσο, λόγω του ό,τι συνέβαινε στη μεταξύ τους σχέση, δεν τηρούνταν. Εκείνος ήταν που την προσέγγιζε, όπως ανέφερε. Όπως γνωρίζει, τους τελευταίους τρεις μήνες που έμεναν χωριστά, ο Κατηγορούμενος δεν είχε πάει να μείνει στη Λεμεσό, κι αν εκείνος είπε τέτοιο πράγμα, δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η ίδια, όπως ανέφερε, δεν χρειάστηκε να επισκεφθεί ψυχολόγο. Έχει, όμως, ψυχίατρο, που μπορεί να συμβουλεύεται, και δεν έχει κάποια ψυχική πάθηση, αν και έχει ενοχληθεί από τη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, από τις φωνές, τα πράγματα που έσπαζε μέσα στο σπίτι. Ήταν συμβουλή και του ψυχιάτρου να μείνει μακριά από άτομα που την επηρεάζουν αρνητικά. Δεν μπορεί να θυμάται συγκεκριμένη ημερομηνία που επισκέφθηκε τον θεράποντα ψυχίατρό της ή πότε έχει ραντεβού. Πριν από την τελευταία φορά, που είχε μεταβεί στην οικία της ο Κατηγορούμενος, την 23.02.2025, ο Κατηγορούμενος είχε πάει κι άλλες φορές στο σπίτι, και εκείνη τον έδιωχνε, χωρίς να προβεί σε καταγγελία. Της έλεγε ότι την αγαπά. Δεν ισχύει, όπως είπε, η εκδοχή ότι ζήτησε η ίδια χρήματα από τον Κατηγορούμενο για να μην τον καταγγείλει στην Αστυνομία, εφόσον η ίδια ήταν που του έδινε χρήματα και συντηρούσε το σπίτι. Το παράπονό της είναι πως ο Κατηγορούμενος εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, ότι την κορόιδευε, λέγοντάς της πως την αγαπά, χωρίς όμως, παρ’ όλες τις ευκαιρίες, να το δείχνει. Εξύβριζε την ίδια, προκαλούσε προβλήματα στη γειτονιά, με τις εξυβρίσεις του και εναντίον άλλων. Την 23.02.2025, που ανέφερε πως την έπιασε από τα χέρια, η ίδια δεν έβαλε αντίσταση για να φύγει, κατάφερε, όμως, να φύγει και να πάει στο σπίτι της γειτόνισσας, στο διπλανό σπίτι. Ο λόγος που δεν ανέφερε αυτή τη λεπτομέρεια στην Αστυνομία, ότι δηλαδή πήγε στο σπίτι της γειτόνισσας, όπως είπε, ήταν γιατί απαντούσε στις ερωτήσεις της Αστυνομίας ή και μπορεί να το αμέλησε, γιατί έγιναν τόσα πολλά. Εξέφρασε λύπη, η παραπονούμενη, που συνεχώς προβληματίζουν την Αστυνομία και το Δικαστήριο με αυτά τα θέματα. Πάντοτε ήταν δυνατές οι φωνές του Κατηγορούμενου, χωρίς να μπορεί να ξέρει εάν γνωρίζει η γειτόνισσα οτιδήποτε, όπως και εκείνη την ημέρα, ήταν αργά, ώρα 20:30. Την ώρα την θυμάται διότι, πριν να γίνει το συμβάν, ήταν η κόρη της εκεί, και είχε φύγει να πάει στο σπίτι της κατά τις 20:00. Όταν είχε πάει ο Κατηγορούμενος στο σπίτι της, κατά τις 20:30, είχε ακόμα δύο άτομα μαζί του. Είχαν μπει όλοι στο σπίτι. Θεώρησε, η ίδια, ότι το ανέφερε στην Αστυνομία, αλλά δεν αναγράφεται κάτι στην κατάθεσή της, χωρίς να αμφισβητεί πως η ίδια την είχε διαβάσει και τους είπε ότι είναι εντάξει. Εκείνη ήταν έτοιμη να πάει για ύπνο και εκείνος πήγε και ήθελε να πιει καφέ. Δεν θυμάται όλες τις λεπτομέρειες, τι ακριβώς έκανε στο σπίτι. Εξέφρασε κατανόηση στον τρόπο με τον οποίο της υπέβαλλε τις ερωτήσεις του ο δικηγόρος του Κατηγορούμενου, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον Κατηγορούμενο. Είχαν έρθει τρία άτομα εκείνη την ημέρα. Ο ένας από αυτούς ήταν ο Κατηγορούμενος, ο άλλος ήταν συγγενής του Κατηγορούμενου, ο τρίτος δεν μιλούσε. Μπήκε μέσα στο σπίτι πρώτα ο συγγενής του Κατηγορούμενου, της είχε φωνάξει, ρωτώντας την και πού είναι ο Κατηγορούμενος, ενώ ήταν μαζί του, όπως η ίδια είχε δει, αισθανόμενη πως αστειεύεται μαζί της. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, όπως συνήθως την αφήνει ανοιχτή, όταν βρίσκεται η ίδια στο σπίτι. Ο Κατηγορούμενος είχε κατέβει από το αυτοκίνητο εκείνη την ώρα. Ο συγγενής του Κατηγορούμενου είπε και στους υπόλοιπους, στον Κατηγορούμενο και στο τρίτο άτομο, να μπουν μέσα στο σπίτι. Μπήκαν τότε όλοι μέσα στο σπίτι. Εκείνος την διέταξε να κάμει καφέ, ως να ήταν εκείνος που κάνει κουμάντο στο σπίτι. Δεν έχει πρόβλημα η παραπονούμενη με τα άλλα άτομα. Η ίδια δεν ήθελε να τους κάνει καφέ. Τους ζήτησε να φύγουν. Οι άλλοι δύο είπαν στον Κατηγορούμενο να φύγουν, ο Κατηγορούμενος, που εκείνος τους πήρε στο σπίτι, δεν έφευγε. Γνώριζε, εκείνη την στιγμή, πως δεν του επιτρέπονταν να βρίσκεται στο σπίτι, παρόλο που υπήρχε τηλεφωνική επαφή, μέχρι τελευταίως. Κατά τη διάρκεια των τηλεφωνικών συνομιλιών, προσπαθούσε να την πείσει να αποσύρει την υπόθεση, καθώς, όπως της έλεγε, την αγαπά και είναι η μοναδική γυναίκα που ξέρει. Πέρα από τη τηλεφωνική επικοινωνία, δεν υπήρχε προσωπική επαφή, γιατί η ίδια δεν επιθυμούσε. Όταν έμειναν χωριστά, έφυγε από μόνος του, εφόσον δεν μπορούσαν να συμβιώνουν. Έπρεπε, όμως, εκείνος να βρει τόπο να διαμείνει. Όταν εκδόθηκε το διάταγμα, δεν έμεναν μαζί. Δεν θυμάται ημερομηνίες, γενικά. Ο Κατηγορούμενος δεν είχε το δικαίωμα να μπαίνει στο σπίτι της και να την εξυβρίζει. Πήγε την επόμενη ημέρα να καταγγείλει το συμβάν γιατί εκείνη την στιγμή δεν ένιωθε καλά. Ζήτησε προστασία από την Αστυνομία, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ήδη τα μέτρα, εφόσον αισθάνθηκε πως μπορεί να της κάνει κακό ο Κατηγορούμενος και ήταν ικανός να της κάνει. Δεν είχε σκοπό να βάλει στη φυλακή τον Κατηγορούμενο, δεν ενήργησε όπως είπε επί τούτου.

 

12.     Την 28.03.2025 κατατέθηκε εκ συμφώνου η κατάθεση του Αστ.4183 Γ. Κων/νου (Τ5) και δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός τόσο η λήψη της όσο και η αλήθεια των ενεργειών του Αστ.4183, που αναφέρονται στο Τ5. Ότι δηλαδή την 27.02.2025 συνέλαβε τον Κατηγορούμενο, ο οποίος ανέφερε πως «είναι ψέματα» και την ίδια ημέρα, με τη βοήθεια διερμηνέως, του έλαβε ανακριτική κατάθεση. Εκ συμφώνου κατατέθηκε και η κατάθεση του Λοχ.3142 Π. Ζωττή (Τ6) στην οποία αναφέρεται πως την 24.02.2025 ώρα 14:30, ενώ ήταν σε καθήκον, τον επισκέφθηκε η παραπονούμενη και του κατήγγειλε ότι την 23.02.2025 είχε δεχθεί επίθεση από τον πρώην συμβίο της, ακολούθως, της έλαβε ανακριτική κατάθεση. Δεν αμφισβητήθηκαν το γεγονός της λήψης της κατάθεσης και οι ενέργειες του Λοχ.3142, αλλά αμφισβητείται η αλήθεια του ισχυρισμού της παραπονούμενης πως δέχθηκε επίθεση. Εκ συμφώνου κατατέθηκε και η ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου (Τ7), με εγκεκριμένο παραδεκτό γεγονός ότι όντως λήφθηκε από τον Αστ.4183, αλλά με αμφισβήτηση ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών του Κατηγορούμενου. Στην ανακριτική του κατάθεση, ο Κατηγορούμενος ανέφερε πως γνωρίζει την ύπαρξη των διαταγμάτων, αλλά είναι ψέματα όσα κατήγγειλε η παραπονούμενη, η οποία, κατά τη θέση του, προβαίνει ψευδώς σε καταγγελίες εναντίον του, εκδικητικά, επειδή θέλει τον ίδιο να γυρίσει πίσω.

 

Συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και εξέταση

 

1η Κατηγορία

 

13.     Για την κοινή επίθεση, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

 

(α) βία που συνίσταται σε συμπεριφορά επίθεσης·

(β) από το ένα πρόσωπο σε άλλο.

 

14.     Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση ή ακόμα και με απερισκεψία (recklessly) και μπορεί να προκαλέσει και προκαλεί σε άλλο πρόσωπο τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του, οποιασδήποτε μορφής[4]. Η απερισκεψία καλύπτει τις περιπτώσεις όπου ο παραβάτης, πριν να ενεργήσει, είτε παραβλέπει την πιθανότητα του κινδύνου, είτε, παρά το ότι συνειδητοποιεί την ύπαρξή του, προβαίνει στις ενέργειες του[5].

 

15.     Η κοινή επίθεση που διαπράττεται από το ένα μέλος της οικογένειας στο άλλο, κατά τον ν.119(Ι)/2000, συνιστά άκρως σοβαρή βία, με την έννοια του εν λόγω νόμου.

 

16.     Υπάρχει η μαρτυρία της ΜΚ1, που δεν αξιολογείται σε αυτό το στάδιο, πως ο Κατηγορούμενος, που θεωρείται μέλος της οικογένειάς της, ως άτομο που διέμεναν μαζί ως ανδρόγυνο χωρίς γάμο, την 23.02.2025, την άρπαξε από τα χέρια, μετά από λεκτική αντιπαράθεση, που ξεκίνησε από απρόσκλητη και μη επιτρεπόμενη επίσκεψη του Κατηγορούμενου στο σπίτι της παραπονούμενης ώρα 20:30, απαίτηση του Κατηγορούμενου να του κάνει καφέ η παραπονούμενη, και άρνηση της ίδιας να ανταποκριθεί. Η παραπονούμενη του είπε να φύγει, εκείνος αντέδρασε, κατά τρόπο ώστε η ίδια, εκλαμβάνοντας ότι ασκήθηκε ή και θα ασκείτο εναντίον της περαιτέρω βία, διέφυγε και πήγε στο διπλανό σπίτι, καλώντας την Αστυνομία. Υπάρχει και η αντίθετη εκδοχή του Κατηγορούμενου, στην ανακριτική του κατάθεση, ότι ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοιο συμβάν. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ1 για την κατηγορία αυτή θα πρέπει να γίνει στο τέλος της δίκης, εφόσον ούτε αντινομική είναι, με κάποιον τρόπο, ούτε μπορεί να λεχθεί πως στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που να δημιουργεί θεμελιακό ελάττωμα, ώστε, αντικειμενικά, αποκλειόμενης οποιασδήποτε άλλης οπτικής, να μην μπορεί να αντιπαρέλθει ένα Δικαστήριο, σε ένα επόμενο στάδιο. Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η μαρτυρία της ΜΚ1 θεωρείται στο απογειό της. Η αξιοπιστία της μαρτυρίας της παραπονούμενης είναι σε σημεία όπου θα μπορούσε να υπάρξει οποιαδήποτε προσέγγιση, με αναφορά το σύνολό της, με δεδομένη την προσωπικότητα της παραπονούμενης και τον τρόπο που απαντούσε, αλλά και τον τρόπο που αντεξετάζονταν.

 

2η Κατηγορία

 

17.     Για την απειλή, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

 

(α) βία που συνίσταται σε συμπεριφορά απειλής με βία ή παράνομη πράξη ή παράλειψη·

(β) με τρόπο ώστε να προκαλείται στο φερόμενο ως θύμα τρόμος ή ανησυχία.

 

18.     Η επαπειλούμενη βία ή παράνομη πράξη θα πρέπει να μπορεί, εξ αντικειμένου, υπό τις συνθήκες που λαμβάνει χώρα, να προκαλέσει στον αποδέκτη τρόμο ή ανησυχία, με την έννοια του να μην είναι κενή περιεχομένου, και πράγματι να προκαλεί τρόμο ή ανησυχία. Οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η επαπειλούμενη πράξη εξετάζονται στο σύνολό τους. Έχει σημασία η υποκειμενική αντίληψη της απειλούμενης σε σχέση με την σκοπούμενη βία ή παρανομία, παρά η στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας ή παρανομίας σε σύντομο χρόνο. Ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει πρόθεση εκφοβισμού της παραπονούμενης, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Η πρόθεση εξετάζεται στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν το συμβάν, τις περιστάσεις των εμπλεκομένων και τη συμπεριφορά τους, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια που εξελίσσεται το συμβάν, ακόμα και μετά από αυτό, καθώς και τη φύση της απειλής[6].

 

19.     Η ενδοοικογενειακή βία δεν περιορίζεται στην πρόκληση ψυχικής βλάβης που πιστοποιείται με ιατρική διάγνωση ως ψυχική ασθένεια. Η απειλή από μέλος της οικογένειας προς άλλο μέλος μπορεί να θεωρηθεί συμπεριφορά που προκαλεί «ψυχική βλάβη» με την έννοια του ν.119(Ι)/2000, ακόμα κι αν προκαλεί μόνο παροδική ανησυχία ή άγχος.

 

20.     Υπάρχει η μαρτυρία της ΜΚ1 με την οποία περιγράφει συγκεκριμένο συμβάν. Ότι ο Κατηγορούμενος, με τον οποίον συζούσαν στο παρελθόν ως ανδρόγυνο, την 23.02.2025, εισήλθε στην οικία της ενώ υπήρχε απαγορευτικό διάταγμα, και η ίδια αρνήθηκε να τον δεχθεί και να του κάνει καφέ, όπως εκείνος ζήτησε, και του αντέταξε πως υπάρχει απαγορευτικό δικαστικό διάταγμα. Εκείνος της είπε, μεταξύ άλλων, «εν φοούμαι κανένα, τούτο ε σπίτι δικό μου», προκαλώντας της ανησυχία, ώστε να του πει να φύγει, γιατί θα καλέσει την Αστυνομία. Μετέπειτα, εκείνος αντέδρασε έντονα, εξυβρίζοντάς την, εκείνη του είπε ξανά να φύγει και κινήθηκε για να απομακρυνθεί και να καλέσει την Αστυνομία, και εκείνος την έπιασε από τα χέρια για να την εμποδίσει. Εν τέλει, η ίδια κατάφερε να ξεφύγει, να μεταβεί στο διπλανό σπίτι και να καλέσει την Αστυνομία. Αντικειμενικά, τέτοια συμπεριφορά, δηλαδή η είσοδος ενός προσώπου στο σπίτι άλλου προσώπου, ενώ υπάρχει απαγορευτικό διάταγμα και απουσία συγκατάθεσης, και η εκστόμιση της φράσης «εν φοούμαι κανένα, τούτο ε σπίτι δικό μου», θα μπορούσε να προκαλέσει στον αποδέκτη της ανησυχία. Ότι δεν μπορεί να προστατευθεί από την Αστυνομία ή το Δικαστήριο, με δικαστικά διατάγματα, επειδή ο Κατηγορούμενος δεν φοβάται και θεωρεί ότι μπορεί να επιβληθεί σε όλους, παραμένοντας, επειδή το θέλει και μπορεί, παράνομα, στο σπίτι της παραπονούμενης. Η ύπαρξη δικαστικών διαταγμάτων που ήταν σε ισχύ καθιστούσε σε κάθε περίπτωση την παραμονή του Κατηγορούμενου στην συγκεκριμένη οικία παράνομη πράξη. Ο Κατηγορούμενος, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονούμενης, την απείλησε ότι θα προβεί σε παράνομη πράξη, παραμένοντας στην οικία της, επειδή το θέλει και δεν φοβάται, ενώ κάτι τέτοιο απαγορεύονταν, προκαλώντας ανησυχία στην παραπονούμενη. Υπάρχει και η αντίθετη εκδοχή του Κατηγορούμενου πως ουδέποτε έλαβε χώρα τέτοιο συμβάν και ότι η παραπονούμενη κατήγγειλε κάτι φανταστικό, για να τον εκδικηθεί. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ1 για την κατηγορία αυτή θα πρέπει να γίνει στο τέλος της δίκης, εφόσον δεν είναι αντινομική, με συγκεκριμένο τρόπο, ούτε στερείται πειστικότητας, σε βαθμό ή κατά τρόπο που να δημιουργεί αντικειμενικά θεμελιακό ελάττωμα.

 

3η Κατηγορία

 

21.     Για την απειλή βιαιοπραγίας, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

 

(α) απειλή ότι ο κατηγορούμενος δυνατόν να προξενήσει βλάβη στην παραπονούμενη, την υπόληψη, ή την περιουσία της ή στο πρόσωπο ή την υπόληψη οποιουδήποτε για τον οποίο ενδιαφέρεται, εναντίον του οποίου γίνονται οι απειλές·

(β) η ύπαρξη σκοπού υποκίνησης της παραπονούμενης για να διενεργήσει πράξη την οποία αυτή δεν έχει νομική υποχρέωση να διενεργήσει ή για να παραλείψει πράξη την οποία αυτή έχει νομικό δικαίωμα να διενεργήσει.

 

22.     Η απειλή δεν θα πρέπει να είναι κενή περιεχομένου (idle threat), αλλά να έχει πραγματικό έρεισμα, ώστε να μπορεί, εξ αντικειμένου[7], να προκαλέσει εκφοβισμό, ικανό να λειτουργήσει προς υποκίνηση ή αντίστοιχα αποτροπής της διενέργειας πράξης, αναλόγως των νομικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων της παραπονούμενης[8].

 

23.     Η απειλή βιαιοπραγίας από μέλος της οικογένειας προς άλλο μέλος, όπως και η απειλή, μπορεί να θεωρηθεί συμπεριφορά που προκαλεί «ψυχική βλάβη» ή «ψυχολογική βλάβη» με τις έννοιες των ειδικών νόμων ν.119(Ι)/2000 και ν.115(Ι)/2021.

 

24.     Υπάρχει η μαρτυρία της ΜΚ1 ότι ο Κατηγορούμενος, με τον οποίον συζούσαν μαζί ως ανδρόγυνο, την 23.02.2025, της είπε, υπό τις περιστάσεις που περιέγραψε στο Τ1, «να πάεις στα ανάθεμα εάν ειδοποιήσεις την Αστυνομία». Η παραπονούμενη, στο Τ1, ανέφερε την φράση αυτή, ως φράση που εκστόμισε ο Κατηγορούμενος, στο πλαίσιο της όλης αντίδρασης του Κατηγορούμενου στην επισήμανση της ότι δεν θα του κάνει καφέ και ότι δεν μπορεί να την πλησιάζει, γιατί υπάρχει δικαστικό διάταγμα. Η φράση «να πάεις στα ανάθεμα», αποδοκιμαστικά, με δυσαρέσκεια ή θυμό για το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται, από μόνη της, δεν αποτελεί άμεση απειλή βιαιοπραγίας, αν και μπορεί να προκαλέσει ένταση ή αρνητικά συναισθήματα. Δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το πρόσωπο που τη λέει απειλεί να ασκήσει βία κατά του προσώπου, εάν δεν συνοδεύεται από δηλώσεις ή πράξεις που να υποδηλώνουν την πρόθεση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ1, η φράση εκστομίστηκε όταν η ΜΚ1 ανέφερε πως θα ειδοποιήσει την Αστυνομία, εφόσον υπήρξε παραβίαση δικαστικού διατάγματος, και ακολουθήθηκε από τη σωματική κίνηση του Κατηγορούμενου να την πιάσει από τα χέρια, για να την αποτρέψει από το να πάει να ειδοποιήσει την Αστυνομία, ενώ η παραπονούμενη είχε δικαίωμα να πράξει κάτι τέτοιο. Η συνδυασμένη ενέργεια της λεκτικής απειλής και της σωματικής παρεμπόδισης, ακόμα κι αν ήταν ελαφρά ή ανεπιτυχής, δημιουργεί μια κατάσταση όπου το θύμα αισθάνεται ότι είναι σε άμεσο κίνδυνο σωματικής βλάβης ή περιορισμού της ελευθερίας του. Η λεκτική απειλή (ή ο εκφοβισμός) και η σωματική ενέργεια (όπως το πιάσιμο ή το εμπόδιο) συνθέτουν εικόνα επιθετικής συμπεριφοράς που μπορεί να εκληφθεί ως απειλή για σωματική βία. Η ΜΚ1 μαρτύρησε πως αυτή η συμπεριφορά, που ακολούθησε την επιμονή του Κατηγορούμενου να μένει στο σπίτι της χωρίς τη βούλησή της και την υβριστική του συμπεριφορά και εκδήλωση πως δεν φοβάται κανέναν, είχε ως σκοπό να την αποτρέψει, με εκφοβισμό, από το καλέσει την Αστυνομία για την καταγγελία εγκλήματος, δηλαδή παραβίασης δικαστικού διατάγματος. Δεν αξιολογείται η μαρτυρία της ΜΚ1 ως προς την αξιοπιστία της σε αυτό το στάδιο, ωστόσο, εάν γίνονταν αποδεκτή, θα μπορούσε, κατά μία οπτική, να βασίσει και καταδίκη, κατά τρόπο ώστε να πρέπει να συνεχιστεί η δίκη, για την κατηγορία αυτή.

 

 

4η Κατηγορία

 

25.     Για να αποδειχθεί το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης, πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

(α) εξύβριση άλλου προσώπου·

(β) σε δημόσιο χώρο ή σε μη δημόσιο χώρο με τρόπο και υπό συνθήκες που μπορεί να ακουστεί από πρόσωπο σε δημόσιο χώρο·

(γ) με τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση.

 

26.     Η έννοια του δημόσιου χώρου περιλαμβάνει και τα κέντρα αναψυχής[9] ή τα καταστήματα[10] ή τους ιδιωτικούς επαγγελματικούς χώρους που είναι ανοιχτοί για το κοινό[11]. Οι λέξεις που εκστομίζονται προσεγγίζονται με βάση το συνηθισμένο τους νόημα. Το ερώτημα κατά πόσο συγκεκριμένη συμπεριφορά είναι υβριστική, και όχι απλώς αγενής, είναι θέμα πραγματικό, και, στο πραγματικό πλαίσιο εξέτασης, μπορεί να μην έχει σημασία η ατελής ή μη ορθή προφορά[12]. Το κριτήριο είναι κατά πόσον ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί και δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το επάγγελμα ή την ιδιότητα των παρόντων προσώπων[13].

 

27.     Υπάρχει η μαρτυρία της ΜΚ1 ότι την 23.02.2025, ο Κατηγορούμενος, σε μη δημόσιο χώρο, δηλαδή στο σπίτι της παραπονούμενης, αλλά με τρόπο και υπό συνθήκες που μπορεί να ακουστεί από πρόσωπο σε δημόσιο χώρο, δηλαδή φωνάζοντας, ασχέτως εάν όντως είχε ακουστεί, της είπε τις φράσεις «εγώ γ*** την Αστυνομία, τους δικαστές σας», «στα αρτσ****** μου» και «γ*** την Αστυνομία», υπό συνθήκες προηγούμενης αντίδρασης της παραπονούμενης σε προσπάθεια του Κατηγορούμενου να παραμείνει στο σπίτι της και να πιει καφέ και υπενθύμιση πως υπάρχει απαγορευτικό δικαστικό διάταγμα. Οι φράσεις αυτές, κάτω από τις συνθήκες που περίγραψε η ΜΚ1, σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της, δεν ήταν απλά εκδήλωση αγένειας, αλλά πρόκειται για προφανώς εξυβριστικές φράσεις, προς έκφραση αγανάκτησης και δυσαρέσκειας προς την παραπονούμενη, και ασχέτως εάν δεν περιλάμβαναν όλες ή ευθέως το πρόσωπο της παραπονούμενης. Η χρήση του υβριστικού και χυδαίου λόγου προς την παραπονούμενη και με την προσθήκη του «σας», ήταν προσβολή και υποτίμηση των κρατικών θεσμών στους οποίους πιστεύει και ανήκει η παραπονούμενη, κατ’ αντανάκλαση και της υπόστασης και αξιοπρέπειας της παραπονούμενης ως πολίτη αυτής της χώρας, που προστατεύεται από τους συγκεκριμένους θεσμούς, την Αστυνομία και τα Δικαστήρια. Αυτά που η παραπονούμενη πρόβαλε, ζητώντας από τον Κατηγορούμενο να φύγει από το σπίτι της. Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις, καθώς και το μαρτυρούμενο γεγονός ότι υπήρχαν στο μέρος, αλλά και στη γειτονιά, και άλλα άτομα, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ1, υπάρχει επαρκής μαρτυρία για να καταδειχθεί, εάν φυσικά γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη μαρτυρία, ότι ήταν ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο, και συνεπώς να μπορεί να στηριχθεί και ενοχή. Η μαρτυρία της ΜΚ1 δεν αξιολογείται σε αυτό το στάδιο. Υπάρχει και η εκδοχή του Κατηγορούμενου πως ουδέποτε έλαβε χώρα το συμβάν που ανέφερε η παραπονούμενη την 23.02.2025. Η μαρτυρία της ΜΚ1 θα αξιολογηθεί στο τέλος της δίκης, δεν είναι ούτε αντινομική, ούτε στερείται πειστικότητας σε βαθμό και κατά τρόπο που αντικειμενικά να δημιουργεί θεμελιακό ελάττωμα.

 

5η Κατηγορία

 

28.     Για το αδίκημα της αξιόποινης παράνομης εισόδου, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:

 

(α) η είσοδος σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου χωρίς τη συγκατάθεσή του, ή η νόμιμη είσοδος σε τέτοια περιουσία αλλά παράνομη παραμονή·

 

(β) ο σκοπός διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται με βάση ποινικό νόμο ή ο σκοπός εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας.

 

Με βάση τη μαρτυρία της ΜΚ1, υπήρχαν απαγορευτικά διατάγματα, που απαγόρευσαν στον Κατηγορούμενο  να εισέρχεται στη συγκεκριμένη κατοικία, η οποία κατέχονταν από την ΜΚ1. Ήταν εν γνώσει του Κατηγορούμενου ότι δεν είχε δικαίωμα να προσεγγίζει τον χώρο της οικίας, σε απόσταση 200 μέτρων, είτε η πόρτα της οικίας ήταν ανοιχτή είτε όχι. Όταν αφήνει κάποιος την πόρτα του σπιτιού του ανοιχτή, ενώ βρίσκεται εντός αυτού, δεν σημαίνει ότι απευθύνει πρόσκληση και δίδει δικαίωμα σε οποιονδήποτε να εισέλθει. Ωστόσο, ο Κατηγορούμενος, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ1, την 23.02.2025, εισήλθε στην οικία της χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα. Έπειτα, η ΜΚ1 ζήτησε από τον Κατηγορούμενο να φύγει, γιατί υπάρχει απαγορευτικό δικαστικό διάταγμα, και εκείνος παρέμεινε παράνομα στον συγκεκριμένο χώρο, με σκοπό να διαπράξει ποινικό αδίκημα, να παραβιάσει τα διατάγματα, αλλά και να εκφοβίσει την παραπονούμενη. Δεν αξιολογείται η μαρτυρία της ΜΚ1 σε αυτό το στάδιο, υπάρχει και η εκδοχή του Κατηγορούμενου ότι την 23.02.2025 δεν έλαβε χώρα τέτοιο περιστατικό, ωστόσο η μαρτυρία της ΜΚ1 δεν είναι είτε αντινομική είτε στερούμενη πειστικότητας σε βαθμό και κατά τρόπο που να δημιουργείται αντικειμενικά θεμελιακό ελάττωμα.

 

 

6η Κατηγορία και 8η Κατηγορία

 

29.     Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της ανυπακοής, κατά το άρθρο 137 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν[14]:

 

(α) η ύπαρξη διατάγματος, εντάλματος ή διαταγής·

 

(β) να έχει εκδοθεί από Δικαστήριο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα και κανονική εξουσιοδότηση γι’ αυτό·

 

(γ) να υπάρχει ανυπακοή στο περιεχόμενό του.

 

30.     Το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή θα πρέπει να είναι νόμιμα, ώστε να δημιουργείται υποχρέωση υπακοής. Για να δημιουργεί υποχρέωση υπακοής, θα πρέπει να μπορεί να επιβληθεί, να μην είναι λόγου χάριν απλώς αναγνωριστικής ή ρυθμιστικής φύσης.

 

31.     Έπειτα, η υποχρέωση υπακοής που δημιουργεί θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη, να αναφέρεται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά που ο Καθ’ ου το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή πρέπει να έχει, είτε αφορά προσταγή είτε απαγόρευση, έτσι ώστε εάν δεν συμπεριφερθεί ως ορίζει το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή, να επέρχεται ανυπακοή.

 

32.     Το αποτέλεσμα της ανυπακοής δεν αρκεί από μόνο του, εφόσον η ανυπακοή (disobedience), ως έννοια, ενέχει βουλητικό στοιχείο. Προϋποθέτει τη γνώση της ύπαρξης και του περιεχομένου του διατάγματος, του εντάλματος ή της διαταγής, καθώς και τη βούληση μη εκτέλεσης της υποχρέωσης που επιβάλλει, ώστε να επέλθει το αποτέλεσμα της ανυπακοής.

 

33.     Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ1 και όσα έχουν δηλωθεί ως παραδεκτά γεγονότα, έχουν εκδοθεί τα διατάγματα των Τ3 και Τ4, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης 5501/2024 Ε.Δ. Πάφου, των οποίων ο Κατηγορούμενος είχε γνώση, και τα οποία ήταν σε ισχύ κατά την 23.02.2025, εφόσον δεν είχαν ακυρωθεί, λόγω οποιασδήποτε συμφιλίωσης των εμπλεκομένων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ1, την 23.02.2025. ο Κατηγορούμενος παραβίασε τα προσωρινά διατάγματα, με το να προσεγγίσει την οικία που αναγράφεται σε αυτά, αλλά και την παραπονούμενη, με τέτοια πρόθεση. Υπάρχει η αντίθετη εκδοχή του Κατηγορούμενου, πως δεν έλαβε χώρα τέτοιο συμβάν, ωστόσο δεν αξιολογείται η μαρτυρία της ΜΚ1 σε αυτό το στάδιο, ούτε είναι αντινομική, ούτε στερείται πειστικότητας σε βαθμό και κατά τρόπο που να δημιουργεί αντικειμενικά θεμελιακό ελάττωμα.

 

 

7η Κατηγορία και 9η Κατηγορία

 

34.     Η καταφρόνηση του Δικαστηρίου κατά την § 1 του άρθρου 44 ν.14/1960 (contempt), είναι συμπεριφορά που παρεμβαίνει στη δέουσα απονομή της δικαιοσύνης ή παρεμποδίζει τη δέουσα απονομή της δικαιοσύνης[15].

 

35.     Για την απόδειξη του αδικήματος αυτού, της συγκεκριμένης περίπτωσης (ιβ), θα πρέπει να αποδειχθούν:

 

(α) η ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας·

 

(β)  συμπεριφορά ασέβειας σε αυτήν, ή προς το πρόσωπο που τη διεξάγει·

 

(γ) η συμπεριφορά αυτή να είναι σκόπιμη, ηθελημένη. Δεν αρκεί η αμέλεια ή η απροσεξία[16].

 

36.     Σύμφωνα με την § 10 του ιδίου άρθρου, στο εν λόγω άρθρο, «δικαστική διαδικασία» σημαίνει οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου είτε η διαδικασία αυτή διεξάγεται ενώπιον ακροατηρίου είτε σε ιδιαίτερο γραφείο του δικαστή.

 

37.     Η ανυπακοή σε δικαστικό διάταγμα δυνατόν να ιδωθεί και ως μορφή καταφρόνησης, εάν είναι σε επίπεδο σκόπιμης ασέβειας στη δικαστική διαδικασία.

 

38.     Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος, την 23.02.2025, είχε παραβεί τα δικαστικά διατάγματα, με το να προσεγγίσει την παραπονούμενη και την οικία της, ενώ αυτή η συμπεριφορά απαγορεύεται, και όταν αυτό έτυχε επισήμανσης από την παραπονούμενη, που του ανέφερε πως υπάρχει δικαστικό διάταγμα, η αντίδρασή του ήταν η εκστόμιση των φράσεων, μεταξύ άλλων, «γ***… … τους δικαστές σας, εν φοούμαι κανένα». Ο βαθμός ανυπακοής στα προσωρινά διατάγματα, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο συγκεκριμένης εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης, σε συνάρτηση με τον τρόπο που μαρτυρήθηκε πως έλαβε χώρα, τη συγκεκριμένη λεκτική διατύπωση, σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της παραπονούμενης, έχει διάσταση σκόπιμης αγνόησης και περιφρόνησης των διαταγμάτων ως μορφή έκφρασης της δικαστικής εξουσίας, αλλά και δημόσιας προσβολής του Δικαστηρίου, που φθάνει να υπονομεύει ουσιαστικά το κύρος του Δικαστηρίου και έννοιες και λειτουργίες άρρηκτα συνδεδεμένες με αυτό, όπως το κράτος δικαίου και η έννομη τάξη, κατά τρόπο που να επιβάλλει την επανόρθωση. Υπάρχει η αντίθετη εκδοχή του Κατηγορούμενου, πως δεν έλαβε χώρα τέτοιο συμβάν, ωστόσο δεν αξιολογείται η μαρτυρία της ΜΚ1 σε αυτό το στάδιο, ούτε είναι αντινομική, ούτε στερείται πειστικότητας σε βαθμό και κατά τρόπο που να δημιουργεί αντικειμενικά θεμελιακό ελάττωμα.

 

 

10η Κατηγορία και 11η Κατηγορία

 

 

39.     Αναφέρθηκε και προηγουμένως πως η ενδοοικογενειακή βία δεν περιορίζεται στην πρόκληση ψυχικής βλάβης ή ψυχολογικής βλάβης που πιστοποιείται με ιατρική διάγνωση ως ψυχική ασθένεια. Ωστόσο, οι υπόλοιπες κατηγορίες που περιέχονται στο Κατηγορητήριο επαρκούν για να ανάγουν ό,τι η μαρτυρία της ΜΚ1 έχει, εξ όψεως της, θέσει, σχετικά με το περιστατικό που, κατά τη θέση της, έλαβε χώρα την 23.02.2025. Η ΜΚ1 δεν παρείχε οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο γεγονοτικό πλαίσιο, διαφοροποιημένο, που να μπορεί να δώσει βάσει σε οποιοδήποτε άλλο αδίκημα βίας, με βάση τους ν.119(Ι)/2000 και ν.115(Ι)/2021. Η τάση της για αναφορές πιο γενικευμένες, σε διαχρονικές συμπεριφορές του Κατηγορούμενου, δεν ήταν επαρκώς συγκεκριμένες, ώστε να μπορέσουν να δώσουν επαρκή μαρτυρία, που να επικαλύπτει τη σύσταση άλλων αδικημάτων βίας, πλην όσων ήδη περιλήφθηκαν στο Κατηγορητήριο, υπό τις προαναφερόμενες κατηγορίες. Δεν θεωρώ ότι θα πρέπει να συνεχιστεί η δίκη και για τις κατηγορίες αυτές, γι’ αυτό τον λόγο.

 

12η Κατηγορία

 

40.     Η «παρενόχληση» στα κείμενα του ν.114(Ι)/2021, σημαίνει «παρενόχληση» σημαίνει την πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο και «συμπεριφορά» σε σχέση με την παρενόχληση προσώπου, σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον δύο φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση. Το αδίκημα του άρθρου 3 αναφέρεται σε συμπεριφορά παρενόχλησης. Για να αποδειχθεί, χρειάζεται να συντρέξουν:

 

(α) συμπεριφορά παρενόχλησης, δηλαδή τουλάχιστον δύο φορές πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο·

 

(β) γνώση ή οφειλόμενη γνώση, και τις δύο φορές, ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί ανησυχία ή αγωνία στο άλλο πρόσωπο.

 

41.     Στην κατάθεσή της, η ΜΚ1 αναφέρθηκε σε ένα συμβάν την 23.02.2025, ενώ υφίστατο και προηγούμενη ποινική υπόθεση. Στην αντεξέτασή της, η ΜΚ1, προσπάθησε να αναφερθεί σε περισσότερα κρούσματα συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, αλλά όχι με συγκεκριμένο τρόπο, σε συγκεκριμένο γεγονοτικό πλαίσιο, ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως και παρενόχληση κατά την έννοια του ν.114(Ι)/2021. Δεν θα μπορούσε να βασίσει καταδίκη για παρενόχληση με βάση τον εν λόγω ειδικό νόμο η μαρτυρία της ΜΚ1, ακόμα κι αν γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη, γι’ αυτό δεν μπορεί να συνεχίσει η δίκη για την κατηγορία αυτή.

 

Κατάληξη

 

42.     Επειδή δεν υπάρχει μαρτυρία που να επικαλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και γι’ αυτό αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση στην 10η Κατηγορία, την 11η Κατηγορία και τη 12η Κατηγορία, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται από την 10η Κατηγορία, την 11η Κατηγορία και τη 12η Κατηγορία.

 

43.     Επειδή υπάρχει μαρτυρία που να επικαλύπτει όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και δεν είναι αντινομική ή θεμελιακά αναξιόπιστη και μπορεί να διατυπωθεί πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση στην 1η Κατηγορία, τη 2η Κατηγορία, την 3η Κατηγορία, την 4η Κατηγορία, την 5η Κατηγορία, την 6η Κατηγορία, την 7η Κατηγορία, την 8η Κατηγορία, και την 9η Κατηγορία, ο Κατηγορούμενος καλείται να προβάλει την υπεράσπισή του για τις κατηγορίες αυτές.

 

 

(εξηγούνται τα δικαιώματα)

 

 

 

 

(Υπ.) …………………………..

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Πρακτική του 1962 (Practice Note (1962) 1 All ER 448, R. v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 515, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δράκου (2012) 2 ΑΑΔ 851, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 808, Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερη (2016) 2 ΑΑΔ 851, Silver Leaf Developments Ltd v. Στυλιανού, ΠΕ 120/2019, 01.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B301, Fowles v. A.M.G., ΠΕ 57/22, 08.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 136/2024, 31.03.2025.

[2] Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 136/2024, 31.03.2025.

[3] Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.

[4] R. v. Venna (1975) 3 All E.R. 788.

[5] R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974, R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964, Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574.

[6] Κούσουλος ν. Αστυνομίας ΠΕ119/2021, 20.01.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13.

[7] Μιλτιάδους ν. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 1100.

[8] Κallenos v. Police (1969) 2 C.L.R. 210, Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1.

[9] Anthony Castelow and Another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 25.

[10] Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 362.

[11] Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 493.

[12] Brutus v. Cozens [1972] 2 All E.R. 1297, Bolster v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (1997) 2 ΑΑΔ 89, Λουκαΐδης ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 884.

[13] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Kozina (1999) 2 ΑΑΔ 503.

[14] Alba Corporate Enterprises Ltd v. Σκορδής, ΠΕ 54/2017, 10.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B531, Θεοφάνους ν. CCC Laundries (Paphos) Ltd (2009) 2 ΑΑΔ 634, Police v. Kyriakides (1988) 2 CLR 172, Mouzouris and Another v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 CLR 287, Πετράκη ν. Petraki (2002) 1 ΑΑΔ 911.

[15] A-G v Times Newspapers Ltd [1992] 1 AC 191, [1991] 2 All ER 398, HL, Dobson v Hastings [1992] Ch 394, [1992] 2 All ER 94.

[16] R v Runting (1988) 89 Cr App Rep 243 at 247, CA, per Lord Lane LCJ, R v Schot [1997] 2 Cr App Rep 383, (1997) Times, 14 May, CA, A-G v Punch [2002] UKHL 50, [2003] 1 AC 1046, [2003] 1 All ER 289.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο