
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 196/2020
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
Θ. Θ.
_______________________
Ημερομηνία: 14 Απριλίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Χρυσοστόμου, για την Κατηγορούσα Αρχή
Μ. Σαββίδου (κα), για τον Κατηγορούμενο
Α Π Ο Φ Α Σ Η
1. Ο Κατηγορούμενος, γεννηθείς την 05.08.2002, κατηγορείται πως την 18.04.2019, πριν να συμπληρώσει το 17ο έτος της ηλικίας του, κατείχε παράνομα κροτίδες, κατά παράβαση του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ.54. Με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, η υπόθεση τέθηκε ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, για συνοπτική εκδίκαση. Η εναντίον του ποινική υπόθεση καταχωρίστηκε την 20.01.2020, πριν να συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του.
2. Εκκρεμούσης της υπόθεσης και πριν από την ακρόασή της, την 20.04.2021, και πριν από τη συμπλήρωση του 19ου έτους της ηλικίας του Κατηγορούμενου, δημοσιεύθηκε ο περί Παιδιών σε Σύγκρουση με τον Νόμο Νόμος 55(Ι)/2021, ο οποίος, μεταξύ άλλων, καθίδρυσε Δικαστήριο Παιδιών και θέσπισε ειδικά μέτρα ποινικής μεταχείρισης για τους ανήλικους παραβάτες. Η ουσιαστική ισχύς του εν λόγω νόμου, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, ήταν από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας[1].
3. Στις τελικές διατάξεις του νόμου αυτού δεν υπήρξε και κάποια μεταβατική ρύθμιση, στην οποία να γίνεται αναφορά στις εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον ανηλίκων.
4. Τέθηκε θέμα αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση αυτή. Έχω ακούσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, η οποία εν τέλει ήταν αντίθεση.
5. Η θέσπιση του ν.55(Ι)/2021 ήταν αναγκαία, μεταξύ άλλων, για σκοπούς εναρμόνισης με τη Οδηγία 2016/800 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2016 σχετικά με τις δικονομικές εγγυήσεις για τα παιδιά που είναι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, η συμμόρφωση προς την οποία έπρεπε να είχε γίνει μέχρι την 11.06.2019, δηλαδή πριν από την καταχώριση της υπό εξέταση υπόθεσης.
6. Σκοπός και του εν λόγω εναρμονιστικού νόμου, όπως ορίζεται ρητά και στο άρθρο 3 αυτού, είναι η εγκαθίδρυση συστήματος δικαιοσύνης φιλικού προς τα παιδιά σε σύγκρουση με τον νόμο, η ρύθμιση των θεμάτων που αφορούν τη σύγκρουση παιδιών με τον νόμο, και ειδικότερα την πρόληψη, αντιμετώπιση και καταστολή της, την εγκαθίδρυση των απαραίτητων δομών και μηχανισμών πρόληψης και αντιμετώπισης της σύγκρουσης με τον νόμο, καθώς και η ρύθμιση της μεταχείρισης παιδιών στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης σύμφωνα με τις αρχές και διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού που κυρώθηκε με τον ν.243/1990, και άλλων διεθνών πρότυπων κανόνων αναφορικά με τη μεταχείριση παιδιών στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.
7. Ο ν.55(Ι)/2021 ορίζει ως «παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο» πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και διαπράττει αδίκημα ή θεωρείται ύποπτο για τη διάπραξη αδικήματος, και, κατ’ εξαίρεση, πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του, για αξιόποινες πράξεις που τέλεσε πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του. Αντίστοιχα, ως «παιδί» ορίζει πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του, όταν πρόκειται να εφαρμοστούν τα προβλεπόμενα μέτρα αναφορικά με αδίκημα που διαπράχθηκε πριν να συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Η διατύπωση της «εξαίρεσης», στο ίδιο το εννοιολογικό περιεχόμενο, ερείδεται βασικά σε χρήση της δυνατότητας διεύρυνσης, που δίδει η Οδηγία στο πεδίο εφαρμογής της.
8. Το πεδίο εφαρμογής του ν.55(Ι)/2021 ορίζεται στο άρθρο 4 αυτού. Ο εν λόγω νόμος εφαρμόζεται αναφορικά με τα δικαιώματα παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο (ως ήδη ορίστηκε εννοιολογικά), το οποίο: (α) είναι ύποπτο ή κατηγορούμενο σε ποινική διαδικασία ή καταδικασθέν για διάπραξη αδικήματος επί του οποίου έχουν δικαιοδοσία τα δικαστήρια της Δημοκρατίας, ή υπόκειται σε διαδικασία έκδοσης δυνάμει των διατάξεων οικείων νόμων, (β) δεν έχει συμπληρώσει το 21ο της ηλικίας του, για πράξεις που τέλεσε πριν να συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του και εφόσον βρίσκεται υπό κράτηση ή έχει ενταχθεί σε ειδικό πρόγραμμα αποδικαστικοποίησης ή στήριξης και κοινωνικής αποκατάστασης ή και επανένταξης.
9. Το Μέρος IV ν.55(Ι)/2021 ρυθμίζει σχετικά με το Δικαστήριο Παιδιών, και τη διαδικασία και μεταχείριση παιδιών παραβατών στο πλαίσιο του δικαστικού συστήματος. Κατά το άρθρο 63, για τους σκοπούς του Μέρους IV, «παιδί» σημαίνει παιδί που έχει συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του και περιλαμβάνει πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του, σε περίπτωση που πρέπει να εφαρμοστούν τα μέτρα που προβλέπονται στο εν λόγω μέρος, για αδίκημα που φέρεται να διέπραξε πριν να συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, για το οποίο κατηγορείται ενώπιον του Δικαστηρίου. Η διακριτή έννοια στο εν λόγω μέρος απαντά και στην ανάγκη ρύθμισης της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ή του Κακουργιοδικείου, αντίστοιχα, αρχικά στο πλαίσιο του άρθρου 66, όταν υπάρχει συγκατηγορούμενος παιδί ή στις υπόλοιπες περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά, οπότε τότε το Επαρχιακό Δικαστήριο ή το Κακουργιοδικείο, ανάλογα με την περίπτωση, για τον συγκατηγορούμενο ή κατηγορούμενο που είναι παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο, δυνατόν να εφαρμόζουν τα ειδικά μέτρα που προβλέπονται στο εν λόγω μέρος.
10. Ο Κατηγορούμενος, κατά τον χρόνο της θέσης σε ισχύ του ν.55(Ι)/2021, δεν είχε συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας του, κατηγορείτο ήδη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για αξιόποινη πράξη που φέρεται να διέπραξε πριν να συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, και ενέπιπτε στην έννοια «παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο» αλλά και στην έννοια «παιδί» για τους σκοπούς του Μέρους IV, ενώ δεν υπήρχε οποιοσδήποτε συγκατηγορούμενός του ούτε διασύνδεση με συμπεριφορά οποιουδήποτε ενηλίκου, κατά το άρθρο 66 του ιδίου νόμου. Παρόλα αυτά, η υπόθεση δεν είτε τεθεί τότε ενώπιον του νεοσύστατου Δικαστηρίου Παιδιών, με δεδομένη τη δυνατότητα που ήταν ενεργή τότε να εφαρμοστούν δικονομικές εγγυήσεις και ειδικά μέτρα.
11. Ειδικότερα, με το άρθρο 64 ν.55(Ι)/2021, καθιδρύθηκε Δικαστήριο Παιδιών, το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 65 § 2, τηρουμένου του άρθρου 66 (όταν υπάρχει συγκατηγορούμενος ενήλικας), είχε και έχει τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα για την εκδίκαση κάθε υπόθεσης για διάπραξη ποινικού αδικήματος για το οποίο κατηγορούμενο είναι παιδί.
12. Σύμφωνα με το άρθρο 68 ν.55(Ι)/2021, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 66 (όταν υπάρχει συγκατηγορούμενος ενήλικας), σε περίπτωση που Δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία κρίνει ή πληροφορείται με οποιονδήποτε τρόπο πως πρόσωπο που έχει προσαχθεί ενώπιον του ως κατηγορούμενο για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος είναι παιδί, το οποίο δεν έχει προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου Παιδιών, παραπέμπει την υπόθεση για να εκδικαστεί από το Δικαστήριο Παιδιών.
13. Προϋπόθεση για να επιληφθεί το Δικαστήριο Παιδιών ή ανάλογα να παραπέμψει το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Δικαστήριο Παιδιών είναι ο Κατηγορούμενος που έχει ενώπιον του να είναι, σε ενεστώτα χρόνο, παιδί, και να μην συντρέχει οποιαδήποτε προϋπόθεση εκ των όσων διαλαμβάνει το άρθρο 66.
14. Συναφώς, η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Παιδιών δεν επεκτείνεται σε κάθε υπόθεση εναντίον προσώπου για αδίκημα που φέρεται να διέπραξε πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του, ασχέτως της σημερινής ηλικίας του. Εάν ο Κατηγορούμενος που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι κάτω από 18 ετών, μπορεί ακόμα να υπαχθεί στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Παιδιών μόνον εάν είναι κάτω από 21 ετών και κατηγορείται για αδίκημα που διέπραξε πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του, εφόσον χρειάζεται να εφαρμοστούν ειδικοπροληπτικά μέτρα.
15. Η ανηλικότητα δημιουργεί, μεταξύ άλλων, φυσιολογικά, πρόσκαιρη δικονομική ευαλωτότητα αλλά και ανάγκη εστίασης σε προσεγμένα ειδικοπροληπτικά μέτρα. Η συμπλήρωση και του 21ου ηλικιακού έτους, ενόσω η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου Παιδιών, θεωρητικά (γιατί στην πράξη ενδεχομένως να μην αναμένεται να συμβαίνει με συχνότητα), δεν αναιρεί τη δικαιοδοσία του, ασχέτως της δυνατότητας ή μη εφαρμογής και ειδικών μέτρων· νοουμένου, όμως, ότι την έχει ήδη αναλάβει, ενόσω ο Κατηγορούμενος ήταν «παιδί» ή «παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο».
16. Η υποχρέωση παραπομπής από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο Δικαστήριο Παιδιών, υπόθεσης που θα έπρεπε να είχε τεθεί, μεταφερόμενη, ενώπιον του Δικαστηρίου Παιδιών, και δεν τέθηκε, για οποιοδήποτε λόγο, αναπόφευκτα, αδρανεί, εάν, εν εκκρεμοδικία, υπάρξει συμπλήρωση και του 21ου έτους της ηλικίας του Κατηγορούμενου που κατηγορείται για αδίκημα που φέρεται να διέπραξε πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους, κατά τρόπο ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα ή και η χρεία εφαρμογής εστιασμένων ειδικοπροληπτικών μέτρων και δράσεων, ως προβλέπονται στον νόμο. Σε τέτοια περίπτωση, μπορεί να παραμείνει η υπόθεση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου και ο Κατηγορούμενος να εκδικαστεί ως ενήλικας, που είναι, για το αδίκημα που φέρεται να διέπραξε εν προκειμένω στην ηλικία των 16 ετών, λαμβάνοντας απλώς υπόψη ότι το αδίκημα φέρεται να είχε διαπραχθεί ενόσω ήταν ανήλικος, και τυχόν ευνοϊκότερο μετέπειτα νομικό καθεστώς, σε περίπτωση καταδίκης.
17. Εξηγείται πως το ζήτημα, που αφορά αναγκαστικά απομονωμένα τη μεταβατική περίοδο, της εφαρμογής του ειδικού νόμου και σε περιπτώσεις σαν αυτήν, δηλαδή Κατηγορούμενων που κατά τον χρόνο θέσπισης του ειδικού νόμου ήταν «παιδιά σε σύγκρουση με τον νόμο», και οι εκκρεμείς υποθέσεις τους έπρεπε να είχαν τεθεί / μεταφερθεί και συνεχίσει ενώπιον του νέου ειδικού Δικαστηρίου Παιδιών για χειρισμό (και τουλάχιστον η υπό εξέταση υπόθεση δεν τέθηκε), δεν έχει να κάνει καθαρά με «αναδρομικότητα» του νόμου.
18. Νοείται πως, οποιεσδήποτε ουσιαστικές διατάξεις ποινικού δικαίου, που θεμελιώνουν ή επαυξάνουν αξιόποινο, δεν επιτρέπεται να έχουν αναδρομική ισχύ (άρθρο 15 § 1 ΔΣΑΠΔ, άρθρο 49 § 1 ΧΘΔΕΕ, άρθρο 7 § 1 ΕΣΔΑ, άρθρο 12 § 1 Συντάγματος, «nullum crimen nulla poena sine praevia lege»). Η αρχή της μη αναδρομικότητας του ουσιαστικού ποινικού νόμου είναι συνυφασμένη με την ασφάλεια δικαίου, με ό,τι την απαρτίζει (προστασία από αυθαιρεσίες, προσβασιμότητα, προβλεψιμότητα, σαφήνεια, κ.λπ.), και συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο του ποινικού δικαίου στη δημοκρατία, διεθνή κατάκτηση με μακρά ιστορία, με βαθιές ρίζες και στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Η απαγόρευση διατυπώνεται ως απόλυτη. Πρόσθετα σε αυτή την αρχή ή ακόμα και κατ’ εφαρμογή της ή συνεπεία της (παρά προς κάμψη της), υπάρχει η δυνατότητα της αναδρομικής εφαρμογής του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου (lex mitior), που προβλέπεται και ρητά στο άρθρο 15 § 1 ΔΣΑΠΔ, που κυρώθηκε εγχώρια με τον περί Διεθνών Συμφώνων (Οικονομικά, Πολιτικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικό) Νόμο 14/1969, αναγόμενη σε επιβεβλημένη αρχή, έκφανση της αρχής της νομιμότητας ή και της αρχής της αναλογικότητας, αλλά και με αυτοτελή διάσταση. Εκφράζει την ανάγκη επανεκτίμησης της απαξίας της συμπεριφοράς ή των διαφορετικών δικαιωμάτων του Κατηγορούμενου στο διάβα του χρόνου, και της άντληση εύνοιας ή επιείκειας για τον Κατηγορούμενο εξ αυτής (λ.χ. λήψη υπόψη της κατάλυσης ή μείωσης του αξιοποίνου μίας συμπεριφοράς, ακόμα κι αν δεν αίρεται η καταδίκη)[2].
19. Σε αντίθεση με τις διατάξεις του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, οι διατάξεις νόμων που είναι διαδικαστικής φύσης, στη σύγχρονη πλέον εποχή, και εφόσον το ζήτημα απασχόλησε πολύ στο παρελθόν τη διεθνή θεωρία, γίνεται ευκολότερα δεκτό, τουλάχιστον νομολογιακά, πως δεν απαγορεύεται και δεν θα ήταν δικαιοπολιτικά ορθό να υπάγονται σε χρονικούς περιορισμούς σχετικά με την εφαρμογή τους, και ότι μπορούν να εφαρμόζονται αμέσως και επί των εκκρεμών υποθέσεων, εκτός εάν ορίζεται ρητά από τον νομοθέτη το αντίθετο[3]. Και στην εγχώρια νομολογία, έχουν εκφραστεί θέσεις πως δεν απαγορεύεται η αναδρομική ισχύς δικονομικών κανόνων δικαίου, βασιζόμενες στη διάκριση μεταξύ ουσιαστικών κανόνων δικαίου και δικονομικών κανόνων δικαίου[4]· διάκριση που, στη θεωρία της, δεν περιορίζεται στην αστική διαδικασία. Συναφώς, και η απουσία μεταβατικής ρύθμισης σε τέτοιας φύσης νόμους, δηλαδή διαδικαστικούς, δεν αποκλείεται να προσεγγίζεται ως ηθελημένη από τον νομοθέτη απουσία ρύθμισης για το αντίθετο, ή ως εγνωσμένος και σκόπιμος μη νομοθετικός περιορισμός της άμεσης ισχύος τους· εναργέστερα, εάν αυτή η φαινομενικά ex post facto λειτουργία δεν επηρεάζει αρνητικά τα δικαιώματα του υπόπτου ή του κατηγορούμενου ή του κατάδικου, αλλά τον ευνοεί, παρέχοντάς του πρόσθετες εγγυήσεις μέσα στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, και παράλληλα διασφαλίζει την ενιαία και σύγχρονη απονομή της, με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς. Στην τελευταία ειδικότερα περίπτωση, θα αναδύονταν εμφανέστερα το ερωτηματικό στην επιμονή της εφαρμογής ενός παλαιότερου ατελέστερου – σε σχέση με τα δικαιώματα και τη θέση του παιδιού σε σύγκρουση με τον νόμο – νομικού καθεστώτος.
20. Εν προκειμένω, η καθίδρυση ειδικού δικαστηρίου και μέτρων ειδικής ποινικής μεταχείρισης για τους ανηλίκους ή άλλως πως το «παιδί» ή το «παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο», αφορά ζητήματα αρμοδιότητας και περισσότερο διαδικασίας της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, με ευρύτερη διάσταση, που περιλαμβάνει και το πλαίσιο του σωφρονισμού, και όχι πάντως την ουσία κάποιου αδικήματος ή την ποινική ευθύνη του δράστη ή ακόμα την απόδειξη των ποινικών αδικημάτων[5]. Δεν διευκολύνει την καταδίκη, ούτε αποδυναμώνει την άμυνα, ούτε στερεί από το «παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο» οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί κεκτημένο δικαίωμα (vested right), ούτε προσθέτει υποχρεώσεις ή καθήκοντα. Στον νόμο υπάρχουν και ελάχιστες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου (π.χ. κάποια νέα ποινικά αδικήματα), ωστόσο, στην πλειονότητά τους, οι διατάξεις του εν λόγω νόμου, ειδικότερα οι διατάξεις που σχετίζονται με τη μεταχείριση παιδιών με ποινική ευθύνη από το Δικαστήριο, δεν φαίνονται να αντανακλούν ζητήματα ουσιαστικής ποινικής ευθύνης. Πρόκειται για ετερόκλητες διαδικαστικές στη φύση τους ρυθμίσεις, που μεταγγίζουν τις σύγχρονες εδραιωμένες αντιλήψεις για την αντιμετώπιση της νεανικής παραβατικότητας με φιλικότερο για το παιδί τρόπο, προς όφελός του. Έτσι, ακόμα και με την προσέγγιση που σχετίζεται με την «αναδρομικότητα», η μη άμεση εφαρμογή είτε της υλικής αρμοδιότητας του ειδικού δικαστηρίου είτε των ειδικών μέτρων (στον βαθμό που μπορούν να εφαρμοστούν, στο στάδιο που βρίσκεται η υπόθεση) και επί των εκκρεμών υποθέσεων που αφορούν σε ανήλικους, σε όποιο στάδιο κι αν βρίσκονται κατά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του ειδικού νόμου, θα αναιρούσε, μεταξύ άλλων, τον σκοπό του νομοθέτη για παιδοκεντρική δικαιοσύνη, καταλήγοντας, δυνητικά, σε διάσπαση της φιλοσοφίας της προσέγγισης της αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας, και σε άνιση μεταχείριση των ανηλίκων που έρχονται σε σύγκρουση με τον νόμο· με σημείο αναφοράς ασαφές, τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος, τον χρόνο καταγγελίας του, τον χρόνο καταχώρισης της υπόθεσης, κ.λπ..
21. Η άποψη πως η εφαρμογή του νόμου και στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, κατά τη μεταβατική περίοδο, δεν έχει να κάνει με την «αναδρομικότητα», ακόμα κι αν πρόκειται για διαδικαστικό νόμο, συνδέεται και με το ότι ο ειδικός νόμος, ως έχει, αγγίζει όλα τα διακριτά στάδια της ποινικής διαδικασίας (τον ύποπτο/ανακριτική φάση, τον κατηγορούμενο/εκδίκαση, τον καταδικασθέντα/σωφρονισμός) και φαίνεται πως έχει τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής, στο στάδιο που βρίσκεται η υπόθεση κατά τον χρόνο ισχύος του, χωρίς ανατροπή του ήδη συντελεσμένου δικονομικού μέρους με βάση το προγενέστερο δίκαιο, με μόνη προϋπόθεση η εν λόγω περίπτωση να εισέρχεται στο καθορισμένο πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου («παιδί», «παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο»). Από αυτή την οπτική, δεν πρόκειται για (γνήσια) «αναδρομικότητα», μόνον εκ του γεγονότος ότι μπορούσε να εφαρμοστεί σε ήδη εκκρεμείς υποθέσεις που αφορούν σε «παιδιά σε σύγκρουση με τον νόμο», εφόσον ακριβώς καταλαμβάνει, η νομοθετική ρύθμιση, όλα τα στάδια της διαδικασίας.
22. Συνοψίζοντας, ο Κατηγορούμενος, κατά τον χρόνο θέσης σε ισχύ του νέου ειδικού νόμου, ήταν «παιδί» και «παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο» και η περίπτωσή του ήταν μία δεδομένη κατάσταση που εισήλθε στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του νέου νόμου. Ο Κατηγορούμενος, υποκείμενος στον νόμο, ενδεχομένως να δικαιούτο να επωφεληθεί από τα ειδικά μέτρα ποινικής μεταχείρισης, στο στάδιο που βρίσκονταν η υπόθεσή του (ενώπιον Δικαστηρίου), και να μπορούσε, σε εκείνο το χρονικό στάδιο, κατά τη γνώμη μου, να τεθεί η υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Παιδιών. Δεν υφίσταται μεταβατική διάταξη στον νόμο ή μεταβατική ρύθμιση νομοθετικής ισχύος που να ορίζει το αντίθετο, περιορίζοντας ή καθορίζοντας χρονικά την εφαρμογή του νόμου σε οποιοδήποτε σημείο (π.χ. εφαρμογή σε αδικήματα που διαπράχθηκαν μετά την θέση σε ισχύ του νόμου[6]). Δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Παιδιών, ούτε ζητήθηκε να τεθεί. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ήταν και είναι η υπόθεση του Κατηγορούμενου μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα γιατί δεν έχει ενώπιον του «παιδί» ή «παιδί σε σύγκρουση με τον νόμο» που να εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω νόμου. Ενόψει της συμπλήρωσης του 21ου έτους της ηλικίας του Κατηγορούμενου σήμερα, δεν φαίνεται να εμπίπτει στον ειδικό νόμο, αλλά ούτε και να χρειάζεται η εφαρμογή οποιωνδήποτε ειδικών μέτρων και δράσεων, εκ των προβλεπόμενων στον εν λόγω νόμο. Σε περίπτωση καταδίκης του Κατηγορούμενου, μπορεί να ληφθεί υπόψη πως το αδίκημα διαπράχθηκε ενόσω ο Κατηγορούμενος ήταν ανήλικος και ότι, εάν καταδικάζονταν με βάση τον ειδικό νόμο, από το Δικαστήριο Παιδιών, θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είχε ευνοϊκότερη μεταχείριση.
23. Καταληκτικά, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, το Επαρχιακό Δικαστήριο θα πρέπει να προχωρήσει να εκδικάσει την υπόθεση.
(Υπ.) …………………………..
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ.1.
[2] R v Fisher [1969] 1 All ER 100, [1969] 1 WLR 8, CA, R v West London Stipendiary Magistrate, ex p Simeon [1983] 1 AC 234, [1982] 2 All ER 813 (μη άρση της καταδίκης), ΔΕΚ, απόφαση της 03.05.2005, C-387/02 κ.ά., Berlusconi κ.λπ., §§ 68-69, απόφαση της 08.03.2007, C-45/06, Campina, § 32: «η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρότερης ποινής απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και … επομένως, πρέπει... να θεωρείται γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου της οποίας την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο και την οποία ο εθνικός δικαστής υποχρεούται να σέβεται». Βλ. και Scoppola v. Italy (No.2) (10249/03), 17.09.2009.
[3] Brualla Gómez de la Torre judgment ν. Spain (155/1996/774/975), 19.12.1997, § 35, Coëme and Others v. Belgium (32492/96, 32547/96, 32548/96, 33209/96 και 33210/96), 22.06.2000, § 148.
[4] Datamedia A.E. v. K.S.N. (Business Aids) Ltd (1990) 1 ΑΑΔ 13, Wynne v. Μavronicola (2009) 1 ΑΑΔ 1138, Hazelwood Investment & Finance Ltd v. Manuel, Πολ.Εφ. Ε14/2017 κ.α., 25.02.2019. βλ. και Halsbury's Laws of England Statutes and Legislative Process (Volume 96 (2024)) 5. Statutory Interpretation (2) Rules of Interpretation and Construction (v) Presumptions Based on Nature of Legislation D. Retrospectivity 754. Presumption regarding procedural enactments.
[5] Comr of Police v Woods [1990] LRC (Crim) 1.
[6] R v Clarke [1982] 3 All ER 232, [1982] 1 WLR 1090, CA.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο