
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 3690/2019
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
M. L. P.
____________________
Ημερομηνία: 30 Απριλίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Κατηγορούσα Αρχή
Λ. Βραχίμης, για την Κατηγορούμενη
Κατηγορούμενη: παρούσα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(εκ πρώτης όψεως)
(ex tempore)
1. Η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει μία κατηγορία, ότι την 13.04.2018, στην Πάφο, παρέλειψε να υπακούσει στο διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου που εκδόθηκε στην αίτηση με αριθμό 23/2017, ημερομηνίας 02.05.2017, με το οποίο διατάσσονταν όπως παραδώσει τα τρία παιδιά της στον πατέρα τους Α. Τ. [άρθρο 137 του περί Ποινικού Κώδικας Νόμος Κεφ.154 (ΠΚ)]
2. Μετά το πέρας της παρουσίασης της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 74(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, εξετάζεται από το Δικαστήριο κατά πόσο υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ώστε η Κατηγορούμενη να υποχρεούται να προβάλει υπεράσπιση.
Νομικές πτυχές
3. Κατά κανόνα, το Δικαστήριο δεν καταλήγει σε κρίση περί αθωότητας ή ενοχής, εάν δεν ακούσει το σύνολο της μαρτυρίας. Σε περίπτωση που υπάρξει εισήγηση ή διαπίστωση του Δικαστηρίου (χωρίς εισήγηση) ότι η δίκη θα πρέπει να διακοπεί στο στάδιο αυτό, αφενός, τέτοια εισήγηση ή διαπίστωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη, απαντώντας σε μία εκ των δύο περιπτώσεων που θα εξηγηθούν στη συνέχεια, αφετέρου, είναι εισήγηση ή διαπίστωση πως «δεν υπάρχει υπόθεση» (“no case”).
4. Όπως έχει διαχρονικά νομολογηθεί[1], η διακοπή της δίκης στο στάδιο αυτό και κατ’ επέκταση η αθώωση του κατηγορούμενου, δικαιολογείται μόνον σε δύο περιπτώσεις, εάν:
(α) δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η κατηγορία, λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, ή
(β) η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που ένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτήν την καταδίκη του κατηγορούμενου.
5. Το μέτρο είναι αντικειμενικό. Εξετάζεται εάν, πρώτα απ’ όλα, υφίσταται μαρτυρία που να επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος. Όταν το Δικαστήριο καλεί σε απολογία, δεν αποφασίζει οριστικά ή τελειωτικά περί της απόδειξης των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων, εφόσον η θεώρηση της μαρτυρίας και η κρίση ότι υφίσταται μαρτυρία που επικαλύπτει τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος είναι μόνο στην όψη της μαρτυρίας, και όχι με εις βάρος θεώρηση[2]. Η ίσως πιο σύνθετη περίπτωση είναι να υπάρχει μαρτυρία που να επικαλύπτει και τα συστατικά στοιχεία του κάθε αδικήματος, αλλά, και πάλι, να χρειάζεται να διακοπεί η δίκη στο στάδιο αυτό, με αναφορά πλέον στην υφιστάμενη μαρτυρία, σε αντινομικότητα ή μη πειστικότητά της. Θεωρείται πάντοτε στην όψη της η μαρτυρία, χωρίς να αξιολογείται. Το ίδιο αντικειμενικό κριτήριο επιτάσσει και τότε πως, για να καταδειχθεί αντινομία ή έλλειψη πειστικότητας, χωρίς όμως αξιολόγηση, στην όψη της μαρτυρίας, θα πρέπει το πρόβλημα που αναδεικνύεται να είναι καταφανώς θεμελιακό, ώστε να μην μπορεί, ένα λογικό Δικαστήριο, να αντιπαρέλθει, εάν, σε ένα επόμενο στάδιο, προχωρήσει με επιμέρους αξιολόγηση της μαρτυρίας αυτής. Το ερώτημα που τίθεται σε αυτό το στάδιο, εάν υφίσταται μαρτυρία, είναι εάν ένα νοητό λογικό Δικαστήριο θα μπορούσε δυνητικά να καταδικάσει με βάση αυτήν, από μία οπτική, εάν η μαρτυρία αυτή ιδωθεί στο απόγειό της. Εάν η απάντηση είναι θετική, τότε, μπορεί να λεχθεί πως υπάρχει υπόθεση, για να απαντηθεί. Εάν στην υφιστάμενη μαρτυρία υπάρχουν περισσότερο ζητήματα αξιοπιστίας της εκδοχής των μαρτύρων σχετικά με τα γεγονότα, από τα οποία εξαρτάται η ισχύς ή η στάθμιση της δύναμης της μαρτυρίας, ή άλλα ζητήματα που καθορίζονται υποκειμενικά, και υπάρχουν στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε να βασιστεί και κρίση ενοχής, η δίκη θα πρέπει να συνεχιστεί. Αντίθετα, δεν θα πρέπει να συνεχιστεί εάν εκθεμελιώθηκε, λόγου χάριν, με συντριπτική αντεξέταση, ώστε να αναδύεται φυσιολογικά η ανάγκη για τη διακοπή της. Εάν δεν μπορεί να αποδειχθεί μια υπόθεση στη όψη της υφιστάμενης μαρτυρίας, γιατί είναι τόσο αδύναμη η μαρτυρία αυτή, δεν μπορεί να αποδειχθεί και πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, που θα είναι το αποδεικτικό βάρος στη συνέχεια. Εάν μπορεί, αντικειμενικά, να διατυπωθεί πως «δεν υπάρχει υπόθεση», είναι καθήκον του Δικαστηρίου να διακόψει τη δίκη. Η πλευρά του Κατηγορούμενου δεν καλείται να θεραπεύσει ελαττώματα στη μαρτυρία, ούτε να την ενισχύσει, με δική της μαρτυρία. Το Δικαστήριο μπορεί να προχωρά στην εκτίμηση για το εκ πρώτης όψεως στάδιο με συνοπτική αιτιολόγηση, χωρίς τέτοια ανάλυση της μαρτυρίας που θα ωθούσε σε ουσιαστική αξιολόγηση[3].
Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος
6. Σύμφωνα με το 137 ΠΚ:
«137. Όποιος ανυπακούει σε διάταγμα, ένταλμα, ή διαταγή που εκδόθηκε από Δικαστήριο, λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με οποιαδήποτε επίσημη ιδιότητα και κανονικά εξουσιοδοτημένο για αυτό, είναι ένοχος πλημμελήματος …»
7. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος του άρθρου 137 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν[4]:
(α) η ύπαρξη διατάγματος, εντάλματος ή διαταγής·
(β) να έχει εκδοθεί από Δικαστήριο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα και κανονική εξουσιοδότηση γι’ αυτό·
(γ) να υπάρχει ανυπακοή στο περιεχόμενό του/της.
8. Το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή θα πρέπει να είναι νόμιμα, ώστε να δημιουργείται υποχρέωση υπακοής. Για να δημιουργεί υποχρέωση υπακοής, θα πρέπει να μπορεί να επιβληθεί· να μην είναι λόγου χάριν αναγνωριστικής ή ρυθμιστικής φύσης.
9. Έπειτα, η υποχρέωση υπακοής που δημιουργεί θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη, να αναφέρεται σε συγκεκριμένη συμπεριφορά που ο Καθ’ ου το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή πρέπει να έχει, είτε αφορά προσταγή είτε απαγόρευση, έτσι ώστε εάν δεν συμπεριφερθεί ως ορίζει το διάταγμα, ένταλμα ή διαταγή, να επέρχεται ανυπακοή.
10. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής δεν αρκεί από μόνο του, εφόσον η ανυπακοή (disobedience), ως έννοια, ενέχει βουλητικό στοιχείο. Προϋποθέτει τη γνώση της ύπαρξης και του περιεχομένου του διατάγματος, του εντάλματος ή της διαταγής, καθώς και τη βούληση μη εκτέλεσης της υποχρέωσης που επιβάλλει, ώστε να επέλθει το αποτέλεσμα της ανυπακοής. Η βούληση εξάγεται από τα γεγονότα.
Περιγραφή της μαρτυρίας
11. Κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου δύο μάρτυρες:
11.1. Η Κατηγορούσα αρχή παρουσίασε τη μαρτυρία του παραπονούμενου, Α. Τ. (MK1). Ο ΜΚ1 κατέθεσε στο Δικαστήριο όσα ανέφερε και στην κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 24.05.2018, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε (Τ1). Στην κατάθεσή του ανέφερε τα εξής: Την 10.05.2003 νυμφεύτηκε την Κατηγορούμενη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, δυο κορίτσια και ένα αγόρι. Από τον Απρίλιο του 2016, επήλθε διάσταση στην έγγαμη σχέση. Στο πλαίσιο της αίτησης 23/2017 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου, την 02.05.2017, εκδόθηκε διάταγμα, εκ συμφώνου, που είναι το Τ2. Την 13.04.2018, ημέρα Παρασκευή, δυνάμει του διατάγματος, παράγραφος 4, έπρεπε να παραλάβει τον υιό του από το σπίτι της Κατηγορούμενης, στην οδό που αναγράφεται. Ο λόγος που πήγε να τον παραλάβει από το σπίτι της ήταν γιατί ήταν οι ημέρες του Πάσχα και δεν ήταν ανοιχτό το σχολείο. Ώρα 13:00 πήγε στο σπίτι της Κατηγορούμενης, για να τον παραλάβει, εισήλθε στην αυλή, αναζήτησε το παιδί, κτυπώντας την πόρτα, αλλά δεν έλαβε ανταπόκριση. Δεν βρήκε ανταπόκριση ούτε στο διπλανό σπίτι, των γονιών της Κατηγορούμενης. Έφυγε από το μέρος. Όπως πορεύονταν με το αυτοκίνητό του, ώρα 14:00, είδε σταθμευμένο το όχημα της Κατηγορούμενης έξω από την σχολή χορού των θυγατέρων τους, απέναντι από την ΑΤΗΚ. Στάθμευσε το όχημά του και προχώρησε με τα πόδια. Αφού βρήκε την Κατηγορούμενη, της είπε να του παραδώσει το παιδί. Εκείνη του απάντησε «if you promise that you will take him at eight and leave him with my parents». Ο ίδιος της είπε: «Don’t shout. Give me the baby like you are supposed to». Ακολούθως, εκείνη κράτησε το παιδί με τα χέρια της και πήγε στην πόρτα της σχολής, για να πάρει και τα κορίτσια. Ο ίδιος έμεινε και την έβλεπε και της είπε να παραδώσει τα τρία παιδιά. Εκείνη, πήρε τα τρία παιδιά, τα έβαλε στο αυτοκίνητό της και έφυγαν. Επειδή τα παιδιά είχαν ήδη υποστεί βλάβη από τη συμπεριφορά των γονέων τους, ο ίδιος θεώρησε πως δεν έπρεπε να πράξει κάτι άλλο, να τραβήξει το παιδί. Ακολούθως, επισκέφθηκε τον σταθμό και ανέφερε τι έγινε. Εκεί κλήθηκε και η Κατηγορούμενη μαζί με τα τρία παιδιά, για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν συμμορφώνεται με το διάταγμα. Και στον σταθμό, στην παρουσία της Αστυνομίας, ανέφερε πως δεν δίδει τα παιδιά, κρατώντας τον υιό τους στα χέρια της. Ο ΜΚ1 άνοιξε τα χέρια του, για να έρθει το παιδί κοντά του, η Κατηγορούμενη αποτραβήχθηκε. Ενώ η Αστυνομία ζήτησε τα παιδιά να εξέλθουν του σταθμού, εκείνη τα είχε συνέχεια μαζί της, βάζοντας τα μπροστά. Ενώ αναφέρθηκε και από την Αστυνομία ότι δεν θα έπρεπε να λέγονται αρνητικά πράγματα από τον ένα γονέα στον άλλο, η Κατηγορούμενη έλεγε τα δικά της, επιρρίπτοντας ευθύνες και στην Αστυνομία. Εκείνη την ημέρα, τελικά, δεν πήρε τα παιδιά του ο ΜΚ1, παρόλο που προσπάθησε δύο φορές, σύμφωνα με το διάταγμα. Ο παραπονούμενος θεωρεί πως η Κατηγορούμενη βάζει τα παιδιά σε θέση ώστε να μην θέλουν τον πατέρα τους, ότι έχει επέλθει αποξένωση, ότι είναι συνεχείς οι παρακοές του διατάγματος, ενώ ο ίδιος δεν έχει αποταθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο με διαδικασία παρακοής διατάγματος.
11.2. Το Τ2 είναι το διάταγμα που εξέδωσε το Οικογενειακό Δικαστήριο την 02.05.2017. Με το εν λόγω διάταγμα, ανατέθηκε προσωρινά η φύλαξη και φροντίδα των τριών ανηλίκων τέκνων των διαδίκων στην Κατηγορούμενη. Οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνταν από κοινού. Με το ίδιο διάταγμα ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του παραπονούμενου με τα παιδιά του. Για τις θυγατέρες του, ρυθμίστηκε στην παράγραφο 3 και για τον υιό του, ρυθμίστηκε στην παράγραφο 4. Γίνονταν αναφορά στην 1η εβδομάδα, από την 08.05.2017, και στη 2η εβδομάδα, από την 15.05.2017, και σε επανάληψή τους ανά δεκαπενθήμερο. Για τον υιό του παραπονούμενου, υπήρχαν περαιτέρω διαφοροποιήσεις, με αναφορά και στις περιόδους λειτουργίας του σχολείου. Όσον αφορά την ημέρα Παρασκευή, η ώρα 14:00 ήταν η ώρα παραλαβής των θυγατέρων του παραπονούμενου σε κάθε χρονική περίοδο. Η ώρα 13:00 ήταν η ώρα παραλαβής του υιού του παραπονούμενου, εάν το σχολείο ήταν κλειστό, από τον εκάστοτε χώρο διαμονής της Κατηγορούμενης. Στο εν λόγω διάταγμα περιέχετο και η εξής διαταγή: «Η Καθ’ ης η αίτηση διατάσσεται όπως παραδίδει τα ανήλικα τέκνα της στον Αιτητή, στον εκάστοτε τόπο διαμονής της στην επαρχία Πάφου, κατά τις πιο πάνω ημέρες και ώρες επικοινωνίας, εκτός στις περιπτώσεις όπου η παραλαβή του ανηλίκου γιου των διαδίκων θα γίνεται στο σχολείο του, και παραλαμβάνει αυτά από τον Αιτητή, στο ίδιο μέρος, κατά τη λήξη του δικαιώματος επικοινωνίας του.»
11.3. Κατά την αντεξέταση του ΜΚ1, υποδείχθηκε πως, όπως προκύπτει από την επικοινωνία των διαδίκων, κατά τη διάρκεια ισχύος του προσωρινού διατάγματος, δεν μπορούσε να τηρηθεί με απόλυτη ακρίβεια, αλλά υπήρχαν αποκλίσεις και έκτακτες συμφωνίες από τις δύο πλευρές, για την πρακτική εφαρμογή του. Μεταξύ αυτών, μπορούσε να παραλάβει τον υιό του ο παραπονούμενος σε ημέρες ή ώρες που δεν καθόριζε το διάταγμα ή να υπάρχει καθυστέρηση σε κάποιες άλλες ημέρες και ώρες. Η διάσταση που τέθηκε στον παραπονούμενο ήταν ότι κατά την 13.04.2018, ημερομηνία στην οποία αναφέρεται το αδίκημα που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη, επειδή θα έπρεπε τα κορίτσια να πάνε στο μπαλέτο, οπότε και η Κατηγορούμενη έπρεπε να απουσιάζει από το σπίτι την 13:00, αλλά και ο παραπονούμενος είχε ραντεβού στο κομμωτήριο για τον υιό του ώρα 13:30, υπήρξε προηγούμενη επικοινωνία μεταξύ του παραπονούμενου και της Κατηγορούμενης, για την πρακτική ρύθμιση του ζητήματος της παραλαβής του υιού του εκείνη την ημέρα. Ο παραπονούμενος δεν απάντησε στο εάν υπήρχε ή όχι προηγούμενη επικοινωνία για την συγκεκριμένη ημέρα και ώρα, και ανέφερε πως όταν δεν βρήκε την Κατηγορούμενη στο σπίτι ώρα 13:00, πορεύτηκε για να μεταβεί στο κομμωτήριο, όπου ήταν το ραντεβού, και συνάντησε στον δρόμο, έξω από την σχολή χορού, την Κατηγορούμενη με τα παιδιά. Ο παραπονούμενος έθετε το ζήτημα από την οπτική ότι: «... δεν έφυγε για να τα πάρει μπαλέτο τες κόρες μου, έφυγε ούτως ώστε να μην μου παραδώσει το παιδί και τυχαία βρεθήκαμε έξω από τη σχολή του μπαλέτου και εκεί όταν έλεγα πολύ απλά "δώσε μου το παιδί" τον κρατούσε πίσω τζιαι έκλειε τα παράθυρα τζιαι εκλείδωνε τες πόρτες σάμπως τζιαι ήταν να δώκω μέσα, για να τον κρατήσει μακριά τζιαι αναφέροντας την προϋπόθεση να τον πάρω στους γονείς της, όχι στην ίδια, στους γονείς της πιο νωρίς, στους γονείς της κύριε Βραχίμη, που δεν λέει το διάταγμα έτσι πράγμα.». Η συνάντηση της Κατηγορούμενης με τον παραπονούμενο προκάλεσε ένταση, που κατέληξε εν τέλει στην Αστυνομία. Εκεί, ο παραπονούμενος ανέφερε, όμως, πως συμβιβάστηκε τελικά, για ό,τι δημιουργήθηκε εκείνη την ημέρα, δηλαδή την 13.04.2018, με το να δεχθεί, με την παρέμβαση της Αστυνομίας, να πάρει τον υιό του σε άλλη ημέρα, αντί σε εκείνη την ημέρα, αλλά όχι και τα τρία παιδιά. Παρατίθενται μέρος της συζήτησης που έγινε κατά την αντεξέταση:
«Α: … … δημιουργήθηκε ένταση εκεί στην Αστυνομία επειδή πήγε να με καταγγείλει ότι την εκτύπησα, ότι της επιτίθουμουν, abuse κτλ., εντάξει; Εκεί έφυγε και με την παρέμβαση της Αστυνομίας εδέχτηκα να πιάσω το μωρό τζιαι όι και τους τρεις την άλλη ημέρα, όι εκείνη την ημέρα.
E. Για εκείνη την ημέρα τελικά έγινε συμφωνία “δεν θα το πάρεις σήμερα”;
A. Δεν έγινε συμφωνία.
E. Αφού συμφώνησες είπες ότι θα τον πάρεις την επόμενη μέρα.
A. Δεν έγινε συμφωνία.
E. Δέχτηκες να τον πάρεις την επόμενη μέρα;
A. Δεν έγινε συμφωνία.
E. Τέλειωσες, τώρα εν να μιλήσω εγώ. Δέχτηκες να τον πάρεις την επόμενη ημέρα;
A. Ηρεμήστε, σας παρακαλώ.
E. Δέχτηκες να τον πάρεις την επόμενη μέρα;
A. Συμβιβάστηκα.
E. Αυτό δεν είπες προηγουμένως;
A. Συμβιβάστηκα με οδηγίες και παράκληση της Αστυνομίας να πάρω το παιδί την επόμενη μέρα, μετά που είχε γίνει η παρακοή.
E. Γιατί είμαστε εδώ;
A. Γιατί είμαστε εδώ; Διότι δεν μου το παράδωσε στην αρχή ούτως ώστε να - - -»
11.4. Ο παραπονούμενος θεωρεί πως ο συμβιβασμός που έκανε εκείνη την ημέρα δεν αίρει την παρακοή, που, κατά τη θέση του, προηγήθηκε, ενώ, σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία δεν περιλάμβανε και τα κορίτσια, αλλά μόνο τον υιό του, τον οποίο, επίσης, δεν του παρέδωσε οικειοθελώς η παραπονούμενη, αλλά έλαβε μέσω της Αστυνομίας.
11.5. Ο ΜΚ2 (Λοχ.3142 Π. Ζωτής) είναι ο εξεταστής της υπόθεσης. Υιοθέτησε την κατάθεσή του (Τ3). Στο Τ3 ανέφερε πως την 13.03.2018, περί ώρα 14:20, τον επισκέφθηκε ο παραπονούμενος και του κατήγγειλε το επεισόδιο που έγινε. Την ίδια ημέρα, κάλεσε την Κατηγορούμενη στον σταθμό, αρνήθηκε να αφήσει τα παιδιά έξω από τον σταθμό και να παραδώσει το παιδί μέσα στην Αστυνομία στον παραπονούμενο. Ακολούθως, εξέφρασε την άποψη πως ο ΜΚ2 είναι «σεξιστής» και υπερασπίζεται τον παραπονούμενο. Αναφέρει, ο μάρτυρας, τις ενέργειες στις οποίες προέβη. Ερωτήθηκε για τη μεγάλη χρονική διάρκεια που υπήρχε από την 13.04.2018 μέχρι την 14.12.2018 όπου έλαβε την ανακριτική κατάθεση της Κατηγορούμενης (Τ4), και επικαλέστηκε φόρτο εργασίας. Στο Τ4, η Κατηγορούμενη είχε δώσει την εκδοχή της ως προς τα γεγονότα που έγιναν την 13.04.2018, που είναι εντελώς διαφορετική. Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΚ2 ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως δεν καταχωρίστηκε μέχρι στιγμής κάποια ποινική υπόθεση εναντίον του παραπονούμενου, παρά την επαναλαμβανόμενη αναφορά της Κατηγορούμενης για πιθανά ποινικά αδικήματα από τον παραπονούμενο. Η διαδικασία που ακολουθεί η Αστυνομία, όπως είπε, είναι να καλεί τον πολίτη να υποβάλει γραπτή καταγγελία. Του υποβλήθηκε πως δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει ότι κάλεσε την Κατηγορούμενη να υποβάλει γραπτή καταγγελία και είπε πως δεν θυμάται. Στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης, επικοινώνησε πολλές φορές με την Κατηγορούμενη. Δεν δέχθηκε πως η συμπεριφορά του και ο τρόπος του ήταν πάντοτε αγενής και ότι έχει δυσκολία να μιλήσει πολιτισμένα στην Κατηγορούμενη. Του υποβλήθηκε πως εκκρεμεί σήμερα καταγγελία εναντίον του για πειθαρχικά αδικήματα, υποβολή που δεν αρνήθηκε, διαφωνώντας ως προς τον λόγο ή το αντικείμενο στο οποίο αφορά. Δεν γνωρίζει, όπως ανέφερε, το παράπονο. Υποβλήθηκε πως ήταν για άρνηση αποδοχής καταγγελίας της. Απάντησε πως, με επιφύλαξη, καθότι η υπόθεση διερευνάται από την ΑΔΙΙΠΑ, πως είχε κληθεί, και παρέλειψε να παρουσιαστεί. Τη συγκεκριμένη ημέρα, τηλεφώνησε στην Κατηγορούμενη, ενώ οδηγούσε με τα παιδιά στο όχημα. Του υποβλήθηκε πως ήταν ιδιαίτερα αγενής, όταν μιλούσε στο τηλέφωνο, στην Κατηγορούμενη, που άκουγε την κλήση από μεγάφωνο, εφόσον οδηγούσε. Ερωτήθηκε για το δικαίωμα που είχε να καλέσει την Κατηγορούμενη, μητέρα με τρία παιδιά, να προσέλθει στον σταθμό, για τις εξουσίες του. Έδωσε την εκδοχή του. Του υποβλήθηκε πως δεν της ζήτησε, εάν μπορεί να έρθει στον σταθμό, αλλά ότι της επιβλήθηκε να πάει στον σταθμό, δεν είχε δικηγόρο, νομίζοντας πως ήταν υποχρεωμένη να πάει στον σταθμό, χωρίς να τη ρωτήσει προηγουμένως εάν είχε κάπου να αφήσει τα παιδιά της. Ο ΜΚ2 ανέφερε πως απλώς την κάλεσε στην Αστυνομία, χωρίς να του αναφέρει κάποιο κώλυμα. Του υποβλήθηκε πως γι’ αυτό η Κατηγορούμενη μετέβη στον σταθμό με τα παιδιά της, αλλά τότε της ζητήθηκε να αφήσει τα παιδιά της έξω από τον σταθμό, με άτομα με άγνωστο το ποιόν τους, αρνούμενη να ανταποκριθεί και ότι αυτό έπρεπε να κάνει. Ο ΜΚ2 δεν συμφώνησε με αυτή τη θέση. Ερωτήθηκε για παλαιότερο περιστατικό σχετικά με όχημα που άφησε μέσα στον σταθμό και βρέθηκε με ζημιά, που ήταν, κατά τη θέση της υπεράσπισης, ένας εκ των λόγων που συνέλαβαν στο να έχει η Κατηγορούμενη έντονη συμπεριφορά προς την Αστυνομία και ειδικότερα προς τον ΜΚ2. Εκείνη την ημέρα, υποδείχθηκε, η μικρή, η θυγατέρα της Κατηγορούμενης, αναστατώθηκε πολύ και άρχισε να κλαίει, ο ΜΚ2 ανέφερε άγνοια για το γεγονός αυτός. Υποδείχθηκε, στη βάση αυτή, πως ορθά έπραξε η Κατηγορούμενη, εκδοχή που αρνήθηκε ο ΜΚ2. Στη συνέχεια, έφυγε από την Αστυνομία ο παραπονούμενος, πήγε στο σπίτι της μητέρας, και προκάλεσε σοβαρό επεισόδιο, πήγε η ομάδα Ζ στο σπίτι, που τον απομάκρυνε από το σπίτι, γιατί δεν είχε λόγο παρουσίας εκεί. Ο ΜΚ2 ανέφερε πως δεν είχε ενημέρωση για επίθεση, μόνο ότι τον απομάκρυνε η ομάδα Ζ από το μέρος. Ανέφερε πως δεν γνωρίζει οτιδήποτε για τη συμφωνία, στην οποία αναφέρθηκε ο ΜΚ1. Από την ημέρα που έγινε το επεισόδιο, πέρασαν οκτώ μήνες, και έπρεπε να θυμάται με λεπτομέρεια τι έγινε πριν οκτώ μήνες και να απαντήσει. Ο ΜΚ2 ανέφερε πως δικαιούτο να αναφέρει ό,τι θέλει, αρνούμενος πως μια τέτοια εξέλιξη επηρέαζε καθόλου τα δικαιώματά της. Ανέφερε πως δεν ήταν με οδηγίες δικές του που οδηγήθηκε η Κατηγορούμενη στο Δικαστήριο. Έστειλε την υπόθεση, την 09.05.2019, με αναφορά στο ότι ο ίδιος δεν συμφωνούσε για τη δίωξή της (Τ5). Κατά την επανεξέταση, ανέφερε πως εάν υπάρχει άλλο περιστατικό και δεν υπάρχει διαθεσιμότητα Αστυνομικού να λάβει κατάθεση, θα ληφθεί σε κατοπινό στάδιο, και ότι αυτή είναι η συνήθης οδός. Ο ίδιος, είπε, πως εισηγήθηκε να μην συλληφθεί ή διωχθεί η Κατηγορούμενοι, αλλά άλλα πρόσωπα, που ανέφερε. Ο ίδιος θεωρούσε πως η διαδικασία που ακολουθούσε πως ο παραπονούμενος ήταν λανθασμένη, καθότι έπρεπε να γίνει διαδικασία στο Οικογενειακό Δικαστήριο.
Εξέταση
12. Από τη μαρτυρία που υφίσταται, χωρίς ουσιαστική ή εις βάθος αξιολόγησή της, στην όψη της, σε περίπτωση που βασικά αυτή γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη σε πλήρη δίκη ως έχει, ή άλλως πώς στο απόγειό της, φαίνεται μόνον το αποτέλεσμα της ανυπακοής. Δηλαδή πως δεν παραδόθηκε στον Κατηγορούμενο ο υιός του την 13.04.2018 ώρα 13:00, επειδή η Κατηγορούμενη δεν ήταν στο σπίτι εκείνη την ώρα, που ήταν ο καθορισμένος χώρος παράδοσης, αλλά ήταν στην σχολή χορού των κοριτσιών. Εκεί, όμως, όπου εν τέλει συναντήθηκαν όλοι, η Κατηγορούμενη δεν αρνήθηκε να παραδώσει στον παραπονούμενο τον υιό του, αλλά, παραδίδοντάς τον, ζήτησε από τον Κατηγορούμενο, όταν τον επιστρέψει, ώρα 20:00, να τον αφήσει στους γονείς της, που μένουν δίπλα από το σπίτι της. Ο παραπονούμενος εξέλαβε την απάντηση της Κατηγορούμενης ως θέση προϋπόθεσης, εκτός του διατάγματος, και, δίχως άλλο, ενήργησε, μπροστά στο παιδί, με τρόπο που η Κατηγορούμενη, με τη σειρά της, εξέλαβε πως ήταν απότομος και ενείχε βία, ώστε τελικά να μην αφήσει το παιδί εκείνη την χρονική στιγμή μαζί του. Επίσης, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πως η μη παράδοση των κοριτσιών ώρα 14:00 στην οικία της Κατηγορούμενης, ήταν λόγω της μεσολάβησης του επεισοδίου που ο Κατηγορούμενος περιέγραψε έξω από την σχολή χορού, εξαιτίας του οποίου οι εμπλεκόμενοι κατέληξαν τελικά στην Αστυνομία. Με τη μεσολάβηση της Αστυνομίας, προς επίλυση του μεταξύ τους προβλήματος εκείνης της ημέρας, συμφώνησαν ο παραπονούμενος να πάρει τον υιό του σε άλλη ημέρα, που δεν προβλέπεται στο διάταγμα, χωρίς να έχει επέλθει κάποια συμφωνία και για τα κορίτσια. Την 24.05.2018, δηλαδή αρκετές ημέρες μετά, ο παραπονούμενος κατήγγειλε γραπτώς παρακοή διατάγματος την 13.04.2018, παρά τα προαναφερόμενα. Σε αρκετές περιπτώσεις, το διάταγμα δεν τηρείτο με ακρίβεια, λόγω της φύσης του (αφορά σε παιδιά) και των αναγκών πρακτικής προσαρμογής του στις προκύπτουσες ανάγκες. Τι ακριβώς έγινε μετά από την 13.04.2018, που οδήγησε στο να συμπεράνει, ο ΜΚ1, πως ό,τι έλαβε χώρα και την 13.04.2018, ήταν ανυπακοή, και να επιστρέψει στα γεγονότα της 13.04.2018, δεν μαρτυρήθηκε.
13. Από αυτό το σύνολο γεγονότων, ως έχουν αναφερθεί, δεν προκύπτει εκ πρώτης όψεως, άμεσα ή έμμεσα, αντικειμενικά, το βουλητικό στοιχείο της Κατηγορούμενης να μην εφαρμοστεί το διάταγμα την 13.04.2018, για να μην παραλάβει ο παραπονούμενος αρχικά τον υιό του και μετέπειτα τις θυγατέρες του, για να μην έχει επικοινωνία μαζί τους ο πατέρας τους. Η προσωπική εκτίμηση που εξέφρασε ο παραπονούμενος ότι η Κατηγορούμενη δεν πήγε στην σχολή χορού την 13.04.2018 για κάποιον συγκεκριμένο λόγο, ασχέτως εάν εκεί τη συνάντησε, αλλά έφυγε από το σπίτι επίτηδες, για να μην είναι εκεί ώρα 13:00 και να του παραδώσει τον υιό του, δεν περιστοιχίστηκε από συγκεκριμένα γεγονότα, από τα οποία να αναδύεται, λογικά και αντικειμενικά, αυτή η υπόνοια, και να μπορεί να τύχει παρατήρησης από κάποιον τρίτο. Όπως, για παράδειγμα, ότι δεν είχαν πράγματι μάθημα στη σχολή χορού οι θυγατέρες του, ότι η σχολή χορού ήταν λόγου χάριν κλειστή, ότι προκύπτει από κάπου συγκεκριμένα πως ήταν πρόφαση και ότι βρίσκονταν εκεί μετά τις 13:00 άσκοπα, όπως αυτό θα μπορούσε να προκύψει, για παράδειγμα, από συγκεκριμένες κινήσεις ή ενέργειες στον συγκεκριμένο χώρο, ή από άλλα γεγονότα. Ο παραπονούμενος εστίασε απλώς στο ότι το διάταγμα έλεγε ώρα 13:00, στον χώρο διαμονής της Κατηγορούμενης, οπότε η Κατηγορούμενη θα έπρεπε να ήταν εκεί, τη δεδομένη χρονική στιγμή, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες ή παράγοντες, ειδάλλως, κατά τον ίδιο, σημαίνει ανυπακοή, ασχέτως του βουλητικού στοιχείου. Με τη δική του προσέγγιση, δεν αναφέρθηκαν και οποιαδήποτε γεγονότα σχετικά με την παραλαβή των κοριτσιών ώρα 14:00 από τον χώρο διαμονής της Κατηγορούμενης την 13.04.2018, για παράδειγμα να είχε πάει ο Κατηγορούμενος ώρα 14:00 στον καθορισμένο στο διάταγμα χώρο, για παραλαβή των κοριτσιών, και να μην παραδόθηκαν, για κάποιο λόγο. Ο ίδιος ο παραπονούμενος ανέφερε πως η Κατηγορούμενη, έξω από την σχολή χορού, του άφησε τον υιό του, λέγοντάς του να τον επιστρέψει ώρα 20:00 στους γονείς της, που σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του ΜΚ1, μένουν δίπλα από το σπίτι της, και ο ίδιος ήταν που τους αναζήτησε και εκεί, κατά την επίσκεψή του στο σπίτι της Κατηγορούμενης ώρα 13:00 για παραλαβή. Το Τ2 δεν αναφέρει κάποια ώρα επιστροφής μετά τις 20:00, και ο παραπονούμενος δεν μαρτύρησε ότι έπρεπε, και έτσι γι’ αυτό συζητήθηκε, να γίνει κάποια προσαρμογή στην ώρα επιστροφής του παιδιού ή άλλη ρύθμιση, λόγω της αργοπορημένης παραλαβής του παιδιού, έξω από την σχολή χορού, για να μην στερηθεί ο ίδιος χρόνο. Αναλόγως και του συμφέροντος του παιδιού, με γνώμονα το οποίο όφειλαν και οι δύο γονείς να ενεργούν, εφόσον το Τ2 ήταν διάταγμα Οικογενειακού Δικαστηρίου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ1, εάν εκείνη γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη, ως έχει, η Κατηγορούμενη κράτησε πίσω το παιδί όχι άμεσα μόλις είδε τον παραπονούμενο, ή επειδή τον είδε, αλλά μετά από τη συγκεκριμένη αντίδραση του παραπονούμενου, που αναφέρει ο ίδιος στο Τ1 («Don’t shout. Give me the baby like you are supposed to»), αντίδραση σε ό,τι ο παραπονούμενος εξέλαβε ως θέση πρόσθετης προϋπόθεσης από την Κατηγορούμενη στο να του δώσει το παιδί του (να τον αφήσει ώρα 20:00 στους γονείς της, παρόλο που το διάταγμα δεν αναφέρει τους γονείς της – «if you promise that you will take him at eight and leave him with my parents»). Δεν προκύπτει, όμως, εξ αυτής της συμπεριφοράς της Κατηγορούμενης, στον περιορισμένα εκτιθέμενο διάλογο, αξιόποινη ανυπακοή· πρόθεση να μην επικοινωνήσει ο παραπονούμενος με τον υιό του την 13.04.2018 και μετέπειτα με τις θυγατέρες του, για καταστρατήγηση του διατάγματος επικοινωνίας και του σχετικού δικαιώματος του παραπονούμενου.
14. Όπως είναι η μαρτυρία, σε περίπτωση που γίνει αποδεκτή ως αξιόπιστη, και στο απόγειό της, η μη επικοινωνία του παραπονούμενου με τα παιδιά του, τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά και ο «συμβιβασμός» στην Αστυνομία, όπου βρέθηκαν όλοι, για να δει τον υιό του σε άλλη ημέρα, εκτός του διατάγματος (Τ2) ‒ που σε κάθε περίπτωση δέχθηκε πως δεν τηρείτο με ανελαστικότητα ‒, αντικειμενικά, εκ πρώτης όψεως, ήταν το αποτέλεσμα της κακής διαπροσωπικής επικοινωνίας των γονέων τους την 13.04.2018, για την πρακτική εφαρμογή του διατάγματος εκείνη την ημέρα. Εφόσον η ίδια η Κατηγορούμενη, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ1, ήταν πρόθυμη να παραδώσει και παρέδωσε βασικά το παιδί, αντί στον χώρο διαμονής της, όπου δεν βρίσκονταν τη δεδομένη χρονική στιγμή, έξω από την σχολή χορού των θυγατέρων τους, όπου βρίσκονταν με όλα τα παιδιά, λέγοντας στον παραπονούμενο να πάρει τον υιό του, και απλώς ζητώντας του να επιστρέψει το παιδί ώρα 20:00 (Τ2) στους γονείς της, που με βάση τη μαρτυρία του ΜΚ1, μένουν δίπλα από το σπίτι της Κατηγορούμενης. Το ότι ο παραπονούμενος εξέλαβε αυτή την αναφορά ως θέση προϋπόθεσης, και όχι ως απλή πρακτική προσαρμογή, ενώ η παράδοση θα έπρεπε να ήταν ανεπιφύλακτη, και έπειτα το ότι η Κατηγορούμενη εξέλαβε την αντίδραση του παραπονούμενου ως βία, και ενώ δεν υπήρχε πρακτικό εμπόδιο εκείνη την χρονική στιγμή, έκρινε από μόνη της πως δεν θα πρέπει να προβεί στην παράδοση εκείνη την ώρα, αλλά δέχθηκε στη συνέχεια να πάρει το παιδί ο παραπονούμενος σε άλλη ημέρα εκτός διατάγματος, δίνουν διάσταση παρεξήγησης μεταξύ των δύο γονέων την 13.04.2018.
15. Ειδικότερα, η Κατηγορούμενη, που ήταν υπόχρεη για την παράδοση, βρίσκονταν στον ίδιο χώρο με το παιδί, σε κοινά προσβάσιμο σημείο, σε χώρο δραστηριότητας των παιδιών, γνωστό στον πατέρα. Δεν κρύφθηκε, ούτε απέκρυψε ή αποτράβηξε το παιδί μόλις είδε τον παραπονούμενο, ούτε αρνήθηκε την παράδοση. Έπειτα, δεν αναφέρθηκε ρητή ή έμπρακτη άρνηση παράδοσης, αντίθετα, αναφέρθηκε διάθεση παράδοσης του παιδιού και διατύπωση επιθυμίας ή παράκλησης για έναν συγκεκριμένο τρόπο παράδοσης κατά την επιστροφή (να επιστραφεί το παιδί στους γονείς της). Το αίτημα αυτό, όσο κι αν είναι πέραν του διατάγματος, δεν συνιστά από μόνο του άρνηση ή πρόθεση παρεμπόδισης. Είναι, αντικειμενικά, παράκληση για πρακτική ρύθμιση, η οποία δεν συνιστά τροποποίηση του διατάγματος, ούτε το καθιστά ανεφάρμοστο. Ο παραπονούμενος αντέδρασε με την φράση «Don’t shout. Give me the baby like you are supposed to», γεγονός που φαίνεται να δημιούργησε συνθήκες έντασης μπροστά στο παιδί, και η Κατηγορούμενη, για να προστατεύσει την ψυχική ηρεμία των παιδιών, φαίνεται να αποχώρησε με αυτά. Ο ίδιος ο παραπονούμενος ανέφερε πως ήδη, με ό,τι έγινε στον χώρο έξω από την σχολή χορού, βλάφθηκε η ψυχολογία των παιδιών, ώστε να κρίνει και ο ίδιος πως δεν έπρεπε να επιμένει. Έπειτα, ο παραπονούμενος και η Κατηγορούμενη κατέληξαν σε συμβιβαστική λύση στην Αστυνομία, ένδειξη διάθεσης συμμόρφωσης και απλώς αναζήτησης προσαρμογής, όχι καταστρατήγησης του διατάγματος.
16. Δεν αναφέρθηκε άρνηση του παιδιού να πάει με τον πατέρα του, ή και οποιουδήποτε άλλου από τα παιδιά, επιθετικότητα ή άλλη αντίσταση των παιδιών, κατά τρόπο που να παραπέμπει σε αφανή συμπεριφορά της μητέρας τους, επηρεάζουσα την επιθυμία και την κρίση τους, ή και απολήγουσα – εκ των γεγονότων – συμπερασματικά σε ηθελημένη καταστρατήγηση του δικαιώματος του παραπονούμενου σε επικοινωνία[5]. Συγκεκριμένα γεγονότα, όχι προσωπικές απόψεις ή συμπεράσματα με άγνωστη γεγονοτική βάση. Ειδικότερα για την 13.04.2018, με βάση όσα αναφέρθηκαν, θα μπορούσε ο παραπονούμενος να παραλάβει τον υιό του και να ασκήσει κανονικά το δικαίωμα επικοινωνίας με το παιδί του, χωρίς από μέρους του εστίαση σε άλλα ζητήματα, όπως το γιατί μίλησε η Κατηγορούμενη, τι είπε, γιατί το είπε, γιατί δεν σκέφθηκε μόνη της να προτείνει την επιστροφή ώρα 20:30, εφόσον θα υπήρχε αργοπορημένη παραλαβή, κ.λπ.. Δεν μαρτυρήθηκε θέση φυσικού εμποδίου ή εξ αρχής άρνηση ή αντίσταση της Κατηγορούμενης στο να παραλάβει τον υιό του ο παραπονούμενος και να αξιοποιήσει τον χρόνο που είχε μαζί του. Δεν μαρτυρήθηκε ούτε παρεμβατική συμπεριφορά της Κατηγορούμενης κατά τον χρόνο που γενικά ο παραπονούμενος περνούσε με τα παιδιά του, σε άλλες ημερομηνίες, ώστε να εξαχθεί, εξ αυτής, έστω, εκ πρώτης όψεως, τέτοια πρόθεσή της, να αποτρέψει την πατρική επικοινωνία και την 13.04.2018. Η αντίδραση της Κατηγορούμενης, να κρατήσει πίσω το παιδί, όταν ο Κατηγορούμενος, μπροστά στο παιδί, της απάντησε με τον προαναφερόμενο τρόπο («Don’t shout. Give me the baby like you are supposed to»), ως μαρτυρήθηκε, δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της εκδήλωση περιφρόνησης του νόμου· δόθηκε σε μία διάσταση αντίδρασης σε συνθήκες έντασης και ως έκφραση φροντίδας προς το παιδί τη δεδομένη χρονική στιγμή, και κατά τρόπο ώστε να μην μπορεί να ιδωθεί αντικειμενικά ως δόλια. Ούτε εξισώνεται, από μόνη της, είτε με απουσία γενικής ενθάρρυνσης και προτροπής από μέρους της προς τα παιδιά να πηγαίνουν με τον πατέρα τους[6], είτε άλλως πώς με πρόθεσή της να καταστρατηγήσει το διάταγμα επικοινωνίας και το δικαίωμα του παραπονούμενου σε επικοινωνία με τα παιδιά του, γιατί εναντιώνεται γενικά στην πατρική επικοινωνία που ρύθμισε το Οικογενειακό Δικαστήριο. Δεν μαρτυρήθηκε, με συγκεκριμένο τρόπο, εμμονική ή συστηματική παρεμπόδιση του παραπονούμενου να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας, αλλά ένα μεμονωμένο περιστατικό, σε επίπεδο παρεξήγησης, διαχειρίσιμο σε οικογενειακό πλαίσιο, που συμβιβάστηκε. Επρόκειτο για διάταγμα που, με βάση όσα ανέφερε ο ΜΚ1, γενικότερα, τηρείτο, με πρακτικές προσαρμογές ή «συμβιβασμούς»· είχε να κάνει με ανθρώπους, με παιδιά. Δεν μαρτυρήθηκαν γεγονότα από τα οποία να προκύπτει ή να συνάγεται ηθελημένη ανυπακοή στο διάταγμα επικοινωνίας, δόλος, ότι σκόπιμα η Κατηγορούμενη παρεμπόδισε την εφαρμογή του διατάγματος. Δεν αρκεί η παρόρμηση ή η συναισθηματική φόρτιση της στιγμής ή ακόμα και η λάθος επιλογή που οδηγεί στο αποτέλεσμα της μη τήρησης του διατάγματος. Θα έπρεπε, από τη συνολική στάση της Κατηγορούμενης, να συνάγεται, εκ πρώτης όψεως, επίγνωση του καθήκοντος της να παραδώσει το παιδί στον πατέρα του, και συνειδητή μη τήρησή του.
17. Τα γεγονότα που εξέθεσε ο ΜΚ1 δεν έχουν σχέση με τα γεγονότα που εκτέθηκαν μέσα από τη μαρτυρία στην Γ. Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ13/2023, 30.05.2023, που επίσης αφορούσε ανυπακοή, σε περισσότερες περιπτώσεις, με βάση το άρθρο 137 ΠΚ, σε διάταγμα επικοινωνίας Οικογενειακού Δικαστηρίου. Τα περί «γονικής αποξένωσης» που ανέφερε ο ΜΚ1, κατανοητά, ως κατάσταση ή αποτέλεσμα που ενδεχομένως να βιώνει από την πλευρά του ο ΜΚ1, πολύ σοβαρά και δυσάρεστα· ενδεχομένως να έπρεπε να απασχολήσουν σε άλλο πλαίσιο, χρόνο και διαδικασία, για να εκτεθεί το σύνολο των γεγονότων που κατά τον ΜΚ1 απολήγουν σε μια τέτοια αρνητική εξέλιξη. Δεν σχετίζονται, όμως, αφενός, απόλυτα με το εάν τηρείται ένα διάταγμα επικοινωνίας ή όχι (μπορεί να τηρείται, τυπικά, και πάλι, όμως, να έχει επέλθει ό,τι ο παραπονούμενος εκλαμβάνει ως «αποξένωση» του ιδίου από τα παιδιά του), αφετέρου, με τη συγκεκριμένη ποινική κατηγορία που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη εδώ, για ανυπακοή του συγκεκριμένου δικαστικού διατάγματος, τη συγκεκριμένη ημέρα, με τον συγκεκριμένο τρόπο. Δεν κατηγορείται, η Κατηγορούμενη, για οποιαδήποτε κακοποιητική συμπεριφορά έναντι σε οποιοδήποτε από τα παιδιά της, περιλαμβανομένης κάποιας προσπάθειάς της να εμποτίσει τα παιδιά με αρνητικές σκέψεις για τον πατέρα τους, προκειμένου να μην επιθυμούν τη μεταξύ τους επικοινωνία και σχέση, προς βλάβη τους. Με δεδομένο πως η επικοινωνία των παιδιών με τον πατέρα τους είναι σημαντική και πρέπει να επιβιώνει, όταν επικρατούν οι δύσκολες συνθήκες της διάστασης και της συνεπακόλουθης φυσικής απόστασης. Έπειτα, δεν είναι γνωστές, σε αυτό το Δικαστήριο, οι απόψεις των ιδίων των παιδιών, για να μπορεί να υπεισέλθει σε ένα πλαίσιο από το οποίο να ερείδεται και αξιόποινη βούληση της Κατηγορούμενης στην καταστρατήγηση του διατάγματος, κατ’ επέκταση και του δικαιώματος επικοινωνίας του παραπονούμενου με τα παιδιά του.
18. Η διαθέσιμη μαρτυρία, θεωρούμενη στην όψη της, και στο απόγειό της, ακόμα κι αν αξιολογηθεί ως προς την αλήθεια της και γίνει πλήρως αποδεκτή ως αξιόπιστη σε πλήρη δίκη, δεν μπορεί να υποστηρίξει την ύπαρξη πρόθεσης της παραπονούμενης σε ανυπακοή. Δεν θα μπορούσε να αντιπαρέλθει το Δικαστήριο σε επόμενο στάδιο, και να βασίσει σε αυτήν τη μαρτυρία καταδίκη της Κατηγορούμενης για το ποινικό αδίκημα της ανυπακοής. Το ζήτημα της υποκειμενικής υπόστασης της ανυπακοής, κατά το άρθρο 137 ΠΚ, εξετάστηκε εκ πρώτης όψεως, μεταξύ άλλων, στην Alba Corporate Enterprises Ltd v. Σκορδής, ΠΕ54/2017, 10.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B531, όπου επικυρώθηκε η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση, με αναφορά εκεί βεβαίως σε άλλης φύσης διάταγμα. Και στην παρούσα περίπτωση, δεν είναι ζητήματα αξιοπιστίας που τίθενται σχετικά με την πρόθεση της Κατηγορούμενης για ανυπακοή κατά την 13.04.2018. Υπό αυτή την περίσταση, η κλήση της Κατηγορούμενης να προβάλει την υπεράσπισή της θα είχε αναπόφευκτα τη λειτουργία της προσπάθειας ενίσχυσης ή συμπλήρωσης της μαρτυρίας, για δική της ενοχοποίηση, κάτι που δεν θα ήταν επιτρεπτό.
Κατάληξη
19. Επειδή, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, με βάση τη μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ2 δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της Κατηγορούμενης για το ποινικό αδίκημα της ανυπακοής, περιλαμβανομένης της υποκειμενικής του υπόστασης, η Κατηγορούμενη αθωώνεται στην κατηγορία που αντιμετωπίζει και απαλλάσσεται από αυτήν.
(Υπ.) ……………………….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Πρακτική του 1962 (Practice Note (1962) 1 All ER 448, R. v. Hipson (1969) Cr. L.R. 85, R. v. Galbraith [1981] 2 All ER 1060, Azinas v. Police (1981) 2 CLR 9, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Γεωργίου v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 515, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δράκου (2012) 2 ΑΑΔ 851, Mariano v. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 808, Ι.Π.Κ. Ηχοκίνηση Λτδ ν. Σιέγγερη (2016) 2 ΑΑΔ 851, Silver Leaf Developments Ltd v. Στυλιανού, ΠΕ 120/2019, 01.07.2021, ECLI:CY:AD:2021:B301, Fowles v. A.M.G., ΠΕ 57/22, 08.05.2023, ECLI:CY:AD:2023:B152, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 136/2024, 31.03.2025.
[2] Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 136/2024, 31.03.2025.
[3] Παναγιώτου κ.ά. v. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ΠΕ 125/2021, 14.03.2024.
[4] Alba Corporate Enterprises Ltd v. Σκορδής, ΠΕ 54/2017, 10.12.2018, ECLI:CY:AD:2018:B531, Θεοφάνους ν. CCC Laundries (Paphos) Ltd (2009) 2 ΑΑΔ 634, Police v. Kyriakides (1988) 2 CLR 172, Mouzouris and Another v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 CLR 287, Πετράκη ν. Petraki (2002) 1 ΑΑΔ 911.
[5] Γ.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ13/2023, 30.05.2023, Α.Θ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 51/2022, 18.10.2022, Ιακώβου ν. Γεωργίου, Έφεση ΔΟΔ 4/2014, 02.06.2017.
[6] Γ.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ13/2023, 30.05.2023, Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1 ΑΑΔ 293.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο