
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Συμεού, Ε.Δ
Aρ. Υπόθεσης: 333/25
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου
- ν -
Χ. Χ
Ημερομηνία: 23/04/25
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Μ. Αντωνίου
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Α. Αλεξάνδρου
Κατηγορούμενος : παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση, αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της βίας στη οικογένεια με απειλή κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1)(4) που προνοεί για την πρόληψη της βίας στην οικογένεια και την προστασία των θυμάτων 119(Ι)/2000 όπως έχει τροποποιηθεί, και άρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154, καθώς και αδικήματα της Βίας κατά των Γυναικών κατά παράβαση των άρθρων 2,5(ζ) , ΜΕΡΟΣ IV, ΠΙΝΑΚΑΣ Αδίκημα 53 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και Περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021 (1η κατηγορία), την κατηγορία της άσκησης ψυχολογικής βίας κατά παράβαση των άρθρων 2,5(ζ) και 6 του Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Βίας Κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και Περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 119(Ι)/2021 όπως έχει τροποποιηθεί (2η κατηγορία), την κατηγορία της βίας στην οικογένεια με πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας κατά παράβαση των άρθρων 2,3(1)(4) του Νόμου που προνοεί για την πρόληψη της βίας στην οικογένεια και την προστασία των θυμάτων Ν.119(Ι)/2000 όπως έχει τροποποιηθεί (3η κατηγορία) και τέλος την κατηγορία της παρενόχλησης κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 του Περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμος 114(Ι)/2021 και αδικήματα της Βίας κατά των Γυναικών, κατά παράβαση των άρθρων 2,5(ζ), ΜΕΡΟΣ VI, ΠΙΝΑΚΑΣ, Αδίκημα 57 του Περί της Πρόληψης και Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021 (4η κατηγορία).
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της 1ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται επί το ότι την 05/01/25 στην Πάφο μέσω τηλεφώνου προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία στην πρώην σύζυγο του ΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, από τώρα και στο εξής «την ΜΚ1» , απειλώντας την με βία ή άλλη παράνομη πράξη, δηλαδή της ανέφερε χαρακτηριστικά την φράση «εν εκατάλαβες τον πρώην άντρα σου; Όπου τζιαν σας έβρω εννά σας παίξω να πάτε στα ανάθεμα». Επίσης σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων της 2ης, 3ης και 4ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος, κατηγορείται και επί το ότι με την πιο πάνω αναφερόμενη συμπεριφορά του, προκάλεσε στην ΜΚ1 ψυχολογική βία, ψυχική βλάβη αλλά και ενόχληση.
Για την υπόθεση Κατηγορούσας Αρχής κλήθηκε και κατέθεσε μόνο μια μάρτυρας κατηγορίας, δηλαδή η παραπονούμενη, ΜΚ1, ενώ με την σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών δηλώθηκαν παραδεκτά γεγονότα, όπως δηλαδή το ένταλμα σύλληψης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του Κατηγορούμενου από το Δικαστήριο την 07/01/25 και ώρα 1930 μ.μ, Τεκμήριο 1, καθώς και ότι, στον Κατηγορούμενο, επεξηγήθηκαν κατά την σύλληψη του όλα τα δικαιώματα του σύμφωνα πάντοτε με τον νόμο.
Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου αναφορικά με τις εναντίον του κατηγορίες. Με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 10/04/25 κρίθηκε ότι ο Κατηγορούμενος θα έπρεπε να κληθεί σε απολογία μόνο αναφορικά με την 1η και την 2η κατηγορία, ενώ αθωώθηκε και απαλλάχθηκε στην 3η και 4η κατηγορία ενόψει της μη απόδειξης των συστατικών στοιχείων των αδικημάτων.
Από την αντίπερα όχθη ο Κατηγορούμενος αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής ενώ δεν κάλεσε μάρτυρες προς Υπεράσπιση του. Σημειώνεται ότι η ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου αποτελεί το Τεκμήριο 2.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ
Η βασικότερη μάρτυρας για την απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής είναι αδιαμφισβήτητα η ΜΚ1 η οποία είναι η πρώην σύζυγος του Κατηγορούμενου με τον οποίο παντρέυτηκαν το 1969 και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά ηλικίας σήμερα 55 και 56 ετών αντίστοιχα. Η ΜΚ1 κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο αφού υιοθέτησε την γραπτή της κατάθεση, Τεκμήριο 3 ως μέρος της κυρίως εξέτασης, αναφέρθηκε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο Κατηγορούμενος μέσω τηλεφώνου την απείλησε προκαλώντας της φόβο και αγωνία με αποτέλεσμα να μεταβεί στην αστυνομία δύο ημέρες αργότερα, ήτοι την 07/01/25 και να τον καταγγείλει. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3, την 05/01/25 και περί ώρα 10:39 π.μ η ΜΚ1 έλαβε κλήση στο κινητό της τηλέφωνο από το κινητό τηλέφωνο του Κατηγορούμενου το οποίο και δεν είχε καταχωρημένο στις επαφές της με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει και σε ποιον ανήκει. Η ΜΚ1 αφού απάντησε την κλήση και ρώτησε ποιος είναι τότε άκουσε να της μιλά ο πρώην σύζυγος της, δηλαδή ο Κατηγορούμενος, του οποίου μάλιστα αναγνώρισε και την φωνή του. Τότε σύμφωνα με την ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος της εκστόμισε την φράση « εν εκατάλαβες τον πρώην άντρα σου. Όπου τζιαν σας έβρω εννα σας παίξω να πάτε στο ανάθεμα». Η ΜΚ1 σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στην γραπτή της κατάθεση, δεν απάντησε οτιδήποτε στον Κατηγορούμενο γιατί φοβήθηκε και έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο, ενώ σε μεταγενέστερο χρόνο είπε στον εγγονό της να μπλοκάρει τον συγκεκριμένο αριθμό για να μην την πάρει ξανά τηλέφωνο. Σύμφωνα με την ΜΚ1 επειδή η ίδια από το έτος 2022 συζεί με άλλον άνδρα, από την φράση που εκστόμισε εναντίον της ο Κατηγορούμενος, αντιλήφθηκε ότι απειλή αυτή στρεφόταν όχι μόνο εναντίον της ίδιας, αλλά και εναντίον του συντρόφου της. Περαιτέρω η ΜΚ1 στην γραπτή της κατάθεση υπέδειξε ότι, από την όλη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εναντίον της, η ίδια έχει υποστεί αγωνία, ανησυχία, τρόμο και άγχος.
Η ΜΚ1, κατά την κυρίως εξέταση της αναγνώρισε στο αντίγραφο της φωτογραφίας που λήφθηκε από την αστυνομία για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης από την οθόνη του κινητού της τηλεφώνου, σύμφωνα με την οποία φαίνεται η κλήση η οποία και διενεργήθηκε από τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου τον οποίο η ίδια δεν γνώριζε από προηγουμένως. Περαιτέρω η ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση της, εξήγησε ότι η ίδια δεν γνωρίζει από τεχνολογία καθώς και ότι οι δυνατότητες της να χειρίζεται το κινητό της τηλέφωνο είναι πολύ περιορισμένες. Πιο συγκεκριμένα εξήγησε ότι το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να τηλεφωνεί αλλά και να βλέπει φωτογραφίες. Ερωτώμενη επίσης η ΜΚ1 κατά πόσο έχει οποιαδήποτε μόρφωση απάντησε αρνητικά ενώ υπέδειξε και ότι σήμερα είναι ηλικίας 73 ετών. Η ΜΚ1 επίσης υπέδειξε ότι η ίδια αφότου ο Κατηγορούμενος την κάλεσε στο κινητό της τηλέφωνο επιχείρησε από μόνη της να θέσει σε εφαρμογή την φραγή αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς και ότι αυτό το αντιλήφθηκε από το γεγονός ότι επιχείρησε να καλέσει εκ νέου τον συγκεκριμένο αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου και τότε άρχισε να τον καλεί. Η ίδια όπως εξήγησε έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο και έτσι απευθύνθηκε στον εγγονό της για να τον μπλοκάρει.
Αντεξεταζόμενη η ΜΚ1 από τον συνήγορο της Υπεράσπισης κλήθηκε να απαντήσει σε διάφορες διευκρινιστικού τύπου ερωτήσεις αναφορικά με την καθυστέρηση στην υποβολή της εναντίον του Κατηγορούμενου καταγγελίας από μέρους της. Όπως η ΜΚ1 εξήγησε, η ίδια ξαφνιάστηκε αλλά και τρομοκρατήθηκε από την ενέργεια του Κατηγορούμενου να της τηλεφωνήσει με σκοπό να την απειλήσει. Όπως η ΜΚ1 υπέδειξε, η ίδια μετά την απειλή που δέχτηκε προβληματίστηκε πολύ και σκεφτόταν για το πως θα έπρεπε να ενεργήσει καθότι ήταν ημέρες γιορτών αφού μάλιστα είχε καλέσει στο σπίτι της για φαγητό την οικογένεια της και έτσι δεν επιθυμούσε να τους προκαλέσει οποιαδήποτε αναστάτωση. Επίσης η ΜΚ1 ανέφερε ότι προβληματιζόταν και από το πως θα αντιδράσει ο Κατηγορούμενος στην περίπτωση που αυτή θα προβεί σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του γιατί τον φοβόταν.
Σύμφωνα πάντοτε με την ΜΚ1, η ίδια ανέμενε να περάσει η γιορτή των Θεοφανίων με αποτέλεσμα την 07/01/25 να μεταβεί με την συνοδεία του νυν συμβίου της στην αστυνομία αναφέροντας μάλιστα ότι η αρχική της επιθυμία ήταν να γίνει στον Κατηγορούμενο παρατήρηση ούτως ώστε να συνετιστεί για να μην το ξανακάνει. Σύμφωνα πάντοτε με την ΜΚ1, η αστυνομικός που είχε επικοινωνία μαζί της την παρέπεμψε αμέσως στο Τμήμα της Βίας στην Οικογένεια όπου εκεί την συμβούλευσαν να προβεί σε καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου, πράγμα που έπραξε.
Σε σχέση με την παρουσία του συμβίου της ΜΚ1 στην αστυνομία κατά την στιγμή της υποβολής της καταγγελίας της, η πλευρά της Υπεράσπισης της υπέβαλε την θέση ότι η συγκεκριμένη καταγγελία έγινε κακόβουλα εναντίον του Κατηγορούμενου μετά από με την παρότρυνση και συμβουλή του. Η ΜΚ1 απαντώντας αρνήθηκε κατηγορηματικά κάτι τέτοιο, ενώ ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος και στο παρελθόν ήταν επιθετικός εναντίον της ενώ την είχε απειλήσει αρκετές φορές γι’ αυτό και η ίδια τον φοβόταν αφού όπου τον έβλεπε προσπαθούσε να τον αποφύγει. Η Υπεράσπιση υπέβαλε στην ΜΚ1 ότι τα όσα αναφέρει εναντίον του Κατηγορούμενου είναι ψέματα και ότι οι ίδιοι οι ισχυρισμοί της διαψεύδονται παταγωδώς από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 από το οποίο σε καμία εκ των περιπτώσεων δεν προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος διενήργησε οποιαδήποτε τηλεφωνική κλήση προς την ίδια. Η ΜΚ1 από την άλλη, απαντώντας εξήγησε ότι το κινητό της τηλέφωνο κατά τον επίδικο χρόνο δεν το είχε μαζί της αφού η ίδια βρισκόταν στο χωράφι της, ενώ όταν το πήρε στα χέρια της εντόπισε κλήσεις από έναν άγνωστο της αριθμό. Τότε σύμφωνα με την ΜΚ1 πήρε τηλέφωνο τον αριθμό αυτό με σκοπό να μάθει ποιος την κάλεσε και έτσι όταν το τηλεφώνημα αυτό απαντήθηκε από τον Κατηγορούμενο αναγνώρισε την φωνή του ενώ αυτός την απείλησε με την συγκεκριμένη φράση. Η ίδια όπως χαρακτηριστικά υπέδειξε από τον φόβο της κόντεψε να πέσει κάτω καθότι γνώριζε την επιθετική συμπεριφορά που είχε ο Κατηγορούμενος εναντίον της στο παρελθόν. Ερωτώμενη επίσης για το κατά πόσο είχε σβήσει και άλλες κλήσεις που υπήρχαν πάνω στο κινητό της τηλέφωνο από τον συγκεκριμένο αριθμό, η ΜΚ1 εξήγησε ότι ενόψει της απειλής που είχε δεχτεί «τρελάθηκε και εκνευρίστηκε» με αποτέλεσμα πράγματι να σβήσει κάποιες κλήσεις, ενώ από την άλλη επέμεινε κατηγορηματικά στην θέση της ότι παρά το γεγονός ότι επί του Τεκμηρίου 4 αποτυπώθηκε μόνο μια κλήση σχετικά με τον συγκεκριμένο αριθμό εντούτοις στο κινητό της τηλέφωνο υπάρχουν ακόμη και άλλες κλήσεις.
Αποτέλεσε επίσης βασική θέση της Υπεράσπισης ότι ο λόγος που προέβηκε στην συγκεκριμένη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου ήταν εκδικητικά επειδή η ίδια γνώριζε ότι ως οπλοπώλης θα μεταβίβαζε τα δικαιώματα της εργασίας του στον γιό τους με σκοπό να ασκεί αυτός πλέον το επάγγελμα και έτσι ήθελε να τους δημιουργήσει προβλήματα. Η ΜΚ1 απαντώντας στην πιο πάνω θέση αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι έπραξε οτιδήποτε τέτοιο υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ουδέποτε το γεγονός αυτό είχε περιπέσει στην αντίληψη της.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου. Θα προχωρήσω στην συνέχεια στην παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας με κριτήρια, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση ,την ακεραιότητα και την ειλικρίνεια τους, τους λόγους που είχαν για να πιστεύουν ή να θυμούνται αυτά για τα οποία κατέθεσαν την φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (Ζαμπάς v. A & G Tsiarkezos Constructions Ltd 1998 1 Α.Α.Δ 820).
Επίσης έχει κριθεί νομολογιακά ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο (Shahin Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, 268 και Ιωσηφίδη v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 243/12, ημερομηνίας 02.05.14).
Η ΜΚ1 κατά την μαρτυρία της άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Εξετάζοντας το περιεχόμενο της γραπτής της κατάθεσης και αφού το αντιπαρέβαλα με την προφορική της μαρτυρία, διαπίστωσα ότι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο η ίδια είχε προβεί στην επίδικη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου ήταν ο πραγματικός φόβος που βιώσει εξαιτίας των όσων ο Κατηγορούμενος της είχε εκστομίσει τηλεφωνικώς χωρίς κανένα απολύτως λόγο, κατόπιν των τηλεφωνικών κλήσεων που είχε δεχτεί από τον άγνωστο της αριθμό στο κινητό της τηλέφωνο. Σημειώνεται ότι η θέση της ΜΚ1 ότι η ίδια δεν γνώριζε τον συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου και ότι μάλιστα ο αριθμός αυτός ο αριθμός τηλεφώνου ανήκει στον Κατηγορούμενο, δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση.
Η ΜΚ1 αντεξεταζόμενη τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση της, απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν με αμεσότητα και χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό. Η μαρτυρία της δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση της αλλά και ούτε διαφάνηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι η καταγγελία της είχε γίνει εκδικητικά και ή για αλλότριους λόγους εναντίον του Κατηγορούμενου ως η Υπεράσπιση άλλωστε επιχείρησε να της αποδώσει.
Ειδικότερα αποτέλεσε βασικό ισχυρισμό της Υπεράσπισης ότι η ΜΚ1 προέβηκε στην συγκεκριμένη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου με σκοπό να δημιουργήσει προβλήματα τόσο στον ίδιο τον Κατηγορούμενο, όσο και στον γιό τους, αφού επίκειτο η μεταβίβαση των δικαιωμάτων του επαγγέλματος του ως οπλουργός από τον πρώτο στον δεύτερο, καθώς επίσης και ότι, στην συγκεκριμένη καταγγελία η ΜΚ1 προέβηκε κατόπιν παροτρύνσεων και υποδείξεων που είχε δεχτεί από τον νυν συμβίο της ο οποίος την προέτρεψε να μεταβούν μαζί στην αστυνομία για να καταγγείλει τον Κατηγορούμενο.
Έχοντας λοιπόν υπόψη τις ανωτέρω θέσεις οι οποίες και προβλήθηκαν κατά την αντεξέταση της ΜΚ1, θα πρέπει καταρχήν να υποδείξω ότι η Υπερασπιστική γραμμή του Κατηγορουμένου ως αυτή έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν χαρακτηρίζεται ούτε από λογική αλλά ούτε και από σταθερότητα, αφής στιγμής ενώ από την μια ο Κατηγορούμενος προβάλλει την θέση ότι η καταγγελία εναντίον του έγινε με σκοπό η ΜΚ1 να δημιουργήσει προβλήματα τόσο ίδιο όσο και στον γιό τους σχετικά με τα επαγγελματικά τους ζητήματα, από την άλλη προβάλλει και κάτι εντελώς διαφορετικό ως προς τον λόγο της επίδικης καταγγελίας εναντίον του. Πιο συγκεκριμένα μέσα από το περιεχόμενο της αντεξέτασης της ΜΚ1, διαφάνηκε ότι η θέση του Κατηγορουμένου ήταν ότι, η ΜΚ1 μετέβηκε στην αστυνομία με σκοπό να τον καταγγείλει ψευδώς επειδή την είχε παροτρύνει να το πράξει αυτό ο νυν συμβίος της.
Τονίζεται ότι οι ισχυρισμοί της Υπεράσπισης πέραν του ότι υποβλήθηκαν παντελώς γενικά και αόριστα προς την ΜΚ1 δεν υποστηρίχθηκαν και από οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία να μπορεί τους τεκμηριώσει. Συνεπώς παρέμειναν σε επίπεδο απλών υποβολών.
Πέραν τούτου όμως, από την πλευρά της η ΜΚ1 κατά την στιγμή που της υποβλήθηκαν οι πιο πάνω θέσεις της Υπερασπιστικής γραμμής του Κατηγορουμένου, παρέμεινε σταθερή και κατηγορηματική στις θέσεις της, υποστηρίζοντας με σθεναρότητα ότι σε καμία απολύτως περίπτωση δεν ήταν εις γνώση της ότι ο Κατηγορούμενος επιθυμούσε να μεταβιβάσει τα δικαιώματα του ως οπλουργός στον γιό τους, καθώς και ότι, σε καμία απολύτως περίπτωση ο νυν συμβίος της δεν την είχε παροτρύνει να προβεί σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου, απλά την είχε συνοδεύσει στην αστυνομία. Περαιτέρω η ΜΚ1 υπέδειξε ότι δεν είχε απολύτως καμία πρόθεση να οδηγήσει τον Κατηγορούμενο στο Δικαστήριο, αφού η αρχική της πρόθεση ήταν να του γίνει από την αστυνομία μια απλή παρατήρηση ούτως ώστε αυτός να φοβηθεί και να μην την ξαναενοχλήσει, κάτι για το οποίο βεβαίως όπως εξήγησε δεν έγινε αποδεκτό από την αστυνομικό που συνομίλησε μαζί της, η οποία και την προέτρεψε να μεταβεί στο Τμήμα της Βίας στην Οικογένεια και να προβεί στην επίδικη καταγγελία εναντίον του, κάτι που τελικά και έπραξε.
Σε ότι αφορά την θέση της Υπεράσπισης ότι η ΜΚ1 έχει παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου αντιφατικούς ισχυρισμούς και ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την μαρτυρία της ως αναξιόπιστη, δεν μπορώ να συμφωνήσω. Καταρχήν τονίζεται ότι αποτελεί βασική αρχή της Νομολογίας ότι δεν είναι η κάθε αντίφαση που θα πρέπει να οδηγεί και στην απόρριψη της μαρτυρίας ενός μάρτυρα. Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).
Είναι επίσης καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, υπό την έννοια πως δεν απομονώνονται τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Μπορεί η αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα να είναι ατομική, δηλαδή να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα της και την πειστικότητά της, όμως θα πρέπει τα όσα αναφέρονται από τον κάθε μάρτυρα να συναρτώνται, να αντιπαραβάλλονται και να συγκρίνονται με τα λεγόμενα των λοιπών μαρτύρων και έτσι να διερευνάται η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών (Μουσταφά ν. Καυκαρή, Πολιτική Έφεση 10705 ημερ. 08.02.2002, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).
Στην συγκεκριμένη περίπτωση η ΜΚ1 πράγματι στην γραπτή της κατάθεση διαπιστώνω ότι ανέφερε ότι δέχτηκε κλήση από τον Κατηγορούμενο ο οποίος της εκστόμισε την απειλή. Αντεξεταζόμενη ερωτήθηκε για το κατά πόσο η ίδια είχε καλέσει αυτή στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορουμένου οποιαδήποτε στιγμή. Η ΜΚ1 απαντώντας με αμεσότητα και χωρίς κανένα απολύτως ενδοιασμό, εξήγησε τις περιστάσεις κάτω υπό τις οποίες η ίδια εντόπισε στο κινητό της τηλέφωνο τις κλήσεις από ένα άγνωστο της αριθμό, δηλαδή τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου, με αποτέλεσμα να διενεργήσει η ίδια πίσω κλήση, ούτως ώστε να διαπιστώσει ποιος ήταν αυτός που της είχε τηλεφωνήσει. Τότε σύμφωνα με την ΜΚ1 ήταν που ο Κατηγορούμενος της εκστόμισε την απειλή, δηλαδή της ανέφερε την φράση « Εν εκατάλαβες τον πρώην άντρα σου, όπου τζαι αν σας έβρω ένα σας παίξω να πάτε στο ανάθεμμα». Η ΜΚ1 όπως υπέδειξε αναγνώρισε και την φωνή του αφού συν τοις άλλοις ο ίδιος της αποκάλυψε ότι είναι ο πρώην άνδρας της, ενώ κατά την αντεξέταση της εξήγησε ότι αυτό που αντιλήφθηκε ήταν ότι η απειλή που εκστόμισε ο Κατηγορούμενος εναντίον της αφορούσε τόσο την ίδια όσο και τον συμβίο της. Η ΜΚ1 αντεξεταζόμενη επίσης υποστήριξε με σθεναρότητα την θέση και χωρίς να κλονιστεί, ότι η ίδια φοβήθηκε τόσο πολύ από την απειλή που δέχτηκε που κόντεψε να πέσει κάτω εξαιτίας και της προηγουμένης του συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου στο παρελθόν εναντίον της, ενώ σε ότι αφορά την καθυστέρηση της ως προς την υποβολή της καταγγελίας εναντίον του, έδωσε ειλικρινείς και ικανοποιητικές εξηγήσεις τις οποίες και αποδέχομαι. Πιο συγκεκριμένα, η ΜΚ1 ανέφερε ότι ενόψει της γιορτής των Θεοφανίων που ακολουθούσε την επομένη ημέρα, καθώς και ενόψει του ότι η ίδια είχε ετοιμάσει τραπέζι σε όλη της την οικογένεια και δεν ήθελε να προκαλέσει είδους αναστάτωση και να τους στεναχωρήσει, ανέμενε να περάσουν οι γιορτές για να μεταβεί στην αστυνομία και να αναφέρει το εν λόγω περιστατικό. Επίσης ανέφερε ότι παρόλο που τελικά είχε αποκάλυψε στην οικογένεια της το τι πραγματικά είχε συμβεί καθότι την είδαν στεναχωρημένη, προβληματιζόταν και για το κατά πόσο θα έπρεπε να καταγγείλει τον Κατηγορούμενος αφού τον φοβόταν ενόψει της προηγούμενης επιθετικής του συμπεριφοράς εναντίον της κατά το χρονικό διάστημα που ήταν παντρεμένοι.
Σε ότι αφορά τώρα το γεγονός ότι η ΜΚ1 στην γραπτή της κατάθεση ανέφερε ότι η απειλή που δέχτηκε ήταν όταν ο Κατηγορούμενος την πήρε τηλέφωνο και όχι ότι όταν αυτή τον είχε καλέσει πίσω μετά που εντόπισε τις αναπάντητες κλήσεις στο κινητό της τηλέφωνο, ενόψει των πειστικών εξηγήσεων που έχουν δοθεί από την ΜΚ1, δεν θα συμφωνήσω με την Υπεράσπιση ότι η συγκεκριμένη διαφορά που εντοπίζεται είναι τέτοιας ουσίας και σημασίας η οποία να μπορεί να οδηγήσει και την μαρτυρία της σε απόρριψη. Εξάλλου η ΜΚ1 ήταν ειλικρινείς αφού τόσο κατά την κυρίως εξέταση της (βλ. σελ. 4 των πρακτικών ημερ. 10/04/24, όσο και κατά την αντεξέταση της (βλ. σελ. 9 των πρακτικών γρ. 20-25 ημερ. 10/04/24) ουδέποτε αρνήθηκε ότι όντως είχε πάρει τηλέφωνο τον αριθμό που βρήκε υπό την μορφή αναπάντητων κλήσεων στο κινητό της τηλέφωνο με σκοπό να διαπιστώσει το ποιος είναι.
Στρεφόμενος τώρα στην θέση της Υπεράσπισης ότι το Τεκμήριο 4 αποτελεί το θεμέλιο για την κρίση της αξιοπιστίας της ΜΚ1 από το Δικαστήριο αφού από το περιεχόμενο του διαψεύδεται και ο ισχυρισμός της ότι ο Κατηγορούμενος την είχε καλέσει στο κινητό της τηλέφωνο καθότι καμία απολύτως εισερχόμενη κλήση από τον συγκεκριμένο αριθμό δεν μπορεί να εντοπιστεί, επίσης δεν θα συμφωνήσω. Πράγματι, στο Τεκμήριο 4 το οποίο αποτελείται από δύο απεικονίσεις της οθόνης του κινητού τηλεφώνου της ΜΚ1 όταν η τελευταία το υπέδειξε στην αστυνομία κατά την διερεύνηση της υπόθεσης με σκοπό να διαπιστωθούν οι κλήσεις του Κατηγορούμενου, εντοπίζεται τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη σελίδα του, ο αριθμός του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου με ημερομηνία 05/01/25 και ώρα 10:39 π.μ. χωρίς ωστόσο να μπορεί να διαπιστωθεί το κατά πόσο η κλήση αυτή ήταν εισερχόμενη ή εξερχόμενη αφού ο αριθμός αυτός ως και η ΜΚ1 υποστήριξε κατά την αντεξέταση της είχε μπλοκαριστεί από τον εγγόνο της 2 με 3 ημέρες μετά από το περιστατικό. Σημειώνεται βεβαίως ότι πέραν του ότι η θέση αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, όταν είχε φωτογραφηθεί το κινητό τηλέφωνο της ΜΚ1 από την αστυνομία ο αριθμός του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου ήταν ήδη αποκλεισμένος αφού το γεγονός αυτό είχε προηγηθεί πριν από την λήψη της φωτογραφίας από την αστυνομία και ως εκ τούτου το μόνο το οποίο μπορούσε να προκύψει σε σχέση με τον αριθμό αυτό ήταν ότι αυτός αποκλείστηκε.
Από την άλλη όμως η ΜΚ1 κρίνω ότι έδωσε ικανοποιητικές και πειστικές εξηγήσεις αφού όπως υπέδειξε κατά την αντεξέταση της και επανέλαβε πολλές φορές κατά την αντεξέταση της χωρίς να διαφοροποιηθεί από την αρχική της θέση, η ίδια, όταν εντόπισε στο κινητό της τηλέφωνο αναπάντητες κλήσεις εκ μέρους του Κατηγορούμενου, ενόψει του ότι η ίδια δεν γνώριζε ποιος ήταν ο αριθμός που την είχε καλέσει, τηλεφώνησε στο αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου και τότε αυτός ευθύς αμέσως της εκστόμισε την απειλή που η ΜΚ1 ανέφερε. Επειδή σύμφωνα με την ΜΚ1 η ίδια φοβήθηκε και ταράχτηκε ενόψει της απειλής που είχε δεχτεί διέγραψε κάποιες από τις κλήσεις που βρίσκονταν στο κινητό της τηλέφωνο με αποτέλεσμα αυτές να μην υπάρχουν στο κινητό της τηλέφωνο κατά την στιγμή που μετέβηκε στην αστυνομία.
Σημειώνεται ότι η ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι είναι ηλικίας 73 ετών, δεν έχει οποιαδήποτε μόρφωση και δεν γνωρίζει και από τεχνολογία, θέσεις οι οποίες επίσης δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση και τις οποίες βεβαίως το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραγνωρίσει κατά την αξιολόγηση της μαρτυρία της. Σύμφωνα μάλιστα με την ΜΚ1, ο βαθμός που η ίδια μπορεί να χειριστεί το κινητό της τηλέφωνο είναι μόνο για να τηλεφωνήσει και να βλέπει φωτογραφίες. Επίσης η ΜΚ1 ανέφερε και πάλι χωρίς να αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση ότι, κατά την προσπάθεια της να προβεί η ίδια σε φραγή του αριθμού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου δεν τα κατάφερε, ενώ αφού αμέσως μετά που το επιχείρησε, στην προσπάθεια της να διαπιστώσει κατά πόσο είχε εφαρμόσει την φραγή κάλεσε εκ νέου στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου χωρίς βεβαίως να συνομιλήσει μαζί του αφού ακύρωσε την κλήση ευθύς αμέσως.
Αναφορικά με το σημείο στην γραπτή κατάθεση της ΜΚ1 στο οποίο αναγράφεται η λέξη «ποτέ» η ΜΚ1 όπως υπέδειξε κατά την αντεξέταση της δεν συμφώνησε ότι ο Κατηγορούμενος δεν την είχε απειλήσει ποτέ αφού εξάλλου με βάση και την λογική το γεγονός αυτό αναιρείται και από την ίδια την καταγγελία στην οποία προέβηκε.
Έχω εξετάσει λοιπόν με μεγάλη προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας της ΜΚ1. Με όλο τον σεβασμό προς την Υπεράσπιση η εισήγηση περί της κρίσης της ΜΚ1 ως αναξιόπιστη δεν μπορεί να γίνει δεχτή από το Δικαστήριο για τους λόγους που ήδη εξήγησα και συνεπώς απορρίπτεται.
Η ΜΚ1 κρίνεται αξιόπιστη από το Δικαστήριο και η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή πλην του σημείου το οποίο αναφέρεται στην γραπτή της κατάθεση ότι ο Κατηγορούμενος της εκστόμισε την απειλή αφού αυτή απάντησε στην κλήση του και ρώτησε ποιος είναι, για τους λόγους που ήδη εξήγησα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Από την αντίπερα όχθη, ο Κατηγορούμενος τήρησε ως άλλωστε ήταν δικαίωμα του, το δικαίωμα της σιωπής.
Όσον αφορά την γραπτή κατάθεση Κατηγορούμενου σημειώνονται τα ακόλουθα. Σύμφωνα με το Αγγλικό σύγγραμμα The Modern Law of Evidence, Adrian Keane, 7h έκδοση, σελίδες 177-179 δηλώσεις οι οποίες γίνονται από τον κατηγορούμενο προς την Αστυνομία (statements made on accusation) και οι οποίες συνιστούν παραδοχή (admission) είναι αποδεκτές ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους νοουμένου ότι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της αποδεκτότητας. Όσον αφορά στην Κυπριακή Νομολογία ενδεικτική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 662 όπου αναφέρθηκε ότι όταν η κατάθεση ή δήλωση του κατηγορούμενου στην Αστυνομία είναι αυτοενοχοποιητική μπορεί να γίνει αποδεκτή για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της.
Όταν η κατάθεση ή δήλωση προς την Αστυνομία είναι μικτή (mixed) υπό την έννοια ότι περιέχει ουσιωδώς ενοχοποιητικά και αθωωτικά στοιχεία αυτή είναι εξ’ ολοκλήρου αποδεκτή ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της (Βλ. R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, R v. Hamand (1985) 82 Cr App R. 65, R v. Sharp (1988) 1 All E R 65). Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να εξετάσει την κατάθεση στην ολότητά της για να ανεύρει πού βρίσκεται η αλήθεια. Στην υπόθεση R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, που πιο πάνω μνημονεύεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα αθωωτικά στοιχεία της κατάθεσης που ο κατηγορούμενος είχε δώσει στην Αστυνομία δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά για τον λόγο ότι ήταν αυτοεξυπηρετικά. Το Εφετείο αποφάσισε ότι η κατάθεση έπρεπε να γίνει αποδεκτή στο σύνολό της τονίζοντας ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να αξιολογούνται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα υπόλοιπα στοιχεία ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει προσφέρει μαρτυρία.
Στην υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Εκείνο το οποίο διασαφήνισε η υπόθεση Duncan είναι ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Η προηγούμενη νομολογία στο θέμα αυτό ήταν ασαφής ή αντιφατική ως προς την αποδεικτική αξία των δηλώσεων που γίνονται στην κατάθεση του κατηγορουμένου που δεν συνιστούν παραδοχή.
Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule). Αυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence). Στην υπόθεση Duncan αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη. Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης. Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις. Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης».
Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει με την προσέγγιση που θα πρέπει το Δικαστήριο να υιοθετεί αναφορικά με γραπτές καταθέσεις κατηγορούμενου υπό το φως πλέον της τροποποίησης που επέφερε στον Περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, ο Τροποποιητικός Νόμος 32(Ι)/2004. Μετά την πιο πάνω τροποποίηση καμία μαρτυρία δεν αποκλείεται σε οποιαδήποτε διαδικασία για τον λόγο και μόνο ότι είναι εξ’ ακοής (Βλ. άρθρο 24 του Κεφ. 9). Επαφίεται δε στο Δικαστήριο να προσδώσει τέτοια βαρύτητα στην μαρτυρία αυτή ως ήθελε κρίνει σκόπιμο αφού λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική της αξία (Βλ. άρθρο 27 του Κεφ. 9).
Στην γραπτή του κατάθεση ,Τεκμήριο 2, ο Κατηγορούμενος προβαίνει και σε ενοχοποιητικές αλλά και σε απαλλαχτικές δηλώσεις. Συναφώς παραδέχεται ότι ήταν το κινητό τηλέφωνο με αριθμό κλήσης ΧΧΧΧΧΧΧΧ ανήκει στον ίδιο και συνεπώς αποδέχομαι την πιο πάνω δήλωση του, καθότι η λογική επιβάλλει ότι αν η δήλωση αυτή δεν ήταν αληθινή ο Κατηγορούμενος δεν θα προέβαιναν σε αυτή. Εξάλλου η δήλωση του αυτή δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της ΜΚ1 η οποία μάλιστα ανέφερε ότι αναγνώρισε την φωνή του Κατηγορούμενου, θέση την οποία και έχω αποδεχτεί. Επομένως το μέρος πιο πάνω μέρος της γραπτής κατάθεσης του Κατηγορούμενου υπό το φως της νομολογίας που έχω υποδείξει γίνεται αποδεκτό. Σε ότι αφορά το υπόλοιπο μέρος της κατάθεσης του Κατηγορούμενου, σε αυτό δεν προσδίδω καμία βαρύτητα ενόψει του ότι ο Κατηγορούμενος δεν προέβηκε ούτε σε απαλλαχτική αλλά και ούτε σε οποιαδήποτε ενοχοποιητική δήλωση αφού απάντησε με την στερεότυπη φράση « δεν έχω να πω τίποτα και ότι έχω να πω θα το πω στο Δικαστήριο».
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Με βάση την πιο πάνω αποδεχθείσα μαρτυρία και τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα βρίσκω ότι η ΜΚ1 είναι η πρώην σύζυγος του Κατηγορούμενου με τον οποίο και απέκτησε δύο παιδιά. Οι σχέσεις της ΜΚ1 και του Κατηγορούμενου είναι ανύπαρκτες, καθότι η ΜΚ1 τον φοβάται λόγω της συμπεριφοράς που επέδειξε στο παρελθόν εναντίον της όταν ήταν παντεμένοι. Η ΜΚ1 σήμερα έχει συνάψει νέα σχέση και ζει πλέον στο σπίτι της μαζί με τον συμβίο της.
Την 05/01/25, δηλαδή μια ημέρα πριν από την εορτή των Θεοφανείων, και περί ώρα 10:39 το πρωί, η ΜΚ1 εντόπισε στο κινητό της τηλέφωνο αριθμό αναπάντητων κλήσεων από άγνωστο της αριθμό, δηλαδή από τον αριθμό ΧΧΧΧΧΧΧΧ ο οποίος τελικά ανήκει στον Κατηγορούμενο χωρίς η ίδια να τον γνωρίζει. Η ΜΚ1 επειδή ήθελε να δει ποιος την είχε καλέσει στο τηλέφωνο, πάτησε πάνω στην αναπάντητη κλήση του Κατηγορούμενου και τότε τον πήρε πίσω τηλέφωνο. Η ΜΚ1 αφού ρώτησε ποιος είναι, ο Κατηγορούμενος της απάντησε με την φράση « εν εκατάλαβες τον πρώην άντρα σου, όπου τζαι αν σας έυρω έννα σας πέξω να πάτε στα ανάθεμμα». Η ΜΚ1 η οποία αναγνώρισε την φωνή του Κατηγορούμενου, λόγω του φόβου της δεν του απάντησε οτιδήποτε και έκλεισε αμέσως στο τηλέφωνο. Από τον φόβο της μάλιστα πανικοβλήθηκε και άρχισε να σβήνει τις κλήσεις του Κατηγορούμενου ενώ στην συνέχεια επιχείρησε να θέσει φραγή και στον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου χωρίς η ίδια όμως να τα καταφέρει. Προσπαθώντας μάλιστα να διαπιστώσει αν τελικά έθεσε φραγή στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου, τον κάλεσε πίσω ξανά, όταν όμως κατάλαβε ότι του χτυπούσε τηλέφωνο το έκλεισε χωρίς να συνομιλήσει ξανά μαζί του. Η ΜΚ1 ενόψει της εορτής των Θεοφανίων που μεσολαβούσε και ένεκα του ότι είχε προγραμματίσει να κάνει τραπέζι στα παιδιά της παρόλο που τους ανέφερε τι είχε συμβεί καθότι την είδαν στεναχωρημένη, μετέβηκε στην αστυνομία την 07/01/25, δηλαδή δύο ημέρες μετά. Επίσης η ΜΚ1 καθυστέρησε στην υποβολή της καταγγελίας εναντίον του Κατηγορούμενου καθότι προβληματιζόταν και για το κατά πόσο θα έπρεπε να τον καταγγείλει, λόγω του ότι τον φοβόταν ενόψει και της προηγούμενης επιθετικής του συμπεριφοράς εναντίον της κατά το χρονικό διάστημα που ήταν παντρεμένοι. Εν το μεταξύ η ΜΚ1 ζήτησε από τον εγγονό της πριν μεταβεί στην αστυνομία να μπλοκάρει τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου που βρισκόταν στην οθόνη του κινητού της τηλεφώνου πράγμα το οποίο και έπραξε, με αποτέλεσμα ο αριθμός του κινητού του τηλεφώνου την 07/01/25 όταν η ΜΚ1 μετέβηκε στην αστυνομία αρχικά για να προβεί σε παράπονο εναντίον του Κατηγορούμενου και στην συνέχεια σε καταγγελία, να βρίσκεται σε φραγή. Σημειώνεται ότι η ΜΚ1 όταν μετέβηκε στην αστυνομία συνοδεία του συμβίου της, ζήτησε από μια αστυνομικό που συνάντησε να γίνει απλά και μόνο παρατήρηση στον Κατηγορούμενο για να φοβηθεί να μην την ξαναενοχλήσει, αλλά η αστυνομικός την προέτρεψε να προβεί σε καταγγελία εναντίον του ενόψει της απειλής που είχε δεχτεί στο Τμήμα της Βίας στην Οικογένεια, πράγμα το οποίο τελικά και έπραξε.
Την 07/01/25 λήφθηκε κατάθεση από την ΜΚ1 ενώ την ίδια ημέρα και περί ώρα 19:30 εκδόθηκε από το Δικαστήριο ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου. Το ένταλμα σύλληψης εκτελέστηκε την 16/01/25 και περί ώρα 1305 στα γραφεία του ΤΑΕ Πάφου αφού υποδείχθηκε στον Κατηγορούμενο. Αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στον Νόμο ο Κατηγορούμενος απάντησε «τούτα ούλα είναι ψευδείς καταγγελίες». Στην συνέχεια δόθηκε στον Κατηγορούμενο ο κατάλογος των δικαιωμάτων του ενώ την ίδια ημέρα ημέρα και περί ώρα 1320 με 1330 του λήφθηκε και ανακριτική κατάθεση, δηλαδή το Τεκμήριο 2. Στο μεταξύ η οθόνη του κινητού τηλεφώνου της ΜΚ1 φωτογραφήθηκε και σε αυτή διαπιστώνεται να βρίσκεται σε φραγή ο αριθμός κλήσης του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου με ημερομηνία κλήσης την 05/01/25 και περί ώρα 10:39 το πρωί.
Η ΜΚ1 εξέφρασε φόβους για την ζωή της ενώ από την όλη συμπεριφορά του, της προκλήθηκε αναστάτωση, αγωνία, τρόμος ανησυχία και άγχος.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Το αδίκημα της 1ης κατηγορίας στηρίζεται στο άρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:
«91Α. Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκηµα και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη».
Ως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα:
1. Ο Κατηγορούμενος να απειλήσει άλλον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη.
2. Με την εν λόγω απειλή να προκληθεί στο άλλο πρόσωπο τρόμος ή
ανησυχία.
Δεν είναι λοιπόν αρκετό για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα, να αποδειχθεί η ύπαρξη απειλής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης. Θα πρέπει να αποδειχθεί περαιτέρω ότι η απειλή είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον παραπονούμενο. Το περιεχόμενο και η σημασία της απειλής για τον παραπονούμενο είναι συνεπώς βασικά για να διαπιστωθεί εάν πράγματι του προκλήθηκε τέτοιος τρόμος ή ανησυχία.
Στην απόφαση ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Ποιν. Έφ. 119/21 ημερ, 20.01.22 αναφέρθηκαν τα εξής :
«το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Ως προς την πρόκληση του τρόμου ή της ανησυχίας στον απειλούμενο, αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Ο Κατηγορούμενος πρέπει να έχει πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν έχει σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για την διάπραξη του αδικήματος. Το Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπέρασμα ύπαρξης πρόθεσης εκφοβισμού από τον Κατηγορούμενο, πρέπει να εξετάσει όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν το συμβάν. Τις περιστάσεις των εμπλεκομένων και την συμπεριφορά τους, τόσο πριν όσο και κατά την διάρκεια που εξελίσσεται το συμβάν, ακόμα και μετά από αυτό, καθώς και την φύση της απειλής».
Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην ακόμα πιο πρόσφατη απόφαση ΙΩΣΗΦ ΙΩΣΗΦ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Ποιν. Έφεση 41/2021, ECLI:CY:AD:2022:B369 την 28/09/22.
Στρεφόμενος λοιπόν επί της συγκεκριμένης περίπτωσης και έχοντας ήδη κατά νου τα ευρήματα που έχω καταλήξει στην βάση της αποδεχθείσας μαρτυρίας προκύπτει με βάση την όλη συμπεριφορά που επέδειξε ο Κατηγορούμενος, είχε δίχως άλλο πρόθεση να εκφοβίσει την ΜΚ1. Δεν χωρεί καμία αμφιβολία ότι η φράση την οποία εκστόμισε ο Κατηγορούμενος εμπεριέχει βία και παράνομη πράξη και συνεπώς συνιστά απειλή εν τη εννοία του Νόμου. Μάλιστα από την μαρτυρία που έχω αποδεχτεί προκύπτει η ΜΚ1 εξαιτίας της απειλής που δέχτηκε από τον Κατηγορούμενο εκτός του ότι φοβήθηκε γι’ αυτό και μετέβηκε στην αστυνομία αρχικά για να παραπονεθεί και στην συνέχεια να τον καταγγείλει, αναγκάστηκε να θέσει και φραγή στον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου για να μην την ενοχλήσει ξανά.
Υπό το φως των πιο πάνω δοσμένων περιστάσεων προκύπτει ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την 1η κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και συνακόλουθα ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 1η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
Σε σχέση με την 2η κατηγορία, το αδίκημα της άσκησης ψυχολογικής βίας στηρίζεται στα άρθρα 2, 5(ζ) και 6 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021.
Το άρθρο 6 του πιο πάνω νόμου προνοεί τα εξής:
«Πρόσωπο, το οποίο με τη συμπεριφορά του η οποία εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές πλήττει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα γυναίκας ή της προκαλεί πραγματικό φόβο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
Τα συστατικά στοιχεία λοιπόν του εν λόγω αδικήματος είναι τα εξής :
- Οποιαδήποτε συμπεριφορά προσώπου εναντίον γυναίκας
- Η συμπεριφορά αυτή να εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές
- Η συμπεριφορά να πλήξει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα της γυναίκας εναντίον της οποίας στρέφεται ή να της προκαλεί πραγματικό φόβο.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, «γυναίκα» σημαίνει πρόσωπο θηλυκού βιολογικού φύλου ή θηλυκής ταυτότητας φύλου και περιλαμβάνει τέτοιο πρόσωπο που έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του. Εν προκειμένω δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η ΜΚ1 εντάσσεται εντός της πιο πάνω έννοιας του νόμου και ότι είναι γυναίκα.
Περαιτέρω το εύλογο ερώτημα που προκύπτει στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι το κατά πόσο η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εναντίον της ΜΚ1 ήταν τέτοια που εκφράστηκε από τον ίδιο με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε αυτός να συνιστά εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές, αλλά και κατά πόσο η συμπεριφορά του αυτή έπληξε την ψυχολογική της ακεραιότητα ή της προκάλεσε πραγματικό φόβο.
Αδιαμφισβήτητα από την μαρτυρία που έχω αποδεχτεί προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του απείλησε ως έχω ήδη καταλήξει την ΜΚ1 τηλεφωνικώς προκαλώντας της έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο πραγματικό φόβο. Ο φόβος της ΜΚ1 μάλιστα τεκμηριώνεται υπό τις περιστάσεις τις οποίες ανωτέρω υπέδειξε και έχουν γίνει αποδεκτές από το Δικαστήριο. Η ΜΚ1 λόγω της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου τον μπλόκαρε τελικά με την βοήθεια του εγγονού της από το κινητό της τηλέφωνο, γεγονός το οποίο έχει τεκμηριωθεί και από το Τεκμήριο 4, ενώ αναγκάστηκε τελικά να μεταβεί και στην αστυνομία για να τον καταγγείλει και να ζητήσει και την έκδοση περιοριστικών μέτρων εναντίον του.
Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε και την 2η κατηγορία που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και συναφώς κρίνεται ένοχος.
(Υπ.) ……………………………
Σ. Συμεού, Ε.Δ
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο