
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 991/2021
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
εναντίον
Γ. Κ.
Κατηγορούμενος
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 31/03/2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Χρ. Σιαηλής
Για Κατηγορούμενο: κος Κ. Σιαηλής
Κατηγορούμενος παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. Εισαγωγή
Ο Κατηγορούμενος με βάση το κατηγορητήριο αντιμετωπίζει τις ακόλουθες κατηγορίες που αφορούν:
· Το αδίκημα της αλιείας με την χρήση ψαροντούφεκου κατά τη διάρκεια της νύχτας (πρώτη κατηγορία)∙
· Το αδίκημα της αλιείας με την χρήση ψαροντούφεκου σε συνδυασμό με φωτεινές πηγές κατά την διάρκεια της νύχτας (δεύτερη κατηγορία)∙
· Το αδίκημα της αλιείας με την χρήση ψαροντούφεκου χωρίς την κατοχή σχετικής άδειας αλιείας (τρίτη κατηγορία)∙
· Το αδίκημα της παρεμπόδισης, εκφόβισης και παρέμβασης στο έργο των επιθεωρητών αλιείας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (τέταρτη κατηγορία)∙ και
· Το αδίκημα της παράλειψης παρουσίασης, χωρίς εύλογη αιτία, για εξέταση και κατάθεση (πέμπτη κατηγορία).
Ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και η υπόθεση προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία. Προς απόδειξη των κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε μαρτυρία από τον κ. Α. Παναγόπουλο, επιθεωρητή του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσιών Ερευνών (στο εξής «ΤΑΘΕ») (Μ.Κ.1). Ο Κατηγορούμενος μετά που κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχος και κλήθηκε σε απολογία στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει, άσκησε το δικαίωμα της σιωπής.
Β. Μαρτυρία
Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του. Δεν θα προβώ σε εκτενή και λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας, αλλά θα περιοριστώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας (βλ. Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 35).
Μ.Κ.1
O A. Παναγόπουλος, επιθεωρητής στο ΤΑΘΕ, ανέφερε κατά την μαρτυρία του ότι δεν χειρίστηκε ο ίδιος την υπό κρίση περίπτωση, αλλά ο Λ. Χριστοδούλου, τέως επιθεωρητής του ΤΑΘΕ, ο οποίος απεβίωσε. Κατά την μαρτυρία του κατέθεσε την ειδοποίηση ενημέρωσης αδικήματος προς τον Κατηγορούμενο, η οποία συντάχθηκε από τον Λ. Χριστοδούλου (Τεκμήριο 1). Όπως ανέφερε η εν λόγω ειδοποίηση αποστάλθηκε με συστημένο ταχυδρομείο στον Κατηγορούμενο (Τεκμήριο 2), και με αυτή καλείτο ο Κατηγορούμενος να προσέλθει στο ΤΑΘΕ για κατάθεση. Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι ο Λ. Χριστοδούλου ετοίμασε τον φάκελο για την αποστολή της εν λόγω ειδοποίησης και ο ίδιος δεν είδε τι είχε τοποθετηθεί στον φάκελο. Ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι ο ίδιος είχε μεταβεί στο ταχυδρομείο για να διευθετήσει να αποσταλεί ο φάκελος με συστημένο ταχυδρομείο στον Κατηγορούμενο. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος δεν παρέλαβε ποτέ τον συστημένο φάκελο, καθότι υπάρχει σφραγίδα του ταχυδρομείου ότι επιστράφηκε ο εν λόγω φάκελος ως «αζήτητο» (Τεκμήριο 8). Επίσης ανέφερε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει αν ο Κατηγορούμενος την εν λόγω περίοδο διέμενε στην διεύθυνση που αναγράφεται στο Τεκμήριο 2. Ο Κατηγορούμενος δεν είχε προσέλθει για κατάθεση και προς τούτο κατέθεσε ένα τυποποιημένο έγγραφο που τιτλοφορείται ως «Κατάθεση» στο οποίο αναγράφεται ότι «Ο Κατηγορούμενος δεν προσήλθε στο Επαρχιακό Γραφείο του Τμήματος Αλιείας να κατηγορηθεί» (Τεκμήριο 3), και δεν ήταν βέβαιος αν ο Κατηγορούμενος ενημερώθηκε από τον Λ. Χριστοδούλου για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.
Κατέθεσε επίσης την κατάθεση του Λ. Χριστοδούλου ημερομηνίας 22/06/2018 (Τεκμήριο 4), την οποία όπως ανέφερε δεν ήταν παρών όταν λήφθηκε. Περαιτέρω κατέθεσε ως Τεκμήριο 5 την δική του κατάθεση ημερομηνίας 22/06/2018 και την συνοπτική έκθεση γεγονότων ημερομηνίας 03/07/2018, η οποία συντάχθηκε από τον Λ. Χριστοδούλου (Τεκμήριο 6). Κατά την αντεξέταση του ξεκαθάρισε ότι ο ίδιος δεν είχε καμία ανάμειξη στην σύνταξη της εν λόγω έκθεσης. Τέλος κατέθεσε την επιστολή προς την Διευθύντρια του ΤΑΘΕ με την οποία ο Λ. Χριστοδούλου την ενημέρωνε για τα ισχυριζόμενα αδικήματα που αντιμετώπιζε ο Κατηγορούμενος (Τεκμήριο 7).
Αντεξεταζομενος ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι την ουσιώδη ημέρα που αφορούν τα αδικήματα δεν είδε τον Κατηγορούμενο μέσα στην θάλασσα να κρατά ψαροντούφεκο, και ούτε τον είδε την στιγμή που διαπληκτίζετο με τον Λ. Χριστοδούλου (άλλως Κόκκινος) να κρατά είτε ψαροντούφεκο, είτε ψάρια, είτε προβολέα. Όπως ανέφερε, ο ίδιος δεν άκουσε τι λέχθηκε μεταξύ των δύο ανδρών, ούτε γνώριζε τον λόγο που διαπληκτίστηκαν, ωστόσο τους είχε δει να βρίσκονται κοντά μεταξύ τους και να μιλούν μεγαλόφωνα και επιθετικά. Στην συνέχεια τον είχε ενημερώσει ο Λ. Χριστοδούλου ότι ο λόγος που διαπληκτίστηκαν με τον Κατηγορούμενο ήταν γιατί ο τελευταίος τον έσπρωξε και του φώναζε.
Περαιτέρω όταν του υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση του ότι ο Κατηγορούμενος δεν ψάρευε στις 06/06/2018, ούτε χρησιμοποίησε ψαροντούφεκο κατά την διάρκεια της νύχτας σε συνδυασμό με την χρήση προβολέα θαλάσσης, αυτός απάντησε «υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο», «μπορεί να ισχύει και αυτό ναι». Όταν περαιτέρω του υποβλήθηκε ότι ο Κατηγορούμενος δεν ασκούσε κατά το συγκεκριμένο βράδυ ερασιτεχνική αλιεία χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή, απάντησε ότι «εφόσον ισχυρίζεται ότι δεν ψάρευε δεν χρειάζεται καν άδεια αλιείας». Τέλος, όταν του υποβλήθηκε ότι ο Κατηγορούμενος εκείνο το βράδυ δεν διέπραξε κανένα από τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται απάντησε «πιθανόν, θα μπορούσε να έρθει στο γραφείο μας, να μας πει τη δική του εκδοχή».
Γ. Βάρος Απόδειξης
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Kατηγορούσα Aρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ 401).
Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ 434). Όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εγείρει, δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ 246). Η υπεράσπιση σε καμία περίπτωση φέρει βάρος απόδειξης της αθωότητας του κατηγορούμενου ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορούμενου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.
Η πεμπτουσία της ποινικής δίκης είναι η θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν αναδύεται, ασφαλής, ως αποτέλεσμα κρυστάλλινης και χωρίς λογική αμφιβολία δικανικής πεποίθησης (βλ. ΧΧ ΧΧ ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 294/2018, ημερομηνίας 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B474).
Δ. Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Με δεδομένη την πιο πάνω αρχή προχωρώ να αξιολογήσω την ενώπιον μου τεθείσα μαρτυρία έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας (βλ. Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002) 1 AAΔ 454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 173).
Η ιδιαιτερότητα της παρούσας υπόθεσης είναι ότι ο μοναδικός μάρτυρας κατηγορίας (Μ.Κ.1) μετέφερε κυρίως εξ’ ακοής μαρτυρία, καθ’ ότι ο επιθεωρητής του ΤΑΘΕ που είχε προβεί στις αρχικές δηλώσεις απεβίωσε. Όπως ανέφερε ο Μ.Κ.1 στην μαρτυρία του, τα Τεκμήρια 1, 3, 4, 6 και 7 ετοιμάστηκαν αποκλειστικά από τον Λ. Χριστοδούλου, και ο Μ.Κ.1 δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην ετοιμασία τους.
Στο Τεκμήριο 4, που είναι η κατάθεση του Λ. Χριστοδούλου, αναφέρονται συνοπτικά τα ακόλουθα:
Στις 06/06/2018 και ώρα 21.30 ο Λ. Χριστοδούλου βρισκόταν στην θαλάσσια περιοχή Γεροσκήπου μαζί με τον Μ.Κ.1, και είδε μέσα στην θάλασσα κάποιον να ψαρεύει με φανάρι. Μαζί με τον Μ.Κ.1 παρακολούθησαν το εν λόγω άτομο μέχρι να βγει από την θάλασσα. Όταν ο Κατηγορούμενος βγήκε από την θάλασσα και προσέγγισε το αυτοκίνητο του που ήταν σταθμευμένο στην παραλία, ο Λ. Χριστοδούλου πήγε κοντά του, και είδε τον Κατηγορούμενο να ανοίγει την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου του και να βάζει μέσα ένα ψαροντούφεκο, ένα φακό, και μια σιαματούρα. Ο Λ. Χριστοδούλου έδειξε στον Κατηγορούμενο την υπηρεσιακή του ταυτότητα, του επέστησε την προσοχή του στον νόμο, και ο Κατηγορούμενος τον έδιωξε, έκλεισε την πόρτα του οχήματος του, και άρχισε να φωνάζει και να τον απειλεί. Ο Λ. Χριστοδούλου εμπόδισε τον Κατηγορούμενο να εισέλθει εντός του οχήματος του, ζητώντας τα στοιχεία του, και τότε ο Κατηγορούμενος τον κτύπησε στην κοιλιά και τον έσπρωξε. Τότε ο Μ.Κ.1 μετέβηκε στην σκηνή, προσπαθώντας να ηρεμήσει τον Κατηγορούμενο. Ο Λ. Χριστοδούλου κάλεσε την Αστυνομία, αλλά ο Κατηγορούμενος έφυγε. Αφού έφυγε ο Κατηγορούμενος, έφυγαν και ο Λ. Χριστοδούλου και ο Μ.Κ.1, και μετέβηκαν στον αστυνομικό σταθμό για να δώσουν κατάθεση. Στην συνέχεια μετέβηκαν στο νοσοκομείο για να εξεταστεί ο Λ. Χριστοδούλου. Την επόμενη ημέρα ο Λ. Χριστοδούλου έκδωσε το έντυπο ενημέρωσης αδικήματος με αρ. 5680 στο όνομα του Κατηγορούμενου, και στάλθηκε η επιστολή διπλοσυστημένη μέσω ταχυδρομείου.
Στην υπόθεση Βασιλική Αντωνάκη Αγρότου κ.α. ν Ιωάννας Αντωνάκη Αγρότου (2016) 1Β ΑΑΔ 1325, εξετάστηκε κατά πόσον οι δηλώσεις αποβιώσαντα, οι οποίες παρουσιάζονται ως εξ ακοής μαρτυρία, πρέπει να εξετάζονται από το Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι το στάδιο στο οποίο καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο ζήτημα δεκτότητας μαρτυρίας είναι το στάδιο της προσκόμισης της μαρτυρίας, και αφής στιγμής το Δικαστήριο αποδέχεται τέτοιου είδους μαρτυρία θα πρέπει στην συνέχεια να την προσεγγίζει και την εξετάζει υπό το φως των παραμέτρων που θέτουν τα άρθρα 26 και 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
Το ζήτημα που προκύπτει, κυρίως σε ποινικές υποθέσεις είναι το ζήτημα αποδοχής μαρτυρίας προσώπου που έχει αποβιώσει σε συνάρτηση με τις αρχές της διασφάλισης της δίκαιης δίκης. Σύμφωνα με την νομολογία, ο ένας από τους τρεις σημαντικούς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν προς διαπίστωση του κατά πόσον παρουσιασθείσα, εξ ακοής μαρτυρία (απόντος μάρτυρα), μπορεί να έχει επιπτώσεις στη δίκαιη δίκη, είναι και το κατά πόσον «υπάρχουν άλλοι αντισταθμιστικοί παράγοντες, όπως ισχυρές δικονομικές δικλίδες που να διασφαλίζουν την ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του απόντος μάρτυρα» (βλ. Al-Khawaja and Tahery v. The United Kingdom [2012] 54 EHRR 23 (απόφαση ΕΔΔΑ) και Θεοπίστη Τουμαζή ν Vandita Dixit (2015) 1 AAΔ 963). Στις αποφάσεις Delta v. France (1993) 16 EHRR 574 και Saidi v. France (1994) 17 EHRR 251, του ΕΔΔΑ, αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ κατά το ότι, η καταδικαστική (εθνική) απόφαση, είχε στηριχθεί κατά κύριο λόγο σε γραπτές καταθέσεις μαρτύρων που δεν παρουσιάστηκαν για αντεξέταση και οι οποίες συνιστούσαν τη μοναδική ή την κύρια μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου, με τρόπο που επηρεαζόταν ο πυρήνας του δικαιώματος του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Βασιλική Αντωνάκη Αγρότου (ανωτέρω), στις εξ ακοής δηλώσεις αποβιώσαντα «Είναι εδώ που υπεισέρχεται η επιφύλαξη που θέτει το Άρθρο 24 και το δικαίωμα του διαδίκου (εδώ της εφεσίβλητης) να εξετάσει αποβιώσαντα μάρτυρα και η ενδεχόμενη αδυναμία της να προστατεύσει τα δικαιώματα της (Άρθρο 6.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, Blackstone’s Criminal Practice, 2007, και Kostovski v. The Netherlands [1990]12 EHRR 434 και Doorson v. The Netherlands [1996] 22 EHRR 330, στις οποίες παραπέμπουν οι συνήγοροι των εφεσειουσών), ζητήματα που θεωρούμε ότι ιδιαιτέρως επιφυλάσσονται σε ποινική διαδικασία».
Όπως αναφέρθηκε στην Pakistan Cables Ltd v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά. (2012) 1 A.A.Δ. 1711:
«Η εξ ακοής μαρτυρία είναι η εξαίρεση στον κανόνα της αναγκαιότητας της παρουσίασης του μάρτυρα ώστε αυτός να υποστεί τη βάσανο της κριτικής αντεξέτασης. Η μη παρουσίαση του επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ’αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο υπ’ αρ. 32(Ι)/2004, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως προηγουμένως αυτοί ίσχυαν. …»
Στο κοινοδίκαιο αναγνωρίστηκε από πολύ παλιά, ότι αποκλεισμός μαρτυρίας αποβιωσάντων, ως εξ ακοής, θα προκαλούσε συχνά αδικία, όποτε αναγνωρίστηκαν κάποιες νομολογιακές εξαιρέσεις, μια εξ αυτών, είναι οι δηλώσεις που έγιναν κατά τον συνηθισμένο τρόπο εκτέλεσης καθήκοντος, ταυτοχρόνως με την διενέργεια της πράξης, χωρίς ελατήριο παραποίησης (βλ. Price v Earl of Torrington (1703) 1 Salk 285, Phipson on Evidence, 9η έκδοση, σελ 301). Όπως αναφέρεται και στο Σύγγραμμά «Το Δίκαιο της Απόδειξης» των Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντης, Β’ έκδοση, σελ 297, αν το καθήκον υπαγορεύει την καταχώρηση της δήλωσης την ίδια ημέρα διενέργειας της πράξης, τότε καταχώρηση που γίνεται το ίδιο βράδυ μπορεί να γίνει αποδεκτή. Σε περίπτωση που η καταχώρηση λάβει χώρα μετά από μερικές μέρες, η δήλωση μπορεί να μη γίνει αποδεκτή. Εκεί που το πρόσωπο που προβαίνει στη δήλωση έχει κίνητρο να παραποιήσει τα γεγονότα, η δήλωση και πάλι μπορεί να απορριφθεί.
Σχετικές επίσης είναι οι υποθέσεις Κυριάκου Αντωνίου Γιάλλουρου κ.α. ν Ελλάδας Α. Μιχαηλίδη κ.α. (1998) 1Α ΑΑΔ 31 και Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.α. ν Σάκη Ν. Κουρέα κ.α. (2002) 1Γ ΑΑΔ 1833.
Συνοψίζοντας, ο γενικός κανόνας είναι ότι η μαρτυρία πρέπει να δίνεται ενόρκως, και να υπόκειται σε αντεξέταση από το πρόσωπο εναντίον του οποίου προσφέρεται. Η δεκτικότητα δηλώσεων από αποβιώσαντα πρόσωπα περιορίζεται σε πολύ ελάχιστες περιπτώσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι η κάθε καταχώρηση που έγινε από πρόσωπο στη διάρκεια εκτέλεσης καθήκοντος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν μαρτυρία εναντίον τρίτων προσώπων. Η εξαίρεση περιορίζεται στις περιπτώσεις όπου ήταν καθήκον του αποβιώσαντα να προβεί σε καταγραφή του γεγονότος, αυτή η καταγραφή να γίνει ταυτόχρονα με την τέλεση της πράξης, και ο αποβιώσαντας να μην έχει κίνητρο να παραποιήσει τα όσα είχαν συμβεί.
Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αρχές, και τις πρόνοιες των άρθρων 24-27 του Περί Αποδείξεως Νόμου, κρίνω ότι δεν μπορώ να προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα στις εξ ακοής αναφορές του Μ.Κ.1 και στα Τεκμήρια 1, 3, 4, 6 και 7 για τους ακόλουθους λόγους:
· H κατάθεση του Λ. Χριστοδούλου (Τεκμήριο 4) λήφθηκε αρκετές ημέρες μετά την υπό κρίση ημερομηνία, συγκεκριμένα 16 ημέρες μεταγενέστερα∙
· Λόγω της ισχυριζόμενης διαμάχης/ διαπληκτισμού μεταξύ του αποβιώσαντα και του Κατηγορούμενου, ως αναγράφεται στο Τεκμήριο 4 ότι εξελίχθηκε στις 06/06/2018, το Δικαστήριο δεν μπορεί να είναι σίγουρο ότι ο αποβιώσαντας δεν είχε κάποιο κίνητρο να παραποιήσει τα γεγονότα∙ και
· Δεν παρουσιάστηκε άλλη μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή που να επιβεβαιώνει τα όσα αναγράφονται στο Τεκμήριο 4, όπως για παράδειγμα η ισχυριζόμενη κατάθεση που έδωσε ο Λ. Χριστοδούλου στην αστυνομία ή κάποια σημείωση από το νοσοκομείο για το ότι ο Λ. Χριστοδούλου εξετάστηκε το ουσιώδη βράδυ.
Δεν παραβλέπω ότι στην μαρτυρία του ο Μ.Κ.1, αλλά και στην κατάθεση του (Τεκμήριο 5) προσφέρει άμεση μαρτυρία για τα όσα ο ίδιος βίωσε. Στην κατάθεση του ο Μ.Κ.1 (Τεκμήριο 5) ανέφερε ότι στις 06/06/2018 και ώρα 21.30 ο βρισκόταν στην θαλάσσια περιοχή Γεροσκήπου μαζί με τον Λ. Χριστοδούλου, και τότε είδαν μέσα στην θάλασσα κάποιο άτομο να ψαρεύει με ψαροντούφεκο και προβολέα. Έμειναν στην περιοχή, και το εν λόγω άτομο κατά τις 22.15 άρχισε να βγαίνει από την θάλασσα προς την ακτή. Όταν το εν λόγω άτομο προσέγγισε το αυτοκίνητο του που ήταν σταθμευμένο στην παραλία, ο Λ. Χριστοδούλου είπε στον Μ.Κ.1 να μπει στο υπηρεσιακό τους όχημα και να προσεγγίσει το αυτοκίνητο του άλλου ατόμου. Ο Λ. Χριστοδούλου πήγε με τα πόδια. Όταν ο Μ.Κ.1 κατέφθασε στο μέρος που βρίσκονταν, και τα φώτα του οχήματος του φώτισαν την περιοχή, είδε τον Κατηγορούμενο να τσακώνεται με τον Λ. Χριστοδούλου και να τον κτυπά στο στομάχι. Αμέσως ο Μ.Κ.1 πήγε κοντά και προσπάθησε να τους σταματήσει. Ο Λ. Χριστοδούλου κάλεσε την Αστυνομία για να μεταβεί στην σκηνή, αλλά μετά που ο Κατηγορούμενος έφυγε με το όχημα του και η Αστυνομία καθυστερούσε να προσέλθει, έφυγαν και αυτοί. Στην συνέχεια μετέβηκαν στον Αστυνομικό σταθμό, όπου ο Λ. Χριστοδούλου προέβη σε καταγγελία για το περιστατικό και για το ότι ο Κατηγορούμενος τον κτύπησε. Στην συνέχεια μετέβηκαν στο νοσοκομείο για να εξεταστεί ο Λ. Χριστοδούλου.
Ο Μ.Κ.1 θεωρώ ότι κατέθεσε αντικειμενικά και αμερόληπτα και αποδέχομαι την μαρτυρία του ως αληθή και αξιόπιστη. Σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του δεν διαπίστωσα οποιεσδήποτε αντιφάσεις, οι οποίες να δημιουργούν ρήγματα στα όσα ανάφερε, ή οποιοδήποτε εκδικητικό κίνητρο εναντίον του Κατηγορούμενου και ως εκ τούτου κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ στην μαρτυρία του μάρτυρα του για τα όσα ο ίδιος είδε.
Ε. Ευρήματα Δικαστηρίου
Έχοντας υπόψη μου τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα και έγγραφα και την τεθείσα ενώπιον μου αποδεκτή έγγραφη και δια ζώσης μαρτυρία καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση:
· Στις 06/06/2018 και ώρα 21.30 ο Μ.Κ.1 βρισκόταν στην θαλάσσια περιοχή Γεροσκήπου μαζί με τον Λ. Χριστοδούλου.
· Ο Κατηγορούμενος κατά τις 22.15 βγήκε από την θάλασσα, προσέγγισε το αυτοκίνητο του που ήταν σταθμευμένο στην παραλία, και ο Λ. Χριστοδούλου πήγε κοντά του.
· Όταν ο Μ.Κ.1 κατέφθασε στο μέρος που βρίσκονταν, είδε τον Κατηγορούμενο να τσακώνεται με τον Λ. Χριστοδούλου και να τον κτυπά στο στομάχι. Αμέσως ο Μ.Κ.1 πήγε κοντά και προσπάθησε να τους σταματήσει.
· Ο Λ. Χριστοδούλου κάλεσε την Αστυνομία για να μεταβεί στην σκηνή, αλλά ο Κατηγορούμενος έφυγε με το όχημα του.
· Ο Μ.Κ.1 κατά την ουσιώδη ημέρα δεν είδε τον Κατηγορούμενο να κρατά είτε ψαροντούφεκο, είτε ψάρια, είτε προβολέα.
· Ο Κατηγορούμενος δεν παρέλαβε την ειδοποίηση ενημέρωσης αδικήματος, με την οποία καλείτο να παραστεί στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου του ΤΑΘΕ για να εξεταστεί και να δώσει κατάθεση.
ΣΤ.Νομική Πτυχή
Το κύριο στοιχείων των κατηγοριών 1, 2 και 3 όπως φαίνεται και από τις λεπτομέρειες τους, είναι η αλιεία με την χρήση ψαροντούφεκων. Περαιτέρω συστατικό στοιχείο των κατηγοριών 1 και 2 είναι η χρήση υποβρύχιου προβολέα θαλάσσης (βλ. Κανονισμοί 17(2)(α), 17(2)(γ), 17 Β(1), 17Β(2) και 18 των Περί Αλιείας Κανονισμών του 1990 μέχρι 2005 και άρθρο 6 του Περί Αλιείας Νόμου, Κεφ. 135).
Με την 4η κατηγορία αποδίδεται στον Κατηγορούμενο ότι παρεμπόδισε, εκφόβισε και παρενέβηκε στο έργο του επιθεωρητή αλιείας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σύμφωνα με το άρθρο 6(8)(γ) του περί της Εφαρμογής Κοινοτικών Αποφάσεων και Κοινοτικών Κανονισμών που αφορούν θέματα Αλιείας Νόμος του 2006 (134(I)/2006), πρόσωπο διαπράττει ποινικό αδίκημα όταν σκόπιμα παρεμποδίζει επιθεωρητή από την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε οδηγία ή εντολή επιθεωρητή, η οποία δίδεται με βάση τον παρόντα Νόμο, και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.
Τέλος, η 5η κατηγορία αφορά την παράλειψη παρουσίασης του Κατηγορούμενου για κατάθεση, χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση των άρθρων 4 και 5 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Ζ. Κατάληξη – Συμπεράσματα
Δεδομένης της απόρριψης των εξ ακοής αναφορών του Μ.Κ.1, αλλά και της κατάθεσης του Λ. Χριστοδούλου (Τεκμήριο 4), για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, θα εξετάσω κατά πόσον η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει τις κατηγορίες εναντίον του Κατηγορούμενου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Σχετικά με τις κατηγορίες 1 μέχρι 3 ο Μ.Κ.1 ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι την ουσιώδη ημέρα, ήτοι στις 06/06/2018, δεν είδε τον Κατηγορούμενο να κρατά είτε ψαροντούφεκο, είτε ψάρια, είτε προβολέα θαλάσσης. Ως εκ τούτου, το βασικό συστατικό στοιχείο των κατηγοριών αυτών, που είναι η χρήση ψαροτούφεκου, δεν έχει αποδειχθεί.
Σχετικά με την 4η κατηγορία, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτή μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι ο Κατηγορούμενος παρεμπόδισε, εκφόβησε ή παρενέβηκε στο έργο του Λ. Χριστοδούλου κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Το μόνο που είδε ο Μ.Κ.1 ήταν τους δύο άνδρες να διαπληκτίζονται. Αυτό καθ’ αυτό, δεν εξισώνεται με παρεμπόδιση στο έργο επιθεωρητή του ΤΑΘΕ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Επομένως, η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει αποδείξει ούτε την 4η κατηγορία.
Τέλος, αναφορικά με την 5η κατηγορία, η θέση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ότι το Τεκμήριο 1, με το οποίο καλείτο ο Κατηγορούμενος να παρουσιαστεί στο Επαρχιακό Γραφείο του ΤΑΘΕ για να εξεταστεί και να δώσει κατάθεση, στάλθηκε με συστημένο ταχυδρομείο (Τεκμήριο 2), το οποίο όπως ανέφερε ο Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση του επιστράφηκε ως αζήτητο (Τεκμήριο 8), ήτοι δεν στάλθηκε ποτέ. Επίσης ο Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν ο Κατηγορούμενος ενημερώθηκε με οποιοδήποτε άλλο τρόπο για να προσέλθει για κατάθεση. Ως εκ των ανωτέρω η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι ο Κατηγορούμενος ενημερώθηκε, με οποιοδήποτε τρόπο, για τα ισχυριζόμενα αδικήματα που αντιμετώπιζε, και ότι κλήθηκε να παρουσιαστεί για κατάθεση σε σχέση με τα ισχυριζόμενα ποινικά αδικήματα.
Ως εκ των ανωτέρω, η Κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει τις κατηγορίες 1 μέχρι 5 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και ο Κατηγορούμενος απαλλάσσεται και αθωώνεται σε αυτές.
Όσον αφορά τα έξοδα της υπόθεσης, λόγω του ότι η παρούσα υπόθεση έχει καταχωρηθεί από τον Διευθυντή του ΤΑΘΕ, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τα άρθρα 167, 168 και 169 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, όπως ερμηνεύθηκαν από τη νομολογία, τα δικαστήρια δεν έχουν εξουσία να επιδικάζουν έξοδα σε αθωωθέντα κατηγορούμενο, πληρωτέα από το Δημόσιο Ταμείο (βλ. Θωμά Θάσος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 465). Επομένως δεν επιδικάζονται έξοδα προς όφελος του Κατηγορούμενου.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο