Μ. Β. ν. Χ. Α., Αρ. Υπόθεσης: 3668/2021, 31/3/2025
print
Τίτλος:
Μ. Β. ν. Χ. Α., Αρ. Υπόθεσης: 3668/2021, 31/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 3668/2021

 

Μ. Β.

v

Χ. Α.

Κατηγορούμενο

Ημερομηνία: 31/03/2025

 

Για τον Παραπονούμενο: κα Β. Ιωάννου

Για τον Κατηγορούμενο: κος Χρ. Χατζηλοίζου  

Κατηγορούμενος παρών

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η  Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του Κατηγορούμενου)

 

Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μια κατηγορία που αφορά την έκδοση επιταγής, η οποία αφού παρουσιάστηκε σε εύλογο χρόνο, δεν εξοφλήθηκε λόγω ανάκλησης πληρωμής από τον εκδότη της επιταγής, χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως έχει τροποποιηθεί.

 

Ο Παραπονούμενος προς απόδειξη της κατηγορίας προσέφερε μαρτυρία ο ίδιος.

 

Μετά το πέρας της υπόθεσης του Παραπονούμενου η υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι η υπόθεση πρέπει να απορριφθεί εναντίον του Κατηγορούμενου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο. Η εισήγηση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου περιστράφηκε γύρω από τους πιο κάτω άξονες:

      i.        Δεν έχει προσκομιστεί μαρτυρία από τον τραπεζικό υπάλληλο σχετικά με τις οδηγίες ανάκλησης της επιταγής∙ και

    ii.        Ο Παραπονούμενος πρόβαλε αντιφατικές θέσεις, αφού από την μια ανέφερε ότι μέτρησε τα μετρητά χρήματα που έλαβε, και από την άλλη είναι η θέση του ότι δεν έλαβε €10,000, ως ανέγραψε στο σχετικό τιμολόγιο.

Καταλήγοντας ήταν η θέση του συνηγόρου του Κατηγορούμενου ότι ο πελάτης του αποπλήρωσε το ποσό που όφειλε στον Παραπονούμενο και έτσι η ανάκληση της επιταγής έγινε καλόπιστα και εύλογα.

 

Στην αντίπερα όχθη, η συνήγορος του Παραπονούμενου, απέρριψε τις πιο πάνω θέσεις και εισηγήσεις και υποστήριξε ότι από την προσκομισθείσα μαρτυρία, έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 74(1)(β) του Κεφ. 155, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα μετά την περάτωση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής να υποβάλει εισήγηση στο Δικαστήριο ότι δεν θεμελιώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του. Ακόμη και στην απουσία τέτοιας εισήγησης, συνιστά καθήκον του Δικαστηρίου να προβεί στην αθώωση και απαλλαγή του κατηγορούμενου, ιδία βούληση, εάν κρίνει ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να στοιχειοθετήσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου.

 

Όπως έχει νομολογηθεί η απαλλαγή ενός κατηγορούμενου στο στάδιο αυτό δικαιολογείται μόνο σε δύο περιπτώσεις, όταν:

      i.        δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος∙  και

    ii.        οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου.

(βλ. Azinas a.av The Police (1981) 2 CLR 9,  Γενικός Εισαγγελέας ν Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133Knell v Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 51, Κουννίδης ν Γενικός Εισαγγελέας (1993) 2 ΑΑΔ 82 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Νίκου Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 ΑΑΔ 320).

 

Και στις δύο περιπτώσεις το κριτήριο είναι αντικειμενικό, διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου Δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133). Το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο περιορίζεται σε φαινομενική όψη της μαρτυρίας, σε αντίθεση με τη δεύτερη και τελική θεώρηση της κατά το πέρας της δίκης, όπου στο τελικό στάδιο αξιολογείται η μαρτυρία σε βάθος με ζητούμενο την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και διαπιστώνονται τα οριστικά ευρήματα του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο θα καλέσει τον κατηγορούμενο σε απολογία αν κρίνει ότι η μαρτυρία, ορώμενη εξ όψεως, όχι σε βάθος, εγείρει θέμα ενοχής του κατηγορούμενου.

 

Ως έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε υποκειμενική εξέταση της μαρτυρίας, αλλά ενεργεί στα περιορισμένα πλαίσια της πρακτικής οδηγίας του 1962 (βλ. Practice Note (1962) 1 All ER 488) που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Azinas, ανωτέρω.

 

Όσον αφορά στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας για να κριθεί κατά πόσον δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Θεοδώρου (2002) 2 ΑΑΔ 9), σημειώνεται πως αυτή προϋποθέτει τον εντοπισμό των συστατικών στοιχείων του εκάστοτε επίδικου αδικήματος. Ως αναφέρθηκε στην απόφαση Γιάγκου (Λεμόνα) ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 382 «Στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, παρέχεται πάντα η δυνατότητα στο Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο η προσαχθείσα μαρτυρία, εξ όψεως κρινόμενη (on the face of it), στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος. Το θέμα διακρίνεται από την αξιοπιστία των μαρτύρων και τη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στη μαρτυρία τους». 

 

Το βάρος απόδειξης που φέρει η κατηγορούσα αρχή στο στάδιο που περατώνει την υπόθεσή της διαφέρει από αυτό που επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης.  Στην πρώτη περίπτωση είναι αρκετό για την κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσης η οποία να δημιουργεί υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως. Εάν η μαρτυρία που παρουσιάζει η κατηγορούσα αρχή είναι τέτοιας ποιότητας ώστε θα ήταν επισφαλές να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί τη βάσει αυτής και μόνον, τότε η υπόθεση απορρίπτεται και ο κατηγορούμενος δεν καλείται σε απολογία (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Θεοδώρου ανωτέρω). Η δε λογική υποψία δεν είναι αρκετή για να δημιουργήσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση (βλ. Shaaban bin Hussien v. Chong Fook Kam, [1970] 2 WLR 441). 

 

Το άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 «Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από το ίδιο, οποτεδήποτε πριν ή κατά την ημερομηνία που η επιταγή έχει καταστεί πληρωτέα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ  (€10.000,00) ή και στις δύο ποινές:

 

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας, δυνατό να γίνει από τον κατηγορούμενο εφόσον, κατά ή πριν από την παρουσίαση της επιταγής για σκοπούς πληρωμής της, ο κατηγορούμενος ως εκδότης παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα, επί του οποίου εκδόθηκε η επιταγή, το λόγο ή τους λόγους για τους οποίους δόθηκε εντολή μη πληρωμής της».

 

Σε σχέση με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 305Α(2)  συνάγεται από το λεκτικό του ότι για να κριθεί ένοχος κάποιος κατηγορούμενος θα πρέπει να αποδειχθεί: (1) Η έκδοση της επιταγής και (2)  Η πρόκληση της μη εξόφλησής της από τον εκδότη της με οποιαδήποτε πράξη του πριν ή κατά την ημερομηνία που αυτή κατέστη πληρωτέα (βλ. Δαμιανού ν. Κανάρη, Ποινική Έφεση αρ. 6/18, 31/10/18 και CNP ASFALISTIKI LTD v P.A.S. INSURANCE AGENTS & CONSULTANTS LTD κ.α., Ποινική Έφεση αρ. 66/2022). Ο χρόνος τέλεσης της ποινικά επιλήψιμης πράξης, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο προκαλείται με οποιαδήποτε πράξη η μη εξόφληση της επιταγής ενδέχεται να είναι προγενέστερος ή μεταγενέστερος της ημερομηνίας πληρωμής της επιταγής  (βλ. Philippa Estates Ltd v. Ρούσου (2006) 2 Α.Α.Δ. 142).

 

Όπως εξηγείται στην υπόθεση Ttozios Management Ltd κ.ά. v. Κυριάκου (2016) 2 (Α) Α.Α.Δ. 277, εφόσον αποδειχθούν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, τότε το βάρος απόδειξης μετατίθεται επί των ώμων του κατηγορούμενου να αποδείξει (επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων) την ύπαρξη εύλογης αιτίας για την ανάκληση της επιταγής. Η σχετική επιφύλαξη στο άρθρο 305Α(2) φαίνεται να περιορίζει την επίκληση της υπεράσπισης της εύλογης αιτίας στις περιπτώσεις εντολής μη πληρωμής (stop payment order), της γνωστής ανάκλησης επιταγής , αφού προνοεί πως «επίκληση της υπεράσπισης» αυτής δυνατόν να γίνει εφόσον ο κατηγορούμενος εκδότης «παρέθεσε γραπτώς στο πιστωτικό ίδρυμα» τον λόγο για τον οποίο «δόθηκε εντολή μη πληρωμής της».

 

Από την ενώπιον μου τεθείσα μαρτυρία, και έχοντας υπόψιν μου τις πρόνοιες του άρθρου 305(3) του Κεφ. 154 σχετικά με το μαχητό τεκμήριο του αληθούς του περιεχομένου της σφραγίδας πιστωτικού ιδρύματος, κρίνω ότι έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

 

Τέλος, δεν με βρίσκει σύμφωνη η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία του Παραπονούμενου ήταν τόσο αντινομική και στερείται πειστικότητας σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτή την καταδίκη του Κατηγορούμενου. Δεν διέλαθαν της προσοχής μου τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου, πλην όμως είμαι της γνώμης ότι πρόκειται για ζητήματα τα οποία θα πρέπει να απασχολήσουν το Δικαστήριο κατά το τελικό στάδιο της δικής, αφότου προβεί σε αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.

 

Ως εκ των ανωτέρω, έχω ικανοποιηθεί ότι έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

Ως εκ τούτου καλώ τον Κατηγορούμενο σε απολογία.  

 

(Επεξηγούνται στον Κατηγορούμενο τα δικαιώματά του δυνάμει του άρθρου 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                           Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο