Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου ν. ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, Αρ. Υπόθεσης: 3810/22, 31/3/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου ν. ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ, Αρ. Υπόθεσης: 3810/22, 31/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ                                

                                                                         Αρ. Υπόθεσης: 3810/22

Μεταξύ:

                                         Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου                                         

                                                                   v.

                      ΧΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧΧΧ                                                                

                                                                        Κατηγορούμενoς

Ημερομηνία: 31/03/25

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κ. Μ. Παπαγεωργίου

Για Κατηγορούμενο: κ. Χ. Σιαηλής

Κατηγορούμενος: παρών

 

                                         Α Π Ο Φ Α Σ Η                

                    ( Η διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών)

Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση, αντιμετωπίζει την κατηγορία της βίας στην οικογένεια κοινή επίθεση κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Ν.119(Ι)/2000 και του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 (1η κατηγορία), τις κατηγορίες της βίας στην οικογένεια με πρόκληση ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Νόμου 119(Ι)/2000 (2η και 6η κατηγορία), τις κατηγορίες της άσκησης ψυχολογικής βίας κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Ν.115(Ι)/2021 (3η και 7η κατηγορία), τις κατηγορίες της παρενόχλησης κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Ν. 114(Ι)/2021 (4η και 8η κατηγορία) και την κατηγορία της  σεξουαλικής παρενόχλησης κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Ν. 115(Ι)/2021 (5η κατηγορία).

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων της 1ης, 2ης, 3ης και 4ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος, κατηγορείται επί το ότι, σε άγνωστη ημερομηνία του μηνός Μαρτίου του 2022 στην Πάφο, επιτέθηκε εναντίον της συζύγου του ΧΧΧΧΧΧΧ ΧΧΧΧΧΧΧ από τώρα και στο εξής της «ΜΚ1» από την Ρωσία και τώρα  στην Πάφο, με αποτέλεσμα με την συμπεριφορά του να της προκαλέσει ψυχική βλάβη, φόβο καθώς και ενόχληση.

 

Σε ότι αφορά επίσης τις λεπτομέρειες του αδικήματος της 5ης κατηγορίας, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται επί το ότι, σε άγνωστες ημερομηνίες κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 2022 προέβηκε σε ανεπιθύμητη συμπεριφορά σεξουαλικής φύσεως η οποία εκφράστηκε με πράξεις και είχε σκοπό την προσβολή της αξιοπρέπειας της ΜΚ1, δηλαδή την υποχρέωνε να τον ικανοποιεί σεξουαλικά μέσω αυνανισμού χωρίς την συγκατάθεση της, ενώ σε ότι αφορά τις λεπτομέρειες των αδικημάτων της 6ης, 7ης και 8ης κατηγορίας οι οποίες αναφέρονται ουσιαστικά στα πιο πάνω περιστατικά που έλαβαν χώρα περί τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του έτους 2022, αυτό που αποδίδεται στον Κατηγορούμενο είναι το ότι με την πιο πάνω συμπεριφορά του της προκάλεσε  ψυχική βλάβη, φόβο και ενόχληση.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε τρείς μάρτυρες κατηγορίας. Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης για την Κατηγορούσα Αρχή το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσο έχει αποδειχτεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής εναντίον του Κατηγορούμενου στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει. Το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του κάλεσε τον Κατηγορούμενο σε απολογία σε όλες τις κατηγορίες πλην της 2ης και 6ης κατηγορίας, στις οποίες αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από το στάδιο αυτό.

 

Ακολούθως, το Δικαστήριο επεξήγησε στον Κατηγορούμενο τα δικαιώματα του  και ο Κατηγορούμενος επέλεξε να καταθέσει ενόρκως. Προς υποστήριξη της εκδοχής τους κάλεσε και ένα μάρτυρα Υπεράσπισης.

 

Εισαγωγή – Σύντομο Ιστορικό

 

Ο Κατηγορούμενος με την ΜΚ1 κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ανδρόγυνο από το έτος 2010 που παντρεύτηκαν και μαζί έχουν αποκτήσει και ένα παιδί, δηλαδή μια θυγατέρα. Μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη διαφοράς ηλικίας αφού ο Κατηγορούμενος είναι μεγαλύτερος από την ΜΚ1 κατά 25 χρόνια. Σύμφωνα με την εκδοχή της ΜΚ1 ο Κατηγορούμενος από την αρχή του γάμου τους ήταν νευρικός αφού θύμωνε με το παραμικρό και για σχετικά ασήμαντα ζητήματα. Τα σοβαρά όμως προβλήματα στον γάμο τους, ξεκίνησαν όταν ο Κατηγορούμενος αναγκάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης προστάτη εξαιτίας του ότι διαγνώστηκε με καρκίνο στην συγκεκριμένη περιοχή. Αυτό σύμφωνα με την ΜΚ1 είχε ως συνεπακόλουθο ο Κατηγορούμενος, να αντιμετωπίζει πρόβλημα στυτικής λειτουργίας με αποτέλεσμα το γεγονός αυτό να τον επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και έτσι έναντι στην ίδια να καταντήσει καταπιεστικός, χειριστικός, επιθετικός φορτικός και ενοχλητικός.  Η πιο πάνω αλλαγή στην συμπεριφορά του Κατηγορούμενου με βάση την εκδοχή της ΜΚ1 είχε ως αποτέλεσμα να την ασκεί συνεχώς  έλεγχο για το που βρίσκεται και τι κάνει, προκαλώντας της κατ’ αυτό τον τρόπο αρνητικά και δυσάρεστα συναισθήματα όπως φόβο, αγωνία και άγχος. Επίσης σύμφωνα με την ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος την εξανάγκαζε λόγω του ότι είχε χάσει την στυτική του λειτουργία να τον αυνανίζει με σκοπό να τον ικανοποιήσει σεξουαλικά, ενώ παράλληλα την υποχρέωνε να χρησιμοποιούν και σεξουαλικά βοηθήματα. Μάλιστα τα σεξουαλικά αυτά βοηθήματα, ο Κατηγορούμενος επέμενε να τα χρησιμοποιήσει προς την ΜΚ1 κατά την στιγμή που η τελευταία βρισκόταν αντιμέτωπη με σοβαρότατο πρόβλημα υγείας καθότι είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης καρκίνου από τις ωοθήκες της.

 

Ως προς την επιθετική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, η ΜΚ1 υποστήριξε ενόρκως, ότι ο Κατηγορούμενος της επιτέθηκε σε τρείς διαφορετικές περιπτώσεις καθώς και ότι, εμμέσως πλην σαφώς την απειλούσε ότι αν δεν ήταν σύμφωνη με όσα της έλεγες και της ζητούσε, θα αναγκαζόταν να της πάρει και το παιδί τους. Γενικά η ΜΚ1 χαρακτήρισε τον Κατηγορούμενο ως απρόβλεπτο γι’ αυτό και τον φοβόταν.  Μάλιστα σύμφωνα με την ΜΚ1, ο Κατηγορούμενος κατά την στιγμή που αντιμετώπιζαν προβλήματα στον γάμο τους, προσπάθησε να την χειραγωγήσει αναφέροντας της ότι η ίδια  αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα καταφέρνοντας έτσι με μεθοδευμένο τρόπο να την μεταφέρει στο γραφείο του προσωπικού τους γιατρού, δηλαδή του ΜΥ1, ούτως ώστε να την υποχρεώσει να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή με σκοπό να την κάνει πιο ευάλωτη και επιρρεπή για να μπορεί κατ’ αυτό τον τρόπο να την μεταχειρίζεται όπως ο ίδιος επιθυμούσε.  

 

Από την αντίπερα όχθη, ο Κατηγορούμενος αρνήθηκε κατηγορηματικά τις  εναντίον του κατηγορίες και προέβαλε ως βασικό ισχυρισμό του, ότι η ΜΚ1 προέβηκε στην συγκεκριμένη καταγγελία εναντίον του με αλλότρια κίνητρα αφήνοντας εμμέσως πλην σαφώς να νοηθεί ότι το έπραξε για λόγους οικονομικούς που αφορούν την περιουσία του. Σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο τα προβλήματα στον γάμο τους δεν προκλήθηκαν εξαιτίας της δικής του συμπεριφοράς και επί τη βάση του ισχυρισμού της ΜΚ1 ότι λόγω της χειρουργικής επέμβασης που είχε υποστεί στον προστάτη του η συμπεριφορά του είχε αλλάξει, αλλά επί του ότι η ΜΚ1 όπως ο ίδιος ανακάλυψε μέσω του κινητού της τηλεφώνου και στην συνέχεια η ίδια το αποδέχτηκε, είχε συνάψει άλλη εξωσυζυγική σχέση με κάποιο άλλο άνδρα. Σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο, η ΜΚ1 είχε αλλοπρόσαλλή συμπεριφορά προς τον ίδιο αφού ενώ από την μια του έλεγε ότι τον αγαπούσε και τον ευχαριστούσε για όσα του πρόσφερε, από την άλλη του ζητούσε να έχουν ανοιχτό γάμο ή να  βρουν μεταξύ τους μια συναινετική λύση συνάπτοντας μια νέα συμφωνία στον γάμο τους και να μένουν σε ξεχωριστά σπίτια. Με βάση την εκδοχή του Κατηγορούμενου, η ΜΚ1 παρά το πιο πάνω σφάλμα στο οποίο υπέπεσε επιχείρησε να παρουσιάσει τον ίδιο ως ένα «τέρας» στην σχέση τους και ότι είχε κάνει την ζωή της μια κόλαση καθ’ όλη την διάρκεια του γάμου τους, ενώ από την άλλη η ίδια χωρίς κανένα σημάδι μετάνοιας αναφορικά με το τι είχε πράξει, επιχείρησε πάση θυσία να θυματοποιηθεί προβαίνοντας εναντίον του σε μια ψευδή καταγγελία. Αποτέλεσε θέση του Κατηγορούμενου κατά την μαρτυρία του ότι ουδέποτε την εξανάγκασε να τον ικανοποιήσει σεξουαλικά ή να χρησιμοποιήσει ερωτικά βοηθήματα αλλά και ότι ουδέποτε της είχε επιτεθεί ή την είχε εξαναγκάσει να λάβει φαρμακευτική αγωγή παρά την θέληση της. 

 

Περαιτέρω ο Κατηγορούμενος μέσα από την ένορκη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, εξέφρασε την μεγάλη του απογοήτευση στην καθηλωτική μεταστροφή στην συμπεριφορά της ΜΚ1 απέναντι στον ίδιο, υποστηρίζοντας ότι δεν ανέμενε από την ίδια να προβεί σε μια τέτοια ψευδή καταγγελία εναντίον του αλλά και γενικά σε τέτοια απρεπή συμπεριφορά. Ο ίδιος όπως εξήγησε από την καταγγελία και μετέπειτα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι που αγόρασε με τους δικούς του κόπους από την εργασία του,  με αποτέλεσμα να διαμένει σε ένα άλλο κατά πολύ μικρότερο σπίτι. 

 

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

 

Η ΜΚ1 είναι η παραπονούμενη η οποία κατά την κυρίως εξέταση της υιοθέτησε τις γραπτές καταθέσεις που έδωσε στην αστυνομία τόσο την τόσο την 13/06/22 όσο και την 24/06/22, Τεκμήρια 1 και 2 αντίστοιχα.  Η ΜΚ1 κατά την μαρτυρία της αναφέρθηκε στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αναγκάστηκε να προβεί στην καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου, χαρακτηρίζοντας τα όσα βίωνε στον γάμο της μαζί του μια «κόλαση». Ειδικότερα η ΜΚ1 ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος από τον καιρό της γνωριμίας τους έδειχνε κάποια ανεκτά κατά την ίδια στοιχεία επιθετικότητας καθότι γινόταν με το παραμικρό ευέξαπτος αλλά και ότι γενικά ήταν μαζί της κατά κάποιο βαθμό καταπιεστικός αφού ήθελε να την ελέγχει. Η ΜΚ1 σύμφωνα με τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο, ανεχόταν την συγκεκριμένη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, καθότι πίστευε ότι μπορούσε να έχει μια δική της οικογένεια μαζί του και έναν επιτυχημένο γάμο, γι’ αυτό και αποφάσισε να κάνει μαζί του και ένα παιδί αφού εξήγησε ότι τον αγαπούσε.

 

Σύμφωνα με την ΜΚ1, η σχέση στον γάμο της μαζί με τον Κατηγορούμενο άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα μετά από την χειρουργική επέμβαση που υποβλήθηκε ο τελευταίος στον προστάτη του, λόγω του ότι είχε διαγνωσθεί με καρκίνο, με αποτέλεσμα να χάσει και την στυτική του λειτουργία. Ως εκ τούτου το γεγονός αυτό  επηρέασε πολύ αρνητικά τον Κατηγορούμενο, με αποτέλεσμα αυτός να γίνει ακόμα πιο ευέξαπτος, φορτικός, καταπιεστικός και επιθετικός απέναντι στην ίδια σε βαθμό μάλιστα που δεν μπορούσε πλέον να τον ανεχτεί και ήθελε να τον χωρίσει.  Ο Κατηγορούμενος σύμφωνα με την ΜΚ1 λόγω του ότι την ζήλευε πίστευε αδίκως πως η ίδια είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση με άλλο άνδρα, κάτι το οποίο βεβαίως και δεν ίσχυε, ενώ με βάση την γραπτή της κατάθεση, Τεκμήριο 1, ο Κατηγορούμενος περί τις αρχές Μαρτίου του 2022 της επιτέθηκε προτάσσοντας το στήθος του στο στήθος της ενώ αργότερα και ενώ η ίδια βρισκόταν στην Ρωσία για θεραπεία της ασκούσε συνεχή έλεγχο από το τηλέφωνο και της προκαλούσε ψυχολογική βία. Πέραν των πιο πάνω, η ΜΚ1 ανέφερε επίσης, ότι ο Κατηγορούμενος την πίεζε από το τηλέφωνο λέγοντας της ότι θα μετανιώσει για όλα και ότι της ζητούσε να επιστρέψει στην Κύπρο γιατί ήθελε να την ελέγχει καθώς και ότι περί τον μήνα Απρίλιο του 2022 ήθελε να της χορηγήσει συν τοις άλλοις και  αντιαγχολητικά φάρμακα που του έδωσε ο ψυχολόγος του, επειδή ήθελε να την ελέγχει με ποιον μιλά στο τηλέφωνο λόγω της ζήλιας του. Μάλιστα η ΜΚ1 ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος ήθελε να της τοποθετήσει και σύστημα εντοπισμού  GPS στο αυτοκίνητο της, για να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή που βρίσκεται. Περαιτέρω η ΜΚ1 στην γραπτή της κατάθεση ανέφερε ότι επειδή το ανδρικό μόριο του Κατηγορούμενου  μετά την επέμβαση που είχε υποβληθεί δεν είχε πλέον στύση, αυτός την εξανάγκασε σε τρείς διαφορετικές περιπτώσεις κατά τους τελευταίους τρείς μήνες πριν από την καταγγελία της, να τον αυτοικανοποιήσει με αυνανισμό, κάτι το οποίο και έκανε χωρίς την θέληση της, αφού αν δεν συναινούσε ο Κατηγορούμενος της φωνάζει.   

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου ότι η  ΜΚ1 είχε συνάψει άλλη εξωσυζυγική σχέση, η ΜΚ1 κατά την μαρτυρία της αρνήθηκε κατηγορηματικά.  Πέραν των όσων η ΜΚ1 ανέφερε στην γραπτή της κατάθεση κατά την καταγγελία της στην αστυνομία, Τεκμήριο 1, κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο πρόσθεσε προφορικά και ότι, ο Κατηγορούμενος τόσο πριν όσο και μετά από την επέμβαση που η ίδια είχε υποστεί, χωρίς να υπολογίζει καν τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, την εξανάγκαζε και απαιτούσε να χρησιμοποιούν και σεξουαλικά βοηθήματα με σκοπό να ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορέξεις. Σε ότι αφορά τον τρόπο που της επιτέθηκε ο Κατηγορούμενος, η ΜΚ1 πρόσθεσε επίσης προφορικά κατά την μαρτυρία της,  ότι αυτό είχε συμβεί σε τρείς διαφορετικές περιπτώσεις και όχι σε μια όπως είχε αρχικά υποδείξει στην γραπτή της κατάθεση, ενώ σε ότι αφορά τον εξαναγκασμό που την ασκούσε για να τον αυτοικανοποιεί με αυνανισμό παρά την θέληση της, ανέφερε ότι εάν η ίδια δεν υπάκουε στις σεξουαλικές του επιθυμίες βρισκόταν αντιμέτωπη με τον θυμό του, αφού πολλές φορές την ενοχλούσε και την καταπίεζε φτάνοντας σε σημείο να της μιλά για ώρες ενώ η ίδια προσπαθούσε να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί.

Πέραν των πιο πάνω, η ΜΚ1 επίσης ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος την παρενοχλούσε αφού την εξανάγκαζε να του εξιστορεί και σεξουαλικές περιπέτειες  που είχε η ίδια με άλλους άνδρες στο παρελθόν, επειδή αυτό του άρεσε. Ο λόγος μάλιστα που ο Κατηγορούμενος της είχε επιτεθεί, ήταν επειδή αυτός αντιλήφθηκε ότι μετά την επέμβαση που είχε υποστεί η ίδια δεν θα ερχόταν πλέον σε σεξουαλική επαφή μαζί του στο μέλλον. Μάλιστα ανέφερε ότι οι πρώτες δύο φορές που την έσπρωξε ήταν πριν από την επέμβαση της ενώ η τελευταία φορά μετά από την επέμβαση της και ενώ η ίδια είχε ακόμη στο σώμα της πληγές.

 

Η ΜΚ1 αντεξεταζόμενη αμφισβητήθηκε για όλα όσα καταλόγισε στον Κατηγορούμενο, ενώ της υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση η θέση ότι αν συνέβαιναν όλα αυτά τα οποία υποστήριξε κατά την μαρτυρία της θα είχε προβεί από προηγουμένως σε καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου και όχι μετά από τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα από την κατ’ ισχυρισμό έναρξη των προβλημάτων τους. Αποτέλεσε επίσης βασική θέση της Υπεράσπισης του Κατηγορουμένου κατά την αντεξέταση της ΜΚ1, ότι πίσω από την καταγγελία της κρύβονται άλλα αλλότρια και προφανώς οικονομικά κίνητρα από πλευράς της που αφορούν την περιουσία του Κατηγορούμενου, καθώς και ότι υπαίτια για την ρήξη της σχέσης τους στον γάμο τους ήταν αποκλειστικά και μόνο η ίδια επειδή είχε συνάψει άλλη εξωσυζυγική σχέση με άλλο άνδρα. Από την πλευρά της η ΜΚ1 απαντώντας υπέδειξε ότι η ίδια δεν ήταν σε θέση να μιλήσει σε οποιονδήποτε για τα προβλήματα στον γάμο τους νωρίτερα καθότι δεν είχε τα ψυχικά αποθέματα και το σθένος να το πράξει, υποστηρίζοντας ότι αυτό το απέκτησε μετά από τα όσα της είχαν συμβεί σε σχέση με την επέμβαση που είχε υποβληθεί  αναγκαζόμενη έτσι να αποκτήσει την δύναμη να το πράξει με την βοήθεια και των συναντήσεων που είχε μαζί  με την ψυχολόγο της.

 

Πέραν των πιο πάνω, η ΜΚ1 ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος την εξανάγκασε να παίρνει ηρεμιστικά και πιο συγκεκριμένα τα φάρμακα με την ονομασία Clomentin, για να μπορεί να της επιβληθεί και να την μεταχειριστεί όπως ο ίδιος ήθελε, καθότι η ίδια όπως εξήγησε πίστευε ότι ο Κατηγορούμενος την ήθελε να είναι πιο ευάλωτη ούτως ώστε να μην μπορεί να έχει την δική της άποψη και κρίση. Γι’ αυτό και σύμφωνα με την ΜΚ1 ο Κατηγορούμενος σε την είχε εξαναγκάσει μεθοδευμένα να μεταβεί μαζί του στον προσωπικό του γιατρό, δήθεν για δικές τους ιατρικές εξετάσεις αναφορικά με τον προστάτη του, ούτως ώστε να την πείσει να λαμβάνει φάρμακα. Περαιτέρω η ΜΚ1 ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος την παρακολουθούσε συνεχώς, καθότι η ίδια εντόπισε συσκευές μηχανισμού παρακολούθησης στην κατοικία που διέμεναν όπως συσκευή ηχογράφησης την οποία ο Κατηγορούμενος είχε παραγγείλει από την Κίνα καθώς και ότι ο Κατηγορούμενος ήθελε να της εγκαταστήσει και στο αυτοκίνητο της συσκευή εντοπισμού την οποία βεβαίως όπως ανέφερε ουδέποτε εντόπισε και έτσι η ίδια οδηγούσε χωρίς να την νοιάζει. Σε ότι αφορά τις συσκευές παρακολούθησης η ΜΚ1 ισχυρίστηκε ότι είχε εντοπίσει το κουτί της συσκευής το οποίο και έδειξε στον αδερφό του Κατηγορούμενου καθώς και ότι το γεγονός αυτό το είχε αναφέρει και στους δικηγόρους της, οι οποίοι την συμβούλευσαν να μην το καταγγείλει στην αστυνομία.  

 

Αντεξεταζόμενη η ΜΚ1 από την πλευρά της Υπεράσπισης αμφισβητήθηκε έντονα για τα όσα ισχυρίστηκε εις βάρος του Κατηγορούμενου. Η ΜΚ1 κατά την αντεξέταση της κλήθηκε να αναγνωρίσει και αναγνώρισε τα μηνύματα που αντάλλαζε μαζί με τον Κατηγορούμενο , Τεκμήρια 7 και 8 ενώ της υποδείχθηκε και η ηλεκτρονική επικοινωνία που είχαν μεταξύ τους περί τον μήνα Απρίλιο του 2022 την οποία και επίσης αναγνώρισε. Ερωτώμενη στην συνέχεια από την Υπεράσπιση για το πώς είναι λογικό και δυνατό ενώ η ιδία υπόκειτο αυτή την βάναυση και καταπιεστική συμπεριφορά εκ μέρους του Κατηγορούμενου καθ’ όλη την διάρκεια του γάμου τους αυτή να την ανέχεται, αλλά και πως είναι δυνατό κάτι τέτοιο να μην προκύπτει από το περιεχόμενο των γραπτών μηνυμάτων και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που είχαν μεταξύ τους. Η ΜΚ1 απαντώντας στην πιο πάνω ερώτηση ισχυρίστηκε ότι αναγκαζόταν να μιλά ωραία στον Κατηγορούμενο γιατί δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη μαζί του καθότι φοβόταν τις αντιδράσεις του χαρακτηρίζοντας τον ως απρόβλεπτο. Όπως η ΜΚ1 υπέδειξε κατά την μαρτυρία της η ίδια δεν ένιωθε πλέον λόγω της καταπιεστικής και εκφοβιστικής συμπεριφοράς τους, καθόλου ασφαλής μαζί του.

 

Σε ότι αφορά την καταγγελία στην οποία προέβηκε στις 13/06/22, η ΜΚ1 υπέδειξε ότι ενώ η ίδια απουσίαζε στο εξωτερικό ενημερώθηκε από την μεγάλη της την θυγατέρα της, ότι ο Κατηγορούμενος της είπε ότι είχε πλέον πρόσβαση επικοινωνία της βλέποντας έτσι τα προσωπικά της μηνύματα της και ότι είναι τελειωμένη. Τότε η ίδια ανέφερε επικοινώνησε με τον δικηγόρο της ο οποίος και την συμβούλευσε ότι θα έπρεπε να μεταβεί στην αστυνομία και να προβεί σε σχετική καταγγελία. Περαιτέρω αντεξεταζόμενη ανέφερε ότι όταν έφτασε στην Κύπρο στις 13/06/22 και τηλεφώνησε στην θυγατέρα που είχε αποκτήσει μαζί με τον Κατηγορούμενο, η τελευταία της ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος πήρε τα ρούχα από το δωμάτιο της και τα είχε μεταφέρει σε ένα άλλο δωμάτιο αποστέλλοντας της και σχετικές φωτογραφίες. Τότε επειδή η ίδια φοβήθηκε και πίστεψε ότι ο Κατηγορούμενος κάτι κακό της ετοιμάζει, όπως για παράδειγμα να της πάρει την κόρη ή να της δημιουργήσει κάποιο μεγάλο πρόβλημα, επικοινώνησε με τον δικηγόρο της ο οποίος της προέτρεψε να μεταβεί στην αστυνομία και να καταγγείλει τον Κατηγορούμενο.

 

Σύμφωνα επίσης με την ΜΚ1 όταν γύρισε στο σπίτι της, ο Κατηγορούμενος είχε ήδη αλλάξει κλειδαριά ενώ η κατάσταση που επακολούθησε κατά τις επόμενες ημέρες στο σπίτι δεν ήταν καθόλου καλή. Η ΜΚ1 αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση αναφορικά με την θέση της για την αλλαγή της κλειδαριάς,  αφού της υποβλήθηκε η θέση ότι πράγματι ο Κατηγορούμενος είχε αλλάξει την κλειδαριά στο σπίτι τους επειδή όμως  κλειδώθηκε έξω από το σπίτι ενώ μάλιστα ο ίδιος στην συνέχεια της έδωσε και κλειδιά του σπιτιού τους. Η ΜΚ1 απαντώντας ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος αναγκάστηκε να της δώσει τελικά κλειδιά ενόψει του ότι μετέφερε την θυγατέρα τους στο σχολείο.

 

Ως ΜΚ2 κλήθηκε και κατάθεσε ο Λοχ. ΧΧΧΧ. Χ. ΧΧΧΧΧ ο οποίος έλαβε μέρος στην διερεύνηση της υπόθεσης. Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΚ2 αναγνώρισε ως Τεκμήριο 9 την γραπτή του κατάθεση, ενώ ως Τεκμήριο 10 την ανακριτική κατάθεση που λήφθηκε από τον Κατηγορούμενο στην αστυνομία.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ2 κλήθηκε να αναφέρει τις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά την διερεύνηση της υπόθεσης ενώ ερωτήθηκε παράλληλα για το κατά πόσο κάλεσε καθ’ οιονδήποτε χρόνο την ΜΚ1 για να δώσει οποιαδήποτε συμπληρωματική κατάθεση. Ο ΜΚ2 αναφέρθηκε στις ενέργειες του, ενώ απαντώντας υπέδειξε ότι ουδέποτε κάλεσε την ΜΚ1 για σκοπούς λήψης και άλλης κατάθεσης.

 

Η ΜΚ3 επίσης κατά τον επίδικο χρόνο υπηρετούσε στο Κλιμάκιο Βίας της Οικογένειας του ΤΑΕ Πάφου. Η γραπτή της κατάθεση αποτελεί το Τεκμήριο 13, Η ΜΚ3 αντεξεταζόμενη ερωτήθηκε για το κατά πόσο ήταν το πρόσωπο που είχε λάβει την γραπτή κατάθεση της ΜΚ1. Η ΜΚ3 απαντώντας θετικά εξήγησε ότι η ΜΚ1 προσήλθε χωρίς την συνοδεία δικηγόρου καθώς και ότι προέβηκε σε σχετική ενημέρωση προς την ίδια σχετικά με το τι συνιστά το κλιμάκιο Βίας στη Οικογένεια, παραδίδοντας της σχετικά έντυπα για ενημέρωση ενώ την ενημέρωσε παράλληλα και για το κατά πόσο ήθελε να επισκεφθεί γιατρό. Επίσης την πληροφόρησε και για τα δικαιώματα της ως γυναίκα.

 

Αντεξεταζόμενη η ΜΚ3 ερωτήθηκε από την Υπεράσπιση για το κατά πόσο η ΜΚ1 κλήθηκε από την ίδια για να προσέλθει στην αστυνομία με σκοπό να της ληφθεί συμπληρωματική κατάθεση. Η ΜΚ3 απάντησε αρνητικά ενώ ερωτώμενη υπέδειξε τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες λήφθηκε το γραπτό της παράπονο εναντίον του Κατηγορούμενου. Η ΜΚ3 αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι η ΜΚ1 της είχε αναφέρει και άλλα περιστατικά τα οποία σχετίζονταν με εγκληματική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εις βάρος της χωρίς αυτά να τα έχει καταγράψει.

 

Μαρτυρία Κατηγορουμένου

 

Από την αντίπερα όχθη, ο Κατηγορούμενος καταθέτοντας ενόρκως υποστήριξε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή για το πως ο γάμος αλλά και η σχέση του μαζί με την ΜΚ1 κλονίστηκε και στην συνέχεια κατέρρευσε παταγωδώς. Ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι η αποκλειστική αιτία των προβλημάτων που προέκυψαν στον γάμο τους δεν ήταν το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε και δη η έλλειψη στυτικής λειτουργίας των γεννητικών του οργάνων αλλά το γεγονός ότι η ΜΚ1 είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση με άλλο άνδρα την οποία και ο ίδιος ανακάλυψε υπό τις περιστάσεις που εξήγησε αφού μάλιστα αμέσως μετά η ΜΚ1 του το παραδέχτηκε.

Ο Κατηγορούμενος υιοθέτησε  αρχικά ως μέρος της κυρίως εξέτασης του το περιεχόμενο της ανακριτικής του κατάθεσης, Τεκμήριο 10, ενώ κατέθεσε στο Δικαστήριο και την γραπτή  δήλωση που ετοίμασε, Τεκμήριο 14. Κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ο Κατηγορούμενος, αναφέρθηκε στο ιστορικό με βάση το οποίο είχε προκληθεί η ρήξη στην σχέση του αλλά και στον γάμο του με την ΜΚ1, ενώ αρνήθηκε κατηγορηματικά τα όσα η ΜΚ1 έχει προσάψει εναντίον του υποστηρίζοντας την θέση ότι τόσο τα μηνύματα τα οποία αντάλλαζαν μεταξύ τους πριν από την καταγγελία της όσο και μετά, Τεκμήρια 7 και 8, αλλά και τα Τεκμήρια 5 και 6 τα οποία κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και αφορούν την ηλεκτρονική επικοινωνία τους, αναιρούν παταγωδώς και τους ισχυρισμούς της αναφορικά με ότι ο ίδιος την καταπίεζε και την παρενοχλούσε με τον τρόπο που υπέδειξε, τόσο στην προσωπική της ζωή όσο και σεξουαλικά. 

 

Περαιτέρω ο Κατηγορούμενος υπέδειξε κατά την μαρτυρία του ότι τα όσα η ΜΚ1 ανέφερε στο Δικαστήριο περί του εντοπισμού εντός της κατοικίας τους συσκευών παρακολούθησης, αποτελούν δικές της ανακρίβειες και ψεύδη αφού το μόνο που ο ίδιος έπραξε ήταν όντως να εγκαταστήσει συσκευή συναγερμού με κάμερα στην εξώπορτα της κατοικίας τους λόγω του ότι το σπίτι τους είχε  στο παρελθόν διαρρηχθεί. Σε ότι αφορά την συσκευή εντοπισμού GPS στο αυτοκίνητο της ΜΚ1, o Kατηγορούμενος επίσης αρνήθηκε ότι είχε πράξει οτιδήποτε τέτοιο αναφέροντας όμως ότι όντως ζήτησε από την ΜΚ1 να ενεργοποιήσει στην συσκευή του τηλεφώνου της την εφαρμογή «find my i phone» για να γνωρίζει που βρίσκεται καθότι δεν της είχε πλέον εμπιστοσύνη.  Όπως ο Κατηγορούμενος υπέδειξε κατά την μαρτυρία του, ο λόγος που είχε εγκαταστήσει σύστημα συναγερμού και κάμερες αφορούσε απλά και μόνο λόγους ασφαλείας της οικίας τους και σε καμία περίπτωση για να την παρακολουθεί ενώ ανέφερε ότι από την πλευρά της η ΜΚ1 όταν το είχε αντιληφθεί παρανόησε και φώναζε.

 

Περιπλέον ο Κατηγορούμενος, επιχειρώντας να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της ΜΚ1 περί της σεξουαλικής της κακοποίησης, αποδέχτηκε ότι όντως η ΜΚ1 τον αυτοικανοποιούσε δια της μεθόδου του αυνανισμού, υποστηρίζοντας όμως ότι αυτό γινόταν συναινετικά και πάντοτε με την δικής της συγκατάθεση. Σε ότι  αφορά την αγορά σεξουαλικών βοηθημάτων, ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι αυτά τα είχε αγοράσει η ΜΚ1 από την Ρωσία ενώ αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ουδέποτε την υποχρέωσε να εισχωρήσει σεξουαλικό βοήθημα εντός του κόλπου της κατά την στιγμή μάλιστα που η ίδια είχε υποστεί χειρουργική επέμβαση και ανάρρωνε. Ο Κατηγορούμενος συγκεκριμένα υπέδειξε ότι  ουδέποτε δεν θα μπορούσε να πράξει οτιδήποτε τέτοιο καθότι αυτό θα ήταν εντελώς παρανοϊκό αφού ενόψει του ότι ο ίδιος είχε πλήρη αντίληψη ότι η ΜΚ1 είχε υποβληθεί σε σοβαρή χειρουργική επέμβαση στην περιοχή της κοιλιάς της. Ο Κατηγορούμενος επίσης αντεξεταζόμενος ουδέποτε αρνήθηκε ότι πράγματι είχε μεταφέρει την ΜΚ1 στο ιατρείο του ΜΥ1 με σκοπό να την βοηθήσει αφού βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, αρνούμενος βεβαίως ότι το έπραξε μεθοδευμένα όπως και η ΜΚ1 ισχυρίστηκε.  

 

Περαιτέρω ο Κατηγορούμενος υπέδειξε κατά την μαρτυρία του, ότι η ΜΚ1 λίγες ημέρες πριν από την καταγγελία της και ενώ βρισκόταν στην Ρωσία για θεραπευτικούς λόγους του είχε αποστείλει σχετικό γραπτό μήνυμα με το οποίο του ζητούσε να συνάψουν νέα συμφωνία για τον γάμο τους αλλά και μήνυμα με το οποίο του ζητούσε να μετακομίσει από το σπίτι, ενώ σε ότι αφορά τον ισχυρισμό της ότι στην αστυνομία προέβηκε ενόψει του ότι ο ίδιος είχε πετάξει τα ρούχα της από το δωμάτιο και ότι μάλιστα είχε αλλάξει και την κλειδαριά του σπιτιού τους με σκοπό να την βγάλει έξω από το σπίτι όπως η ίδια ισχυρίστηκε, γεγονότα τα οποία  είχε πληροφορηθεί δήθεν από την θυγατέρα της ενόψει του ότι η ίδια απουσίαζε στο εξωτερικό, από την πλευρά του ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε είχε προβεί σε μια τέτοια ενέργεια αλλά αυτό που είχε πράξει ήταν να αλλάξει την κλειδαριά του σπιτιού καθότι είχε κλειδωθεί έξω από το σπίτι αφού το κλειδί εκ παραδρομής το είχε αφήσει τοποθετημένο πάνω στην συγκεκριμένη κλειδαριά εσωτερικά της κλειδαριάς και έτσι δεν μπορούσε να εισέλθει εντός του σπιτιού.

 

Αποτέλεσε βασικό ισχυρισμό του Κατηγορούμενου κατά την μαρτυρία του, ότι το θύμα στην συγκεκριμένη περίπτωση σχετικά με την κατάσταση η οποία και επικρατούσε στον γάμο του μαζί με την ΜΚ1 ήταν ο ίδιος, καθότι πέραν του ότι η ΜΚ1 είχε συνάψει άλλη εξωσυζυγική σχέση γεγονός το οποίο και του είχε παραδεχτεί στα γραπτά μηνύματα που αντάλλαζαν μεταξύ τους, η ίδια ουδέποτε είχε μεταμεληθεί για την πράξη της με αποτέλεσμα ο ίδιος να υποστεί ψυχολογική βία και αναστάτωση, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να αντιληφθεί αυτήν την σκοτεινή πλευρά της προσωπικότητας της παρόλο που ο ίδιος την είχε εμπιστευτεί.

 

Ο ΜΥ1 κλήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης με σκοπό να καταθέσει αναφορικά με την συνάντηση που είχαν μαζί του ο Κατηγορούμενος μαζί με την ΜΚ1 στο γραφείο του, κατά την οποία η τελευταία ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος εμμέσως πλην σαφώς ανέφερε στον ΜΥ1 ότι η ΜΚ1 αντιμετωπίζει σοβαρό ψυχολογικό πρόβλημα και ότι χρήζει θεραπείας με σκοπό να της χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή.

 

Ο ΜΥ1 κατά την κυρίως εξέταση του αναφέρθηκε στα προσόντα και την εμπειρία του, ενώ παράλληλα υπέδειξε ότι ήταν ο προσωπικός ιατρός της οικογένειας του Κατηγορούμενου συμπεριλαμβανομένου και της ΜΚ1. Μάλιστα εξήγησε ότι με την ΜΚ1 και την θυγατέρα τους είχε συχνότερη επαφή παρά μαζί με τον Κατηγορούμενο ο οποίος για μεγάλο χρονικό διάστημα απουσίαζε στο εξωτερικό. Σε ότι αφορά την συνάντηση στο ιατρείο τους, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι υπήρχαν μεταξύ του Κατηγορούμενου και της ΜΚ1 αλληλοκατηγορίες για τον γάμο τους ενώ ο ίδιος διαπίστωσε από την επικοινωνία που είχε μαζί της ότι δεν βρισκόταν σε καθόλου καλή ψυχολογική κατάσταση και έτσι της συνέστησε να λάβει αντικαταθλιπτική αγωγή και ηρεμιστικά, γεγονός για το οποίο και η ίδια συμφώνησε.

 

Ο ΜΥ1 αντεξεταζόμενος δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής αφού ερωτήθηκε μόνο για διευκρινιστικά ζητήματα αναφορικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η μεταξύ τους συνάντηση καθώς και η χορήγηση φαρμάκων προς την ΜΚ1.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία και ευχέρεια να παρακολουθήσει με κάθε δυνατή προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του. Με κριτήρια την όλη στάση και συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης καθώς και το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους, σε συνυφασμό με τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί στη δίκη, το Δικαστήριο προχωρεί στην αξιολόγηση τους, πάντοτε με πλήρη επίγνωση ότι η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και αποσυναρτημένα του επιπέδου απόδειξης με δείχτη το στάδιο από το οποίο ανέκυψε, την πηγή των γνώσεων τους, στο βαθμό που αυτές αφορούσαν τα επίδικα γεγονότα, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος, τις ευκαιρίες που είχαν για να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους, την ειλικρίνεια τους και την ύπαρξη σε αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών εγγενών αντιφάσεων (βλέπε κυπριακό νομικό σύγγραμμα ‘Το Δίκαιο της Απόδειξης’ του Τάκη Ηλιάδη σελίδες 24 και 215, Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, Λάρκου v. Παναγή (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 447 και Ζαμπάς v. A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 820). Στη συνέχεια και κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στα σημεία της μαρτυρίας, που στηρίζεται η κρίση του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία ή μη της μαρτυρίας αυτής και κατά λογική συνέχεια για την αποδοχή ή απόρριψή της είτε στην ολότητα της είτε σε μέρος αυτής (Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1  C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256).

 

Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).

Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, υπό την έννοια πως δεν απομονώνονται τα λεγόμενα του κάθε μάρτυρα από το συνολικό πλαίσιο της μαρτυρίας στη δίκη. Μπορεί η αξιολόγηση του κάθε μάρτυρα να είναι ατομική, δηλαδή να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα της και την πειστικότητά της, όμως θα πρέπει τα όσα αναφέρονται από τον κάθε μάρτυρα να συναρτώνται, να αντιπαραβάλλονται και να συγκρίνονται με τα λεγόμενα των λοιπών μαρτύρων και έτσι να διερευνάται η αντικειμενικότητα των εκατέρωθεν εκδοχών (Μουσταφά ν. Καυκαρή, Πολιτική Έφεση 10705 ημερ. 08.02.2002, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68 και Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).

 

Επίσης, το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί την μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στην ολότητα της είτε μέρος της, η οποία ασκείται στη βάση των αρχών που το Εφετείο επισήμανε στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 219/2012, ημερ. 29.11.13.

 

Αντικρίζοντας την μαρτυρία της  ΜΚ1 με γνώμονα το προαναφερόμενο νομικό πλαίσιο, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει, στα πλαίσια του ζητήματος της αξιολόγησης, θέματα ειδικά για περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων και είναι αυτό του άμεσου (πρώτου) παραπόνου και της παρουσίασης ενισχυτικής μαρτυρίας, η οποία να είναι αξιόπιστη και να επαληθεύει την μαρτυρία της παραπονούμενης, που επίσης να κρίνεται αξιόπιστη (Παρμαξής Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224 και Παπαδήμας v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 251).

 

Οι λεπτομέρειες άμεσου παραπόνου δύναται να προσαχθούν ως απόδειξη από την Κατηγορούσα Αρχή. Τέτοια δυνατότητα έχει θεσμοθετηθεί και ειδικότερα παρέχεται μέσα από τις πρόνοιες του άρθρου 10 του Κεφ.9 μετά των συναφών τροποποιήσεων. Πρώτο παράπονο εντός της έννοιας του προαναφερόμενου άρθρου προϋποθέτει την προώθηση παραπόνου ή δήλωσης αμέσως μετά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος προς το πρόσωπο που θεωρείται ότι ήταν φυσικό η παραπονούμενη να αποταθεί.  Τέτοιο παράπονο ή δήλωση πρέπει να έχει την ταυτότητα του αυθόρμητου και έτσι να γίνεται σε ανύποπτο χρόνο. Η σημασία του πρώτου παραπόνου τονίστηκε στην υπόθεση Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 1.

Προεκτείνοντας την έννοια του άμεσου παραπόνου έχει λεχθεί στην υπόθεση Αντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 ότι το Δικαστήριο πρέπει να είναι δεκτικό στην ολοένα και πλέον αποδεκτή και συγκλίνουσα θέση, ότι τα θύματα των σεξουαλικών επιθέσεων βιώνουν μια πληθώρα ψυχολογικών μετατραυματικών εμπειριών που αναμφίβολα επηρεάζουν και την δυνατότητα τους να υποβάλουν άμεσα το παράπονο τους, αλλά και τη δυνατότητα τους να λειτουργούν και να αντιδρούν πάντοτε κατά τρόπο που εκλογικευμένα θα θεωρείτο αναμενόμενος. Είναι γι' αυτό το λόγο που στην υπόθεση Brierley v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 101/2011, ημερομηνίας 19.07.12 παράπονο που υπεβλήθηκε εντός 15 ωρών από το βιασμό εντάχθηκε στην κατηγορία του πρώτου παραπόνου.

 

Εκτός όμως από άμεσο παράπονο στα πλαίσια απόδειξης σεξουαλικών αδικημάτων, όπως η υπό εκδίκαση 5η κατηγορία, που αφορά σε κατ’ ισχυρισμό σεξουαλική παρενόχληση, χρειάζεται η προσκόμιση ενισχυτικής μαρτυρίας. Ενισχυτική μαρτυρία μπορεί να θεωρηθεί και το πρώτο παράπονο (Φιλίππου v. Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 341). Παρόλα αυτά η ανάγκη ενίσχυσης της μαρτυρίας της παραπονούμενης από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία αποτελεί μόνο κανόνα πρακτικής και τέτοια μαρτυρία δεν απαιτείται από τη νομοθεσία. Έτσι η καταδίκη μπορεί να θεμελιωθεί στη βάση μόνο της μαρτυρίας της παραπονούμενης αφού προηγουμένως το Δικαστήριο προειδοποιήσει ορθά και κατάλληλα τον εαυτό του για τους κινδύνους που ελλοχεύουν να κριθεί η ενοχή χωρίς ενισχυτική μαρτυρία (Ευμενίου v. Γενικού Εισαγγελέα (2006) 2 Α.Α.Δ. 321 και Aouad v. Δημοκρατίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 90).

 

Στρεφόμενος στην παρούσα υπόθεση δεν εντοπίζω μέσω της μαρτυρία της ΜΚ1 η ίδια να έχει προβεί σε οποιοδήποτε άμεσο παράπονο αλλά ούτε και ότι η μαρτυρία της συνοδεύεται από άλλη ενισχυτική μαρτυρία που να την επιβεβαιώνει.

Είναι όμως εις γνώση του Δικαστηρίου ότι η μη εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 10 του Κεφ.9, καθώς και η ανυπαρξία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν το εμποδίζει να αξιολογήσει τη μαρτυρία της ΜΚ1 και αφού προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τους κινδύνους που ενέχονται, να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής του κατηγορουμένου. Με βάση το σκεπτικό αυτό προχωρώ αμέσως σε αξιολόγηση της μαρτυρίας της.

Η μαρτυρία της ΜΚ1 είναι αδιαμφισβήτητα η πιο βαρύνουσα και ουσιαστική για την απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Συνεπώς και η αποδοχή της ή όχι θα έχει καταλυτική σημασία για την έκβαση της παρούσας απόφασης και θα σφραγίσει την τύχη της, αφού αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα δόθηκε μαρτυρία μόνο από την ίδια.

 

Η ΜΚ1 δεν άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας της και το έχω επιπλέον αντιπαραβάλλει με το υπόλοιπο σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, διαπιστώνοντας ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από πλευράς της, παρουσιάζουν αστάθεια, έλλειψη συνοχής, λογικής και ειλικρίνειας και ως εκ τούτου δεν έχω πειστεί και για τους ισχυρισμούς της ότι πράγματι ο Κατηγορούμενος στον γάμο τους, της είχε συμπεριφερθεί με τον τρόπο που η ίδια ανεπιτυχώς επιχείρησε να του αποδώσει, ούτως ώστε να μπορεί να τον χαρακτηρίζει η εικόνα ενός «τέρατος».  Συγκεκριμένα δεν αποδέχομαι την θέση της ότι ο Κατηγορούμενος της είχε επιτεθεί τόσο σωματικά όσο και σεξουαλικά όπως η ιδία υπέδειξε, αλλά ούτε και ότι την παρενοχλούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο προκαλώντας δυσάρεστα συναισθήματα όπως κυρίως αγωνία και φόβο.

 

Περαιτέρω δεν έχω πειστεί ούτε και ότι η καταγγελία της ΜΚ1 εναντίον του Κατηγορούμενου έγινε με αγνές και ειλικρινείς από πλευράς της προθέσεις, δήθεν διότι η συμπεριφορά του προς την ίδια είχε γίνει τόσο ενοχλητική και καταπιεστική με αποτέλεσμα να μην μπορεί άλλο να τον αντέξει και έτσι να αναγκαστεί να τον καταγγείλει. Ειδικότερα ο ισχυρισμός της ΜΚ1 ήταν ότι μετέβηκε ευθύς αμέσως στην αστυνομία για να καταγγείλει τον Κατηγορούμενο μετά από την επιστροφή της από την Ρωσία στην Κύπρο, καθότι είχε πληροφορηθεί από την θυγατέρα της την μεγάλη ότι ο Κατηγορούμενος απέκτησε πρόσβαση στα προσωπικά της δεδομένα καθώς και ότι στην συνέχεια πληροφορήθηκε από την θυγατέρα την οποία είχε αποκτήσει μαζί με τον Κατηγορούμενο, ότι είχε μεταφέρει τα προσωπικά της αντικείμενα από το δωμάτιο της σε ένα άλλο δωμάτιο του σπιτιού τους με αποτέλεσμα η ίδια να θεωρήσει ότι ο Κατηγορούμενος της ετοιμάζει κάτι κακό.  Σημειώνεται επίσης ότι σύμφωνα με την ΜΚ1 και τα όσα ανέφερε επί της γραπτής της κατάθεσης Τεκμήριο 1, ο Κατηγορούμενος κατά τον τελευταίο μήνα και ενώ η ίδια βρισκόταν στην Ρωσία, της ασκούσε έλεγχο από το τηλέφωνο όλη την ώρα και της προκαλούσε ψυχολογική βία.

 

 

Εξετάζοντας λοιπόν τους πιο πάνω ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την ΜΚ1, θα πρέπει καταρχήν να αναφέρω ότι μεταξύ των λόγων που προβλήθηκαν από πλευράς της αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να καταγγείλει τον Κατηγορούμενο, δεν υπάρχει ούτε συνοχή αλλά ούτε και λογική. Και αυτό διότι μέσα από το περιεχόμενο της γραπτής της κατάθεσης, δηλαδή του Τεκμηρίου 1, η ίδια ουδέποτε αναφέρθηκε σε οτιδήποτε που να αφορά είτε την πληροφόρηση που είχε εκ μέρους της μίας θυγατέρας της αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό πρόσβαση του Κατηγορούμενου στα προσωπικά της δεδομένα αλλά ούτε και σε οτιδήποτε που να αφορά την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εντός της κατοικίας τους ενώ η ίδια απουσίαζε, δηλαδή  την μεταφορά των προσωπικών της αντικειμένων σε άλλο δωμάτιο αλλά σε κατ’ ισχυρισμό επιθετική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου στο παρελθόν εναντίον της ίδιας καθώς και στην κατ’ ισχυρισμό σεξουαλική της κακοποίηση για τα οποία βεβαίως καμία απολύτως αναφορά δεν προκύπτει μέσα από το περιεχόμενο των γραπτών μηνυμάτων τα οποία αντάλλαζαν κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε πριν από την καταγγελία της.  Τουναντίον, αυτό που φαίνεται να προκύπτει μέσα από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7, είναι ότι η ΜΚ1 την 10/06/22 ζήτησε από τον Κατηγορούμενο να εγκαταλείψει την κατοικία που διέμεναν και να πάει να μείνει σε άλλο σπίτι που διέθετε ούτως ώστε να ζουν ξεχωριστά, ενώ όταν η ίδια αντιλήφθηκε την άρνηση του Κατηγορουμένου να συγκατατεθεί με την συγκεκριμένη πρόταση, σταμάτησε κατά παράξενο τρόπο να έχει οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία μαζί του, για χρονικό διάστημα τριών ημέρων, μέχρι δηλαδή και την καταγγελία της στην αστυνομία.

 

Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι η καταγγελία της ΜΚ1 εναντίον του Κατηγορούμενου δημιουργεί δίχως άλλο ένα σκιώδες σκηνικό αλλά και σωρεία ερωτηματικών αναφορικά με την ειλικρίνεια των όσων ανέφερε τόσο ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και στην γραπτή της κατάθεση, αναφορικά με τους λόγους της καταγγελίας της αφού συν τοις άλλοις ενώ από την μια η ίδια κατάγγειλε τον Κατηγορούμενο ότι τον φοβόταν και ότι της είχε επιτεθεί και την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά, από την άλλη μετά από την καταγγελία της δεν δίστασε να επιστρέψει ξανά στην κατοικία στην οποία διέμεναν και να συνεχίσει να ζει μαζί με τον Κατηγορούμενο μέχρι και την στιγμή που αποτάθηκε στην αστυνομία και στην συνέχεια στο Δικαστήριο, πετυχαίνοντας έτσι την έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού του ίδιου από την κατοικία τους.   

 

Σύμφωνα επίσης με το περιεχόμενο των Τεκμηρίων  5 – 8 τα οποία είναι καταγεγραμμένα σε αντιληπτή για το Δικαστήριο γλώσσα, ήτοι στην Αγγλική, προκύπτει ξεκάθαρα συν τοις άλλοις ότι τα όσα η ΜΚ1 προσπάθησε να αποδώσει στον Κατηγορούμενο, ότι δηλαδή είναι μια παρανοϊκή και ψυχοπαθητική προσωπικότητα, να μην επιβεβαιώνονται αλλά τουναντίον να διαψεύδονται τόσο μέσα από τα ίδια τα λεγόμενα της ίδιας της ΜΚ1 όσο και του Κατηγορούμενου κατά τις πολυάριθμες συνομιλίες που αντάλλαζαν μεταξύ τους επί καθημερινής βάσης. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται ξεκάθαρα ότι η ΜΚ1 επιχειρούσε δια καως να πείσει τον Κατηγορούμενο στην σύναψη ενός νέου συμβολαίου γάμου ή ακόμη και στην διατήρηση ενός ανοιχτού γάμου, ενώ σε αντίθετη περίπτωση που ο Κατηγορούμενος διαφωνούσε θα έπρεπε την λύση του γάμου τους να την αναλάβουν δικηγόροι κάτι για το οποίο θα υπήρχε και οικονομικό κόστος. Περαιτέρω προκύπτει επίσης ότι, ενώ η ΜΚ1 παραδέχεται την σύναψη άλλη εξωσυζυγικής σχέσης με άλλον άνδρα και απολογείται για το γεγονός αυτό προς τον Κατηγορούμενο, γεγονός το οποίο ενόρκως είχε αρνηθεί κατηγορηματικά, παράλληλα τον ευχαριστεί και για τα όσα της πρόσφερε στην ζωή που είχαν μεταξύ τους δείχνοντας κατά τον τρόπο αυτό ότι τα όσα ισχυρίστηκε αναφορικά με την συμπεριφορά του ενόρκως να μην βρίσκουν λογική και έρεισμα.

 

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος της καταγγελίας στην οποία προέβηκε η ΜΚ1, σε σχέση δηλαδή με την κατ’ ισχυρισμό σωματική επίθεση που είχε δεχτεί , παρατηρώ ότι ενώ η ΜΚ1 στην γραπτή της κατάθεση, Τεκμήριο 1, ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος της είχε επιτεθεί περί τις αρχές Μαρτίου του 2022 σπρώχνοντας την με το στήθος του στο στήθος της, κατά την προφορική της μαρτυρία διαφοροποίησε επίσης ουσιωδώς τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της, υποστηρίζοντας κατηγορηματικά ότι ο Κατηγορούμενος της είχε επιτεθεί πέραν της μίας φοράς, δηλαδή τρείς συνολικά διαφορετικές φορές κατά τον ίδιο τρόπο βάζοντας δηλαδή τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και σπρώχνοντας την με το στήθος του στο στήθος της ούτως ώστε να μην της αφήσει και σημάδια. Μάλιστα η ΜΚ1 ανέφερε ότι οι δύο πρώτες επιθέσεις εναντίον της, διενεργήθηκαν πριν ακόμη η ίδια υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση, ενώ σε ότι αφορά την τελευταία φορά που έλαβε χώρα αυτή ότι ήταν περί τις αρχές Μαρτίου του 2022. Σε ότι αφορά τον πιο πάνω αριθμό των επιθέσεων που δέχτηκε, η ΜΚ1 υποστήριξε ενόρκως ότι  ο λόγος που δεν αναφέρθηκε στην γραπτή της κατάθεση και για τα τρία αυτά διαφορετικά περιστατικά, ήταν επειδή αυτό στο οποίο αναφέρθηκε και έγινε περί τις αρχές Μαρτίου του 2022 ήταν για την ίδια και το πιο επίπονο καθότι αυτό έλαβε χώρα αμέσως μετά από την χειρουργική της επέμβαση ενόσω μάλιστα η ίδια όπως ισχυρίστηκε είχε και στο σώμα της πληγές, προσθέτοντας μάλιστα ότι για όλα τα άσχημα περιστατικά που συνέβαιναν στο σπίτι της μαζί με τον Κατηγορούμενο πριν από την διάγνωση της με καρκίνο, δεν ήταν σε θέση να τα συζητήσει καθότι δεν είχε το απαραίτητο σθένος και ένιωθε αδύναμη. Σε ότι αφορά το ίδιο ζήτημα η ΜΚ1 ισχυρίστηκε ενόρκως ότι ο λόγος που ο Κατηγορούμενος άρχισε να είναι επιθετικός μαζί της και να την σπρώχνει ήταν επειδή ακριβώς αντιλήφθηκε ότι μετά από την επέμβαση της, η ίδια δεν θα είχε σεξουαλικές επαφές μαζί του και έτσι «τρελάθηκε» ενώ από την άλλη στην γραπτή της κατάθεση ανέφερε αρχικά κάτι εντελώς διαφορετικό για τον Κατηγορούμενο, ότι δηλαδή παρά το γεγονός ότι αυτός ήταν επιθετικός ουδέποτε την χτύπησε ενώ αμέσως μετά ισχυρίστηκε ότι σε μια μόνο περίπτωση την είχε σπρώξει.

 

Υπό το φως των ανωτέρω λεχθέντων, και με όλο τον σεβασμό προς την ΜΚ1 οι πιο πάνω ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από την πλευράς της δεν παρουσιάζουν ούτε πειστικότητα, ούτε συνοχή αλλά ούτε και κυρίως λογική. Τουναντίον χαρακτηρίζονται από ασάφεια και έλλειψη ειλικρίνειας και ως εκ του αποτελέσματος δεν γίνονται από το Δικαστήριο αποδεχτοί και απορρίπτονται. Και αυτό γιατί δεν είναι δυνατόν αφού από την μια η θέση της ΜΚ1 ήταν ότι ο Κατηγορούμενος άρχισε να της επιτίθεται επειδή αντιλήφθηκε μετά την επέμβαση της ότι δεν θα έκανε σεξ μαζί του και τρελάθηκε, από την άλλη την να υποστηρίζει ότι οι δύο πρώτες επιθέσεις εναντίον της διενεργήθηκαν χρονικά πριν ακόμη η ίδια έχει υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Επίσης εντύπωση και ο ισχυρισμός της στην γραπτή της κατάθεση ότι ο Κατηγορούμενος παρά το γεγονός ότι ήταν επιθετικός ουδέποτε την είχε χτυπήσει. Περαιτέρω δεν είναι πειστικός ούτε και ο ισχυρισμός της ότι ο λόγος που ανέφερε μόνο  το περιστατικό που συνέβηκε τον Μάρτιο του 2002 ήταν γιατί αυτό ήταν και το πιο επίπονο επειδή δήθεν ακολούθησε αμέσως μετά την χειρουργική της επέμβαση, ενώ από την άλλη να προκύπτει μέσα από τις θέσεις της ότι σε χειρουργική επέμβαση είχε υποβληθεί περί τον μήνα Οκτώβριο του 2021, δηλαδή  πέντε και πλέον μήνες προηγουμένως.

 

Στρεφόμενος τώρα στο δεύτερο βασικό ισχυρισμό της ΜΚ1, ότι δηλαδή ο Κατηγορούμενος την εξανάγκαζε να χρησιμοποιεί ερωτικά βοηθήματα τόσο πριν από την χειρουργική της επέμβαση όσο και μεταγενέστερα, επίσης θα πρέπει να υποδεχθεί ότι ούτε και ο ισχυρισμός της αυτός μπορεί να γίνει από το Δικαστήριο αποδεκτός, καθότι η θέση της ότι το συγκεκριμένο γεγονός το είχε αναφέρει ευθύς εξ’ αρχής και στην αστυνομία όταν μετέβηκε για να καταγγείλει τον Κατηγορούμενο στις 13/06/22 χωρίς όμως αυτό να καταγραφεί και στην γραπτή της κατάθεση επειδή της αναφέρθηκε από την ΜΚ3 ότι δεν ήταν απολύτως αναγκαίο καθότι θα μπορούσε να λεχθεί από την ίδια με λεπτομέρεια προφορικά στο Δικαστήριο, διαψεύδεται από την ίδια την μαρτυρία της ΜΚ3 η οποία εξήγησε στο Δικαστήριο ότι ουδέποτε ανέφερε στην ΜΚ1 οτιδήποτε τέτοιο καθώς και ότι η ΜΚ1 στην περίπτωση που της θα της ανάφερε τα γεγονότα αυτά εννοείται πως θα καταγράφονταν.   

 

Εξετάζοντας επίσης την θέση της ΜΚ1, ότι ο Κατηγορούμενος την εξανάγκαζε να τον αυτοικανοποιεί με την μέθοδο του αυνανισμού παρά την θέληση της, επίσης έχω διαπιστώσει εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας της ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από πλευράς της αναφορικά και με το εν λόγω ζήτημα, επίσης πάσχουν.  Ειδικότερα οφείλω να αναφέρω ότι η ΜΚ1 ενώ αρχικά υποστήριξε ότι ο Κατηγορούμενος την εξανάγκαζε να τον αυνανίζει με σκοπό να τον ικανοποιεί χωρίς η ίδια να το επιθυμεί, την ίδια στιγμή παράλληλα ανέφερε και κάτι εντελώς το διαφορετικό, ότι δηλαδή η ίδια το έκανε με σκοπό να τον χαλαρώνει και να τον ηρεμεί καθότι ήξερε ότι αυτός ήταν και ο μόνος τρόπος για να είναι ο Κατηγορούμενος πιο ήρεμος χωρίς βεβαίως αυτός να την αγγίζει αφού η ίδια τον άγγιζε. Από την άλλη η ΜΚ1 διαπιστώνεται σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της να αναφέρει και κάτι εντελώς διαφορετικά με τα όσα υποδείχθηκαν πιο πάνω, ότι δηλαδή  ο Κατηγορούμενος έπαιρνε το χέρι της και το τοποθετούσε στα γεννητικά του όργανα εξαναγκάζοντας την έτσι να τον αυνανίσει.   

 

Πέραν των πιο πάνω, εξετάζοντας τον βασικό ισχυρισμό της ΜΚ1 ότι ο Κατηγορούμενος την εξανάγκασε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή με σκοπό να την χειραγωγεί όπως ο ίδιος ήθελε, επίσης θα πρέπει να υποδείξω ότι και αυτός ο ισχυρισμός της ΜΚ1 διαψεύδεται όχι μόνο μέσα από τα όσα υπέδειξε ο Κατηγορούμενος αλλά και από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή από την μαρτυρία του ΜΥ1, ο οποίος εξήγησε με πάσα λεπτομέρεια και σαφήνεια στο Δικαστήριο ότι η φαρμακευτική αγωγή που της χορηγήθηκε ήταν ηρεμιστικά και αντιαγχολητικά φάρμακα για τα οποία η ίδια μάλιστα συμφώνησε να της συνταγογραφηθούν αφού προηγουμένως ερωτήθηκε. Μάλιστα ο ίδιος ο ΜΥ1 αναιρώντας τα όσα η ΜΚ1 ισχυρίστηκε, εξήγησε στο Δικαστήριο τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες έκρινε ότι η ΜΚ1 χρήζει να λάβει θεραπεία και επομένως ούτε και η θέση της ότι ο Κατηγορούμενος μεθοδευμένα προσπαθούσε να της χορηγήσει φάρμακα για να την μεταχειρίζεται όπως ο ίδιος ήθελε δύναται να γίνει αποδεκτή.

 

Γενικά η ΜΚ1 κατά την μαρτυρία της δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς που προέβαλε αναφορικά με την θέση της ότι είχε παραμείνει στον γάμο της παρά την καταπίεση που δεχόταν εξαιτίας του ότι ο Κατηγορούμενος ήταν κακοποιητικός, πιεστικός, ενοχλητικός και απειλητικός μαζί της αμέσως μετά την επέμβαση που είχε υποστεί στον προστάτη του ζώντας έτσι μαζί του μια «κόλαση. Η δε θέση της, ότι η ίδια βρισκόταν σε πολύ ευάλωτη κατάσταση κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και ως εκ τούτου δεν είχε το απαραίτητο ψυχικό σθένος να προβεί σε καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου όπως έπραξε και τον Ιούνιο του 2022, ή έστω και να τον εγκαταλείψει ως ή ίδια άλλωστε πραγματικά επιθυμούσε, δεν τεκμηριώνεται ούτε μέσα από τις συνομιλίες που είχαν μεταξύ τους, δηλαδή τα  Τεκμήρια 5, 6 7 και 8 κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα πριν αλλά και μετά από την καταγγελία της εναντίον του, αλλά ούτε και από οποιαδήποτε άλλου είδους μαρτυρία, όπως για παράδειγμα μαρτυρία ειδικού περί θεμάτων ψυχικής υγείας, η οποία να υποστηρίζει και τα όσα ισχυρίστηκε σχετικά με τον κλονισμό της ψυχικής της Υγείας για την οποία αναφορά θα γίνει αμέσως πιο κάτω.

 

Εντύπωση δε προκαλεί και  η θέση της ΜΚ1 στην γραπτή της κατάθεση, ότι κατά τον τελευταίο μήνα που βρισκόταν για θεραπεία στην Ρωσία, ο Κατηγορούμενος της ασκούσε έλεγχο από το τηλέφωνο συνεχώς καθώς και ότι της προκαλούσε ψυχολογική βία λέγοντας της ότι θα μετανιώσει και ότι θα έπρεπε να επιστρέψει το συντομότερο. Εξετάζοντας τα Τεκμήρια 7 και 8 κάτι τέτοιο δεν διαπιστώνεται. Τουναντίον  ο Κατηγορούμενος μέσα από το περιεχόμενο των μνημάτων που απέστελλε στην ΜΚ1 προσπαθούσε πάση θυσία να αντιληφθεί την αλλαγή στην συμπεριφορά της εκφράζοντας της την μεγάλη απογοήτευση που ένιωθε χωρίς καμία απολύτως πίεση ή εκφοβισμό.

 

Σε ότι αφορά την κατάσταση της ψυχικής της υγείας, επίσης μέσα από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3 το οποίο παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και αναγνωρίστηκε από την ίδια την ΜΚ1, δηλαδή την έκθεση της ψυχολογικής της αξιολόγησης από τον κ. Χρίστο Σταύρου Ειδικό  Ψυχολόγο των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας του Ο.Κ.Υ.Π.Η, επίσης δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται και οι ισχυρισμοί της ΜΚ1 περί του σοβαρού κλονισμού της ψυχικής της υγείας καθότι κατά την εξέταση της δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε συμπτωματολογία σε έκταση και βαθμό που να ικανοποιεί τα διαγνωστικά κριτήρια οποιασδήποτε ψυχικής διαταραχής αλλά το μόνο που εντοπίστηκε ήταν συναισθήματα ανησυχίας για την έκβαση του γάμου της.

 

Τέλος, σχετικά με τον ισχυρισμό της ΜΚ1 ότι ο Κατηγορούμενος της είχε τοποθετήσει συσκευή εντοπισμού στο αυτοκίνητο της επίσης η ΜΚ1 δεν ήταν σαφής στα όσα υποστήριξε, αφού ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι ο Κατηγορούμενος της τοποθέτησε συσκευή εντοπισμού GPS στο όχημα της με σκοπό να την παρακολουθεί από την άλλη η ίδια ανέφερε ότι ουδέποτε εντόπισε να βρίσκεται στο όχημα της εγκατεστημένη μια τέτοιου είδους συσκευή ενώ παράλληλα ανέφερε ότι η ίδια οδηγούσε το αυτοκίνητο χωρίς να την ένοιαζε.

 

Εν πάση περιπτώσει, με βάση όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω, καταλήγω ότι δημιουργούνται μεγάλες αμφιβολίες αναφορικά με την αξιοπιστία της ΜΚ1, ειδικότερα καθ’ όσον αφορά τα γεγονότα όπως η ίδια παρουσίασε στο Δικαστήριο ότι είχαν διαδραματιστεί και έτσι μοιραία αδυνατώ να αποδεχθώ και να στηριχθώ στη μαρτυρία της. Αυτό συμπαρασύρει και τις δύο γραπτές καταθέσεις της τις οποίες ούτε αυτές αποδέχομαι (Μιχαήλ v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 168, Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας, (2010) 2 Α.Α.Δ., 266 και Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 219/2012, ημερομηνίας 29.11.13). Η ΜΚ1 κρίνεται αναξιόπιστη από το Δικαστήριο.

 

Ο ΜΚ2 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία του ήταν τυπικής φύσεως και περιορίστηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά την διερεύνηση της υπόθεσης οι οποίες αφορούσαν στην σύλληψη του Κατηγορούμενου καθώς και στην λήψη ανακριτικής κατάθεσης από τον ίδιο. Τα όσα ανέφερε ο ΜΚ2 στο Δικαστήριο δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση και συνεπώς η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της.

 

Επίσης αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία της ΜΚ3 η οποία κατά την παρουσία της στο Δικαστήριο επίσης άφησε θετική εντύπωση, αφού απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που της τέθηκαν με αμεσότητα και ειλικρίνεια χωρίς καθ’ οιονδήποτε τρόπο να διαφανεί ότι ενήργησε χωρίς αντικειμενικότητα και ή μεροληπτικά είτε υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς κατά την  διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης. Η ΜΚ3 ερωτώμενη κατά την αντεξέταση της για το κατά πόσο η μη αναφορά της ΜΚ1 στην γραπτή της κατάθεση για την διάπραξη και άλλων αδικημάτων από μέρους του Κατηγορούμενου εναντίον της, ήταν επειδή η ίδια της είχε αναφέρει ότι δεν χρειάζεται να καταγραφούν με λεπτομέρεια όλα τα γεγονότα στα οποία αναφέρθηκε επειδή ήταν πολλά και ότι η ίδια θα μπορεί να τα αναπτύξει με μεγαλύτερη λεπτομέρεια στο Δικαστήριο προφορικά, απαντώντας εξήγησε ότι ουδέποτε δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε τέτοιο προς την ΜΚ1 και ότι η τελευταία όσα της ανέφερε τα κατέγραψε και την καταγγελία της.  

 

Ο Κατηγορούμενος επίσης μου άφησε πολύ θετική εντύπωση. Εξετάζοντας το σύνολο της μαρτυρίας του και αφού το έχω αντιπαραβάλλει συν τοις άλλοις με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, διαπίστωσα ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από πλευράς του είχαν συνοχή, πειστικότητα, και ήταν τεκμηριωμένοι σε αντίθεση με αυτούς της ΜΚ1. Ο Κατηγορούμενος τόσο κατά την κυρίως εξέταση του, όσο και κατά την αντεξέταση του, απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, με αμεσότητα ειλικρίνεια και χωρίς κανένα απολύτως δισταγμό. Εξετάζοντας επίσης και το περιεχόμενο των απαντήσεων που έδινε στις ερωτήσεις που του είχαν τεθεί κατά την αντεξέταση του διαπίστωσα ότι σε αυτές δεν εμπεριέχονται οποιουδήποτε είδους υπεκφυγές,  αφού ο Κατηγορούμενος απαντούσε με πλήρη σαφήνεια και λεπτομέρεια την κάθε πτυχή των προβλημάτων που είχε να αντιμετωπίσει και προέκυψαν στον γάμο του μαζί με την ΜΚ1, αντικρούοντας έτσι εμπεριστατωμένα και με πλήρη λεπτομέρεια όλους τους ισχυρισμούς που είχαν προβληθεί εναντίον του από την πλευρά της. Συνεπώς η μαρτυρία του Κατηγορούμενου δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση του αφού οι βασικές του θέσεις παρέμεναν σταθερές και ακλόνητες χωρίς να εντοπίζονται και οποιεσδήποτε ουσιώδης αντιφάσεις. Σε ότι αφορά τις μικροδιαφορές που διαπιστώνονται μεταξύ της μαρτυρίας του Κατηγορούμενου και του ΜΥ1 σχετικά με τα γεγονότα τα οποία εξελίχθηκαν κατά την συνάντηση που είχε μεσολαβήσει στο ιατρείο του στην παρουσία και της ΜΚ1, επίσης θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν πρόκειται για αντιφάσεις ουσίας οι οποίες να μπορούν να κλονίσουν και την αξιοπιστία του, αφής στιγμής η βασική του θέση ότι ο γιατρός ήταν αυτός που έκρινε ορθό να χορηγήσει φαρμακευτική αγωγή στην ΜΚ1 και όχι μεθοδευμένα ο ίδιος ως ήταν και η θέσης της τελευταίας, επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία του ΜΥ1 ενώ από την άλλη η θέση της ΜΚ1 ως προς το σημείο αυτό  διαψεύδεται.

 

Ο Κατηγορούμενος κατά την μαρτυρία του, με πλήρη λεπτομέρεια και περιγραφικότητα, παρέθεσε τόσο προφορικά όσο και δια μέσω της γραπτής του δήλωσης, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες είχε επέλθει η ρήξη στον γάμο του μαζί με την ΜΚ1, χωρίς από την άλλη να έχει διαφανεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι ως προς τα όσα υπέδειξε κατά την μαρτυρία του διακατεχόταν από οποιοδήποτε αλλότριο, εχθρικό ή εκδικητικό κίνητρο εναντίον της, παρά το γεγονός ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς που επέδειξε στον γάμο τους ότι ίδιος είχε υποστεί αναστάτωση, απογοήτευση, στεναχώρια και ταλαιπωρία. Αντιθέτως, αυτό που θα έλεγα ότι διαφάνηκε μέσα από την μαρτυρία του, ήταν ότι ο ίδιος, παρά γεγονός ότι ανακάλυψε ότι η ΜΚ1 είχε συνάψει άλλη εξωσυζυγική σχέση με άλλο τρίτο πρόσωπο, με απώτερο σκοπό να σώσει τον γάμο του και δικαιολογώντας εμμέσως πλην σαφώς την συμπεριφορά της ΜΚ1 εξαιτίας και της ψυχικής αναστάτωσης που είχε υποστεί ένεκα και του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε, με την συμπεριφορά του προς την ίδια έδειχνε υπομονή, ανοχή και συμπαράσταση παρά τον θύμο και την απογοήτευση που είχε νιώσει,  επιχειρώντας έτσι κατ’ αυτό τον τρόπο να σώσει και τον γάμο του χωρίς βεβαίως να είναι σύμφωνος από την άλλη αναφορικά με την σύναψη  μιας νέας συμφωνίας γάμου η ακόμη ενός ανοιχτού γάμου.  

 

Η ειλικρίνεια επίσης του Κατηγορούμενου διαφάνηκε και μέσα από το γεγονός ότι ο ίδιος ουδέποτε κατά την μαρτυρία του δεν φάνηκε να επιχειρεί να αποκρύψει τα όσα πραγματικά είχαν συμβεί κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα που είχε διαρρεύσει στον γάμο του. Ειδικότερα ο Κατηγορούμενος ερωτώμενος  κατά την αντεξέταση του για το κατά πόσο είχε εγκαταστήσει και ή τοποθετήσει οποιεσδήποτε συσκευές παρακολούθησης ούτως ώστε να μπορεί να ελέγχει την ΜΚ1, αρνούμενος το γεγονός αυτό, από την άλλη δεν δίστασε να αποδεχτεί ότι όντως πράγματι της είχε ζητήσει να ενεργοποιήσει την εφαρμογή εντοπισμού με την ονομασία «Find my ι – phone» στο κινητό της τηλέφωνο, ούτως ώστε ο ίδιος να μπορεί να γνωρίζει που θα βρίσκεται, επεξηγώντας παράλληλα ότι το έπραξε ενόψει της προηγούμενης της συμπεριφοράς στον γάμο τους αφού μάλιστα σε κάποια στιγμή πέραν της σύναψης άλλης εξωσυζυγικής σχέσης, είχε φύγει από το σπίτι και είχε επιστρέψει πίσω τα ξημερώματα χωρίς να τον ενημερώσει για το που  βρισκόταν.  Μάλιστα ο ίδιος εξήγησε ότι θεώρησε ότι αυτό που της ζητούσε δεν ήταν καθόλου παράλογο αλλά κάτι εντελώς φυσιολογικό, αφού εξακολουθούσε να ήταν η γυναίκα του και ως εκ τούτου ο ίδιος ήθελε να νιώθει ασφαλής.

 

Η ειλικρίνεια του Κατηγορούμενου επίσης επιμαρτυρείται και μέσα από την αποδοχή του στην θέση που του υποβλήθηκε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, ότι ο ίδιος ζητούσε από την ΜΚ1 να τον ικανοποιεί σεξουαλικά με αυνανισμό. Ο Κατηγορούμενος αντεξεταζόμενος σε καμία απολύτως περίπτωση δεν δίστασε να αποδεχτεί το γεγονός αυτό, επεξηγώντας παράλληλα ότι πράγματι αυτός συνέβαινε στην σεξουαλική τους ζωή εξαιτίας του προβλήματος της στυτικής λειτουργίας που αντιμετώπιζε λόγω της επέμβασης στον προστάτη που είχε υποστεί, καθώς επίσης και ότι όσες φορές αυτό το γεγονός είχε συμβεί, ουδέποτε ο ίδιος είχε υποχρεώσει και ή είχε εξαναγκάσει να το πράξει όπως η ίδια θέλησε να υποστηρίξει ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά πάντοτε ότι συνέβαινε με την ελεύθερη της βούληση αλλά και την δική της συγκατάθεση.

 

Σε ότι αφορά τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο ίδιος μαζί με την ΜΚ1 είχαν επισκεφθεί τον προσωπικό τους ιατρό, δηλαδή τον ΜΥ1, ο Κατηγορούμενος κατά την αντεξέταση του εξήγησε στο Δικαστήριο με πλήρη λεπτομέρεια και πειστικότητα το τι επακριβώς είχε συμβεί. Ειδικότερα ο Κατηγορούμενος υπέδειξε κατά την μαρτυρία του, ότι επισκέφθηκαν τον ΜΥ1 λόγω του δικού του προβλήματος υγείας στον προστάτη και ότι αφού αναφέρθηκαν και στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στην σχέση τους, ο ΜΥ1 ακούγοντας την ΜΚ1 να του αναφέρει για το πως ένιωθε, έκρινε ότι έχρηζε να της παρασχεθεί αντιαγχολητική φαρμακευτική αγωγή και ηρεμιστικά καθότι ήταν επηρεασμένη η ψυχική κατάσταση της υγείας της. Συνεπώς και η θέση του ως προς το σημείο αυτό επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία του ΜΥ1.

 

Αναφορικά με τον βασικό ισχυρισμό του Κατηγορούμενου ότι καθ’ όλη την διάρκεια των προβλημάτων που προέκυψαν στον γάμο τους ο ίδιος προσπαθούσε να αντιμετωπίζει τόσο με ψυχραιμία όσο και με λεπτότητα τα όσα διαδραματίζονταν στην σχέση τους, αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από το περιεχόμενο των Τεκμήριων 5, 6, 7 και 8 τα οποία να σημειωθεί ότι και η ΜΚ1 αναγνώρισε στο Δικαστήριο κατά την αντεξέταση της και τα οποία αποδέχτηκε ότι πράγματι αφορούσαν στις συνομιλίες οι οποίες λάμβαναν χώρα τόσο πριν όσο και μετά από την καταγγελίας της.

 

Ο Κατηγορούμενος κατά την μαρτυρία του, τόσο μέσα από την γραπτή του δήλωση όσο και αντεξεταζόμενος προέβαλε με σθεναρότητα την θέση ότι η ΜΚ1 προέβηκε στην επίδικη καταγγελία εναντίον του για αλλότριους λόγους, δηλαδή για οικονομικούς. Η συγκεκριμένη θέση του Κατηγορούμενου φαίνεται να είναι πειστική και αληθινή αφού επιβεβαιώνεται μέσα από κάποια σημεία τα οποία εντοπίζονται από το Δικαστήριο στα χιλιάδες μηνύματα που είχε ανταλλάξει μαζί με την ΜΚ1, η οποία να σημειωθεί ότι ενώ κατά την μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου υποστήριζε κατηγορηματικά ότι στα χέρια του Κατηγορούμενου ζούσε πραγματικά μια «κόλαση» γεμάτη πίεση, άγχος καταπίεση και φορτικότητα από πλευράς του, από την άλλη λίγες μόνο ημέρες μετά από την καταγγελία της ανέφερε στον Κατηγορούμενο την πρόθεση  της  να αποσύρει την καταγγελία της στην περίπτωση που η περιούσια τους θα διαμοιραζόταν κατά το ½ . Επίσης δεν μου διαφεύγει και ότι, πριν από την καταγγελία της ΜΚ1 στην αστυνομία εναντίον του Κατηγορούμενου, η ΜΚ1 απέστειλε γραπτό μήνυμα στον τελευταίο με το οποίο  του ζητούσε να της παραχωρήσει για να διαμένει πλέον μόνη της μαζί με την θυγατέρα της το σπίτι στο οποίο διέμεναν και χρησιμοποιούσαν ως οικογενειακή κατοικία καθώς και ότι μετά από την άρνηση του Κατηγορούμενου να το πράξει, η ίδια σταμάτησε να έχει οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία μαζί του για χρονικό διάστημα τριών ημερών μέχρι και την άφιξη της στην Δημοκρατία όπου μετέβηκε κατευθείαν στην αστυνομία ούτως ώστε να προβεί εναντίον του Κατηγορούμενου στην επίδικη καταγγελία. Περαιτέρω θα πρέπει να υποδείξω και ότι μέσα από το περιεχόμενο των συγκεκριμένων γραπτών μηνυμάτων επιβεβαιώνεται και ο βασικός ισχυρισμός του Κατηγορούμενου ότι η εικόνα που επιχείρησε η ΜΚ1 να τον παρουσιάσει, ότι δηλαδή ήταν ένας κακοποιητικός και καταπιεστικός σύζυγος με παράλογες απαιτήσεις, αυτοαναιρείται. Κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να διαφαίνεται αφού ουδέποτε η ΜΚ1 αναφέρει οτιδήποτε συγκεκριμένο περί σεξουαλικής, σωματικής ή και ψυχολογικής καταπίεσης από πλευράς του Κατηγορούμενου εναντίον της.

 

Επίσης σημαντικό είναι και το ότι μέσα από τα συγκεκριμένα γραπτά μηνύματα επιβεβαιώνεται και ο ισχυρισμός του Κατηγορούμενου περί της ύπαρξης άλλης εξωσυζυγικής σχέσης από την πλευρά της ΜΚ1, ενώ αντιστοίχως διαψεύδεται η θέση της ότι ουδέποτε είχε πράξει οτιδήποτε τέτοιο και ότι το γεγονός αποτελούσε ψευδής ισχυρισμούς του Κατηγορούμενου. Πιο συγκεκριμένα μέσα από το περιεχόμενου του Τεκμηρίου 7, σελίδα 8 και 9, η ΜΚ1 την 29/05/22 σε γραπτό μήνυμα που απέστειλε στον Κατηγορούμενο του ζητά να την συγχωρέσει που τον πλήγωσε και ότι λυπάται που είδε ο ίδιος κάτι το οποίο δεν έπρεπε να είχε δει, επιβεβαιώνοντας έτσι και τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου περί της διαπίστωσης γραπτών ερωτικών μηνυμάτων στο κινητό της τηλέφωνο από συγκεκριμένο άλλο τρίτο πρόσωπο ως ο ίδιος εξήγησε κατά την αντεξέταση του. Πέραν τούτου η  ΜΚ1 αναφέρει στον Κατηγορούμενο, ότι η πίεση που η ίδια ένιωθε την οδήγησε στο να συνάψει δεσμό με αυτό το άτομο και  ότι οι δικηγόροι της, της είχαν εξηγήσει δήθεν ότι ο δεσμός που είχε συνάψει με το άλλο αυτό άτομο δεν θεωρείται κατ’ ουσία δεσμός καθότι στον γάμο τους δεν υπήρχε πλέον η σεξουαλική σχέση μεταξύ τους. Περαιτέρω η ΜΚ1 στο ίδιο μήνυμα ανέφερε στον Κατηγορούμενο ότι μπορούν να βρουν μια κοινή συμφωνία για την μετέπειτα πορεία τόσο των ιδίων όσων και της θυγατέρας τους, ενώ στην περίπτωση που δεν θα αποδεχόταν ο ίδιος οποιαδήποτε συμφωνία για να ζουν ξεχωριστά θα οδηγηθούν σε διαζύγιο χωρίς κοινή συμφωνία με αποτέλεσμα να τους προκληθούν και έξοδα.

 

Έχοντας λοιπόν ως γνώμονα τα πιο πάνω λεχθέντα, η μαρτυρία του Κατηγορούμενου γίνεται από το Δικαστήριο αποδεκτή, και ο Κατηγορούμενος κρίνεται αξιόπιστος.

 

Ο ΜΥ1 επίσης άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Τα προσόντα και η εμπειρία του δεν αμφισβητήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή. Ο ΜΥ1 ήταν αντικειμενικός κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο αφού δεν επιχείρησε να  υποστηρίξει τις θέσεις της πλευράς του Κατηγορούμενου που τον κάλεσε. Τουναντίον ο ΜΥ1 σε ότι αφορά την θέση του Κατηγορούμενου ότι τον επισκέφθηκε την επόμενη ημέρα και του έδωσε φάρμακα σχετικά με την σύζυγο του δεν ήταν βέβαιος ότι είχε συμβεί οτιδήποτε τέτοιο, ενώ από την άλλη δεν μπορούσε να τοποθετηθεί και αναφορικά με τον ισχυρισμό του Κατηγορούμενου ότι είχε χορηγήσει ηρεμιστικά φάρμακα και για τον ίδιο, χωρίς από την άλλη να μπορεί να το αποκλείσει. Το βέβαιο όμως σύμφωνα με τον ΜΥ1 είναι το ότι ο ίδιος  χορήγησε τόσο ηρεμιστικά όσο και ήπια αντικαταθλιπτικά φάρμακα στην ΜΚ1, επιβεβαιώνοντας στο σημείο αυτό και την μαρτυρία του Κατηγορούμενου, με την σύμφωνη γνώμη της, ενόψει και της κλινικής εικόνας την οποία παρουσίαζε και την οποία ο ΜΥ1 είχε την ευκαιρία να αξιολογήσει μέσα από την συζήτηση που είχαν μεταξύ τους. Ο ΜΥ1 επίσης εξήγησε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει αν η ΜΚ1 είχε λάβει την συγκεκριμένη αγωγή αλλά και ούτε κατά πόσο είχε αγοράσει τα συγκεκριμένα φάρμακα που της είχε συνταγογραφήσει.

 

Ευρήματα

Ο Κατηγορούμενος και η ΜΚ1 είχαν συνάψει γάμο περί το έτος 2010 στις Σεϋχέλλες και μαζί έχουν αποκτήσει μια θυγατέρα η οποία γεννήθηκε την 12/04/10. Σε ότι αφορά την ηλικία τους, ο Κατηγορούμενος είναι μεγαλύτερος από την ΜΚ1 περί τα 25 περίπου έτη. Ο Κατηγορούμενος κατά την διάρκεια του γάμου τους, δηλαδή περίπου επτά χρόνια πριν από την καταγγελία της ΜΚ1 εναντίον του, είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης προστάτη και εκ τότε άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με την στυτική του λειτουργεία. Σημειώνεται ότι και η ΜΚ1 περί το έτος 2021 αντιμετώπισε επίσης πρόβλημα με την υγείας της, αφού υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης καρκίνου των ωοθηκών της. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα η συμπεριφορά της ΜΚ1 προς τον Κατηγορούμενο άρχισε να αλλάζει δραματικά και η ίδια να μην είναι ο εαυτός της με αποκορύφωμα τον Μάρτιο του 2022, ο Κατηγορούμενος, να ανακαλύψει ότι η ΜΚ1 διατηρούσε εξωσυζυγικό δεσμό με άλλο άνδρα τον οποίο γνώριζε από προηγουμένως, αφού εντόπισε στο κινητό της τηλέφωνο συγκεκριμένα γραπτά μηνύματα τα οποία της απέστειλε το πρόσωπο αυτό. Το γεγονός αυτό, ενώ αρχικά η ΜΚ1 δεν το παραδέχτηκε στον Κατηγορούμενο, την επομένη ημέρα του ανέφερε ότι όντως είχε εξωσυζυγική σχέση με άλλο άνδρα η οποία ξεκίνησε περί το Καλοκαίρι του 2021 κάτι βεβαίως για το οποίο ο Κατηγορούμενος δεν είχε πειστεί αφού ήταν βέβαιος ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο η ΜΚ1 το γνώριζε από πολύ προηγουμένως λόγω των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Σημειώνεται ότι η ΜΚ1 την 29/05/22 και ενώ βρισκόταν στην Ρωσία για θεραπεία απέστειλε γραπτό μήνυμα στον αριθμό κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου μέσω της εφαρμογής WhatsApp με το οποίο του παραδεχόταν για ακόμη μια φορά την σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης.

Η ΜΚ1 κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε παρουσίαζε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά αφού από την μια ήταν θυμωμένη με τον Κατηγορούμενο και από την άλλη τον αγκάλιαζε και του έλεγε ότι τον αγαπούσε. Επίσης στα γραπτά μηνύματα που αντάλλαζαν μεταξύ τους αλλά και στην ηλεκτρονική τους αλληλογραφία η ΜΚ1 ενώ αφενός ευχαριστούσε τον Κατηγορούμενο για όσα της είχε προσφέρει στην ζωή της αφετέρου του ζητούσε να έχουν πλέον ένα ανοιχτό γάμο ή ακόμη και να συνάψουν μεταξύ τους μια νέα συμφωνία γάμου. Ο Κατηγορούμενος από πλευράς του ήταν αρνητικός στις προτάσεις της ΜΚ1 ενώ της εξέφραζε συνεχώς την απογοήτευση του για το ότι είχε συμβεί μιλώντας της όμως παράλληλα με πολύ καλό τρόπο και ανοχή χωρίς να την απειλεί και να την εκφοβίζει. Μάλιστα παρά το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος είχε υποστεί σοκ από την ανακάλυψη της εξωσυζυγικής σχέσης της ΜΚ1 το οποίο και κράτησε για λίγες μόνο ημέρες μετά το συμβάν, εντούτοις λόγω του ότι γνώριζε ότι η ΜΚ1 βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση εξαιτίας και του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε προσπαθούσε να την βοηθήσει. Έτσι σε κάποια στιγμή όταν επισκέφθηκαν το γραφείο του προσωπικού τους γιατρού λόγω κάποιων ιατρικών εξετάσεων που έπρεπε να διενεργήσει ο Κατηγορούμενος εξαιτίας του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε και συζήτησαν μεταξύ άλλων και τα προβλήματα που ταλάνιζαν τον γάμο τους, ο ΜΥ1 διαπίστωσε ότι η ΜΚ1 έχρηζε φαρμακευτικής αγωγής, δηλαδή αντιαγχολιτικής και ηρεμιστικά, τα οποία και της πρότεινε. Έτσι η ΜΚ1 αποδέχτηκε με αποτέλεσμα ο ΜΥ1 να της τα συνταγογραφήσει. Ο Κατηγορούμενος την επομένη ημέρα από την συγκεκριμένη επίσκεψη, επισκέφθηκε και πάλι το ιατρείο του ΜΥ1 με σκοπό να του πάρει τα αποτελέσματα των ιατρικών του εξετάσεων, και αφού συνομίλησε ξανά μαζί του επεξηγώντας του ότι ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στον γάμο τους ήταν και η σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης από την πλευρά της ΜΚ1, ο ΜΥ1 πρότεινε και χορήγησε και στον Κατηγορούμενο ηρεμιστικά φάρμακα λόγω του άγχους που τον διακατείχε. Η ΜΚ1 λίγες εβδομάδες μετά από την επίσκεψη τους στον γιατρό ήταν ήρεμη αλλά μόνο αν ο Κατηγορούμενος δεν αναφερόταν στο ζήτημα της εξωσυζυγικής της σχέσης. Περί τον μήνα Μάρτιο μέχρι και Απρίλιο του έτους 2022 τα πράγματα στον γάμο τους είχαν καλυτερεύσει και μεταξύ τους είχαν και συναινετικές σεξουαλικές σχέσεις. Μάλιστα περί τον μήνα Απρίλιο του 2022 η ΜΚ1 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον Κατηγορούμενο αναφέροντας του ότι τον αγαπά ευχαριστώντας τον παράλληλα για όσα τις πρόσφερε αναφέροντας του όμως ότι προτιμά να μείνουν μεταξύ τους δύο καλοί φίλοι. Σημειώνεται επίσης ότι κατά την διάρκεια των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν στον γάμο τους η ΜΚ1 μαζί με τον Κατηγορούμενο και ιδιαίτερα εξαιτίας της αποκάλυψης της ύπαρξης άλλης εξωσυζυγικής σχέσης από την πρώτη, ο Κατηγορούμενος λόγω της ανασφάλειας που τον διακατείχε ζήτησε από την ΜΚ1 να ενεργοποιήσει στο κινητό της τηλέφωνο την συσκευή εντοπισμού “ find my i phone” για να γνωρίζει που βρίσκεται αφού η εφαρμογή αυτή ήταν ενεργοποιημένη και στο κινητό τηλέφωνο της θυγατέρας τους.  

Περί τον Ιούνιο του 2022 και ενώ η ΜΚ1 βρισκόταν στην Ρωσία για θεραπεία απέστειλε γραπτό μήνυμα στον Κατηγορούμενο και του ζητούσε να συνάψουν νέα συμφωνία για τον γάμο τους ενώ περί τις 10 Ιουνίου του 2022 με άλλο γραπτό μήνυμα που του απέστειλε, του ζήτησε να φύγει από το σπίτι τους εξαιτίας της ρήξης που επήλθε στην γάμο τους και να μετακομίσει στο άλλο σπίτι που είχε στην ιδιοκτησία του, χωρίς όμως ο ίδιος να το αποδεχτεί. Από την στιγμή της άρνησης του Κατηγορούμενου να μετακομίσει στο άλλο σπίτι και ενώ αυτή βρισκόταν στην Ρωσία, σταμάτησε να έχει οποιαδήποτε άλλη  επικοινωνία μαζί με τον Κατηγορούμενο, ενώ αμέσως κατά την άφιξη της την 13/06/22 στην Δημοκρατία και πριν ακόμη μεταβεί ακόμη στο σπίτι τους, μετέβηκε στην αστυνομία και προέβηκε στην επίδικη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου ενώ ακολούθως επέστεψε στην κατοικία τους όπου διέμεινε μαζί τους μέχρι και την εξασφάλιση δικαστικού διατάγματος αποκλεισμού του την 30/06/22 από την συγκεκριμένη. Το προσωρινό διάταγμα που είχε εκδοθεί οριστικοποιήθηκε την 11/07/22 και ισχύει μέχρι τελικής εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης. Σημειώνεται επίσης ότι τα όσα η ΜΚ1 ανέφερε σχετικά με την κατ’ ισχυρισμό συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εναντίον της καταγράφηκαν στην γραπτή της κατάθεση, Τεκμήριο 1, από την ΜΚ3 ενώ πέραν των όσων καταγράφηκαν από την ΜΚ3, η ΜΚ1 δεν είχε αναφέρει οτιδήποτε άλλο. Ο ΜΚ2 μετά την καταγγελία της ΜΚ1 και την έκδοση σχετικού εντάλματος σύλληψης συνέλαβε τον Κατηγορούμενο ενώ του έλαβε και ανακριτική κατάθεση. Σημειώνεται ότι μετά την επίδικη καταγγελία η ΜΚ1 πρότεινε στον Κατηγορούμενο με γραπτό μήνυμα να διαμοιραστεί η περιουσία τους κατά ½ και τότε η ίδια θα προέβαινε σε απόσυρση του γραπτού παραπόνου εναντίον τους. Συνεπώς και η καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου έγινε από την πλευρά της ΜΚ1 για λόγους αλλότριους και χωρίς γνήσια κίνητρα. 

Μετά την καταγγελία η ΜΚ1 παραπέμφθηκε για ψυχολογική εξέταση από το Κλιμάκιο Βίας στην Οικογένεια όπου και αφού εξετάστηκε συντάχθηκε σχετική έκθεση για την κατάσταση της ψυχικής της υγείας από τον Ειδικό Ψυχολόγο κ. Χρίστο Σταύρου των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας. Σύμφωνα με τον κ. Σταύρου η ΜΚ1 δεν αντιμετώπιζε οποιαδήποτε ψυχική διαταραχή αφού εντοπίστηκαν μόνο συναισθήματα ανησυχίας αναφορικά με την κατάληξη και την πορεία του γάμου της.

Ο Κατηγορούμενος στην ανακριτική του κατάθεση δεν παραδέχτηκε ενοχή.

 

Κατάληξη

Είναι γνωστό ότι η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος απόδειξης της υπόθεσης της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και στην προκειμένη περίπτωση κρίνω ότι απέτυχε να το πράξει. Το κενό που παρατηρείται στα γεγονότα δεν μπορεί να συμπληρωθεί μέσω εικασιών και υποθέσεων όσο εύλογες και αν είναι (Λοϊζου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363). Στις υποθέσεις Τούμπας ν. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R.110 και Καίτη Χαραλάμπους και άλλος ν. Δημοκρατίας (1985) 2 C.L.R. 97 υποδείχθηκε πως εάν στο τέλος της εκδίκασης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας που αντιμετωπίζει.

Η μη αποδοχή της μαρτυρίας της ΜΚ1 οδηγεί αναπόφευκτα και  σε αποτυχία στην προσπάθεια της Κατηγορούσας αρχής για απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της υπόθεσης αυτής για τα αδικήματα που αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος, ο οποίος αθωώνεται και απαλλάσσεται σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει.

                                                                        (Υπ.)   .................................

                                                                                    Σ. Συμεού, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλήτής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο