
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
Ενώπιον: Σ. ΣΥΜΕΟΥ, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 7664/19
Μεταξύ :
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου
v.
ΣΑΒΒΑΣ ΣΠΥΡΟΥ
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 29/01/25
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ε. Μανώλη
Για την Υπεράσπιση : κ. Ν. Τσιαπαλής
Κατηγορούμενος : παρών
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση αντιμετωπίζει πέντε κατηγορίες εκ των οποίων οι τέσσερις αφορούν στα αδικήματα της μεταφοράς πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ εντός της Δημοκρατίας κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του 113(Ι)/2004 όπως έχει τροποποιηθεί (1η κατηγορία), της μεταφοράς ή κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς την άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54 όπως έχει τροποποιηθεί (2η κατηγορία), της χρήσης εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54, όπως έχει τροποποιηθεί (3η κατηγορία) και την κατηγορία πυροβολισμού με πυροβόλο όπλο μέσα σε κατοικημένη περιοχή κατά παράβαση του άρθρου 374(η) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (5η κατηγορία). Επίσης, ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και την κατηγορία βλάβη σε ζώα κατά παράβαση του άρθρου 323 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (4η κατηγορία).
Πιο συγκεκριμένα ο Κατηγορούμενος κατηγορείται επί το ότι, την 29η Δεκεμβρίου του 2018 στην Τίμη της Επαρχίας Πάφου, μεταφέροντας το κυνηγετικό όπλο μάρκας SKB με αριθμό κατασκευής NS89584 κατά την διάρκεια κλειστής περιόδου για το κυνήγι και εντός κατοικημένης περιοχής, με την χρήση τριών φυσιγγίων πυροβόλησε και φόνευσε δύο σκύλους ράτσας «Μαλινουά» ιδιοκτησίας του Χάρη Παναγιώτου από την Τίμη.
Προς απόδειξη της υπόθεσης της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο μάρτυρες κατηγορίας και πιο συγκεκριμένα τον εξεταστή της υπόθεσης Αστ. 3033 Π. Σάββα, ΜΚ1 καθώς και τον ιδιοκτήτη των δύο σκύλων, Χάρη Παναγιώτου, ΜΚ2. Μετά την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον του Κατηγορουμένου αναφορικά με όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του σύμφωνα με το άρθρο 74(1)(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ο Κατηγορούμενος επέλεξε να προβεί σε ένορκη κατάθεση χωρίς να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα Υπεράσπισης.
ΜΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας υπόθεσης ήταν φανερό ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας η οποία προσάχθηκε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, αφού ο Κατηγορούμενος άλλωστε παραδέχεται ότι κατά τον επίδικο χρόνο και τόπο με την χρήση του πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ το οποίο αναφέρεται στην 1η κατηγορία και με την χρήση των εκρηκτικών υλών, δηλαδή των τριών φυσιγγίων που αναφέρονται στην τρίτη κατηγορία, πυροβόλησε και φόνευσε τους δύο σκύλους ράτσας «Μαλινουά» ιδιοκτησίας του ΜΚ2 οι οποίοι και απεικονίζονται στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2. Επίσης αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι, τα τρία κουνέλια τα οποία παραλήφθηκαν νεκρά από την αστυνομία από την αυλή της οικίας του Κατηγορούμενου, ήταν αυτά που φονεύθηκαν από τους σκύλους του ΜΚ2 και επίσης απεικονίζονται στις φωτογραφίες του Τεκμηρίου 2. Περαιτέρω δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός, ότι κατά την διενέργεια της νεκροψίας των δύο σκύλων του ΜΚ2 ο αριθμός σφαιριδίων που εντοπίστηκαν στο σώμα τους και προκάλεσαν τον θάνατο τους, εκτοξεύθηκαν από το πυροβόλο όπλο του Κατηγορούμενου με αποτέλεσμα να τους σκοτώσει.
Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Η Υπερασπιστική γραμμή του Κατηγορουμένου κινήθηκε στην βάση τόσο του άρθρου 7 του Συντάγματος όσο και του άρθρου 17 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, αφού αυτό διαφάνηκε τόσο κατά την ακροαματική διαδικασία όσο και τα στάδιο των τελικών αγορεύσεων του συνηγόρου του Κατηγορουμένου. Συνεπώς αποτέλεσε βασικό ισχυρισμό της Υπεράσπισης ότι ο Κατηγορούμενος επιχειρώντας να διασώσει την ζωή των κουνελιών του, δηλαδή της περιουσίας του, δεν υπερέβηκε το αναγκαίο μέτρο αφαιρώντας την ζωή των δύο σκύλων καθότι δεν του είχε παραμείνει οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Σύμφωνα μάλιστα με την επιχειρηματολογία που παρέθεσε στο Δικαστήριο ο ευπαίδευτος συνήγορος της Υπεράσπισης κατά τις τελικές του αγορεύσεις, η ζωή των δυο σκύλων ιδιοκτησίας του ΜΚ2 οι οποίοι φονεύθηκαν από το πυροβόλο όπλο του Κατηγορούμενου, δεν υπερέχει ούτε σε σημασία αλλά ούτε και σε αξία από την ζωή των κουνελιών του Κατηγορούμενου τα οποία επίσης είναι ζώα και φονεύθηκαν από τις δαγκωματιές των σκύλων του.
Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορουμένου, κάλεσε το Δικαστήριο να κρίνει ότι η πράξη του Κατηγορούμενου που υπό άλλες περιστάσεις θα ήταν ποινικά κολάσιμη όπως αυτή να μην του καταλογιστεί καθότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή έλαβε χώρα προς αποτροπή συνεπειών διαφορετικά αναπότρεπτων αφού η ενέργεια στην οποία προέβηκε δεν είχε υπερβεί το εύλογα αναγκαίο μέτρο καθότι το κακό που προκλήθηκε, δηλαδή ο θάνατος των δύο σκύλων, δεν ήταν δυσανάλογο κακό με εκείνο που αποτράπηκε, δηλαδή τον θάνατο και την εξόντωση της περιουσίας του Κατηγορούμενου, δηλαδή των κουνελιών.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ
O MK1 κλήθηκε και κατέθεσε στο Δικαστήριο υπό την ιδιότητα του ως ο εξεταστής της υπόθεσης. Η γραπτή του κατάθεση αποτελεί το Τεκμήριο 1 και υιοθετήθηκε από τον μάρτυρα για σκοπούς της κυρίως εξέτασης του. Σύμφωνα με την γραπτή κατάθεση του ΜΚ1, την 29/12/18 και περί ώρα 1745 μμ στα πλαίσια της καταγγελίας που διερευνούσε σχετικά με αδικήματα βλάβης και κακοποίησης ζώου, ο Κατηγορούμενος του ανέφερε ότι είχε πυροβολήσει δύο σκύλους οι οποίοι εισήλθαν στην αυλή της κατοικίας του στην οδό Σαλαμίνος αρ. 29 στην Τίμη. Αφού ο ΜΚ1 πληροφόρησε τον Κατηγορούμενο ότι θα καταγγελθεί και αφού του επέστησε προηγουμένως την προσοχή του στον νόμο, αυτός του απάντησε «αφού εμουντάραν με». Ακολούθως ο Κατηγορούμενος σύμφωνα με την γραπτή κατάθεση του ΜΚ1, του παρέδωσε ένα ΔΟΚΟ μάρκας SKB με Α/Α NS89584 μέσα σε καφέ θήκη μαζί με τρία κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας VICTORY χρώματος μπλε ενώ αφού του επιστήθηκε εκ νέου η προσοχή του στον νόμο, αυτός του απάντησε «εν με τούτο που τον έπαιξα». Την ίδια ημέρα και περί ώρα 1850 μμ ο ΜΚ1 σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στην γραπτή του κατάθεση από την κατοικία του Κατηγορούμενου τρία νεκρά κουνέλια καθώς επίσης και από τον πίσω χώρο της αυλής του ένα νεκρό σκύλο τα οποία και μετέφερε στα γραφεία των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών στην Πάφο για την νενομισμένη νεκροψία. Την 30/12/18 και περί ώρα 0005 πμ στην Τίμη, ο ΜΚ1 συνέλαβε στην βάση δικαστικού εντάλματος σύλληψης τον Κατηγορούμενο και αφού τον πληροφόρησε τους λόγους της σύλληψης του και του επέστησε την προσοχή του στον Νόμο, ο Κατηγορούμενος του απάντησε « εντάξει». Την ίδια ημέρα και μεταξύ των ωρών 0045 – 0215 πμ στον Αστυνομικό Σταθμό Κουκλιών ο ΜΚ1 έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο.
Ο ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση του κλήθηκε και κατέθεσε σειρά τεκμηρίων τα οποία ουσιαστικά προέκυψαν κατά την διερεύνηση της υπόθεσης και ειδικότερα ένα σετ που αποτελείται από 17 στον φωτογραφίες, Τεκμήριο 2, στις οποίες και αποτυπώνονται οι δύο νεκροί σκύλοι ράτσας «μαλινουά», τα τρία νεκρά κουνέλια του Κατηγορούμενου καθώς και τα κλουβιά τους. Επίσης ο ΜΚ1 κατέθεσε την ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου, Τεκμήριο 3 καθώς και την γραπτή του κατηγορία στην οποία ο Κατηγορούμενος απάντησε ότι παραδέχεται όλες τις κατηγορίες και απολογείται, Τεκμήριο 4. Πέραν των πιο πάνω ο ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση του κλήθηκε και κατέθεσε την έκθεση των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών Πάφου, Τεκμήριο 5, σύμφωνα με την οποία την 29/12/18 διενεργήθηκαν νεκροτομές σε ένα αρσενικό σκύλο ράτσας μαλινουά χρώματος μαύρου ηλικίας ενός περίπου έτους καθώς και σε τρία κουνέλια ενός αρσενικού και δύο θηλυκών τα οποία μάλιστα ευρίσκοντο σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης. Ο σκύλος σύμφωνα με το Τεκμήριο 5, έφερε σφαιρίδια από πυροβόλο όπλο στην δεξιά πλευρά της κεφαλής με κάκωση εγκεφάλου ενώ τα κουνέλια συμμετρικά ίχνη δαγκώματος σκύλου στην περιοχή των θωρακικών σπονδύλων και κατάγματα στα πλευρά. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Τεκμήριο 5, την 30/12/18 διενεργήθηκε νεκροτομή και σε θηλυκό σκύλο ράτσας μαλινουά χρώματος καφέ ηλικίας επίσης περίπου ενός έτους, ο οποίος έφερε σφαιρίδια πυροβόλου όπλου σε όλο του το σώμα. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 5, ο θάνατος του σκύλου προήλθε από εσωτερική αιμορραγία λόγω πολυτραυματισμού εσωτερικών ζωτικών οργάνων ενώ στο στόμα του σκύλου εντοπίστηκε τρίχωμα κουνελιών.
Ο ΜΚ1 κατά την κυρίως εξέταση του υπέδειξε δια μέσω των φωτογραφιών του Τεκμηρίου 2 τους δύο σκύλους οι οποίοι πυροβολήθηκαν και θανατώθηκαν από το όπλο του Κατηγορούμενου, ενώ ερωτώμενος για το κατά πόσο η συγκεκριμένη περίοδος που ο Κατηγορούμενος προέβηκε στην χρήση του πυροβόλου όπλου ήταν κλειστή περίοδος για το κυνήγι, ο ΜΚ1 απαντώντας εξήγησε ότι κατά τον επίδικο χρόνο η ημέρα κατά την οποία ο Κατηγορούμενος πυροβόλησε τους δύο σκύλους ήταν Σάββατο και συνεπώς δεν επιτρεπόταν το κυνήγι αλλά η περίοδος εντός της οποίας επεσυνέβηκε το περιστατικό θεωρείται ανοιχτή. Σε σχέση με την περιοχή στην οποία επεσυνέβηκε το συγκεκριμένο συμβάν, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι ήταν η συγκεκριμένη περιοχή είναι οικιστική.
Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ1 από την πλευρά της Υπεράσπισης συμφώνησε ότι πράγματι ο Κατηγορούμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε άδεια κατοχής πυροβόλων όπλων και ότι ήταν εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης τεσσάρων ΔΟΚΟ συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου. Στην συνέχεια ερωτώμενος για το κατά πόσο οι σκύλοι του ΜΚ2 είναι επικίνδυνα ζώα όταν είναι εκτός ελέγχου και επίβλεψης, ο ΜΚ1 ανέφερε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει κάτι τέτοιο.
Ακολούθως κλήθηκε και κατέθεσε στο Δικαστήριο ο ιδιοκτήτης των δύο σκύλων ράτσας «μαλινουά», δηλαδή ο ΜΚ2, ο οποίος κατά την κυρίως εξέταση του ζήτησε και κατέθεσε τις δύο γραπτές καταθέσεις που του λήφθηκαν από την αστυνομία κατά την διερεύνηση της υπόθεσης, και τις οποίες υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, Τεκμήριο 6 και Τεκμήριο 7, αναφορικά με το επίδικο συμβάν. Σύμφωνα με την γραπτή κατάθεση του ΜΚ2, Τεκμήριο 6, ο ίδιος ήταν ο κάτοχος και ο ιδιοκτήτης των δύο σκύλων ράτσας μαλινουά, ενός αρσενικού με την ονομασία Τάισον και ενός θηλυκού με την ονομασία Αλίσια. Σύμφωνα μάλιστα με τον ΜΚ2, την 29/12/18 και περί ώρα 1720 μμ ενώ βρισκόταν στο σπίτι του άφησε ελεύθερους τους σκύλους στην αυλή ενώ ο ίδιος βγήκε επίσης έξω από την αυλή με σκοπό να κουβαλήσει καυσόξυλα για το τζάκι του. Ο ΜΚ2 όπως ανέφερε στην γραπτή του κατάθεση αλλά και προφορικά στο Δικαστήριο, επειδή άφησε την πόρτα της περίφραξης του ανοιχτή διαπίστωσε ότι οι δύο σκύλοι του έλειπαν και έτσι αμέσως επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο του με σκοπό να τους εντοπίσει. Σε κάποια στιγμή όπως ανέφερε, είδε τον σκύλο με την ονομασία Αλίσια να επιστρέψει με αίματα στο σώμα της και αφού αυτή εισήλθε εντός της αυλής της κατοικίας του ξάπλωσε στο σπιτάκι της. Τότε σύμφωνα με τον ΜΚ2 ο ίδιος κατάλαβε ότι κάποιος την είχε χτυπήσει. Έτσι φοβούμενος ότι πιθανόν να είχε συμβεί οτιδήποτε και στον άλλο του τον σκύλο με την ονομασία «Τάισον», συνέχισε την πορεία του προς τα νότια ενώ σε απόσταση 100 με 150 μέτρων είδε ένα κύριο εύσωμο να κρατά ένα μεγάλο σακούλι άσπρου χρώματος. Τότε ο ΜΚ2 του φώναξε δύο με τρεις φορές χωρίς αυτός να του απαντήσει οτιδήποτε και έτσι υποψιάστηκε ότι κάτι κακό συμβαίνει με αποτέλεσμα να τον πλησιάσει και να αντιληφθεί τον Τάισον μέσα σε λίμνη αίματος να σπαρταρά. Όπως ανέφερε ο ΜΚ2 στην γραπτή του κατάθεση όταν αντίκρισε τον σκύλο του ρώτησε αυτόν που στεκόταν τι έκανε στους σκύλους του και αυτός του απάντησε «εσκοτώναν τα κουνέλια μου». Τότε ο ΜΚ2 τηλεφώνησε στην αστυνομία και αφού προσήλθε η αστυνομία, ο ίδιος μετέφερε την τραυματισμένη Αλίσια στην κτηνιατρική κλινική με την ονομασία Dand N Vet στην λεωφόρο Μεσόγης στην Πάφο όπου εκεί ο κτηνίατρος του ανέφερε ότι έχει σοβαρά τραύματα από σφαιρίδια όπλου και είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Συμπληρωματικά ο ΜΚ2 στην γραπτή του κατάθεση ημερ. 30/12/18 ανέφερε ότι την ίδια ημέρα και περί ώρα 0800 δέχτηκε τηλεφώνημα από τον κτηνίατρο που είχε μεταφέρει τον σκύλο του τραυματισμένο, ότι και αυτός ο σκύλος, δηλαδή η Αλίσια, απεβίωσε.
Ο ΜΚ2 κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε επίσης ότι οι συγκεκριμένοι σκύλοι ήταν ιδιαίτερα φιλικοί με τους ανθρώπους γιατί είχαν εκπαιδευτεί από τον ίδιο να μην επιτίθενται. Επίσης ανέφερε ότι οι σκύλοι βρισκόντουσαν σε περιφραγμένο χώρο στο σπίτι του ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση που του τέθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο ο ΜΚ2 εξήγησε ότι δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι οι σκύλοι του θα μπορούσαν να επιτεθούν ιδιαίτερα αν δεχόντουσαν οι ίδιοι επίθεση, αλλά από την όλη γενικά στάση τους γνώριζε ότι δεν ήταν καθόλου επιθετικοί.
Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ2 εξήγησε ότι δεν γνώριζε να αναφέρει καθόλου τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εισήλθαν οι σκύλοι του εντός της αυλής του Κατηγορούμενου και αν του σκότωσαν τα τρία κουνέλια του, ενώ παράλληλα υπέδειξε ότι για πρώτη φορά είχε συμβεί ένα τέτοιο περιστατικό με τους συγκεκριμένους σκύλους. Ο ΜΚ2 κατά την υποβολή της θέση της Υπεράσπισης για τον τρόπο και τις περιστάσεις που ο Κατηγορούμενος ενήργησε από την στιγμή που εντόπισε τους σκύλους εντός της αυλής του να είναι επιθετικοί τόσο προς τα ζώα του αλλά και σε κάποια στιγμή προς τον ίδιο τον με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να τους πυροβολήσει και συνεπακόλουθα να τους σκοτώσει, απαντώντας ανέφερε ότι για τον ίδιο ο θάνατος των σκύλων ήταν μια μεγάλη απώλεια διότι αυτοί αποτελούσαν μέλη της οικογένειας του ενώ διερωτήθηκε και για το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος θα έπραττε το ίδιο στην περίπτωση που ένας κλέφτης θα πήγαινε με σκοπό να του κλέψει τα κουνέλια. Επίσης αντεξεταζόμενος πρόσθεσε ότι ο ίδιος δεν πιστεύει ότι οι σκύλοι του είχαν επιτεθεί σε καμία περίπτωση στα κουνέλια του Κατηγορούμενου.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ
Από την αντίπερα όχθη ο Κατηγορούμενος κατά την δια ζώσης μαρτυρία του στο Δικαστήριο παρουσίασε την εκδοχή του ως προς τα γεγονότα που ισχυρίζεται ότι διαδραματίστηκαν κατά τον επίδικο χρόνο. Ειδικότερα ανέφερε ότι ενώ βρισκόταν μόνος του στο σπίτι και καθόταν ξαφνικά άκουσε κλάματα κουνελιών και ως εκ τούτου αποφάσισε να κοιτάξει έξω από το σπίτι του για να δει τι ακριβώς συμβαίνει. Τότε σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο, αντιλήφθηκε για πρώτη φορά τους δύο σκύλους να βρίσκονται στα κλουβιά των κουνελιών του και πιο συγκεκριμένα τον ένα εξ’ αυτών να κρατά μέσα στο στόμα του ένα κουνέλι και να το σκοτώνει περιστρέφοντας το δηλαδή το κεφάλι του με κινήσεις δεξιά και αριστερά ενώ ένα άλλο κουνέλι βρισκόταν ήδη στο έδαφος νεκρό. Όπως ο Κατηγορούμενος εξήγησε, επειδή και ο ίδιος είναι εδώ και χρόνια κυνηγός και συνεπώς γνωρίζει από σκύλους ήξερε το τρόπο που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο για να τιμωρήσει τους σκύλους οι οποίοι επιτέθηκαν στα ζώα του. Σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο, αυτό που ξεκίνησε αρχικά να πράττει, ήταν να τους φωνάζει ούτως ώστε αυτοί να φοβηθούν και να απομακρυνθούν. Επίσης ανέφερε ότι ποτέ κάποιος δεν πρέπει να τιμωρήσει ένα σκύλο χτυπώντας τον με ένα ξύλο γι’ αυτό και δεν το έπραξε, αφού ένας σωστός τρόπος να τον τιμωρήσει είναι είτε να πάρει μια εφημερίδα και να τον χτυπήσει με σκοπό να τον εκφοβίσει, είτε ακόμη να χρησιμοποιήσει νερό κάτι το οποίο ο ίδιος αποφάσισε να πράξει και έπραξε εφόσον οι σκύλοι που βρισκόντουσαν εντός της αυλής του δεν είχαν υπακούσει στις φωνές του. Έτσι ο Κατηγορούμενος όπως εξήγησε άρπαξε το λάστιχο και άρχισε να ρίχνει κατά πάνω τους νερό αλλά και πάλι οι δύο σκύλοι που ενώ στην αρχή φοβήθηκαν και κινήθηκαν προς τα πίσω, στην συνέχεια, μετακινήθηκαν ο ένας προς τα δεξιά του και ο άλλος προς τα αριστερά του ενώ κινούνταν εναντίον του με τρόπο επιθετικό. Σε κάποια στιγμή σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο επειδή οι δύο σκύλοι αγριέψαν, και αυτό το αντιλήφθηκε γιατί άρχισαν να του δείχνουν τα δόντια τους και επειδή ο ίδιος αντιλήφθηκε ότι εκείνη την στιγμή πιθανόν να κινδύνευε και θα έπρεπε να προστατευτεί, άρχισε να κινείται προς τα πίσω με αποτέλεσμα να καταφέρει να εισέλθει εντός της κατοικίας του. Σύμφωνα μάλιστα με τον Κατηγορούμενο, οι σκύλοι εξακολουθούσαν να είναι επιθετικοί προς τα ζώα του αφού τους είδε ότι και πάλι επέστρεψαν στα κλουβιά των κουνελιών του και έτσι ο ίδιος όπως υπέδειξε, πλέον υποχρεωτικά και χωρίς να το πολυσκεφτεί, έπιασε το όπλο και αφού τοποθέτησε σε αυτό φυσίγγια τους πυροβόλησε και τους σκότωσε.
Αντεξεταζόμενος ο Κατηγορούμενος από την συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής κατά τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν υπέδειξε αρχικά το πως αλλά και το πότε ο ίδιος είχε αντιληφθεί την παρουσία των δυο σκύλων εντός της αυλής του, καθώς και τον τρόπο που αυτοί επιτέθηκαν στα κουνέλια του. Ερωτώμενος για το κατά πόσο ο ίδιος φοβήθηκε όταν είχε αρχικά αντιλήφθηκε τους σκύλους να σκοτώνουν τα κουνέλια του, ο Κατηγορούμενος απάντησε αρνητικά αφού όπως εξήγησε και ο ίδιος επειδή είναι κυνηγός στο παρελθόν είχε δικούς του σκύλους γι’ αυτό και έκρινε σκόπιμο να βγει εκτός του σπιτιού του με σκοπό να τους τρομάξει για να τους διώξει. Ο Κατηγορούμενος απαντώντας μάλιστα κατά την υποβολή της θέσης της συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής ότι θα μπορούσε να είχε εκφοβίσει τους σκύλους χωρίς να χρειάζεται να βγει εκτός της κατοικίας του αφού τους είχε ήδη αντιληφθεί όπως ανέφερε από το παράθυρο του υπνοδωματίου του γιού του και ενώ αυτός ήδη βρισκόταν σε απόσταση περί τα τέσσερα μέτρα μακριά τους, υπέδειξε ότι την συγκεκριμένη χρονική στιγμή δεν είχε σκεφτεί να πράξει κάτι τέτοιο ενώ από την άλλη συμφώνησε ότι πράγματι θα μπορούσε να το είχε σκεφτεί. Βεβαίως ο Κατηγορούμενος υπέδειξε ότι δεν είχε κοντά του οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο για να πετάξει στους σκύλους με σκοπό να τους τρομάξει ενώ επέμεινε στην θέση του ότι ο ίδιος κατά την συγκεκριμένη στιγμή πίστευε ότι αν έβγαινε εκτός του σπιτιού και αφού πλησίαζε τους σκύλους για να τους θυμώσει αυτοί θα συμμορφώνονταν και έτσι θα απομακρύνονταν.
Πέραν των πιο πάνω θέσεων που υποβλήθηκαν στον Κατηγορούμενο από την εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, του υποβλήθηκε επίσης και η θέση ότι ο ίδιος μετά που αντιλήφθηκε ότι οι δύο σκύλοι ήταν επιθετικοί και επομένως ο ίδιος υπαναχώρησε με αποτέλεσμα να είχε ήδη εισέλθει εντός του σπιτιού του και να είναι πλέον ασφαλής αφού δεν κινδύνευε, είχε την επιλογή να παραμείνει εντός του σπιτιού του και να τηλεφωνήσει στην αστυνομία ούτως ώστε να τους αναφέρει το συγκεκριμένο περιστατικό και όχι να πράξει ότι έπραξε, δηλαδή να πάρει το όπλο και να βγει ξανά έξω από το σπίτι και να σκοτώσει τους σκύλους είτε ακόμη να πράξει οτιδήποτε άλλη πλην από την φόνευση τους. Ο Κατηγορούμενος απαντώντας στην πιο πάνω θέση ανέφερε ότι πράγματι έπρεπε όντως να σκεφτεί είτε αυτή είτε γενικά οποιαδήποτε άλλη επιλογή αλλά την συγκεκριμένη στιγμή δεν το σκέφτηκε καθότι ο ίδιος βρισκόταν κάτω από πίεση και φόβο. Επίσης συμφώνησε ότι όντως κατά την στιγμή που βρισκόταν εντός του σπιτιού του δεν κινδύνευε ο ίδιος αλλά ισχυρίστηκε ότι εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό το καθεστώς κινδύνου η περιουσία του, δηλαδή τα κουνέλια του, αφού οι σκύλοι επέμειναν να επιτίθενται σε αυτά. Εν κατακλείδι ο Κατηγορούμενος αντεξεταζόμενος συμφώνησε ότι δεν έπρεπε να έχει σκοτώσει τους σκύλους και ότι η ενέργεια του αυτή μπορούσε αποφευχθεί.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ:
Κατά την ακροαματική διαδικασία το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία και ευχέρεια να παρακολουθήσει με κάθε δυνατή προσοχή όλους τους μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν ενώπιον του. Με κριτήρια την όλη στάση και συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα κατά τη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης καθώς και το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους, σε συνδυασμό με τα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί στη δίκη το Δικαστήριο προχωρεί στην αξιολόγηση τους, πάντοτε με πλήρη επίγνωση ότι η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και αποσυναρτημένα του επιπέδου απόδειξης με δείχτη το στάδιο από το οποίο ανέκυψε, την πηγή των γνώσεων τους στο βαθμό που αυτές αφορούσαν τα επίδικα γεγονότα, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος, τις ευκαιρίες που είχαν για να παρακολουθήσουν τα διαδραματισθέντα, την μνήμη και τους λόγους που είχαν να θυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία κατέθεταν, τη σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους, την ειλικρίνεια τους και την ύπαρξη σε αυτές υπερβολών ή ουσιαστικών εγγενών αντιφάσεων (βλέπε κυπριακό νομικό σύγγραμμα 'Το Δίκαιο της Απόδειξης' του Τάκη Ηλιάδη σελίδες 24 και 215, Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325.
Τονίζεται ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αποδεχτεί την μαρτυρία ενός μάρτυρα είτε στην ολότητα της είτε μέρος της, η οποία ασκείται στη βάση των αρχών που το Εφετείο επισήμανε στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 219/2012, ημερ. 29.11.13 και Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266. Σημειώνεται επίσης ότι μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή μικροανακρίβειες σε επουσιώδη θέματα δεν καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά αντίθετα ενδυναμώνουν την ειλικρίνειά τους και δείχνουν ότι δεν προσχεδίασαν την εκδοχή που μετέφεραν στο Δικαστήριο (Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320).
Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται δεν κρίνεται μικροσκοπικά, υπό
Με γνώμονα τα πιο πάνω το Δικαστήριο προχωρεί σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πάντοτε σε σχέση με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.
Ο ΜΚ1 είναι ο αστυνομικός που διερεύνησε την παρούσα υπόθεση. Υπό την ιδιότητα του αστυνομικού εξεταστή ο εν λόγω μάρτυρας προέβηκε σε συγκεκριμένες ενέργειες, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου. Η αναντίλεκτη μορφή της μαρτυρίας του γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο ως αληθή και αξιόπιστη, περιλαμβανομένου και του περιεχομένου των Τεκμηρίων που έχει καταθέσει και τα οποία αποτελούν μέρος αυτής.
Ο ΜΚ2 επίσης δημιούργησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Σημειώνεται μάλιστα ότι η μαρτυρία του δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση. Ο ΜΚ2 εξήγησε με απλό και ουσιαστικό τρόπο τις τοποθετήσεις του, συγκεκριμενοποιώντας μάλιστα ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τι επακριβώς είχε συμβεί αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Κατηγορούμενου, όταν δηλαδή οι δύο του σκύλοι είχαν εισέλθει εντός της κατοικίας του τελευταίου και είχαν επιτεθεί στα κουνέλια του. Συνεπώς ο εν λόγω μάρτυρας κρίνω ότι προσήλθε και αποκάλυψε μόνο όλα όσα περιήλθαν στη σφαίρα της προσωπική του αντίληψης χωρίς διαφοροποιήσεις και δίχως υπερβολές ή εικασίες από τα όσα είχε υποδείξει δια μέσω των γραπτών καταθέσεων που είχε αρχικά δώσει στην αστυνομία. Επομένως αποτελεί δείγμα της ειλικρίνειας του εν λόγω μάρτυρα το γεγονός ότι μέσα από την ένορκη του μαρτυρία δεν επιχείρησε να εμπλουτίσει τις γραπτές του καταθέσεις κατασκευάζοντας απαντήσεις προκειμένου να ευνοήσει την εκδοχή του αλλά απλά υιοθέτησε αυτά που είχε πει στην αστυνομία κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Υπό το φως των πιο πάνω και αφής στιγμής επί της ουσίας της η μαρτυρία του δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, την αποδέχομαι στην ολότητα της πλην της γνώμης που εξέφρασε ο ΜΚ2 ότι ο ίδιος πιστεύει ότι οι σκύλοι του δεν είχαν επιτεθεί στα κουνέλια του Κατηγορούμενου γιατί γενικά δεν ήταν καθόλου επιθετικοί, αφής στιγμής και ο ίδιος αποδέχτηκε ότι δεν ήταν εις γνώση του το τι επακριβώς είχε επισυμβεί κατά τον επίδικο χρόνο.
Από την άλλη η μαρτυρία του Κατηγορούμενου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο καθότι είναι φανερό ότι ναι μεν από την μια ο Κατηγορούμενος παραδέχεται την διάπραξη των αδικημάτων, δηλαδή την θανάτωση των δύο σκύλων με την χρήση όπλου και εκρηκτικών υλών, από την άλλη όμως διαφάνηκε κατά την μαρτυρία του ότι αυτός επιχείρησε πάση θυσία να δικαιολογήσει την συγκεκριμένη ενέργεια στην οποία προέβηκε προβάλλοντας ουσιαστικά τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος κατά δεδομένη χρονική στιγμή δεν είχε οποιαδήποτε άλλη επιλογή κάτι το οποίο και τελικά ανέτρεψε κατά την αντεξέταση του. Ειδικότερα ο Κατηγορούμενος αντεξεταζόμενος αυτοαναιρεί την πιο πάνω θέση του, δηλαδή την ίδια την υπερασπιστική του γραμμή, καθότι αποδέχθηκε ότι πράγματι ο ίδιος κατά την δεδομένη χρονική στιγμή είχε την δυνατότητα και έπρεπε να είχε σκεφτεί να μην πυροβολήσει και τελικά να σκοτώσει τους δύο σκύλους αλλά όπως ανέφερε δεν το σκέφτηκε. Επίσης συμφώνησε με την Κατηγορούσα Αρχή ότι είχε την δυνατότητα να ενημερώσει αμέσως την αστυνομία καθότι όπως και ο ίδιος αποδέχθηκε η σωματική του ακεραιότητα αφής στιγμής είχε εισέλθει εντός του σπιτιού του δεν βρισκόταν σε κανένα πλέον κίνδυνο από την παρουσία των δύο σκύλων εντός της αυλής του, πράγμα το οποίο επίσης αποδέχτηκε ότι δεν έπραξε. Μάλιστα μέσα από τις θέσεις που προβλήθηκαν από τον ίδιο τον Κατηγορούμενο κατά την αντεξέταση του, τόσο η επίκληση του άρθρου 7 του Συντάγματος όσο και του άρθρου 17 του Κεφ. 154 καταρρίπτουν και την εκδοχή του ότι η ζωή του είχε τεθεί σε κίνδυνο και συνεπώς η υπερασπιστική του γραμμή αποτυγχάνει εφόσον τόσο το περιεχόμενο του άρθρου 7 του Συντάγματος όσο και του άρθρου 17 του Κεφ. 154 αναφέρονται στην προστασία της ανθρώπινης ζωής και όχι στην προστασία της ζωή των ζώων ως η Υπεράσπιση ανεπιτυχώς θέλησε να υποδείξει. Δεν παραγνωρίζω μάλιστα ότι ο βασικός ισχυρισμός του Κατηγορουμένου κατά την επίστηση της προσοχής του προς τον νόμο, όταν δηλαδή ο ΜΚ1 τον είχε πληροφορήσει ότι θα καταγγελθεί, ήταν ότι οι σκύλοι του ΜΚ2 του είχαν επιτεθεί γι’ αυτό και τους σκότωσε, και όχι δηλαδή επειδή κινδύνευε η περιουσία του ως κατά την αντεξέταση του επιχείρησε να ανεπιτυχώς να υποδείξει. Ειδικότερα ο Κατηγορούμενος είχε αναφέρει χαρακτηριστικά στον ΜΚ1 «εμουντάραν με» υποδεικνύοντας έτσι ότι αυτός ήταν και ο λόγος που τους πυροβόλησε και τελικά τους σκότωσε. Σημειώνεται μάλιστα ότι ενώ ο Κατηγορούμενος κατά την λήψη της ανακριτικής του κατάθεσης ανέφερε ότι ο λόγος που είχε πάρει το όπλο και το είχε στήσει και στην συνέχεια χρησιμοποιήσει ήταν εξαιτίας του φόβου του επειδή προηγουμένως τον είχαν περικυκλώσει οι δύο σκύλοι, αντεξεταζόμενος υποστήριξε κάτι εντελώς διαφορετικό αφού ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος αφής στιγμής είχε εισέλθει εντός της κατοικίας του δεν βρισκόταν πλέον σε κανένα άλλο κίνδυνο και ότι δηλαδή το όπλο το είχε χρησιμοποιήσει επειδή αντιλήφθηκε ότι οι συγκεκριμένοι σκύλοι συνέχιζαν να επιτίθενται στα κουνέλια του με αποτέλεσμα να μην έχει οποιαδήποτε άλλη επιλογή παρά να τους πυροβολήσει με σκοπό να προστατεύσει την ζωή των κουνελιών του. Συνεπώς και η θέση του ότι βρισκόταν υπό το κράτος φόβου, πανικού και απειλής κατά την δεδομένη χρονική στιγμή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.
Με γνώμονα τα πιο πάνω λεχθέντα διαπιστώνεται από το Δικαστήριο ότι η υπερασπιστική γραμμή του Κατηγορουμένου η οποία προκύπτει τόσο μέσα από την γραπτή του κατάθεση όσο και μέσα από την προφορική του μαρτυρία, δεν χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και σταθερότητα και συνεπώς κρίνεται ότι η οποία υπεράσπιση προβλήθηκε κατασκευάστηκε από τον ίδιο με απώτερο σκοπό να δικαιολογήσει την πράξη και ενέργεια στην οποία προέβηκε με την χρήση του πυροβόλου όπλου το οποίο αφού χρησιμοποίησε σκότωσε τους δύο σκύλους του ΜΚ2, ούτως ώστε να απαλλαχθεί και από την ευθύνη.
Η μαρτυρία του Κατηγορούμενου αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους πυροβόλησε και φόνευσε τους δύο σκύλους παρά το γεγονός ότι πράγματι αυτοί είχαν εισέλθει εντός της αυλής του και είχαν σκοτώσει τρία από τα κουνέλια του, δεν μπορεί να γίνει από το Δικαστήριο αποδεκτή για τους λόγους τους οποίους εξήγησα και συνεπώς απορρίπτεται.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Με βάση την αποδεχθείσα μαρτυρία και τα παραδεκτά γεγονότα καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα :
Ο ΜΚ1 είναι ο κάτοχος και ο ιδιοκτήτης των δύο σκύλων ράτσας «μαλινουά» δηλαδή ενός αρσενικού με την ονομασία «Τάισον» και ενός θηλυκού με την ονομασία «Αλίσια» ηλικίας περίπου ενός έτους, και οι οποίοι κατά τον επίδικο χρόνο είχαν αξία περί τις 10.000 ευρώ. Την 29/12/18 και περί ώρα 1720 μμ ενώ ο ΜΚ2 βρισκόταν στο σπίτι του άφησε ελεύθερους τους δυο σκύλους του στην περιφραγμένη αυλή του, ενώ σε κάποια στιγμή ο ίδιος βγήκε εκτός της συγκεκριμένης αυλής με σκοπό να κουβαλήσει καυσόξυλα για το τζάκι. Εξαιτίας όμως του ότι ο ΜΚ2 άφησε την πόρτα της περίφραξης της κατοικίας του ανοιχτή, οι δύο σκύλοι διέλαθαν της προσοχής του με αποτέλεσμα να διαφύγουν εκτός της αυλής. Μετά την πάροδο λίγων λεπτών ο ΜΚ2 αντιλήφθηκε ότι οι σκύλοι του είχαν φύγει και έτσι αμέσως επιβιβάστηκε εντός του οχήματος του με σκοπό να τους εντοπίσει στην περιοχή του χωριού στο οποίο διαμένει, δηλαδή στην Τίμη της Επαρχίας Πάφου. Τελικά οι σκύλοι του ΜΚ2 είχαν εισέλθει εντός της αυλής της κατοικίας του Κατηγορούμενου και αφού είχαν επιτεθεί στα κλουβιά με τα κουνέλια του κατάφεραν και σκότωσαν τρία κουνέλια ένα αρσενικό και δύο θηλυκά, ενώ ο Κατηγορούμενος πήρε το πυροβόλο όπλο κατηγορίας Δ μάρκας SKB με Α/Α NS89584 και πυροβόλησε τους δύο σκύλους του ΜΚ2 με την χρήση φυσιγγίων τα οποία τοποθέτησε σε αυτό και τους τραυμάτισε. Σε κάποια στιγμή και ενώ ο ΜΚ2 έψαχνε τους σκύλους του, αντιλήφθηκε τον εκ των δύο σκύλων και πιο συγκεκριμένα την «Αλίσια» να επιστρέφει στο σπίτι του με αίματα στο σώμα της και στην συνέχεια αφού εισήλθε εντός της αυλής της κατοικίας του να ξαπλώνει στο σπιτάκι της. Τότε ο ΜΚ2 κατάλαβε ότι κάποιος την είχε χτυπήσει και έτσι επειδή φοβήθηκε ότι πιθανόν να είχε συμβεί κάτι κακό και στον άλλο τον σκύλο του με την ονομασία «Τάισον», συνέχισε να τον ψάχνει ακολουθώντας έτσι νότια πορεία ενώ στην συνέχεια και σε απόσταση 100 με 150 μέτρα αντιλήφθηκε τον Κατηγορούμενο να κρατά ένα σακούλι άσπρου χρώματος μεγάλο. Τότε ο ΜΚ2 φώναξε στον Κατηγορούμενο δύο με τρεις φορές χωρίς αυτός να του απαντήσει οτιδήποτε. Ο ΜΚ2 επειδή υποψιάστηκε ότι κάτι συμβαίνει με τον σκύλο του, πλησίασε το σημείο που βρισκόταν ο Κατηγορούμενος και είδε πράγματι τον σκύλο του με την ονομασία «Ταίσον» να βρίσκεται μέσα σε λίμνη αίματος και να σπαρταρά. Αμέσως ρώτησε τον Κατηγορούμενο τι συνέβηκε με τους σκύλους του και αυτός του απάντησε χαρακτηριστικά «εσκοτώναν τα κουνέλια μου». Τότε ο ΜΚ2 τηλεφώνησε αμέσως στην αστυνομία και αφού η αστυνομία μετέβηκε στην κατοικία του, ο ίδιος μετέφερε τον τραυματισμένο σκύλο του με την ονομασία «Αλίσια» στην κτηνιατρική κλινική με την ονομασία Dand N Vet στην λεωφόρο Μεσόγης στην Πάφο. Στην συγκεκριμένη κλινική ο κτηνίατρος ενημέρωσε τον ΜΚ2 ότι η Αλίσια φέρει σοβαρά τραύματα από σφαιρίδια όπλου και ότι βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση.
Tην ίδια ημέρα και περί ώρα 1745 μμ στα πλαίσια της καταγγελίας στην οποία προέβηκε ο ΜΚ2 εναντίον του Κατηγορούμενου, ο ΜΚ1 μετέβηκε στην σκηνή και ο Κατηγορούμενος του ανέφερε ότι είχε πυροβολήσει τους δύο σκύλους του ΜΚ2 οι προηγουμένως εισήλθαν στην αυλή της κατοικίας του στην οδό Σαλαμίνος αρ. 29 στην Τίμη. Σημειώνεται ότι η εν λόγω περιοχή είναι κατοικημένη. Τότε ο ΜΚ1 πληροφόρησε τον Κατηγορούμενο ότι θα καταγγελθεί και αφού του επέστησε την προσοχή του στον νόμο, αυτός του απάντησε «αφού εμουντάραν με». Ακολούθως ο Κατηγορούμενος παρέδωσε στον ΜΚ1 ένα ΔΟΚΟ μάρκας SKB με Α/Α NS89584 μέσα σε καφέ θήκη μαζί με τρία κυνηγετικά φυσίγγια μάρκας VICTORY χρώματος μπλε και αφού του επιστήθηκε εκ νέου η προσοχή του στον νόμο, ο Κατηγορούμενος του απάντησε «εν με τούτο που τον έπαιξα». Την ίδια ημέρα και περί ώρα 1850 μμ ο ΜΚ1 παρέλαβε από την κατοικία του Κατηγορούμενου τρία νεκρά κουνέλια ιδιοκτησίας του ίδιου, καθώς επίσης και από τον πίσω χώρο της αυλής του ένα νεκρό σκύλο, δηλαδή τον «Τάισον» τα οποία και μετέφερε στα γραφεία των Κτηνιατρικών Υπηρεσιών στην Πάφο για την νενομισμένη νεκροψία. Την 30/12/18 και περί ώρα 0005 στην Τίμη ο ΜΚ1 συνέλαβε στην βάση δικαστικού εντάλματος σύλληψης τον Κατηγορούμενο και αφού τον πληροφόρησε τους λόγους της σύλληψης του και του επίστησε την προσοχή του στον Νόμο, ο Κατηγορούμενος του απάντησε « εντάξει». Επίσης την ίδια ημέρα και μεταξύ των ωρών 0045 – 0215 στον Αστυνομικό Σταθμό Κουκλιών ο ίδιος έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο. Ο Κατηγορούμενος επίσης κατηγορήθηκε γραπτώς και παραδέχθηκε ενοχή.
Την 30/12/18 ο ΜΚ2 ενημερώθηκε από τον κτηνίατρο που είχε μεταφέρει κατά την προηγούμενη ημέρα την τραυματισμένη «Αλίσια», ότι αυτή τελικά απεβίωσε. Με βάση τις νεκροτομές που διενεργήθηκαν από τις Κτηνιατρικές Υπηρεσίες Πάφου ο σκύλος με την ονομασία «Ταίσον» έφερε σφαιρίδια πυροβόλου όπλου στην δεξιά πλευρά της κεφαλής του με κάκωση εγκεφάλου συνεπεία του πυροβολισμού που δέχτηκε από το όπλο μάρκας SKB με αριθμό κατασκευής ΝS89584 του Κατηγορούμενου. Επίσης και ο σκύλος με την ονομασία «Αλίσια» έφερε σφαιρίδια από το ίδιο πυροβόλο όπλο σε όλο της το σώμα με αποτέλεσμα ο θάνατος της να προέλθει συνεπεία εσωτερικής αιμορραγίας λόγω πολυτραυματισμού εσωτερικών ζωτικών οργάνων. Τα τρία νεκρά κουνέλια εκ των οποίων τα δύο ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη απεβίωσαν εξαιτίας των δαγκωμάτων που δέχτηκαν από τους σκύλους του ΜΚ2 στην περιοχή των θωρακικών σπονδύλων και συνεπεία καταγμάτων στα πλευρά τους.
Την 29/12/18 η περίοδος για το κυνήγι ήταν ανοιχτή αλλά λόγω του ότι η συγκεκριμένη ημέρα ήταν Σάββατο, το κυνήγι απαγορευόταν.
Ο θάνατος των σκύλων του ΜΚ2 ήταν μια μεγάλη απώλεια για τον ίδιο καθότι ο ίδιος τους θεωρούσε ως μέλη της οικογένειας του.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, όπως είναι και η παρούσα, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η κατηγορούσα αρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Χαρίτωνος και άλλων v. Δημοκρατίας (1971) 2 C.L.R. σελ. 40, με την οποία υιοθετήθηκε η απόφαση Woolmighton v. D.P.P. (1935) AC 462, καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις.
Στην υπόθεση Χριστάκης Ιακώβου Ανδρέου v. Δημοκρατίας ημερ. 22.03.2000 2ΑΑΔ 166 Ποιν. Έφεση 6667, έχει νομολογηθεί και αποτελεί πάγια αρχή ότι η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169, τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. Πρόσφατη επικύρωση είχαμε στην Mάρτιν v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65.
Στην υπόθεση R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161 διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ' ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία τους στηρίχθηκε κυρίως στις προφορικές παραδοχές ενοχής. Το αγγλικό εφετείο τόνισε πως δε συνάγεται, ως θέμα αρχής, από τη νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη…»
Στην υπόθεση Α.Κ v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση αρ. 177/12 ημερ. 14.05.15, ECLI:CY:AD:2015:D405 επαναλήφθηκε ότι η αξία της ομολογίας είναι θέμα πραγματικό και συναρτάται από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της λοιπής μαρτυρίας, το Δικαστήριο προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Από την θεώρηση της νομολογίας προκύπτει με σαφήνεια ότι μια εκούσια και σαφής ομολογία, μπορεί αφ’ εαυτής να θεμελιώσει καταδίκη. Όμως όσο θεληματική και αν είναι μια κατάθεση ενός Κατηγορουμένου, είναι φρόνιμο να αναζητείται στον βαθμό που είναι δυνατό ενίσχυση του περιεχομένου της.
Ο Κατηγορούμενος δεν αμφισβητεί και παραδέχεται την φόνευση των δύο σκύλων. Εξάλλου πέραν της παραδοχής του μέσα από την ανακριτική του κατάθεση, την γραπτή του κατηγορία αλλά και την προφορική του ομολογία στον ΜΚ1, η παραδοχή του υποστηρίζεται και από τις ενέργειες στις οποίες ο ίδιος προέβηκε κατά την άφιξη της αστυνομίας, δηλαδή την παράδοση στον ΜΚ1 τόσο του όπλου με το οποίο πυροβόλησε και φόνευσε τους δυο σκύλους αλλά και των εκρηκτικών υλών. Επίσης η ομολογία ενοχής του Κατηγορούμενου επιβεβαιώνεται και από τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία δηλώθηκαν στο Δικαστήριο με την σύμφωνη γνώμη της Υπεράσπισης και της Κατηγορούσας Αρχής μέσα από τα οποία προκύπτει και επιβεβαιώνεται η θέση, ότι ο Κατηγορούμενος κατά τον επίδικο τόπο και χρόνο με την χρήση του πυροβόλου όπλου το οποίο αναφέρεται στην 1η κατηγορία και την χρήση των εκρηκτικών υλών της 3ης κατηγορίας πυροβόλησε και φόνευσε τους δύο σκύλους του ΜΚ2. Συνεπώς και η ομολογία του Κατηγορούμενου ως προς τα ανωτέρω γεγονότα δεν αφήνει κανένα περιθώριο για την μη αποδοχή της.
Όπως έχει προαναφερθεί ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μια κατηγορία που αφορά στο αδίκημα της πρόκλησης βλάβης σε δύο σκύλους. Πρόκειται για την 4η κατηγορία. Αυτό που του αποδίδεται είναι ότι εσκεμμένα και παράνομα προκάλεσε το θάνατο των σκύλων με την χρήση του επίδικου όπλου και των φυσιγγίων. Το αδίκημα αυτής της κατηγορίας διέπεται από το άρθρο 323 του Κεφ.154 μετά των συναφών τροποποιήσεων, του οποίου οι πρόνοιες αυτούσια σημειώνουν ότι αυτός που εσκεμμένα και παράνομα φονεύει, ακρωτηριάζει ή τραυματίζει ζώο που δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος.
Από το λεκτικό του πιο πάνω άρθρου, συνάγεται ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα πιο κάτω:
(α) Ο κατηγορούμενος εσκεμμένα και
(β) παράνομα,
(γ) φονεύει ή
(δ) τραυματίζει ή
(ε) ακρωτηριάζει ζώο
(στ) που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κλοπής.
Ένα από τα συστατικά στοιχεία του υπό εκδίκαση αδικήματος είναι ο Κατηγορούμενος να προκαλέσει το θάνατο ή να τραυματίσει ένα ζώο. Το πρώτο ζήτημα που χρήζει εξέτασης είναι κατά πόσο ο σκύλος εμπίπτει στον όρο του ζώου. Ο ορισμός του ζώου παρέχεται στο άρθρο 2 των περί Προστασίας και Ευημερίας των Ζώων Νόμων του 1994 έως 2013 (Ν.46(Ι)/1994) που είναι το ερμηνευτικό πλαίσιο της εν λόγω νομοθεσίας. Όπως σημειώνεται, 'ζώο' σημαίνει κάθε είδος θηλαστικών, πτηνών, ερπετών, αμφίβιων, εντόμων, ιχθύων, μαλακίων και οστρακόδερμων. Τα ζώα γενικά κατατάσσονται σε 'κατοικίδια' και σε 'άγρια'. Όπως εξηγείται στο ερμηνευτικό πλαίσιο του Ν.46(Ι)/1994, 'κατοικίδιο ζώο' είναι εκείνο που διατηρείται ή προορίζεται να διατηρείται από τον άνθρωπο, κυρίως στην κατοικία του, για ιδιωτική ψυχαγωγία και συντροφιά. Στο αγγλικό νομικό σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, Τρίτη Έκδοση, Τόμος 1, παράγραφος 1250, σελίδα 655 σημειώνεται ότι ο σκύλος περιλαμβάνεται στην κατηγορία του 'κατοικίδιου ζώου'.
Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα ο σκύλος εμπίπτει στην έννοια του ορισμού του 'ζώου', ανήκοντας στην κατηγορία του 'κατοικίδιου ζώου', κατάταξη η οποία αποτελεί μέρος των συστατικών στοιχείων του αδικήματος δυνάμει του άρθρου 323 του Κεφ.154.
Η παρούσα υπόθεση αφορά σε δύο σκύλους και κατ' επέκταση, χωρίς δεύτερη σκέψη, πραγματεύεται περίπτωση ζώων που εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 323 του Κεφ.154. Περαιτέρω αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος ήταν αυτός που με τη χρήση του επίδικου πυροβόλου όπλου προκάλεσε τον θάνατο τους. Εξάλλου το ότι ο θάνατος των σκύλων επήλθε εξαιτίας της χρήσης του όπλου του είναι παραδεκτό γεγονός.
Διάσταση μεταξύ των μερών υπήρξε ως προς το λόγο που ο Κατηγορούμενος ενήργησε με τον τρόπο που ενέργησε αναφορικά με τους δύο επίμαχους σκύλους. Η Κατηγορούσα αρχή ισχυρίζεται ότι ο Κατηγορούμενος έδρασε σκόπιμα και αδικαιολόγητα ενώ η Υπεράσπιση επικαλείται ότι ο Κατηγορούμενος ενέργησε υπό το καθεστώς φόβου και άμυνας όταν αντιλήφθηκε την επιθετική στάση των σκύλων και συνεπώς ενήργησε για να προστατεύσει την περιουσία του.
Η δε Υπεράσπιση που έχει εγερθεί εκ μέρους του και επιχειρήθηκε να τεκμηριωθεί κρίνεται από το Δικαστήριο αβάσιμη και χωρίς κανένα νομικό υπόβαθρο. Και αυτό ως ανωτέρω έχει εξηγηθεί, διότι καταρχάς το άρθρο 7 του Συντάγματος το οποίο ο Κατηγορούμενος έχει επικαλεστεί αυτό που ουσιαστικά προστατεύει είναι το δικαίωμα της ζωής του ανθρώπου και όχι η ζωή των ζώων, δηλαδή της περιουσίας του Κατηγορούμενου, ως ο ίδιος έχει ισχυριστεί. Ειδικότερα στο άρθρο αυτό αναφέρεται ότι η αποστέρηση της ζωής, δηλαδή της ανθρώπινης ζωής, δεν θεωρείται παράβασις του παρόντος άρθρου, όσες φορές αυτή προέρχεται από χρήση της απόλυτης αναγκαίας βίας επι αμύνης πρόσωπου ή περιουσίας προς αποτροπήν αναλόγου και άλλως αναποτρέπτου και ανεπανορθώτου κακού. Επομένως στην συγκεκριμένη περίπτωση αφής στιγμής η ζωή του Κατηγορούμενου δεν έχει διαφανεί ότι είχε τεθεί σε κίνδυνο το συγκεκριμένο άρθρο δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε εφαρμογή.
Πέραν των πιο πάνω ο Κατηγορούμενος επικαλέστηκε και το άρθρο 17 του Κεφ. 154 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα :
«Κατάσταση ανάγκης..
Πράξη ή παράλειψη, που διαφορετικά θα συνιστούσε ποινικό αδίκημα, δυνατόν να μη καταλογιστεί σε αυτόν που διέπραξε, αν αυτός μπορέσει να αποδείξει ότι αυτή έγινε ή παραλείφθηκε μόνο για αποτροπή συνεπειών διαφορετικά αναπότρεπτων, οι οποίες, αν δεν αποτραπούν θα επιφέρουν σε αυτό ή σε πρόσωπα τα οποία αυτός έχει υποχρέωση να προστατεύσει, αναπότρεπτο και ανεπανόρθωτο κακό, ότι η πράξη δεν υπερέβη το εύλογα αναγκαίο με αυτό, επίσης ότι το κακό που προκλήθηκε από αυτόν δεν ήταν δυσανάλογο με εκείνο το οποίο αποτράπηκε »
Είναι επίσης φανερό ότι, και στο πιο πάνω άρθρο το οποίο ο Κατηγορούμενος επικαλέστηκε, η εφαρμογή του, δηλαδή ο μη καταλογισμός σε κάποιο πρόσωπο μια πράξης ή παράλειψης που υπό άλλες περιστάσεις θα μπορούσε να συνιστά ποινικό αδίκημα αλλά στην συγκεκριμένη περίσταση να μην δύναται να καταλογιστεί σε αυτόν που την έπραξε ή την παρέλειψε, να αφορά την ενδεχόμενη αποτροπή συνεπειών στο ίδιο το πρόσωπο ή σε άλλα πρόσωπα που έχει υποχρέωση να προστατεύσει και όχι στην περιουσία του όπως εν προκειμένω στα ζώα του. Ο νομοθέτης είναι φανερό ότι ομιλεί για πρόσωπα και συνεπώς για την προστασία της ανθρώπινης ζωής. Επαναλαμβάνω λοιπόν ότι ο Κατηγορούμενος στην προκειμένη περίπτωση δεν βρισκόταν σε κίνδυνο από τους δύο σκύλους αφής στιγμής είχε εισέλθει εντός της κατοικίας του αποδεχόμενος μάλιστα ότι ήταν προστατευμένος και συνεπώς η πράξη του δεν συνιστούσε πράξη η οποία θα μπορούσε να αποτρέψει συνέπειες διαφορετικά αναπότρεπτες τόσο στον ίδιο όσο και σε άλλα πρόσωπα που είχε υποχρέωση να προστατεύσει.
Έχω ήδη εξετάσει λοιπόν, τη θέση του Κατηγορουμένου και την έχω απορρίψει. Αυτό που εξετάζεται στη συνέχεια είναι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής.
Προτού όμως υπάρξει ενασχόληση με το πιο πάνω επίδικο θέμα, το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει αν οι δύο επίμαχοι σκύλοι δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο κλοπής. Αντικείμενο κλοπής είναι κάθε πράγμα που έχει αξία και ανήκει σε οποιοδήποτε πρόσωπο (άρθρο 255(3) του Κεφ.154). Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η αξία των δύο σκύλων ανερχόταν περί τις 10.000 ευρώ, γεγονός που δεν έχει αμφισβητηθεί. Συνεπώς οι δύο σκύλοι είχαν αξία ενώ ανήκαν σε πρόσωπο ήτοι στον ΜΚ2 και άρα μπορούσαν να αποτελέσουν και αντικείμενο κλοπής.
Το ζήτημα που παραμένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο ο Κατηγορούμενος εσκεμμένα και παράνομα προκάλεσε το θάνατο των δύο σκύλων. Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο Κατηγορούμενος πήρε το επίδικο όπλο και αφού τοποθέτησε σε αυτό φυσίγγια πυροβόλησε τους δύο σκύλους οι οποίοι στην συνέχεια απεβίωσαν. Σαφώς αυτά είναι δεδομένα που δείχνουν σκόπιμες και συνάμα θεληματικές ενέργειες και όχι τυχαίες και ακούσιες πράξεις, συμπέρασμα στο οποίο και καταλήγω. Επίσης από το σύνολο των ευρημάτων του Δικαστηρίου που αντλήθηκαν από την αποδεκτή μαρτυρία διαπιστώνω ότι εν λόγω ενέργειες του Κατηγορουμένου στερούνται νόμιμης αιτίας και θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, συμπέρασμα στο οποίο και επίσης καταλήγω. Αυτό που προκύπτει είναι ότι ο Κατηγορούμενος αντέδρασε με τον τρόπο που ενέργησε επειδή είχε εντοπίσει τους επίμαχους σκύλους στα κλουβιά των κουνελιών του και αφής στιγμής είχε διαπιστώσει ότι κάποια από αυτά του τα είχαν σκοτώσει.
Από τα πιο πάνω διαπιστώνεται σωρευτική ικανοποίηση όλων των απαιτούμενων συστατικών στοιχείων του εν λόγω αδικήματος.
Υπό το φως των πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εναντίον του Κατηγορουμένου αναφορικά με την 4η κατηγορία που αυτός αντιμετωπίζει. Ο Κατηγορούμενος κρίνεται λοιπόν ένοχος στην 4η κατηγορία.
Στρεφόμενος τώρα στην 5η κατηγορία το αδίκημα του πυροβολισμού με την χρήση πυροβόλου όπλου μέσα σε κατοικημένη περιοχή προβλέπεται από το άρθρο 374(η) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο, όποιος εσκεμμένα πυροβολεί με πυροβόλο όπλο μέσα στα όρια πόλης, χωριού ή άλλης κατοικημένης περιοχής είναι είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες.
Μέσα από τα ευρήματα του Δικαστηρίου έχει προκύψει ότι ο Κατηγορούμενος με την χρήση του επίδικου όπλου και εντός κατοικημένης περιοχής πυροβόλησε και φόνευσε τους επίμαχους σκύλους. Κρίνω επίσης ότι το κυνηγετικό όπλο μάρκας SKB με αριθμό κατασκευής NS89584 εμπίπτει εντός της ερμηνείας που αποδίδεται στην φράση «πυροβόλο όπλο» του άρθρου 2 του Ν. 113(Ι)/2004. Εξάλλου από την Υπεράσπιση δεν έχει αμφισβητηθεί ότι το συγκεκριμένο όπλο ήταν πυροβόλο όπλο κατηγορίας Δ.
Με γνώμονα τα πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει και την 5η κατηγορία που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει.
Η 1η κατηγορία στηρίζεται στα άρθρα 2,3, 28(2), 51(1) και Πρώτο Παράρτημα του Περί Πυροβόλων Όπλων Νόμο 113 (Ι)/2004 όπως έχει τροποποιηθεί. Το άρθρο 28(2) του Νόμου προνοεί ότι απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο, κατά τη διάρκεια κλειστής περιόδου, όπως αυτή καθορίζεται στον περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμο να χρησιμοποιεί ή μεταφέρει εντός της Δημοκρατίας πυροβόλο όπλο της Κατηγορίας Δ ή αεροβόλο. Το άρθρο 51(1) του ίδιου Νόμου επίσης προνοεί ότι πρόσωπο, το οποίο αυτοπροσώπως ή δια υπαλλήλου του ή άλλου εκπροσώπου του, παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι, εφόσον δεν προβλέπεται άλλη ποινή σε άλλη διάταξη του παρόντος Νόμου, ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε περίπτωση καταδίκης του σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα 15 έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις σαράντα δύο χιλιάδες επτακόσια δέκα πέντε ευρώ (€42,715) ή και στις δύο αυτές ποινές και οποιαδήποτε όπλα σχετικά με τα οποία διαπράχθηκε αδίκημα κατάσχονται και δημεύονται ή καταστρέφονται με τη συγκατάθεση του προσώπου αυτού.
Σε ότι αφορά το τι συνιστά κλειστή περίοδο για το κυνήγι σύμφωνα με το άρθρο 28(2) του Νόμου, αυτή καθορίζεται στον περί Προστασίας και Διαχείρισης Άγριων Πτηνών και Θηραμάτων Νόμο 152(Ι)/2003. Σύμφωνα με το άρθρο 46 (1) του Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει με διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας οποιαδήποτε περίοδο του έτους ως ανοιχτή περίοδο κυνηγιού. Νοείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν καθορίζει οποιαδήποτε περίοδο μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 15ης Αυγούστου κάθε έτους, και των δύο ημερομηνιών συμπεριλαμβανομένων, ή ολόκληρη αυτή την περίοδο ως ανοιχτή περίοδο κυνηγιού. Όποια περίοδος του έτους δεν έχει καθοριστεί δυνάμει του εδαφίου (1) ως ανοιχτή περίοδος κυνηγιού θεωρείται κλειστή περίοδος κυνηγιού.
Το επίδικα αδικήματα διαπράχθηκαν την 29/12/18 όπου το κυνήγι απαγορευόταν. Αποτελεί παραδεκτό γεγονός επίσης και συνακόλουθα εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Κατηγορούμενος αφού τοποθέτησε στο επίδικο πυροβόλο όπλο του εκρηκτικές ύλες μεταφέροντας το πυροβόλησε με αποτέλεσμα να επιφέρει τον θάνατο των δύο σκύλων. Συνεπώς υπήρξε η μεταφορά του πυροβόλου όπλου κατά την διάρκεια ημέρας κατά την οποία δεν επιτρεπόταν το κυνήγι από τον Κατηγορούμενο.
Επομένως κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε και την 1η κατηγορία που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει.
Ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος και στην 1η κατηγορία.
Τα αδικήματα της μεταφοράς ή κατοχής εκρηκτικών υλών καθώς και της χρήσης εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια του Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, 2η και 3η κατηγορία, καθορίζονται από τα άρθρα 2, 4(4)(δ) και 4(4)(ζ) του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54 όπως έχει τροποποιηθεί.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, στην έννοια της εκρηκτικής ύλης περιλαμβάνονται και τα φυσίγγια.
Σύμφωνα με το άρθρο (4)(4)
(δ) μεταφέρει ή έχει στην κατοχή του και….
(ζ) χρησιμοποιεί ή αποπειράται να χρησιμοποιήσει, οποιαδήποτε εκρηκτική ύλη χωρίς να είναι κάτοχος άδειας ή έγκρισης (το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ίδιος),
είναι ένοχο αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
Εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι ο Κατηγορούμενος και ότι μετέφερε αλλά και ότι χρησιμοποίησε εκρηκτικές ύλες χωρίς άδεια ή έγκριση. Συνεπώς η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει και αυτές τις κατηγορίες εναντίον του.
Ο Κατηγορούμενος κρίνεται λοιπόν ένοχος τόσο στην 2η όσο και στην 3η κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(Υπ.) .................................
Σ. Συμεού, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο