Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου ν. Α. Γ., Αρ. Υπόθεσης: 1881/25, 16/4/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου ν. Α. Γ., Αρ. Υπόθεσης: 1881/25, 16/4/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

Ενώπιον: Σ. Συμεού Ε.Δ.                                    

                   Αρ. Υπόθεσης: 1881/25

 

 

   Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

 

 

v.

 

                                                   Α. Γ.                                                                                                         

Ημερομηνία:  16/04/25

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή:  κ. Μ. Αντωνίου

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ. Σιαηλής

Κατηγορούμενος: παρών

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

                       

Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα υπόθεση αντιμετωπίζει συνολικά 20 κατηγορίες για αδικήματα που διαπράχθηκαν κατ’ ισχυρισμό εναντίον της πρώην συμβίας του Χ. Χ από την Αργάκα της Επαρχίας Πάφου, και αφορούν στο αδίκημα επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης (1η κατηγορία), της απειλής (2η , 8η και 14η κατηγορία), της εισόδου σε ξένη περιουσία (3η και 10η κατηγορία), της παράβαση διατάγματος Δικαστηρίου (4η, 11η και 15η κατηγορία), της καταφρόνηση του Δικαστηρίου (5η, 12η και 16η κατηγορία), της παρενόχλησης θύματος ( 6η , 13η και 17η κατηγορία), της πρόκλησης ψυχικής βλάβης σε μέλος της οικογένειας (7η και 19 κατηγορία), της δημόσιας εξύβριση (9η κατηγορία), της άσκησης ψυχολογικής βίας (18η κατηγορία) και τέλος της παρενόχλησης (20η κατηγορία).

 

Ο Κατηγορούμενος απάντησε με μη παραδοχή στις κατηγορίες και έτσι το  Δικαστήριο εφόσον την 14/04/25 διέταξε την κράτηση του Κατηγορουμένου κατόπιν εγκρίσεως του αιτήματος που υποβλήθηκε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ενόψει του κινδύνου διάπραξης ιδίων ή άλλων αδικημάτων, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση αυθημερόν και ώρα 1100 π.μ. εφόσον υπήρχε ο απαιτούμενος από το Δικαστήριο χρόνος ενόψει του ότι και οι υποθέσεις αυτής της φύσεως θα πρέπει να εκδικάζονται ταχέως.

 

Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε τρείς μάρτυρες κατηγορίες, δηλαδή τον εξεταστή της υπόθεσης, ΜΚ1, την παραπονούμενη ΜΚ2, και τον αδερφό της παραπονούμενης ΜΚ3. Τονίζεται ότι πριν την κλήση των συγκεκριμένων μαρτύρων για να καταθέσουν, κατατέθηκαν με την σύμφωνη γνώμη και των δύο πλευρών παραδεκτά γεγονότα τα οποία και αποτελούν συνακόλουθα και μέρος των ευρημάτων μου.

 

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι πριν από την κλήση της ΜΚ2 στο Δικαστήριο για να καταθέσει, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής υπέβαλε αίτημα όπως η μάρτυρας κριθεί από το Δικαστήριο ως μάρτυρας που χρήζει βοήθειας με βάση τις διατάξεις του Νόμου 95(Ι)/2001. Το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής προσέκρουσε στην ένσταση της Υπεράσπισης και αφού το Δικαστήριο άκουσε τις εκατέρωθεν θέσεις των δύο πλευρών με ενδιάμεση απόφαση που εκδόθηκε, διατάχθηκε όπως η μαρτυρία της ΜΚ2 δοθεί χωρίς την παρουσία άλλων προσώπων στην αίθουσα του Δικαστηρίου, δηλαδή κεκλεισμένων των θυρών εφόσον σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 95(Ι)/20001 η συγκεκριμένη  μάρτυρας εμπίπτει εντός της έννοιας του άρθρου 3(4), καθότι πρόκειται για θύμα ποινικού αδικήματος προβλεπόμενου από τον Περί της Βίας στην Οικογένεια Νόμο του 2000.  

 

Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στην οποία κατατέθηκαν συνολικά 11 Τεκμήρια, και την κλήση τριών μαρτύρων κατηγορίας, το Δικαστήριο κάλεσε τον Κατηγορούμενο σε απολογία αναφορικά με την 2η, 4η, 5η ,6η, 8η, 10η, 11η ,12η, 13η, 14η, 15η, 16η, 17η, 18η και 20η κατηγορία ενώ τον αθώωσε και τον απάλλαξε από το εκ πρώτης όψεως στάδιο, στις υπόλοιπες κατηγορίες, δηλαδή στην 1η κατηγορία που αφορά την επίθεση με πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης, στην 3η που αφορά στο αδίκημα της εισόδου σε ξένη περιουσία, στην 9η κατηγορία της δημόσιας εξύβρισης και τέλος στην 7η και 19η κατηγορία που αφορά στα αδικήματα της πρόκλησης ψυχικής βλάβης.

 

Ο Κατηγορούμενος από την πλευρά του επέλεξε να τηρήσει το δικαίωμα της σιωπής ενώ δεν κάλεσε μάρτυρες προς Υπεράσπιση του.

 

Μαρτυρία Κατηγορούσας Αρχής

 

Πρώτος μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή κλήθηκε και κατέθεσε ο Αστ. 4207 Μ. Θεοχάρους του οποίου η μαρτυρία του περιορίστηκε μόνο στην κατάθεση τεκμηρίων και πιο συγκεκριμένα του επίμαχου σπρέι πιπεριού για το οποίο υπήρξε διένεξη την 09/04/25 στο σπίτι της ΜΚ2 μεταξύ της ίδιας και του Κατηγορούμενου. Το συγκεκριμένο σπρέι κατατέθηκε στο Δικαστήριο από τον ΜΚ1 και αποτελεί το Τεκμήριο 8. Ο ΜΚ1 υπό την ιδιότητα του ως εξεταστής της υπόθεσης, δεν αμφισβητήθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης.

 

Επόμενη μάρτυρας κλήθηκε και κατέθεσε η παραπονούμενη, δηλαδή η ΜΚ2, η οποία υιοθέτησε την γραπτή της κατάθεση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, Τεκμήριο 10, ενώ αναγνώρισε τόσο τον Κατηγορούμενο ως το πρόσωπο για το οποίο υπέβαλε καταγγελία εναντίον του, όσο και το επίμαχο σπρέι για το οποίο και δημιουργήθηκε ένταση και ακολούθως διένεξη στην κατοικία της, την 09/04/25 το απόγευμα. Σε ότι αφορά τις απειλές που εκστόμισε εναντίον της ο Κατηγορούμενος, η ΜΚ2 ερωτώμενη ανέφερε ότι ένιωσε φόβο ενώ επίσης υπέδειξε ότι μετά το επίμαχο περιστατικό με το σπρέι εξαιτίας του ότι βρισκόταν σε κατάσταση πανικού καθότι έτσουζαν τα μάτια της και είχε δύσπνοια, ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον αδερφό της, δηλαδή τον ΜΚ3, ο οποίος την μετέφερε στο Νοσοκομείο για ιατρική περίθαλψη. Η ΜΚ2 αναφερόμενη στο περιστατικό που είχε προκληθεί μαζί με τον Κατηγορούμενο όταν ο τελευταίος είχε εισέλθει στο σπίτι της με σκοπό να της παραδώσει την ανήλικη θυγατέρα της, εξήγησε ότι ο Κατηγορούμενος χωρίς να την ρωτήσει πήρε το σπρέι που βρισκόταν στο σπίτι της και πιο συγκεκριμένα τοποθετημένο πάνω στον φούρνο μικροκυμάτων,  ενώ η ίδια αντέδρασε καθότι δεν συμφώνησε με την ενέργεια του αυτή αποφασίζοντας έτσι να του το αρπάξει. Τότε σύμφωνα με την ΜΚ2 ο Κατηγορούμενος πάτησε το σπρέι με αποτέλεσμα το υγρό να εκτοξευθεί και πλήξει το χέρι της ενώ εξαιτίας της οσμής του σπρέι άρχισε να έχει κάψιμο στα μάτια αλλά και δύσπνοια με αποτέλεσμα να μεταβεί και στο νοσοκομείο. Σε σχέση με την απειλή που της εκστόμισε ο Κατηγορούμενος και αφορούσε άλλο ανύπαρκτο κατά την θέση της πρόσωπο, η ΜΚ2 επίσης ανέφερε ότι φοβήθηκε.

 

Αντεξεταζόμενη η ΜΚ2 από τον συνήγορο της Υπεράσπισης του Κατηγορουμένου καταρχήν αμφισβητήθηκε για τα όσα καταλόγισε στον Κατηγορούμενο δια μέσω της γραπτής της κατάθεσης ενώ ερωτήθηκε παράλληλα και για το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος είναι καλός πατέρας και αν νοιάζεται για το παιδί τους. Η ΜΚ2 απαντώντας καταφατικά εξήγησε ότι, πράγματι ο Κατηγορούμενος ενδιαφέρεται για το παιδί του και είναι ένας πολύ καλός πατέρας αλλά όπως υπέδειξε το γεγονός αυτό δεν αναιρεί και την εκφοβιστική συμπεριφορά που επιδεικνύει προς την ίδια η οποία ουσιαστικά την φοβίζει και είναι ενοχλητική. Η ΜΚ2 εξήγησε ότι από τον Σεπτέμβριο του 2024 επειδή δεν μένουν πλέον μαζί, ο Κατηγορούμενος επί καθημερινής βάσης παραλαμβάνει αλλά και της παραδίδει την ανήλικη θυγατέρα της στο σπίτι της ενώ σε τακτά χρονικά διαστήματα της προκαλεί διάφορα προβλήματα και αναστάτωση εξαιτίας και της παρέμβασης άλλων κοινών τους γνωστών προσώπων οι οποίοι την κατηγορούν και τον επηρεάζουν εναντίον της. Η ΜΚ2 στην συνέχεια της αντεξέτασης της, ερωτώμενη αναφέρθηκε και σε άλλα άσχετα με την παρούσα υπόθεση αλλά παρόμοιας φύσεως περιστατικά που υπήρξαν μεταξύ της ίδιας και του Κατηγορούμενου στο παρελθόν, ενώ ερωτώμενη γιατί δεν είχε προβεί προηγουμένως σε οποιαδήποτε άλλη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου εξαιτίας της κατ’ ισχυρισμό βίαιης συμπεριφοράς του, η ΜΚ2 ανέφερε ότι είχε ενημερώσει τηλεφωνικώς τον Αστυνομικό Σταθμό Πόλεως Χρυσοχούς όπου και της αναφέρθηκε ότι δεν μπορούν να κάνουν οτιδήποτε. Μάλιστα εξήγησε ότι τους είχε ζητήσει επειδή φοβόταν τον Κατηγορούμενο, η παράδοση και η παραλαβή της ανήλικης θυγατέρας τους να γίνει έξω από τον αστυνομικό σταθμό ούτως ώστε να μην δημιουργούνται οποιαδήποτε περαιτέρω προβλήματα μεταξύ τους όταν συναντιούνται.

 

Αντεξεταζόμενη η ΜΚ2 ερωτήθηκε από την Υπεράσπιση για το κατά πόσο και η ίδια την 09/04/25 όταν είχε επισυμβεί το περιστατικό με το σπρέι στην οικία της, επιτέθηκε στον Κατηγορούμενο. Η ΜΚ2 απαντώντας δεν αρνήθηκε ότι πράγματι και η ίδια επιτέθηκε στον Κατηγορούμενο με το ξύλο της σκούπας, αφού όπως υπέδειξε η συμπεριφορά και οι ενέργειες του Κατηγορούμενου κατά την δεδομένη χρονική στιγμή την είχαν φέρει εκτός των ορίων της. Από την άλλη όμως η ΜΚ2 αρνήθηκε ότι σε μια άλλη περίπτωση που ο Κατηγορούμενος είχε ισχυριστεί στην γραπτή του κατάθεση και ενώ αυτός βρισκόταν εντός του οχήματος του, η ίδια του είχε επιτεθεί ξανά με βίαιο τρόπο.

 

Αναφορικά με το περιστατικό που επεσυνέβηκε την 06/04/25 η ΜΚ2 ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος την επισκέφθηκε στο σπίτι της απρόσκλητος και ενώ είχε καταναλώσει αλκοόλ αφού μύριζε καθότι βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από την ίδια καθώς και ότι αφού εισήλθε στο σπίτι της χωρίς την άδεια της ενώ τον καλούσε να φύγει, αυτός την απείλησε με την φράση « αν έχεις άλλο ένα δεις τι ένα γίνει». Η ίδια όπως εξήγησε φοβήθηκε από την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ενώ ερωτώμενη γιατί δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του, η ΜΚ2 ανέφερε ότι φοβήθηκε για το τι θα επακολουθούσε αφού στο παρελθόν την είχε χτυπήσει χωρίς όμως η ίδια να έχει προβεί σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον του.  Ακολούθως ερωτώμενη από την Υπεράσπιση τι ήταν αυτό που άλλαξε στην ίδια και τελικά αποφάσισε να μεταβεί στην αστυνομία και να προβεί στην συγκεκριμένη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου, εφόσον στο παρελθόν δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε άλλη καταγγελία εναντίον του για άλλη παρόμοιας φύσεως συμπεριφορά, η ΜΚ2 ανέφερε ότι είχε κουραστεί από την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου καθότι η όλη μεταξύ τους κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Ερωτώμενη για το κατά πόσο την 09/04/25 είχε επικοινωνήσει μαζί με τον Κατηγορούμενο με σκοπό να της παραδώσει το παιδί της στο σπίτι της, η ΜΚ2 εξήγησε ότι επειδή η ίδια εξαιτίας της προηγούμενης ενοχλητικής προς την ίδια συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου είχε μπλοκάρει τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, επικοινώνησε μαζί του προς τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της ανήλικης θυγατέρας τους, αφού του απέστειλε μήνυμα ότι η ίδια δεν είχε όχημα για να παραλάβει το παιδί τους και έτσι ο Κατηγορούμενος της απάντησε ότι θα της το μεταφέρει. Σε σχέση με το γεγονός ότι είχε εφαρμόσει την επιλογή της φραγής του αριθμού του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου, η ΜΚ2 ερωτώμενη, εξήγησε ότι όντως αυτό που έκανε δεν ήταν και σωστό αλλά από την άλλη υπέδειξε ότι ο Κατηγορούμενος ήταν ενοχλητικός και συνεπώς δεν της είχε αφήσει οποιαδήποτε άλλη επιλογή.

 

Σε ότι αφορά το περιστατικό που επεσυνέβηκε την 09/04/25 στο σπίτι της, η ΜΚ2 ερωτώμενη για το τι επακριβώς είχε συμβεί εξήγησε ότι ο Κατηγορούμενος όταν εισήλθε στο σπίτι της για να της παραδώσει το παιδί τους άρχισε να της αναφέρει κάποια λόγια που του είπαν για την ίδια τα οποία βεβαίως όπως του εξήγησε δεν ήταν της ώρας, αφού μπροστά βρισκόταν και το παιδί τους, ενώ παράλληλα ανέφερε ότι η ίδια συζήτηση είχε προηγηθεί μεταξύ τους και την προηγούμενη Τετάρτη. Η Υπεράσπιση ακολούθως υπέβαλε στην ΜΚ2 ότι αυτό που έγινε ήταν ότι  ο Κατηγορούμενος όταν είδε το σπρέι να βρίσκεται εντός τους σπιτιού της ανέφερε ότι αυτό το αντικείμενο είναι επικίνδυνο για το παιδί τους και έτσι της το πήρε, ενώ η ΜΚ2 αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι είχε λεχθεί από τον Κατηγορούμενο προς την ίδια οτιδήποτε τέτοιο. Επίσης κατά τις υποβολές που της τέθηκαν από την Υπεράσπιση, η ΜΚ2 αποδέχτηκε ότι ο Κατηγορούμενος άρπαξε το σπρέι πιπεριού για να το πάρει μαζί του, η ίδια πράγματι προσπάθησε να του το αρπάξει από το χέρι του, και τότε πιθανόν όπως τελικά η ίδια ερωτώμενη είχε δεχτεί, ο Κατηγορούμενος να της το είχε εκτοξεύσει πάνω στο χέρι εκ λάθους και όχι σκόπιμα. Σε ότι αφορά την από μέρους της επίθεση εναντίον του Κατηγορούμενου, η ΜΚ2 εξήγησε ότι όντως επιτέθηκε με το ξύλο της σκούπας και χτύπησε τον Κατηγορούμενο επειδή πανικοβλήθηκε, ενώ αρνήθηκε ότι συνέχιζε να τον χτυπά μέχρι αυτός να εξέλθει εκτός του σπιτιού της και να εισέλθει εντός του οχήματος του για να φύγει. Η ΜΚ2 επίσης υπέδειξε ότι ο Κατηγορούμενος της ανέφερε την φράση «ένα δείς», γεγονός που της προκάλεσε και πάλι φόβο αφού η ίδια υπέθεσε ότι θα της έκανε κάποιο κακό. Περαιτέρω υπέδειξε ότι φοβήθηκε ότι θα την καταγγείλει και στην αστυνομία.

 

Σε ότι αφορά την απειλή που δέχτηκε εκ μέρους του Κατηγορούμενου την 09/04/25 όπου της αναφέρθηκε χαρακτηριστικά ότι «θα τον αφήσω σε κόμμα η παράλυτο, αν σε ενδιαφέρει εννα δείς», η ΜΚ2 εξήγησε και πάλι ότι ενόψει του ότι είναι ψυχικά τραυματισμένη από την συμπεριφορά του απέναντι στην ίδια, ένιωσε και πάλι φόβο, συναίσθημα το οποίο και αισθάνθηκε και όταν ο Κατηγορούμενος την είχε απειλήσει  μέσω τηλεφώνου την 08/03/25 αλλά και την 06/04/25 αφού η ίδια πίστεψε ότι θα να την χτυπήσει. Σε ότι αφορά το περιστατικό που είχε επισυμβεί την 06/04/25 η ΜΚ2 επίσης ανέφερε ότι από την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου και δη από το γεγονός ότι προσήλθε στο σπίτι της ακάλεστος περί τις πρωινές ώρες και έχοντας καταναλώσει αλκοόλ, η ίδια φοβήθηκε.

 

Τρίτος μάρτυρας κλήθηκε και κατέθεσε ο αδερφός της ΜΚ2 ο οποίος κατά την κυρίως εξέταση του υιοθέτησε την γραπτή του κατάθεση Τεκμήριο 11 και αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο ως το πρόσωπο για το οποίο η ΜΚ2 του είχε αναφέρει ότι της επιτέθηκε. Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ3 ερωτήθηκε από την Υπεράσπιση για το κατά πόσο η ΜΚ2 του είχε αναφέρει ότι ο Κατηγορούμενος της είχε επιτεθεί με το σπρέι πιπεριού τόσο στο χέρι όσο και στο πρόσωπο. Ο ΜΚ3 αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι του είχε αναφερθεί από την ΜΚ2 οτιδήποτε ότι ο Κατηγορούμενος της έριξε και σπρέι πιπεριού στο πρόσωπο, ενώ εξήγησε ότι αυτό που είχε καταγραφεί στην γραπτή του κατάθεση, Τεκμήριο 11, σχετικά με το πρόσωπο είναι λάθος. Σύμφωνα με τον ΜΚ3, η ΜΚ2 του ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος της είχε εκτοξεύσει το σπρέι πάνω στο χέρι της καθώς και ότι αναθυμιάσεις που υπήρξαν εξαιτίας της λειτουργίας του αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επηρεαστεί και το πρόσωπο της, δηλαδή να καίνε τα μάτια της και να έχει δύσπνοια.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας

Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω μέσα από την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης, όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου. Θα προχωρήσω στην συνέχεια στην παράθεση και αξιολόγηση της μαρτυρίας με κριτήρια, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση ,την ακεραιότητα και την ειλικρίνεια τους, τους λόγους που είχαν για να πιστεύουν ή να θυμούνται αυτά για τα οποία κατέθεσαν την φυσικότητα, ευθύτητα και την αμεσότητα των απαντήσεων τους (Ζαμπάς vA & G Tsiarkezos Constructions Ltd 1998 1 Α.Α.Δ 820).

Επίσης έχει κριθεί νομολογιακά ότι όταν ένας μάρτυρας κριθεί αξιόπιστος, το Δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας του και να απορρίψει άλλο (Shahin Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 266, 268 και  Ιωσηφίδη v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 243/12, ημερομηνίας 02.05.14).

Η μαρτυρία του ΜΚ1 ήταν τυπικής φύσεως αφού αφορούσε στην κατάθεση τεκμηρίων της υπόθεσης και σε τίποτα περισσότερο. Ο ΜΚ1 δεν αμφισβητήθηκε και συνεπώς τα όσα υπέδειξε δια της μαρτυρίας του γίνονται αποδεκτά ενώ ο μάρτυρας κρίνεται από το Δικαστήριο ως αξιόπιστος.

Η ΜΚ2 είναι η βασικότερη μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής. Κατά την μαρτυρία της στο Δικαστήριο μου άφησε θετική εντύπωση αφού η ειλικρίνεια της ήταν διάχυτη και παρά την συναισθηματική φόρτιση που την διακατείχε εξαιτίας των όσων είχε βιώσει το τελευταίο χρονικό διάστημα μαζί με τον Κατηγορούμενο, εντούτοις έδωσε σαφείς και εμπεριστατωμένες απαντήσεις αναφορικά με τα επίδικα περιστατικά για τα οποία και είχε προβεί στην επίδικη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου. Η ειλικρίνεια της ΜΚ2 προκύπτει επίσης τόσο μέσα από το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης όσο και κατά την αντεξέταση της, αφού σε καμία απολύτως περίπτωση δεν δίστασε να απαντήσει παρά και την προειδοποίηση του Δικαστηρίου που της δόθηκε για τυχόν ενοχοποίηση της σε ποινικά αδικήματα, ότι περί την 09/04/25 και η ίδια είχε χτυπήσει τον Κατηγορούμενο με το ξύλο της σκούπας καθότι με την συμπεριφορά του την είχε βγάλει εκτός ορίων αφού άρχισε να την κατηγορεί μπροστά στο ανήλικο παιδί τους για κάποια λόγια που του είχαν μεταφέρει άλλοι κοινοί τους γνωστοί εναντίον της. Η ΜΚ2 αποδέχτηκε επίσης χωρίς κανένα δισταγμό ότι ο καυγάς εξελίχθηκε καθότι ο Κατηγορούμενος της άρπαξε ένα σπρέι πιπεριού το οποίο είχε τοποθετημένο πάνω στον φούρνο μικροκυμάτων με αποτέλεσμα η ίδια να αντιδράσει αρπάζοντας τον Κατηγορούμενο από το χέρι με σκοπό να του το πάρει. Μάλιστα η ειλικρίνεια της ΜΚ2 επιμαρτυρείται και από το γεγονός, ότι σε ερώτηση της Υπεράσπισης για το κατά πόσο ο Κατηγορούμενος ενόψει του ότι η ίδια επιχείρησε να του αρπάξει το συγκεκριμένο σπρέι το οποίο κρατούσε στο χέρι του ο ίδιος να το έχει πατήσει κατά λάθος και όχι σκοπίμως με αποτέλεσμα το υγρό που εκτοξεύθηκε να πλήξει το χέρι της, η ΜΚ2 δεν διαφώνησε αλλά συμφώνησε ότι πιθανόν η συγκεκριμένη ενέργεια του Κατηγορουμένου να έχει γίνει εκ λάθους και όχι με σκοπιμότητα.  

Οι πιο πάνω απαντήσεις που δόθηκαν από την ΜΚ2 κατά την αντεξέταση της σε συνδυασμό με την θέση της ότι ο Κατηγορούμενος είναι ένας πολύ καλός πατέρας που ενδιαφέρεται για το παιδί τους και ότι σε καμία απολύτως περίπτωση δεν νιώθει οποιουδήποτε είδους ανασφάλεια αυτό να διανυκτερεύει και μαζί του, καταδεικνύουν από μέρους της ΜΚ2 ότι η ίδια δεν έχει υποβάλει σε καμία απολύτως περίπτωση την επίδικη καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου εκδικητικά ή για οποιοδήποτε άλλο αλλότριο κίνητρο. Άλλωστε πέραν της γενικής και αόριστης θέσης που της είχε υποβληθεί από την Υπεράσπιση  ότι η ίδια λέει ψέματα χωρίς να έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε άλλο που να καταδεικνύει από μέρους της κακόβουλη πρόθεση, έχω ικανοποιηθεί ότι οι λόγοι της καταγγελίας της ήταν εντελώς αγνοί και ενόψει του ότι η ΜΚ2 εξαιτίας της συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου από τον Μάρτιο μέχρι και την 09/04/25, είχε φτάσει στο απροχώρητο. Σε ότι αφορά την θέση της ΜΚ2 ότι όταν ο Κατηγορούμενος δηλαδή της είχε εκστομίσει την φράση καθώς έφευγε από το σπίτι της « ένα δείς» ότι κατάλαβε ότι θα την καταγγείλει και αυτός στην αστυνομία η μάρτυρας ήταν ειλικρινείς χωρίς βεβαίως αυτό να υποδεικνύει και ότι η καταγγελία της είχε γίνει με σκοπιμότητα.

Σε ότι αφορά τις απειλές που ο Κατηγορούμενος εκστόμισε εναντίον της είτε προσωπικά είτε δια μέσω τηλεφώνου, η ΜΚ2 ήταν σταθερή και κατηγορηματική στην θέση της ότι είχε φοβηθεί ενόψει και των γεγονότων που είχαν προηγηθεί μέχρι και τον χωρισμό τους τα οποία και εξήγησε επειδή και ο ίδιος συνεχώς επηρεαζόταν αρνητικά για την ίδια από λόγια τα οποία άκουγε εναντίον της δια μέσω των κοινών τους γνωστών.

Αναφορικά με την θέση της Υπεράσπισης ότι η φράση που κατ’ ισχυρισμό της εκστόμισε ο Κατηγορούμενος ότι δήθεν θα κάνει κακό σε κάποιο άλλο πρόσωπο, η ΜΚ2 παρά το γεγονός ότι η ίδια αντιλήφθηκε ότι η συγκεκριμένη απειλή δεν αφορούσε το δικό της πρόσωπο, εντούτοις εξήγησε ότι φοβήθηκε ενόψει και της προηγούμενης του συμπεριφοράς.

Γενικά η ΜΚ2 ήταν ειλικρινής ενώ δεν διαπίστωσα ότι στην μαρτυρία της εμπεριέχονται οποιαδήποτε ουσιώδεις αντιφάσεις. Η μαρτυρία της δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση της γι’ αυτό και η ΜΚ2 κρίνεται αξιόπιστη. Σημειώνεται ότι το γεγονός ότι η ΜΚ2 περί την 09/04/25 βρισκόταν σε κατάσταση πανικού και έντονου στρες και ανησυχίας εξαιτίας του περιστατικού που είχε επισυμβεί μαζί με τον Κατηγορούμενο, επιβεβαιώνεται και από την μαρτυρία του ΜΚ3 τον οποίο ειδοποίησε ευθύς αμέσως με σκοπό να την μεταφέρει στο Νοσοκομείο. Σε ότι αφορά το γεγονός ότι η ΜΚ2 ανέφερε για την εκτόξευση του σπρέι στο χέρι της, επίσης θα πρέπει να αναφέρω ότι σε καμία απολύτως περίπτωση κατά την αντεξέταση της, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τον ΜΚ3, δεν ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος της είχε προτάξει το σπρέι προς το πρόσωπο αλλά ότι εξαιτίας του ότι αυτό εκτοξεύθηκε στο χέρι της είχε ως αποτέλεσμα να της κάψει και τα μάτια της και η ίδια να έχει δύσπνοια.

Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι υποβολές της Υπεράσπισης προς την ΜΚ2 παρέμειναν σε επίπεδο απλών υποβολών και δεν υποστηρίχθηκαν με μαρτυρία η οποία να μπορεί να τις τεκμηριώσει.

Ο ΜΚ3 επίσης άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο γι’ αυτό και αποδέχομαι την μαρτυρία του. Αντεξεταζόμενος κατά τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από την Υπεράσπιση διαφάνηκε ότι ήταν αντικειμενικός και καθόλου μεροληπτικός προς τον Κατηγορούμενο. Πάρα το γεγονός ότι στην γραπτή του κατάθεση αναφέρθηκε ότι ο Κατηγορούμενος είχε επιτεθεί προς την ΜΚ2 και στο πρόσωπο, ο ΜΚ3 εξήγησε ότι εκ παραδρομής είχε γραφτεί το γεγονός αυτό, καθότι η ΜΚ2 του ανέφερε ότι τα μάτια της έκαιγαν και είχε δύσπνοια εξαιτίας της οσμής του σπρέι που είχε εκτοξευτεί επί του χεριού της. Γενικά η μαρτυρία του ΜΚ3 δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση γι’ αυτό και γίνεται αποδεκτή στο σύνολο της, πλην του σημείου το οποίο αναφέρεται στην γραπτή του κατάθεση σχετικά με την επίθεση που δέχτηκε η ΜΚ2 στο πρόσωπο.

Ο Κατηγορούμενος

Από την αντίπερα όχθη, ο Κατηγορούμενος τήρησε ως άλλωστε ήταν δικαίωμα του, το δικαίωμα της σιωπής.  

 

Αναφορικά με το περιεχόμενο της γραπτής κατάθεσης του Κατηγορούμενου, Τεκμήριο 9, ο Κατηγορούμενος στην ανακριτική του κατάθεση μεταξύ άλλων και συγκεκριμένα όταν ερωτήθηκε κατά πόσο απείλησε ή εξύβρισε την ΜΚ2 ανέφερε « ότι είναι όλα ψέματα». Επίσης ανέφερε ότι «πήγε να της παραδώσει το μωρό και αυτή του επιτέθηκε χωρίς λόγο με το ξύλο της σκούπας και τον τραυμάτισε». Αναφορικά με τα άλλα περιστατικά για τα οποία η ΜΚ2 προέβηκε σε καταγγελία εναντίον του, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι όλα είναι ψέματα. Σε ερώτηση δε που του τέθηκε για το κατά πόσο γνώριζε ότι εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα εναντίον του ενώ στην συνέχεια και τελικό για να μην παρενοχλεί η πλησιάζει την ΜΚ2 σε απόσταση 200 μέτρων, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι το γνώριζε καθώς και ότι από το Οικογενειακό Δικαστήριο εκδόθηκε άλλο διάταγμα με το οποίο του επιτρεπόταν να παραλαμβάνει και να παραδίδει την ανήλικη θυγατέρα τους από το σπίτι της ΜΚ2.

 

Όσον αφορά  την γραπτή κατάθεση Κατηγορούμενου σημειώνονται τα ακόλουθα.  Σύμφωνα με το Αγγλικό σύγγραμμα The Modern Law of Evidence, Adrian Keane, 7h έκδοση, σελίδες 177-179    δηλώσεις οι οποίες γίνονται από τον κατηγορούμενο προς την Αστυνομία (statements made on accusation) και οι οποίες συνιστούν παραδοχή (admission) είναι αποδεκτές ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους νοουμένου ότι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της αποδεκτότητας.  Όσον αφορά στην Κυπριακή Νομολογία ενδεικτική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 662 όπου αναφέρθηκε ότι όταν η κατάθεση ή δήλωση του κατηγορούμενου στην Αστυνομία είναι αυτοενοχοποιητική μπορεί να γίνει αποδεκτή για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της. 

 

Όταν η κατάθεση ή δήλωση προς την Αστυνομία είναι μικτή (mixed) υπό την έννοια ότι περιέχει ουσιωδώς ενοχοποιητικά και αθωωτικά στοιχεία αυτή είναι εξ’ ολοκλήρου αποδεκτή ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της (Βλ. R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, R v. Hamand (1985) 82 Cr App R. 65, R v. Sharp (1988) 1 All E R 65).  Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να εξετάσει την κατάθεση στην ολότητά της για να ανεύρει πού βρίσκεται η αλήθεια.  Στην υπόθεση R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, που πιο πάνω μνημονεύεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα αθωωτικά στοιχεία της κατάθεσης που ο κατηγορούμενος είχε δώσει στην Αστυνομία δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά για τον λόγο ότι ήταν αυτοεξυπηρετικά.  Το Εφετείο αποφάσισε ότι η κατάθεση έπρεπε να γίνει αποδεκτή στο σύνολό της τονίζοντας ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να αξιολογούνται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα υπόλοιπα στοιχεία ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει προσφέρει μαρτυρία.    

 

Στην υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

 

«Εκείνο το οποίο διασαφήνισε η υπόθεση Duncan είναι ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Η προηγούμενη νομολογία στο θέμα αυτό ήταν ασαφής ή αντιφατική ως προς την αποδεικτική αξία των δηλώσεων που γίνονται στην κατάθεση του κατηγορουμένου που δεν συνιστούν παραδοχή. 

Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule). Αυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence). Στην υπόθεση Duncan αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη. Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης. Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις. Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης».

 

Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει με την προσέγγιση που θα πρέπει το Δικαστήριο να υιοθετεί αναφορικά με γραπτές καταθέσεις κατηγορούμενου υπό το φως πλέον της τροποποίησης που επέφερε στον Περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, ο Τροποποιητικός Νόμος 32(Ι)/2004.  Μετά την πιο πάνω τροποποίηση καμία μαρτυρία δεν αποκλείεται σε οποιαδήποτε διαδικασία για τον λόγο και μόνο ότι είναι εξ’ ακοής (Βλ. άρθρο 24 του Κεφ. 9).  Επαφίεται δε στο Δικαστήριο να προσδώσει τέτοια βαρύτητα στην μαρτυρία αυτή ως ήθελε κρίνει σκόπιμο αφού λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική της αξία (Βλ. άρθρο 27 του Κεφ. 9).     

Στην γραπτή του κατάθεση ,Τεκμήριο 9, ο Κατηγορούμενος προβαίνει και σε απαλλαχτικές αλλά και  σε ενοχοποιητικές δηλώσεις.  Συναφώς παραδέχεται ότι ήταν εις γνώσιν του τόσο η τόσο η έκδοση εναντίον του απαγορευτικού διατάγματος παρενόχλησης όσο και διατάγματος να μην πλησιάζει την ΜΚ2 από απόσταση 200 μέτρων καθώς και η εκκρεμοδικία της υπόθεσης 6139/24 που καταχωρήθηκε εναντίον του για αδικήματα βίας στην Οικογένεια. Επίσης παραδέχεται ότι την 09/04/25 είχε μεταβεί στο σπίτι της ΜΚ2 με σκοπό να παραδώσει την ανήλικη θυγατέρα του. Δέχομαι τις δηλώσεις αυτές του Κατηγορούμενου διότι η λογική επιβάλλει ότι αν η δηλώσεις αυτές δεν ήταν αληθινές ο Κατηγορούμενος δεν θα προέβαινε σε αυτές.  Περαιτέρω η αλήθεια των υπό συζήτηση δηλώσεων υποστηρίζεται και από τα παραδεκτά γεγονότα που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και ειδικότερα από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3 και 4.

Επομένως το μέρος πιο πάνω μέρος της γραπτής κατάθεσης του Κατηγορούμενου υπό το φως της νομολογίας που έχω υποδείξει γίνεται αποδεκτό. Σε ότι αφορά το υπόλοιπο μέρος της κατάθεσης του Κατηγορούμενου, σε αυτό δεν προσδίδω καμία βαρύτητα ενόψει του ότι ο Κατηγορούμενος προέβηκε  σε απαλλαχτικές δηλώσεις οι οποίες πέραν των υποβολών που υποβλήθηκαν στην ΜΚ2 δεν υποστηρίζονται από άλλη αποδεχθείσα μαρτυρία. Σε ότι αφορά την δήλωση του ότι η ΜΚ2 του επιτέθηκε με το ξύλο της σκούπας αυτό το αποδέχομαι αφού η δήλωση του αυτή επιβεβαιώνεται και έγινε αποδεκτή κατά τη αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΚ2. Δεν αποδέχομαι φυσικά ότι αυτό είχε επισυμβεί χωρίς κανένα λόγο όπως ο Κατηγορούμενος άλλωστε υπέδειξε.  

Ευρήματα

Ο Κατηγορούμενος και η ΜΚ2 συζούσαν ως ανδρόγυνο από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2020 όπου και από έκτοτε έχουν χωρίσει και διαμένουν σε ξεχωριστές κατοικίες. Τόσο κατά την διάρκεια που διέμεναν μαζί όσο και μετά που χώρισαν, μέχρι δηλαδή και την 09/04/25 υπήρξαν διάφορες προστριβές στην σχέση τους. Στο μεταξύ σημειώνεται ότι ο Κατηγορούμενος και η ΜΚ2 έχουν αποκτήσει μια ανήλικη θυγατέρα ηλικίας σήμερα τεσσάρων ετών. Η ΜΚ2 έχει αποκτήσει ακόμη δυο παιδιά από προηγούμενο της γάμο, την Μ.Κ και τον Α.Κ. Μετά τον χωρισμό του Κατηγορούμενου και της ΜΚ2, δηλαδή την 26/03/25, εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο ανατέθηκε στην ΜΚ2 η φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης Α.Μ.Γ ενώ καθορίστηκε και ως τόπος διαμονής της ο εκάστοτε τόπος διαμονής της ΜΚ2. Περαιτέρω με βάση το τελικό αυτό διάταγμα αναγνωρίστηκε στον Κατηγορούμενο δικαίωμα επικοινωνίας με την ανήλικη θυγατέρα τους ως θα συμφωνείται γραπτώς μεταξύ του Κατηγορούμενου και της ΜΚ2 κάθε φορά την 28η ημέρα κάθε εκάστου μήνα. Επίσης η επικοινωνία του Κατηγορούμενου με την ανήλικη θυγατέρα του θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τρείς διανυκτερεύσεις την εβδομάδα.

 

Περί το έτος 2024, η ΜΚ2 είχε προβεί σε καταγγελία εναντίον του Κατηγορούμενου με αποτέλεσμα να καταχωρηθεί εναντίον του η ποινική υπόθεση υπ. αρ. 6139/24 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας με αποτέλεσμα να εκδοθεί τόσο  προσωρινό όσο και τελικό διάταγμα στις 20/12/24 και 27/12/24 αντίστοιχα, Τεκμήρια 3 και 4,  με βάση τα οποία απαγορευόταν ο Κατηγορούμενος να πλησιάζει σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων την ΜΚ2 αλλά και να την παρενοχλεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είτε τηλεφωνικώς είτε με γραπτά ή φωνητικά μηνύματα. Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε στην παρουσία του Κατηγορούμενου και συνεπώς ήταν εις γνώση του.  

 

Την 09/04/24 η ΜΚ2 περί την 1750 το απόγευμα ενώ βρισκόταν στην οικία της στην Αργάκα της Επαρχίας Πάφου απέστειλε γραπτά μηνύματα στο κινητό τηλέφωνο της ανήλικης θυγατέρας αφού τον αριθμό του Κατηγορούμενου τον είχε μπλοκαρισμένο καθότι ήταν ενοχλητικός, αναφέροντας του να της επιστρέψει το παιδί τους στο σπίτι της καθότι η ίδια δεν είχε αυτοκίνητο. Ο Κατηγορούμενος απάντησε στην ΜΚ2 από το κινητό τηλέφωνο της θυγατέρας του ότι θα της παραδώσει το παιδί στο σπίτι της και έτσι περί ώρα 1920 πράγματι της το επέστρεψε. Ο Κατηγορούμενος αφού χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της ΜΚ2 και η τελευταία του άνοιξε, τον ευχαρίστησε που έφερε το μωρό αλλά αυτός μπήκε μέσα στο σπίτι και άρχισε να την κατηγορεί ότι έχει δεσμό με άλλο άνδρα καθότι άλλα πρόσωπα, δηλαδή κοινή τους γνωστοί του είχαν μεταφέρει αυτά τα λόγια. Η ίδια συζήτηση μάλιστα μεταξύ τους είχε προηγηθεί και κάποιες ημέρες προηγουμένως. Ο Κατηγορούμενος ανέφερε επίσης στην ΜΚ2 ότι θα τον αφήσει σε κόμμα ή παράλυτο αν την ενδιαφέρει εννοώντας το τρίτο πρόσωπο που δήθεν είχε συνάψει μαζί του σχέση. Η ΜΚ2 τότε ανέφερε στον Κατηγορούμενο ότι δεν είναι ώρα για τέτοια συζήτηση ενόψει του ότι το παιδί τους ήταν παρών και άκουγε και αφού τον ακούμπησε με τα χέρια της στο σώμα του για να κάνει επαναστροφή και να φύγει από το σπίτι της, αυτός μετέβηκε στην κουζίνα του σπιτιού και έπιασε κάτι που βρισκόταν τοποθετημένο πάνω στον φούρνο μικροκυμάτων. Η ΜΚ2 αντιλήφθηκε ότι  ο Κατηγορούμενος πήρε το σπρέι πιπεριού το οποίο ο ίδιος είχε αφήσει στο σπίτι όταν έφυγε. Η ΜΚ2 τότε έπιασε το χέρι του Κατηγορούμενου με σκοπό να του αρπάξει το σπρέι ενώ στην προσπάθεια της να του το πάρει ο Κατηγορούμενος το πάτησε εκ λάθους με αποτέλεσμα το υγρό που περιείχε να εκτοξευθεί πάνω στο χέρι της λέγοντας της να το πάρει και να το κάνει ότι θέλει. Λόγω του ότι εξαιτίας το σπρέι πήγε πάνω στο χέρι της,  η ΜΚ2 ένιωσε ενόχληση και άρχισε να πανικοβάλλεται με αποτέλεσμα να αρπάξει την σκούπα και να χτυπήσει τον Κατηγορούμενο. Τότε ο Κατηγορούμενος βγήκε εκτός του σπιτιού και πριν εισέλθει εντός του οχήματος του με σκοπό να αναχωρήσει ανέφερε στην ΜΚ2 «εννά δείς». Η ΜΚ2 φοβήθηκε από την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ενώ αντιλήφθηκε και ότι η φράση που της ανέφερε εννοούσε ότι θα την καταγγείλει στην αστυνομία. Από την μυρωδιά του σπρέι εν το μεταξύ η ΜΚ2 άρχισε να νιώθει κάψεις στα μάτια της και να έχει δύσπνοια. Έτσι επικοινώνησε με τον ΜΚ3 και του ζήτησε να την μεταφέρει στο Νοσοκομείο, πράγμα που ο ΜΚ3 αφού η ΜΚ2 του είχε αναφέρει και τι είχε συμβεί. Κατά την συνομιλία τους τόσο τηλεφωνικώς όσο και κατά την μεταφορά της ΜΚ2 στο Νοσοκομείο αυτή ήταν ανήσυχη και πανικοβλημένη. 

 

Κατά την επίσκεψη της ΜΚ2 στον γιατρό αυτή διαπιστώθηκε ότι είχε κάψιμο στα μάτια, ερυθρότητα παριτέθμιου αμυγδαλών, ερυθρότητα άνω άκρων και κνησμό.

 

Την 06/04/25 και περί τις 0130 το πρωί  ενώ βρισκόταν στο σπίτι της στην Αργάκα  και ήταν ξύπνια άκουσε θόρυβο έξω από την πόρτα του σπιτιού της και πήγε και κοίταξε από το παράθυρο και δεν είδε κάποιον. Τότε αφού φώναξε ένα βρίσκεται κάποιος έξω από το σπίτι της και δεν της απάντησε κανένας, άνοιξε την πόρτα και είδε τον Κατηγορούμενο σε απόσταση μικρότερου του ενός μέτρου ο οποίος μύριζε ποτό. Τότε η ΜΚ2 τον ρώτησε τι κάνει στο μέρος και αυτός της απάντησε ότι ήρθε να τσιακκάρει αν έχει άλλο στο σπίτι και αν το μωρό είναι στο κρεβάτι. Ο Κατηγορούμενος τότε εισήλθε εντός του σπιτιού της ΜΚ2 για να πάει να δει αν το μωρό κοιμάται ενώ η ΜΚ2 τον κάλεσε να φύγει. Τότε ο Κατηγορούμενος της ανέφερε την φράση « αν έχεις άλλο εννά δεις τι ένα γίνει». Επειδή η ΜΚ2 φοβήθηκε από την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου μήπως την χτυπήσει τον έσπρωξε να φύγει από το σπίτι της αλλά το περιστατικό αυτό δεν το κατάγγειλε στην αστυνομία διότι φοβόταν ότι πιθανόν να της κάνει περισσότερο κακό, δηλαδή να την χτυπήσει.

 

Στο μεταξύ την 08/03/25 που ήταν η ημέρα της γυναίκας και περί ώρα 1830 το απόγευμα ο γιός της ΜΚ2, Α.Κ, βρήκε έξω από το σπίτι ένα μπουκέτο λουλούδια και τα έφερε στο σπίτι. Ο Α.Κ όμως έσχισε την κάρτα που υπήρχε και αντικατέστησε  το όνομα του Κατηγορούμενου με το δικό του. Μετά από λίγη ώρα ο Κατηγορούμενος πήρε τηλέφωνο την ΜΚ2 και διερωτήθηκε γιατί δεν τον ευχαρίστησε για τα λουλούδια. Η ΜΚ2 τότε αντιλήφθηκε ότι τα λουλούδια που της είχε στείλει ο Κατηγορούμενος τα πήρε ο γιός της Α. Κ και έσκισε την κάρτα του. Ο Κατηγορούμενος ανέφερε στην ΜΚ2 στο τηλέφωνο «τώρα να έρτω και να δεις τι θα γίνει». Η ΜΚ2 από την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου ένιωσε φόβο ενώ για το περιστατικό αυτό ο Α.Κ έκανε αναφορά στο σχολείο. Η ΜΚ2 πήρε τηλέφωνο τον αστυνομικό σταθμό Π. Χρυσοχούς για να τους αναφέρει αλλά της ανέφεραν ότι δεν είναι η δουλειά τους. Επίσης επειδή φοβήθηκε τον Κατηγορούμενο τους ζήτησε να μεταφέρει το παιδί της στον αστυνομικό σταθμό για να του το παραδίδει.

 

Ο Κατηγορούμενος ενόψει της καταγγελίας που υπέβαλε η ΜΚ2 αναφορικά με το περιστατικό την 09/04/25 αλλά και για τα υπόλοιπα που αναφέρθηκαν στην γραπτή της κατάθεση, συνελήφθηκε και του λήφθηκε ανακριτική κατάθεση, Τεκμήριο 9, στην οποία προέβαλε τους δικούς τους ισχυρισμούς. Επειδή μάλιστα χτυπήθηκε την 09/04/25 από την ΜΚ2 με το ξύλο της σκούπας ζήτησε να μεταβεί στον ιατρό για εξέταση. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 7 ο Κατηγορούμενος αφού εξετάστηκε διαπιστώθηκε ότι έφερε ερυθρότητα, οίδημα και απώλεια δέρματος του αγκώνα.

 

Νομική Πτυχή – Συμπεράσματα

 

Το αδίκημα της 2ης 8ης και 14ης κατηγορίας στηρίζεται στο άρθρο 91Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

           «91Α.  Πρόσωπο το οποίο προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη, διαπράττει αδίκημά και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ».

 

Ως προκύπτει από το λεκτικό της εν λόγω διάταξης, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι τα ακόλουθα :

 

1.   Ο Κατηγορούμενος να απειλήσει άλλον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη.

2.   Με την εν λόγω απειλή να προκληθεί στο άλλο πρόσωπο τρόμος ή   

      ανησυχία.

 

Δεν είναι λοιπόν αρκετό για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα, να αποδειχθεί η ύπαρξη απειλής βίας ή άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης. Θα πρέπει να αποδειχθεί περαιτέρω ότι η απειλή είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας στον παραπονούμενο. Το περιεχόμενο και η σημασία της απειλής για τον παραπονούμενο είναι συνεπώς βασικά για να διαπιστωθεί εάν πράγματι του προκλήθηκε τέτοιος τρόμος ή ανησυχία.

 

Στην απόφαση ΚΟΥΣΟΥΛΟΣ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ Ποιν. Έφ. 119/21 ημερ, 20.01.22 αναφέρθηκαν τα εξής :

 

«το τι συνιστά απειλή είναι ζήτημα πραγματικό το οποίο κρίνεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Ως προς την πρόκληση του τρόμου ή της ανησυχίας στον απειλούμενο, αυτό εξετάζεται με βάση την υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου. Ο Κατηγορούμενος πρέπει να έχει πρόθεση εκφοβισμού του παραπονούμενου, έστω και αν δεν έχει σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Αυτή είναι η ένοχη διάνοια για την διάπραξη του αδικήματος.  Το Δικαστήριο για να καταλήξει σε συμπέρασμα ύπαρξης πρόθεσης εκφοβισμού από τον Κατηγορούμενο, πρέπει να εξετάσει όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν το συμβάν. Τις περιστάσεις των εμπλεκομένων και την συμπεριφορά τους, τόσο πριν όσο και κατά την διάρκεια που εξελίσσεται το συμβάν, ακόμα και μετά από αυτό, καθώς και την φύση της απειλής».

 

Στην Νετζιήπ v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ 1 όπου εξετάστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 91(γ) του Κεφ. 154 αναφέρθηκε ότι η απειλή πρέπει να έχει πραγματικό έρεισμα και να δημιουργεί εξ’ αντικειμένου την δυνατότητα εκφοβισμού του θύματος. Τ

 

Στρεφόμενος στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και αφής στιγμής ως έχω ήδη υποδείξει ανωτέρω αποδέχτηκα το σύνολο της μαρτυρίας της ΜΚ2 η οποία όπως υπέδειξε η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου προς την ίδια ενόψει και του επηρεασμού του από άλλα τρίτα πρόσωπα που την κατηγορούσαν ήταν τέτοια που να της δημιουργεί τρόμο για να τον φοβάται, οι φράσεις που εκστόμισε ο Κατηγορούμενος τόσο σε ότι αφορά την 8η κατηγορία αλλά και την 14η κατηγορία εναντίον της της είχαν δημιουργήσει φόβο καθότι ενείχαν απειλητικό περιεχόμενο και χαρακτήρα και έγιναν με πρόθεση εκφοβισμού προς την ίδια, ενόψει και του γεγονότος ότι ο Κατηγορούμενος ήταν θυμωμένος μαζί της αφού θεωρούσε ότι η ΜΚ2 είχε συνάψει άλλη σχέση μαζί με άλλο τρίτο πρόσωπο.

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη στο σύνολο τους, τις περιστάσεις που κατά τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο είχαν επισυμβεί κρίνω ότι οι απειλές που εκστόμισε ο Κατηγορούμενος δεν ήταν κενές αλλά τουναντίον εμφανώς στοιχειοθετούσαν πρόθεση του Κατηγορούμενου για εκφοβισμό της ΜΚ2, οι οποίες θα μπορούσαν αντικειμενικά να προκαλέσουν στον μέσο άνθρωπο τρόμο η ανησυχία όπως τελικά και της προκάλεσαν σε αντίθεση με την φράση που εκστόμισε ο Κατηγορούμενος και η οποία αναφέρεται στην 2η κατηγορία αφού όπως και η ΜΚ2 υπέδειξε κατά την μαρτυρία της, το περιεχόμενο της απειλής αφορούσε και στρεφόταν εναντίον άλλου τρίτου ανύπαρκτου προσώπου και συνεπώς ήταν κενή αφού εξ’ αντικειμένου δεν θα μπορούσε να προκαλέσει τρόμο και ανησυχία παρά το ότι η ΜΚ2 το αισθάνθηκε ενόψει και της προηγουμένης συμπεριφοράς του εναντίον της τόσο την 06/04/25 όσο και την 08/03/25.

 

Υπό το φως των πιο πάνω λεχθέντων, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την 8η και την 14η κατηγορία ενώ απέτυχε να αποδείξει την 2η κατηγορία. Συνεπώς ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 8η και 14η κατηγορία ενώ αθωώνεται και απαλλάσσεται στην 2η κατηγορία.  

 

Το αδίκημα της 4ης , 11ης και 15ης  κατηγορίας στηρίζεται στο άρθρο 2 και 6 του Νόμου 114(Ι)/2021 καθώς και στα άρθρα 2, 5(ζ), Αδίκημα 57 του Ν. 115(Ι)/2021 και προβλέπει τα εξής:

 

«Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου (δηλαδή του άρθρου 6 του Ν.114(Ι)/2021) και το οποίο παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους αυτού, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.».

 

Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης σε συνδυασμό με τις λεπτομέρειες του επίδικου στην παρούσα αδικήματος, προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία αυτού είναι τα ακόλουθα:

 

1.         Η ύπαρξη διατάγματος που εκδόθηκε από Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 6 του Ν. 114(Ι)/2021,

2.         Η ανυπακοή του κατηγορούμενου στο εν λόγω διάταγμα.

 

Στην παρούσα περίπτωση θωρώ ότι ισχύουν κατ’ αναλογία και τα όσα έχουν νομολογηθεί αναφορικά με το αδίκημα του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 αφού και τα δύο άρθρα εκάστου νόμου, έχουν ως σκοπό να ποινικοποιήσουν και συνακολούθα να τιμωρήσουν αυτόν που ανυπακούει διάταγμα Δικαστηρίου.

 

 Όπως έχει λεχθεί στην Mouzouris and Another ν. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287 για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του κατηγορούμενου προς την απόφαση του Δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το Διάταγμα του Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ’ εαυτού δεν αρκεί, πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου (βλ. και Θεοφάνους ν. CCC LAUNDRIES (PAPHOS) LTD κ.α. (2009) 2 Α.Α.Δ 634).

 

Απαιτείται επίσης να αποδειχθεί ότι ο Κατηγορούμενος είχε γνώση του εν λόγω διατάγματος. Σε ποινικές υποθέσεις δεν απαιτείται η γνώση να λαμβάνεται με συγκεκριμένο τρόπο επίδοσης όπως καθορίζεται στα πλαίσια της αστικής καταφρόνησης (βλ. και Αστυνομία v. Γ. Κυριακίδη (1988) 2 C.L.R. 172).

 

Το δε διάταγμα θα πρέπει να είναι σαφές και να εξειδικεύει ποιες πράξεις απαγορεύονται και υπό ποια ιδιότητα (βλ. Iberian Trust Ltd v. Founders Trust and Investment Co Ltd (1932) 1 All E.R. 176 και P.A. Thomas & Co and Others v. Mould and Others (1968) 1 All E.R. 963).

 

Τέλος όπως όπως λέχθηκε στην Θεοφάνους ανωτέρω, το άρθρο 137 του Ποινικού Κώδικα στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε απειθεί σε διάταγμα και η ποινική καταφρόνηση έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και σκοπό έχει την αναστύλωση του κύρους και της εξουσίας του Δικαστηρίου.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση είναι παραδεκτό ότι εναντίον του Κατηγορούμενου εκδόθηκε διάταγμα στην βάση του άρθρου 6 του Ν.114(Ι)/2021 το οποίο και οριστικοποιήθηκε την 27/12/24. Σύμφωνα με το πιο πάνω διάταγμα, ο Κατηγορούμενος ο οποίος ήταν παρών και έλαβε γνώση του συγκεκριμένου διατάγματος, απαγορευόταν από του να προσεγγίζει σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων τόσο την ΜΚ2, όσο και άλλα πρόσωπα που καταγράφονται  στο λεκτικό του, οπουδήποτε και αν βρίσκονται ή και να τους παρενοχλεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είτε τηλεφωνικώς είτε με γραπτά η φωνητικά μηνύματα μέσω οποιασδήποτε εφαρμογής. Σημειώνεται ότι την 20/03/25, δηλαδή μεταγενέστερα από την έκδοση του διατάγματος στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης υπ. αρ. 6139/24 εκδόθηκε από το Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου επίσης τελικό διάταγμα με βάση το οποίο αναγνωριζόταν στον Κατηγορούμενο δικαίωμα επικοινωνίας με την ανήλικη θυγατέρα τους όπως αυτό θα συμφωνείται γραπτώς μεταξύ του ίδιου και της ΜΚ2 κάθε 28η ημέρα εκάστου μήνα. Σύμφωνα με την μαρτυρία της ΜΚ2 η ίδια επέτρεπε στον Κατηγορούμενο να την επισκέπτεται στην οικία της και να παραλαμβάνει την ανήλικη θυγατέρα τους αλλά και για να της την επιστρέφει. Το ίδιο μάλιστα είχε συμβεί και την 09/04/25. Συνεπώς το γεγονός ότι η ΜΚ2 επέτρεψε στον Κατηγορούμενο κατά την πιο πάνω ημερομηνία να μεταφέρει και να παραδώσει την ανήλικη θυγατέρα στο σπίτι της δεν μπορεί να θεωρηθεί και από μέρους του Κατηγορούμενου παραβίαση του διατάγματος που είχε εκδοθεί στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης υπ. αρ. 6139/24. Και αυτό διότι δεν στοιχειοθετείτε ως προς το σημείο αυτό η πρόθεση της ανυπακοής. Εξάλλου για τα γεγονότα που επακολούθησαν μετά την είσοδο του Κατηγορούμενου εντός της κατοικίας της ΜΚ2 ο τελευταίος έχει αθωωθεί σε όλες τις κατηγορίες οι οποίες αφορούν το περιστατικό που διαδραματίστηκε την 09/04/25. Συνεπώς και η ανυπακοή στο διάταγμα που είχε εκδοθεί καθίσταται και άνευ αντικειμένου.

 

Ενόψει των πιο πάνω η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την 4η κατηγορία και συνεπώς ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στην 4η κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

Σε ότι αφορά την 11η κατηγορία με βάση την αποδεχθείσα μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος την 06/04/25 και περί ώρα 0130 το πρωί βρέθηκε χωρίς καμία απολύτως αιτία έξω από το σπίτι της ΜΚ2 και σε απόσταση από την ίδια λιγότερη από το ένα μέτρο. Αφού η ΜΚ2 αντιλήφθηκε ότι ο Κατηγορούμενος είχε καταναλώσει αλκοόλ καθότι μύριζε, τον ρώτησε τι κάνει στο συγκεκριμένο μέρος και τότε αυτός της απάντησε ότι πήγε για να την ελέγξει εάν έχει άλλο στο σπίτι και για να πάει να δει εάν το μωρό είναι στο κρεβάτι. Η ΜΚ2 τον κάλεσε να φύγει και τότε ο Κατηγορούμενος μπήκε στο σπίτι για να πάει να δει αν το μωρό ήταν στο κρεβάτι ενώ της ανέφερε την φράση « εάν έχεις άλλο ένα δεις τι εννα γίνει». Η ΜΚ2 σύμφωνα με την μαρτυρία της φοβήθηκε από την συμπεριφορά του Κατηγορούμενου καθότι πίστευε ότι θα την χτυπήσει ή θα της κάνει κακό και έτσι τον έσπρωξε για να φύγει.

 

Ο Κατηγορούμενος εν προκειμένω γνώριζε για την ύπαρξη του διατάγματος που είχε εκδοθεί και ότι ουσιαστικά ότι του απαγορευόταν να προσεγγίζει την ΜΚ2 σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων καθώς και να την παρενοχλεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Παρά το γεγονός αυτό, ο Κατηγορούμενος ανυπακούοντας το συγκεκριμένο δικαστικό διάταγμα και ενώ δεν είχε οποιαδήποτε συνεννόηση μαζί με την ΜΚ2 η οποία να εμπίπτει εντός του διατάγματος που είχε εκδοθεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο της Πάφου σχετικά με την αναγνώριση της επικοινωνίας του μαζί με το παιδί του, βρέθηκε αναίτια έξω από το σπίτι της περί τις 0130 το πρωί προκαλώντας της κατά τον τρόπο αυτό ανησυχία και φόβο. Πέραν τούτου ο Κατηγορούμενος συνέχισε την παραβατική συμπεριφορά του αφού εισήλθε εντός του σπιτιού της παραπονούμενης και την απείλησε με την φράση « ένα έχεις άλλο ένα δεις τι έννα γίνει».

 

Συνεπώς και ο Κατηγορούμενος την 06/04/25 και περί ώρα 0130 το πρωί με την συμπεριφορά που υπέδειξε παράκουσε το δικαστικό διάταγμα που είχε εκδοθεί στην βάση του άρθρου 6 του Ν. 114(Ι)/2021 και για το οποίο είχε γνώση αφού αυτό εκδόθηκε με σαφές λεκτικό ενώ ο ίδιος ήταν παρών.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει την 11η κατηγορία στην οποία ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος.

 

Στρεφόμενος τώρα στην 16η κατηγορία η οποία αφορά την 08/03/25 ο Κατηγορούμενος με βάση την αποδεχθείσα μαρτυρία τηλεφώνησε στην ΜΚ2 γιατί εκνευρίστηκε ενόψει του ότι η τελευταία δεν τον είχε πάρει τηλέφωνο για να τον ευχαριστήσει για τα λουλούδια που της είχε αφήσει έξω από την πόρτα λόγω του ότι την συγκεκριμένη ημέρα ήταν η γιορτή της γυναίκας. Τότε ο Κατηγορούμενος ανέφερε στην ΜΚ2 την φράση « τώρα να έρθω και εννά δεις τι θα γίνει». Η ΜΚ2 από την συμπεριφορά του ΜΚ2 αναστατώθηκε και φοβήθηκε γι’ αυτό και τηλεφώνησε στην αστυνομία.

 

Το διάταγμα που είχε εκδοθεί εναντίον του Κατηγορούμενου την 27/12/24 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και το οποίο ήταν εις γνώση του, όριζε ότι του απαγορευόταν συν τοις άλλοις και να την παρενοχλεί με οποιοδήποτε τρόπο είτε τηλεφωνικώς είτε με γραπτά ή φωνητικά μηνύματα μεταξύ άλλων προσώπων και την ΜΚ2. Εν προκειμένω ο Κατηγορούμενος τηλεφώνησε στην ΜΚ2 γνωρίζοντας ότι αυτό του απαγορευόταν  προκαλώντας της ενόχληση και ανησυχία, αφού την απείλησε. Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου η παρενόχληση συνίσταται στην πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο.

 

Υπό τις πιο πάνω δοθείσες λοιπόν περιστάσεις, συνάγεται ότι ο Κατηγορούμενος με πρόθεση παράκουσε το διάταγμα που είχε εκδοθεί στην βάση του άρθρου 6 του Ν.114(Ι)/2021  και συνεπώς η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε να αποδείξει και την 16η κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

Ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος και στην 16η κατηγορία.

 

Το αδίκημα της 10ης κατηγορίας εδράζεται στο άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα το οποίο προνοεί ότι:

 

«280.  Όποιος εισέρχεται σε περιουσία που είναι στην κατοχή άλλου, με σκοπό διάπραξης ποινικού  αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία ή με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή όποιος αφού εισέλθει νόμιμα σε τέτοια περιουσία,  παραμένει σε αυτή παράνομα, με σκοπό εκφοβισμού, εξύβρισης ή όχλησης του κατόχου τέτοιας περιουσίας ή με σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος που τιμωρείται σύμφωνα με τον Κώδικα αυτό ή με οποιοδήποτε άλλο νόμο που ισχύει στη Δημοκρατία, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δυο χρόνων».

 

Στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ 493 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα, τα οποία προφανώς ισχύουν και στην περίπτωση που σκοπός της παράνομης εισόδου είναι η όχληση:

 

«Το άρθρο 280 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, δημιουργεί ένα αδίκημα το οποίο συνίσταται ουσιαστικά στην παράνομη παρουσία προσώπου με σκοπό τον εκφοβισμό, την εξύβριση ή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Ο νόμος ήθελε να καταστήσει σαφές ότι το αδίκημα της παράνομης επέμβασης διαπράττεται ανεξαρτήτως του αν ο κατηγορούμενος εισήλθε μεν νομίμως, αλλά στη συνέχεια εξετράπη ή αν εισήλθε στη συγκεκριμένη περιουσία με πρόθεση εξ αρχής να διαπράξει τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 280. Δεν είναι, κατά την κρίση μας, θέμα πρώτου ή δευτέρου μέρους του άρθρου, όπως έγινε προσπάθεια να διατυπωθεί κατά την ακρόαση. Το άρθρο 280 ουσιαστικά στοιχειοθετεί ένα αδίκημα το οποίο συνίσταται στην είσοδο ή παραμονή προσώπου σε υποστατικό με σκοπό την εξύβριση, εκφοβισμό ή διάπραξη ποινικού αδικήματος».

 

 

Όσον αφορά την πρόθεση όχλησης στην Ανθία ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ 404 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η πρόθεση όχλησης αποτελεί απαραίτητο στοιχείο του αδικήματος (Protopapas, πιο πάνω). Σύμφωνα με καλώς θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή η πρόθεση μπορεί να συναχθεί ως πραγματικό γεγονός από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν είναι αρκετό ότι το συμπέρασμα για ύπαρξη πρόθεσης είναι εύλογο, πρέπει να είναι το μόνο εύλογο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να συναχθεί από τα γεγονότα. Το βάρος απόδειξης της πρόθεσης το φέρει η κατηγορούσα αρχή σε όλα τα στάδια της δίκης (Βλ. Stavrinou v. Republic (1969) 2 C.L.R. 97,104, Pefkos ν. Police (1961) C.L.R. 340, Katelaris ν. Police (1980) 2 C.L.R. 230, Eracleous v. Police (1972) 2 C.L.R. 102, R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128 και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,262). Η πρόθεση δεν μπορεί να αποδειχθεί με θετική άμεση απόδειξη. Ωστόσο τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. (Georghiades, πιο πάνω, σελ. 133).

............................................................................................................................................................

" ... άμεση μαρτυρία της πρόθεσης δύσκολα μπορεί ποτέ να παρουσιασθεί και η πρόθεση πρέπει στις περισσότερες υποθέσεις να συναχθεί από τις περιστάσεις. Υπάρχει ένα καλώς γνωστό τεκμήριο ότι ο κάθε άνθρωπος έχει πρόθεση να επιφέρει τις πιθανές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει. Η ενόχληση στην οποία γίνεται αναφορά στο άρθρο 441 του Ινδικού Ποινικού Κώδικα δεν σκοπείται να είναι ακαριαία. Μπορεί να επισυμβεί σε μεταγενέστερο στάδιο."».

 

Εκ των άνω συνάγεται ότι σκοπός ή η πρόθεση διάπραξης του ποινικού αδικήματος δεν είναι πάντοτε δεκτικά θετικής και άμεσης μαρτυρίας αλλά ως αναγόμενα αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του Κατηγορουμένου μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που την αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. και Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289).

Ωστόσο τεκμαίρεται ότι κάθε πρόσωπο έχει την πρόθεση να επιφέρει τις φυσικές συνέπειες των πράξεων του. Το τεκμήριο είναι μαχητό, αλλά εάν δεν ανατραπεί θα ισχύσει. Έτσι στην Ανθία ανωτέρω με βάση πάντα τα γεγονότα που περιβάλλαν τη διάπραξη του αδικήματος κρίθηκε ότι η πρόθεση ενόχλησης ήταν αυτονόητη και αυταπόδεικτη και αποτελούσε φυσική συνέπεια της εισόδου.

 

Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ούτε και αμφισβητήθηκε ότι την 06/04/25 η οικία αυτή βρισκόταν στην κατοχή της ΜΚ2 αφού  η ίδια διέμενε σε αυτή μαζί με την ανήλικη θυγατέρα της.  Από την μαρτυρία επίσης που έχω αποδεχτεί και δη την μαρτυρία της ΜΚ2, έχει προκύψει επίσης ότι ο Κατηγορούμενος κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία μετέβηκε απρόσκλητα και απροειδοποίητα και χωρίς να ζητήσει οποιαδήποτε άδεια για να εισέλθει εντός της συγκεκριμένης κατοικίας. Επίσης η ότι η ΜΚ2 κατά τον επίδικο χρόνο δεν είχε συγκατατεθεί και ούτε ότι υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ τους αναφορικά με το δικαίωμα της αναγνώρισης της επικοινωνίας που είχε ο Κατηγορούμενος με την ανήλικη θυγατέρα του ως το διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου είχε ορίσει.  Ο Κατηγορούμενος βρέθηκε χωρίς δικαίωμα έξω από την πόρτα του σπιτιού της ΜΚ2 ξημερώματα, ήτοι περί τις 0130 π.μ. και αφού εισήλθε ετσιθελικά στο σπίτι της χωρίς η ίδια να συγκατατεθεί αφού τον κάλεσε να φύγει, της εκστόμισε την απειλή που αναφέρεται στην 8η κατηγορία προκαλώντας της με την συμπεριφορά του φόβο και συνεπώς ενόχληση.

 

Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος εισήλθε στην εν λόγω οικία παράνομα και έχοντας σκοπό, δηλαδή πρόθεση να διαπράξει αδίκημα, αφού διέπραξε το αδίκημα της ενόχλησης εναντίον της  ΜΚ2.

 

Συνεπώς η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και την 10η κατηγορία.

Το αδίκημα της 20ης κατηγορίας ρυθμίζεται από τα άρθρα 2 και 3 του Περί της Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική παρακολούθηση Νόμου 114(Ι)/2021.

    Το άρθρο 2 του πιο πάνω Νόμου ορίζει ότι θύμα είναι το πρόσωπο εις βάρος του οποίου

        (α)………………………………………………………….

         (β) κατ’ ισχυρισμό διαπράχθηκε προβλεπόμενο στον παρόντα νόμο

           ποινικό αδίκημα είτε αυτό…………………….., είτε εκκρεμεί η εκδίκαση  

           αυτού ενώπιον του Δικαστηρίου.

Σε ότι αφορά την έννοια της «παρενόχλησης» αυτή έχει την έννοια της πρόκλησης ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο ενώ σε ότι αφορά την έννοια της «συμπεριφοράς σε σχέση με παρενόχληση προσώπου» σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον 2 φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση και στην περίπτωση που αυτή αφορά στην παρενόχληση 2 η περισσοτέρων προσώπων στην επίδειξη τοιαύτης συμπεριφοράς τουλάχιστον 1 φοράς για κάθε πρόσωπο.           

Το δε άρθρο 3 του πιο πάνω Νόμου ορίζει τα εξής :

«Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή σε αμφότερες τις ποινές, νοουμένου ότι η πράξη δεν τιμωρείται αυστηρότερα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) προκληθείσα παρενόχληση συνίσταται στην πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του ή και εναντίον μέλους της οικογένειας του ή και εναντίον της περιουσίας του, το πρόσωπο που προβαίνει στην τοιαύτη συμπεριφορά υπόκειται………..

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), πρόσωπο θεωρείται ότι όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά στην οποία προβαίνει προκαλεί παρενόχληση, εφόσον ένα λογικό πρόσωπο υπό τις ίδιες περιστάσεις, θα θεωρούσε ότι η συμπεριφορά αυτή προκαλεί παρενόχληση».

  Από το πιο πάνω λεκτικό του άρθρου προκύπτει ότι τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της παρενόχλησης είναι τα εξής :

  1. Πρόσωπο να προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση
  2. Ενώ γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση.

Έχοντας λοιπόν υπόψη μου τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει, θα εξετάσω, κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει το αδίκημα σε σχέση με την 20η κατηγορία που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει.

Έχει λοιπόν προκύψει μέσα από την μαρτυρία την οποία έχω αποδεχτεί, ότι ο Κατηγορούμενος σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις ήρθε σε επαφή με την ΜΚ2 την μια προσωπικά ενώ την δεύτερη δια μέσω τηλεφώνου και την απείλησε. Σημειώνεται ότι τα πιο πάνω πάνω περιστατικά έλαβαν χώρα ενώ ήδη είχε εκδοθεί εναντίον του Κατηγορούμενου διάταγμα. Δεν χωρεί επίσης ουδεμία αμφιβολία ότι στην παρούσα υπόθεση η ΜΚ2 είναι θύμα εν τη εννοία του Νόμου, αφού κατ’ ισχυρισμό και σε βάρος της έχει διαπραχθεί το αδίκημα της παρενόχλησης του οποίου και η εκδίκαση εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Περεταίρω προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος προέβηκε σε τέτοια συμπεριφορά σε δυο διαφορετικές περιπτώσεις δηλαδή στην περίπτωση της 8ης και 14ης κατηγορίας όπου της προκάλεσε με την συμπεριφορά του δυσάρεστα συναισθήματα και κυρίως αγωνία και φόβο. Σε ότι αφορά την τρίτη περίπτωση που αναφέρεται στις λεπτομέρειες της 20ης κατηγορίας σχετικά με την 1η κατηγορία για το περιστατικό αυτό ο Κατηγορούμενος αθωώθηκε.  

Υπό το φως των πιο πάνω και έχοντας κατά νου ότι έχω αποδεχτεί την μαρτυρία της ΜΚ2, κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του της προκάλεσε παρενόχληση εν τη εννοία του Νόμου σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις. 

Υπό τις πιο πάνω δοσμένες περιστάσεις κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του τόσο την 06/04/25  όσο και την 08/03/25 προκάλεσε φόβο στην ΜΚ2 ότι θα ασκηθεί βία εναντίον της. 

Τέλος θα πρέπει να υποδείξω ότι εφόσον η σχέση του Κατηγορούμενου με την ΜΚ2 είχε διαλυθεί και οι σχέσεις τους είχαν κλονιστεί αφού μάλιστα εναντίον του Κατηγορούμενου είχε προηγηθεί και άλλη καταγγελία στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε και το απαγορευτικό διάταγμα, Τεκμήριο 4. Συνεπώς  ο Κατηγορούμενος γνώριζε ότι η συμπεριφορά στην οποία προέβαινε συνιστούσε παρενόχληση. Και αυτό το γνώριζε μεταξύ άλλων καθότι η ΜΚ2 τον είχε ήδη  και μπλοκαρισμένο από το κινητό της τηλέφωνο αλλά και από το γεγονός ότι τον είχε ήδη καταγγείλει στην αστυνομία και είχε εκδοθεί εναντίον του και σχετικό διάταγμα. 

Υπό το φως των πιο πάνω η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει εναντίον του Κατηγορούμενου την 20η κατηγορία στην οποία και κρίνεται ένοχος.

Σε σχέση με την 18η κατηγορία, το αδίκημα της άσκησης ψυχολογικής βίας στηρίζεται στα άρθρα 2, 5(ζ) και 6 του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμος 115(Ι)/2021.

Το άρθρο 6 του πιο πάνω νόμου προνοεί τα εξής:

 

«Πρόσωπο, το οποίο με τη συμπεριφορά του η οποία εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές πλήττει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα γυναίκας ή της προκαλεί πραγματικό φόβο, είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

 

  Τα συστατικά στοιχεία λοιπόν του εν λόγω αδικήματος είναι τα εξής :

 

  1. Οποιαδήποτε συμπεριφορά προσώπου εναντίον γυναίκας
  2. Η συμπεριφορά αυτή να εκφράζεται με εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές
  3. Η συμπεριφορά να πλήξει σοβαρά την ψυχολογική ακεραιότητα της γυναίκας εναντίον της οποίας στρέφεται ή να της προκαλεί πραγματικό φόβο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, «γυναίκα» σημαίνει πρόσωπο θηλυκού βιολογικού φύλου ή θηλυκής ταυτότητας φύλου και περιλαμβάνει τέτοιο πρόσωπο που έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του. Εν προκειμένω δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι η ΜΚ2 εντάσσεται εντός της πιο πάνω έννοιας του νόμου και ότι είναι γυναίκα.

 

Περαιτέρω το εύλογο ερώτημα που προκύπτει στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου εναντίον της ΜΚ2 αν ήταν τέτοια που εκφράστηκε από τον ίδιο με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε αυτός να συνιστά εξαναγκασμό, πίεση, υποτιμητικά σχόλια, εξύβριση ή απειλές, αλλά και κατά πόσο η συμπεριφορά του αυτή έπληξε την ψυχολογική της ακεραιότητα ή της προκάλεσε πραγματικό φόβο.

 

Αδιαμφισβήτητα από την μαρτυρία που έχω αποδεχτεί προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του πλην της συμπεριφοράς που του αποδίδεται στην 1η κατηγορία που για την οποία έχει αθωωθεί, απείλησε ως έχω ήδη καταλήξει την ΜΚ2 τόσο την 06/04/25 όσο και την 08/03/25 μέσω τηλεφώνου προκαλώντας της έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο πραγματικό φόβο. Μάλιστα η ΜΚ2 λόγω της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου τον είχε μπλοκαρισμένο από το κινητό της τηλέφωνο ενώ είχε αναγκαστεί να τον καταγγείλει ξανά στην αστυνομία και να εκδώσει και εναντίον του απαγορευτικό διάταγμα ούτως ώστε να μην την παρενοχλεί με οποιοδήποτε τρόπο και να μην την προσεγγίζει σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων οπουδήποτε και αν βρίσκεται.

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι  η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την 18η κατηγορία που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει και συναφώς κρίνεται ένοχος.

 

Το αδίκημα της 5ης , 12ης και 16ης κατηγορίας ρυθμίζεται από το άρθρο 44 (1) (ιβ) του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όπως έχει τροποποιηθεί το οποίο προνοεί ότι όποιος διαπράττει οποιαδήποτε πράξιν σκοπίμου ασέβειας εις οιανδήποτε δικαστικήν διαδικασίαν ή προς οποιοδήποτε πρόσωπο ενώπιον του οποίου τοιαύτη διαδικασία διεξάγεται, είναι ένοχο πλημμελήματος και υπόκειται εις φυλάκισιν δια περίοδον εξ μηνών ή εις πρόστιμον μη υπερβαίνον τας 450 Λ.Κ ή εις αμφοτέρας τα ποινάς αυτάς.

 

Από τα πιο πάνω είναι πασιφανές ότι η δικαστική διαδικασία αφορά το σύνολο των κανόνων ενεργειών και σταδίων που ακολουθούνται για την επίλυση μιας διαφοράς ή την εκδίκαση μιας υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου συμπεριλαμβανομένου και την έκδοση απόφασης ή διαταγμάτων καθώς και την εκτέλεση τους.

 

Εν προκειμένω εναντίον του Κατηγορούμενου είχε εκδοθεί διάταγμα, δηλαδή το Τεκμήριο 4. Τόσο μέσα από τα ευρήματα όσο και μέσα από τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, έχει προκύψει ότι ο Κατηγορούμενος κατά τον επίδικο γνώριζε ότι είχε εκδοθεί εναντίον του απαγορευτικό διάταγμα ως αναδκυκνείεται μέσα από το περιεχόμενο του Τεκμήριο 4 καθώς και ότι το εν λόγω διάταγμα που είχε εκδοθεί είχε ισχύ μέχρι τελικής εκδίκασης της υπόθεσης 6139/24 ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Σύμφωνα επίσης με τα ευρήματα του Δικαστηρίου ο Κατηγορούμενος τόσο κατά την 09/04/25 επισκέφθηκε απρόσκλητος το σπίτι της ΜΚ2, την πλησίασε σε μικρότερη απόσταση από 200 μέτρα και την απείλησε ενώ την 08/03/25 της τηλεφώνησε και επίσης την απείλησε. Συνεπώς ο Κατηγορούμενος με την πιο πάνω περιγράφεισα συμπεριφορά που επέδειξε, αδιαφόρησε πλήρως και δεν έλαβε καθόλου υπόψη το διάταγμα που είχε εκδοθεί, δεικνύοντας κατά τον τρόπο αυτό πράξη σκόπιμης ασέβειας προς την δικαστική διαδικασία. Σε ότι αφορά την στοιχειοθέτηση του αδικήματος της 5ης κατηγορίας όπως έχω ήδη υποδείξει ξανά η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε τις κατηγορίες που αφορούν την αυτούσια κατ’ ισχυρισμό παραβατική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου αναφορικά με τις κατηγορίες 1 – 3 και συνεπώς ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται και στην 5η κατηγορία που αντιμετωπίζει.

 

Σε σχέση με την 12η και 16η κατηγορία, η Κατηγορούσα Αρχή έχει επιτύχει να αποδείξει τις κατηγορίες εναντίον του και συνεπώς ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος τόσο στην 12η όσο και στην 16η κατηγορία.

 

Το αδίκημα της 6ης, 13ης και 17ης κατηγορίας στηρίζεται στο άρθρο 32 του Ν. 119(Ι)/2000 προνοεί τα ακόλουθα:

«Κατηγορούμενος ή οποιοδήποτε πρόσωπο εκ μέρους του ή και από μόνο του ενοχλεί ή εκφοβίζει θύμα βίας ή μάρτυρα σε υπόθεση βίας ή συγγενικό τους πρόσωπο σε οποιοδήποτε χώρο, κατά τρόπο που επηρεάζει ή μπορεί να επηρεάσει τη διερεύνηση ή εκδίκαση υπόθεσης βίας ή που προκαλεί ψυχική αναστάτωση σε θύμα βίας ή μάρτυρα σε υπόθεση βίας εν γνώσει του ότι πρόκειται για θύμα βίας ή μάρτυρα σε υπόθεση βίας, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή με χρηματική ποινή μέχρι χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές και σε περίπτωση που η ενόχληση ή ο εκφοβισμός γίνεται σε βάρος θύματος που διαμένει σε στέγη το αδίκημα τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε χρόνια ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες ή και με τις δύο αυτές ποινές.

Με βάση το πιο πάνω λεκτικό του άρθρου τα συστατικά του στοιχεία είναι τα ακόλουθα :

1.    O Κατηγορούμενος ή οποιοδήποτε πρόσωπο εκ μέρους του

2.    Θα πρέπει να ενοχλήσει ή να εκφοβίζει θύμα βίας ή μάρτυρα σε υπόθεση βίας η συγγενικό τους πρόσωπο σε οποιοδήποτε χώρο

3.    Κατά τρόπο που επηρεάζει ή θα μπορούσε να επηρεάσει την διερεύνηση ή την εκδίκαση υπόθεσης βίας

4.    ή ακόμα να προκαλέσει αναστάτωση σε θύμα βίας ή μάρτυρα σε υπόθεση βίας

5.    ενώ γνωρίζει ότι πρόκειται για θύμα βίας ή για μάρτυρα σε υπόθεση βίας

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω συστατικά στοιχεία του εν λόγω αδικήματος, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε ότι ο Κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του εκφόβισε την ΜΚ2 κατά τρόπο που θα επηρέαζε η θα μπορούσε να επηρεάσει την διερεύνηση ή την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης.

Με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, μετά την καταχώρηση του παρόντος κατηγορητηρίου στο Δικαστήριο, καμία απολύτως ενέργεια εκ μέρους του ίδιου του Κατηγορούμενου ή οποιοδήποτε άλλου προσώπου εκ μέρους του, δεν έχει λάβει χώρα ούτως ώστε να μπορούσε να επηρεάσει την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης ή να προκαλέσει αναστάτωση στην ΜΚ2. Αναφορικά τώρα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος επίσης θα πρέπει να αναφέρω ότι οι ενέργειες του Κατηγορούμενου να παρακούσει το διάταγμα του Δικαστηρίου, να παρενοχλήσει την ΜΚ2 αλλά και να την απειλήσει σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις σε καμία απολύτως περίπτωση δεν στάθηκαν εμπόδιο στην ΜΚ2 να προβεί σε νέα καταγγελία εναντίον του και να κληθεί στο Δικαστήριο για να καταθέσει. Καμία επίσης συγκεκριμένη μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά ούτε και η ΜΚ2 ερωτήθηκε για το κατά πόσο οι ενέργειες αυτές του Κατηγορουμένου εναντίον της επηρέασαν η θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκδίκαση της πιο ποινικής υπόθεσης που ήδη εκκρεμεί εναντίον του.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Κατηγορούμενος γνώριζε ότι η ΜΚ2 ήταν θύμα βίας. Παρά το γεγονός ότι η ΜΚ2 ανέφερε κατά την μαρτυρία της ότι η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου της είχε προκαλέσει φόβο με αποτέλεσμα να φτάσει στο απροχώρητο και να προβεί σε νέα καταγγελία εναντίον του, από την άλλη τίποτα συγκεκριμένο δεν έχει τεθεί ότι υπήρξε στην ίδια τέτοια ψυχική αναστάτωση που θα μπορούσε να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο και την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης 6139/24 η οποία και εκκρεμούσε εναντίον του.    

Υπό το φως των πιο πάνω η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε την 6η, 13η και 17η κατηγορία στις οποίες ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται.  

Συνακόλουθα προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 8η, 10η, 11η, 12η, 14η, 15η, 18η και 20η κατηγορία ενώ αθωώνεται και απαλλάσσεται στην 2η, 4η , 5η, 6η, 7η 13η  και 17η  κατηγορία.

 

 

                                                                                   (Υπ)   ………………………..…..

                                                               Σ. Συμεού , Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο