Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου ν. VASILIS ANGELOV, Aρ. Υπόθεσης: 7917/19, 11/2/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου ν. VASILIS ANGELOV, Aρ. Υπόθεσης: 7917/19, 11/2/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Συμεού, Ε.Δ.   

         Aρ. Υπόθεσης: 7917/19

 

                                      Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου

 

                                                          - ν -  

                                    

            VASILIS ANGELOV

 

Ημερομηνία: 11/02/25

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ε. Μανώλη                

Για τον Κατηγορούμενο: κ. Κ. Σιαηλής   

Κατηγορούμενος: παρών

     

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Στην παρούσα υπόθεση, ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει την κατηγορία της συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 όπως έχει τροποποιηθεί (1η κατηγορία), την κατηγορία της πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως έχει τροποποιηθεί (2η κατηγορία) και την κατηγορία της επίθεσης προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως έχει τροποποιηθεί (3η κατηγορία).

 

Ειδικότερα, ο Κατηγορούμενος, κατηγορείται επί το ότι την 25η Δεκεμβρίου του 2019 έξω από το υποστατικό με την ονομασία «LOFT» που βρίσκεται στην οδό Αρχιμήδους στην Κάτω Πάφο, συνωμότησε με άλλα πρόσωπα να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη και πραγματική σωματική βλάβη, στον Κυριάκο Νικολάου, από τώρα και στο εξής «στον ΜΚ2».

Ο Κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε ενοχή και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Για την απόδειξη της υπόθεσης της η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο μάρτυρες κατηγορίες, ήτοι τον εξεταστή της υπόθεσης, ΜΚ1, και τον παραπονούμενο, ΜΚ2, ενώ κατατέθηκαν διάφορα τεκμήρια τα οποία αφορούν τους τραυματισμούς που υπέστη ο ΜΚ2 ενώ επίσης κατατέθηκε και στην συνέχεια προβλήθηκε στο Δικαστήριο, το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης το οποίο εξασφαλίστηκε από τον εξωτερικό χώρο του νυχτερινού κέντρου με την ονομασία «LOFT», Τεκμήριο 5.

 

Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ο Κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία αναφορικά με τις κατηγορίες 2 και 3. Αφού του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του επέλεξε να δώσει μαρτυρία ενόρκως ενώ προς Υπεράσπιση του δεν κάλεσε μάρτυρες υπεράσπισης.   

 

Μέσα από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει αναμφίβολα ότι τόσο ο Κατηγορούμενος όσο και ο ΜΚ2, κατά το επίδικο βράδυ διασκέδαζαν στον νυχτερινό κέντρο με την ονομασία «LOFT» ενώ σε κάποια στιγμή εκτός του συγκεκριμένου νυχτερινού μαγαζιού, προκλήθηκε ένταση μεταξύ αρκετών προσώπων. Επίσης δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία, ότι ο ΜΚ2 χτυπήθηκε και ότι από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί του προκλήθηκαν σωματικές βλάβες ως αυτές αναδεικνύονται μέσα από τα ιατρικά πιστοποιητικά που κατατέθηκαν και είναι παραδεκτά ως προς το περιεχόμενο τους, με αποτέλεσμα να υποβληθεί και σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις αφού στην πορεία η τοποθέτηση πλατίνας στην γνάθο του δημιούργησε απόστημα με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να την αφαιρέσει. Περαιτέρω προκύπτει, ότι ο Κατηγορούμενος μαζί με τον ΜΚ2 δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους καθώς και ότι το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης κατέγραψε τον καυγά που είχε συμβεί έξω από το επίδικο υποστατικό στον οποίο συμμετείχαν πολλοί παρευρισκόμενοι. Πέραν των πιο πάνω δεν αμφισβητήθηκε επίσης από την Υπεράσπιση ότι ο ΜΚ2 την 29/12/19 τηλεφώνησε στο ΤΑΕ Πάφου και ανέφερε ότι μετά που είδε το περιεχόμενου του Τεκμηρίου 5 υπήρχε και άλλο περιστατικό προηγουμένως μαζί με τον Κατηγορούμενο στον χώρο στάθμευσης όπου εκεί τον χτύπησε αλλά πιθανόν στο σημείο που ανέφερε ότι είχε χτυπηθεί να μην έγινε καταγραφή από την κάμερα. 

 

Επιπλέον δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11 στο οποίο γίνεται αναφορά ότι ο ΜΚ2 προσήλθε στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου την 25/12/19 και ώρα 0550 π.μ. μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό, φέροντας οίδημα κάτω γνάθου αριστερά και πολλαπλές εκδορές στην πλάτη καθώς και μώλωπες στο στήθος. Επίσης ότι υποβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο κεφαλής και κάτω γνάθου με την διαπίστωση ότι υπήρχε μετατοπισμένο κάταγμα κάτω γνάθου αριστερά και έτσι αφού υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία του δόθηκε παυσίπονη θεραπεία και έγινε εισαγωγή στον χειρουργικό θάλαμο για περαιτέρω παρακολούθηση και παραπομπή σε γναθοχειρουργό. Επίσης ότι με βάση το Τεκμήριο 15 ο Αστ. 3584 Χ. Χριστοφόρου του ΤΑΕ Πάφου την 31/10/20 και ώρα 0710 παρέλαβε από τον Αστ. 1105 ένα DVD με το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του CLUB LOFT, όπου την ίδια ημέρα και ώρα 1340 τα μετέφερε στο εργαστήριο φωτογραφίας εικόνας και γραφικών της ΥΠΕΓΕ όπου και το παρέδωσε στον Αστ. 4111 Ν. Γεωργίου. Περαιτέρω αποτελεί παραδεκτό γεγονός και το περιεχόμενο της κατάθεσης του ιδιοκτήτη του νυχτερινού μαγαζιού με την ονομασία LOFT, σύμφωνα με την οποία, κατά τον επίδικο χρόνο το συγκεκριμένο μαγαζί ήταν ανοιχτό μέχρι τα ξημερώματα της ημέρας των Χριστουγέννων καθώς και ότι εντός του μαγαζιού του δεν είχε συμβεί οτιδήποτε. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ευσταθίου, η ώρα 0448 έξω από το νυχτερινό μαγαζί του, συνέβηκε ένα επεισόδιο μεταξύ αγνώστων προσώπων για το οποίο ο ίδιος δεν γνωρίζει οτιδήποτε, ενώ οι εξωτερικές κάμερες ασφαλείας που διαθέτει κατέγραψαν το περιστατικό γι’ αυτό και ετοίμασε ένα DVD που περιέχει βίντεο από τις εξωτερικές κάμερες του κλαμπ αναφορικά με την 25/12/19, το οποίο και παρέδωσε στην αστυνομία. Επίσης ανέφερε ότι τόσο η ώρα όσο και η ημερομηνία που αναγράφεται στο βίντεο είναι η ορθή. Τα παραδεκτά γεγονότα αποτελούν συνακόλουθα και ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

 

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ

 

Πρώτος μάρτυρας κατηγορίας κλήθηκε και κατέθεσε ο εξεταστής της υπόθεσης, ΜΚ1, ο οποίος μέσα από την γραπτή του κατάθεση η οποία και υιοθετήθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, Τεκμήριο 3, αναφέρθηκε στις ενέργειες που προέβηκε κατά την διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης. Ειδικότερα ο ΜΚ1 ανέφερε ότι έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο ενώ παρέλαβε ένα DVD το οποίο περιέχει το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης από το νυχτερινό κέντρο LOFT καθώς και ένα CD με την αξονική τομογραφία του ΜΚ2 καθώς και ένα CD με τις ακτινογραφίες του.

 

Κατά την κυρίως εξέταση του, ο ΜΚ1 κλήθηκε και κατέθεσε διάφορα τεκμήρια που αφορούν στους τραυματισμούς του ΜΚ2, το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, Τεκμήριο 5, την ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου, Τεκμήριο 9 καθώς και ένα ημερολόγιο ενεργείας, Τεκμήριο 10, στο οποίο αναφέρεται ότι ο ΜΚ2 τηλεφώνησε στο ΤΑΕ Πάφου την 29/12/19 αφού προηγουμένως είχε δει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5, αναφέροντας ότι υπήρχε και προηγουμένως άλλο περιστατικό με τον Κατηγορούμενο όπου τον είχε χτυπήσει στον χώρο στάθμευσης, αλλά ότι από έλεγχο που έγινε πιθανόν στο σημείο που αναφέρει να μην καταγράφηκε από την κάμερα.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ1, δεν αμφισβητήθηκε για τις ενέργειες που προέβηκε κατά την διερεύνηση της υπόθεσης αλλά ούτε και για το γεγονός ότι πράγματι ο ΜΚ2 την 29/12/19 τηλεφώνησε στο ΤΑΕ αναφέροντας τα όσα καταγράφονται επί του περιεχομένου του ημερολογίου ενεργείας, Τεκμήριο 10.

 

Επόμενος μάρτυρας κλήθηκε και κατέθεσε ο παραπονούμενος, δηλαδή ο ΜΚ2. Κατά την κυρίως εξέταση του, αναγνώρισε τις γραπτές καταθέσεις που έδωσε στην αστυνομία, Τεκμήριο 12 και 13, ως μέρος της κυρίως εξέτασης του καθώς και την συμπληρωματική του κατάθεση ημερ. 29.12.19 δηλαδή Τεκμήριο 14, υπό την διευκρίνιση ότι ο ίδιος είχε υποβληθεί σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις και όχι μόνο σε μια. Περεταίρω ο ΜΚ2 κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο κλήθηκε να αναφέρει κατά πόσο το πρόσωπο που τον είχε χτυπήσει κατά τον επίδικο χρόνο βρίσκεται εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου, ενώ  από την πλευρά του ο μάρτυρας υπέδειξε τον Κατηγορούμενο αναφέροντας μάλιστα χαρακτηριστικά «ναι είναι ο κύριος Βασίλης» ενώ κατά την προβολή του Τεκμηρίου 5 το οποίο αφορά στο κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης που εξασφαλίστηκε από την σκηνή, ο ΜΚ2 αναγνώρισε και υπέδειξε τόσο τον εαυτό του όσο και τον Κατηγορούμενο περιγράφοντας ταυτόχρονα και τα γεγονότα όπως κατά την δική του αντίληψη είχαν επισυμβεί. Ο ΜΚ2 περαιτέρω πρόσθεσε ότι πέραν από τον Κατηγορούμενο, κανένα άλλο πρόσωπο δεν είχε την δυνατότητα για να αναγνωρίσει, γι’ αυτό και δεν το έπραξε, εμμένοντας κατηγορηματικά στην βασική του θέση ότι προέβηκε σε αναγνώριση του Κατηγορουμένου μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης Facebook καθότι προηγουμένως είχε προηγηθεί και άλλο περιστατικό με καυγά στον χώρο στάθμευσης. Ο ΜΚ2 πρόσθεσε επίσης ότι, στην αναγνώριση του Κατηγορούμενου προέβηκε κατά τον χρόνο που νοσηλευόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου στην παρουσία της αστυνομίας και άλλων συγγενικών του προσώπων δια μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που είχε εφαρμοσμένα ήδη στο κινητό του τηλέφωνο, ενώ παράλληλα υπέδειξε ότι πέραν της συγκεκριμένης αναγνώρισης στην οποία προέβηκε, αναγνώρισε συν τοις άλλοις τον Κατηγορούμενο και από το βίντεο που είχε εξασφαλιστεί από το συγκεκριμένο νυχτερινό κέντρο. Σε ότι αφορά τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αντιλήφθηκε ότι ένας εκ των προσώπων που τον είχαν χτυπήσει κατά τον επίδικο χρόνο, ο ΜΚ2 ανέφερε ότι βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τον Κατηγορούμενο ενώ ο φωτισμός στον χώρο στάθμευσης που είχε αρχικά επισυμβεί το πρώτο περιστατικό ήταν ικανοποιητικός.

 

Κατά την διάρκεια της κυρίως εξέτασης και δη κατά την προβολή του Τεκμηρίου 5, ο ΜΚ2 κλήθηκε να υποδείξει μέσω της οθόνης προβολής του βίντεο που είχε εγκατασταθεί στο Δικαστήριο, τόσο τον εαυτό του όσο και τον φίλο του Αντρέα τον οποίο και ισχυρίστηκε ότι μεταβεί για να βοηθήσει εφόσον είχε ενημερωθεί από την κοπέλα του, ότι δεχόταν επίθεση.  Ο ΜΚ2 εξήγησε επίσης ότι όταν το περιστατικό είχε λήξει ακολούθως μετέβηκε στο σπίτι του καθότι ο ίδιος πίστευε ότι δεν του είχε προκληθεί οτιδήποτε το σοβαρό, ενώ στην πορεία διαπίστωσε ότι αφού έφτυνε αίμα από το στόμα του, ο φίλος του ο Δημήτρης τον μετέφερε στο Νοσοκομείο όπου υποβλήθηκε σε σχετικές εξετάσεις. Περαιτέρω σύμφωνα με τον ΜΚ2 αφού νοσηλεύτηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου ακολούθως μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου του τοποθετήθηκε πλατίνα στην κάτω γνάθο ενώ μετά από καιρό του διενεργήθηκε εκ νέου και δεύτερη επέμβαση στην αριστερή του γνάθο, διότι ο οργανισμός του απέρριψε την πλατίνα που του είχε ήδη τοποθετηθεί αφού του δημιούργησε απόστημα. Ο ΜΚ2 επίσης εξήγησε ότι μέχρι και σήμερα το πρόβλημα που του προκλήθηκε την γνάθο του δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως.

 

Αντεξεταζόμενος ο ΜΚ2 από την Υπεράσπιση αμφισβητήθηκε έντονα για την θέση του ότι το πρόσωπο που τον χτύπησε ήταν ο Κατηγορούμενος αφού του υποβλήθηκε η θέση ότι δεν ανέφερε την πραγματική αλήθεια στο Δικαστήριο για το ποιος ήταν αυτός που τελικά  τον είχε χτυπήσει καθότι ο ίδιος είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ και συνεπώς δεν αντιλαμβανόταν το τι πραγματικά είχε συμβεί. Μάλιστα η Υπεράσπιση κατά την αντεξέταση του ΜΚ2 του έθεσε την θέση, ότι ο ίδιος λόγω του ότι ήταν μεθυσμένος προέβηκε σε λανθασμένη αναγνώριση προσώπου αφού μάλιστα ενώ στην γραπτή του κατάθεση ανέφερε ότι το πρόσωπο που τον είχε χτυπήσει φορούσε μαύρο μπουφάν, κατά την προβολή του Τεκμηρίου 5 ενώπιον του Δικαστηρίου, διαφάνηκε ότι το πρόσωπο το οποίο υπέδειξε φορούσε  άσπρη μπλούζα και άσπρα παπούτσια. Ο ΜΚ2 αρνήθηκε κατηγορηματικά την θέση ότι ήταν μεθυσμένος υποστηρίζοντας ότι ουδέποτε ο ίδιος υπερβαίνει το μέτρο κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών όταν βγαίνει έξω για να διασκεδάσει καθώς και ότι, κατά τον επίδικο χρόνο ήταν εντελώς νηφάλιος γι’ αυτό και θυμάται καθαρά το πρόσωπο του Κατηγορουμένου το οποίο είδε να τον χτυπά από πολύ κοντινή απόσταση. Ειδικότερα ο ΜΚ2, ανέφερε ότι κατανάλωσε μόνο δύο χαμηλά ποτήρια τα οποία περιείχαν βότκα η οποία είχε μάλιστα αναμιχθεί μαζί με αναψυκτικό.

 

Ο ΜΚ2 επίσης αντεξεταζόμενος κλήθηκε να υποδείξει σε πόσα τελικά περιστατικά είχε εμπλακεί κατά τον επίδικο χρόνο. Αποτέλεσε ουσιαστική ως  βασική θέση της Υπεράσπισης, ότι ο ΜΚ2 δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με ευκρίνεια και ακρίβεια το τι πραγματικά είχε συμβεί λόγω της κατάστασης της μέθης στην οποία βρισκόταν, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει ούτε και κατά την λήψη της γραπτής του κατάθεσης να υποδείξει με καθαρότητα την θέση του ότι είχε αναμιχθεί σε τρία διαφορετικά περιστατικά ως ισχυρίστηκε κατά την αντεξέταση του.  Ο ΜΚ2 από την πλευρά του, απαντώντας στην πιο πάνω υποβολή, ανέφερε ότι σε καμία περίπτωση δεν μεθυσμένος γι’ αυτό και θυμάται καθαρά το πρόσωπο του Κατηγορουμένου με αποτέλεσμα να τον αναγνωρίσει μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης αλλά και κατά την προβολή του Τεκμηρίου 5, ενώ σε ότι αφορά την λήψη της γραπτής του κατάθεσης επισήμανε ότι αυτή του λήφθηκε κατά την διάρκεια που ο ίδιος νοσηλευόταν εντός του Νοσοκομείου και υπέφερε υποδεικνύοντας μάλιστα ότι βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση λόγω των τραυμάτων που του είχαν προκληθεί από τα χτυπήματα που δέχτηκε. Αποτέλεσε συνεπώς βασικό ισχυρισμό του ΜΚ2 ότι μη λεπτομερής περιγραφή από τον ίδιο των γεγονότων τα οποία είχαν επισυμβεί κατά την λήψη της γραπτής του κατάθεσης να μην υποδηλώνου κατ’ ανάγκη και ότι ο ίδιος δεν ανέφερε την αλήθεια. Ο ΜΚ2 επέμεινε κατηγορηματικά κατά την αντεξέταση του, ότι τα όσα γεγονότα υπέδειξε τόσο μέσα από τις γραπτές καταθέσεις που του λήφθηκαν όσο και κατά την προφορική του μαρτυρία, είναι η πραγματική αλήθεια ενώ ερωτώμενος από την άλλη κατά πόσο επιθυμεί να αφαιρέσει οτιδήποτε από αυτά που είπε, ο ΜΚ1 απάντησε αρνητικά επεξηγώντας ότι μπορεί να προσθέσει περαιτέρω λεπτομέρειες ως προς τι πραγματικά είχε συμβεί αλλά όχι να αφαιρέσει.   

 

Πέραν των πιο πάνω, ο ΜΚ2 εξήγησε ότι κάποια από τα σημεία στα οποία εξελίχθηκε ο καυγάς μεταξύ των παρευρισκόμενών προσώπων καθώς και το  πως ο καυγάς αυτός είχε ξεκινήσει κατά το επίδικο βράδυ, δεν ήταν δυνατό να αποτυπωθούν στο βίντεο από την κάμερα του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης που κατατέθηκε στο Δικαστήριο και η οποία ήταν εγκατεστημένη στον εξωτερικό χώρο του νυχτερινού μαγαζιού με την ονομασία LOFT, Τεκμήριο 5, εφόσον τα υπόλοιπα σημεία στα οποία εξελίχθηκε ο επίδικος καυγάς, ήταν εκτός της ακτίνας και εμβέλειας που κατέγραφε η συγκεκριμένη κάμερα. Ο ΜΚ2 επίσης ισχυρίστηκε κατά την αντεξέταση του, ότι ο ίδιος δεν είχε δεχτεί χτυπήματα από τον Κατηγορούμενο μόνο την στιγμή κατά την οποία τα κατέγραψε η κάμερα και έχει υποδείξει κατά την μαρτυρία του στο Δικαστήριο, αλλά και προηγουμένως στον χώρο στάθμευσης από όπου και ήταν το σημείο που ξεκίνησε ο επίδικο καυγάς. Ο ΜΚ2 γενικά επέμεινε στην θέση του ότι το πρόσωπο που τον είχε χτυπήσει  μεταξύ άλλων τόσο στον χώρο στάθμευσης όσο και αργότερα ήταν ο Κατηγορούμενος.

 

Ο ΜΚ2  επίσης αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι αφού μετέβηκε στο συγκεκριμένο σημείο που βρισκόταν σε εξέλιξη ο συγκεκριμένος καυγάς, για τους λόγους που εξήγησε, και αφού άρπαξε τον φίλο του Αντρέα με σκοπό να αποχωρήσουν, ο Κατηγορούμενος μαζί με την παρέα του η οποία αποτελείτο από περίπου άλλα 15 περίπου άγνωστα του πρόσωπα, άρχισαν να τον γρονθοκόπησαν σε όλο του το σώμα καθώς και στο κεφάλι με αποτέλεσμα να του σπάσουν την γνάθο του. Ο ΜΚ2 επίσης ανέφερε ότι ο ίδιος δεν χτύπησε κανένα από τα πρόσωπα αυτά, παρά το γεγονός ότι αυτός είχε δεχτεί πολλαπλά χτυπήματα, ενώ επέμεινε κατηγορηματικά του και στην θέση του, ότι δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο γιατί δεν ήταν σίγουρος, πλην από τον Κατηγορούμενο. Σε ότι αφορά το κατά πόσο είχε χτυπηθεί και ο φίλος του ο Αντρέας, ο ΜΚ2 ερωτώμενος εξήγησε ότι ενώ και αυτός είχε χτυπηθεί από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, εντούτοις για λόγους καθαρά δικούς του, δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε καταγγελία εναντίον τους  καθώς και ότι τελικά η όλη στάση που είχε τηρήσει μετά από το περιστατικό τον είχε ενοχλήσει αφού ο ίδιος είχε χτυπηθεί εξαιτίας του ότι είχε μεταβεί στο συγκεκριμένο σημείο κατόπιν παρακλήσεων της κοπέλας του, με σκοπό να τον βοηθήσει. Επίσης, ο ΜΚ2 αντεξεταζόμενος επέμεινε κατηγορηματικά στην θέση του ότι από τον Κατηγορούμενο δέχτηκε περί τα πέντε με έξι χτυπήματα, ενώ σε ότι αφορά την αναγνώριση στην οποία προέβηκε δια μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης, εξήγησε ότι αυτό το έπραξε χωρίς να γνωρίζει προηγουμένως το όνομα του Κατηγορούμενου αλλά μόνο και μόνο επειδή θυμόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε ότι η αναγνώριση του προσώπου του Κατηγορούμενου δεν επικεντρώθηκε στο χρώμα του ρουχισμού το οποίο φορούσε ενώ σε ότι αφορά τον χρόνο τον οποίο χρειάστηκε για να εντοπίσει τον Κατηγορούμενο, ο ΜΚ2 υπέδειξε ότι η όλη διαδικασία της αναγνώρισης είχε διάρκεια για αρκετή ώρα, ενόψει του ότι η έρευνα γινόταν μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης στο διαδίκτυο στην παρουσία τόσο της αστυνομίας όσο και άλλων συγγενικών του προσώπων τα οποία και ανέφερε.

Ερωτώμενος ο ΜΚ2 για το κατά πόσο γνωρίζει τι ποσό διεκδικεί ο ίδιος με την αγωγή που καταχώρησε εναντίον του Κατηγορούμενου, απαντώντας ανέφερε, ότι ο ίδιος δεν είναι σε θέση να αναφέρει ποιο είναι ακριβώς το ποσό των αποζημιώσεων που διεκδικείται, προσθέτοντας μάλιστα ότι ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί έχει στην κατοχή του όλα τα ιατρικά πιστοποιητικά που εξασφάλισε μεταξύ των οποίων και ένα ακουογράφημα καθότι είχε δεχτεί χτυπήματα και στο κεφάλι.

 

Από την αντίπερα όχθη, η πλευρά της Υπεράσπισης υπέβαλε στον ΜΚ2 ότι ο λόγος για τον οποίο προχώρησε στην καταχώρηση της αγωγής εναντίον του Κατηγορούμενου ήταν με σκοπό να διεκδικήσει χρηματικές αποζημιώσεις από κάποιο πρόσωπο γενικά για τα χτυπήματα που είχε δεχτεί,  χωρίς όμως ο ίδιος να είναι απολύτως βεβαίως ποιος πραγματικά τον είχε τραυματίσει. Ο ΜΚ2 από την άλλη απαντώντας στην πιο πάνω θέση, ανέφερε ότι αυτός που τον τραυμάτισε ήταν ο Κατηγορούμενος λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «είμαι 100% σίγουρος ότι ο κύριος Βασίλης με χτύπησε γιατί ήρθαμε μέτωπο με μέτωπο και γι’ αυτό δεν έδωσα άλλους, γιατί δεν τους γνώριζα και ούτε τους αναγνώρισα». Μάλιστα ο ΜΚ2 χαρακτήρισε κατά την αντεξέταση του τον Κατηγορούμενο ως τον «αρχηγό» της ομάδας των προσώπων που τον χτύπησαν προσθέτοντας επίσης ότι ο ίδιος δεν θα κατηγορούσε ποτέ ένα έναν αθώο άνθρωπο που δεν του είχε κάνει οτιδήποτε φέρνοντας τον αντιμέτωπο με μια ενδεχόμενη επιβολή ποινής φυλάκισης. Επίσης εξήγησε ότι δεν αποτελεί αυτοσκοπό του η διεκδίκηση χρηματικών αποζημιώσεων και ότι ο ίδιος έχει λεφτά.

 

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ

 

Από την αντίπερα όχθη, ο Κατηγορούμενος καταθέτοντας ενόρκως, υποστήριξε  την δική του εκδοχή για το πως είχαν επισυμβεί τα γεγονότα κατά τον επίδικο χρόνο. Αποτέλεσε βασικό ισχυρισμό του Κατηγορούμενου τόσο κατά την κυρίως  εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του, ότι ο ίδιος σε καμία απολύτως περίπτωση δεν έχει χτυπήσει τον ΜΚ2 αλλά ότι ούτε και είχε οποιαδήποτε εμπλοκή και ανάμιξη στον καυγά που είχε εξελιχθεί έξω από το υποστατικό με την ονομασία «LOFT» καθώς και ότι κατά την στιγμή που ο ίδιος έβγαινε από το συγκεκριμένο νυχτερινό μαγαζί στο οποίο διασκέδαζε αφού προηγουμένως είχε μεταβεί με άλλους δύο φίλους του, αντιλήφθηκε ότι πράγματι είχε γίνει καυγάς αφού είδε κάποια πρόσωπα να αλληλοχτυπιούνται μεταξύ τους για χρονικό διάστημα περίπου ενός με δύο λεπτών. Σημειώνεται ότι ο Κατηγορούμενος για σκοπούς της κυρίως εξέτασης του υιοθέτησε και το περιεχόμενο της ανακριτικής κατάθεσης που του είχε ληφθεί, Τεκμήριο 2 και Τεκμήριο 9.

 

Ο Κατηγορούμενος αντεξεταζόμενος επανέλαβε την θέση του ότι ο ίδιος δεν είχε καμία απολύτως εμπλοκή καθότι βρισκόταν σε απόσταση περί τα 10 μέτρα μακριά από το σημείο που εξελισσόταν ο καυγάς μπροστά από το νυχτερινό μαγαζί ενώ παράλληλα ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος απλά καθόταν και  τον κοιτούσε. Επίσης ήταν κατηγορηματικός στην θέση του, ότι σε καμία απολύτως περίπτωση δεν είχε χτυπήσει τον ΜΚ2 αλλά και ότι ουσιαστικά ο ΜΚ2 είπε ψέματα στο Δικαστήριο, εφόσον και από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης δεν  προκύπτει οτιδήποτε τέτοιο. Μάλιστα ο Κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι κατά την προβολή του βίντεο στο Δικαστήριο, δηλαδή του Τεκμηρίου 5, ο ίδιος δεν καταγράφεται να συμμετέχει στο εν λόγω περιστατικό ενώ ερωτώμενος γιατί ο ΜΚ2 τον είχε κατονομάσει ως το πρόσωπο που τον χτύπησε, ο Κατηγορούμενος απαντώντας ανέφερε ότι μπορεί ο ΜΚ2 να έκανε λάθος ή να τον έχει κατηγορήσει σκοπίμως.  Σε σχέση με τον ρουχισμό που φορούσε κατά το επίδικο βράδυ, ο Κατηγορούμενος ανέφερε ότι φορούσε ένα σακάκι χρώματος μαύρου, μαύρο παντελόνι και άσπρα παπούτσια.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

 

Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή τους μάρτυρες και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. 

 

Ως έχω υποδείξει ανωτέρω η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο μάρτυρες κατηγορίας, δηλαδή τον εξεταστή της υπόθεσης καθώς και τον παραπονούμενο. Με δεδομένο ότι οι τραυματισμοί του ΜΚ2 δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση, αυτό που απομένει να εξεταστεί έχοντας ιδιαίτερη και βαρύνουσα σημασία κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΚ2, είναι η θέση του ότι στο επίδικο επεισόδιο είδε και αναγνώρισε ως ένα εκ των προσώπων που τον χτύπησαν, τον Κατηγορούμενο.  Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα πρέπει παράλληλα να εξετάσει και το κατά πόσο η μαρτυρία του ΜΚ2 ενισχύεται και μέσα από το περιεχόμενου του Τεκμηρίου 5, δηλαδή από την πραγματική μαρτυρία η οποία έχει κατατεθεί και έχει προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον και η θέση του ΜΚ2 είναι ότι στο εν λόγω Τεκμήριο προκύπτει ξεκάθαρα η συμμετοχή του Κατηγορούμενου στο επίδικο περιστατικό.  

 

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ενόψει του ότι η όλη υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής βασίζεται ουσιαστικά στην οπτική αναγνώριση του Κατηγορούμενου από τον ΜΚ2 κατά την στιγμή που τον χτύπησε, και αυτό που η Υπεράσπιση αμφισβήτησε είναι την αναγνώριση αυτή του Κατηγορούμενου, θεωρώ πρωτίστως σκόπιμο να αναφερθώ στις κατευθυντήριες γραμμές που καθιερώθηκαν μέσα από την Νομολογία για τον τρόπο που το Δικαστήριο προσεγγίζει και αξιολογεί μια τέτοια μαρτυρία.

 

Ο ΜΚ2 ανάφερε με βεβαιότητα ότι είδε και αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που τον χτύπησε καθότι είχε πλήρη οπτική επαφή μαζί του από πολύ κοντινή απόσταση, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά ανέφερε «ήρθαμε μέτωπο με μέτωπο» με αποτέλεσμα να είναι βέβαιος 100 % ότι αυτός του είχε επιτεθεί και τον είχε τραυματίσει ήταν ο Κατηγορούμενος. Βεβαίως στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι ο ΜΚ2 δεν αρνήθηκε ότι είχε δεχτεί χτυπήματα και από άλλα πρόσωπα πλην του Κατηγορούμενου, ισχυριζόμενος βέβαια ότι ο Κατηγορούμενος ήταν αυτός που τον είχε χτυπήσει πάνω στο πρόσωπο προκαλώντας του τους τραυματισμούς πάνω στην γνάθο του. Επομένως εφόσον ο ΜΚ2 ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε τον Κατηγορούμενο από προηγουμένως, προκύπτει ότι πρόκειται για ισχυρισμό περί αναγνώρισης αγνώστου προς τον το μάρτυρα προσώπου.  

 

Η μαρτυρία που αφορά την αναγνώριση Κατηγορουμένου εξετάζεται υπό το φως των αρχών που έχουν τεθεί στην αγγλική απόφαση R. v. Turnbull [1976] 3 All E.R. 549, οι οποίες υιοθετήθηκαν και από το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Rossides v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 391, Katsiamalis v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 107, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259 και Χ" Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174).

 

Ως λέχθηκε στην Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 16:

 

«Στην Turnbull, διαγράφονται οι κίνδυνοι από την εμφιλοχώρηση σφάλματος στην αναγνώριση υπόπτων και οι διαδικασίες που πρέπει να τηρούνται για τον κατά το δυνατό αποκλεισμό λάθους. Ανάλογη καθοδήγηση παρέχεται και για την αξιολόγηση μαρτυρίας αναγνώρισης υπόπτων και την σημασία ενισχυτικής μαρτυρίας ως ασφαλιστικής δικλείδας για την αποφυγή λαθών που μπορεί να παρεισφρήσουν στην αναγνώριση».

 

Ως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ιωάννου (2013) 2 Α.Α.Δ. 601:

 

«Θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull, εγείρεται μόνο όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση.

 

Η υποστηρικτική μαρτυρία σε θέματα αναγνώρισης υπόπτων πρέπει να έχει προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα, τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να υποστηρίξει και ταυτόχρονα να τείνει να υποστηρίξει την ορθότητα της αναγνώρισης, αποκλείοντας, κατά το δυνατό, το ενδεχόμενο λάθους.

 

Δεν εγείρεται θέμα εφαρμογής των αρχών της Turnbull και κατ' επέκταση θέμα αναζήτησης υποστηρικτικής μαρτυρίας, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα ήταν διατεθειμένο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να δεχθεί ως αληθή και να στηριχθεί σ' αυτήν, την εκδοχή του μάρτυρα ότι όντως είδε το δράστη. Σε μια τέτοια περίπτωση το θέμα τελειώνει εκεί.

 

Σε περίπτωση όμως, που ο μάρτυς, όντως είδε το δράστη και το ζητούμενο είναι η ορθότητα της αναγνώρισης του υπόπτου στο πρόσωπο του δράστη, τότε και μόνο τότε, εγείρεται θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull. Κοντολογίς, το θέμα είναι αποκλειστικά θέμα ποιότητας της αναγνωριστικής μαρτυρίας.

 

Αν η ποιότητα της αναγνώρισης είναι ικανοποιητική σε βαθμό που το δικαστήριο αισθάνεται ασφαλές να στηριχθεί σ' αυτή χωρίς υποστηρικτική μαρτυρία, τότε δεν συντρέχει λόγος αναζήτησης τέτοιας μαρτυρίας.

 

Αν όμως η ποιότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης είναι φτωχή, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να αθωώσει τον κατηγορούμενο, εφόσον άλλωστε, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εδράζεται αποκλειστικά ή ουσιαστικά επί της αναγνωριστικής μαρτυρίας, εκτός αν υπάρχει άλλη μαρτυρία, όχι κατ' ανάγκη αναγνωριστικής φύσης, η οποία τείνει να υποστηρίξει την ορθότητα της αναγνώρισης, αποκλείοντας, κατά το δυνατό, το ενδεχόμενο λάθους (βλ. Younnas (2012) ENCA CRIM. 2022, στην οποία υιοθετήθηκαν πλήρως οι αρχές της Turnbull).

 

Επομένως, δεν τίθεται θέμα υποχρέωσης ή μη του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου να αναζητήσει υποστηρικτική μαρτυρία, εφόσον, ούτως ή άλλως, τέτοια μαρτυρία, υπόκειται στη βάσανο της αξιολόγησης αφού αυτή αποτελεί μέρος του συνόλου της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη».

 

 

Οι κατευθυντήριες γραμμές της Turnbull προϋποθέτουν λοιπόν, ως απαραίτητο υπόβαθρο, την στήριξη της υπόθεσης ενάντια σε ένα Κατηγορούμενο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στην ακρίβεια μίας ή περισσοτέρων αναγνωρίσεων του, οι οποίες κατά την υπεράσπιση είναι εσφαλμένες (βλ. και Αθανασίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 10/2015, ημερ. 27.10.15). Στην βάση λοιπόν των ανωτέρω στην Ιωάννου κρίθηκε ότι ενόψει της απόρριψης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αναληθούς της εκδοχής των μαρτύρων ότι είδαν τον δράστη - εφεσίβλητο (της αναγνωριστικής δηλ. πτυχής της μαρτυρίας) δεν εγείρετο θέμα εφαρμογής των αρχών της Turnbull. Κρίθηκε επίσης ότι η απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας, δεν αποδυναμώνε απλά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής αλλά την στερούσε από τον ακρογωνιαίο λίθο του πραγματικού υπόβαθρου της, εφόσον η υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου εδραζόταν, αν όχι αποκλειστικά, σε ουσιαστικό βαθμό, επί της εν λόγω μαρτυρίας.

 

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι αρχές της Turnbull δεν αποτελούν κανόνα δικαίου αλλά τίθενται σε μια προσπάθεια υποβοήθησης του έργου του Δικαστηρίου με την εφαρμογή διαπιστώσεων που προκύπτουν από την ίδια την ανθρώπινη πείρα με στόχο τον όσο το δυνατό αποκλεισμό λάθους και την πρόκληση αδικίας στον κατηγορούμενο. Το Δικαστήριο θα πρέπει λοιπόν να εξετάζει τέτοια μαρτυρία με ιδιαίτερη προσοχή και με επίγνωση των εγγενών κινδύνων που ελλοχεύουν σε τέτοια θέματα. Θα πρέπει να γίνεται δε δεκτή μόνο εφόσον πεισθεί χωρίς αμφιβολία για την καλή ποιότητα της αναγνωριστικής μαρτυρίας. Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να διαχωρίζεται η αξιοπιστία ή η πειστικότητα από όσα εμπίπτουν στην σφαίρα του ενδεχόμενου καλόπιστου λάθους (βλ. Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259). Όταν λοιπόν εγείρεται θέμα αναγνώρισης αυτό θα πρέπει να εξετάζεται με τέτοια προσοχή και περίσκεψη ούτως ώστε να εξασφαλίζεται βεβαιότητα σε βαθμό που να αποκλείει κάθε ενδεχόμενο λάθους.

 

Κατά την εξέταση τέτοιας μαρτυρίας θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψιν το χρονικό διάστημα που ο μάρτυρας παρατήρησε τον κατηγορούμενο, την απόσταση, τις συνθήκες φωτισμού και άλλα στοιχεία, τα οποία καθορίζουν την ποιότητα της αναγνώρισης. Αν η ποιότητα της αναγνώρισης είναι φτωχή το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον υπάρχει περαιτέρω ενισχυτική μαρτυρία προτού καταδικάσει τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω σύμφωνα με την Turnbull το Δικαστήριο πρέπει να προειδοποιήσει τους ενόρκους (και στην περίπτωση των κυπριακών δικαστηρίων τον εαυτό του) για τους κινδύνους που υπάρχουν όταν αμφισβητείται η αναγνώριση του κατηγορούμενου ως του προσώπου που διέπραξε το αδίκημα (βλ. και Νεοφύτου ν. Αστυνομίας (2013) 2 Α.Α.Δ 242). Θα πρέπει δε να προειδοποιεί τον εαυτό του για τον κίνδυνο να βασιστεί σε τέτοια αναγνωριστική μαρτυρία, χωρίς την ύπαρξη άλλης ανεξάρτητης μαρτυρίας (Δημητρίου ν. Αστυνομίας (2006) 2 Α.Α.Δ 302).

  

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, όπου η υπόθεση εξαρτάται πλήρως ή ουσιαστικά από μαρτυρία αναγνώρισης, το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπόψη του τα εξής:

 

1.         Την ανάγκη ιδιαίτερης προσοχής πριν καταδικάσει βάσει της εν λόγω μαρτυρίας,

2.         Τον λόγο για τέτοια ανάγκη,

3.        Ένας μάρτυρας που σφάλλει στην αναγνώριση μπορεί να είναι πειστικός μάρτυρας και ένας αριθμός μαρτύρων μπορεί να σφάλλουν,

4.         Να εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις συνθήκες και περιστάσεις κάτω από τις οποίες έγινε κάθε αναγνώριση,

5.         Να υπενθυμίσει τον εαυτό του για συγκεκριμένες αδυναμίες στην μαρτυρία αναγνώρισης,

6.         Εκεί όπου είναι σχετικό, να υπενθυμίσει τον εαυτό του ότι λανθασμένη αναγνώριση μπορεί να γίνει ακόμα και από στενούς συγγενείς και φίλους,

7.        Να εντοπίσει την μαρτυρία που είναι ικανή να υποστηρίξει την αναγνώριση, και

8.        Να εντοπίσει την μαρτυρία που φαίνεται να υποστηρίζει την αναγνώριση αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει τέτοια ιδιότητα.

 

Θα πρέπει δε να γίνει διάκριση μεταξύ αναγνώρισης γνωστού προσώπου («recognition») και αναγνώρισης αγνώστου προσώπου («identification»). Στην πρώτη περίπτωση αυτή δεν τίθεται θέμα μη επίδειξης φωτογραφιών ή αναγνωριστικής παράταξης (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου κ.α. (2010) 2 Α.Α.Δ 94). Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, στη σελίδα 402 επ., στις περιπτώσεις αναγνώρισης γνωστού προσώπου (και ιδιαίτερα αν ο τελευταίος τον ξέρει καλά), η ποιότητα της αναγνώρισης κρίνεται πέραν των όποιων επιπρόσθετων κριτηρίων προσδιορίζονται στην Turnbull στην βάση του συνόλου της σχετικής μαρτυρίας, με ιδιαίτερη αναφορά στην χρονική διάρκεια της παρατήρησης, στην απόσταση από τον κατηγορούμενο και στην αναγνώριση της φωνής του (σε περίπτωση που υπήρξε στιχομυθία ή μονόλογος) αλλά και του ονόματος του στην σκηνή σε περίπτωση ασφαλώς που το όνομα αυτό αναφέρθηκε (Tofas ν The Republic (1961) C.L.R. 99).

 

Ως δε αναφέρεται για τέτοιες περιπτώσεις στην Turnbull:

 

«Recognition may be more reliable than identification of a stranger; but, even when the witness is purporting to recognise someone whom he knows, the jury should be reminded that mistakes in recognition of close relatives and friends are sometimes made». 

 

Έχοντας υπόψη μου τις πιο πάνω Νομολογιακές αρχές, θα προχωρήσω να εξετάσω τώρα τη μαρτυρία του ΜΚ2 με ιδιαίτερη έμφαση στο ουσιώδες μέρος, ήτοι την αναγνώριση του Κατηγορούμενου από τον μάρτυρα.

 

Εξετάζοντας καταρχήν την μαρτυρία του ΜΚ2, διαπίστωσα ότι κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο, τόσο δηλαδή κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του, ήταν σταθερός και κατηγορηματικός στις θέσεις του αναφορικά με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο ίδιος είχε εμπλοκή στο επίδικο περιστατικό, καθώς επίσης και για το τι επακολούθησε από την αναχώρηση του από το επίδικο σημείο μέχρι και την εισαγωγή του στο Νοσοκομείο συμπεριλαμβανομένου και της διαδικασίας αναγνώρισης που ακολούθησε δια μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο ΜΚ2 απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που του τέθηκαν από την Υπεράσπιση με αμεσότητα και χωρίς κανένα δισταγμό. Τόσο ο τρόπος που απαντούσε όσο και το περιεχόμενο των απαντήσεων που δόθηκαν κατά την αντεξέταση του, θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν αφήνουν κανένα απολύτως περιθώριο στο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι ο ΜΚ2 κατασκεύαζε τις απαντήσεις που έδινε και ότι γενικά δεν ήταν ειλικρινείς ως προς τις θέσεις που προέβαλε. Η ειλικρίνειά του ΜΚ2 μάλιστα διαπιστώνεται και μέσα από το γεγονός, ότι ο ίδιος ήταν ευθύς και κατηγορηματικός αναφορικά με την θέση του, ότι αφής στιγμής δεν κατάφερε να αναγνωρίσει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που τον είχε χτυπήσει πλην από τον Κατηγορούμενο με τον οποίο είχε έρθει σε επαφή από πολύ κοντινή απόσταση δεν το έπραξε, γιατί δεν μπορούσε να είναι απολύτως βέβαιος για το ποιος άλλος του είχε επιτεθεί.

 

Σε ότι αφορά την θέση της Υπεράσπισης ότι η μαρτυρία του ΜΚ2 εμπεριέχει σοβαρές αντιφάσεις οι οποίες και δημιουργούν ρήγματα στην αξιοπιστία του με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να πρέπει να την απορρίψει, θα πρέπει να αναφέρω πως έχω εξετάσει επιμελώς το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΚ2 και το έχω αντιπαραβάλει μάλιστα με το υπόλοιπο σύνολο της μαρτυρίας η οποία τέθηκε ενώπιον μου, και δεν διαπιστώνω να ισχύει οτιδήποτε τέτοιο. Τόσο οι θέσεις του ΜΚ2 ως προς τον λόγο της ανάμιξης του στο επίδικο περιστατικό όσο και για το πως αυτός εξελίχθηκε μέχρι και τον τραυματισμό του, παρέμειναν σταθερές και ακλόνητες και συνεπώς δεν έχουν δημιουργηθεί ρήγματα στην μαρτυρία του.

 

Ο ΜΚ2 παρέμεινε σταθερός στους βασικούς του ισχυρισμούς του χωρίς να διαφοροποιηθεί σε καμία εκ των περιπτώσεων από τον πυρήνα της βασικής του εκδοχής, ότι δηλαδή ο Κατηγορούμενος ήταν το πρόσωπο που τον είχε χτυπήσει όχι μόνο μια φορά, αλλά σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, δηλαδή την πρώτη φορά στον χώρο στάθμευσης και στην συνέχεια έξω από το νυχτερινό μαγαζί όπου η συγκεκριμένη σκηνή καταγράφηκε από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης. Ειδικότερα ο ΜΚ2 ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι « μόνον ένα αναγνώρισα που με χτύπησε πρόσωπο με πρόσωπο» δηλαδή τον Κατηγορούμενο ενώ δεν αρνήθηκε ότι είχε δεχτεί και χτυπήματα από άλλα πρόσωπα με «αρχηγό» βεβαίως τον τελευταίο. Σε σχέση με την θέση της Υπεράσπισης ότι στο ημερολόγιο ενεργείας ημερ. 29/12/19, Τεκμήριο 10, ο Κατηγορούμενος αναφέρει έναν εντελώς διαφορετικό ισχυρισμό από τα όσα υπέδειξε κατά την αντετεξέταση του σχετικά με το πότε είχε δεχτεί τα χτυπήματα από τον Κατηγορούμενο, επίσης  δεν μπορώ να συμφωνήσω. Ο ΜΚ2 ήταν επίσης κατηγορηματικός στην θέση του, ότι δεν είχε δεχτεί χτυπήματα μόνο μια φορά από τον Κατηγορούμενο και την παρέα του αλλά επανειλημμένα ανέφερε ότι χτυπήθηκε τόσο κατά την στιγμή που ο καυγάς είχε καταγραφεί από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης όσο και προηγουμένως.  

 

Γενικά ο ΜΚ2 κατά την μαρτυρία του ήταν ειλικρινής. Δεν διακατεχόταν από οποιουδήποτε είδους εμπάθεια εναντίον του Κατηγορούμενου και ούτε έχω διαπιστώσει σε καμία περίπτωση ότι προέβηκε στην συγκεκριμένη καταγγελία εκδικητικά ή έχοντας απώτερο σκοπό, ως η Υπεράσπιση επιχείρησε να υποδείξει ούτως ώστε να βρει εξιλαστήριο θύμα και να τον κατηγορήσει.  

 

Σημειώνεται ότι ως είναι παγίως νομολογημένο, δεν είναι κάθε αντίφαση που οδηγεί στην απόρριψη μαρτυρίας (βλ. Αγαθοκλέους κ.α. v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 316). Για να κριθεί μια μαρτυρία ως αναξιόπιστη θα πρέπει να δημιουργούνται ρήγματα στην υπόθεση και οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής σε σημείο που να πλήττεται καίρια η αξιοπιστία των μαρτύρων ή να φανερώνεται η διάθεσή τους να πουν ψέματα. Αντιφάσεις σε λεπτομέρειες δεν αποδυναμώνουν μία μαρτυρία, όπως και εν προκειμένω του ΜΚ2 υπό τις περιστάσεις μάλιστα που βίωσε την επίθεση εναντίον του, η οποία κατά τα άλλα είναι πειστική. Μικροαντιφάσεις και μικροανακρίβειες θα έλεγα σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, ενδυνάμωσαν την αξιοπιστία  του ΜΚ2 αφού τα όσα προβλήθηκαν από πλευράς του λέχθηκαν με φυσικότητα από τα όσα διατύπωσε στην μνήμη του και θυμόταν αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης (βλ. Ξυδιάς ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174).

 

Αναφορικά με την θέση της Υπεράσπισης ότι ο ΜΚ2 ήταν μεθυσμένος και γι’ αυτό δεν θυμόταν ποιος πραγματικά τον είχε χτυπήσει, θα πρέπει επίσης να υποδείξω ότι ο ΜΚ2 αντεξεταζόμενος έδωσε σαφείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις καταρρίπτοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό. Εξάλλου ο ισχυρισμός αυτός της Υπεράσπισης έχει παραμείνει σε επίπεδο απλών υποβολών. Ο ΜΚ2 ήταν κατηγορηματικός στην θέση του ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν  πλήρως νηφάλιος και επομένως αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο καθότι αυτός βρέθηκε σε πολύ κοντινή απόσταση από τον ίδιο όταν τον είχε χτυπήσει καθώς και ότι η αναγνώριση του έγινε μέσω της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης καθότι θυμόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και όχι το χρώμα των ρούχων που φορούσε.

 

Όπως ανωτέρω έχω υποδείξει, η όλη υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται στην αναγνώριση του Κατηγορουμένου από τον ΜΚ2 ως τον δράστης της επίθεσης. Συνακόλουθα τίθεται θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην υπόθεση Turnbull, εφόσον και η ορθότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης του Κατηγορούμενου από τον ΜΚ2 αμφισβητείται από την Υπεράσπιση.  Σε ότι άπτεται της αναγνώρισης του Κατηγορουμένου ως τον δράστη της επίθεσης το επίπεδο της μαρτυρίας του ΜΚ2 ήταν εξαιρετικό. Ο ΜΚ2 είδε τον Κατηγορούμενο και είχε οπτική επαφή μαζί του σε πολύ κοντινή απόσταση και πέραν της μιας φοράς αφού τα περιστατικά που είχαν εξελιχθεί κατά το επίδικο βράδυ δεν ήταν μόνο ένα. Επομένως υπήρχε κάποια χρονική διάρκεια ενώ ο φωτισμός ήταν ικανοποιητικός.  Σημειώνεται ότι εκ μέρους της Υπεράσπισης δεν ετέθηκε οποιαδήποτε θέση ότι δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός ή ότι το χρονικό διάστημα δεν ήταν επαρκές ούτως ώστε να ελλοχεύει η πιθανότητα εσφαλμένης αναγνώρισης. Αυτό που τέθηκε στον ΜΚ2 ήταν ουσιαστικά η θέση, ότι ήταν πολύ μεθυσμένος και επομένως είχε πρόβλημα να αντιληφθεί και ποιος τον είχε πραγματικά χτυπήσει με αποτέλεσμα να έχει υποπέσει σε λάθος, θέση την οποία δεν έχω αποδεχτεί για τους λόγους που εξήγησα.

 

Πέραν των πιο πάνω ο ΜΚ2 κατά το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την επίθεση που είχε δεχτεί και μέχρι και την ημερομηνία που αναγνώρισε τον Κατηγορούμενο ενώ βρισκόταν στο Νοσοκομείο υπό τις συνθήκες που ανέφερε κατά την μαρτυρία του ήταν σταθερός στις θέσεις του και η αξιοπιστία του δεν έχει κλονιστεί αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η διαδικασία αναγνώρισης. Σε ότι αφορά την θέση της Υπεράσπισης ότι η περιγραφή του Κατηγορούμενου που δόθηκε από τον ΜΚ2 αναφορικά με τα ρούχα που φορούσε, ήταν εντελώς διαφορετική από τα όσα ανέφερε στις γραπτές του καταθέσεις, κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω ότι το περιστατικό έλαβε χώρα μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα και ενόσω ο μάρτυρας βρισκόταν υπό το κράτος φόβου και αγωνίας, ενώ ο ΜΚ2 ήταν κατηγορηματικός στην θέση του ότι αναγνώρισε το πρόσωπο του Κατηγορούμενου καθότι βρισκόταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τον ίδιο. Πέραν τούτου βεβαίως δεν έχω εντοπίσει και ως προς το σημείο αυτό οποιαδήποτε ουσιαστική διαφοροποίηση στην θέση του ΜΚ2, αφού τόσο μέσα από τις καταθέσεις του όσο και κατά την αντεξέταση του ήταν κατηγορηματικός στην θέση του, ότι ο Κατηγορούμενος φορούσε σκούρου χρώματος ρούχα ενώ παράλληλα υπέδειξε και ότι είχε ύψος περί το 1,70 και μεγάλα αυτιά. Το αν το πάνω μέρος των ρούχων του Κατηγορούμενου αποτελείτο από μαύρο σακάκι ή μαύρη μπλούζα δεν θεωρώ ότι αποτελεί σημείο το οποίο μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην αξιοπιστία του ΜΚ2.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω με σύνεση και βεβαιότητα και αφού έχω προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό μου για τον κίνδυνο να βασιστώ σε μια τέτοια αναγνωριστική μαρτυρία, ότι, η ποιότητα της μαρτυρίας του ΜΚ2 ως προς την αναγνώριση του Κατηγορουμένου ήταν εξαιρετική σε βαθμό που το Δικαστήριο να αισθάνεται ασφαλές να στηριχθεί σε αυτήν και χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης υποστηρικτικής μαρτυρίας που εν πάση περιπτώση εν προκειμένω υπάρχει, και εννοώ, το Τεκμήριο 5 το οποίο απεικονίζει μια εκ των σκηνών κατά τις οποίες ο ΜΚ2 δέχτηκε χτύπημα από τον Κατηγορούμενο ο οποίος απεικονίζεται στο περιεχόμενο του εν λόγω Τεκμηρίου. Τονίζεται ότι το Δικαστήριο έχει εξετάσει την μαρτυρία του ΜΚ2 με ιδιαίτερη προσοχή και με επίγνωση των εγγενών κινδύνων που ελλοχεύουν σε τέτοια θέματα. Η μαρτυρία του ΜΚ2 έχει γίνει αποδεκτή στο σύνολο της καθότι έχω πεισθεί ότι ο ΜΚ2 είδε και αναγνώρισε τόσο μέσα από την πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης όσο και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία τον Κατηγορούμενο ως τον δράστη της επίθεσης που δέχτηκε με τέτοια  βεβαιότητα και σε βαθμό που να αποκλείεται οποιοδήποτε ενδεχόμενο λάθους. Eξάλλου όπως υπέδειξα ο ισχυρισμός του ΜΚ2 περί της εμπλοκής του Κατηγορουμένου στο εν λόγω περιστατικό υποστηρίζεται και από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5. Σε ότι αφορά την θέση του ΜΚ2 ότι δέχτηκε αλλεπάλληλα χτυπήματα από πολλά πρόσωπα εκτός από τον Κατηγορούμενο σε όλο του το σώμα, επίσης θα πρέπει να υποδείξω ότι η μαρτυρία του ως προς το σημείο αυτό υποστηρίζεται και από το ιατρικό πιστοποιητικό, Τεκμήριο 11, το οποίο αποτελεί παραδεκτό γεγονός, σύμφωνα με το οποίο, ο ΜΚ2 έφερε πέραν από τα τραύματα στην γνάθο του και πολλαπλές εκδορές στην πλάτη καθώς και μώλωπες στο στήθος του.

 

Συνακόλουθα ο ΜΚ2 κρίνεται αξιόπιστος και η μαρτυρία του γίνεται αποδεκτή προβαίνοντας και στα ανάλογα ευρήματα τα οποία δεν θεωρώ σκόπιμο να τύχουν επανάληψης.

 

Η μαρτυρία του ΜΚ1 ήταν τυπικής φύσεως, εφόσον αυτή περιορίστηκε στις ενέργειες στις οποίες προέβηκε κατά την διερεύνηση της υπόθεσης και στην κατάθεση των τεκμηρίων ενώπιον του Δικαστηρίου. Σημειώνεται δε, ότι η μαρτυρία του ΜΚ1 δεν αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση. Έχοντας κατά νου το πλαίσιο της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα και της μη αμφισβήτησης των ενεργειών στις οποίες προέβηκε αποδέχομαι το σύνολο της μαρτυρίας του και προβαίνω επίσης στα ανάλογα ευρήματα.

 

Από την άλλη ο Κατηγορούμενος δεν άφησε καθόλου θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Είμαι πεπεισμένος ότι ο Κατηγορούμενος έχει προβάλλει ενόρκως την δική του εκδοχή υστερόβουλα και με κίνητρο να αποφύγει τις τυχόν συνέπειες των πράξεων του. Ο Κατηγορούμενος κατά την μαρτυρία του δεν ήταν πειστικός και αυτό προκύπτει μέσα από το γεγονός ότι ενώ επιχείρησε να υποδείξει ότι ουδεμία σύνδεση ή συμμετοχή είχε με το επίδικο περιστατικό από την άλλη ο βασικός αυτός ισχυρισμός του αναιρείται μέσα από το ίδιο το περιεχόμενο του Τεκμήριου 5. Σύμφωνα λοιπόν με το περιεχόμενο του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης που κατατέθηκε και προβλήθηκε στο Δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία, αφής στιγμής  είχα την ευκαιρία τόσο κατά την ακρόασης της υπόθεσης όσο και κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι και σήμερα να παρακολουθήσω με μεγάλη προσοχή τα όσα απεικονίζονται στο εν λόγω βίντεο, διαπιστώνων  ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πιο συγκεκριμένα μέσα από περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5, διαπιστώνεται ότι πράγματι ο Κατηγορούμενος φορώντας σκούρου χρώματος ρούχα, ως άλλωστε ο ΜΚ2 υπέδειξε κατά την μαρτυρία του, συμμετέχει ενεργά στον καυγά που εξελίχθηκε μπροστά από την είσοδο του  του συγκεκριμένου νυχτερινού μαγαζιού ενώ η θέση του ότι κοιτούσε τον καυγά από απόσταση χωρίς καν να έχει την παραμικρή εμπλοκή, καταρρίπτεται παταγωδώς με αποτέλεσμα να επιβεβαιώνονται και οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τον ΜΚ2, και ως εκ τούτου να δημιουργούνται αναπόφευκτα ρήγματα στην μαρτυρία του πλήττοντάς έτσι καίρια την αξιοπιστία του. Η δε θέση του Κατηγορούμενου ότι ο ίδιος φορούσε κατά τον επίδικο χρόνο άσπρο πουκάμισο και όχι μαύρη μπλούζα επίσης καταρρίπτεται μέσα από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 5 αφού ξεκάθαρα προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος φορούσε από την μέση και πάνω σκούρου χρώματος ρούχα, καθώς επίσης σκούρου χρώματος παντελόνι και άσπρα παπούτσια.

 

Υπό το φως της πιο πάνω αξιολόγησης προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος προέβαλε αυτόν τον βασικό του ισχυρισμό υστερόβουλα και με σκοπό να αποκρύψει την πραγματική αλήθεια.  Η εκδοχή του Κατηγορούμενου δεν ήταν πειστική και απορρίπτεται από το Δικαστήριο. Συνακόλουθα ο Κατηγορούμενος κρίνεται αναξιόπιστος.

 

Σε ότι αφορά τις καταθέσεις του Κατηγορούμενου, Τεκμήρια 2 και 9, σημειώνονται τα ακόλουθα.  Σύμφωνα με το Αγγλικό σύγγραμμα The Modern Law of Evidence, Adrian Keane, 7h έκδοση, σελίδες 177-179    δηλώσεις οι οποίες γίνονται από τον κατηγορούμενο προς την Αστυνομία (statements made on accusation) και οι οποίες συνιστούν παραδοχή (admission) είναι αποδεκτές ως προς την αλήθεια του περιεχομένου τους νοουμένου ότι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις της αποδεκτότητας.  Όσον αφορά στην Κυπριακή Νομολογία ενδεικτική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Καΐμης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 662 όπου αναφέρθηκε ότι όταν η κατάθεση ή δήλωση του κατηγορούμενου στην Αστυνομία είναι αυτοενοχοποιητική μπορεί να γίνει αποδεκτή για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της. 

 

Όταν η κατάθεση ή δήλωση προς την Αστυνομία είναι μικτή (mixed) υπό την έννοια ότι περιέχει ουσιωδώς ενοχοποιητικά και αθωωτικά στοιχεία αυτή είναι εξ’ ολοκλήρου αποδεκτή ως προς την αλήθεια του περιεχομένου της (Βλ. R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, R v. Hamand (1985) 82 Cr App R. 65, R v. Sharp (1988) 1 All E R 65).  Σε μια τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο είναι επιφορτισμένο με το καθήκον να εξετάσει την κατάθεση στην ολότητά της για να ανεύρει πού βρίσκεται η αλήθεια.  Στην υπόθεση R v. Duncan (1981) 73 Cr App R. 359, που πιο πάνω μνημονεύεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι τα αθωωτικά στοιχεία της κατάθεσης που ο κατηγορούμενος είχε δώσει στην Αστυνομία δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά για τον λόγο ότι ήταν αυτοεξυπηρετικά.  Το Εφετείο αποφάσισε ότι η κατάθεση έπρεπε να γίνει αποδεκτή στο σύνολό της τονίζοντας ότι σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να αξιολογούνται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα υπόλοιπα στοιχεία ιδιαίτερα όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει προσφέρει μαρτυρία.    

 

Στην υπόθεση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109 λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

 

«Εκείνο το οποίο διασαφήνισε η υπόθεση Duncan είναι ότι κάθε μέρος της κατάθεσης του κατηγορουμένου που γίνεται δεκτό αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται και όχι μόνο το μέρος εκείνο που συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος. Η προηγούμενη νομολογία στο θέμα αυτό ήταν ασαφής ή αντιφατική ως προς την αποδεικτική αξία των δηλώσεων που γίνονται στην κατάθεση του κατηγορουμένου που δεν συνιστούν παραδοχή*

 

Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule). Αυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence). Στην υπόθεση Duncan αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη. Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης. Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να απο-

 

McGregor [1967] Cr. App. R. 338, (1968)1 Q.B. 371 applied. Sparrow [1973] 57 Cr. App. R. 352; (1973)1 W.L.R. 488; Donaldson and Others [1973] 64 Cr. App. R. 59 and Pearce [1979] 69 Cr. App. R. 365 considered.

 

δώσει μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις. Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης».

 

Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει με την προσέγγιση που θα πρέπει το Δικαστήριο να υιοθετεί αναφορικά με γραπτές καταθέσεις κατηγορούμενου υπό το φως πλέον της τροποποίησης που επέφερε στον Περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, ο Τροποποιητικός Νόμος 32(Ι)/2004.  Μετά την πιο πάνω τροποποίηση καμία μαρτυρία δεν αποκλείεται σε οποιαδήποτε διαδικασία για τον λόγο και μόνο ότι είναι εξ’ ακοής (Βλ. άρθρο 24 του Κεφ. 9).  Επαφίεται δε στο Δικαστήριο να προσδώσει τέτοια βαρύτητα στην μαρτυρία αυτή ως ήθελε κρίνει σκόπιμο αφού λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική της αξία (Βλ. άρθρο 27 του Κεφ. 9).     

 

Στις ανακριτικές του καταθέσεις ο Κατηγορούμενος προβαίνει μόνο σε απαλλακτικές δηλώσεις ενοχής ενώ δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε ενοχοποιητική δήλωση η οποία να μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο αυτή να γίνει αποδεκτή υπό το φως των πιο πάνω νομικών αρχών.  Επομένως το περιεχόμενο των γραπτών του καταθέσεων δεν είναι αποδεκτό αφής στιγμής δεν υποστηρίζεται και από οποιαδήποτε αποδεκτή άλλη μαρτυρία ενόψει του ότι η εκδοχή  που προβλήθηκε από τον Κατηγορούμενο ενόρκως έχει απορριφθεί ως αναξιόπιστη.        

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Το άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί τα ακόλουθα :

 

«Όποιος προκαλεί παράνομα βαριά σωματική βλάβη σε άλλο είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά χρόνων ή σε χρηματική ποινή ή και στις δύο αυτές ποινές». 

 

  Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι:

  1. η παράνομη ενέργεια
  2. η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης ως αποτέλεσμα της παράνομης ενέργειας.

 

Η λέξη «παράνομα» αποδίδει πράξη η οποία γίνεται χωρίς έρεισμα στο Νόμο.  Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει νόμιμη δικαιολογία για την τέλεση της όπως π.χ. αυτοάμυνα ή προστασία τρίτων προσώπων και περιουσίας (Βλ. Archbold Criminal Evidence & Practice, 2001, παρ. 19 – 210).

 

Το συγκεκριμένο αδίκημα δεν έχει ως συστατικό στοιχείο την ειδική πρόθεση πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης, όπως στο άρθρο 228(α) του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο ποινικοποιεί την πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης η οποία γίνεται με σκοπό ακριβώς την πρόκληση μιας τέτοιας βλάβης.  Είναι αρκετό ο κατηγορούμενος να διενήργησε συνειδητά την παράνομη πράξη που επέφερε την βλάβη.  Συναφώς το αδίκημα συντελείται αν η πρόκληση της βλάβης μπορούσε λογικά να προβλεφθεί από τον κατηγορούμενο (Βλ. Blackstone’s Criminal Practice 2003, σελ. 177).  Συνεπώς ό,τι πρέπει να αποδειχθεί είναι ότι ο κατηγορούμενος παράνομα και θεληματικά με κάποιας μορφής επίθεση προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη, έστω και αν δεν είχε ειδική πρόθεση να προκαλέσει τέτοια βλάβη.  Αρκεί ακόμα και η αδιαφορία για τις συνέπειες της πράξης του που έχουν ως αποτέλεσμα να προκληθεί βαριά σωματική βλάβη.

 

Συστατικό στοιχείο του συγκεκριμένου αδικήματος, ως προσδιορίζεται από το άρθρο 231 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, οριοθετούμενο κατά περίπτωση από τις λεπτομέρειες του αποδιδόμενου αδικήματος είναι η πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης (Βλ. Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342).  Ο όρος «βαριά σωματική βλάβη» ερμηνεύεται στο άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.  Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο

 

«βαριά σωματική βλάβη» σημαίνει σωματική βλάβη που ισοδυναμεί με ακρωτηριασμό ή επικίνδυνη σωματική βλάβη ή που επιφέρει ή που πρόκειται να επιφέρει σοβαρή ή μόνιμη βλάβη στην υγεία ή την άνεση ή που εκτείνεται μέχρι τη μόνιμη παραμόρφωση ή τη νόμιμη ή σοβαρή βλάβη εξωτερικού ή εσωτερικού σωματικού οργάνου, μεμβράνης ή αίσθησης»

 

Στο σύγγραμμα Archbold, Criminal Pleading Evidence and Practice, έκδοση 2015, παράγραφος 19-258, σελ. 2082 αφού καταγράφεται ότι ως βαριά σωματική βλάβη χαρακτηρίζεται η πραγματικά σοβαρή σωματική βλάβη υποδεικνύεται ότι είναι ανεπιθύμητο να επιχειρηθεί οποιοσδήποτε άλλος ορισμός της.  Αρκεί η βλάβη να είναι βαριάς μορφής και να συνιστά όντως σοβαρή βλάβη στην υγεία του θύματος.  Επίσης, δεν είναι απαραίτητο η βλάβη να είναι μόνιμη ή επικίνδυνη (Βλ. D.P.P. v. Smith (1960) 44 Cr. App. R. 261, Αχτάρ v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 397 και το Αγγλικό σύγγραμμα Smith and Hogan «Criminal Law», 10η έκδοση, σελ. 439).  Ούτε και είναι προϋπόθεση το θύμα να χρειάζεται θεραπεία ή η βλάβη να έχει μακροχρόνιες συνέπειες.  Το κριτήριο είναι η επίδραση που έχει η βλάβη στο θύμα.  Εντός της έννοιας της βαριάς σωματικής βλάβης εμπίπτει και η ψυχιατρική βλάβη, όχι, όμως, η ψυχολογική βλάβη.  Το ζήτημα τίθεται ως εξής:

 

«¨Grievous bodily harm¨ should be given its ordinary and natural meaning of really serious bodily harm, and it is undersirable to attempt any further definition of it: DPP v. Smith (1961) A.C. 290, HL; R. v. Cunningham (1982) A.C. 566, HL; R. v. Brown (A.) (1994) 1 A.C. 212, HL; R. v. Brown and Stratton (1998) Crim L.R. 485, CA. It is not necessary that the harm should be either permanent or dangerous: R. v. Ashman (1858) 1 F. & F. 88. Nor is it a precondition that the victim should require treatment or that the harm would have lasting consequences; in assessing whether particular harm was “grievous”, account had to be taken of the effect on, and includes psychiatric injury: R. v. Ireland; R. v. Bustow (1998) A.C. 147, HL; but not psychological injury; R. v. Dhaliwal (2006) 2 Cr.App. R. 24,CA».  

 

Στην απόφαση Αχτάρ v. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 397, που πιο πάνω μνημονεύεται, υποδεικνύεται στην σελίδα 421 ότι στην έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης αποδίδεται η συνήθης γραμματική της έννοια.  

 

Στην Evripides Christou ν. The Police (1972) 2 CLR 38 αποφασίστηκε πως το κάταγμα παγίδας το οποίο ήταν επώδυνο και ανάγκασε το θύμα να παραμείνει στο Νοσοκομείο για δύο ημέρες ήταν σοβαρός τραυματισμός της άνεσης του θύματος και, συνεπώς, βαριά σωματική βλάβη εν τη εννοία του άρθρου 4.  Στην υπόθεση Patatinis v. Police (1985) 2 CLR 110 ο κατηγορούμενος όρμισε προς το θύμα και το γρονθοκόπησε στο μέτωπο με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να σπάσει κόκαλο του αριστερού χεριού το οποίο έπρεπε να τοποθετηθεί σε γύψο.  Κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ορθά ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε για το αδίκημα του άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα παρά το γεγονός ως και το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το σπάσιμο δεν προκλήθηκε από κτύπημα προορισμένο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της πτώσης του θύματος μετά την γροθιά.  Υπό το φως των δοσμένων περιστάσεων κρίθηκε ότι ο δράστης ήθελε την απλή σωματική βλάβη, πλην όμως, αδιαφόρησε για τα παραπέρα αποτελέσματα της πράξης του.  Στην υπόθεση Γεώργιος Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 463 το κάταγμα ρινικών οστών, μεταξύ άλλων κακώσεων, κρίθηκε ότι συνιστά βαριά σωματική βλάβη (Βλ., επίσης, Αεροπόρος ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 275).

 

Στρεφόμενος στα περιστατικά που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση διαπιστώνω ότι η ενέργεια του Κατηγορούμενου να χτυπήσει τον ΜΚ2 σε δύο μάλιστα περιπτώσεις δεν βρίσκει έρεισμα στον νόμο υπό την έννοια ότι καμία νόμιμη δικαιολογία δεν υπήρχε για την τέλεσή της. Επομένως, ήταν μια παράνομη ενέργεια.  Επίσης, ο Κατηγορούμενος, προδήλως, γνώριζε ότι μια τέτοια πράξη ενείχε σοβαρό κίνδυνο για την σωματική ακεραιότητα του ΜΚ2.  Το μέγεθος της προκληθείσας βλάβης που υπέστη ο ΜΚ2 όπως αυτό καταμαρτυρείται μέσα από τα ιατρικά πιστοποιητικά που έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο και δεν έχουν αμφισβητηθεί είναι ενδεικτικά του μεγέθους που χαρακτηρίζει την επίθεση που δέχτηκε από τον Κατηγορούμενο. Πάντως, ενώπιον μου δεν τέθηκε οτιδήποτε που να συνηγορεί με το αντίθετο.  Αν μη τι άλλο όφειλε ο Κατηγορούμενος να προβλέψει ότι από την πράξη του αυτή τίθετο σε κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του ΜΚ2.  Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος διενήργησε την παράνομη πράξη και επιτέθηκε στον ΜΚ2 επιφέροντας του βλάβη συνειδητά και θεληματικά.  Είναι δε αδιάφορο σύμφωνα με την Νομολογία αν δεν είχε ειδική πρόθεση να προκαλέσει την βλάβη που εν τέλει προκάλεσε.  

 

Το κάταγμα της κάτω γνάθου αριστερά που είχε προκληθεί από τον Κατηγορούμενο στον ΜΚ2 λόγω των χτυπημάτων που είχε δεχτεί από τον πρώτο στο κεφάλι και ειδικότερα στο συγκεκριμένο σημείο, είχε ως αποτέλεσμα ο ΜΚ2 να υποβληθεί σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις και επομένως συνιστά χωρίς καμιά αμφιβολία βαριά σωματική βλάβη όπως ο όρος αυτός έχει αναλυθεί από την Νομολογία.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η Κατηγορούσα Αρχή πέτυχε και απέδειξε την 2η κατηγορία που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Συνακόλουθα ο Κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος στην 2η κατηγορία.         

 

Το άρθρο 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε, προνοεί ως ακολούθως:

 

«Όποιος διαπράττει επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων».

 

Επίθεση (assault) αποτελεί οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με πρόθεση να προκαλέσει ή με αδιαφορία (recklessly) αν θα προκαλέσει και που προκαλεί σε ένα άλλο πρόσωπο τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία εναντίον του (Βλ. R v. Venna (1975) 3 All E R 788).  Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έννοια της πραγματικής χρήσης παράνομης βίας σε κάποιο πρόσωπο (battery) χωρίς την συναίνεσή του (consent) και χωρίς νόμιμη δικαιολογία (lawful excuse) με πρόθεση ή απερίσκεπτα.  Η βία περιλαμβάνει ακόμα και το άγγιγμα όσο ανεπαίσθητο αυτό και αν είναι νοουμένου ότι γίνεται παράνομα (Βλ. Collins v. Wilcock (1984) 3 All E R 374).  Η επίθεση συντελείται όταν κάποιος αγγίζεται με πρόθεση χωρίς την συγκατάθεσή του και χωρίς νόμιμη δικαιολογία.  Η βία που ασκείται δεν είναι απαραίτητο να είναι εχθρική (hostile) ή αναιδής (rude) ή βάναυση (aggressive) (Βλ. Faulkner v. Talbot (1981) 3 All E R 468 και Wilson v. Pringle (1987) QB 203).          

 

Η ένοχη διάνοια (mens rea) που πρέπει να υπάρχει για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα είναι, στην μεν περίπτωση του assault, πρόθεση (intention) από μέρους του κατηγορούμενου να προκαλέσει σε κάποιον τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία στο πρόσωπό του ή απερισκεψία (recklessness) ως προς το κατά πόσο θα προκληθεί μια τέτοια αντίληψη στο μυαλό κάποιου, στην δε περίπτωση του battery, πρόθεση (intention) από μέρους του κατηγορούμενου να ασκήσει βία σε κάποιο ή απερισκεψία (recklessness) ως προς το κατά πόσο τέτοια βία θα ασκηθεί.  Η απερισκεψία που απαιτείται για την στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος είναι τύπου Cunningham, δηλαδή, ο κατηγορούμενος πρέπει να προβλέψει τον κίνδυνο ότι θα προκαλέσει σε κάποιον τον φόβο ότι θα ασκηθεί άμεση και παράνομη βία στο πρόσωπό του ή τον κίνδυνο ότι μια τέτοια βία θα ασκηθεί αναλόγως της περίπτωσης (Βλ. Spratt (1991) 2 All E R 210 και Parmenter  (1991) 2 All E R 225).          

 

Στην υπόθεση Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574 λέχθηκε ότι ο Νόμος δεν συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση χρήσης βίας.  Απαγορεύει την χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα, παρανόμως (unlawfully).  Με αυτή την έννοια η διάπραξη του αδικήματος συντελείται όχι μόνο εκεί που υπάρχει πρόθεση χρήσης βίας αλλά και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος ενεργεί με απερισκεψία.   

 

Αφ’ ης στιγμής στοιχειοθετείται η επίθεση απομένει μόνο να αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή ότι η επίθεση προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, το οποίο είναι ζήτημα αιτιώδους συνάφειας και δεν απαιτείται η απόδειξη περαιτέρω ένοχης διάνοιας ή παράλειψης (Βλ. R. v. Roberts (1971) 56 Cr App Rep 95 και το σύγγραμμα Smith & Hogan, Criminal Law, 8η έκδοση, σελίδα 437).           

 

Πραγματική σωματική βλάβη περιλαμβάνει οποιοδήποτε τραύμα εξωτερικό ή εσωτερικό που επέρχεται ως αποτέλεσμα της επίθεσης.  Στην υπόθεση Georghiades v. Police (1985) 2 CLR επιφανειακή εκδορά στο πρόσωπο με ερέθισμα θεωρήθηκε αρκετή για σκοπούς του άρθρου 243 του Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε (Βλ., επίσης, R v. Miller (1954) 2 All E R 529, 534 και Αστυνομία ν. Ιωάννου (1989) 2 ΑΑΔ 61).  Δεν χρειάζεται το τραύμα να είναι ιδιαίτερα σοβαρό (really serious) (Βλ. το σύγγραμμα Smith & Hogan, Criminal Law, 8η έκδοση, σελίδα 437) ή μόνιμου χαρακτήρα.  

 

Σύμφωνα με την μαρτυρία που έχω αποδεχθεί και συνακόλουθα τα ευρήματα μου, τα τραύματα που ο ΜΚ2 έφερε στο σώμα του και πιο συγκεκριμένα στην πλάτη και στο στήθος του εμπίπτουν χωρίς καμία αμφιβολία εντός της έννοιας της πραγματικής σωματικής βλάβης ως ανωτέρω υποδείχθηκε. Ο ΜΚ2 βεβαίως κατά την μαρτυρία του δεν μπορούσε να καθορίσει ποιος από τα πρόσωπα που του είχαν επιτεθεί του είχαν προκαλέσει τους εν λόγω τραυματισμούς εκτός από το χτύπημα που είχε δεχθεί στο κεφάλι από το οποίο του προκλήθηκε από την επίθεση του Κατηγορούμενου με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στην γνάθο του.

 

Αφής στιγμής λοιπόν δεν έχει καταδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι ο Κατηγορούμενος είχε χτυπήσει τον ΜΚ2 στο σώμα του, καταλήγω στο ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την 3η κατηγορία εναντίον του.

 

Συνακόλουθα, ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στην 3η κατηγορία που αντιμετωπίζει.                                                             

 

 

Πιστό Αντίγραφο                                                                                                                                                         

                                                                       (Υπ.)  ……………………………

                                                                                     Σ. Συμεού, Ε. Δ.                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                        

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο