
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 4192/2021
SECURITY ABSOLUTE SERVICES (SE.A.S.) LTD
v.
1. Armstrong Private Security LTD
2. A. T. A.
3. K. P. P.
Κατηγορούμενοι
Ημερομηνία: 14/03/2025
Για την Παραπονούμενη: κος Ε. Πίτρος
Για τους Κατηγορούμενους: κος Μ. Σιαηλής μαζί με κα Α. Φασαρία
Κατηγορούμενοι 2 και 3 παρόντες
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. Εισαγωγή
Οι Κατηγορούμενοι, μετά από ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου στο στάδιο του εκ πρώτης όψεως, κλήθηκαν σε απολογία μόνο στην δεύτερη κατηγορία που αντιμετωπίζουν, οι λεπτομέρειες της οποίας τροποποιήθηκαν από το Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 83 του Κεφ. 155. Συγκεκριμένα οι Κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι κατά ή περί τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2020 στην Πάφο, έλαβαν γνώση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πελατών της Παραπονούμενης, τα επεξεργάστηκαν και τα εκμεταλλεύτηκαν, για επικερδείς σκοπούς κατά παράβαση του άρθρου 33(1)(ια) του Ν. 125(Ι)/2018.
H πρώτη κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι Κατηγορούμενοι απορρίφθηκε μετά από ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου στο εκ πρώτης όψεως στάδιο.
Η Παραπονούμενη Εταιρεία προς απόδειξη των κατηγοριών παρουσίασε 3 μάρτυρες. Τον διευθυντή της Παραπονούμενης, κ. J. E. Greenwood (Μ.Κ.1), τον κ. R. Shove (Μ.Κ.2) και τον κ. Α. Γεωργίου (Μ.Κ.3). Οι Κατηγορούμενοι μετά που κρίθηκαν εκ πρώτης όψεως ένοχοι στην δεύτερη κατηγορία και κλήθηκαν σε απολογία, επέλεξαν να καταθέσουν ενόρκως.
Οι αγορεύσεις του συνηγόρου της Παραπονούμενης και του συνηγόρου των Κατηγορούμενων έχουν μελετηθεί και τις έχω κατά νου. Δεν θεωρώ σκόπιμη την παράθεση τους. Αναφορά στο περιεχόμενο τους θα γίνει εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο.
Β. Μαρτυρία
Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του. Δεν θα προβώ σε εκτενή και λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας, αλλά θα περιοριστώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (βλ. Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 35).
Μ.Κ.1
Ο Μ.Κ.1, διευθυντής της Παραπονούμενης, υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή δήλωση του (Έγγραφα Α1 και Α2), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σε αυτήν αναφέρει, μεταξύ άλλων, την φύση των υπηρεσιών που προσφέρει η Παραπονούμενη εταιρεία, ήτοι την εγκατάσταση και επίβλεψη κλειστών κυκλωμάτων ασφάλειας και συστήματα συναγερμού. Στις 23/01/2020 ο σύζυγος πελάτιδας της Παραπονούμενης Εταιρείας, κος D. Prytulak, τον ενημέρωσε ότι μια γυναίκα, η οποία συστήθηκε στην σύζυγο του ως κα Lyndsey, τηλεφώνησε στην σύζυγο του ενημερώνοντας την ότι η Κατηγορούμενη 1 θα της προσέφερε πιο φθηνές και καλύτερες υπηρεσίες από την Παραπονούμενη. Η πελάτιδα της Παραπονούμενης αναστατώθηκε και θύμωσε γιατί παραβιάστηκαν τα προσωπικά της δεδομένα και ο αριθμός τηλεφώνου της, ο οποίος δεν ήταν καταχωρημένος σε κάποια δημόσια αρχή. Ο Μ.Κ.1 κατέθεσε ημερολόγιο ενεργείας της Αστυνομίας Κύπρου σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία της Αστυφύλακα 1055 με την κα Prytulak (Τεκμήριο 1). Η κα Prytulak ανέφερε στην Αστυφύλακα αρ. 1055 ότι δεν ενοχλήθηκε από το εν λόγω τηλεφώνημα, δεν είχε κανένα παράπονο, και ο λόγος που ενημέρωσε τον διευθυντή της Παραπονούμενης εταιρείας ήταν απλά για να τον ενημερώσει ότι την προσέγγισε άλλη ανταγωνιστική εταιρεία.
Όπως ανέφερε ο Μ.Κ.1, η κα Prytulak ζήτησε από την Παραπονούμενη να διερευνήσει τον τρόπο που η Κατηγορούμενη 1 είχε ενημερωθεί για τον προσωπικό αριθμό τηλεφώνου της, καθιστώντας υπεύθυνη την Παραπονούμενη ότι διέρρευσε τα προσωπικά της δεδομένα. Στις 27/01/2010 η Παραπονούμενη απέστειλε επιστολή στους Κατηγορούμενους 1 και 2 (Τεκμήριο 2) ρωτώντας τους για τον τρόπο με τον οποίον ενημερώθηκαν για τον αριθμό τηλεφώνου της πελάτιδας τους. Την επόμενη ημέρα, ο Κατηγορούμενος 2 εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, παρέδωσε στην Παραπονούμενη επιστολή (Τεκμήριο 3) ενημερώνοντας την ότι σε καμία περίπτωση δεν είχαν πρόθεση να στοχεύσουν τους πελάτες της Παραπονούμενης και ότι δεν είχαν στην κατοχή τους οποιαδήποτε στοιχεία των πελατών της Παραπονούμενης. Περαιτέρω την ενημέρωσαν ότι είχαν αποκτήσει από μια εταιρεία, η οποία είχε υποκαταστήματα στις Φιλιππίνες και στην Αγγλία, μια λίστα με 130,000 αριθμούς τηλεφώνων. Μέσω της εν λόγω επιστολής οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 ενημέρωναν την Παραπονούμενη εταιρεία ότι επικοινώνησαν με την εν λόγω εταιρεία, όπου τους ενημέρωσε ότι οι πληροφορίες που κατείχαν προέρχονταν από διάφορες πηγές ανά το παγκόσμιο, οι οποίες πληροφορίες προέρχονταν από έρευνες οι οποίες διεξάχθηκαν στο παρελθόν. Περαιτέρω τους διαβεβαιώσαν ότι τα στοιχεία της εν λόγω πελάτιδας της Παραπονούμενης έχουν διαγραφεί από τα συστήματα τους και ότι δεν θα επικοινωνήσουν ξανά μαζί της.
Μετά από 3 εβδομάδες, άλλος πελάτης της Παραπονούμενης, ο κος V. Paulo, επικοινώνησε με την Παραπονούμενη και ανέφερε τα ίδια που ανέφερε η κα Prytulak, και συγκεκριμένα ότι η κα Lyndsey επικοινώνησε μαζί του. Στις 20/02/2020 άλλος πελάτης της Παραπονούμενης, ο κος Sheldon, ανέφερε στην Παραπονούμενη ότι έλαβε τηλεφώνημα στον προσωπικό του αριθμό από την κα Lyndsey, η οποία εκπροσωπούσε την Κατηγορούμενη 1, ενημερώνοντας τον ότι θα του προσέφεραν καλύτερη εξυπηρέτηση και τιμές από ότι η Παραπονούμενη. Τον ενημέρωσε επίσης ότι πολλοί πελάτες της Παραπονούμενης συνεργάζονταν πλέον με την Κατηγορούμενη 1 λόγω της ποιότητας των υπηρεσιών που παρείχε η Παραπονούμενη. Και οι 2 κύριοι ήταν ιδιαίτερα αναστατωμένοι γιατί η Κατηγορούμενη 1 είχε στην κατοχή της τους αριθμούς τηλεφώνου τους και χρησιμοποίησε αυτούς.
Ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι ο ίδιος δεν είχε κοινοποιήσει τα προσωπικά δεδομένα των πελάτων της Παραπονούμενης, και ως εκ τούτου είχε «έντονο παράπονο» από τους Κατηγορούμενους 1 και 2, αφού χωρίς δικαίωμα είχαν επέμβει είτε άμεσα είτε έμμεσα στο σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκμεταλλεύοντας και μεταδίδοντας τα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα για επικερδείς σκοπούς των Κατηγορούμενων.
Είναι η θέση του Μ.Κ.1 ότι η Κατηγορούμενη 1 ψεύδεται σχετικά με τον τρόπο που απέκτησε την βάση δεδομένων των πελατών της Παραπονούμενης. Όπως αναφέρει στο Έγγραφο Α1 είναι «σίγουρος ότι έλαβε την λίστα με τους πελάτες της Παραπονούμενης από έναν πρώην υπάλληλο μου τον κ. Davis Burrows». Όπως εξήγησε ο κος Borrows δούλευε για τον ίδιο και τον πρώην συνέταιρο του κ. T. Ling, στην εταιρεία τους AΚME Securitas Cyprus Ltd, η οποία προσέφερε υπηρεσίες ασφάλειας, από την οποία αποχώρησε ο Μ.Κ.1 το 2014 για να ιδρύσει την Παραπονούμενη εταιρεία. Ο κος Borrows μέχρι τις 19/03/2015 εργαζόταν στην AΚME Securitas Cyprus Ltd (Τεκμήριο 4) και περί τα τέλη του 2019 μέχρι και σήμερα εργάζεται στην Κατηγορούμενη 1.
Ο Μ.Κ.1 κατέθεσε την έκθεση του Αστυφύλακα αρ. 3703, κ. Μάριου Παπαιωακείμ, από το Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων στην οποία αναγράφεται η έρευνα που έγινε στις 16/07/2020 στα γραφεία της Κατηγορούμενης 1, η οποία έρευνα έγινε δυνάμει δικαστικού εντάλματος, κατά την οποία δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε συγκεντρωτικό αρχείο Excel ή άλλου τύπου, με όλους τους πελάτες της Παραπονούμενης (Τεκμήριο 6). Είναι η θέση του Μ.Κ.1 ότι ο λόγος που δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε αρχεία κατά την έρευνα της Αστυνομίας ήταν γιατί οι Κατηγορούμενοι διέγραψαν αυτά ως αναφέρθηκε στην επιστολή τους Τεκμήριο 3.
Σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 3, ο Μ.Κ.1 ανέφερε στην δήλωση του ότι «έχει προηγούμενες καταδίκες στο εξωτερικό και έχει την τάση να ξεγελά και να εκμεταλλεύεται πελάτες χωρίς να αποδίδει το σχετικό αποτέλεσμα που υπόσχεται». Τέλος κατέθεσε το Τεκμήριο 7 για να υποδείξει ότι υπήρχαν πελάτες της Κατηγορούμενης 1 οι οποίοι δεν ήταν ευχαριστημένοι με τις υπηρεσίες που τους παρείχε.
Κατά την αντεξέταση του εξήγησε ότι την επίδικη περίοδο η Παραπονούμενη διατηρούσε σε ηλεκτρονική μορφή όλα τα στοιχεία των πελατών της, τα οποία εκτύπωναν και σε έντυπη μορφή. Τα μόνα άτομα που είχαν πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία ήταν ο ίδιος και το τμήμα του λογιστηρίου για σκοπούς τιμολόγησης, και απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι οποιοσδήποτε τρίτος, εξ αποστάσεως, μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση στον υπολογιστή οποιουδήποτε ατόμου έχοντας την κατάλληλη τεχνολογία και τεχνογνωσία.
Ερωτώμενος σχετικά με την πρώτη ενέργεια στην οποία προέβη όταν έγινε το πρώτο παράπονο στις 23/01/2020, και συγκεκριμένα αν έκανε οποιαδήποτε ενέργεια για να επιβεβαιώσει αν όντως υπήρξε παραβίαση καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα γραφεία και δεδομένα της Παραπονούμενης, απάντησε ότι σε εκείνη την χρονική στιγμή δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε ενέργεια. Είχαν ανησυχήσει καθότι δεν γνώριζαν πως οι Κατηγορούμενοι απέκτησαν πρόσβαση στα αρχεία τους. Αυτό που γνώριζε ήταν ότι οι Κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν τον κατάλογο με τα προσωπικά δεδομένα των πελατών της Παραπονούμενης χωρίς την άδεια του για δικό τους όφελος, με αποτέλεσμα να επωφεληθεί οικονομικά η Κατηγορούμενη 1.
Σε σχέση με τον αριθμό παραπόνων που έλαβε από τους πελάτες της Παραπονούμενης, απάντησε ότι ήταν γύρω στα 45. Σε σχετική ερώτηση γιατί στην μαρτυρία του ανέφερε μόνο τα 3, απάντησε ότι μόνο οι 3 είχαν υποβάλει επίσημη καταγγελία στην Αστυνομία. Κατά την αντεξέταση του υποδείχθηκε η κατάθεση του κ. P. M. Vincent στην Αστυνομία ημερομηνίας 14/05/2020 (Τεκμήριο 8), η οποία ως του υπέβαλε ο συνήγορος των Κατηγορούμενων, στην κατάθεση αναγράφεται ότι ο ίδιος δεν είχε κανένα παράπονο για το περιστατικό. Ο Μ.Κ.1 απάντησε ότι ο κος Vincent πήγε στην Αστυνομία δίδοντας κατάθεση, όχι γιατί είχε παράπονο από την Παραπονούμενη, αλλά από τους Κατηγορούμενους.
Σε σχέση με την κατηγορία της Παραπονούμενης προς τους Κατηγορούμενους ότι έχουν επέμβει στο σύστημα αρχειοθέτησης των δεδομένων των πελατών της μεταξύ της περιόδου Ιανουαρίου 2020 και Φεβρουαρίου 2020, ο Μ.Κ.1 απάντησε ότι αυτό που θέλει να αποδείξει είναι ότι οι Κατηγορούμενοι έλαβαν τον κατάλογο με τα προσωπικά δεδομένα των πελατών της Παραπονούμενης, χωρίς να μπορεί να γνωρίζει με ποιο τρόπο, και οι Κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν τον εν λόγω κατάλογο χωρίς την άδεια και γνώση του, με σκοπό να επωφεληθεί οικονομικά η Κατηγορούμενη 1. Ανέφερε ότι αυτό που γνωρίζει είναι αυτό που είπαν οι Κατηγορούμενοι, ήτοι ότι αγόρασαν τον κατάλογο με τα ονόματα των πελατών της Παραπονούμενης, τους αριθμούς τηλεφώνου τους και τις διευθύνσεις τους, από μια εταιρεία στο εξωτερικό.
Ο συνήγορος των Κατηγορούμενων τον παρέπεμψε στο Έγγραφο Α1 και Α2, στο οποίο αναγράφεται από τον Μ.Κ.1 ότι τα εν λόγω στοιχεία τα απέκτησαν οι Κατηγορούμενοι από τον κ. Burrows, πρώην υπάλληλο του. Ο Μ.Κ.1 απάντησε ότι δεν θυμάται να έχει αναφέρει τον κ. Burrows «ούτε σε μια περίσταση σήμερα», εξηγώντας ότι το όνομα του το είχε αναφέρει πριν από 4 χρόνια στην κατάθεση του (προφανώς στην Αστυνομία). Στην συνέχεια της αντεξέτασης του απολογήθηκε αφού ως ανέφερε δεν είχε αντιληφθεί την ερώτηση. Όπως εξήγησε κατά τον χρόνο που έδωσε την κατάθεση του στην Αστυνομία πίστευε ότι ο κος Burrows ήταν αυτός που διέρρευσε τα στοιχεία, γιατί δεν πίστευε την θέση των Κατηγορούμενων ότι αγόρασαν τον κατάλογο από ξένη εταιρεία. Όμως με τα στοιχεία που ανακάλυψε έκτοτε «είναι αμφίβολο ότι τους τα έδωσε αυτός».
Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι από τον Φεβρουάριο του 2020, όπου προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία, επικοινώνησε με την Αστυνομία για να τον ενημερώσουν αν τελικά θα προωθούσαν ποινική δίωξη εναντίον των Κατηγορούμενων, αλλά ακόμη δεν έλαβαν απάντηση. Όπως ανέφερε τον είχαν ενημερώσει ότι είχαν ολοκληρωθεί οι έρευνες και τα ευρήματα είχαν σταλεί στην Λευκωσία για να αποφασιστεί αν θα προωθηθεί υπόθεση. Ωστόσο δεν ήταν σε θέση να τοποθετήσει χρονικά αυτή την ενημέρωση που έλαβε. Σε υποβολή ότι προσπαθεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο για δικό του οικονομικό όφελος, απάντησε ότι δεν έχει οποιοδήποτε οικονομικό όφελος. Ο λόγος που προέβη σε καταγγελία στην Αστυνομία ήταν γιατί οι πελάτες του ανησυχούσαν ότι χρησιμοποιούνταν τα προσωπικά τους δεδομένα.
Αντεξεταζόμενος γιατί καθυστέρησε 18 μήνες από την ημερομηνία που κατάγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία μέχρι την καταχώρηση της υπό εκδίκαση υπόθεσης, εξήγησε ότι δεν γνώριζαν σε ποιο στάδιο βρίσκονταν οι έρευνες της Αστυνομίας, αφού δεν είχαν καμία πληροφόρηση, παρά το ότι ζήτησαν πολλές φορές να ενημερωθούν. Εξήγησε ότι όταν ενημερώθηκαν για την απόφαση της Αστυνομίας να μην προωθήσουν την δίωξη των Κατηγορούμενων, αποφάσισαν να προχωρήσουν με ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον των Κατηγορούμενων. Δεν γνώριζε σε τι είδους διερεύνηση προέβη η Αστυνομία, αλλά η αντίληψη του ίδιου ήταν ότι παρόλο που οι Κατηγορούμενοι του είπαν ότι διέγραψαν τον κατάλογο με τα προσωπικά δεδομένα, δεν μπορούσαν να παρουσιάσουν οποιαδήποτε στοιχεία ότι αγόρασαν τον εν λόγω κατάλογο ή από που τον αγόρασαν, στοιχεία που ως ανέφερε όφειλαν να κατέχουν για τους οικονομικούς ελέγχους της Κατηγορούμενης 1.
Ερωτώμενος για την προσωπική σχέση που είχε με τους Κατηγορούμενους την επίδικη χρονική περίοδο, απάντησε ότι δεν γνώριζε τον Κατηγορούμενο 3. Γνώριζε τον Κατηγορούμενο 2 για περίπου 10 χρόνια, αλλά όχι αρκετά. Συμφώνησε ότι οι υπηρεσίες που προσφέρουν και οι δύο εταιρείες είναι παρόμοιες, αλλά σε διαφορετικά τμήματα ασφάλειας, αφού η Παραπονούμενη είναι αδειοδοτημένη να παρέχει διάφορες υπηρεσίες ενώ η Κατηγορούμενη 1 όχι. Ανέφερε ότι στην ιστοσελίδα της Αστυνομίας παρουσιάζεται η άδεια που κατέχει η κάθε εταιρεία για την παροχή διάφορων υπηρεσιών στον εν λόγω τομέα. Η Κατηγορούμενη 1 είναι αδειοδοτημένη για την εγκατάσταση και συντήρηση εξοπλισμού ασφάλειας. Ανέφερε ότι υπάρχει ανταγωνισμός για την παροχή των υπηρεσιών που προσφέρει η Παραπονούμενη, και συγκεκριμένα για την ανταπόκριση και την επιτήρηση. Ο ανταγωνισμός όπως εξήγησε είναι μεταξύ των εταιρειών που είναι αδειοδοτημένες για να παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες. Οι εταιρείες που παράνομα προσφέρουν αυτές τις υπηρεσίες έχουν μεγαλύτερο πλεονέκτημα.
Διαφώνησε με την υποβολή ότι η προώθηση της υπό εκδίκαση υπόθεσης γίνεται για ανταγωνιστικούς σκοπούς γιατί ως ανέφερε η Κατηγορούμενη 1 δεν ανταγωνίζεται με τις υπηρεσίες που η Παραπονούμενη είναι αδειοδοτημένη να παρέχει, όπως η επιτήρηση και η ανταπόκριση. Ανταγωνίζονται μόνο για την υπηρεσία της εγκατάστασης, εξηγώντας ότι η Παραπονούμενη δεν έχει οποιοδήποτε όφελος από την Κατηγορούμενη 1 αφού οι πελάτες της έχουν ήδη προχωρήσει με την εγκατάσταση εξοπλισμού ασφάλειας. Εξήγησε επίσης ότι οι Κατηγορούμενοι επικοινώνησαν με τους πελάτες του και όχι αυτός με τους δικούς τους. Ανέφερε ότι ο ίδιος ήταν ο πρώτος αλλοδαπός που απέκτησε όλες τις σχετικές άδειες στην βιομηχανία της ιδιωτικής ασφάλειας στην Κύπρο, παρά το ότι ο Κατηγορούμενος 2 παρουσιάζετο ότι ήταν ο πρώτος αλλοδαπός που ασχολήθηκε στον τομέα αυτό. Τις σχετικές άδειες ο Κατηγορούμενος 2 τις έλαβε 2 – 3 χρόνια μετά από τον ίδιο. Ανέφερε επίσης ότι προσπάθησε να τον συμβουλέψει με την διαδικασία της αδειοδότησης. Σε σχετική ερώτηση αν ενημέρωσε τους πελάτες του για την προώθηση της παρούσας υπόθεσης εναντίον των Κατηγορούμενων απάντησε ότι πιθανώς να το έχει πράξει, όχι όμως δημόσια.
Στο τέλος της αντεξέτασης του, ερωτήθηκε αν οι Κατηγορούμενοι έχουν επέμβει στα συστήματα της Παραπονούμενης και στα αρχεία τους για να εξασφαλίσουν τα στοιχεία των πελατών της. Ο Μ.Κ.1 απάντησε ότι δεν είναι ο ίδιος σε θέση να αποδείξει από ποιον έλαβαν οι Κατηγορούμενοι τον κατάλογο με τα στοιχεία των πελατών της Παραπονούμενης, καταλήγοντας με την θέση του ότι οι Κατηγορούμενοι απέκτησαν τον κατάλογο και τον χρησιμοποίησαν για δικό τους οικονομικό όφελος. Κατά την επανεξέταση του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 3 και ερωτήθηκε αν οι Κατηγορούμενοι παραδέχθηκαν ότι είχαν κατοχή του καταλόγου με τα προσωπικά δεδομένα των πελατών της Παραπονούμενης και απάντησε θετικά.
Μ.Κ.2
Ο Μ.Κ.2, κος R. Shove, στην κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι ήταν φίλος με τους Κατηγορούμενους 2 και 3, και μάλιστα επισκέπτετο τακτικά το σπίτι του Κατηγορούμενου 3. Τον Μάιο του 2020 καθώς ήταν στο σπίτι του Κατηγορούμενου 3 άκουσε τους Κατηγορούμενους 2 και 3 να συζητούν με τρίτο άτομο ότι «είχαν πρόθεση να βγάλουν από την δουλειά» την Παραπονούμενη Εταιρεία. Ο Μ.Κ.2 δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει αν ήθελαν να πλήξουν το πελατολόγιο της.
Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την Παραπονούμενη Εταιρεία. Απαντώντας σε σχετική ερώτηση σχετικά με τον λόγο που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο και προσέφερε μαρτυρία, ανέφερε ότι πριν 8 βδομάδες ο Μ.Κ.1 επικοινώνησε μαζί του για να τον συμβουλέψει για κάποιες οικοδομικές εργασίες που θα εκτελούσε κάποιος άλλος οικοδόμος. Εξήγησε ότι «εθελοντικά» παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο αφού τον ενημέρωσε ο δικηγόρος της Παραπονούμενης Εταιρείας. Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι δεν γνωρίζει οτιδήποτε άλλο σχετικό με την υπόθεση εκτός από τα όσα άκουσε να συζητούν οι Κατηγορούμενοι 2 και 3.
Μ.Κ.3
Ο Μ.Κ.3, κος Α. Γεωργίου, γενικός διευθυντής της Παραπονούμενης, υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή δήλωση του (Έγγραφα Β και Γ), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σε αυτήν αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι από τα τέλη 2019 εργάζεται στην Παραπονούμενη Εταιρεία και με τον Μ.Κ.1 είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις. Ανέφερε ότι οι Κατηγορούμενοι δημιουργούσαν προβλήματα στην Παραπονούμενη, και αυτό το γνώριζε γιατί ήταν υπεύθυνος για τις δημόσιες σχέσεις της Παραπονούμενης, τον χειρισμό της ιστοσελίδας της και για την αλληλογραφία της Παραπονούμενης με τους Κατηγορούμενους.
Ανέφερε ότι οι Κατηγορούμενοι μέσω της αλληλογραφίας τους παραδέχθηκαν ότι είχαν στην κατοχή τους το πελατολόγιο της Παραπονούμενης βάση του συστήματος αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ότι «έλαβαν γνώση των δεδομένων αυτών, επεξεργάστηκαν και εκμεταλλεύτηκαν και μετέδιδαν τα στοιχεία αυτά και προέβαιναν σε ψάρεμα πελατών της Παραπονούμενης βάση των δεδομένων που έλαβαν» για επικερδείς σκοπούς προς τους Κατηγορούμενους. Πρόσθεσε ότι δεν είχαν δικαίωμα οι Κατηγορούμενοι να επέμβουν στο σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των πελατών της Παραπονούμενης. Όπως ανέφερε οι παραπονούμενοι πελάτες της Παραπονούμενης δεν ήταν μόνο όσοι αναγράφονταν στις καταθέσεις, αλλά περισσότεροι. Ο ίδιος συνομίλησε με αρκετούς πελάτες από την ημέρα του συμβάντος και από την καταγγελία στην Αστυνομία και γνωρίζει ότι οι Κατηγορούμενοι επικοινώνησαν με περίπου 10-15 πελάτες της Παραπονούμενης, κάποιοι εκ των οποίων συνεργάζονται ακόμη με την Παραπονούμενη, ενώ κάποιοι άλλοι συνεργάζονται πλέον με την Κατηγορούμενη 1.
Όπως ενημερώθηκε από τους πελάτες της Παραπονούμενης, έγιναν προς αυτούς τηλεφωνικές κλήσεις αλλά και επισκέψεις από άτομο εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1 για να τους προσφερθούν υπηρεσίες με χαμηλότερο κόστος από αυτές που τους προσέφερε η Παραπονούμενη.
Ανέφερε επίσης ότι οι Κατηγορούμενοι δεν είχαν κατά τους επίδικους χρόνους, αλλά και μέχρι σήμερα εξακολουθούν να μην έχουν εγγεγραμμένη επίσημη άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος από την Αστυνομία Κύπρου. Συγκεκριμένα εξήγησε ότι δεν έχουν άδεια για να παρέχουν υπηρεσίες «φύλακα», κατέχουν όμως άδεια Κατηγορίας Ε, η οποία αφορά ιδιωτικές υπηρεσίες έρευνας, και άδεια Κατηγορίας ΣΣ, η οποία αφορά ιδιωτικές υπηρεσίες τεχνικής φύσεως, δηλαδή μεταξύ άλλων την εγκατάσταση, συντήρηση και παρακολούθηση λειτουργίας συστημάτων συναγερμών, πυρανίχνευσης και κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης. Προς τούτο κατέθεσε το μητρώο των αδειούχων ιδιωτικών γραφείων παροχής υπηρεσιών ασφάλειας ως Τεκμήριο 13.
Σε σχέση με τον κ. P. Vincent, εξήγησε ότι τον γνωρίζει προσωπικά. Ο εν λόγω κύριος κατείχε καρτοκινητό αριθμό τηλεφώνου και ο αριθμός τηλεφώνου του δεν ήταν καταχωρημένος σε κάποια δημόσια υπηρεσία, και ως είναι η θέση του ήταν αδύνατο ο αριθμός τηλεφώνου του να αναγράφετο στην λίστα που ισχυρίζονται οι Κατηγορούμενοι ότι αγόρασαν από εταιρεία στο εξωτερικό. Δηλώνει σίγουρος ότι υπήρξε επέμβαση και παραβίαση στα υποστατικά της Παραπονούμενης για να κατείχαν οι Κατηγορούμενοι αυτές τις λεπτομέρειες και δεδομένα. Στην δια ζώσης μαρτυρία του υιοθέτησε την κατάθεση του κ. P. Vincent την οποία κατέθεσε ως Τεκμήριο 9 και 10, τόσο στην ελληνική όσο και στην αγγλική γλώσσα. Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι η εν λόγω κατάθεση ήταν ήδη κατατεθειμένη ως Τεκμήριο 8, η οποία κατατέθηκε στα πλαίσια της αντεξέτασης του Μ.Κ.1.
Καταληκτικά ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 3 καταδικάστηκε από τα Δικαστήρια στην Αγγλία για αδικήματα που αφορούσαν άσκηση ψυχολογικής πίεσης σε ηλικιωμένα άτομα για να αγοράσουν υπηρεσίες ασφάλειας, για αθέμιτες και παραπλανητικές πρακτικές πωλήσεων και για κατηγορίες για χρήση τεχνικών πωλήσεων υψηλής πίεσης.
Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι εργάζεται στην Παραπονούμενη από τα τέλη του 2019. Είναι ο γενικός διευθυντής της εταιρείας και ο ίδιος είχε πρόσβαση σε όλα τα αρχεία της εταιρείας. Όταν ερωτήθηκε συγκεκριμένα αν είχε πρόσβαση στον κατάλογο πελατών της Κατηγορούμενης 1 απάντησε ότι δεν είχε από την αρχή της εργοδότησης του πρόσβαση στα μητρώα των πελατών της, αλλά απέκτησε πρόσβαση μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Ο Μ.Κ.3 παραπέμφθηκε από τον συνήγορο των Κατηγορούμενων στα όσα ανέφερε ο Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση του για το θέμα αυτό, και συγκεκριμένα ότι μόνο ο Μ.Κ.1 και το τμήμα του λογιστηρίου είχε πρόσβαση στα στοιχεία του πελατολόγιου της εταιρείας. Ρωτώντας τον ποιος από τους δύο λέει την αλήθεια, ο Μ.Κ.3 απάντησε ότι όταν ανέλαβε τα καθήκοντα του ως γενικός διευθυντής της Παραπονούμενης του ζητήθηκε από τον Μ.Κ.1 να ελέγξει τους πελάτες της Παραπονούμενης και τότε απέκτησε πρόσβαση στο εν λόγω αρχείο.
Ερωτώμενος ως προς το ποια ήταν η πρώτη ενέργεια που έλαβε όταν ενημερώθηκε για το πρώτο παράπονο του πελάτη της Παραπονούμενης, απάντησε ότι συνομίλησε με τον πελάτη για να εξακριβώσει ποιο ήταν ακριβώς το παράπονο του. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στον κ. Ρ. Vincent Paul. Αντεξεταζόμενος του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 10 και του διαβάστηκε η πρόταση «αλλά όπως σου είπα δεν έχω κανένα παράπονο για αυτό που έγινε». Ο Μ.Κ.3 απάντησε ότι ο εν λόγω πελάτης είχε παράπονο ότι του τηλεφώνησαν, επισημαίνοντας ότι περίπου 30 πελάτες της Παραπονούμενης παραπονέθηκαν. Ο συνήγορος των Κατηγορούμενων τον παρέπεμψε στην γραπτή του δήλωση στην οποία ανέφερε ότι οι Κατηγορούμενοι επικοινώνησαν με περίπου 10-15 πελάτες, και όταν ρωτήθηκε τι τελικά ισχύει απάντησε «Τότε ήταν 10 με 15». Όταν του υποβλήθηκε ότι ο Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση του είπε ότι έγιναν 40 παράπονα, απάντησε ότι «γνωρίζω ότι ήταν 15 με 10 πελάτες, αλλά γνωρίζω ότι και άλλοι έχουν παραπονεθεί στον Μ.Κ.1». Απάντησε ότι δεν γνώριζε ποιοι από τους πελάτες προέβησαν σε κατάθεση στην Αστυνομία. Στην συνέχεια συμφώνησε ότι ενημερώθηκε «δια μέσω της εταιρείας» ότι κάποιοι πελάτες πήγαν στην Αστυνομία και έδωσαν κατάθεση, εξηγώντας ότι δεν χειριζόταν προσωπικά το θέμα αυτό. Όταν του υποδείχθηκε η αναφορά του στην γραπτή του δήλωση (Έγγραφα Β και Γ) ότι ο ίδιος είχε επικοινωνία με τους πελάτες για το συγκεκριμένο ζήτημα, απάντησε ότι το επίδικο περιστατικό έλαβε χώρα στις αρχές της εργοδότησης του στην Παραπονούμενη, ήτοι περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2019, και έτσι το ζήτημα το χειρίστηκε η εταιρεία. Συμφώνησε ότι γνώριζε ότι 3 πελάτες της Παραπονούμενης ήρθαν στα γραφεία της εταιρείας και τον ενημέρωσαν για το συμβάν.
Σχετικά με την πρώτη ενέργεια που έλαβαν όταν ήρθε σε γνώση τους ότι κάποιος επέμβηκε στα αρχεία της εταιρείας απάντησε ότι συναντήθηκε με τον Μ.Κ.1 αλλά δεν θυμόταν τι αποφάσισαν να πράξουν. Ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι δεν γνώριζε τον τρόπο με τον οποίο οι Κατηγορούμενοι έλαβαν τα στοιχεία των πελατών της Παραπονούμενης, παρά μόνο ότι οι Κατηγορούμενοι επικοινώνησαν με τους πελάτες της Παραπονούμενης.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι έχουν προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία σχετικά με το ότι η Κατηγορούμενη 1 δεν έχει τις απαραίτητες άδειες, χωρίς όμως να ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά πότε έλαβε χώρα η καταγγελία.
Κατά την επανεξέταση του, ο Μ.Κ.3 διευκρίνισε ότι ο κος Vincent είχε παράπονο από τους Κατηγορούμενους και για αυτό τον λόγο πήγε στην Αστυνομία, ωστόσο δεν γνώριζε το συνολικό αριθμό των παραπόνων που έλαβε ο Μ.Κ.1, ούτε γνώριζε ποιοι από τους παραπονούμενους πελάτες τους υπέβαλαν καταγγελία στην Αστυνομία. Γνώριζε όμως ότι από τα 15 άτομα που παραπονέθηκαν στον ίδιο, μόνο 3 προχώρησαν με καταγγελία στην Αστυνομία.
Κατηγορούμενος 2
Ο Κατηγορούμενος 2 υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή δήλωση του (Έγγραφα Δ και Ε), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σε αυτήν αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι είναι ιδιοκτήτης και διευθυντής της Κατηγορούμενης 1. Κατά το έτος 2019 ο Κατηγορούμενος 3 κατείχε μετοχές στην Κατηγορούμενη 1, και ήταν και γραμματέας της Κατηγορούμενης 1. Το 2019 αποφάσισαν να προβούν σε τηλεαγορά (telemarketing) και έτσι προέβησαν σε έρευνα στο διαδίκτυο όπου εντόπισαν διάφορες εταιρείες οι οποίες έναντι αμοιβής παραχωρούσαν αριθμούς τηλεφώνου. Προς τούτο κατέθεσε ως Τεκμήριο 14 έρευνα στην οποία προέβη το έτος 2021, μετά που του επιδόθηκε η υπό κρίση υπόθεση, στις οποίες παρουσιάζονται οι εταιρείες που εντόπισαν για αυτό το σκοπό. Όπως εξήγησε μετά από επικοινωνία τους, τους παραχώρησαν δοκιμαστικά και χωρίς χρέωση κατάλογο με 500 αριθμούς τηλεφώνων, οι οποίοι περιλάμβαναν τον αριθμό τηλεφώνου και την περιοχή, χωρίς να γνωρίζουν σε ποιον άνηκε ο κάθε αριθμός τηλεφώνου. Αν ήταν ευχαριστημένοι θα προχωρούσαν με την αγορά περισσότερων αριθμών τηλεφώνου.
Υπάλληλος της Κατηγορούμενης 1 εκτέλεσε 200 τηλεφωνήματα περίπου από τον εν λόγω κατάλογο, κάποιοι αριθμοί ήταν εκτός λειτουργίας, κάποιοι δεν απαντούσαν και κάποιοι άλλοι απάντησαν στις κλήσεις. Αυτοί που απάντησαν ενημερώθηκαν για τις υπηρεσίες που παρείχε η Κατηγορούμενη 1. Ανέφερε ότι στις 27/01/2020 παρέλαβε επιστολή από την Παραπονούμενη (Τεκμήριο 2), και οι ίδιοι ενημέρωσαν άμεσα την Παραπονούμενη, γραπτώς, ότι δεν γνώριζαν αλλά και ούτε είχαν την δυνατότητα να γνωρίζουν ότι οι αριθμοί τηλεφώνου ανήκαν σε πελάτες τους. Οι ίδιοι τους ανέφεραν τον τρόπο που έλαβαν τους αριθμούς τηλεφώνου, και τους ενημέρωσαν ότι διέγραψαν όλα τα στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους και δεν είχαν σκοπό να ενοχλήσουν με οποιοδήποτε τρόπο πελάτες ανταγωνιστή τους (Τεκμήριο 3). Η Παραπονούμενη απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Κατηγορούμενη 1 στις 29/01/2020, με το οποίο αποδέχθηκε την θέση της Κατηγορούμενης 1 ότι δεν στόχευε τους πελάτες της, και ζητούσε περαιτέρω στοιχεία της εν λόγω αγοράς (Τεκμήριο 17). Στις 05/02/2020 οι Κατηγορούμενοι απάντησαν γραπτώς στην Παραπονούμενη ότι δεν μπορούν να τους δώσουν οποιαδήποτε στοιχεία, και απολογήθηκαν εκ νέου για την ταλαιπωρία που προκλήθηκε στους πελάτες της Παραπονούμενης (Τεκμήριο 18). Η απάντηση της Παραπονούμενης εταιρείας κατατέθηκε ως Τεκμήριο 19.
Κατά την κυρίως εξέταση του κατέθεσε την κατάθεση του που έδωσε στην Αστυνομία στις 17/09/2020 (Τεκμήριο 20), το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε, και το ένταλμα έρευνας ημερομηνίας 15/07/2020 για να διεξαχθεί έρευνα στα υποστατικά της Κατηγορούμενης 1 (Τεκμήριο 21). Κατέθεσε επίσης την κατάθεση του κ. D. Burrows στην Αστυνομία ημερομηνίας 17/09/2020 (Τεκμήριο 22), την κατάθεση της συζύγου του ημερομηνίας 16/09/2020 (Τεκμήριο 23), και την κατάθεση του κου Sheldon στην Αστυνομία ημερομηνίας 18/05/2020 (Τεκμήριο 24). Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν έλαβε καμία λίστα από τον κ. Burrows, και αναφέρθηκε σε μια συμφωνία που είχε συνάψει με τον Μ.Κ.1 για σκοπούς της εργασίας τους. Εξήγησε ότι δεν αναφέρθηκε στην εν λόγω συμφωνία στην κατάθεση του στην Αστυνομία γιατί δεν ήταν σχετικό.
Εξήγησε ότι ο Κατηγορούμενος 3 είχε αναλάβει να λάβουν την λίστα με διάφορους αριθμούς τηλεφώνων, και ο ίδιος δεν είχε ιδιαίτερη ανάμειξη σχετικά με τον τρόπο που λήφθηκε η λίστα αυτή. Μάλιστα ενώ γνώριζε ότι στάλθηκε ηλεκτρονικά η εν λόγω λίστα, ο ίδιος είχε δει μόνο την εκτυπωμένη μορφή της. Επανέλαβε αρκετές φορές ότι δεν αγόρασαν την λίστα με τους 130,000 αριθμούς τηλεφώνων, και ότι δεν κατέβαλαν οποιοδήποτε πόσο για αυτό. Αυτό που έγινε ήταν ότι έλαβαν δοκιμαστικά μια λίστα με 500 αριθμούς τηλεφώνων και δίπλα από τον κάθε αριθμό γινόταν αναφορά στην περιοχή, και θα προχωρήσαν με την αγορά του υπολοίπου της λίστας αν ήταν τελικά ευχαριστημένοι. Στην συνέχεια, όταν προέκυψε το ζήτημα με την Παραπονούμενη, ο ίδιος διέγραψε την λίστα την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουάριου 2020. Όταν του υποδείχθηκε κατά την αντεξέταση του η αναφορά του στο Τεκμήριο 20 ότι είχε ζητήσει ο ίδιος από τον Κατηγορούμενο 3 να καταστρέψει την λίστα, και ο Κατηγορούμενος 3 το έκανε, απάντησε ότι ο ίδιος κατέστρεψε την λίστα.
Ανέφερε ότι όταν η Παραπονούμενη απέστειλε την επιστολή (Τεκμήριο 2) άμεσα ανταποκρίθηκαν, απάντησαν, και ο Μ.Κ.1 αποδέχθηκε την θέση τους ότι δεν στοχοποιούσαν τους πελάτες τους. Ο ίδιος δεν γνώριζε τι ειπώθηκε ακριβώς στα τηλεφωνήματα από την κα Lyndsey καθότι δεν ήταν στο γραφείο την ώρα που γίνονταν τα εν λόγω τηλεφωνήματα, ούτε γνώριζε σε ποιους τελικά τηλεφώνησε και ποιοι απάντησαν. Σημείωσε μάλιστα ότι κατά τους χρόνους των τηλεφωνημάτων δεν γνώριζαν ότι κάποιοι από τους αριθμούς τηλεφώνων ανήκαν σε πελάτες της Παραπονούμενης. Συμφώνησε ότι τα εν λόγω τηλεφωνήματα έγιναν για επικερδείς σκοπούς της Κατηγορούμενης 1.
Κατηγορούμενος 3
Ο Κατηγορούμενος 3 υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή δήλωση του (Έγγραφο ΣΤ), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Σε αυτήν αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι τον Νοέμβριο του 2019 αγόρασε το 50% των μετοχών της Κατηγορούμενης 1 και ήταν και ο γραμματέας αυτής. Περί τα τέλη του 2019 αποφάσισαν να προβούν σε τηλεαγορά (telemarketing) και έτσι προέβησαν σε έρευνα στο διαδίκτυο όπου εντόπισαν διάφορες εταιρείες οι οποίες έναντι αμοιβής παραχωρούσαν αριθμούς τηλεφώνου. Μετά από επικοινωνία τους παραχωρήθηκε δοκιμαστικά και χωρίς χρέωση κατάλογος με 500 αριθμούς τηλεφώνων και δίπλα αναγράφετο η περιοχή, χωρίς να γνωρίζουν σε ποιόν ανήκαν τα δεδομένα αυτά. Αν ήταν ευχαριστημένοι θα προχωρούσαν με την αγορά περισσότερων δεδομένων. Ανατέθηκε στην σύζυγο του, κα Lyndsey, η οποία δεν εργάζετο στην Κατηγορούμενη 1 αλλά είχε εμπειρία στον τομέα της τηλεαγοράς, να τηλεφωνήσει σε αυτούς τους αριθμούς τηλεφώνων. Όπως θυμάται διενήργησε περίπου 200 τηλεφωνήματα. Κάποιοι από τους αριθμούς τηλεφώνων δεν λειτουργούσαν και άλλοι δεν απαντούσαν. Αυτοί που απάντησαν ενημερώθηκαν για τις υπηρεσίες που προσέφερε η Κατηγορούμενη 1 με ευγενικό τρόπο.
Αναφέρθηκε στην αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ της Παραπονούμενης και της Κατηγορούμενης 1 (Τεκμήρια 2 και 3). Όπως εξήγησε για το εν λόγω ζήτημα έγινε καταγγελία στην Αστυνομία από την Παραπονούμενη. Η Αστυνομία μετά από έρευνα δεν εντόπισε οτιδήποτε το επιλήψιμο εναντίον τους, και ανέφερε ότι οι ίδιοι συνεργάστηκαν πλήρως τόσο με το να δώσουν κατάθεση στην Αστυνομία όσο και με το δικανικό έλεγχο των ηλεκτρονικών υπολογιστών της Κατηγορούμενης 1. Υιοθέτησε την κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 29/09/2020 (Τεκμήριο 26), στην οποία αναφέρεται ότι ο ίδιος παρέδωσε στην Αστυφύλακα 1055 αντίγραφο της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που είχε με την εταιρεία που του απέστειλε την σχετική λίστα δεδομένων.
Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι πλέον δεν κατέχει μετοχές στην Κατηγορούμενη 1, αφού τις πώλησε στον Κατηγορούμενο 2, και έχει δική του εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της ασφάλειας.
Αντεξεταζόμενος εξήγησε ότι δεν αγόρασαν τον κατάλογο με τα δεδομένα, αφού υπήρχε μια δοκιμαστική περίοδος με τα δεδομένα που τους παραχωρήθηκαν. Η πρακτική ήταν να τους δοθεί δείγμα των δεδομένων, ούτως ώστε να ελέγξουν ότι αυτά τα δεδομένα ήταν ορθά, και αν ήταν ευχαριστημένοι θα προχωρούσαν να αγοράσουν λίστα με 130,000 αριθμούς τηλεφώνων. Εξήγησε ότι ο ίδιος είχε επικοινωνία με την εταιρεία που τους παραχώρησε τα δεδομένα και θυμόταν ότι η ονομασία της εταιρείας ήταν «UK DATA HOUSE», η οποία πλέον δεν δραστηριοποιείται. Δεν θυμόταν τον μήνα που έλαβε τα δεδομένα γιατί όπως ανέφερε αγόραζε κάθε δύο ημέρες καταλόγους με 100,000 δεδομένα αφού ο ίδιος ασχολείτο με το telemarketing, τόσο για την Κατηγορούμενη 1 όσο και για άλλη εταιρεία που άνηκε στον ίδιο με έδρα στην Αγγλία. Διευκρίνισε ωστόσο ότι οτιδήποτε πλήρωσε για αγορά δεδομένων αφορούσε την εταιρεία του στην Αγγλία και όχι την Κατηγορούμενη 1. Ο ίδιος όταν έλαβε τον κατάλογο με τα δεδομένα, όπου θεωρεί ότι του στάλθηκαν μέσω της εφαρμογής WhatsApp, τακτοποίησε τα δεδομένα στην κατάλληλη μορφή και στην συνέχεια εκτύπωσε αυτά 2-3 φορές. Νομίζει περαιτέρω ότι τα απέστειλε στον υπολογιστή και του Κατηγορούμενου 2.
Ανέφερε ότι τα τηλεφωνήματα από την κα Lyndsey γίνονταν για λίγες ώρες την ημέρα για μια βδομάδα, ξεκαθαρίζοντας ότι ο ίδιος και ο Κατηγορούμενος 2 δεν προέβησαν σε οποιαδήποτε τηλεφωνική επικοινωνία. Μετά από τα παράπονα της Παραπονούμενης, ένεκα των τηλεφωνημάτων της κα Lyndsey, δεν αγόρασαν τα δεδομένα.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι την αλληλογραφία με την Παραπονούμενη την ανέλαβε ο Κατηγορούμενος 2, ως ο διευθυντής της Κατηγορούμενης 1, και ο ίδιος δεν γνώριζε το περιεχόμενο της αλληλογραφίας, παρά μόνο την ύπαρξη αυτής. Ούτε γνώριζε ο ίδιος ποιοι πελάτες της Παραπονούμενης υπέβαλαν παράπονο στην Αστυνομία. Όταν του υποβλήθηκε ότι έπρεπε να γνωρίζει αυτές τις πληροφορίες γιατί ήταν μέτοχος της Κατηγορούμενης 1, απάντησε ότι δεν ήταν διευθυντής της εταιρείας και έτσι δεν είχε τέτοια υποχρέωση.
Γενικά για την τηλεαγορά εξήγησε ότι οι εταιρείες που έχουν στην κατοχή τους αριθμούς τηλεφώνων διάφορων ατόμων, είναι γιατί τα άτομα αυτά συναίνεσαν να δέχονται τηλεφωνήματα, τονίζοντας ότι τα δεδομένα που κατείχαν ήταν νόμιμα αφού δόθηκε η συγκατάθεση των ιδιοκτητών των αριθμών τηλεφώνου. Παρά το ότι γνώριζαν ότι ήταν νόμιμα, διέγραψαν την λίστα γιατί ο Κατηγορούμενος 2 ήθελε να διαγραφούν και να μην ξανά καλέσουν τα ίδια άτομα κατά λάθος. Τέλος ανέφερε ότι διέγραψε τα δεδομένα όταν του το ζήτησε ο Κατηγορούμενος 2.
Γ. Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Έχοντας παραθέσει τις πιο πάνω αρχές, θα προχωρήσω με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Έχω παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσαν, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ. Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002) 1 AAΔ.454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 173).
Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται απ' όλες τις πλευρές στο Δικαστήριο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μικροσκοπικά, αλλά μέσα στο συνολικό της πλαίσιο, με όλα τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να επιφέρει. Έτσι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται, το Δικαστήριο, που έχει την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να ενεργήσει ανάλογα (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109).
Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056 και Mustafa v Κακουρή κ.α (2002) 1 ΑΑΔ 165).
Μ.Κ.1
Αξιολογώντας την μαρτυρία του Μ.Κ.1, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν με έπεισε για την γνησιότητα των όσων ανέφερε. Παρακολουθώντας τον να καταθέτει από το εδώλιο του μάρτυρα και παρατηρώντας τη γενικότερη στάση και συμπεριφορά του, τον τρόπο και το ύφος της μαρτυρίας του, σχημάτισα την εντύπωση ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει όλα όσα πραγματικά διαδραματίσθηκαν. Εξηγώ.
Όπως ανέφερε ο Μ.Κ.1 γνώριζε τον Κατηγορούμενο 2 για περίπου 10 χρόνια, αφού στην ουσία και των δύο οι εταιρείες τους δραστηριοποιούνταν στο ίδιο πεδίο. Από την αντεξέταση του προέκυψε ότι υπήρχε κάποιου είδους ανταγωνισμός μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι οι Κατηγορούμενοι παρείχαν στο παρελθόν τις υπηρεσίες τους χωρίς να λάβουν σχετική αδειοδότηση, αναφέροντας μάλιστα ότι οι εταιρείες που παράνομα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους έχουν μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος 2 έλαβε τις σχετικές άδειες πριν δύο χρόνια είτε γιατί εργαζόταν εκτός του νομοθετικού πλαισίου είτε γιατί δεν γνώριζε ότι όφειλε να αδειοδοτηθει. Έδωσε την εντύπωση δηλαδή ότι ένοιωθε αδικημένος για το ότι ενώ ο ίδιος είχε συμμορφωθεί με τις εκ του νόμου υποχρεώσεις να λάβει τις σχετικές άδειες, ο Κατηγορούμενος 2 δεν το έπραξε, και μάλιστα είχε και μεγαλύτερο πλεονέκτημα λόγω τούτου. Τόνισε μάλιστα ότι ο ίδιος ήταν ο πρώτος αλλοδαπός που απέκτησε όλες τις σχετικές άδειες στην βιομηχανία της ιδιωτικής ασφάλειας στην Κύπρο, παρά το ότι ο Κατηγορούμενος 2 παρουσιάζετο ότι ήταν αυτός ο πρώτος αλλοδαπός που ασχολήθηκε στον τομέα αυτό στην Κύπρο. Περαιτέρω ο Μ.Κ.1 απέδωσε αρνητικούς χαρακτηρισμούς για το πρόσωπο του Κατηγορούμενου 3 αναφέροντας ότι είχε προηγούμενες καταδίκες στο εξωτερικό και «τάση να ξεγελά και να εκμεταλλεύεται πελάτες χωρίς να αποδίδει το σχετικό αποτέλεσμα που υπόσχεται». Σημειώνεται ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να επιβεβαιώνει την θέση του αυτή. Περαιτέρω κατέθεσε ηλεκτρονικό μήνυμα πελάτη της Κατηγορούμενης 1 προς την τελευταία για να καταδείξει ότι δεν ήταν ευχαριστημένοι με τις υπηρεσίες που προσέφερε (Τεκμήριο 7). Ο λόγος που προβαίνω σε αυτές τις επισημάνσεις είναι για να υποδείξω ότι λόγω των συναισθημάτων που είχε ο Μ.Κ.1 για τους Κατηγορουμένους, αλλά και τον ανταγωνισμό που είχαν οι δύο εταιρείες μεταξύ τους, δεν κατόρθωσε να καταθέσει με αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια.
Αυτό που επίσης δεν μπορώ να παραβλέψω είναι ότι μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 αφορούσε εξ ακοής αναφορές, δηλαδή την επικοινωνία που είχαν 3 πελάτες της Παραπονούμενης με την κα Lyndsey, εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1. Στην ουσία ο ισχυρισμός των 3 πελατών της Παραπονούμενης ότι παραβιάστηκαν τα προσωπικά τους δεδομένα και ότι ένοιωθαν ενοχλημένοι για αυτό, προήλθε από τον Μ.Κ.1. Στο άρθρο 24(1) του περί Απόδειξης Νόμου Κεφ.9 αναφέρεται ότι σε ποινική διαδικασία το Δικαστήριο δύναται σε οποιαδήποτε στάδιο της να μην αποδεχθεί εξ ακοής μαρτυρία, αν κρίνει ότι τούτο εξυπηρετεί τους σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 27(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλες τις περιστάσεις και ειδικότερα με βάση το εδάφιο (2) του ίδιου άρθρου μπορεί να λάβει υπόψη του και το κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό, ο διάδικος που είχε προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία, το πρόσωπο που προέβη στη δήλωση, ενώ στο άρθρο 27(3) τονίζεται ότι θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε. Καμία δικαιολογία δεν προσφέρθηκε από τον Μ.Κ.1 για τους λόγους που δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από τους 3 πελάτες της Παραπονούμενης, που στην ουσία, αν ισχύουν οι θέσεις του Μ.Κ.1, αυτών τα προσωπικά δεδομένα παραβιάστηκαν και αυτοί ένοιωθαν ενοχλημένοι. Ενόψει της σημασίας της μαρτυρίας αυτής, η Παραπονούμενη θα αναμένετο να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία, των πελατών της δηλαδή που παραβιάστηκαν, ως είναι η θέση της, τα προσωπικά τους δεδομένα. Επομένως καμία βαρύτητα δεν μπορώ να δοθεί στις εν λόγω εξ ακοής αναφορές του Μ.Κ.1.
Δεν παραβλέπω ότι κατατέθηκε στο Δικαστήριο ημερολόγιο ενεργείας της Αστυνομίας Κύπρου σχετικά με την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε η κα Prytulak με την Αστυφύλακα 1055 για το τηλεφώνημα της με την κα Lyndsey (Τεκμήριο 1). Αυτό όμως που προκύπτει από το Τεκμήριο 1 είναι ότι η κα Prytulak δεν είχε ενοχληθεί από το τηλεφώνημα, δεν είχε κανένα παράπονο για το τι συνέβη, και απλά ενημέρωσε τον Μ.Κ.1 για το εν λόγω τηλεφώνημα για να γνωρίζει ότι κάποια άλλη ανταγωνιστική εταιρεία επικοινώνησε μαζί της. Αυτό φυσικά έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την θέση του Μ.Κ.1 ότι η κα Prytulak ένοιωσε ενοχλημένη από το τηλεφώνημα αυτό και είχε καταστήσει υπεύθυνη την Παραπονούμενη εταιρεία ότι διέρρευσε τα προσωπικά της δεδομένα, εξ ακοής αναφορά που ως αναλύθηκε ανωτέρω δεν της δίδεται βαρύτητα από το Δικαστήριο. Περαιτέρω στην κατάθεση του στην Αστυνομία ο κος P. M. Vincent (Τεκμήριο 8) αναφέρει ότι δεν έχει κάποιο παράπονο για το τηλεφώνημα, απλά του φάνηκε περίεργο πως ενημερώθηκαν για τον αριθμό τηλεφώνου του. Επίσης αυτή η θέση διαφοροποιείται από την εκδοχή που προσπάθησε να προωθήσει ο Μ.Κ.1, ότι δηλαδή οι πελάτες του ήταν αναστατωμένοι από το τηλεφώνημα που έλαβαν και ανησυχούσαν ότι χρησιμοποιούνταν τα προσωπικά τους δεδομένα. Και ο κος Sheldon στην κατάθεση του στην Αστυνομία (Τεκμήριο 24) αναφέρει ξεκάθαρα και συγκεκριμένα ότι δεν είχε κανένα παράπονο.
Περαιτέρω, ο Μ.Κ.1 κατά την αντεξέταση του υπέπεσε σε αντιφάσεις και ασάφειες επί ουσιαστικών γεγονότων, οι οποίες δημιουργούν ρήγματα στην μαρτυρία του. Συγκεκριμένα, στην γραπτή του δήλωση ανέφερε ότι είναι «σίγουρος» ότι οι Κατηγορούμενοι έλαβαν την λίστα με τα προσωπικά δεδομένα των πελατών της Παραπονούμενης από πρώην υπάλληλο του, τον κο Burrows, ο οποίος από τα τέλη του 2019 μέχρι και σήμερα εργοδοτείται στην Κατηγορούμενη 1. Κατά την αντεξέταση του προβάλει μια αντιφατική εκδοχή. Ενώ αρχικά αναφέρει ότι δεν έκανε καμία αναφορά στον κο Burrows, όταν του υποδείχθηκε η συγκεκριμένη αναφορά του στην γραπτή του δήλωση, εξήγησε ότι δεν γνωρίζει πως έλαβαν οι Κατηγορούμενοι τα προσωπικά δεδομένα των πελατών του, και δεν πιστεύει πλέον ότι έλαβαν αυτά από τον κο Burrows. Επομένως υπάρχει μια τεράστια ασάφεια, όχι μόνο ως προς το πως έλαβαν τα δεδομένα οι Κατηγορούμενοι, αλλά και ως προς το πως πιστεύει ή εικάζει ο ίδιος ο Μ.Κ.1 ότι τα έλαβαν. Ακόμη μια αντιφατική θέση του Μ.Κ.1, η οποία επιβεβαιώνει ότι ο Μ.Κ.1 κατέθεσε με υπερβολή, είναι ότι ενώ στην γραπτή του δήλωση αναφέρεται μόνο σε 3 πελάτες της Παραπονούμενης που επικοινώνησε μαζί τους η κα Lyndsey, κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι έλαβε παράπονα από 45 διαφορετικούς πελάτες της Παραπονούμενης χωρίς ωστόσο να δίδει περαιτέρω πληροφορίες. Δεν παραβλέπω ότι διαφορετική ήταν η θέση του Μ.Κ.3 για το ζήτημα αυτό, ο οποίος ανέφερε ότι οι Κατηγορούμενοι επικοινώνησαν με 10-15 πελάτες τους.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ενώ η θέση του Μ.Κ.1 ήταν ότι κάποιος παραβίασε τα αρχεία της Παραπονούμενης, και έλαβε γνώση των προσωπικών δεδομένων των πελατών της, όταν ενημερώθηκε για αυτό το γεγονός δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια για να επιβεβαιώσει ότι όντως υπήρξε παραβίαση είτε στα υποστατικά είτε στα αρχεία της Παραπονούμενης.
Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, σε συνδυασμό με την γενικότερη εντύπωση που σχημάτισα για τον Μ.Κ.1, η αξιοπιστία του έχει πληγεί καίρια και δεν μου επιτρέπεται να αποδώσω βαρύτητα στη μαρτυρία του, η οποία απορρίπτεται στην ολότητα της ως καθ’ όλα αναξιόπιστη.
Μ.Κ.2
Η μαρτυρία του Μ.Κ.2 δεν προσέφερε οτιδήποτε σε σχέση με τα επίδικα θέματα και ως αποτέλεσμα δεν χρήζει κατά την άποψη μου αξιολόγησης, καθώς η αξιολόγηση αφορά τη διεργασία για την εκφορά κρίσης επί της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα η οποία γίνεται σε συνάρτηση με τα επίδικα θέματα (Hasan ν Ανδρέου, Πολιτική Έφεση αρ. 2/2011 ημερ.02.12.15). Στην αξιολόγηση της μαρτυρίας το Δικαστήριο δεν πρέπει κατά κανόνα να λαμβάνει υπόψη στοιχεία που είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα (Hellenic Bank Public Co Ltd ν Χριστοδουλίδη (2016) 1 ΑΑΔ 585), ανεξαρτήτως αν τούτα παρεΐσδυσαν χωρίς ένσταση (Hasan ν Ανδρέου (2015) 1 ΑΑΔ 2624).
Μ.Κ.3
Έχοντας παρατηρήσει τον Μ.Κ.3 κατά τη παρουσία του στο εδώλιο του μάρτυρα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι δεν μετέφερε στο Δικαστήριο την αλήθεια. Οδηγήθηκα στο προαναφερόμενο συμπέρασμα, διότι η μαρτυρία του παρουσίασε διιστάμενες εκδοχές. Περαιτέρω, οι θέσεις του Μ.Κ.3 αντιπαραβλήθηκαν και με την μαρτυρία του Μ.Κ.1, και που ως θα εξηγήσω στην συνέχεια συγκεκριμένες θέσεις που παρουσιάστηκαν από τους δύο αυτούς μάρτυρες είναι εντελώς αντιφατικές με αποτέλεσμα να πλήττεται η αξιοπιστία του Μ.Κ.3 και να μην μπορεί να δοθεί καμία βαρύτητα στην μαρτυρία του από το Δικαστήριο (βλ. Ομήρου v Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506).
Όπως διαφάνηκε από την μαρτυρία του Μ.Κ.3 οι σχέσεις της Παραπονούμενης με τους Κατηγορούμενους δεν ήταν καλές. Ανέφερε ότι οι Κατηγορούμενοι δημιουργούσαν προβλήματα στην Παραπονούμενη, και αυτό το γνωρίζει γιατί ήταν υπεύθυνος για τις δημόσιες σχέσεις της Παραπονούμενης. Μάλιστα αναφέρθηκε στο ότι η Κατηγορούμενη 1 μέχρι σήμερα παρέχει υπηρεσίες χωρίς να κατέχει εγγεγραμμένη επίσημη άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος από την Αστυνομία Κύπρου και μάλιστα η Παραπονούμενη κατήγγειλε την Κατηγορούμενη 1 στην Αστυνομία για αυτό. Στις επισημάνσεις αυτές προβαίνω για να καταδείξω ότι λόγω των τεταμένων σχέσεων των δύο εταιρειών ούτε ο Μ.Κ.3 κατάφερε να καταθέσει στο Δικαστήριο με αντικειμενικότητα. Μάλιστα, οι κακές σχέσεις που είχαν οι δύο πλευρές, επιβεβαιώνεται και από την καταληκτική αναφορά του Μ.Κ.3 στην γραπτή του δήλωση ότι ο Κατηγορούμενος 3 καταδικάστηκε από τα Αγγλικά Δικαστήρια για αδικήματα που αφορούσαν άσκηση ψυχολογικής πίεσης σε ηλικιωμένα άτομα για να αγοράσουν υπηρεσίες ασφάλειας, και για αθέμιτες και παραπλανητικές πρακτικές πωλήσεων.
Κατά την μαρτυρία του υπέπεσε σε ουσιαστικές αντιφάσεις που δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτήν. Συγκεκριμένα στην γραπτή του δήλωση ανέφερε ότι οι Κατηγορούμενοι επικοινώνησαν με 10-15 πελάτες της Παραπονούμενης, και ο ίδιος είχε συνομιλήσει με αρκετούς από αυτούς για το εν λόγω ζήτημα. Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι 30 πελάτες της Παραπονούμενης παραπονέθηκαν. Όταν του υποδείχθηκε η αντίφαση αυτή ανέφερε ότι «τότε ήταν 10 με 15». Όταν κατά την αντεξέταση, του τέθηκε η θέση του Μ.Κ.1, και συγκεκριμένα ότι υπήρξαν 40 παράπονα, απάντησε ότι κάποιοι παραπονέθηκαν προσωπικά στον Μ.Κ.1. Ασάφεια και αντίφαση υπήρξε στην θέση του Μ.Κ.3 ότι είχε προσωπική επικοινωνία με τους παραπονούμενους πελάτες της Παραπονούμενης εταιρείας, όταν εν τέλει στην αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν χειρίστηκε προσωπικά το ζήτημα αυτό, αφού όλα διαδραματίσθηκαν κατά την αρχή της εργοδότησης του στην Παραπονούμενη, και το ζήτημα αυτό το χειρίστηκε η εταιρεία.
Σχετικά με τις εξ ακοής αναφορές του για τα παράπονα των πελατών της Παραπονούμενης, η κρίση του Δικαστηρίου είναι η ίδια ως τέθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 για τις εξ ακοής αναφορές του. Καμία δικαιολογία δεν προσφέρθηκε από τον Μ.Κ.3 για τον λόγο που δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από τους πελάτες της Παραπονούμενης. Η Παραπονούμενη απέτυχε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και επομένως καμία βαρύτητα δεν μπορεί να δοθεί στις συγκεκριμένες εξ ακοής αναφορές του Μ.Κ.3.
Ως εκ των ανωτέρω διαπιστώσεων, καμία βαρύτητα δεν μπορεί να δοθεί στην μαρτυρία του, η οποία κρίνεται ως καθόλα αναξιόπιστη.
Κατηγορούμενος 2
Ο Κατηγορούμενος 2 μου έκανε καλή εντύπωση και κρίνω ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να πει την αλήθεια και να αναφέρει όλα όσα γνώριζε για την υπό κρίση υπόθεση. Καθ' όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του ήταν σταθερός στις απαντήσεις του και σε κανένα σημείο δεν έχει κλονιστεί η μαρτυρία του. Αντίθετα κάλυψε με ευθύτητα, σαφήνεια και ειλικρίνεια κάθε σημείο και κάθε πτυχή που του τέθηκε.
Ο συνήγορος της Παραπονούμενης για να προσβάλει την αξιοπιστία του Κατηγορούμενου 2, κατά την αντεξέταση, του υπέδειξε την αναφορά του στην κατάθεση του (Τεκμήριο 20) ότι αγόρασαν την λίστα. Αυτό όμως που απομονώνεται είναι ότι στο Τεκμήριο 20 (γραμμή 84) γίνεται ξεκάθαρη αναφορά σε «δοκιμαστική έκδοση». Η θέση δηλαδή που ο Κατηγορούμενος 2 προώθησε κατά την μαρτυρία του, ταυτίζεται με την θέση που είχε εκφράσει κατά τους χρόνους διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία, ήτοι ότι είχαν λάβει δοκιμαστικά 500 αριθμούς τηλεφώνων από εταιρεία που εδράζετο στο εξωτερικό, και αν τελικά ήταν ευχαριστημένοι από τα δεδομένα που έλαβαν, θα προχωρούσαν να αγοράσουν την λίστα με τα 130,000 δεδομένα. Περαιτέρω, στο Τεκμήριο 3 γίνεται αναφορά σε αυτή την λίστα την οποία έφεραν («brought») και όχι αγόρασαν («bought») ως ήταν οι διάφορες υποβολές του συνηγόρου της Παραπονούμενης κατά την αντεξέταση του Κατηγορούμενου 2.
Δεν παραβλέπω ότι υπήρξαν κάποιες μικροαντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας των Κατηγορούμενων 2 και 3, και συγκεκριμένα αν κατά τους ουσιώδεις χρόνους η κα Lyndsey ήταν υπάλληλος της Κατηγορούμενης 1, και ποιος από τους δύο διέγραψε την λίστα με τα δεδομένα. Ωστόσο κρίνω ότι πρόκειται για μικροαντιφάσεις σε επουσιώδη και δευτερευούσης σημασίας ζητήματα, με αποτέλεσμα να μην δημιορυγούνται ρήγματα στις θέσεις τους (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 345, Swepco Construction Limited ν Επίσημου Παραλήπτη, ως Προσωρινού Εκκαθαριστή της Εταιρείας Hob Entertainment Ltd και άλλοι (2014) 1 ΑΑΔ 1061), και με κανένα τρόπο δεν προσβάλουν την αξιοπιστία τους, αλλά θα έλεγα ότι την ενδυναμώνουν γιατί ακριβώς δεικνύουν έλλειψη προσχεδιασμού (βλ. Άριστος Μαρκίτσης v. Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 353).
Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι ο Κατηγορούμενος 2 κατέθεσε με αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια και αποδέχομαι την μαρτυρία του στην ολότητα της. Ωστόσο καμία βαρύτητα δεν μπορεί να προσδοθεί στο Τεκμήριο 14, καθ’ ότι ο Κατηγορούμενος 3 κατά την αντεξέταση του αναφέρθηκε στο όνομα άλλης εταιρείας από την οποία εν τέλει παραλήφθηκε η επίμαχη λίστα με τους αριθμούς τηλεφώνων.
Κατηγορούμενος 3
Ο Κατηγορούμενος 3 θεωρώ ότι κατέθεσε αντικειμενικά και αμερόληπτα. Εξήγησε με σαφήνεια ότι ο ίδιος είχε έρθει σε επικοινωνία με συγκεκριμένη εταιρεία για να λάβει δοκιμαστικά μια λίστα με 500 αριθμούς τηλεφώνων, και σε περίπτωση που θα ήταν ευχαριστημένοι από το δείγμα που θα λάμβαναν τότε θα προχωρούσαν με την αγορά των δεδομένων. Η θέση του παρέμεινε σταθερή καθ’ όλη την διάρκεια της αντεξέτασης του. Εξήγησε πως λειτουργεί η διαδικασία της τηλεαγοράς στην πράξη, αποδεχόμενος ότι έλαβαν αυτή την λίστα, ο ίδιος την επεξεργάστηκε με τρόπο ώστε να παρουσιάζονται τα δεδομένα στην σωστή μορφή και εκτύπωσε την λίστα. Πλην των μικροαντιφάσεων σε δύο σημεία που υπέπεσε σε συνάρτηση με την μαρτυρία του Κατηγορούμενου 2, που ως αναλύθηκε ανωτέρω δεν προσβάλλουν την αξιοπιστία τους, δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις που να δημιουργούν ρήγματα στην μαρτυρία του.
Για να προσβάλει την αξιοπιστία του, ο συνήγορος της Παραπονούμενης του υπέβαλε ότι δεν παρουσίασε κάτι στο Δικαστήριο που να φαίνεται ο τρόπος που απέκτησε τα δεδομένα από την εταιρεία στο εξωτερικό. Ο Κατηγορούμενος 3 απάντησε ότι η εταιρεία αυτή δεν δραστηριοποιείται πλέον και προς τούτο δεν παρουσιάστηκε κάτι. Αυτό όμως που φαίνεται από την κατάθεση του στην Αστυνομία (Τεκμήριο 26), είναι ότι κατά τους χρόνους της κατάθεσης του, είχε δώσει στην Αστυνομία αντίγραφο της αλληλογραφίας του με την εταιρεία από την οποία έλαβαν τα δεδομένα. Περαιτέρω, καμία βαρύτητα δεν μπορεί να δώσει το Δικαστήριο στο Τεκμήριο 27 αφού αφορά άλλη εταιρεία, που ως εξήγησε ο Κατηγορούμενος 3 κατά την αντεξέταση του είναι μέτοχος και διευθύντρια είναι η σύζυγος του, και δεν σχετίζεται με οποιοδήποτε τρόπο με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Ούτε η πιθανή δυσαρέσκεια κάποιον πελατών της εν λόγω εταιρείας μπορεί να προσβάλει την αξιοπιστία του.
Ως εκ των ανωτέρω, κρίνω ότι μπορώ να βασιστώ στην μαρτυρία του Κατηγορούμενου 3 και να εξαγάγω ασφαλή συμπεράσματα, για αυτό την αποδέχομαι στην ολότητα της.
Δ. Ευρήματα Δικαστηρίου
Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου καθώς και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, καθώς και τα γεγονότα που εμφανίστηκαν μη αμφισβητούμενα δια των χειρισμών των διαδίκων κατά την ακρόαση (βλ. Κυριακίδης ν Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 185/2012, 19/04/2018), τα κάτωθι αποτελούν τα ευρήματα πραγματικών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης:
Η Παραπονούμενη και η Κατηγορούμενη 1 εταιρείες ασχολούνται με την παροχή υπηρεσιών ασφάλειας. Κατά τα έτη 2019 και 2020 ο Κατηγορούμενος 2 ήταν διευθυντής και μέτοχος της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας, και ο Κατηγορούμενος 3 γραμματέας και μέτοχος της Κατηγορούμενης 1. Περί το 2019 οι Κατηγορούμενοι αποφάσισαν να προβούν σε τηλεαγορά (telemarketing). Ο Κατηγορούμενος 3 είχε ασχοληθεί και στο παρελθόν με την τηλεαγορά για άλλη εταιρεία του, με έδρα στην Αγγλία, και αγόρασε στο παρελθόν καταλόγους με δεδομένα. Η Κατηγορούμενη 1 έλαβε από την εταιρεία UK DATA HOUSE, η οποία πλέον δεν δραστηριοποιείται, ένα κατάλογο με 500 αριθμούς τηλεφώνων στην Κύπρο, όπου δίπλα από κάθε αριθμό αναγράφετο η περιοχή. Οι Κατηγορούμενοι δεν γνώριζαν σε ποιόν άνηκε ο κάθε αριθμός τηλεφώνου, ούτε αν ήταν πελάτες της Παραπονούμενης. Ο εν λόγω κατάλογος λήφθηκε δοκιμαστικά, χωρίς να καταβληθεί οποιοδήποτε ποσό, και αν οι Κατηγορούμενοι ήταν ευχαριστημένοι με το περιεχόμενο του καταλόγου θα προχωρούσαν με την αγορά λίστας όπου θα περιέχονται 130,000 αριθμοί τηλεφώνου. Ο εν λόγω κατάλογος στάλθηκε μέσω της εφαρμογής WhatsApp στο κινητό τηλέφωνο του Κατηγορούμενου 3, ο ίδιος τακτοποίησε τα δεδομένα στην κατάλληλη μορφή, και στην συνέχεια εκτύπωσε τον κατάλογο και τον απέστειλε στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του Κατηγορούμενου 2.
Η κα Lyndsey, εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, διενήργησε περίπου 200 τηλεφωνήματα από τους αριθμούς τηλεφώνων που ήταν στον κατάλογο για επικερδείς σκοπούς της Κατηγορούμενης 1. Η κα Lyndsey επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την κα Prytulak, τον κο J.W. Sheldon και τον κο P. M. Vincent, πελάτες της Παραπονούμενης, για να τους ενημερώσει για τις υπηρεσίες που προσέφερε η Κατηγορούμενη 1. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν ήταν παρόντες κατά την διάρκεια των εν λόγω τηλεφωνημάτων.
Η Παραπονούμενη ενημερώθηκε για τα εν λόγω τηλεφωνήματα από την κα Prytulak, και απέστειλε επιστολή στους Κατηγορούμενους 1 και 2 στις 27/01/2020, ρωτώντας τους για τον τρόπο με τον οποίο ενημερώθηκαν για τον αριθμό τηλεφώνου της πελάτιδας τους (Τεκμήριο 2). Την επόμενη ημέρα, ο Κατηγορούμενος 2 εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, απέστειλε στην Παραπονούμενη επιστολή (Τεκμήριο 3) ενημερώνοντας την ότι σε καμία περίπτωση δεν είχαν πρόθεση να στοχεύσουν τους πελάτες της Παραπονούμενης και ότι δεν είχαν στην κατοχή τους οποιαδήποτε στοιχεία των πελατών της Παραπονούμενης. Περαιτέρω την ενημέρωσαν ότι είχαν φέρει από μια εταιρεία, η οποία είχε υποκαταστήματα στις Φιλιππίνες και στην Αγγλία, μια λίστα με αριθμούς τηλεφώνων και ότι επικοινώνησαν με την εν λόγω εταιρεία, όπου τους ενημέρωσε ότι οι πληροφορίες που κατείχαν προέρχονταν από διάφορες πηγές ανά το παγκόσμιο, οι οποίες πληροφορίες προέρχονταν από έρευνες οι οποίες διεξάχθηκαν στο παρελθόν. Με την εν λόγω επιστολή τους διαβεβαιώσαν ότι τα στοιχεία της εν λόγω πελάτιδας της Παραπονούμενης έχουν διαγραφεί από τα συστήματα τους και ότι δεν θα επικοινωνήσουν ξανά μαζί της. Την ίδια ημέρα, στις 29/01/2020, η Παραπονούμενη απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Κατηγορούμενη 1 με το οποίο την ενημέρωνε ότι αποδέχθηκε την θέση της ότι δεν στόχευαν τους πελάτες της, και ζητούσαν περαιτέρω στοιχεία για την απόκτηση της λίστας (Τεκμήριο 17). Στις 05/02/2020 οι Κατηγορούμενοι απάντησαν γραπτώς ότι δεν μπορούσαν να τους αποστείλουν οποιαδήποτε στοιχεία, αλλά τους διαβεβαίωναν ότι διέγραψαν όλα τα στοιχεία και απολογήθηκαν εκ νέου (Τεκμήριο 18). Η Παραπονούμενη απάντησε στην εν λόγω επιστολή την ίδια ημέρα (Τεκμήριο 19).
Οι Κατηγορούμενοι διέγραψαν τα στοιχεία που περιέχονταν στην λίστα μετά τα παράπονα που έλαβαν από την Παραπονούμενη την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου 2020. Η Παραπονούμενη κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι οι Κατηγορούμενοι είχαν αποκτήσει προσωπικά δεδομένα των πελατών τους. H Αστυφύλακας 1055 επικοινώνησε με την κα Prytulak τηλεφωνικώς στις 05/03/2020, και η τελευταία την ενημέρωσε ότι δεν ενοχλήθηκε από το εν λόγω τηλεφώνημα, δεν είχε κάποιο παράπονο, και απλά ενημέρωσε τον διευθυντή της Παραπονούμενης για να τον ενημερώσει ότι την προσέγγισε άλλη ανταγωνιστική εταιρεία (Τεκμήριο 1). Ο κος P. M. Vincent στην κατάθεση του στην Αστυνομία ημερομηνίας 14/05/2020 ανέφερε ότι δεν είχε οποιοδήποτε παράπονο από το τηλεφώνημα που έλαβε και ήθελε να ενημερώσει τον διευθυντή της Παραπονούμενης ότι κάποιος προσπαθεί να του «πιάσει την δουλειά» (Τεκμήριο 8). Ο κος Sheldon στην κατάθεση του στην Αστυνομία στις 18/05/2020 ανέφερε ότι δεν είχε οποιοδήποτε παράπονο από το περιστατικό και απλά ενημέρωσε τον διευθυντή της Παραπονούμενης για το περιστατικό (Τεκμήριο 24).
Σε σχετική έρευνα που έγινε από το Δικανικό Εργαστήριο Ηλεκτρονικών Δεδομένων στις 16/07/2020 στα γραφεία της Κατηγορούμενης 1, η οποία έρευνα έγινε δυνάμει δικαστικού εντάλματος, δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε συγκεντρωτικό αρχείο Excel ή άλλου τύπου, με τους πελάτες της Παραπονούμενης (Τεκμήριο 6). Οι Κατηγορούμενοι 2 και 3 έδωσαν κατάθεση στην Αστυνομία για το εν λόγω ζήτημα.
Ε. Κατάχρηση Διαδικασίας – Αλλότριος Σκοπός προώθησης υπόθεσης
Προτού προχωρήσω με την παράθεση του νομικού πλαισίου της κατηγορίας κρίνω ορθό όπως εξετάσω κατά λογική προτεραιότητα κατά πόσο υφίσταται κατάχρηση της διαδικασίας στην προώθηση της παρούσας υπόθεσης από πλευράς της Παραπονούμενης. Σημειώνεται ότι το ζήτημα αυτό εγέρθηκε στο εκ πρώτης όψεως στάδιο από την Υπεράσπιση, και το Δικαστήριο έκρινε ότι στο στάδιο εκείνο δεν υπήρχε ασφαλές υπόβαθρο γεγονότων για να εξεταστεί το εν λόγω ζήτημα.
Δεν παραβλέπω ότι το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε από την Υπεράσπιση με τις τελικές της αγορεύσεις, ωστόσο όπως έχει νομολογηθεί, το ζήτημα της κατάχρησης μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Αν διαπιστωθεί κατάχρηση της διαδικασίας από πλευράς της Κατηγορούσας Αρχής στην προώθηση της υπόθεσης, σε οποιοδήποτε στάδιο, (βλ. Μ & Μ Αρτοποιείο Άγιος Μάμας Λίμιτεδ v. Αθανασίου, Ποινική Έφεση Αρ. 104/2019, ημερ. 3/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:B216, Charilaou Bros v 1. Magnior Ltd κ.α. (2015) 2 ΑΑΔ 363), τότε το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα πρέπει να απορρίψει την υπόθεση και να απαλλάξει τον κατηγορούμενο. Ωστόσο, η άσκηση τέτοιας διακριτικής εξουσίας από τα Δικαστήρια ασκείται φειδωλά.
Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522 η δικαιοδοσία για πάταξη τέτοιων περιπτώσεων είναι σύμφυτη χωρίς να έχει οποιαδήποτε νομοθετική προέλευση. Είναι μια εξουσία αυτονόητη και απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και την αξιοπιστία των θεσμών και μέσων επίτευξης των στόχων της. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρθηκε στην υπόθεση Walpole v. Partidge and Wilson [1994] 1 All E.R. 385, όπου ο δικαστής Ralph Gibson τόνισε πως το Δικαστήριο πρέπει να βεβαιώνεται σε κάθε περίπτωση ότι η διαδικασία είναι τόσο καθαρά και έντονα καταχρηστικής φύσεως ώστε να δικαιολογείται η καταστολή της με το κατάλληλο διάταγμα.
Στην Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (ανωτέρω), απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας, το ζήτημα που εξετάστηκε αφορούσε την σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να αναστέλλει, διακόπτει και απορρίπτει δικαστική διαδικασία όταν διάδικος την χρησιμοποιεί για να καταπιέσει τον αντίδικο του ή για σκοπούς αλλότριους προς εκείνο του δικαίου. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ξεκαθάρισε ότι το ελατήριο του κατήγορου ήταν στοιχείο άσχετο αφού αυτό δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του κατήγορου, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα ότι η προσέγγιση στην Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 ΑΑΔ 133 ήταν εσφαλμένη. Στην Βασιλείου ν. Μακρίδη (ανωτέρω) είχε παραδεχθεί ο κατήγορος κατά την αντεξέταση του ότι ο σκοπός των διαδικασιών που κίνησε κατά του εκδότη των επιταγών ήταν η είσπραξη της οφειλής. Παρατίθεται αυτούσιο σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας σχετικά με τα ελατήρια της κατηγορούσας αρχής:
«Όμως, κατά τη γνώμη μας, το πώς εκείνος βλέπει το σκοπό της διαδικασίας δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία. Σημασία έχει, όπως διευκρινίζει η Ttofinis και η παραπάνω αγγλική νομολογία, ότι ο παθών μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του, άσχετα από οποιαδήποτε ελατήρια του που δεν λείπουν και από άλλης φύσεως διώξεις. Η αντίδραση του κατηγόρου στη Βασιλείου βρίσκεται μέσα στο συνηθισμένο ανθρώπινο μέτρο, αλλά αυτό δεν προσδιορίζει το δικαίωμα ούτε αλλοιώνει το σκοπό της διαδικασίας. Αυτή καθαυτή η δίωξη δεν υποβοηθά ούτε σκοπεί στην είσπραξη της απαίτησης. Άλλωστε στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων είπε ουσιαστικά ότι επιδίωκε την τιμωρία του εφεσιβλήτου και όχι την ικανοποίηση της απαίτησης. Διερωτόμαστε αν μια τέτοια απάντηση, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή, θα διέσωζε τη διαδικασία. Θα καθιερώναμε όμως τότε ένα πλασματικό κριτήριο. Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι ένα από τα κύρια αιτιολογικά στηρίγματα της Βασιλείου είναι η αγγλική νομολογία, η οποία αφορά σε πτωχευτικές και άλλες διαδικασίες στις οποίες κατεστάλη η έκδηλη επιδίωξη παράλληλου ωφελήματος, παντελούς ξένου και ανεξάρτητου από τη φύση ή το σκοπό ή τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η διάκριση με την προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής. Προλογίζουμε τη συνέχεια με ό,τι ανέφερε ο Λόρδος Denning στην Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 1 W.L.R. 478, μιλώντας για τη δικαστική διαδικασία στη σελίδα 489: «It is abused when it is diverted from its true cause so as to serve extortion or oppression; or to exert pressure so as to achieve an improper end.»
Η πιο πάνω νομολογιακή αρχή επαναλήφθηκε στην απόφαση Μ.Α.Ν.Ι Παναγιώτου Λτδ ν Plyntex Public Limited κ.α., Ποινική Έφεση 11/2015, 11/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:B291.
Η πρόσφατη απόφαση Πόλυς Πολυκάρπου ν Κωνσταντίνος Τελεβάντου, Ποινική Έφεση 69/2021, 07/12/2022, ECLI:CY:AD:2022:B468, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας λόγω αλλότριων σκοπών της κατηγορούσας αρχής, διαφοροποιήθηκε λόγω των συγκεκριμένων περιστατικών της εν λόγω υπόθεσης όπου υποδείκνυαν ότι η προώθηση της ποινικής υπόθεσης από τον Κατήγορο δεν αποσκοπούσε στο γνήσιο ενδιαφέρον του για την τιμωρία του εφεσίβλητου. Στην εν λόγω υπόθεση υπήρχαν γραπτές δεσμεύσεις από τον παραπονούμενο για απόσυρση της υπόθεσης, λόγω της εκ των υστέρων εξόφλησης της επιταγής. Η μη τίμηση της εν λόγω υπόσχεσης καθώς και η υποβολή του κατηγορούμενου σε πολυετή δικαστικό αγώνα με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγετο, κρίθηκε ότι δεν οφείλετο σε γνήσιο ενδιαφέρον του για την τιμωρία του κατηγορούμενου αλλά για αλλότριο σκοπό, και ειδικότερα για να υποστεί αυτός ταλαιπωρία.
Υφίσταται κατάχρηση διαδικασίας όταν γίνεται χρήση της διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται, χάριν εξασφάλισης παρεμφερούς οφέλους, καθώς και η χρήση της διαδικασίας για σκοπό ο οποίος απολήγει σε καταπιεστικό μέτρο για την άσκηση των δικαιωμάτων του αντιδίκου. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Scattergood David v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 1 Α.Α.Δ. 142, κατάχρηση διαδικασίας έχουμε συνήθως όταν η διαδικασία καταστρατηγεί την καλή πίστη, είναι άσχετη, εκδικητική ή καταπιεστική.
Το ερώτημα που τίθεται, είναι κατά πόσον η Παραπονούμενη εταιρεία προωθεί την υπό κρίση διαδικασία για αλλότριους σκοπούς. Αυτό που προκύπτει από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 και Μ.Κ.3 είναι ότι η Παραπονούμενη εταιρεία και η Κατηγορούμενη 1 παρείχαν παρόμοιου είδους υπηρεσίες και υπήρχε κάποιος ανταγωνισμός μεταξύ τους. Αυτό που διαφαίνεται έντονα από την μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, ήταν ότι οι σχέσεις των διευθυντών των δύο εταιρειών ήταν τεταμένες. Εξηγώ.
Όπως ανέφερε ο Μ.Κ.1 οι Κατηγορούμενοι παρείχαν στο παρελθόν τις υπηρεσίες τους χωρίς να λάβουν σχετική αδειοδότηση, και προς τούτο είχαν μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Μάλιστα η Παραπονούμενη κατήγγειλε στην Αστυνομία Κύπρου την Κατηγορούμενη 1 για το γεγονός ότι παρείχε υπηρεσίες χωρίς να κατέχει τις σχετικές άδειες. Τόνισε ότι ο ίδιος ήταν ο πρώτος αλλοδαπός που απέκτησε όλες τις σχετικές άδειες στην βιομηχανία της ιδιωτικής ασφάλειας στην Κύπρο, παρά το ότι ο Κατηγορούμενος 2 παρουσιάζετο ότι ήταν αυτός ο πρώτος αλλοδαπός που ασχολήθηκε στον τομέα αυτό. Ο Μ.Κ.3 αναφέρθηκε στα προβλήματα που δημιουργούσαν οι Κατηγορούμενοι στην Παραπονούμενη. Και οι δύο μάρτυρες κατηγορίας αναφέρθηκαν σε προηγούμενες καταδίκες του Κατηγορούμενου 3 στο εξωτερικό, αναφέροντας μάλιστα ότι εκμεταλλευόταν πελάτες, και ασκούσε ψυχολογική πίεση σε ηλικιωμένα άτομα για να αγοράσουν υπηρεσίες ασφάλειας, με αθέμιτες και παραπλανητικές πρακτικές πωλήσεων.
Είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι εκτός από τον ανταγωνισμό των δύο εταιρειών, υπήρχε έντονο αρνητικό κλίμα μεταξύ του Μ.Κ.1 και των Κατηγορούμενων 2 και 3. Περαιτέρω, παρά το ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.2 ήταν άσχετη με την υπό κρίση κατηγορία, στην οποία δεν δόθηκε οποιαδήποτε βαρύτητα από το Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της, ωστόσο η προσκόμιση αυτής της μαρτυρίας κρίνω ότι δεν έγινε για άλλο λόγο παρά για να δημιουργηθούν αρνητικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο για το πρόσωπο των Κατηγορούμενων 2 και 3. Όλα αυτά καταδεικνύουν τις κακές σχέσεις που είχαν οι δύο πλευρές μεταξύ τους και τον έντονο ανταγωνισμό τους.
Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου, αυτό που προκύπτει από την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ότι την επόμενη ημερά που η Παραπονούμενη απέστειλε το ηλεκτρονικό μήνυμα στην Κατηγορούμενη 1 ζητώντας να ενημερωθεί τον τρόπο που ο αριθμός τηλεφώνου της κας Prytulak βρέθηκε στην κατοχή τους (Τεκμήριο 2), οι Κατηγορούμενοι απάντησαν, ενημερώνοντας τους ότι είχαν λάβει μια λίστα με αριθμούς τηλεφώνων από εταιρεία στο εξωτερικό, επικοινώνησαν οι ίδιοι με την εν λόγω εταιρεία για να ενημερωθούν για τον τρόπο που κατείχαν τα εν λόγω δεδομένα, και ενημερώθηκαν ότι κατείχαν τα δεδομένα μέσω διαφόρων ερευνών που έγιναν στο παρελθόν. Προκύπτει δηλαδή ότι οι Κατηγορούμενοι θορυβήθηκαν και κινητοποιήθηκαν άμεσα, ούτως ώστε να επιβεβαιώσουν ότι τα εν λόγω δεδομένα κατέχονταν νόμιμα από την εταιρεία την οποία τα απέκτησαν. Μάλιστα οι Κατηγορούμενοι επιβεβαίωσαν την Παραπονούμενη ότι τα στοιχεία της πελάτιδας τους διαγράφηκαν από τα συστήματα τους και δεν θα επικοινωνούσαν ξανά μαζί της (Τεκμήριο 3). Δεν παραβλέπω μάλιστα ότι ο ίδιος ο Μ.Κ.1 στην μαρτυρία του ανέφερε ότι ο λόγος που η Αστυνομία δεν εντόπισε οποιαδήποτε αρχεία κατά την έρευνα της στα υποστατικά και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της Κατηγορούμενης 1, ήταν γιατί οι Κατηγορούμενοι τα διέγραψαν. Επομένως και η πλευρά της Παραπονούμενης αποδέχεται ότι οι Κατηγορούμενοι διέγραψαν τα στοιχεία των πελατών τους.
Σημαντική είναι η αλληλογραφία που ακολούθησε μεταξύ τους, όπου επιμαρτυρεί ότι η Παραπονούμενη αποδέχθηκε την θέση των Κατηγορούμενων ότι δεν στόχευαν τους πελάτες τους (Τεκμήριο 17), αλλά και η απολογία των Κατηγορούμενων για την αναστάτωση που προκλήθηκε και την διαβεβαίωση τους ότι διέγραψαν όλα τα στοιχειά που έλαβαν (Τεκμήριο 18).
Αυτό που επίσης δεν μπορώ να παραβλέψω είναι ότι όπως προκύπτει από τα Τεκμήρια 1, 8 και 24 ότι οι τρείς πελάτες της Παραπονούμενης δεν είχαν κάποιο παράπονο εναντίον των Κατηγορούμενων για το τηλεφώνημα. Απλά ενημέρωσαν την Παραπονούμενη για αυτό το τηλεφώνημα. Ούτε υπάρχει μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω πελάτες κατέστησαν την Παραπονούμενη υπεύθυνη ότι διέρρευσε τα προσωπικά τους δεδομένα. Υπενθυμίζεται ότι σε αυτόν τον ισχυρισμό του Μ.Κ.1 δεν δόθηκε οποιαδήποτε βαρύτητα από το Δικαστήριο στην βάση των προνοιών των άρθρων 24 και 27 του Περί Αποδείξεως Νόμου. Ούτε ήταν η θέση της Παραπόνουμενης ότι οι Κατηγορούμενοι μετά το αρχικό τηλεφώνημα επικοινώνησαν εκ νέου με τους εν λόγω πελάτες της Παραπονούμενης, παρά το ότι ήταν η διαβεβαίωση τους ότι δεν θα επικοινωνούσαν ξανά. Σε αυτό το σημείο επιθυμώ να αναφερθώ στην θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Παραπονούμενης όπως τέθηκε στις τελικές του αγορεύσεις, και συγκεκριμένα ότι παρά την δήλωση των Κατηγορούμενων ότι διέγραψαν τα δεδομένα της λίστας είναι άξιο απορίας πως ο κ. Sheldon και ο κ. P. Vincent έλαβαν τηλεφώνημα από την κα Lyndsey. Αυτό που προκύπτει από τα Τεκμήρια 8 και 24 είναι ότι ο κ. Sheldon έλαβε κλήση περί τα τέλη Ιανουαρίου του 2020 και ο κ. P. Vincent το δεύτερο μισό του 2019, ασχέτως ότι οι καταθέσεις των εν λόγω προσώπων στην Αστυνομία λήφθηκαν τον Μάιο του 2020. Επομένως, δεν αντικρούεται η θέση των Κατηγορούμενων ότι διέγραψαν τα δεδομένα τον Φεβρουάριο του 2020.
Επιπλέον δεν έχει τεθεί μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ότι οι πελάτες της Παραπονούμενης έκαναν οποιαδήποτε καταγγελία στην Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων για το εν λόγω περιστατικό.
Ως εκ των ανωτέρω, και με δεδομένο ότι οι Κατηγορούμενοι άμεσα ανταποκρίθηκαν στην όχληση της Παραπονούμενης, διέγραψαν τα στοιχεία που είχαν στην κατοχή τους και μάλιστα όπως τους ενημέρωσαν επικοινώνησαν με την εταιρεία που τους παρέδωσε τα δεδομένα αυτά για να επιβεβαιώσουν ότι νόμιμα κατείχαν αυτά, απολογήθηκαν προς την Παραπονούμενη και μάλιστα η Παραπονούμενη αποδέχθηκε την απολογία τους, είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι η Παραπονούμενη εκδικητικά, καταπιεστικά και καταχρηστικά προωθεί την παρούσα ποινική υπόθεση εναντίον των Κατηγορούμενων, προφανώς για δικούς της σκοπούς που σχετίζονται με την εργασία της.
Με δεδομένη, τη διαπίστωση μου ότι η προώθηση της υπό κρίση ποινικής υπόθεσης δεν αποσκοπούσε στο γνήσιο ενδιαφέρον της Παραπονούμενης για την τιμωρία των Κατηγορούμενων, κρίνω ότι η υπόθεση αυτή προωθείται καταχρηστικά και επομένως η ποινική δίωξη τερματίζεται και η υπόθεση απορρίπτεται λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας και οι Κατηγορούμενοι απαλλάσσονται της δεύτερης κατηγορίας που αντιμετωπίζουν.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, θα προχωρήσω στην συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο έχουν αποδειχθεί τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι, σε περίπτωση ανατροπής της απόφασης του Δικαστηρίου για τερματισμό και απόρριψη της υπόθεσης λόγω κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας από το Εφετείο.
ΣΤ.Νομική Πτυχή
Σύμφωνα με το άρθρο 33(1)(ια) του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμος του 2018 (125(I)/2018), πρόσωπο διαπράττει ποινικό αδίκημα όταν:
Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Νόμου, «επεξεργασία» σημαίνει κάθε πράξη ή σειρά πράξεων που πραγματοποιείται με ή χωρίς τη χρήση αυτοματοποιημένων μέσων, σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα ή σε σύνολα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διάρθρωση, η αποθήκευση, η προσαρμογή ή η μεταβολή, η ανάκτηση, η αναζήτηση πληροφοριών, η χρήση, η κοινολόγηση με διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλη μορφή διάθεσης, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, ο περιορισμός, η διαγραφή ή η καταστροφή».
Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο («υποκείμενο των δεδομένων»). Το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα, ιδίως μέσω αναφοράς σε αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας, όπως όνομα, σε αριθμό ταυτότητας, σε δεδομένα θέσης, σε επιγραμμικό αναγνωριστικό ταυτότητας ή σε έναν ή περισσότερους παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, φυσιολογική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, πολιτιστική ή κοινωνική ταυτότητα του εν λόγω φυσικού προσώπου (βλ. άρθρο 2 του Νόμου).
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το προοίμιο του πιο πάνω Νόμου, η εν λόγω νομοθεσία ψηφίστηκε για σκοπούς αποτελεσματικής εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών 95/46/ΕΚ (στο εξής «Ευρωπαϊκός Κανονισμός 2016/679»).
Ζ. Βάρος Απόδειξης
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Kατηγορούσα Aρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ 401).
Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ 434). Όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εγείρει, δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ 246). Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορούμενου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.
Η πεμπτουσία της ποινικής δίκης είναι η θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν αναδύεται, ασφαλής, ως αποτέλεσμα κρυστάλλινης και χωρίς λογική αμφιβολία δικανικής πεποίθησης (βλ. ΧΧ ΧΧ ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 294/2018, ημερομηνίας 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B474).
Η. Κατάληξη Δικαστηρίου
Από το λεκτικό του άρθρου 33(1)(ια) του Ν. 125(Ι)/2018, προκύπτει ότι πρόσωπο διαπράττει αδίκημα, μεταξύ άλλων, όταν χωρίς δικαίωμα λάβει γνώση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή επεξεργαστεί ή εκμεταλλευτεί αυτά, για σκοπούς επικερδείς ή μη.
Από την αδιαμφησβήτητη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι Κατηγορούμενοι έλαβαν γνώση 500 αριθμών τηλεφώνου, μεταξύ αυτών και 3 πελατών της Παραπονούμενης. Όπως έχει νομολογηθεί ο αριθμός τηλεφώνου αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα (βλ. C-101/01, Bodil Lindqvist). Οι Κατηγορούμενοι επεξεργάστηκαν τα δεδομένα αυτά αφού τα οργάνωσαν σε συγκεκριμένη μορφή και εκτύπωσαν τον σχετικό κατάλογο, και εκμεταλλεύτηκαν αυτά αφού διενεργήθηκαν τηλεφωνήματα με τρόπο ώστε να προσεγγίσουν ενδιαφερόμενους πελάτες, προς οικονομικό όφελος σαφέστατα της Κατηγορούμενης 1.
Το ερώτημα επομένως που καλείται να αποφασίσει το Δικαστήριο, είναι αν οι Κατηγορούμενοι, κατά τους χρόνους μέχρι και την λήψη, επεξεργασία και εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων, είχαν δικαίωμα να αποκτήσουν, επεξεργαστούν και εκμεταλλευτούν αυτά.
Από την αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι οι Κατηγορούμενοι έλαβαν γνώση των εν λόγω δεδομένων όταν αυτά αποστάλθηκαν από εταιρεία με έδρα στο εξωτερικό για σκοπούς τηλεαγοράς (telemarketing). Όπως επίσης προκύπτει από το Τεκμήριο 3, οι Κατηγορούμενοι επιβεβαίωσαν μέσω της εν λόγω εταιρείας ότι τα δεδομένα αυτά που κατείχαν, και τους στάλθηκαν, τα κατείχαν νόμιμα, αφού τα είχαν στην κατοχή τους μετά από συγκατάθεση που έδωσαν τα εν λόγω πρόσωπα κατά την διεξαγωγή ερευνών στο παρελθόν για επεξεργασία των επίμαχων προσωπικών τους δεδομένων. Επομένως η εν λόγω εταιρεία είχε κάθε δικαίωμα να κατέχει αυτά, και κατά συνέπεια οι Κατηγορούμενοι, όταν τους στάλθηκαν τα δεδομένα από την εν λόγω εταιρεία, είχαν και αυτοί κάθε δικαίωμα να λάβουν γνώση αυτών, να τα επεξεργαστούν και να τα εκμεταλλευτούν.
Προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, επιθυμώ να τονίσω ότι δεν είναι τυχαίο η φράση «χωρίς δικαίωμα» την οποία έθεσε ο Νομοθέτης εν τη σοφία του στο εν λόγω άρθρο. Αντίθετη προσέγγιση θα σήμαινε ότι σε κάθε άτομο που στέλνονται προσωπικά δεδομένα, τα οποία το εν λόγω άτομο κατά τους χρόνους εκείνους πιστεύει ότι δικαιωματικά του αποστέλλονται, και επομένως λαμβάνει γνώση αυτών και ενδεχομένως να προβαίνει σε ενέργειες χρησιμοποιώντας αυτά, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος. Αν ήταν αυτή η πρόθεση του Νομοθέτη, τότε δεν θα έθετε την φράση «χωρίς δικαίωμα» στο εν λόγω άρθρο του Νόμου.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης του Δικαστηρίου, η Παραπονούμενη απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της εναντίον των Κατηγορούμενων, και ως εκ τούτου οι Κατηγορούμενοι απαλλάσσονται και αθωώνονται.
Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Κατηγορούμενων και εναντίον της Παραπονούμενης ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο