
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ.: 5207/2019
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν.
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ
2. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ
_________________
Ημερομηνία: 13 Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Κατηγορούσα Αρχή
Α. Αλεξάνδρου, για τους Κατηγορούμενους 1 και 2
Κατηγορούμενοι 1 και 2: παρόντες
Α Π Ο Φ Α Σ Η
1. Οι Κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν τις ακόλουθες κατηγορίες:
Ο Κατηγορούμενος 1:
1η Κατηγορία, 2η Κατηγορία, 3η Κατηγορία, 4η Κατηγορία, 5η Κατηγορία, 6η Κατηγορία: ότι την 23 Ιουλίου του 2019, στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου Πέγειας, επιτέθηκε εναντίον του Αστ.3090 Σ. Πενταρά, της Κοινοτικής Αστυνόμευσης, του Αστυνομικού Σταθμού Πέγειας, που είναι όργανο τήρησης της τάξης, και του προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη[1], κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός του[2], εσκεμμένα, για να τον παρεμποδίσει[3], του προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία, αναφέροντάς του τις φράσεις «Θα σε σκοτώσω. Θα δεις τι θα σου κάνω. Θα μάθω πού είναι το σπίτι σου και θα σε κάψω. Δεν είχες δικαίωμα να πιάσεις τα κλειδιά μου, σπουδάζω δικηγόρος και θα δεις τι θα σου κάνω. Είχα δέκα χιλιάδες»[4]. Επίσης, ότι, σε δημόσιο χώρο, τον εξύβρισε με την φράση «κ*λόπαιδο, π**στόμπατσο», κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση[5] και, χωρίς εύλογη αιτία, προκάλεσε θόρυβο, κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης[6].
Ο Κατηγορούμενος 2:
7η Κατηγορία, 8η Κατηγορία, 9η Κατηγορία, 10η Κατηγορία, 11η Κατηγορία, 12η Κατηγορία: ότι την 23 Ιουλίου του 2019, στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου Πέγειας, επιτέθηκε εναντίον του Αστ.3090 Σ. Πενταρά, της Κοινοτικής Αστυνόμευσης, του Αστυνομικού Σταθμού Πέγειας, που είναι όργανο τήρησης της τάξης, και του προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη[7], κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός του[8], εσκεμμένα, για να τον παρεμποδίσει[9], του προκάλεσε τρόμο ή ανησυχία αναφέροντάς του τις φράσεις «Θα σε σκοτώσουμε, δώσε μας τα κλειδιά μας να φύγουμε, γιατί θα δεις τι θα πάθεις»[10]. Επίσης, ότι, σε δημόσιο χώρο, τον εξύβρισε με την φράση «παλιόπαιδα, κ*λόμπατσοι», κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο να διαπράξει επίθεση[11] και, χωρίς εύλογη αιτία, προκάλεσε θόρυβο, κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης[12].
Διαδικασία
2. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 δεν παραδέχθηκαν τις εναντίον τους κατηγορίες. Διεξήχθη ακροαματική διαδικασία. Για την απόδειξη της υπόθεσής της, η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τη μαρτυρία του καταγγέλλοντος Αστυνομικού, Σ. Πενταρά (ΜΚ1), ενώ έγιναν παραδεκτά γεγονότα στα οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.04.2025, το Δικαστήριο κάλεσε τους Κατηγορούμενους 1 και 2 σε απολογία. Οι Κατηγορούμενου 1 και 2 επέλεξαν να μην δώσουν ένορκη μαρτυρία. Τους δόθηκε η δυνατότητα να προβούν σε κατάθεση από τη θέση τους χωρίς όρκο, που είχαν κατά τον χρόνο καταχώρισης της υπόθεσής τους, και της έκαναν χρήση[13]. Δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την πλευρά των Κατηγορούμενων. Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής και μετέπειτα ο συνήγορος των Κατηγορούμενων 1 και 2 αγόρευσαν. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Παραδεκτά γεγονότα
3. Την 04.03.2025 κατατέθηκε εκ συμφώνου η κατάθεση του Αστ.2986 Κ. Λουκά ημερομηνίας 24.07.2019 (Τ1) και δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι το περιεχόμενό της είναι αληθές. Στο Τ1 γίνεται αναφορά πως ο Αστ.2986, στο πλαίσιο διερεύνησης αδικημάτων που φέρονται να διαπράχθηκαν την 23.07.2019 στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου Πέγειας, την 24.07.2019, μεταξύ των ωρών 01:20-01:40, στον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας, έλαβε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 2, αφού προηγουμένως του είχε επιστήσει την προσοχή στον νόμο. Ακολούθως, μεταξύ των ωρών 01:55-02:15, έλαβε ανακριτική κατάθεση από τρίτο πρόσωπο, που κατονομάζεται, αφού προηγουμένως του είχε επιστήσει την προσοχή στον νόμο.
4. Κατατέθηκε εκ συμφώνου και η κατάθεση του Αστ.3854 Χ. Χριστοφόρου, ημερομηνίας 24.07.2019 (Τ2), για περιορισμένο σκοπό. Δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως ο Αστ.3854 Χ. Χριστοφόρου έχει λάβει ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 1 και ότι κατηγόρησε γραπτώς τους Κατηγορούμενους 1 και 2.
5. Κατατέθηκαν εκ συμφώνου η ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου 1 (Τ3), ημερομηνίας 24.07.2019, όπως και η γραπτή κατηγορία εναντίον του Κατηγορούμενου 1 (Τ4), για περιορισμένο σκοπό. Κατατέθηκαν εκ συμφώνου η ανακριτική κατάθεση του Κατηγορούμενου 2 (Τ5), ημερομηνίας 24.07.2019, όπως και η γραπτή κατηγορία εναντίον του Κατηγορούμενου 2 (Τ6), για περιορισμένο σκοπό.
6. Κατατέθηκε εκ συμφώνου και το ημερολόγιο ενέργειας με καταχώριση ημερομηνίας 23.07.2019 (Τ7), σύμφωνα με την οποία το Τμήμα Αλιείας δεν εντόπισε οτιδήποτε επιλήψιμο, για το οποίο θα έχρηζε εξέταση από το ίδιο. Το περιεχόμενο της δήλωσης αναφέρθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός.
7. Κατατέθηκε εκ συμφώνου η κατάθεση του Αστ.1244 Σ. Στυλιανού (Τ11), ημερομηνίας 24.07.2019, και δηλώθηκε και εγκρίθηκε ως παραδεκτό γεγονός πως το περιεχόμενο του Τ11 είναι αληθές. Σε αυτό, αναφέρεται πως ο Αστ.1244 Σ. Στυλιανού, την 23.07.2019 ώρα 20:30, στη λεωφόρο Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια, ανέκοψε για έλεγχο το όχημα [ ], μετά από πληροφορία από το ΚΕΜ Πάφου ότι τα τρία άτομα που επενέβαιναν στο όχημα είχαν διαπράξει αδικήματα. Οδηγός ήταν ο Κατηγορούμενος 1, συνοδηγός τρίτο πρόσωπο, και στο πίσω κάθισμα ήταν ο Κατηγορούμενος 2. Το εν λόγω όχημα έσερνε τρόλεϊ με ταχύπλοο σκάφος, με αριθμό εγγραφής LL14520. Ακολούθως, κάλεσε τους τρεις επιβαίνοντες στο όχημα και τον ακολούθησαν στον Σταθμό Πέγειας, για περαιτέρω εξετάσεις.
Μαρτυρία
8. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, ως καθοδηγεί η νομολογία[14], γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και την πειστικότητά της, σε συνάρτηση με την υπόλοιπη μαρτυρία και την αντικειμενική όψη των πραγμάτων. Δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες, που δεν εκτίθενται εκ προοιμίου ή εξαντλητικά, όπως η αμεσότητα στις απαντήσεις, η συνοχή και η λογική συνέχειά τους, η απουσία ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών, η πιθανότητα όπως κάποια εκδοχή ως προς τα πράγματα να επηρεάζεται από την ευκαιρία γνώσης των γεγονότων ή από το προσωπικό συμφέρον ή την επιθυμία ή από τη μνήμη. Το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να βλέπει και τη συμπεριφορά των μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα. Η εκδοχή του κάθε μάρτυρα δεν προσεγγίζεται μικροσκοπικά, με εστίαση απλώς στις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν ή τη σειρά τους, αλλά ως ένα σύνολο, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της προφορικής δίκης, με όσα την περιστοιχίζουν, στην οποία ο προφορικός λόγος των μαρτύρων μπορεί να μην είναι σε τέλεια γλώσσα ή καλά συνταγμένος και εκφρασμένος, ή απόλυτα ακριβής. Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο, εάν κάτι τέτοιο δικαιολογείται, χωρίς ωστόσο να υπάρχει η δυνατότητα να δέχεται ή να απορρίπτει συστηματικά σημεία της μαρτυρίας κατά το δοκούν ή με επιλεκτικότητα που να παραπέμπει σε κατάτμηση και χρησιμοποίηση της μαρτυρίας, για να υποστηριχθεί συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η αναφορά του Δικαστηρίου σε αξιοπιστία της μαρτυρίας, στο πλαίσιο συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν απευθύνεται στο άτομο, την εντιμότητά του ή την ειλικρίνειά του ως γενικότερα χαρακτηριστικά του.
ΜΚ1
9. Ο ΜΚ1, κατά την 23.07.2019, υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας, στην Κοινοτική Αστυνόμευση. Υιοθέτησε τις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία (Τ8, Τ9). Στο Τ8, ο ΜΚ1 αναφέρει πως, την 23.07.2019 και ώρα 19:55, ενώ βρίσκονταν σε μηχανοκίνητη περιπολία, στη λεωφόρο Αγίου Γεωργίου, μετά την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια, με κατεύθυνση το λιμάνι Αγίου Γεωργίου, πριν να αφιχθεί στο λιμάνι, τον σταμάτησε οδηγός που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση και του έδωσε πληροφορία ότι η βάρκα που είχε μπει μέσα στο λιμάνι, και θα την έβγαζαν σε λίγο από το νερό τρία άτομα, είχε επιστρέψει από παράνομο ψάρεμα με μποτίλιες και ψαροντούφεκα. Αμέσως, ρώτησε το πρόσωπο εκείνο εάν είχε καταγγείλει το συμβάν στο Τμήμα Αλιείας. Εκείνος απάντησε στον ΜΚ1 πως ο ίδιος ο ΜΚ1 θα πρέπει να το κάνει, να κάνει δηλαδή τη δουλειά του, και να μην τους αφήσει να φύγουν. Ο ΜΚ1 κατευθύνθηκε προς το λιμάνι, όπου πρόσεξε ότι πάνω στη ράμπα που βάζουν και βγάζουν τις βάρκες στη θάλασσα, υπήρχε ένα αυτοκίνητο τύπου τζιπ, μακράς βάσης, χρώματος σκούρου, μάρκας Suzuki και υπήρχε πάνω τρόλεϊ βάρκας. Στάθμευσε το υπηρεσιακό όχημα κοντά στη ράμπα και εξήλθε από αυτό. Η βάρκα ήταν περίπου 30 μέτρα μέσα στη θάλασσα και υπήρχαν σε αυτήν δύο άτομα, που μπορούσε να δει. Το τρίτο πρόσωπο ήταν αυτός που είχε οδηγήσει όπισθεν το όχημα, για να φορτωθεί η βάρκα, και όπως έμαθε εκ των υστέρων, ήταν ο Κατηγορούμενος 1. Ο ένας εκ των δύο άλλων ατόμων ήταν ο Κατηγορούμενος 2. Κάλεσε τον οδηγό, δηλαδή τον Κατηγορούμενο 1, να τον πλησιάσει, για να μιλήσουν. Εκείνος φάνηκε πως έχασε την ψυχραιμία του, έτρεξε θυμωμένος και φωνάζοντας προς τη βάρκα, και στη συνέχεια επιβιβάστηκε προς αυτήν. Ακολούθως, τα τρίτα άτομα που ήταν μέσα στη βάρκα εξήλθαν του λιμανιού με ταχύτητα και απομακρύνθηκαν από το μέρος, κατευθυνόμενοι στο πίσω μέρος του νησιού του Αγίου Γεωργίου. Στο μέρος, υπήρχε αρκετός κόσμος, ντόπιος, τουρίστες, ψαράδες και ιδιοκτήτες βαρκών. Επειδή το αυτοκίνητο ήταν μέσα στο νερό, ο ΜΚ1 ζήτησε από έναν πολίτη, που ήταν εκεί, και κατονομάζεται, να κοιτάξει στο όχημα, εάν υπήρχαν τα κλειδιά, γιατί τα τζάμια ήταν ανοικτά. Ο πολίτης είπε στον ΜΚ1 πως τα κλειδιά ήταν στον διακόπτη. Ο ΜΚ1 ζήτησε από τον πολίτη να κλείσει τα τζάμια και να κλειδώσει το αυτοκίνητο. Δεν εισήλθε στο όχημα ο πολίτης. Ο λόγος που ο ΜΚ1 ζήτησε από τον πολίτη να τον βοηθήσει ήταν γιατί ο πολίτης φορούσε παντόφλες και δεν υπήρχε πρόβλημα στο να βραχεί. Στο μεταξύ, κατά την παραμονή του στο μέρος, ο ΜΚ1 επικοινώνησε με τον τοπικό σταθμό και με το Τμήμα Αλιείας και τους ενημέρωσε για το συμβάν. Έμεινε στο σημείο και συζητούσε με τον πολίτη. Μετά από περίπου 10 – 15 λεπτά, η βάρκα με τα τρία άτομα επέστρεψε στο λιμάνι. Πρώτος, κατέβηκε και πάλι ο Κατηγορούμενος 1 και πήγε απευθείας στο αυτοκίνητο. Ο ΜΚ1 τον κάλεσε αμέσως να τον πλησιάσει για να του υποβάλει ερωτήσεις για το περιστατικό, ενημερώνοντάς τον και ότι το αυτοκίνητο που προσπαθούσε να ανοίξει ήταν κλειδωμένο, αφού το είχε ασφαλίσει, για να το προστατεύσει, και να προλάβει πιθανή κλοπή του. Ο Κατηγορούμενος 1, σύμφωνα με την εκδοχή του ΜΚ1, βγήκε εκτός ελέγχου, άρχισε να φωνάζει, να απειλεί και να εξυβρίζει με τις φράσεις «κ*λόπαιδο», «π**στόμπατσο θα σε σκοτώσω», «θα δεις τι θα σου κάνω θα μάθω που είναι το σπίτι σου και θα σε κάψω», «δεν είχες δικαίωμα να πιάσεις τα κλειδιά μου, σπουδάζω δικηγόρος και θα δεις τι θα σου κάνω είχα 10.000 μέσα και τα έπιασες, θα σε βάλω φυλακή», «δώσε μας τα κλειδιά να φύγουμε». Ο ΜΚ1 τον πληροφόρησε για τα αδικήματα που έπραττε, του επέστησε την προσοχή στον νόμο, και απάντησε «θα δεις τι θα σου κάνω», «δεν θα σας πληρώσω 2.500 εξώδικο». Ο ΜΚ1, όπως λέει, προσπαθούσε συνεχώς να τον ηρεμίσει, λέγοντάς του να ηρεμίσει, να κάνουν τη δουλειά τους και θα έφευγαν, αφού ήδη το Τμήμα Αλιείας, ο λειτουργός που κατονομάζεται, ήταν καθοδόν. Στη συνέχεια, στην κατάσταση είχε εμπλακεί και ο αδελφός του Κατηγορούμενου 1, ο Κατηγορούμενος 2, ο οποίος είχε πηδήξει από τη βάρκα με απειλητικές επίσης διαθέσεις και αναμίχθηκε στο συμβάν. Άρχισε και εκείνος να φωνάζει, να απειλεί και να εξυβρίζει με διάφορες φράσεις, όπως «παλιόπαιδα, κ*λόμπατσοι, θα σε σκοτώσουμε, δώσε μας τα κλειδιά να φύγουμε γιατί θα δεις τι θα πάθεις» και άλλες φράσεις. Ο ΜΚ1 πληροφόρησε και τον Κατηγορούμενο 2 για τα αδικήματα που διαπράττει και ο Κατηγορούμενος 2 απάντησε «δώσε μας τα κλειδιά να φύγουμε είπαμε». Ο ΜΚ1 τους έκανε συνεχώς επικλήσεις να ηρεμίσουν, να μην φωνάζουν και να τους αφήσουν να κάνουν τη δουλειά τους. Όσο περνούσε ο χρόνος, τα αδέλφια γίνονταν πιο επικίνδυνα και απειλητικά προς τον ΜΚ1, τον έσπρωχναν, τον εξύβριζαν, τον απειλούσαν και προσπαθούσαν να του αποσπάσουν το κλειδί από το χέρι. Σε κάποια φάση, κατάφεραν με φυσική βία να του αποσπάσουν το κλειδί από το χέρι, πήραν το αυτοκίνητο με τη βάρκα και έφυγαν. Ο ΜΚ1 κάλεσε ενισχύσεις, ενημερώνοντας σχετικά με την πορεία του οχήματος. Στο Τ9, ο ΜΚ1 ανέφερε, συμπληρωματικά, πως τα τρία άτομα στη βάρκα δεν φορούσαν σωσίβια.
10. Ο ΜΚ1, κατά τη μαρτυρία του, αναγνώρισε τους Κατηγορούμενους, αναφέρθηκε στην επίσκεψή του στο ΤΑΕΠ και στον τραυματισμό του, και στην προσπάθεια των Κατηγορούμενων να πάρουν το κλειδί από το χέρι του. Κατέθεσε το ιατρικό πιστοποιητικό που εκδόθηκε σχετικά με τους τραυματισμούς του (Τ10). Το Τ10 υπογράφθηκε την 24.07.2019 και αναφέρει πως ο ΜΚ1 φέρει μικρή εκδορά και οίδημα του αριστερού παράμεσου του δακτύλου, χωρίς άλλες εμφανείς εξωτερικές κακώσεις. Ανέφερε, ο ΜΚ1, πως από τις φράσεις που εκστομίστηκαν, μπροστά σε κόσμο, ο ίδιος ένιωσε πολύ άσχημα, ιδίως επειδή ήταν με την στολή της Αστυνομίας και το περιπολικό. Τους εξηγούσε, όπως επανέλαβε αρκετές φορές, ότι έπρεπε να αφεθούν να κάνουν τη δουλειά τους. Εξάλλου, όπως είπε, το άτομο που έδωσε την πληροφορία ενδεχομένως να παρακολουθούσε και την εξέλιξη της καταγγελίας του και να έθετε θέμα παραμέλησης καθήκοντος. Δεν γνώριζε από πριν τους Κατηγορούμενους 1 και 2, εκ των υστέρων έμαθε ποιοι είναι, γνωρίζει τους γονείς τους. Θα έπρεπε απλώς, κατά τη θέση του, να αναμένουν μέχρι να έρθει το Τμήμα Αλιείας. Η συμπεριφορά τους, όμως, ήταν προσβλητική και προκάλεσε και ανησυχία, εφόσον υπήρχε κόσμος, οικογένειες με παιδιά εκεί.
11. Κατά την αντεξέτασή του, ο ΜΚ1, ανέφερε πως ο λόγος που ζήτησε από τον πολίτη να τον βοηθήσει, να βγάλει το κλειδί από το όχημα και να το κλειδώσει, ήταν γιατί στο σημείο υπήρχε νερό, ενώ ο συγκεκριμένος πολίτης μπορούσε να τον βοηθήσει. Τα τρία άτομα είχαν αποχωρήσει από το μέρος με τη βάρκα, ο ίδιος ήταν υπόχρεος να διασφαλίσει το όχημα, εφόσον ήταν ανοικτό με το κλειδί πάνω, και δεν γνώριζε πότε θα επέστρεφαν, ούτε ο ίδιος θα έμενε εκεί συνεχώς. Ερωτήθηκε, τότε, εφόσον ο σκοπός ήταν η προστασία του οχήματος από κλοπή, όταν επέστρεψαν και του είπαν να τους δώσει το κλειδί του οχήματος, γιατί δεν το επέστρεψε. Ο ΜΚ1 ανέφερε, τότε, πως θα έπρεπε πρώτα να ακολουθηθεί η διαδικασία, να γίνουν κάποιες ερωτήσεις, να έρθει το Τμήμα Αλιείας, ενώ μετέπειτα διαπράχθηκαν και τα αδικήματα που περιέχονται στο κατηγορητήριο. Τους εξήγησε πως έπρεπε να διερευνηθεί το συμβάν στην παρουσία τους. Υπήρχε το δικαίωμα διερεύνησης της καταγγελίας, και, για τον σκοπό αυτό, μέχρι να ολοκληρωθεί η διερεύνηση, να έχει στην κατοχή του το κλειδί του οχήματος, για να αποφευχθεί η οδήγησή του, παράλληλα να προστατευθεί και το όχημα. Δεν υπήρχε κάποιο ένταλμα. Αρχικά, είχε αφαιρεθεί το κλειδί για να προστατευθεί το όχημα, στη συνέχεια διαπράχθηκαν και τα αδικήματα. Ο ΜΚ1 ανέφερε πως η εγκατάλειψη οχήματος με το κλειδί πάνω συνιστά αδίκημα, και πως ο ίδιος είχε δικαίωμα να το προστατεύσει, να αποφύγει την οδήγησή του από το μη εγκεκριμένο πρόσωπο, χωρίς να είναι ανάγκη να του έχει πει κάποιος ότι υπάρχει κίνδυνος κλοπής ή οδήγησης από μη εγκεκριμένο πρόσωπο. Ο πολίτης δεν εισήλθε στο όχημα και ο ίδιος δεν γνωρίζει εάν τα παράθυρα έκλειναν χειροκίνητα ή εάν ήταν ηλεκτρικά. Δεν θεωρεί πως για να κλείσουν τα παράθυρα έπρεπε ο πολίτης να εισέλθει στο όχημα, άνοιξε τις πόρτες. Δεν θυμάται, λόγω της παρόδου του χρόνου, αν ήταν και τις δύο πόρτες που άνοιξε, γιατί ανοιχτό είδε σίγουρα το παράθυρο στην πλευρά του οδηγού, και δεν γνωρίζει αν έκλεισαν με κουμπάκι περισσότερα παράθυρα. Αν δεν κάνει λάθος, όπως είπε, ήταν μόνον η πόρτα του οδηγού που άνοιξε, για να εκτελέσει την εντολή ο πολίτης.
12. Ο ΜΚ1 έδωσε διάφορους λόγους για τους οποίους δικαιολογείτο, κατά τη γνώμη του, να κρατήσει το όχημα, να μην αφήσει τους Κατηγορούμενους να φύγουν. Η ένταση ξεκίνησε, όπως είπε, όταν πήγε ο Κατηγορούμενος 1 στο όχημα, μετά που επέστρεψαν με τη βάρκα, και είδε το αυτοκίνητο κλειδωμένο. Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν το κλειδί. Ο ΜΚ1 τον ενημέρωσε πως πρώτα πρέπει να γίνει κάποια διαδικασία, να υποβληθούν ορισμένες ερωτήσεις για το συμβάν. Δεν μπορούσε να υποβάλει τις ερωτήσεις χωρίς να κρατά το κλειδί, εφόσον προσπαθούσαν να διαφύγουν, πιθανόν τότε να καταστρέφονταν και μαρτυρία. Δεν θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά του «τρέχοντάς τους από πίσω», είπε. Δεν ήταν ακριβώς για να τους περιορίσει, ανέφερε, αλλά για να διερευνηθεί η υπόθεση. Η διερεύνηση θα αφορούσε και τα πιθανά αδικήματα που σχετίζονται με το ψάρεμα, από το Τμήμα Αλιείας που ήταν καθοδόν, αλλά και τα τροχαία αδικήματα, εφόσον, κατά την επικοινωνία στον σταθμό, που έλαβε χώρα μετά που οι νεαροί είχαν μπει στη βάρκα για να πάνε στο νησί, πιθανότατα για να αφήσουν πράγματα που κατείχαν, είχε αναφερθεί, από το σύστημα, πως το όχημα ήταν διαγραμμένο, ακινητοποιημένο, χωρίς ασφάλεια. Θα έπρεπε, όμως, και αυτές οι πληροφορίες να διερευνηθούν, γι’ αυτό συνεχώς τους έλεγε να προσεγγίσουν ήρεμα και να συζητήσουν. Δεν θυμάται ποιος ακριβώς συνάδελφός του έδωσε τις σχετικές πληροφορίες για το όχημα, ενώ δεν διερευνούσε ο ίδιος την υπόθεση μετέπειτα, για να εκδώσει εξώδικο για τροχαία αδικήματα. Κατόπιν μελέτης του φακέλου της υπόθεσης, ο ΜΚ1 ανέφερε, επιβεβαιώνοντας, πως υπάρχει καταχώριση για τη διάπραξη τροχαίων αδικημάτων, εξηγώντας ότι, επειδή πολλές φορές τα συστήματα αργούν να ενημερωθούν, θα έπρεπε να γίνει διερεύνηση. Λόγω της αντίδρασης των Κατηγορούμενων, δεν είχε την ευκαιρία να τους εξηγήσει τι διερευνάται, ότι ο ίδιος ήθελε να τους ρωτήσει για τα έγγραφα του οχήματος, εφόσον δεν ήταν συνεργάσιμοι, ήταν αντιδραστικοί. Τους έλεγε «περιμένετε, αφήστε να κάνουμε τη δουλειά μας, να πούμε κάποια θέματα, και να πάτε στο καλό». Δεν τους ανέφερε αναλυτικά οτιδήποτε σχετικά με το ρυμουλκούμενο όχημα και την ακινητοποίηση του οχήματος. Ήταν ξεκάθαρη, κατά τον ίδιο, η πρόθεσή τους να παρεμποδίσουν την Αστυνομία, και εφόσον είχαν στο μεταξύ διαπράξει άλλα αδικήματα, τους είχε επιστήσει την προσοχή για εκείνα. Δεν του ανέφερε, ο Κατηγορούμενος 1, ότι ήθελε το κλειδί του οχήματος για οποιονδήποτε άλλο σκοπό, όπως γιατί ήθελε να τραβήξει τη βάρκα από το νερό, επειδή κτυπούσε πάνω στο τρόλεϊ, από το κύμα, και έπαθε ζημιά. Διερωτήθηκε πώς θα ήταν δυνατό να υπήρχε κύμα το καλοκαίρι στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια. Το τρίτο άτομο, όπως είπε, δεν είχε εμπλοκή στο περιστατικό, ως εκτυλίχθηκε, εφόσον μόνον τα δύο παιδιά, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, κατέβηκαν από τη βάρκα και μετείχαν στο επεισόδιο. Ο ίδιος δεν ήθελε να ρωτήσει οτιδήποτε το τρίτο άτομο, που ήταν στη βάρκα, ωστόσο θα είχε εμπλοκή στη διερεύνηση των τότε πιθανών αδικημάτων που σχετίζονταν με την αλιεία. Οι περιστάσεις, όπως ανέφερε, δεν δικαιολογούσαν σύλληψη των Κατηγορούμενων 1 και 2, αλλά και ο Κατηγορούμενος 1 δεν του ζητούσε απλώς το κλειδί. Του είχε πει όσα ανέφερε και στην κατάθεσή του. Λόγω της παρόδου του χρόνου, ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να δώσει ακριβείς χρόνους και περιγραφές, και παρέπεμπε κατ’ επανάληψη στην κατάθεσή του, στην οποία κατέγραψε ό,τι έλαβε χώρα, σε σχέση με τους χρόνους και τις ακριβείς εκφράσεις που αναφέρθηκαν. Ανέφερε πως ήταν γενικά απειλές για τη ζωή του και ύβρεις. Δεν θυμόταν τη σειρά των φράσεων που ειπώθηκαν στη συζήτηση. Δεν ήταν κατ’ επανάληψη που του ζητούσαν το κλειδί, είπε, χωρίς να έχει μετρήσει ακριβώς και πόσες φορές ανέφεραν κάτι. Είπε ότι κρατά ο ίδιος το κλειδί και ο Κατηγορούμενος 1 εξαγριώθηκε, ζητώντας το. Δεν του ανέφεραν οτιδήποτε για την άποψή τους πως ήταν παράνομο ό,τι έκανε, μόνον ό,τι ανέφερε στην κατάθεσή του, πως υπήρχαν €10.000 και ότι θα τον καταγγείλουν γι’ αυτό. Τα γεγονότα έγιναν σε λίγα λεπτά.
13. Όσον αφορά τα σπρωξίματα, και οι δύο, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, τον έσπρωχναν, είπε. Όχι για να πέσει στο έδαφος, αλλά για να του πάρουν το κλειδί. Ήταν ελαφρά σπρωξίματα και «πιασίματα», για να αποσπάσουν το κλειδί. Ο ΜΚ1 έδειξε στο Δικαστήριο τι ακριβώς έκαναν, πάνω συνήγορο των Κατηγορούμενων, που προθυμοποιήθηκε σχετικά. Το κλειδί του οχήματος ήταν μόνο του, χωρίς οποιονδήποτε κρίκο ή άλλο κλειδί ή αντικείμενο προσδεμένο σε αυτό. Το κρατούσε στην κλειστή παλάμη του αριστερού του χεριού. Ο ίδιος, όπως είπε, δεν τους φώναξε ούτε τους ύβρισε, ενώ προσπαθούσαν να του πάρουν το κλειδί, αλλά τους έλεγε να ηρεμίσουν. Δεν συμμερίζεται τη θέση, που του υποβλήθηκε, ότι η βία που ασκήθηκε εναντίον του ήταν ανάλογη της προσπάθειάς τους να πάρουν το κλειδί. Δεν χρειάζονταν να συμβεί κάτι τέτοιο, είπε, εφόσον ό,τι έπραξε, περιλαμβανομένης της κράτησης του κλειδιού, ήταν στο πλαίσιο των καθηκόντων του. Όσον αφορά τον τραυματισμό του, ο ΜΚ1 δεν θυμόταν πόσες εκδορές υπήρχαν. Πήγε στον ιατρό, ο οποίος κατέγραψε τα ευρήματα. Ήταν εκδορά και μώλωπας, όπως είπε, αλλά δεν μπορεί να γνωρίζει ο ίδιος ιατρικούς όρους. Δεν θυμάται, όπως ανέφερε, πότε πήγε στον ιατρό, εάν ήταν την επομένη, δεχόμενος ότι ήταν η ημέρα και η ώρα που γράφει επάνω το σχετικό πιστοποιητικό (Τ10), δηλαδή 24.07.2019 ώρα 01:31. Ανέφερε πως μετά το συμβάν είχαν γίνει αρκετά πράγματα. Δεν τον συμβούλεψε κάποιος, όπως απάντησε, να πάει στον ιατρό. Ο ΜΚ1 ερωτήθηκε για το ποιος ήταν ο Αστυνομικός Διευθυντής, κατά τον ουσιώδη χρόνο που έλαβε χώρα το συμβάν, και δεν απάντησε άμεσα, αλλά με δισταγμό, πως ήταν ο πατέρας του. Απέδωσε τον δισταγμό στο γεγονός πως δεν θυμάται την περίοδο ακριβώς που ήταν ο πατέρας του Αστυνομικός Διευθυντής, εάν ήταν κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα το συγκεκριμένο συμβάν, πιθανόν, ανέφερε, χωρίς βεβαιότητα, εάν είχε διοριστεί στη θέση εκείνη το 2017 ή το 2018. Δεν γνωρίζει, όπως είπε, εάν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 έκαναν κάποιο παράπονο εναντίον του, για τη συμπεριφορά του. Δεν γνωρίζει τη μετέπειτα έκβαση της υπόθεσης.
14. Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ1, που αφορά τα βασικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν την 23.07.2019 στο λιμάνι, δεν αμφισβητήθηκε. Ειδικότερα, δεν αμφισβητήθηκε πως κατά την 23.07.2019, ο ΜΚ1 υπηρετούσε στον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας, στην Κοινοτική Αστυνόμευση, και ότι πράγματι υπήρξε κάποια αναφορά από πολίτη, που υποπτεύονταν παράνομη αλιεία, η οποία οδήγησε τον ΜΚ1 στο σημείο όπου διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. Δεν αμφισβητήθηκε, επίσης, το γεγονός ότι, κατά την προσέλευση του ΜΚ1 στο λιμάνι, το όχημα που περιγράφεται ήταν στη ράμπα και ότι ο Κατηγορούμενος 1 ήταν ο οδηγός του. Ότι ο ΜΚ1 ζήτησε από τον Κατηγορούμενο 1 να τον προσεγγίσει για να μιλήσουν και ότι ο Κατηγορούμενος 1 δεν ανταποκρίθηκε, αλλά επέστρεψε στη βάρκα, η οποία αναχώρησε για το απέναντι νησί με ταχύτητα. Ότι ο Κατηγορούμενος 1 άφησε το όχημα στη ράμπα με το κλειδί επάνω. Επίσης, δεν αμφισβητήθηκε πως ο ΜΚ1, πράγματι, στη συνέχεια, επικοινώνησε με το Τμήμα Αλιείας και τον τοπικό σταθμό. Ο ΜΚ1 απαντούσε ευθέως για τις ενέργειες στις οποίες προέβη, καθώς και μετέπειτα, σε σχέση με το κλειδί του οχήματος. Δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός πως ο ΜΚ1 ζήτησε από πολίτη να κλειδώσει το όχημα και να του δώσει το κλειδί, ότι κράτησε το κλειδί του οχήματος, ενέργεια που, όταν ανακοινώθηκε, ήταν η αφορμή για αντιπαράθεση, τουλάχιστον με τον Κατηγορούμενο 1. Έπειτα, πως τουλάχιστον ο Κατηγορούμενος 1 επιχείρησε να πάρει από το χέρι του ΜΚ1 το κλειδί του οχήματος, και πως τελικά κατάφερε να του το πάρει, με την άσκηση ενός βαθμού φυσικής βίας. Τέλος, δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός πως ο ΜΚ1 μετέβη στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου την 24.07.2019, όπου εξετάστηκε από ιατρό που υπέγραψε το Τ10. Δεν υποβλήθηκε πως η δήλωση που περιέχεται στο Τ10 είναι αναληθής. Ως προς τα σημεία της μαρτυρίας του ΜΚ1 που αμφισβητήθηκαν, εκεί, υπήρχαν και αρκετές αδυναμίες.
15. Καταρχάς, να σημειωθεί πως, όσον αφορά τους ισχυρισμούς του ΜΚ1 για σωματική βλάβη από την επίθεση, ο ΜΚ1 παρέπεμψε μεν στο Τ10, που είχε στην κατοχή του, η ύπαρξη και το περιεχόμενο του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, δεν αμφισβητήθηκαν με σχετική υποβολή, αλλά, ενώ το Τ10 κάνει αναφορά σε μία μικρή εκδορά και σε οίδημα, ο ΜΚ1 ανέφερε πως ο ίδιος δεν γνωρίζει τι ακριβώς υπέστη κατά την προσπάθεια ανάκτησης του κλειδιού, εάν υπέστη εκδορές ή «μώλωπα», ούτε πόσες εκδορές, καθότι δεν γνωρίζει ιατρικούς όρους, δείχνοντας, εκεί, και αβεβαιότητα για τη δυνατότητα των κινήσεων οποιουδήποτε εκ των Κατηγορούμενων 1 και 2 να τον τραυματίσουν, αλλά και μια τάση υπερβολής ως προς την περιγραφή των τραυματισμών που διαπιστώθηκαν στο Τ10. Ενώ ανέφερε πως πήγε στον ιατρό με δική του απόφαση, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει πότε πήγε στον ιατρό, εάν ήταν την ίδια ημέρα ή την επόμενη ημέρα, και τον λόγο που τον οδήγησε στον ιατρό· αρνούμενος ότι δέχθηκε παρότρυνση από οποιονδήποτε άλλον γι’ αυτό, και αποφεύγοντας να πει εάν, για παράδειγμα, ακολούθησε κάποια ενδεδειγμένη διαδικασία.
16. Ο ΜΚ1 δεν μπορούσε να αναφέρει τι έπραξε ο κάθε ένας από τους Κατηγορούμενους 1 και 2, στο πλαίσιο της προσπάθειας ανάκτησης του κλειδιού, αναφερόμενος γενικά και στους δύο μαζί. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει τα γεγονότα με μια φυσική ροή.
17. Ακόμα, ο ΜΚ1 δεν μπορούσε να θυμηθεί και να υποστηρίξει τις ακριβείς εκφράσεις, που, σύμφωνα με την κυρίως εξέτασή του, ειπώθηκαν από κάθε έναν από τους Κατηγορούμενους 1 και 2, όπως τις υποστήριξε κατά την κυρίως εξέτασή του, παραπέμποντας στις αρχικές καταθέσεις του. Κατ’ επέκταση, δεν μπορούσε να περιγράψει και με ακριβή τρόπο το τι βίωσε, ως αποδέκτης κάποιων εκφράσεων. Δεν αναφέρθηκε σε ανησυχία ή σε φόβο, αλλά στο γεγονός ότι ένιωσε «άσχημα», συνδέοντας το συναίσθημα «άσχημα» αποκλειστικά με το γεγονός ότι είχε την ιδιότητα του Αστυνομικού και το περιστατικό έγινε δημόσια. Δεν κατάφερε ωστόσο να επιβληθεί στους Κατηγορούμενους.
18. Παρά την κατ’ ισχυρισμό σοβαρότητα της φραστικής επίθεσης, όπως έτυχε περιγραφής στην κυρίως εξέταση του ΜΚ1, ο ΜΚ1 δεν προχώρησε σε άμεση σύλληψη των Κατηγορούμενων 1 και 2, ενώ ανέφερε, ακόμα, πως δεν υπήρχαν οποτεδήποτε και «περιστάσεις για σύλληψη», κατά τρόπο που εξωτερικεύθηκε, ως ένα βαθμό, αντίφαση. Δηλαδή, να δέχεται απειλές για τη ζωή του, να του λέει κάποιος «θα σε σκοτώσω» ή «θα μάθω που είναι το σπίτι σου και θα σε κάψω» «θα δεις τι θα σου κάνω» «θα σε σκοτώσουμε» «π**στόμπατσο» «κ**όμπατσοι», και να μην προχωρεί σε σύλληψη, ή να μην αναφέρει και οποιαδήποτε αντίδραση. Βεβαίως, πολλή ηρεμία και υπομονή έδειξε πως έχει ο ΜΚ1 και κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, αντεξεταζόμενος επίμονα. Όμως, τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν γνώριζε το ποιόν των Κατηγορούμενων 1 και 2, που είχαν προηγουμένως καταγγελθεί για πιθανά αδικήματα, και είχαν μάλιστα επιστρέψει στο νησί, παρά την αντίθετη δική του εντολή.
19. Αυτή η στάση του ΜΚ1, εν πάση περιπτώσει, ως γεγονός, σε συνδυασμό με την αδύναμη μνήμη του, για τόσο έντονες εκφράσεις, δημιουργεί ερωτηματικά, που αγγίζουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας του ως προς το ότι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, όντως, ξεστόμισαν τις συγκεκριμένες φράσεις που αναφέρονται – ως αναφέρονται – στις Κατηγορίες 4, 5, 10 και 11. Εξάλλου, υπήρχε και μία ανεξήγητη ομοιότητα στα λεγόμενα που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο 1 με αυτά που αποδίδονται στον Κατηγορούμενο 2· επανάληψη και γενίκευση που έδειξε πως χρησιμοποιεί, ο ΜΚ1, γενικότερα στις αναφορές του, και ενώπιον του Δικαστηρίου, χωρίς δυνατότητα να εντρυφήσει στη λεπτομέρεια, και στη σημασία που έχει αυτή, για ορισμένα γεγονότα. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί ο ΜΚ1 ήταν κάτι για €10.000, που του είπε ο Κατηγορούμενος 1, και ότι θα τον καταγγείλει. Θυμόταν αυτό, ως εκείνο να του εντυπώθηκε, καλύτερα από το ότι θα τον «σκότωνε» ή θα τον «έκαιγε», καθώς και ότι υπήρχε κόσμος.
20. Επικαλέστηκε, ο ΜΚ1, την παρόδου χρόνου, για να δικαιολογήσει την αδυναμία του να αναφέρει ουσιαστικές λεπτομέρειες και την τάση του να παραπέμπει απλώς στις αρχικές καταθέσεις, δείχνοντας ότι έχει αποδυναμωθεί πλέον η άμεση εντύπωση και μνήμη του περιστατικού, που δεν φαίνεται να ήταν τόσο έντονο όσο αρχικά το κατέθεσε. Δεν θυμόταν τις προαναφερόμενες ουσιαστικές λεπτομέρειες, αλλά και άλλες, όπως, για παράδειγμα, την πηγή των πληροφοριών του για την πιθανή ύπαρξη τροχαίων αδικημάτων και ποιων τροχαίων αδικημάτων. Αυτή η γενικευμένη τελικά αδυναμία δείχνει μεν τη φυσικότητα με την οποία ο ΜΚ1 απαντούσε, χωρίς προσπάθεια δηλαδή να δώσει έτοιμες ή τέλειες εξηγήσεις για το καθετί, αλλά, την ίδια στιγμή, δημιουργεί, αναπόφευκτα, ανασφάλεια στο να βασιστεί το Δικαστήριο στη μαρτυρία του ΜΚ1, επί των σημείων που αμφισβητούνται, ως σε αξιόπιστη μαρτυρία, για να εξάγει δικαστικά ευρήματα. Η πάροδος του χρόνου, αναπόφευκτα, επηρεάζει την ανθρώπινη μνήμη, και ο επηρεασμός αυτής, με τη σειρά του, τη δυνατότητα των μαρτύρων να αναφέρουν στο Δικαστήριο τι ακριβώς έχουν βιώσει.
21. Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει μαρτυρία οποιουδήποτε εκ των λοιπών παρόντων, ενώ πρόκειται για ένα επεισόδιο που έγινε δημόσια και ενώπιον προσώπων που κατονομάζονται, που να υποστηρίζει τη μαρτυρία του ΜΚ1 ότι, για παράδειγμα, όντως οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 ανέφεραν στον ΜΚ1 τις φράσεις που αναφέρονται στις λεπτομέρειες 4, 5, 10 και 11, ως αναφέρονται. Δεν υπάρχει ένδειξη πως δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να προσκομιστεί τέτοια μαρτυρία.
22. Πρόσθετα, έκδηλη ήταν η αδυναμία του ΜΚ1 να δώσει σαφείς εξηγήσεις σχετικά με τον λόγο που κράτησε τα κλειδιά του οχήματος. Οδήγησε τον ΜΚ1, εφόσον ερωτάτο με επιμονή, σε πολλαπλές, εκ των υστέρων όπως φαίνεται, εξηγήσεις: για την ασφάλεια του οχήματος, για να προλάβει τη φυγή, για να διαφυλάξει μαρτυρία. Αυτό παρά σε μία άμεση και ειλικρινή εξήγηση, που ήταν η επικρατέστερη κατά την στιγμή που το αποφάσισε. Είχε προηγηθεί η συνομιλία του με τον άγνωστο πληροφοριοδότη, ο οποίος υποψιάζονταν παράνομη αλιεία, που είχε επισημάνει στον ΜΚ1 ότι ήταν δική του δουλειά να ειδοποιήσει το Τμήμα Αλιείας και να μην αφήσει τους υπόπτους να φύγουν. Η προφανής πρόθεση του ΜΚ1 ήταν να εμποδίσει τους Κατηγορούμενους να αναχωρήσουν από το μέρος, μέχρι να καταφθάσει λειτουργός του Τμήματος Αλιείας, ωστόσο, δίσταζε να δεχθεί ότι επέβαλε έναν τέτοιο περιορισμό. Ο ΜΚ1, ενώ ανέφερε πως θα προέβαινε και ο ίδιος σε ερωτήσεις, σχετικές με τροχαία αδικήματα για τα οποία πληροφορήθηκε στο μεσοδιάστημα, μετά την αναχώρηση των Κατηγορούμενων για το νησί και πριν από την επιστροφή τους από το νησί, δεν γνώριζε, κατά τη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ποιος τον πληροφόρησε για τα τροχαία αδικήματα, δεν ήταν σίγουρος εάν υπήρχαν τροχαία αδικήματα και ποια ακριβώς, και έπρεπε να κοιτάξει τον φάκελο. Ανέφερε, σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, πως δεν θα διερευνούσε ο ίδιος τροχαία αδικήματα, και, εν τέλει, άφησε ερωτηματικά ως προς το εάν θα διερευνούσε ο ίδιος οτιδήποτε, και τι ακριβώς. Ο ΜΚ1 δεν θυμόταν τον διάλογο που έκανε με τον Κατηγορούμενο 1, εάν τον ενημέρωσε ή όχι πως διερευνά κάτι συγκεκριμένο, τη σειρά των γεγονότων. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του, ανέφερε πως δεν είχε την ευκαιρία να εξηγήσει οτιδήποτε, καθώς άρχισε να του «επιτίθεται» αμέσως ο Κατηγορούμενος 1. Δεν περιέγραψε όμως κάποια βάναυση επίθεση, που να τον εμποδίζει να εκφραστεί, ενώ υπήρχε, αρχικά τουλάχιστον, απόσταση μεταξύ του οχήματος και του σημείου όπου στέκονταν ο ΜΚ1, ο οποίος είχε πάντως τη δυνατότητα να επαναλαμβάνει τα «περιμένετε να κάνουμε τη δουλειά μας». Η πολλαπλότητα των εξηγήσεων του ΜΚ1 σχετικά με την κράτηση του κλειδιού του οχήματος, που δεν επικοινωνεί με συγκεκριμένα γεγονότα ή κινδύνους, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ΜΚ1 δεν ήταν σε θέση είτε να αναφέρει τον διάλογο που έγινε με τον Κατηγορούμενο 1, και μετέπειτα με τον Κατηγορούμενο 2, είτε να εξηγήσει τη διερεύνηση που θα έκανε ο ίδιος, και τη συσχέτισή της με το όχημα, παρόλο που φαίνεται να υπήρχε η πρακτική δυνατότητα, δημιούργησε επιπλέον δυσκολία στο να μπορεί το Δικαστήριο να βασιστεί με ασφάλεια στη μαρτυρία του, ως σε αξιόπιστη μαρτυρία, πέρα από το να επικρατήσουν και αμφιβολίες σε σχέση με τη νομιμότητα των ενεργειών του. Η νομιμότητα των ενεργειών του θα εξεταστεί στη συνέχεια.
23. Έπειτα, και η αναφορά του ΜΚ1 στο γεγονός ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει εάν καταγγέλθηκε ή όχι με αφορμή το συγκεκριμένο συμβάν, ξενίζει, όπως και η αναφορά του σε τηλεφωνήματα που έγιναν εκ των υστέρων, ασαφώς. Εάν ο ΜΚ1 είχε να αντιμετωπίσει καταγγελία εναντίον του, λόγω της απόφασής του να κατακρατήσει τα κλειδιά του οχήματος και βασικά να παρεμποδίσει τους Κατηγορούμενους να φύγουν από το σημείο εκείνο, χωρίς οποιονδήποτε λόγο ή χωρίς οποιαδήποτε σαφή υποψία εναντίον τους για τη διάπραξη συγκεκριμένων αδικημάτων που μπορεί ο ίδιος να διερευνήσει, θα είχε και κάθε λόγο να παρουσιάσει τα γεγονότα που έλαβαν χώρα την 23.07.2019 μέσα από έναν φακό προσαρμοσμένο στην προάσπιση των δικών του συμφερόντων και δικαιωμάτων, που δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως αντικειμενικός.
24. Πέρα από το αναντίλεκτο μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ1, η μαρτυρία του ΜΚ1 επί των αμφισβητούμενων γεγονότων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία στην οποία το Δικαστήριο να μπορεί να βασιστεί, για να προβεί σε ασφαλή ευρήματα.
Δηλώσεις Κατηγορουμένων
25. Αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 δήλωσαν πως ο καταγγέλλων, παράνομα και χωρίς δικαίωμα, επενέβη στο όχημά τους και αφαίρεσε το κλειδί του, κλειδώνοντας το όχημα. Αφού ο Κατηγορούμενος 1 αντιλήφθηκε ότι κρατούσε το κλειδί του οχήματος, τον κάλεσε να το επιστρέψει, γιατί θα αναχωρούσαν από το μέρος, και αυτός αρνείτο πεισματικά να το πράξει, για να τους εμποδίσει να φύγουν, αλλά και χωρίς εξηγήσεις για τις πράξεις του. Το κλειδί το απέσπασε ο Κατηγορούμενος 1 χωρίς χρήση βίας, πέραν των κινήσεων που ήταν αναγκαίες, για την αφαίρεση. Όπως ο καταγγέλλων κρατούσε το κλειδί στο χέρι του, ο Κατηγορούμενος 1 το άρπαξε, και το τράβηξε, για να το αφαιρέσει από την κατοχή του, που ήταν παράνομη. Κατά την προσπάθεια του Κατηγορούμενου 1 να πείσει τον καταγγέλλοντα να επιστρέψει το κλειδί, του ανέφερε πως θα τον καταγγείλει για την παράνομη αφαίρεση και την άρνηση να επιστρέψει το κλειδί, λέγοντάς του και ότι θα λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη. Δεν υπήρξε εξύβριση, απειλή ή ανησυχία και όλα αυτά τα ανέφερε, ο καταγγέλλων, για να δικαιολογήσει τις πράξεις τους.
26. Οι δηλώσεις αυτές δεν συνιστούν μαρτυρία και δεν έχουν αποδεικτική αξία[15]. Στον βαθμό που περιέχουν την παραδοχή πως υπήρχε η πρόθεση οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 να φύγουν από το μέρος και πως ο Κατηγορούμενος 1 απέσπασε το κλειδί από την κατοχή του ΜΚ1 με εξαναγκασμό, λέγοντάς του πως θα τον καταγγείλει, που συνάδει και με το μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ1 που είχε παραμείνει αναντίλεκτη, είναι πειστικές και μπορεί να δοθεί τέτοια βαρύτητα. Ως προς τις γενικές αναφορές σε νομικά θέματα, δεν μπορεί να δοθεί κάποια βαρύτητα, ενώ το υπόλοιπο περιεχόμενο είναι γενικές αρνήσεις ή αναφορές.
Σύνοψη ευρημάτων
27. Την 23.07.2019, ώρα 19:55, ο Αστ.3090 Σ. Πενταράς (ΜΚ1), μέλος της Αστυνομίας, καθώς ασκούσε καθήκοντα περιπολίας και πορεύονταν προς το λιμάνι του Αγίου Γεωργίου Πέγειας, έλαβε πληροφορία από πολίτη ότι πιθανόν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, που ήταν εκείνη την ώρα στο λιμάνι με τη βάρκα τους, να εμπλέκονται σε παράνομη αλιεία, για την οποία αρμοδιότητα διερεύνησης έχει το Τμήμα Αλιείας. Κατευθύνθηκε προς το λιμάνι, όπου στη ράμπα καθέλκυσης και ανέλκυσης σκαφών ήταν το όχημα με αριθμό εγγραφής [ ], με τρόλεϊ βάρκας, και εντός του οχήματος, στη θέση του οδηγού, ο Κατηγορούμενος 1. Υπήρχαν άλλα δύο άτομα στην βάρκα, ένα εκ των οποίων ήταν ο Κατηγορούμενος 2. Η βάρκα ήταν περίπου 30 μέτρα μέσα στο νερό. Ο ΜΚ1 κάλεσε τον Κατηγορούμενο 1 να τον πλησιάσει, για να μιλήσουν, και ο Κατηγορούμενος 1 παρέλειψε να ανταποκριθεί στην κλήση αυτή και έτρεξε προς τη βάρκα. Επιβιβάστηκε στη βάρκα, που έφυγε από το λιμάνι με ταχύτητα, κατευθυνόμενη στο πίσω μέρος του νησιού του Αγίου Γεωργίου. Στο μέρος, υπήρχε αρκετός κόσμος. Επειδή είχε νερό στο σημείο που ήταν το αυτοκίνητο, ο ΜΚ1 ζήτησε από έναν πολίτη, που ήταν εκεί, να κλείσει τα τζάμια του οχήματος και να το κλειδώσει. Ο ΜΚ1 κράτησε το κλειδί του οχήματος. Στο μεταξύ, επικοινώνησε με τον τοπικό σταθμό και με το Τμήμα Αλιείας και τους ενημέρωσε για το συμβάν. Μετά από περίπου 10 – 15 λεπτά, η βάρκα με τα τρία άτομα επέστρεψε στο λιμάνι. Ο Κατηγορούμενος 1 πήγε απευθείας στο αυτοκίνητο, διαπιστώνοντας πως ήταν κλειδωμένο. Ο ΜΚ1 του είπε πως έχει ο ίδιος το κλειδί και τον κάλεσε εκ νέου να πλησιάσει, για να μιλήσουν. Ο ΜΚ1 δεν εξήγησε στον Κατηγορούμενο 1 ή σε οποιονδήποτε από τους Κατηγορούμενους τους λόγους για τους οποίους κράτησε το κλειδί του οχήματος, παρόλο που θα μπορούσε να αναφέρει τους λόγους. Ο Κατηγορούμενος 1 ζήτησε από τον ΜΚ1 να επιστρέψει το κλειδί και ο ΜΚ1 αρνήθηκε. Υπήρξε αντιπαράθεση μεταξύ του ΜΚ1 και του Κατηγορούμενου 1. Ο Κατηγορούμενος 1 απέσπασε το κλειδί από την κατοχή του ΜΚ1 με την άσκηση ενός βαθμού βίας, και στη συνέχεια οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 έφυγαν από το μέρος. Ο ΜΚ1 ζήτησε ενισχύσεις, με αναφορά ότι δέχθηκε επίθεση, απειλή και εξύβριση. Το όχημα ανακόπηκε από τον Αστ.1244 Σ. Στυλιανού, ώρα 20:30, στη λεωφόρο Αγίου Γεωργίου. Διαπιστώθηκαν τα στοιχεία των επιβαινόντων, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στην κλήση του Αστ.1244 να τον ακολουθήσουν στον Αστυνομικό Σταθμό Πέγειας. Ώρα 21:02 – 21:12, με τη συγκατάθεση του Κατηγορούμενου 1 και στην παρουσία του, έγινε έρευνα στο όχημα από τον Αστ.3854 Χ. Χριστοφόρου, χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε επιλήψιμο. Ακολούθησε ανακριτικό έργο τις μεταμεσονύχτιες ώρες και αντίστοιχα πρώτες πρωινές ώρες της 24.07.2019. Την 24.07.2019 ώρα 01:31 ο ΜΚ1 μετέβη στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείο Πάφου, όπου εξετάστηκε από ιατρό, η οποία συμπλήρωσε και υπέγραψε ιατρική έκθεση, αναφέροντας πως βρήκε «μικρή εκδορά και οίδημα αριστερού παράμεσου δακτύλου χωρίς άλλες εμφανείς εξωτερικές κακώσεις».
Νομικές πτυχές
28. Για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της επίθεσης που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, κατά το άρθρο 243 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθεί πως:
(α) υπήρξε συμπεριφορά από τον Κατηγορούμενο που συνιστά «επίθεση»·
(β) υπήρξε πραγματική σωματική βλάβη· και
(γ) η πραγματική σωματική βλάβη ήταν το αποτέλεσμα της επίθεσης.
29. Επίθεση είναι οποιαδήποτε πράξη, με πρόθεση ή ακόμα και απερίσκεπτα, που δημιουργεί στον άλλον την αντίληψη ότι θα ασκηθεί εναντίον του παράνομη βία[16], βία για την οποία δεν υπάρχει συγκατάθεσή του[17]. Απερίσκεπτα ενεργεί ο δράστης όταν ενώ, πριν να ενεργήσει, γνωρίζει ή μπορεί να αντιληφθεί την πιθανότητα του κινδύνου, παρά ταύτα, προχωρά και ενεργεί[18].
30. «Σωματική βλάβη», σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2 ΠΚ σημαίνει σωματική βλάβη, ασθένεια ή διαταραχή, είτε μόνιμη είτε προσωρινή. Η πραγματική σωματική βλάβη είναι η δημιουργία οποιασδήποτε βλάβης, εξωτερικά ή εσωτερικά, στο σώμα ή και στην ψυχολογία. Δεν χρειάζεται να είναι σοβαρή. Ακόμα και μία επιφανειακή εκδορά με ερέθισμα ή μώλωπας στο σώμα μπορεί να ικανοποιήσει την απαίτηση του άρθρου 243 ΠΚ[19].
31. Η συγκεκριμένη πραγματική σωματική βλάβη θα πρέπει να είναι αυτό το αποτέλεσμα της επίθεσης. Σε τέτοιας φύσης υποθέσεις, η ιατρική μαρτυρία είναι ζωτικής σημασίας[20].
32. Ό,τι απαγορεύεται, είναι η χρήση βίας ή η εκδήλωση πρόθεσης για την χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα, δηλαδή παράνομα (unlawfully)[21]. Με βάση το άρθρο 17 ΠΚ είναι συγχωρητέα η χρήση βίας προς αποτροπή μεγαλύτερου και ανεπανόρθωτου κακού σε άλλο πρόσωπο το οποίο ο ασκών τη βία έχει υποχρέωση να προστατεύσει, ή στον ίδιο του τον εαυτό (αυτοάμυνα)· νοουμένου ότι η βία η οποία ασκείται είναι αναγκαία για τον επιδιωκόμενο σκοπό, και εύλογη, υπό τις περιστάσεις. Είναι ζήτημα δικαίου και λογικής το πρόσωπο που υφίσταται επίθεση να μπορεί να προστατεύσει τον εαυτό του. Η άμυνα με άσκηση βίας δικαιολογείται, όταν η βία είναι σε λογικό βαθμό, για να αποτραπεί υφιστάμενος μεγαλύτερος κίνδυνος. Εάν υπερβεί το μέτρο, μπορεί, και πάλι, να λογιστεί ως επίθεση. Τι είναι λογικό, συναρτάται με τα γεγονότα της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης. Το μέτρο δεν είναι ακριβές, με την έννοια ότι το πρόσωπο που δέχεται επίθεση, την ώρα που δέχεται επίθεση, δεν μπορεί να μετρά με ακρίβεια τις κινήσεις του, ευρισκόμενος σε κατάσταση αγωνίας· είναι όμως αντικειμενικό. Οι έντιμες και ενστικτώδεις ενέργειες προσμετρούν για την προσέγγιση του εύλογου, ωστόσο ο υποκειμενικός φόβος δεν είναι εκείνος που ορίζει το εύλογο της βίας[22]. Όταν προβάλλεται η υπεράσπιση της αυτοάμυνας, η Κατηγορούσα Αρχή, στην οποία παραμένει πάντοτε το βάρος απόδειξης, οφείλει να την αποκλείσει, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας[23].
33. Για να αποδειχθεί το αδίκημα της απειλής, κατά το άρθρο 91Α ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:
(α) απειλή άλλου προσώπου με βία ή παράνομη πράξη ή παράλειψη·
(β) με τρόπο ώστε να προκαλείται στο πρόσωπο αυτό τρόμος ή ανησυχία.
34. Η επαπειλούμενη βία ή παράνομη πράξη θα πρέπει να μπορεί, εξ αντικειμένου, υπό τις συνθήκες που λαμβάνει χώρα, να προκαλέσει στον αποδέκτη τρόμο ή ανησυχία, με την έννοια του να μην είναι κενή περιεχομένου, και πράγματι να προκαλεί τρόμο ή ανησυχία. Οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνει χώρα η επαπειλούμενη πράξη εξετάζονται στο σύνολό τους. Έχει σημασία η υποκειμενική αντίληψη του απειλούμενου σε σχέση με την σκοπούμενη βία ή παρανομία, παρά η στατιστική πιθανότητα άσκησης βίας ή παρανομίας σε σύντομο χρόνο. Ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει πρόθεση εκφοβισμού του καταγγέλλοντος, έστω και αν δεν είχε σκοπό να διενεργήσει πράξη βίας ή παράνομη πράξη. Η πρόθεση εξετάζεται στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν το συμβάν, τις περιστάσεις των εμπλεκομένων και τη συμπεριφορά τους, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια που εξελίσσεται το συμβάν, ακόμα και μετά από αυτό, καθώς και τη φύση της απειλής[24].
35. Για την απόδειξη του αδικήματος της πρόκλησης ανησυχίας, κατά το άρθρο 95 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:
(α) Πρόκληση θορύβου ή ταραχής·
(β) σε δημόσιο χώρο·
(γ) χωρίς εύλογη αιτία·
(δ) με τρόπο που να ενδέχεται να οδηγήσει σε ανησυχία τους περίοικους ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης.
36. Η έννοια του «δημόσιου χώρου» δίδεται ευρέως στην ερμηνευτική διάταξη[25]. Δυνατόν ναι περιλαμβάνει τα κέντρα αναψυχής[26] ή τα καταστήματα[27] ή τους ιδιωτικούς επαγγελματικούς χώρους που είναι ανοιχτοί για το κοινό[28]. Θα πρέπει να αναζητείται η αφετηρία της δημιουργίας του θορύβου ή της ταραχής ώστε να προκύπτει ότι ο δημιουργός της είναι χωρίς εύλογη αιτία που προκαλεί θόρυβο ή ταραχή[29]. Το κριτήριο για το εάν ο θόρυβος ή η ταραχή μπορεί να οδηγήσει σε ανησυχία ή να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης είναι αντικειμενικό[30]. Ο λόγος είναι όμως για ενδεχόμενο και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι όντως προκλήθηκε ανησυχία σε συγκεκριμένους περίοικους ή ότι όντως προκλήθηκε διασάλευση της ειρήνης.
37. Για να αποδειχθεί το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης, κατά το άρθρο 99 ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθεί πως:
(α) υπήρξε συμπεριφορά που συνιστά εξύβριση·
(β) η εξύβριση έγινε σε δημόσιο χώρο ή σε χώρο που δεν είναι δημόσιος, με τρόπο ή υπό συνθήκες ώστε να ενδέχεται να ακουστεί από οποιοδήποτε πρόσωπο που βρίσκεται σε δημόσιο χώρο, και
(γ) να ήταν με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση.
38. Κατά πόσο η συμπεριφορά είναι υβριστική, είναι πραγματικό ζήτημα, που εξετάζεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης και τις επικρατούσες αντιλήψεις περί ηθικής και ευπρέπειας[31]. Οι λέξεις έχουν το συνηθισμένο τους νόημα, το κριτήριο του εάν είναι υβριστικό το τι ειπώθηκε, είναι αντικειμενικό, ωστόσο η διαπίστωση δεν παραμένει στην ακριβή απόδοση του νοήματος, θεωρητικά, εφόσον η λέξη ή η φράση πρέπει να ιδωθεί μέσα στη συγκεκριμένη πραγματική συνθήκη, όπου τοποθετείται και ο μέσος συνετός άνθρωπος, που ακούει ή βλέπει το συμβάν. Σε μία συνθήκη αντιπαράθεσης, το λεκτικό που χρησιμοποιείται μπορεί να εκληφθεί ευκολότερα ως υβριστικό[32].
39. Δεν χρειάζεται απόδειξη ότι όντως προκλήθηκε οποιοσδήποτε παρευρισκόμενος να επιτεθεί. Είναι αρκετό το ενδεχόμενο από την εξύβριση να αντιδράσει επιθετικά παριστάμενο πρόσωπο. Το κριτήριο είναι, και πάλι, κατά πόσο ο μέσος συνετός άνθρωπος, ακούγοντας ή βλέποντας το συμβάν, θα προκληθεί[33].
40. Για να αποδειχθεί το αδίκημα της επίθεσης ή της εσκεμμένης παρεμπόδισης κατά αστυνομικού οργάνου τήρησης της τάξης κατά τη δέουσα εκτέλεση του καθήκοντός του, κατά το άρθρο 244(β) ΠΚ, θα πρέπει να αποδειχθούν σωρευτικά τα ακόλουθα:
(α) Συμπεριφορά που συνιστά επίθεση ή αντίσταση ή εσκεμμένη παρεμπόδιση·
(β) στρέφεται εναντίον οργάνου τήρησης της τάξης ή σε πρόσωπο που τον συνδράμει·
(γ) κατά την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του.
41. Η έννοια της επίθεσης αναφέρθηκε προηγουμένως και δεν διαφοροποιείται. Θα πρέπει πρόσθετα να υπάρχει δέουσα εκτέλεση καθήκοντος από το μέλος της αστυνομίας, δηλαδή να μην υφίσταται παρανομία. Ο παράνομος περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας ενός πολίτη δημιουργεί δικαίωμα στον πολίτη να αντισταθεί, με σκοπό να απελευθερωθεί από την παράνομη σύλληψή του, πλαίσιο μέσα στο οποίο το απλό σπρώξιμο μπορεί να μην θεωρηθεί επίθεση[34]. Το δικαίωμα για αντίσταση δεν είναι απόλυτο αλλά τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς τις ενέργειες των αστυνομικών. Έτσι, όταν ασκείται υπέρμετρη βία από τον δράστη, ο δράστης, και πάλι, μπορεί να κριθεί ένοχος επίθεσης, παρά το παράνομο της σύλληψης[35].
Εξέταση
42. Παρεμβάλλεται πως το βάρος απόδειξης της σωρευτικής ύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων ενός αδικήματος το έχει η Κατηγορούσα Αρχή στο ύψιστο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδεικνύει με αποδεκτή μαρτυρία την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου του επίδικου αδικήματος και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσον εύλογες και εάν είναι[36]. Η μαρτυρία θα πρέπει να είναι αξιόπιστη και σαφής[37]. Εάν απορριφθεί η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, δεν είναι δυνατή η καταδίκη[38]. Εάν, στο τέλος της υπόθεσης, μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορουμένου τότε αυτό θα πρέπει να αποφασιστεί υπέρ του και να αθωωθεί και να απαλλαγεί από την κατηγορία[39].
43. Κρίνεται χρήσιμο να διευκρινιστεί το εξής, με αφορμή την παραπομπή στη Φωτίου ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 611 και τον τρόπο επίκλησής της: Η διατύπωση δεν είναι ότι νομιμοποιείται εκ προοιμίου η βία εναντίον Αστυνομικών ή άλλων προσώπων επιβολής του νόμου (δικηγόρων, δικαστικών επιδοτών, δικαστών, κ.λπ.), υπό την αίρεση της απόδειξης της νομιμότητας των ενεργειών τους. Το τεκμήριο νομιμότητας είναι ό,τι βασικό διαφυλάσσει τη δυνατότητα επιβολής του νόμου και την αξιοπρέπεια των προσώπων που είναι επιφορτισμένοι με σχετικά καθήκοντα. Υπερισχύει και κατά κανόνα η πιθανή αυθαιρεσία ή παρανομία προβάλλεται με προσφυγή στη δικαιοσύνη ή σε σχετικές διαδικασίες, όχι με πράξεις που θα μπορούσαν να είναι εγγύτερα προς την «αυτοδικία». Κατ’ εξαίρεση, όμως, όταν η κρατική όπως και αστυνομική δράση δεν συνοδεύεται από τα βασικά και έκδηλα εξωτερικά στοιχεία της νομιμότητας, όπως, για παράδειγμα, την επεξήγηση της ιδιότητας του Αστυνομικού ή των λόγων για τους οποίους διενεργείται η σύλληψη ή (κατ’ αναλογία) άλλος περιορισμός σε δικαίωμα ή ελευθερία, που επιβάλλεται, τότε, μπορεί να αναγνωριστεί περιθώριο προβολής από τον πολίτη της υπεράσπισης της άμυνας, για να δικαιολογηθεί ό,τι διαφορετικά θα συνιστούσε αντίσταση ή επίθεση ή άλλη παράνομη συμπεριφορά. Η εκ των υστέρων διαπίστωση παρανομίας στην Αστυνομική δράση μπορεί, επίσης, να μην καθιστά αναγκαία τη διατήρηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης του πολίτη που ενήργησε, αμυνόμενος, εάν ήταν αναγκαία και ανάλογη η άμυνά του, για να διατηρήσει ή να επαναφέρει την έννομη τάξη. Νοείται πως δεν μπορεί να είναι ανεκτή οποιαδήποτε κρατική ή Αστυνομική αυθαιρεσία ή βία, υπό τον μανδύα του δεδομένου δικαιώματος της επιβολής, και, ακριβώς επειδή υπάρχει το τεκμήριο της νομιμότητας, υπάρχει και η αντίστοιχη, αυστηρή απαίτηση η κρατική ή Αστυνομική δράση να είναι νόμιμη. Εξαιρετική ήταν και η περίπτωση στη Φωτίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), στην οποία αναγνωρίζεται πάντως το δικαίωμα προβολής της υπεράσπισης της άμυνας και έναντι στην αυθαίρετη Αστυνομική βία ή δράση, που, ως τέτοια, παύει να εκπροσωπεί και να εκπληρώνει τους σκοπούς της έννομης τάξης και του κράτους δικαίου. Σε αυτό το πλαίσιο, η λειτουργία της άμυνας, ακόμα κι αν προέρχεται από τον πολίτη εναντίον του μέλους της Αστυνομίας, όταν είναι προσανατολισμένη στο δίκαιο, μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά και προς ενίσχυση του κράτους δικαίου. Παρεμβάλλεται πως εκείνο ήταν το ουσιαστικό νόημα της Christie v. Leashinsky [1947] A.C. 573, στην οποία βασίστηκε ο λόγος της Φωτίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), που εντυπώθηκε μεταγενέστερα και στη Police and Criminal Evidence Act 1984 s 28, ως μετέπειτα διαμορφώθηκε· με αναφορά, εκεί, στη σύλληψη και στο βασικό δικαίωμα ενημέρωσης για τους λόγους της σύλληψης, μόλις υπάρξει η δυνατότητα. Όχι το να καθιερώσει κάποιο εξ αρχής υφιστάμενο, αυθύπαρκτο ή ανεξάρτητο «δικαίωμα αντίστασης» σε Αστυνομικές ενέργειες, πόσω μάλλον δικαίωμα άσκησης βίας στους Αστυνομικούς που ασκούν κανονικά τα καθήκοντά τους, στη βάση αφηρημένων προσωπικών πεποιθήσεων ότι δεν δικαιούνται να ενεργούν όπως ενεργούν τη δεδομένη χρονική στιγμή, υποκινούμενων από προσωπικά ελατήρια και ιδιοτελή συμφέροντα.
44. Ειδικότερα, στην Christie v. Leashinsky (ανωτέρω), ο κατηγορούμενος συνελήφθη από αστυνομικούς και κατηγορήθηκε βάσει συγκεκριμένου νόμου, για παράνομη κατοχή περιουσίας. Δεν υπήρχε ένταλμα σύλληψης, αλλά η αστυνομία καλόπιστα θεωρούσε ότι είχε κλέψει την περιουσία, ένα ύφασμα. Υπέστη και κράτηση. Κατά την ακροαματική διαδικασία, ο κατηγορούμενος απαλλάχθηκε. Η αστυνομία αποφασίσει να τον διώξει τότε για κλοπή, και πριν φύγει από το δικαστήριο, τον συνέλαβε εκ νέου. Αργότερα την ίδια ημέρα, τον κατηγόρησε για κλοπή, παραπέμφθηκε σε δίκη, αλλά η κατηγορία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Ο κατηγορούμενος ζήτησε αποζημίωση για παράνομη κράτηση και παράνομη επέμβαση στο πρόσωπό του (trespass). Παρόλο που το αδίκημα της παράνομης κατοχής βάσει του νόμου που ίσχυε ήταν ένα αδίκημα για το οποίο, υπό τις περιστάσεις, δεν υπήρχε εξουσία σύλληψης χωρίς ένταλμα, οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι η αγωγή τους ήταν δικαιολογημένη επειδή είχαν εύλογη και πιθανή αιτία να υποψιάζονται, και, στην πραγματικότητα, υποψιάζονταν, ότι ο εναγόμενος είχε κλέψει ή παραλάβει κακουργηματικά το ύφασμα. Αποφασίστηκε, από το House of Lords, ότι η σύλληψη χωρίς ένταλμα, είτε από αστυνομικό είτε από ιδιώτη, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εάν πρόκειται για σύλληψη για κατηγορία που γνωστοποιείται στο συλληφθέν άτομο, εκτός εάν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε το συλληφθέν άτομο ευλόγως να γνωρίζει γιατί συλλαμβάνεται στην ουσία (π.χ., όταν συλλαμβάνεται επ' αυτοφώρω) ή όταν αντιστέκεται βίαια στη σύλληψη· οι περιστάσεις της εν λόγω υπόθεσης δεν καλύπτονταν από τέτοιο όρο, ως εκ τούτου, η αρχική σύλληψη και φυλάκιση ήταν παράνομες. Κατά την εκ νέου σύλληψη, ο εναγόμενος γνώριζε ποιο ήταν το φερόμενο κακούργημα για το οποίο κρατούνταν και, επομένως, παρόλο που έλαβε χώρα εντός του δικαστηρίου, ήταν νόμιμη. Στον λόγο της απόφασης, είχαν διατυπωθεί και οι ακόλουθες αρχές:
(α) Εάν ένας αστυνομικός συλλάβει χωρίς ένταλμα, λόγω εύλογης υποψίας, για κακούργημα ή άλλο έγκλημα, που δεν απαιτεί ένταλμα, οφείλει, υπό κανονικές συνθήκες, να ενημερώσει τον συλληφθέντα για τον πραγματικό λόγο σύλληψης. Δεν δικαιούται να κρατήσει τον λόγο για τον εαυτό του ή να δώσει έναν λόγο που δεν είναι ο πραγματικός λόγος. Με άλλα λόγια, ένας πολίτης δικαιούται να γνωρίζει με ποια κατηγορία ή με υποψία για ποιο έγκλημα συλλαμβάνεται.
(β) Εάν ο πολίτης δεν ενημερωθεί, αλλά παρ' όλα αυτά συλληφθεί, ο αστυνομικός, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, είναι υπεύθυνος για παράνομη κράτηση.
(γ) Η απαίτηση να ενημερωθεί ο συλληφθείς για τον λόγο για τον οποίο συλλαμβάνεται φυσικά δεν υφίσταται εάν οι περιστάσεις είναι τέτοιες που πρέπει να γνωρίζει τη γενική φύση του φερόμενου αδικήματος για το οποίο κρατείται.
(δ) Η απαίτηση να ενημερωθεί δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί τεχνική ή ακριβής διατύπωση. Το ζήτημα είναι ουσίας και στρέφεται γύρω από την στοιχειώδη πρόταση ότι σε αυτή τη χώρα ένα άτομο, prima facie, δικαιούται την ελευθερία του και υποχρεούται να υποβληθεί σε περιορισμό της ελευθερίας του μόνο εάν γνωρίζει ουσιαστικά τον λόγο για τον οποίο ζητείται η επιβολή περιορισμού.
(δ) Το άτομο που συλλαμβάνεται δεν μπορεί να παραπονεθεί ότι δεν του έχουν παρασχεθεί οι παραπάνω πληροφορίες όπως και όταν θα έπρεπε, εάν ο ίδιος προκαλέσει την κατάσταση που καθιστά πρακτικά αδύνατη την ενημέρωσή του, π.χ. με άμεση αντεπίθεση ή τρέχοντας μακριά.
(ε) Αυτές οι αρχές ισχύουν εξίσου για ένα ιδιώτη που συλλαμβάνει με βάση υπόνοια.
45. Χαρακτηριστική, στην Christie v Leashinsky (ανωτέρω), και ενδιαφέρουσα για την εποχή της, δεν ήταν τόσο η φράση Lord Simonds που παρατέθηκε στη Φωτίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), αλλά η μετέπειτα φράση του:
«Blind, unquestioning obedience is the law of tyrants and of slaves. It does not yet flourish on English soil.»
(σε ελεύθερη μετάφραση)
«Η τυφλή και άκριτη υπακοή αποτελεί τον νόμο των τυράννων και των δούλων. Εις το έδαφος της Αγγλίας, δεν έχει ακόμη ευδοκιμήσει»,
εννοώντας, πάντοτε, εκεί, την άγνοια του πολίτη για τους λόγους σύλληψής του.
46. H R v Wilson [1955] 1 W.L.R. 493, στην οποία επίσης παρέπεμψε η Φωτίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), και πάλι, δεν είχε θεσπίσει ένα διαφορετικό εξ αρχής υφιστάμενο «δικαίωμα αντίστασης», ως τέτοιο, στην Αστυνομική σύλληψη, υπό την προσωπική πεποίθηση ότι δεν είναι νόμιμη. Εκεί, ο εφεσείων συνελήφθη για λαθροθηρία και επιτέθηκε στον θηροφύλακα, για να αποτρέψει νόμιμη σύλληψη. Κατηγορήθηκε βάσει συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, αλλά, λόγω της ακυρότητας της σύλληψης (επειδή δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του νόμου), επειδή η συγκεκριμένη διάταξη απαιτούσε «intent to prevent lawful apprehension» και δεν υπήρχε «lawful apprehension», δεν μπορούσε να καταδικαστεί για εκείνο το αδίκημα. Καταδικάστηκε, όμως, για κοινή επίθεση. Άσκησε έφεση με το σκεπτικό ότι η ετυμηγορία δεν ήταν ανοιχτή στους ενόρκους. Κατ’ έφεση, κρίθηκε ότι το αδίκημα για το οποίο είχε κατηγορηθεί ήταν διακεκριμένη επίθεση, που ενείχε την κοινή επίθεση, ώστε να μπορούσε να καταδικαστεί και για το λιγότερο σοβαρό αδίκημα. Υπήρχε ήδη η κρίση των ενόρκων ότι είχε χρησιμοποιήσει περισσότερη βία από εκείνην που ήταν αναγκαία για να αποκρούσει τη σύλληψή του. Στον λόγο της απόφασης διατυπώθηκε ως μια απολύτως αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση, εάν ένα άτομο ισχυρίζεται ότι συλλαμβάνει ένα άλλο άτομο χωρίς νόμιμο ένταλμα, το άτομο που συλλαμβάνεται να μπορεί να χρησιμοποιήσει βία, για να αποφύγει τη σύλληψή του, αλλά δεν ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει περισσότερη βία από ό,τι είναι απαραίτητο. Διατύπωση που δεν είχε το νόημα του εκ προοιμίου δικαιώματος αντίστασης σε σύλληψη που δεν έχει έκδηλη έλλειψη νομιμότητας.
47. Στη Kenlin v. Gardiner (1967) 2 Q.B. 510, στην οποία επίσης παραπέμπει η Φωτίου ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), επίσης, δεν θεσπίζεται τέτοιο εξ αρχής υφιστάμενο, αυθύπαρκτο «δικαίωμα αντίστασης» στη σύλληψη που διενεργεί Αστυνομικός, επειδή ο συλληφθείς την θεωρεί παράνομη, χωρίς όμως έκδηλα στοιχεία παρανομίας. Είχε και εκείνη η υπόθεση την ιδιαιτερότητά της. Οι εφεσείοντες, μαθητές, εθεάθησαν από δύο αστυνομικούς με πολιτική περιβολή, οι οποίοι θεώρησαν ύποπτη τη συμπεριφορά τους και ήθελαν να τους ανακρίνουν. Οι εφεσείοντες δεν συνειδητοποίησαν ότι ήταν αστυνομικοί (γεγονοτική βάση) και προσπάθησαν να διαφύγουν, παλεύοντας μαζί τους, και χτυπώντας έναν από τους αστυνομικούς. Καταδικάστηκαν για επίθεση σε μέλη της Αστυνομίας κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους, κατά παράβαση αντίστοιχης νομοθετικής διάταξης. Το Queen’s Bench Division έκρινε ότι οι πράξεις των αστυνομικών κατά των εφεσειόντων δεν έγιναν κατά τη διάρκεια της σύλληψης οποιουδήποτε από αυτούς, αλλά με σκοπό την κράτησή τους προκειμένου να τους τεθούν ερωτήσεις. Τεχνικά, συνιστούσαν επίθεση, που δικαιολογούσε την αυτοάμυνα των εφεσειόντων, την επιτυχία της σχετικής υπεράσπισης, καθώς δεν είχε διαπιστωθεί και ότι η βία που χρησιμοποίησαν στην αυτοάμυνα ήταν υπερβολική. Ακυρώθηκαν οι σχετικές καταδίκες τους.
48. Υπήρξαν ασφαλώς αρκετές νεότερες αγγλικές αποφάσεις, που είτε επικαλέστηκαν είτε εφάρμοσαν τις προαναφερόμενες αποφάσεις. Ό,τι όμως μπορεί να εκληφθεί πως απορρέει από τη σχετική κοινοδικαιική και ευρύτερα αγγλική νομολογιακή προσέγγιση, κατά τη γνώμη μου, εξαντλείται, πλέον, στα εγχώρια νομοθετικά κείμενα, διαφόρων διατάξεων, περιλαμβανομένης φυσικά της διάταξης του άρθρου 17 ΠΚ, που προβλέπει σχετικά με την άμυνα, ως υπεράσπιση. Από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι συγχωρητέα η πράξη ή αίρεται το άδικό της, λόγω άμυνας, όπως επιπλέον έχουν αναπτυχθεί και στην εγχώρια νομολογία επί του άρθρου 17 ΠΚ.
49. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενέργεια του ΜΚ1 να κατακρατήσει το κλειδί του οχήματος, για να εμποδίσει τους Κατηγορούμενους 1 κα 2 να αναχωρήσουν από το λιμάνι, και έπειτα, για τον ίδιο σκοπό, η παράλειψή του να επιστρέψει το κλειδί, όταν ζητήθηκε, υπό τις περιστάσεις που προαναφέρθηκαν στη σύνοψη των ευρημάτων, κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν νόμιμη ενέργεια, όπως έλαβε χώρα.
50. Καταρχάς, σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο 73(Ι)/2004, άρθρο 68 § 1 (α)(β), ο ΜΚ1 είχε το δικαίωμα να κατακρατήσει τους Κατηγορούμενους, εάν είχε εύλογη υποψία ότι ενέχονται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου, όπως και να ανακόψει μεταφορικό μέσο που έχει εύλογη υποψία ότι χρησιμοποιήθηκε ή εμπλέκεται στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, με βάση οποιονδήποτε νόμο, τηρουμένων και των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155.
51. Ο ΜΚ1, αφενός, δίστασε να καταθέσει πως είχε εύλογη υποψία πως οι Κατηγορούμενοι εμπλέκονταν στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, κατά παράβαση οποιουδήποτε νόμου, και να αναφέρει συγκεκριμένα αδικήματα και την επαπειλούμενη τιμωρία τους, αφετέρου, να πει ότι κατακράτησε το όχημα και αρνήθηκε να επιστρέψει το κλειδί με το οποίο θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί η μηχανή του οχήματος και να κινηθεί, με την ανεξήγητη προοπτική της κατακράτησης και των προσώπων που θα επέβαιναν στο όχημα, ώστε να μην φύγουν, και, εξαναγκαζόμενα, να μείνουν στο λιμάνι, για να ανακριθούν.
52. Πριν ο ΜΚ1 ειδοποιήσει το Τμήμα Αλιείας, που ήταν το αρμόδιο για τη επιμέρους διερεύνηση της πληροφορίας του άγνωστου περαστικού περί παράνομης αλιείας, προσέγγισε ο ίδιος το σημείο, κατέστησε τον εαυτό του ορατό, και μάλιστα κάλεσε τον Κατηγορούμενο 1 για να του υποβάλει ερωτήσεις. Παρέμβαση που ενδεχομένως να ήταν και βλαπτική ως προς την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης, η οποία μπορεί να χρειάζονταν πιο διακριτικό χειρισμό ή προηγούμενη παρακολούθηση. Η μη ανταπόκριση του Κατηγορούμενου 1 στην κλήση του ΜΚ1 να του υποβάλει (άγνωστες) ερωτήσεις, ενδεχομένως να ενίσχυε τις υποψίες του ΜΚ1 ότι οι Κατηγορούμενοι πιθανόν να διέπραξαν αδικήματα σχετικά με την αλιεία, κατ’ επέκταση ότι επέστρεψαν και άμεσα στο νησί, για να αποκρύψουν παράνομη αλιεία. Εάν ο ΜΚ1, όμως, σκόπευε να κατακρατήσει τους Κατηγορούμενους, στη βάση τέτοιας υποψίας, να τους συλλάβει, θα έπρεπε να πράξει ανάλογα με ό,τι διαλαμβάνουν οι πρόνοιες του άρθρου 11 του Συντάγματος και του περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμου 163(I)/2005, όπως και οι πρόνοιες του Κεφ.155. Ο ΜΚ1 ανέφερε πως δεν συνέτρεχαν προϋποθέσεις για σύλληψη των Κατηγορουμένων οποτεδήποτε, και βασικά, ως γεγονός, ουδέποτε τους συνέλαβε. Τους επέβαλε, όμως, για άγνωστο λόγο, περιορισμό, να περιμένουν στον χώρο, με το να κρατήσει το κλειδί του οχήματος, με το οποίο θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να αναχωρήσουν από το μέρος, και μετέπειτα με το να αρνηθεί να τους το επιστρέψει, όταν ζητήθηκε.
53. Ο ΜΚ1 είχε αναφερθεί ασαφώς στο Δικαστήριο σε αδίκημα που διέπραξαν οι Κατηγορούμενοι γιατί εγκατέλειψαν το όχημα αφύλακτο, σε προστασία του από κλοπή. Με βάση τους περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμούς, πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο µηχανοκίνητου οχήµατος σε οποιονδήποτε δρόμο, οφείλει να µην εγκαταλείπει το όχηµα χωρίς να λάβει προηγουµένως όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις κατά τρόπο ώστε αυτό να µη µπορεί να τεθεί σε κίνηση κατά την απουσία του. Η ράμπα καθέλκυσης και ανέλκυσης σκαφών (boat ramp), εφόσον είναι προσιτή στο κοινό (δημόσια χρήση) και χρησιμοποιείται για μετακίνηση ή πρόσβαση, έστω και ειδικού τύπου (δηλαδή για βάρκες αντί για οχήματα ή πεζούς), μπορεί να υποστηριχθεί ερμηνευτικά ότι εντάσσεται στην ευρεία έννοια της «οδού» ή του «δρόμου». Επίσης, κάθε πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο µηχανοκινήτου οχήµατος, έχει υποχρέωση να υπακούει σε οδηγίες Αστυνομικού με στολή, περιλαμβανομένης της οδηγίας να ακινητοποιήσει το όχημά του, μέχρι ο Αστυνομικός να του δώσει οδηγίες να συνεχίσει, ή και να επιτρέψει σε Αστυνομικό με στολή να εξετάσει το όχημα, για σκοπούς συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς. Ακόμα κι αν ο Κατηγορούμενος 1 είχε παραβεί την υποχρέωσή του να ασφαλίσει το όχημα ώστε να μην μπορεί να οδηγηθεί από άλλο πρόσωπο, αφήνοντάς το στη ράμπα ξεκλείδωτο, με το κλειδί επάνω, κατά τη γνώμη μου, δεν δικαιολογείτο η κατακράτηση του κλειδιού του οχήματος από τον ΜΚ1 συνοδευόμενη από την άρνηση επιστροφής του στον Κατηγορούμενο 1. Ούτε η κατακράτηση των προσώπων για να ανακριθούν από το Τμήμα Αλιείας, που φαίνεται πως ήταν ο απώτερος σκοπός. Έπειτα, ο ΜΚ1 δεν κατέθεσε πως έδωσε οδηγίες στον Κατηγορούμενο 1 να ακινητοποιήσει το όχημά του, μέχρι να του δώσει οδηγίες να συνεχίσει, ή οποιαδήποτε συγκεκριμένη οδηγία, σχετική με την εφαρμογή των Κανονισμών που ρυθμίζουν την τροχαία κίνηση.
54. Ο ΜΚ1 ανέφερε, επίσης, ασαφώς, διαφύλαξη τυχόν μαρτυρίας, ωστόσο, δεν προκύπτει από οπουδήποτε, και δεν μαρτυρήθηκε, η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι στο όχημα θα μπορούσαν να υπάρχουν τεκμήρια σχετικά με κάποια εγκληματική ενέργεια, και ο ΜΚ1 δεν ερεύνησε το όχημα, ούτε ενημέρωσε τους Κατηγορούμενους πως το κατακρατά για σκοπούς έρευνάς του. Ούτε εξηγήθηκε γιατί η διερεύνηση της πληροφορίας ήταν αναγκαίο να γίνει χωρίς προηγούμενη μετακίνηση των Κατηγορούμενων 1 και 2 από το λιμάνι, σε συνάρτηση με το ότι υπήρχαν όντως υποψίες πως είχαν στην κατοχή τους, είτε στη βάρκα είτε στο όχημα, στοιχεία σχετικά με διερευνώμενη υπόθεση.
55. Το κυριότερο είναι πως δεν εξηγήθηκαν στους Κατηγορούμενους οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να επιβληθεί ο συγκεκριμένος ή οποιοσδήποτε περιορισμός, ενώ υπήρχε η δυνατότητα, εάν υπήρχαν, να εξηγηθούν. Δεν έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη η μαρτυρία του ΜΚ1 περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή δεν είχε τον χρόνο. Βασικά, μέχρι σήμερα, δεν εξηγήθηκαν οι λόγοι, αλλά ούτε και κατέστη δυνατή η εξήγησή τους. Εάν ο ΜΚ1 εξηγούσε στον Κατηγορούμενο 1 τι ακριβώς θέλει, ο Κατηγορούμενος 1 ενδεχομένως να συνεργάζονταν, όπως άλλωστε φαίνεται να συνεργάστηκε όταν ανακόπηκε το όχημα πλέον οδηγούμενο στη λεωφόρο Αγίου Γεωργίου, και για την έρευνά του, αλλά και για να του ληφθεί κατάθεση, και δη κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες. Όταν έγινε διερεύνηση και από το Τμήμα Αλιείας, που εν τέλει έγινε χωρίς την αναγκαιότητα οι Κατηγορούμενοι να ήταν παρόντες στο σημείο, δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε επιλήψιμο.
56. Υπήρχε και στην παρούσα περίπτωση, που είναι επίσης εξαιρετική, κατά τη γνώμη μου, έκδηλη έλλειψη των εξωτερικών στοιχείων της νομιμότητας στον τρόπο που ο ΜΚ1 επέλεξε να ενεργήσει. Δημιουργήθηκε συνολικά μία κατάσταση αμυντική, προστιθέμενων βεβαίως και των υπόλοιπων συνθηκών. Το επεισόδιο διαδραματίστηκε μπροστά σε κόσμο, εμπλέκοντας, ο ΜΚ1, ενεργά, και έναν πολίτη στις δράσεις του, και απευθύνθηκε προς τον Κατηγορούμενο 1 και από φυσική απόσταση, γιατί είχε νερά στο σημείο που βρίσκονταν ο Κατηγορούμενος 1 και δεν ήθελε να προσεγγίσει, για να μην βραχεί. Καθόλου διακριτικά θα μπορούσε να λεχθεί· ούτε δείχνοντας ότι ασκεί επίσημα συγκεκριμένη εξουσία που του δίδει ο νόμος και η Πολιτεία, την οποία υπηρετούσε τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ότι τηρούσε μία κανονική, νόμιμη διαδικασία. Ο Κατηγορούμενος 1, ως σπουδαστής νομικής, είχε και έναν βαθμό κατανόησης των απαιτήσεων της νομιμότητας. Η προσβολή που εξέφρασε πως αισθάνθηκε ο ΜΚ1, επειδή υπήρχε κόσμος, θα μπορούσε να ήταν και ένα συναίσθημα που επέβαλε ο ίδιος στους Κατηγορούμενους, να τύχουν προσοχής από τους παρευρισκόμενους στο λιμάνι, ως ύποπτοι, για κάτι, άγνωστο τι.
57. Υπό το σύνολο των περιστάσεων, όπως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, κατά τη γνώμη μου, αναδύθηκε φυσιολογικά η ανάγκη χρησιμοποίησης άμυνας, ως ενστικτώδης ενέργεια, σε μία άμεση, εξ εξελίξει, άδικη κατάσταση που λειτούργησε ως σκόπιμη ενέργεια (λήψη του κλειδιού) και μετέπειτα παράλειψη (άρνηση επιστροφής του κλειδιού) με προοπτική να βλάψει έννομο αγαθό χωρίς νόμιμο λόγο, ακόμα κι αν αυτή η άμυνα έπρεπε να απευθυνθεί σε Αστυνομικό με στολή· συνθήκη που είναι, ούτως ή άλλως, στο σύνολό της, δυσάρεστη. Δυσάρεστη θα μπορούσε να είναι και για τον Κατηγορούμενο 1, που είχε επιλέξει να αφοσιωθεί στη νομική επιστήμη, το να αναγκαστεί να συμπεριφερθεί έντονα σε Αστυνομικό με στολή. Η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου 1 δεν είχε τη διάσταση διακριτής επίθεσης εναντίον του θεσμικού ρόλου του ΜΚ1, είτε αυτοδικίας, και ήταν, υπό τις συνθήκες, προσανατολισμένη στην προστασία και επαναφορά της έννομης τάξης, στην ανάκτηση του κλειδιού του οχήματος, που ο ΜΚ1 δεν είχε γνωστό δικαίωμα να κατακρατά.
58. Η διαπίστωση σχετικά με τη μη κανονικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του ΜΚ1, καθιστά μη εφικτή την καταδίκη για τα αδικήματα που για τη σύστασή τους απαιτούν την κανονικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του μέλους της Αστυνομίας, δηλαδή τις Κατηγορίες 2, 3, 8 και 9.
59. Σχετικά με την άμυνα τώρα, δεν αποδείχθηκε, στον απαιτούμενο βαθμό, αφενός, ως γεγονός, η εμπλοκή του Κατηγορούμενου 2 στην προσπάθεια ανάκτησης του κλειδιού που ακολούθησε· αφετέρου, η απουσία αναγκαιότητας και αναλογικότητας στις φυσικές κινήσεις του Κατηγορούμενου 1, στην προσπάθεια ανάκτησης του κλειδιού, για να μπορέσουν να φύγουν, ως είχαν δικαίωμα, προς αποκλεισμό της άμυνας.
60. Ο ΜΚ1 κρατούσε σφικτά κλειστό το χέρι του, με το κλειδί του οχήματος εντός της παλάμης του, αρνούμενος να το παραδώσει. Τεχνικά, η πράξη του ΜΚ1 μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να θεωρηθεί άσκηση φυσικής βίας, κατά τρόπο ώστε η δυνατότητα άμυνας να μπορούσε να περιέχει, αντίστοιχα, και η ίδια άσκηση φυσικής βίας, ως κατάλληλη για την ανατροπή της παρανομίας. Το στοιχείο της φυσικής βίας συνίσταται στο ότι ο ΜΚ1 ασκούσε σωματική δύναμη (κρατώντας σφιχτά το κλειδί) σε αντικείμενο που ανήκε στους Κατηγορούμενους, εμποδίζοντας την άμεση χρήση του και κατ’ επέκταση την ελεύθερη άσκηση δικαιωμάτων των Κατηγορουμένων. Ο Κατηγορούμενος 1, αφού πρώτα ζήτησε την επιστροφή του κλειδιού χωρίς ανταπόκριση, προσπαθώντας με ελαφριές κινήσεις να πάρει πίσω το κλειδί, ενήργησε για να αποτρέψει παρούσα και ενεργή, εκείνη την χρονική στιγμή, και παράνομη πράξη, που λάμβανε, με τα δεδομένα αυτά, τη διάσταση της επίθεσης. Η ενέργειά του ήταν αναγκαία αμυντική πράξη, διότι άλλος τρόπος άμεσης αποτροπής ή άρσης της προσβολής (π.χ. αναμονή άλλου μέλους της Αστυνομίας) δεν προκύπτει να ήταν εφικτός ή επαρκής, υπό τις περιστάσεις. Η ιδιότητα του ΜΚ1 ως Αστυνομικός θα λειτουργούσε ούτως ή άλλως αποτρεπτικά από το να αναζητήσει, ο Κατηγορούμενος 1, έννομη προστασία από την Αστυνομία, τη δεδομένη χρονική στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, η παθητική άμυνα, δηλαδή η κλήση άλλου μέλους της Αστυνομίας, ή η ταπεινωτική υποχώρηση που θα προϋπόθετε οποιοσδήποτε άλλος χειρισμός, υπό τις περιστάσεις, θα διατηρούσαν προσβεβλημένη την έννομη τάξη από την ενέργεια του ΜΚ1 ή ακόμα και θα εδραίωναν την προσβολή, χωρίς απόκρουση.
61. Η οπτική πως θα μπορούσαν να υποστούν τον περιορισμό, οι Κατηγορούμενοι, για άγνωστο χρονικό διάστημα και μέχρι να ανακριθούν, με σεβασμό, δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ο ΜΚ1 διατύπωνε πως μόνον εάν προηγούνταν κάποια (άγνωστη) διαδικασία θα τους επέστρεφε το κλειδί του οχήματος, θέτοντας, για την επιστροφή του κλειδιού, ως προϋπόθεση, το να υποστούν οι Κατηγορούμενοι ανάκριση, μπροστά στον κόσμο, σε άγνωστο χρόνο (ήταν καθ’ οδόν ο λειτουργός του Τμήματος Αλιείας), και για άγνωστο στους ίδιους λόγο. Παρεμπιπτόντως, αν ήθελαν να φύγουν οι Κατηγορούμενοι, για να αποφύγουν όντως υφιστάμενες υποχρεώσεις τους προς την Αστυνομία και κατ’ επέκταση την Πολιτεία, κατανοητές ως τέτοιες, θα μπορούσαν να είχαν φύγει με τη βάρκα ή πεζοί. Με αυτήν την προσέγγιση δηλαδή, θα μπορούσε να είναι ο συλλογισμός πως δεν είχε και λογική το εγχείρημα να κατακρατηθεί το όχημα (το κλειδί του), για να εξαναγκαστεί, δια της κατακράτησής του, ο σκοπούμενος περιορισμός των προσώπων στον χώρο, για να ανακριθούν από το Τμήμα Αλιείας επιτόπου.
62. Πριν εξεταστεί και η αναλογικότητα της άμυνας να σημειωθεί το εξής, που σχετίζεται με τη σωματική βλάβη του ΜΚ1: Σύμφωνα με το Τ10, ο ΜΚ1 διαγνώστηκε με «μία μικρή εκδορά» και «οίδημα», που συνιστούν σωματική βλάβη. Δεν αποδεικνύεται, όμως, χωρίς λογική αμφιβολία, με την υφιστάμενη μαρτυρία, ότι η σωματική αυτή βλάβη ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Κατηγορούμενου 1 να ανακτήσει το κλειδί. Δημιουργείται μεν πιθανότητα, εκ του ότι με το αριστερό χέρι κρατούσε το κλειδί ο ΜΚ1 και στο αριστερό χέρι του διαπιστώθηκαν οι βλάβες αυτές. Η αποδεδειγμένη αιτιακή σύνδεση, όμως, λείπει. Ο ΜΚ1 δεν μπορούσε να υποστηρίξει το περιεχόμενο του Τ10 και δεν ήταν αξιόπιστη η προφορική μαρτυρία του ΜΚ1 σχετικά με την έκταση των τραυματισμών του και τους λόγους που επισκέφθηκε το ΤΑΕΠ, για τους λόγους που εξηγήθηκαν προηγουμένως, κατά την αξιολόγηση. Μία «μικρή εκδορά» θα μπορούσε να προκύψει από οπουδήποτε. Δεν αναφέρεται στο Τ10 ο χρόνος που υπολογίζεται πως προέκυψε η «μικρή εκδορά» στο χέρι του ΜΚ1 και δεν θα μπορούσε απλώς να υποτεθεί πως προκλήθηκε από τον Κατηγορούμενο 1, σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όπως ούτε το «οίδημα», από κάποιο τράβηγμα ή σπρώξιμο που κατάφερε ο Κατηγορούμενος 1, και όχι, για παράδειγμα, από αυτό το σφίξιμο της παλάμης του χεριού του ΜΚ1, με την χρήση παρατεταμένης πίεσης στον παράμεσο δάκτυλο, για να την κρατά σφικτά κλειστή.
63. Με αναφορά στις Κατηγορίες 1 και 7 ως έχουν, ακόμα κι αν το Δικαστήριο δέχονταν πως η σωματική βλάβη που αναφέρεται στο Τ10, δίχως άλλο, αναμφίβολα, ήταν το αποτέλεσμα της προσπάθειας του Κατηγορούμενου 1 να ανακτήσει το κλειδί, αφαιρώντας το από το χέρι του ΜΚ1, και πάλι, δεν προκύπτει, από το μέγεθος της βλάβης που εντυπώνεται στο Τ10, πως ήταν δυσανάλογη η βία που ασκήθηκε από τον Κατηγορούμενο 1. Ο Κατηγορούμενος 1 δεν κτύπησε τον ΜΚ1 και οι κινήσεις του, που ήταν ελαφριές, ήταν όπως φαίνεται το ηπιότερο δυνατό μέσο, εφόσον δεν λειτούργησε προηγουμένως η λεκτική προσπάθεια. Τέτοιες κινήσεις, των οποίων μάλιστα έγινε και αναπαράσταση κατά την ακροαματική διαδικασία, εάν υπήρχε σοβαρός λόγος, θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί από τον ΜΚ1. Συνεπώς, σε περίπτωση που γίνονταν αποδεκτή η αιτιακή σύνδεση στο επίπεδο των γεγονότων, εφόσον δεν αποδεικνύεται η δυσαναλογία ή η υπέρβαση του μέτρου που επέβαλλε η επίτευξη του σκοπού της ανάκτησης του κλειδιού, θα επιτύγχανε η υπεράσπιση της άμυνας, σε σχέση με τις Κατηγορίες 1 και 7. Παρεμπιπτόντως, στη βάση της ίδιας διαπίστωσης, της ύπαρξης αναγκαιότητας και της απουσίας δυσαναλογίας στις φυσικές κινήσεις του Κατηγορούμενου 1, για την ανάκτηση του κλειδιού που παράνομα κρατούσε ο ΜΚ1, δεν θα μπορούσε να υπάρξει καταδίκη ούτε για το λιγότερο σοβαρότερο αδίκημα της κοινής επίθεσης, που δεν περιλαμβάνεται στο Κατηγορητήριο, και ενέχεται στις Κατηγορίες 1 και 7.
64. Με τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ1 ότι όντως ειπώθηκαν από τους Κατηγορούμενους 1 και 2 οι φράσεις που ανέφερε στην κυρίως εξέτασή του, δεν μπορούν να αποδειχθούν οι Κατηγορίες 4, 5, 10 και 11 που σχετίζονται με απειλή και τη δημόσια εξύβριση.
65. Επίσης, με τα υφιστάμενα δεδομένα, και τον τρόπο που ενήργησε ο ΜΚ1, δεν αποδεικνύεται και ότι από το επεισόδιο που έγινε την 23.07.2019 στο λιμάνι του Αγίου Γεωργίου Πέγειας προκλήθηκε από τους Κατηγορούμενους 1 και 2 θόρυβος, της έκτασης που θα μπορούσε να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης.
Κατάληξη
66. Υπό το σύνολο των δεδομένων, δεν μπορεί να υπάρξει καταδίκη των Κατηγορούμενων 1 και 2 για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που περιέχονται στο κατηγορητήριο ή για κοινή επίθεση.
67. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 αθωώνονται σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και απαλλάσσονται από αυτές.
(Υπ.) ……………………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, άρθρο 243 ΠΚ.
[2] Επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός του, άρθρο 244(β) ΠΚ.
[3] Εσκεμμένη παρεμπόδιση κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός του, άρθρο 244(β) ΠΚ.
[4] Απειλή, άρθρο 91Α ΠΚ.
[5] Δημόσια εξύβριση, άρθρο 99 ΠΚ.
[6] Ανησυχία, άρθρο 95 ΠΚ.
[7] Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, άρθρο 243 ΠΚ.
[8] Επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός του, άρθρο 244(β) ΠΚ.
[9] Εσκεμμένη παρεμπόδιση κατά οργάνου τήρησης της τάξης κατά την κανονική εκτέλεση του καθήκοντός του, άρθρο 244(β) ΠΚ.
[10] Απειλή, άρθρο 91Α ΠΚ.
[11] Δημόσια εξύβριση, άρθρο 99 ΠΚ.
[12] Ανησυχία, άρθρο 95 ΠΚ.
[13] Εκκρεμούσης της υπόθεσης, καταργήθηκε η δυνατότητα αυτή, με τον ν.64(I)/2022.
[14]. Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 ΑΑΔ 552, Ζερβού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 ΑΑΔ 447, Καρεκλά ν. Κλεάνθους (1997) 1 ΑΑΔ 1119, Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1 ΑΑΔ 614, Παπακοκκίνου ν. Σμυρλή (2001) 1 ΑΑΔ 1653, Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 ΑΑΔ 401, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 207, Ιωάννου ν. Παλάζη (2004) 1 ΑΑΔ 576, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Vlatislaw (2011) 1 ΑΑΔ 55, Τσιντίδης ν. Χαριδήμου (2012) 1 ΑΑΔ 2290.
[15] R. v. Coughlan [1976] Crim.L.R. 629, Εφραιμίδου ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 319, Α.Δ. ν. Δημοκρατίας (2016) 2 ΑΑΔ 544, κ.α.
[16] R v. Venna [1975] 3 All E.R 788, Πετρόπουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574.
[17] R. v. Rolphe [1953] 36 Cr. App. R. 4, Fagon v. Metropolitan Police Commissioner [1988] 3 All E.R. 44.
[18] R. v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974 και R. v. Caldwell (1981) 1 All E.R. 964.
[19] R. v. Miller (1954) 2 All E.R. 529, Georghiades v. Police (1985) 2 C.L.R. 56, Αστυνομία v. Ιωάννου (1989) 2 ΑΑΔ 61, Chikhaeva v. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 669.
[20] Σοφοκλή ν. Λεωνίδου (1993) 1 ΑΑΔ 1003, 1010, Knell v. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 51, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 439, Γιώρκας ν. Αστυνομίας, ΠΕ 27/2021, 16.02.2022.
[21] Δήμος Πετρόπουλος v. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574.
[22] Μηλιώτης ν. Αστυνομίας (1971) 2 ΑΑΔ 292, Μαϊφόσιης ν. Αστυνομίας (1978) 2 ΑΑΔ 9, Καλλίσης ν. Δημοκρατίας (1981) 2 ΑΑΔ 143, Δημακόπουλος ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 170, Αχτάρ ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 397,
[23] Mohamed ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266, Γιάλλουρου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 320.
[24] Κούσουλος ν. Αστυνομίας ΠΕ119/2021, 20.01.2022, ECLI:CY:AD:2022:B13.
[25] Ηροδότου ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 373 και Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 1.
[26] Anthony Castelow and Another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 25.
[27] Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 362.
[28] Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 493.
[29] Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 499.
[30] Ηροδότου ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 373.
[31] Αχιλλέως v. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 98.
[32] Brutus v. Cozens (1972) 2 ALL ER 1297, Bolster ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 89.
[33] Γενικός Εισαγγελέας ν. Natalia Kozina (1999) 2 ΑΑΔ 503.
[34] Christie v. Leachinsky [1947] AC 373, 591. Φωτίου ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 611.
[35] Φωτίου ν. Αστυνομίας (2015) 2 ΑΑΔ 611.
[36] Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363.
[37] Φλουρής ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401.
[38] Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο