ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. G. M. H., Υπόθεση αρ. 2024/2025, 12/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. G. M. H., Υπόθεση αρ. 2024/2025, 12/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Υπόθεση αρ. 2024/2025

 

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

ν.

 

 

 

 

 

G. M. H.

 

 

 

____________

 

 

Ημερομηνία: 12 Μαΐου 2025

Εμφανίσεις:

Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Κατηγορούσα Αρχή / Αιτητές

Ειρ. Θεοχάρους (κα) με Ε. Κούπα (κα), για τον Κατηγορούμενο / Καθ’ ου η αίτηση

Κατηγορούμενος / Καθ’ ου η αίτηση: παρών

 

Αίτηση ημερομηνίας 16.04.2025 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

1.        Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει αδικήματα βίας στην οικογένεια. Τα γεγονότα από τα οποία προκύπτουν οι κατηγορίες είναι τα εξής: Η καταγγέλλουσα και ο Κατηγορούμενος συνήψαν γάμο το 2009 και απέκτησαν έναν υιό, ηλικίας σήμερα 12 ετών, ενώ η καταγγέλλουσα έχει ακόμα έναν υιό, μεγαλύτερο σε ηλικία, από προηγούμενο γάμο. Ενώ η καταγγέλλουσα και ο Κατηγορούμενος έλαβαν διαζύγιο το 2024, εξακολουθούν να διαμένουν μαζί. Στην ίδια στέγη διαμένει πλέον και ο μεγάλος υιός της καταγγέλλουσα με τη συμβία του. Την 13.04.2025, περί ώρα 01:30, η καταγγέλλουσα ήταν στην οικία της, όταν άκουσε τον Κατηγορούμενο, επιστρέφοντας στο σπίτι από τη δουλειά του, να φωνάζει και να βρίζει, λέγοντας «Its my f*cking house, its my f*ching furniture, dont think to seat on the sofa». Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος είχε μεταβεί στην κουζίνα και άρχισε να ανοίγει τα ντουλάπια και να τα κλείνει, κτυπώντας τα, και λέγοντας «put everything back where you found them». Αφορμή για τη συμπεριφορά του αυτή ήταν κάποιες μετακινήσεις στα έπιπλα που είχε κάνει η καταγγέλλουσα την προηγούμενη ημέρα. Τις φωνές άκουσε και ο μεγάλος υιός της καταγγέλλουσας, που ήταν επίσης στο σπίτι. Την 02.04.2025, ο μικρός υιός της καταγγέλλουσας και του Κατηγορούμενου, μετά από συνομιλία που είχε με τον Κατηγορούμενο, νωρίτερα την ίδια ημέρα, ανέφερε πως ο Κατηγορούμενος του είχε πει πως θα τους κάνει κακό, εννοώντας τη μητέρα του και τον μεγάλο υιό της με τη συμβία του, αναφέροντας «something bad is going to happen to them very soon». Την 15.04.2025, η λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας Πάφου, που κατονομάζεται, είχε συνέντευξη με τον ανήλικο, ο οποίος της ανέφερε πως, πριν από περίπου ένα μήνα, στο σπίτι τους, ο πατέρας του είπε την φράση «they will have consequences», μετά από λογομαχία που έγινε μέσα στο σπίτι, μεταξύ του Κατηγορούμενου και των υπολοίπων, δηλαδή της καταγγέλλουσας και του μεγάλου υιού της και της συμβίας του. Την 15.04.2025, ο Κατηγορούμενος συνελήφθη, ενώ, κατά την ανακριτική του κατάθεση, ανέφερε πως υπάρχουν αλλότρια κίνητρα στην καταγγελία, να τον βγάλουν έξω από το σπίτι.

 

2.        Στη βάση αυτής της μαρτυρίας, σύμφωνα με την οποία ο Κατηγορούμενος φέρεται να άσκησε βία εναντίον της καταγγέλλουσας και ότι έχει τάσεις για άσκηση ή επανάληψη βίας, καθώς και της μαρτυρίας ότι έχει φέρει την καταγγέλλουσα σε ευάλωτη θέση ώστε, εάν συνεχίσει να την πλησιάζει και να την παρενοχλεί, να υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στην καταγγέλλουσα, υποβλήθηκε από την Αστυνομία αίτηση για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων αποκλεισμού, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης.

 

3.        Ενώ η αίτηση υποβλήθηκε μονομερώς, έλαβε γνώση της η πλευρά του Κατηγορούμενου, η οποία εμφανίστηκε στο Δικαστήριο και υπέβαλε ένσταση στην έκδοση των διαταγμάτων. Το Δικαστήριο δέχθηκε να ακούσει και την πλευρά του Κατηγορούμενου, πριν εξετάσει την αίτηση, εφόσον δεν υπήρχε εναντίωση της Κατηγορούσας Αρχής σε αυτό.

 

4.        Με την ένστασή του, ο Κατηγορούμενος, θέτει πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, αποκρύπτονται γεγονότα και υπάρχουν αλλότρια κίνητρα, ενώ η έκδοση των διαταγμάτων θα περιορίσει δυσανάλογα δικαιώματά του, καθότι είναι συνιδιοκτήτης της οικίας. Ισχυρίζεται, δια της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση, πως δεν διέπραξε οποιοδήποτε αδίκημα, ούτε απείλησε ούτε εκφόβισε την καταγγέλλουσα, η οποία προέβη σε καταγγελία για αλλότριους σκοπούς. Είχε προβεί και στο παρελθόν σε καταγγελία εναντίον του, στο Ηνωμένο Βασίλειο, με σκοπό να τον εκδιώξει από το ακίνητο που είχαν εκεί, πριν να μετακομίσουν στην Κύπρο, ωστόσο ουδέποτε διώχθηκε ποινικά ή εκδιώχθηκε από την κατοικία τους, την οποία εγκατέλειψε ο ίδιος λόγω της διάστασής τους, συνεχίζοντας να επισκέπτεται και να έχει επικοινωνία με τον υιό του. Από τον Ιούλιο του 2022, όταν μετακόμισαν στην Κύπρο, διαμένουν μεν μαζί με την καταγγέλλουσα, χωρίς όμως σοβαρά προβλήματα ή καυγάδες, πλην από τα συνήθη μεταξύ ενός ζευγαριού. Τον Ιούνιο του 2024 η καταγγέλλουσα είχε καταχωρίσει ενδιάμεση αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο, για την αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης, την αίτηση 6/2024, στο πλαίσιο της οποίας απέτυχε να εξασφαλίσει κάποιο διάταγμα για να τον εκδιώξει από την οικία. Ο λόγος που είχε κάνει την αίτηση εκείνη, όπως αντιλήφθηκε, ήταν γιατί ήθελαν να εγκατασταθούν στο σπίτι τους ο μεγαλύτερος υιός της με τη φιλενάδα του. Οι αιτήσεις στο Οικογενειακό Δικαστήριο αποσύρθηκαν και την 04.11.2024 εκδόθηκε το διαζύγιο. Τους τελευταίους όμως μήνες προσπαθεί, η καταγγέλλουσα, να εκδιώξει τον Κατηγορούμενο, για να μένουν η ίδια με τα παιδιά και τη φιλενάδα του υιού της. Ο ίδιος, σε διάφορες περιπτώσεις, της πρότεινε την πώληση του σπιτιού και τον διαμοιρασμό των εσόδων, για την εύρεση ακινήτων για τον καθένα. Εντούτοις, η καταγγέλλουσα αρνείται να το πράξει και εμμένει στο ότι η ίδια δεν επιθυμεί να φύγει από το σπίτι. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις, υπήρχαν αιτήματα, και μέσω των δικηγόρων της, να εγκαταλείψει το σπίτι, προτάσεις που περιλάμβαναν το αποτέλεσμα αυτό σε συνάρτηση με το διάταγμα διατροφής. Ο ίδιος ανέφερε πως ήταν πρόθυμος να μετακομίσει, εάν η καταγγέλλουσα αγόραζε το δικό του μερίδιο ή εάν συμφωνούσε με την πώληση, εφόσον ο ίδιος δεν θα ήταν σε θέση να καλύπτει έξοδα διατροφής και ενοικίου. Την 07.03.2025, ο μεγαλύτερος υιός της καταγγέλλουσας με τη φιλενάδα του, χωρίς προηγούμενη γνώση και συγκατάθεση, μετακόμισαν στην Κύπρο και εγκαταστάθηκαν στην οικία τους. Όταν ο Κατηγορούμενος συνειδητοποίησε ότι η εγκατάστασή τους ήταν μόνιμη, το μόνο που ανέφερε ήταν ότι θα ήταν δίκαιο να πληρώνουν ενοίκιο και να συνεισφέρουν στα έξοδα των λογαριασμών, κάτι που ενόχλησε την καταγγέλλουσα που έκτοτε προσπαθεί να βρει τρόπο για να προκαλέσει εντάσεις στην καθημερινή διαβίωση και ρουτίνα. Σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα για την ανάγκη συνεισφοράς των συγκατοίκων τους στάλθηκε δια των δικηγόρων του την 15.04.2025. Ο ίδιος, λόγω των ωρών της εργασίας του, έχει περιορισμένη επαφή με την καταγγέλλουσα και τους υπόλοιπους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Έχει μόνο επαφή με τον ανήλικο υιό του. Ειδικότερα, από τότε που στο σπίτι μετακόμισε και ο μεγαλύτερος υιός της καταγγέλλουσας με τη φιλενάδα του, ο ίδιος, όπως αναφέρει, αισθάνεται φιλοξενούμενος στο σπίτι του, ανεπιθύμητος, οπότε, όταν δεν εργάζεται, μένει στο δωμάτιο του, για να αποφύγει την επαφή μαζί τους. Πρόκειται για διώροφη κατοικία, το δωμάτιο του είναι στον πρώτο όροφο και η καταγγέλλουσα χρησιμοποιεί το ισόγειο. Οι κοινοί χώροι είναι το σαλόνι, η κουζίνα και ο κήπος, ωστόσο αποφεύγει τις συναντήσεις, για να αποφεύγονται και οι αχρείαστες διενέξεις και εντάσεις μεταξύ τους. Ειδικότερα, από τότε που μετακόμισε στο σπίτι ο μεγάλος υιός της καταγγέλλουσας με τη φιλενάδα του, έκανε κατάληψη, αφαιρώντας έπιπλα, αλλάζοντας τη διαρρύθμιση, πετώντας τις κουρτίνες, φωτιστικά ή έπιπλα, χωρίς συγκατάθεση του Κατηγορούμενου ή ενημέρωση έστω. Ο ίδιος προσπαθεί να συγκρατείται, να μην εκφράζεται. Την 13.04.2025, επέστρεψε από την εργασία του, όλα είχαν μετακινηθεί, τα έπιπλα που του ανήκουν, αναστατώθηκε, αισθάνθηκε ξένος, και ύψωσε τη φωνή του, αλλά ήταν μόνος του, δεν ήταν κάποιος εκεί. Εδώ και ένα μήνα είναι που συμβαίνει αυτό. Δεν τον υπολογίζουν. Πράγματι, αναστατώθηκε, μιλούσε στον εαυτό του, λέγοντας «αυτό είναι το σπίτι μου και τα έπιπλά μου», ούτε όμως έβρισε ούτε ανέφερε τις φράσεις αυτές στην καταγγέλλουσα, για να της προκαλέσει αυτά για τα οποία τον κατηγορούν. Την επόμενη ημέρα, είχε επικοινωνήσει με τους δικηγόρους του και ζήτησε να στείλουν το ηλεκτρονικό μήνυμα. Ουδέποτε, όπως λέει, υπήρξε βίαιος, ενώ η καταγγέλλουσα, σε διάφορες περιπτώσεις, τον εξύβρισε και προκάλεσε καυγά. Όσον αφορά το περιστατικό που κατατέθηκε για την 02.04.2025 μετά από καβγά, δεν είναι αληθές γεγονός, προς τούτο προβάλλει ό,τι, κατά τη θέση του, συνιστά ασυνέπειες στις καταθέσεις των μαρτύρων. Θεωρεί πως η καταγγέλλουσα χρησιμοποιεί τον ανήλικο ως «όπλο» εναντίον του Κατηγορούμενου και τον κακολογεί για να τον εκδιώξει και να απολαμβάνει την κατοχή του σπιτιού μόνη της με τον άλλο υιό της και την φιλενάδα του, χωρίς ενοίκιο. Εάν η καταγγέλλουσα βίωνε φόβο, λέει, θα είχε υποβάλει παράπονο από την 02.04.2025, όταν κατά τη θέση της έλαβε χώρα το περιστατικό που ανέφερε. Θεωρεί αντίφαση το γεγονός ότι η καταγγέλλουσα ανέφερε στην Αστυνομία πως η ίδια δεν χρειάζεται ασφαλές μέρος για να μείνει, επειδή μένει μαζί της ο υιός της. Επίσης, θεωρεί ψευδή την καταγγελία, με απώτερο σκοπό να εκδιωχθεί ο ίδιος από το σπίτι. Το σπίτι είναι αρκετά μεγάλο και μπορούν να ζουν όλοι χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλο, όπως αναφέρει. Το αντίθετο, θα συνεπάγεται δική του υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, εφόσον ο μηνιαίος μισθός του κυμαίνεται στα €1.200 - €1.400, καταβάλλει διατροφή €400 και καλύπτει και τα δικά του έξοδα. Η καταγγέλλουσα εργάζεται σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν γνωρίζει, όπως λέει, τα δικά της έσοδα. Επιμένει, μέσω της ένστασης, στις δικές του οικονομικές προτάσεις για το σπίτι.

 

5.        Η ακρόαση έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, χωρίς συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις ή άλλη μαρτυρία, και χωρίς αντεξέταση οποιουδήποτε από τους μάρτυρες. Πρόσθετα, έχω ακούσει την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και από την συνήγορο του Κατηγορούμενου, προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων. Έχω υπόψη μου ό,τι αναφέρθηκε, στην πλήρη του μορφή.

 

Νομικές πτυχές

 

6.        Τα διατάγματα που ζητούνται με την αίτηση είναι με βάση τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο 115(Ι)/2021 και τον περί Προστασίας από Παρενόχληση και Παρενοχλητική Παρακολούθηση Νόμο 114(Ι)/2021.

 

7.        «Βία», στο πλαίσιο του ν.115(Ι)/2021, σημαίνει πράξη, παράλειψη ή σεξουαλική πράξη χωρίς συναίνεση ή συμπεριφορά με την οποία δύναται να προκληθεί βλάβη στο θύμα και περιλαμβάνει σωματική, λεκτική, σεξουαλική, ψυχολογική, οικονομική και κάθε άλλης μορφής βία ή πόνο έναντι γυναίκας, κάθε απειλή για τέτοια πράξη, καθώς και εξαναγκασμό ή αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε αυτά διενεργούνται στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο. Ο «εξαναγκασμός» αναφέρεται στην κάμψη της ελεύθερης βούλησης προσώπου με την χρήση βίας ή απειλών ή κατά κατάχρηση ή εκμετάλλευση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης ή με τη χρήση άλλων μέσων απαγορευμένων διά νόμου, με σκοπό την πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βλάβης ή πόνου ή της αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας του στον δημόσιο ή ιδιωτικό βίο ή τη σύναψη αναγκαστικού γάμου· την απειλή πρόκλησης βλάβης εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικού περιορισμού οποιουδήποτε προσώπου· οποιαδήποτε συμπεριφορά ή σχέδιο στοχεύει στη δημιουργία της εντύπωσης σε πρόσωπο ότι η παράλειψη εκτέλεσης συγκεκριμένης πράξης θα επιφέρει βλάβη εναντίον προσώπου ή περιουσίας ή σωματικό περιορισμό προσώπου· κατάχρηση ή επαπειλούμενη κατάχρηση νομικών ή διοικητικών διαδικασιών αναφορικά με το καθεστώς οποιουδήποτε προσώπου· κατάχρηση σχέσης εμπιστοσύνης ή εξουσίας ή επιρροής ή/και ευάλωτης θέσης. Η άσκηση βίας κατά γυναίκας είναι ποινικό αδίκημα, διακεκριμένης μορφής, σε ορισμένες περιπτώσεις.

 

8.        Το άρθρο 32, με τον πλαγιότιτλο «προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή κατηγορούμενου» έχει ως εξής:

 

32.-(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από μονομερή (ex parte) αίτηση του θύματος, της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ή, όπου το θύμα είναι παιδί, επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο ή ύποπτο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή και να το πλησιάζει στον χώρο εργασίας του ή άλλο χώρο που θα αποφασίσει το Δικαστήριο, μέχρις ότου καταχωριστεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του υπόπτου για αδίκημα βίας κατά γυναίκας.

 

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα αποκλεισμού καθ’ οιονδήποτε χρόνο ύστερα από την καταχώρηση αίτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) η οποία συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του, οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

 

(3) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο εντός της περιόδου αυτής, σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το Δικαστήριο.

 

(4) Κατά την ορισμένη ημέρα και ώρα, το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο, όπως και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα παρατείνει αυτό για περαιτέρω χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες.

 

(5) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ του διατάγματος για τόση περίοδο όση κρίνει αναγκαία, χωρίς η περίοδος ισχύος του διατάγματος να υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες στο σύνολό της για την περίοδο που προηγείται της άσκησης ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

 

(6) Το Δικαστήριο δύναται, μετά την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου, να εκδώσει ή παρατείνει την ισχύ του διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

 

9.        Το άρθρο 32 ν. 115(Ι)/2021 ρυθμίζει τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι να καταχωριστεί ή και να εκδικαστεί η ποινική υπόθεση. Το διάταγμα που εκδίδεται με βάση το άρθρο 32 μέχρι την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης μπορεί να παραταθεί με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης.

 

10.     Σύμφωνα με το άρθρο 32 §§ 2, 6, το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, έπειτα από αίτηση των φορέων ή προσώπων που αναφέρονται, που υποβάλλεται μετά από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα βίας κατά γυναίκας, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του Κατηγορούμενου, μέχρι να εκδικαστεί ποινική υπόθεση. Η αίτηση συνοδεύεται είτε από ένορκη δήλωση του θύματος είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων είτε οποιουδήποτε άλλου προσώπου εφόσον προσκομιστούν ενώπιον του αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει των διατάξεων του νόμου.

 

11.     Η υπό εξέταση αίτηση έχει σχετική νομική βάση και δεν υπάρχει ασάφεια ως προς το είδος του διατάγματος που ζητείται, ότι συνιστά προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού με βάση το άρθρο 32.

 

12.     Η ουσιαστική προϋπόθεση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 είναι η εκ πρώτης όψεως υπόδειξη κινδύνου άσκησης βίας κατά γυναίκας ή ενδοοικογενειακής βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή η ανάγκη προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πώς. Το Δικαστήριο δεν αξιολογεί τη μαρτυρία και δεν εκδικάζει την υπόθεση, αλλά την εξετάζει στην όψη της, όπως εκτίθεται ενώπιον του.

 

13.     Το άρθρο 33 δίδει στο Δικαστήριο τη διακριτή δυνατότητα να εκδίδει εναντίον προσώπου το οποίο κατηγορείται για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, διάταγμα με ισχύ για τέτοια περίοδο και υπό τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατόν να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει στον Κατηγορούμενο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή πλησιάζει αυτό στον χώρο εργασίας του ή σε άλλο χώρο το οποίο θα αποφασίσει. Το Δικαστήριο, ορίζει στο διάταγμα αποκλεισμού ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης αυτού. Το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του Κατηγορουμένου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού εκτός εάν δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του Κατηγορουμένου συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Ο Κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου. Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του νόμου.

 

14.     Το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του άρθρου 32 μπορεί να καλύπτει ευρύτερες περιπτώσεις συγκριτικά με το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του άρθρου 22 του περί Πρόληψης της Βίας στην Οικογένεια και την Προστασία των Θυμάτων Νόμου 119(Ι)/2000, εφόσον μπορεί να επεκταθεί και στην απαγόρευση προς τον Κατηγορούμενο από το να πλησιάζει το θύμα σε καθορισμένη απόσταση, για την πληρέστερη προστασία του. Ο Κατηγορούμενος εξακολουθεί να τεκμαίρεται αθώος, δεν υπάρχει οποιαδήποτε κρίση σχετικά με τη διάπραξη ή μη των υπό εξέταση αδικημάτων.

 

15.     Έγινε αναφορά από την πλευρά του Κατηγορούμενου σε προϋποθέσεις του ν.119(Ι)/2000, γι’ αυτό η αναφορά, εκκινώντας από το άρθρο 22 του εν λόγω νόμου. Το άρθρο 22, με τον πλαγιότιτλο «προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή απομάκρυνσης θύματος», έχει ως εξής:

 

22.—(1) Το Δικαστήριο δύναται, έπειτα από αίτηση μέλους της οικογένειας ή της αστυνομίας ή του κατηγόρου ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή του Οικογενειακού Συμβούλου ή άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε απ' αυτούς, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου ή απομάκρυνσης ανήλικου θύματος, μέχρις ότου καταχωρισθεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα βίας.

 

(2) Το Δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα καθ’ οιονδήποτε χρόνο έπειτα από αίτηση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή, στην περίπτωση ανήλικου θύματος, οποιουδήποτε προσώπου που είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή από οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης βίας, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει αυτού ή άλλου νόμου.

 

(3)(α) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο μέχρι οκτώ ημερών από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο Δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει ο Πρωτοκολλητής.

 

(β) Κατά την ορισμένη από τον Πρωτοκολλητή ημέρα και ώρα το Δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα το παρατείνει μέχρι οκτώ επιπρόσθετες ημέρες.

 

(γ) Το Δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ διατάγματος μέχρι και οκτώ ημέρες σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις ημέρες πριν από την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου.

 

(δ) Το Δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου να εκδώσει ή παρατείνει διάταγμα αποκλεισμού ή απομάκρυνσης ανηλίκου θύματος με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

 

16.     Το εν λόγω άρθρο 22 ρυθμίζει τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι να καταχωριστεί ή και να εκδικαστεί η ποινική υπόθεση. Το διάταγμα που εκδίδεται με βάση το άρθρο 22 μέχρι την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης μπορεί να παραταθεί με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, ενώ το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης.

 

17.     Σύμφωνα με το άρθρο 22 § 2, 3(δ), το Δικαστήριο δύναται, μεταξύ άλλων, έπειτα από αίτηση των φορέων ή προσώπων που αναφέρονται, που υποβάλλεται μετά από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης για ποινικό αδίκημα βίας, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του Κατηγορούμενου, μέχρι να εκδικαστεί ποινική υπόθεση. Η αίτηση συνοδεύεται είτε από ένορκη δήλωση του θύματος είτε από οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης βίας, περιλαμβανομένων καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει αυτού ή άλλου νόμου.

 

18.     Βασική προϋπόθεση έκδοσης τέτοιου προσωρινού διατάγματος, και με βάση το άρθρο 22, είναι η απόδειξη εκ πρώτης όψεως κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας. Το Δικαστήριο θεωρεί τη μαρτυρία που συνοδεύει την αίτηση στην όψη της, χωρίς να προβαίνει σε αξιολόγησή της. Δεν εκδικάζει την υπόθεση, ούτε διαμορφώνει κρίση ενοχής του Κατηγορούμενου, ο οποίος ασφαλώς είναι δυνατόν, μετά την εκδίκαση της υπόθεσης, να αθωωθεί. Από την όψη και μόνον της μαρτυρίας, θα πρέπει να προκύπτει ο κίνδυνος. Ο κίνδυνος μπορεί να αφορά είστε σε άσκηση (για πρώτη φορά) βίας είτε σε επανάληψη βίας. Ο σκοπός του προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού είναι να αποτρέψει την άσκηση ή την επανάληψη βίας, ενόψει τέτοιου κινδύνου.

 

19.     Άλλο είναι το προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδεται με βάση το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000, όταν καταδεικνύεται εκ πρώτης όψεως κίνδυνος άσκησης ή επανάληψης βίας, πριν ή μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης, μέχρι την καταχώριση ή την εκδίκασή της, αντίστοιχα, κατά κανόνα μονομερώς[1], και άλλο είναι το διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδεται μετά την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης ή ακόμα και σε στάδιο επιβολής ποινής με βάση το άρθρο 23 ν.119(Ι)/2000. Το ίδιο συμβαίνει και αναφορικά με τη συσχέτιση του άρθρου 32 ν.115(Ι)/2021 με το άρθρο 33 ν.115(Ι)/2021.

 

20.     Παρεμβάλλεται αρχικά πως το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021 όπως και το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000 είναι αυτοτελείς νομικές βάσεις. Επαρκεί κάθε μία ξεχωριστά για την έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση, ο εκ πρώτης όψεως κίνδυνος, βάσει του οποίου εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με βάση τις εν λόγω ειδικές νομικές διατάξεις, απαντά συνοπτικά σε όλες τις προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν και για τους σκοπούς του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, να υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, καλές πιθανότητες επιτυχίας, κι αν δεν εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε κατοπινό στάδιο. Νοείται ότι, για να εκδοθεί τέτοιο διάταγμα, θα πρέπει το ισοζύγιο της δικαιοσύνης να κλίνει προς την αναγκαιότητα της έκδοσής του. Το άρθρο 32 ν.14/1960, όμως, δεν είναι αναγκαία νομική βάση. Έπειτα, εφόσον ζητείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021 που καλύπτει και την είσοδο και παραμονή στην οικία όπου επί του παρόντος στεγάζεται το φερόμενο ως θύμα, δεν χρειάζονταν και η παράθεση οποιουδήποτε άρθρου του ν.119(Ι)/2000 στη νομική βάση.

 

21.     Η δραστικότητα ακόμα και ενός προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, στην όψη του κινδύνου βίας, με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021 ή το άρθρο 22 ν.119(Ι)/2000, μπορεί να ωθεί τη συνανάγνωση με το άρθρο 23 ν.119(Ι)/2000. Ο αποκλεισμός, ως αποτέλεσμα, με βάση οποιονδήποτε νόμο, είναι αναμφίβολα δραστικός, σε προσωρινή ή σε μόνιμη βάση. Εξ ου και η ανάγκη για ταχεία εκδίκαση τέτοιας φύσης υποθέσεων.

 

22.     Το άρθρο 23 ν.119(Ι)/2000, όμως, εκδίδεται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις και γενικότερα σε διαφορετικό πλαίσιο ακόμα και από το άρθρο 22 του ιδίου νόμου, και από το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021, στο οποίο αφορά η υπό εξέταση υπόθεση. Για την έκδοση διατάγματος βάσει του άρθρου 23 ν.119(Ι)/2000, δεν προβλέπεται στον νόμο αίτηση οποιουδήποτε από τα περισσότερα πρόσωπα που μπορούν να αιτηθούν με βάση το άρθρο 22, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα της Κατηγορούσας Αρχής να υποβάλει τέτοια αίτηση, περίπτωση στην οποία εφαρμόζει τον ίδιο τύπο αίτησης με αυτόν του άρθρου 22. Το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση και εκδίδει διάταγμα με βάση το άρθρο 23 θέτει το ίδιο συγκεκριμένη περίοδο αποκλεισμού, που βασικά επιβάλλει στον ενώπιον του Κατηγορούμενο. Η αναθεώρηση σε ημερομηνία που ορίζει πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού είναι για τυχόν παράταση ή διαφοροποίηση. Αναθεώρηση ή ακύρωση μπορεί να ζητήσει ο Κατηγορούμενος με δική του αίτηση πριν από τη λήξη της περιόδου αποκλεισμού, εάν υπάρχει διαφοροποίηση των δεδομένων. Κατά την επιστροφή διατάγματος που εκδίδεται μονομερώς όμως, είτε με βάση το άρθρο 22 είτε και με βάση το άρθρο 23 (εάν εξασφαλιστεί τέτοιο διάταγμα με μονομερή αίτηση) η αναθεώρηση, υπό το φως των όσων αναφέρει ο Κατηγορούμενος ή οποιοδήποτε επηρεαζόμενο πρόσωπο, ενιστάμενο, μπορεί να οδηγήσει και σε ακύρωση του διατάγματος. Η περίοδος αποκλεισμού δεν έχει τους χρονικούς περιορισμούς του προσωρινού διατάγματος περιορισμού πριν από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης με βάση το άρθρο 22, ενώ μπορεί να μην προσδιορίζεται αναγκαστικά από τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης. Δεν επαρκεί η εκ πρώτης όψεως απόδειξη κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας, όπως επαρκεί για την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22.

 

23.     Για την έκδοση διατάγματος βάσει του άρθρου 23, θα πρέπει να αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι ο Κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειάς του ή ότι είχε δύο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα (περίπτωση α) ή η βία που ασκήθηκε θα πρέπει έχει προκαλέσει τέτοια πραγματική σωματική, σεξουαλική ή ψυχική βλάβη, που να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή τη σεξουαλική ή ψυχική υγεία των θυμάτων (περίπτωση β) ή θα πρέπει να αρνείται ο Κατηγορούμενος να υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου που επιβάλλεται ως όρος για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 33 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου (ΠΚ), ή άλλως πως (περίπτωση γ).

 

24.     Για να εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του άρθρου 23 ν.119(Ι)/2000, το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει ικανοποιηθεί για οποιανδήποτε από τις διαζευκτικά προβλεπόμενες περιπτώσεις. Πριν από τυχόν καταδίκη για την επίδικη περίπτωση, ανεξαρτήτως ενοχής, μπορεί να εκδοθεί όπου αποδεικνύεται, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι ο κατηγορούμενος έχει ιστορικό επανειλημμένων πράξεων βίας εναντίον μελών της οικογένειάς του ή ότι είχε δύο καταδίκες τα τελευταία δύο χρόνια για παρόμοια αδικήματα. Η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος αποκλεισμού βάσει του άρθρου 23  § 2(α), για τον προαναφερόμενο λόγο, δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τη δυνατότητα έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22 § 3(δ) μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, χωρίς να αποκλείεται, εάν υπάρχουν επανειλημμένες πράξεις βίας ή προηγούμενες καταδίκες τα δύο τελευταία χρόνια να γίνει χρήση αμφότερων των διατάξεων των άρθρων 22 § 3(δ) και 23  § 2(α) ή αυτά τα δεδομένα να συνεκτιμώνται στην προσέγγιση του κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας με βάση το άρθρο 22.

 

25.     Ανάμεσα στις διαζευκτικές περιπτώσεις, για τις οποίες μπορεί να εκδοθεί διάταγμα με βάση το άρθρο 23, είναι να αποδεικνύεται, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, πως η βία που όντως ασκήθηκε στην επίδικη περίπτωση ήταν σε τέτοιο βαθμό ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του διατάγματος εκ του μεγέθους της βλάβης. Η διαπίστωση της περίπτωσης β, συνηθέστερα, δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο έκδοσης διατάγματος με βάση το άρθρο 22 § 3(δ), στην όψη της μαρτυρίας, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να γίνει στο πλαίσιο του άρθρου 23  § 2(β) και για τους σκοπούς του· χωρίς να αποκλείεται η ένταση της βίας που εκ πρώτης όψεως μαρτυρείται βάσει της αίτησης να συνεκτιμάται και για την προσέγγιση του κινδύνου επανάληψής της, για τους σκοπούς του άρθρου 22.

 

26.     Συναφώς, και η αναφορά της τρίτης περίπτωσης του άρθρου 23 στο άρθρο 33ΠΚ, ανάμεσα στις διαζευκτικές δυνητικές εφαρμογές του άρθρου 23, είναι αναφορά σε δυνατότητα του Δικαστηρίου, για πρόσωπο που έχει ήδη καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, αντί να του επιβάλει ποινή, να το απολύσει με ανάληψη από αυτό προσωπικής υποχρέωσης, με ή χωρίς εγγυητές, για το ποσό που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο, να προσέλθει και να ακούσει την έκδοση της απόφασης σε προσεχή συνεδρία του Δικαστηρίου, ή όταν κληθεί για το σκοπό αυτό.

 

27.     Το διάταγμα αποκλεισμού καθορισμένης περιόδου του άρθρου 23 είναι καταλληλότερα ανάμεσα στις εναλλακτικές ή πρόσθετες κυρώσεις που διαθέτει το Δικαστήριο, για σκοπούς ποινικής μεταχείρισης. Το Δικαστήριο, στο διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδει με βάση το άρθρο 23, ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού που καθορίζει, κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του διατάγματος αυτού. Κατά την εξέταση αυτή, ακούει τις απόψεις του Κατηγορούμενου του παραπονούμενου και οποιουδήποτε άλλου προσώπου επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός όπου αυτοί είναι ανήλικοι και δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του Κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των αρμόδιων υπηρεσιών. Ο Κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου. Ρητά προβλέπεται στην § 5 πως τέτοιο διάταγμα αποκλεισμού μπορεί να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής τηρουμένων της § 6, ή μαζί με άλλες ποινές. Η πρόνοια της § 6 είναι πως το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα αποκλεισμού στις περιπτώσεις όπου επιβάλλει ταυτόχρονα και ποινή φυλάκισης, για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών. Στις περιπτώσεις όπου επιβάλλεται ποινή φυλάκισης μικρότερη των έξι μηνών, διάταγμα αποκλεισμού δύναται να εκδοθεί ταυτόχρονα με την ποινή της φυλάκισης, αλλά η ισχύς θα αρχίζει μετά την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου.

 

28.     Οι διατάξεις του άρθρου 23 δεν εξειδικεύουν τις διατάξεις του άρθρου 22 § 3(δ) ούτε είναι πρόσθετες προς αυτές. Δεν είναι ούτε για το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021.

 

29.     Οι ρυθμίσεις σχετικά με την ιδιοκτησία της οικογενειακής κατοικίας και η έκδοση διατάγματος για τη διαμονή των προσώπων, κατά τον τίτλο του άρθρου 24 ν.119(Ι)/2000, είναι συμπληρωματικές προς το άρθρο 23 του ιδίου νόμου. Πρόκειται για ρυθμίσεις που μπορούν να γίνουν μόνον κατόπιν ακρόασης και του Κατηγορούμενου, όχι κατά το στάδιο της έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 22, μονομερώς, ή και κατά την έκδοση προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021. Με βάση αυτές, εάν ο Κατηγορούμενος δεν έχει ποσοστό ιδιοκτησίας επί της οικογενειακής κατοικίας πέραν του ήμισυ, το Δικαστήριο δεν εξετάζει το ζήτημα διαμονής του, αλλά παραπέμπει το ζήτημα για εξέταση στον Οικογενειακό Σύμβουλο· αν ο κατηγορούμενος έχει εξ αδιαιρέτου ποσοστό ιδιοκτησίας επί της οικογενειακής κατοικίας πέραν του ήμισυ, το Δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα της διαμονής του και ακολούθως δίδει τις οδηγίες που κρίνει αναγκαίες σχετικά με τη διαμονή του ιδίου ή της οικογένειάς του ή μελών της. Το Δικαστήριο, όταν δίδει οδηγίες για τη διαμονή διαφόρων προσώπων, εξετάζει μεταξύ άλλων τα οικονομικά μέσα τους και παρέχει στον Κατηγορούμενο το δικαίωμα να αποταθεί στο Δικαστήριο μέσα σε τακτή προθεσμία και να ζητήσει την αλλαγή της διεύθυνσης της οικογενειακής κατοικίας για την οποία ισχύει το διάταγμα, αν εξεύρει κατάλληλη κατοικία για να μετακινηθεί η οικογένειά του. Δεν αποκλείεται βεβαίως να προκύψει η ανάγκη ρύθμισης της διαμονής οποιουδήποτε προσώπου και για σκοπούς προσωρινού αποκλεισμού, περίπτωση στην οποία μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή, στο στάδιο ακρόασης του Κατηγορούμενου.

 

30.     Έχοντας εξηγήσει τα ανωτέρω, θεωρώ πως το δάνειο των προϋποθέσεων του άρθρου 23 ν.119(Ι)/2000, για σκοπούς έκδοσης διατάγματος με βάση το άρθρο 32 ν.115(Ι)/2021, στο οποίο κατέφυγε η πλευρά του Κατηγορούμενου, προκειμένου να επαυξήσει το αποδεικτικό βάρος πέραν της εκ πρώτης όψεως απόδειξης κινδύνου, δεν είναι ορθό. Επίσης, δεν προκύπτει από οπουδήποτε πως ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ο ν.119(Ι)/2000 για την αίτηση έκδοσης προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού, επειδή χρησιμοποιήθηκε ο ν.115(Ι)/2021, για την αίτηση έκδοσης τέτοιου προσωρινού διατάγματος αποκλεισμού, υπήρξε σκοπιμότητα ή και ότι υφίσταται αδυναμία εφαρμογής τυχόν αναγκαίας διάταξης του ν.119(Ι)/2000.

 

31.     «Παρενόχληση», στο πλαίσιο του ν.114(Ι)/2021, σημαίνει την πρόκληση ανησυχίας ή αγωνίας σε άλλο πρόσωπο∙ «συμπεριφορά» σε σχέση με την παρενόχληση ενός προσώπου, σημαίνει την επίδειξη τουλάχιστον δύο φορές συμπεριφοράς που συνιστά παρενόχληση. Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε συμπεριφορά η οποία προκαλεί παρενόχληση, ενώ γνωρίζει ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εν λόγω συμπεριφορά προκαλεί παρενόχληση, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος. Το αξιόποινο είναι διευρυμένο σε περίπτωση κατά την οποία η παρενόχληση συνίσταται στην πρόκληση φόβου στο θύμα ότι θα ασκηθεί βία εναντίον του.

 

32.     Το άρθρο 6, με τον πλαγιότιτλο «διατάγματα Δικαστηρίου» έχει ως εξής:

6. (1) Δικαστήριο, το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, κατόπιν αίτησης της Αστυνομίας, του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του θύματος, μέλους της οικογένειας του θύματος ή/και άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε από αυτούς, να εκδώσει διάταγμα με το οποίο επιβάλλει σε ύποπτο οποιαδήποτε απαγόρευση ή/και οποιονδήποτε περιορισμό θεωρεί αναγκαίο ή/και επιθυμητό υπό τις περιστάσεις, μέχρις ότου καταχωριστεί ποινική υπόθεση εναντίον του για ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο:

Νοείται ότι, η ως άνω αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή/και εκπροσώπου του θύματος ή/και μέλους της οικογένειας του θύματος, το οποίο έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή/και των αποδεικτικών στοιχείων.

(2) Το αναφερόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα εκδίδεται κατόπιν απόδειξης γεγονότων ή/και στοιχείων, τα οποία εκ πρώτης όψεως δημιουργούν κίνδυνο επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.

(3) Η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) περιλαμβάνει την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία δύναται να-

(α) απαγορεύει ή/και να περιορίζει τον ύποπτο ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα να προσεγγίζει ή να ακολουθεί το θύμα∙ ή/και

(β) απαγορεύει ή/και να περιορίζει την πρόσβαση του υπόπτου για συγκεκριμένη περίοδο ή μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί του κατηγορητηρίου, στον τόπο διαμονής ή/και εργασίας ή/και σε υποστατικό του θύματος ή/και άλλου προσώπου το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα, ή/και στον τόπο που αυτό συχνάζει∙ ή/και

(γ) απαγορεύει στον ύποπτο να έρχεται σε επαφή ή/και να παρενοχλεί το θύμα ή/και άλλο πρόσωπο το οποίο προσδιορίζεται στο διάταγμα.

(4)(α) Διάταγμα, το οποίο εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημερομηνία επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής, σε μέρα και ώρα που ορίζεται από το δικαστήριο.

(β) Κατά την ορισμένη μέρα και ώρα, το δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή/και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιαστεί και αποφασίζει κατά πόσο θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή θα το παρατείνει μέχρι και οκτώ (8) ημέρες, χωρίς η συνολική ισχύς του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ημέρες μέχρι την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου.

(γ) Ο ύποπτος δύναται να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση του διατάγματος πριν από τη λήξη της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.

(5) Το δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον του υπόπτου, να εκδώσει νέο διάταγμα ή να παρατείνει το διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης:

Νοείται ότι, για την έκδοση τέτοιου διατάγματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3).

(6) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διάταγμα δυνατόν να επιβληθεί αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή/και μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου Νόμου.

(7) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και το οποίο παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους αυτού, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€4.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.

 

33.     Ουσιαστικά ζητούμενο, για να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5, είναι η εκ πρώτης όψεως απόδειξη του κινδύνου επανάληψης ή/και εξακολούθησης της συμπεριφοράς που συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εν λόγω νόμου και θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια ή/και σωματική ή/και ψυχική υγεία του θύματος ή/και μέλους της οικογένειάς του.

 

34.     Το προσωρινό διάταγμα με βάση το άρθρο 6 § 5 παρέχει ακόμα ευρύτερη προστασία στο θύμα, εφόσον επεκτείνεται στην απαγόρευση παρενόχλησής του με οποιονδήποτε τρόπο.

 

35.     Γενικότερα, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος ένστασης που να εμποδίζει το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία της αίτησης.

 

Ουσιαστική εξέταση

 

36.     Τα ζητήματα βίας είναι ευαίσθητα και πολύ λεπτά. Συχνά, οι λέξεις δύσκολα τα συνθέτουν, για να εκφράσουν τα διάφορα συναισθήματα, στα οποία μπορούν οι σιωπές, τα βλέμματα, οι κινήσεις, να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, πέρα από τις εκφρασμένες λέξεις και τις έκδηλες συμπεριφορές που αφήνουν ορατά ίχνη. Δεν χρειάζεται ο θυμός να ξεσπά με σωματική βία, για να θεωρηθεί «βία».

 

37.     Η αναφορά σε κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας δεν χαρακτηρίζει τον Κατηγορούμενο ως άτομο με ροπή σε βίαιη συμπεριφορά. Αναφέρεται στις περιστάσεις που μπορεί να οδηγούν ανθρώπους με καθόλα ελεγχόμενη συμπεριφορά να ξεπερνούν τα συνήθη, για τον εαυτό τους, όρια.

 

38.     Νοείται πως εάν ο Κατηγορούμενος διέπραξε τα υπό εκδίκαση αδικήματα ή όχι, εάν αυτά μπορούν να στοιχειοθετηθούν ή όχι, θα απασχολήσει κατά την εκδίκαση της υπόθεσης.

 

39.     Εάν η κατάθεση της καταγγέλλουσας στην Αστυνομία είναι ψευδής ή όχι, είναι ζήτημα αξιολόγησης της μαρτυρίας, αφού παρουσιαστεί στο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της υπόθεσης. Είναι δεδομένο πως δεν θα πρέπει να γίνονται καταγγελίες στην Αστυνομία για φανταστικά αδικήματα, ώστε να ενεργοποιείται η Αστυνομία για να παρέχεται προστασία με αλλότρια κίνητρα ή σκοπούς. Τέτοια συμπεριφορά, ψευδούς καταγγελίας φανταστικών αδικημάτων, είναι και εκείνη αξιόποινη.

 

40.     Χωρίς να αξιολογείται η υφιστάμενη μαρτυρία, ο Κατηγορούμενος δεν διέψευσε τις αναφορές της καταγγέλλουσας, για ό,τι κατά τη θέση της έλαβε χώρα την 13.04.2025, με αφορμή κάποιες αλλαγές μέσα στο σπίτι. Ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται ότι φώναξε για να εκτονώσει την αναστάτωσή του λόγω των αλλαγών αυτών, μη απευθυνόμενος πράγματι σε οποιονδήποτε, η καταγγέλλουσα περιγράφει τη συμπεριφορά του ως απειλητική. Υπάρχει ενδεχομένως διάσταση στην αντίληψη των γεγονότων: η καταγγέλλουσα θεωρεί βίαιο και ανησυχητικό τον τρόπο αντίδρασης του Κατηγορούμενου, ακόμα κι αν ο βία δεν ήταν άμεση, ενώ ο Κατηγορούμενος τον παρουσιάζει ως φυσιολογική αντίδραση από την πλευρά του, λόγω των συνθηκών.

 

41.     Υπάρχουν μαρτυρίες και για τα γεγονότα της 02.04.2025 και των προηγούμενων περιστατικών. Δεν αξιολογούνται ως προς την αλήθεια τους, διαφωνεί με αυτές ο Κατηγορούμενος, αλλά δεν υπάρχουν και ενδείξεις ότι διάφοροι άνθρωποι, περιλαμβανομένων κρατικών λειτουργών, συνωμότησαν για να βλάψουν τον Κατηγορούμενο, λέγοντας ψέματα για δηλώσεις του παιδιού ή παρερμηνεύοντάς τες, για να δημιουργήσουν μια διαφορετική εντύπωση, γιατί έχουν λόγο να το πράξουν. Η καταγγέλλουσα αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος έχει εκφράσει εμμέσως απειλές για «κακό» σε βάρος της και του μεγαλύτερου υιού της, όπως και ότι σε προηγούμενη περίσταση είπε «θα υπάρξουν συνέπειες», μετά από έναν καβγά στο σπίτι, ενώ το γεγονός ότι υπήρξε καβγάς με αφορμή τα ίδια θέματα, δεν φαίνεται να τυγχάνει αμφισβήτησης. Παρά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξαν βία ή απειλές, οι μαρτυρίες και άλλων προσώπων, εξ όψεως, συνάδουν με την αντίληψη του φόβου και της απειλής που έχει εκφράσει η καταγγέλλουσα, κάτι που υποστηρίζει την πιθανότητα ότι έχει και λόγο να βιώνει φόβο για την ασφάλειά της.

 

42.     Στην όψη της μαρτυρίας, η καταγγέλλουσα και ο Κατηγορούμενος, ενώ είναι διαζευγμένοι και έχουν δικαστικές διαφορές που απασχολούν το Οικογενειακό Δικαστήριο, ώστε να επικοινωνούν δια δικηγόρων, εξακολουθούν να συγκατοικούν, για οικονομικούς λόγους, επειδή είναι συνιδιοκτήτες της οικίας κατά ιδανικά μερίδια. Ως αποτέλεσμα, αυτή η ανεπιθύμητη συγκατοίκηση, φυσιολογικά, προκαλεί ένταση και συναισθηματική πίεση στην καταγγέλλουσα, η οποία πιθανόν να αντανακλάται και στο ανήλικο παιδί τους, που διαμένει στην ίδια οικία. Η οικία, αν και διώροφη, δεν είναι διαχωρισμένη, για να υποστηρίξει ανεξάρτητη, ξεχωριστή κατοίκηση. Η ένταση αναμεταξύ της καταγγέλλουσας και του Κατηγορούμενου έφτασε πλέον να απασχολεί την ποινική δικαιοσύνη, παράμετρος η σοβαρότητας της οποίας δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ή να εξομαλύνεται συνταυτιζόμενη με άλλες ιδιωτικές δικαστικές διαδικασίες που έχουν οι εμπλεκόμενοι.

 

43.     Ενώ και ο Κατηγορούμενος αναγνωρίζει πως είναι αναγκαία η ξεχωριστή συγκατοίκησή τους, για να αποφεύγονται οι ενστάσεις, έχει και σχετικές προτάσεις για τον σκοπό αυτό, και ενώ αναφέρει πως και ο ίδιος περιορίζεται μέσα στο σπίτι που διαμένει, για να μην συναντά ανεπιθύμητα πρόσωπα, και βιώνει επίσης ενόχληση με διάφορες επιμέρους επιλογές της παραπονούμενης, προβάλλει επίμονα και τα οικονομικά θέματα. Τα προβάλλει κατ’ εξακολούθηση, σε κάθε παράμετρο του όλου προβλήματος, ως να είναι τα μόνα που έχουν σημασία, και δη υπερέχουσα της διασφάλισης της ψυχικής και εν τέλει σωματικής υγείας· όλων, περιλαμβανομένου του ίδιου του Κατηγορούμενου. Σε αυτή τη διαδικασία, όμως, δεν έχουν την πρώτιστη σημασία τα οικονομικά θέματα.

 

44.     Διατηρείται η κατάσταση της αναγκαστικής συγκατοίκησης, εκ της συνιδιοκτησίας, χωρίς άμεση αλλαγή, σε σημείο που, όπως εκδηλώνεται, γίνεται αφόρητα καταπιεστική, και συνιστά, ορατά πλέον, εστία κινδύνου άσκησης ή επανάληψης βίας και πρόκλησης, τουλάχιστον, ψυχικής βλάβης.

 

45.     Όταν οι άνθρωποι συνενώνονται με τους αγαπημένους τους και αισθάνονται ενίσχυση και δύναμη, μπορούν να λάβουν πιο τολμηρές αποφάσεις, να επιφέρουν αλλαγές που τυχόν χρειάζονται στην καθημερινότητά τους, να εκφραστούν καλύτερα. Η μετακόμιση του μεγαλύτερου υιού της καταγγέλλουσας και της συμβίας του στην ίδια οικία, αν και μπορεί να προσφέρει αίσθημα ασφάλειας, ενίσχυσης και προστασίας στην καταγγέλλουσα, που ενδεχομένως την ενθάρρυνε να προχωρήσει και στην καταγγελία στην Αστυνομία, φαίνεται πως επιβάρυνε την κατάσταση για τον Κατηγορούμενο, ο οποίος δεν κρύβει την έντονη ενόχλησή του. Δικαιολογημένη ή μη, δεν κρίνεται. Είναι όμως κατανοητό το αίσθημα απομόνωσης και παραμέλησης που αισθάνεται ο Κατηγορούμενος. Ασφαλώς, δεν δικαιολογεί επιθετική ή απειλητική συμπεριφορά προς τους υπόλοιπους, όπως ισχυρίζεται η καταγγέλλουσα.

 

46.     Ο Κατηγορούμενος αξιώνει οικονομικά εκ της συνθήκης της φιλοξενίας του μεγάλου υιού της καταγγέλλουσας, εξωτερικεύοντας γενικότερα επιμονή με την οικονομική πτυχή των πραγμάτων. Η καταγγέλλουσα φαίνεται, από τη θέση της, πως, ενώ προσπαθεί να έχει ευχάριστη καθημερινότητα με τα παιδιά της, εισπράττει πια την όποια παρουσία αλλά και συγκεκριμένη στάση του Κατηγορούμενου ως επιπλέον μορφή παρενόχλησής της. Ο λόγος είναι για τον υιό της, που, για την ίδια, θα ήταν ενδεχομένως αδιανόητο να μένει στο σπίτι της ως συνήθης ένοικος ή ξένος, που πληρώνει στη μητέρα του ενοίκιο ή μερίδιο εξόδων για το ρεύμα και το νερό που καταναλώνει. Οι συνεχείς αναφορές του Κατηγορούμενου σε οικονομικά ζητήματα υποδηλώνουν πάντως ότι υπάρχει μια διάσταση συμφερόντων, οικονομικής φύσης, που μπορεί να προσθέσει ανυπολόγιστης έκτασης ένταση στην ήδη φορτισμένη κατάσταση. Δεν μπορεί να προβλεφθεί πού θα φτάσει, εάν δηλαδή θα φτάσει στο σημείο ο Κατηγορούμενος, διεκδικώντας και τα διάφορα επιμέρους κινητά πράγματα μέσα στο σπίτι, ως «δικά» του, να αρχίσει να θέτει όρια στην χρήση τους από άλλα άτομα, όρια που ο ίδιος θεωρεί «δίκαια», γιατί δεν επέλεξε ο ίδιος να διαμένουν στην οικία και επειδή δεν πληρώνουν· ή άλλης συμπεριφοράς, αντικειμενικά ικανής να οξύνει τα πνεύματα και να οδηγήσει και σε φυσική βία. Ήδη αναφέρθηκε θυμός που ξεσπά σε αντικείμενα ή αφηρημένα, θεωρώντας, ο Κατηγορούμενος, ότι εάν έτσι εκτονώνεται, δεν δημιουργείται φόβος ή αίσθημα ανασφάλειας σε άλλα πρόσωπα. Ο Κατηγορούμενος, ενώ αρνείται τις κατηγορίες για βία, και ασφαλώς τεκμαίρεται αθώος, φαίνεται να διατηρεί μια επιθετική ή δυνητικά επιθετική στάση, σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι είναι αποκλεισμένος από το σπίτι του. Παράλληλα, η συμπεριφορά του, και οι εντάσεις με τους υπόλοιπους συγκατοίκους, ενδέχεται να δημιουργούν ένα περιβάλλον αρκετά τοξικό και επικίνδυνο για τη σωματική και ψυχική ευημερία των άλλων μελών της οικογένειας, ιδίως της καταγγέλλουσας.

 

47.     Στις πλείστες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, εκκρεμούν παράλληλες διαδικασίες σε άλλα Δικαστήρια, ιδίως στο Οικογενειακό Δικαστήριο. Οι εκκρεμοδικίες εκείνες δεν δικαιολογούν, αλλά συχνά ενθαρρύνουν, την άσκηση αξιόποινης βίας αναμεταξύ των εμπλεκομένων μελών της οικογένειας. Είναι γεγονός πως οι ποινικές υποθέσεις αυτής της φύσης φαίνονται αρκετές ή αυξημένες. Ενδεχομένως, αυτό να συνιστά αντανάκλαση άλλων φαινομένων, στη σύγχρονη κοινωνία. Ουδείς πάντως είναι υποχρεωμένος να ανέχεται και να βιώνει βία εξαιτίας ενδοοικογενειακών διαφορών. Οι λύσεις που χρειάζονται για την ψυχική και σωματική ασφάλεια και υγεία των ανθρώπων σε σχεσιακά αδιέξοδα πρέπει να είναι αμεσότερες και δραστικότερες, να μην τις καθυστερεί η προσπάθεια συνεκτίμησης και προηγούμενης αντιμετώπισης των (οικονομικών κυρίως) συνεπειών τους. Η καταγγελία της βίας στις αρμόδιες αρχές και η προσπάθεια προστασίας από αυτήν ή το ενδεχόμενό της δεν σημαίνει, από μόνη της, κατάχρηση, για να επιτευχθεί άλλος σκοπός. Το μέσο που χρησιμοποιήθηκε είναι νόμιμο και ο σκοπός ρητά προβλεπόμενος στους νόμους και θεμιτός. Η χρήση μιας νόμιμης δυνατότητας δεν μπορεί να ιδωθεί ταυτόχρονα, δίχως άλλο, και ως καταχρηστική. Το γεγονός πως υπήρξε και στο παρελθόν προσπάθεια της καταγγέλλουσας να χειριστεί το θέμα της διαμονής της ξεχωριστά από τον Κατηγορούμενο, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στην Κύπρο, ανεπιτυχώς, δεν οδηγεί σε συμπέρασμα κατάχρησης. Οδηγεί στη σκέψη ότι η καταγγέλλουσα εδώ και πολύ καιρό προσπαθεί να ελευθερωθεί από μία καταπιεστική συνθήκη, που απορρέει από τη διάλυση της σχέσης της με τον Κατηγορούμενο, για να ανακτήσει τις δυνάμεις της, και ότι τώρα έχει πλέον βρει τη δύναμη να το πράξει, με τη βοήθεια των Αρχών, αντιλαμβανόμενη πως ό,τι βιώνει, έπαυσε πλέον να είναι μια δυσάρεστη συνθήκη που μπορεί να είναι ανεκτή, με αναβλητικότητα, και έγινε ή και μπορεί να γίνει ακόμα περισσότερο επικίνδυνη, για τη ψυχική και σωματική ακεραιότητα της ίδιας και των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς της. Το εκτονωτικό «παραμιλητό» του Κατηγορούμενου, που ενείχε βιαιότητα, χτυπήματα στα ντουλάπια και τυφλές προσταγές, που όμως θα μπορούσαν να ακουστούν από την καταγγέλλουσα και τον υιό της, εφόσον ήταν περασμένη η ώρα, σε συνάρτηση με τις προηγούμενες εκδηλώσεις του Κατηγορούμενου, που έδειξαν ότι γίνονται και προς το ανήλικο παιδί το οποίο ο Κατηγορούμενος αισθάνεται ως τον μόνο δικό του «σύμμαχο», συνθέτουν ό,τι η καταγγέλλουσα βιώνει ως κίνδυνο άσκησης ή επανάληψης βίας.

 

48.     Η παρουσία του Κατηγορούμενου στον ίδιο χώρο με την καταγγέλλουσα, χωρίς οποιαδήποτε απαγόρευση, ιδίως μετά και την καταχώριση και της εναντίον του ποινικής υπόθεσης, με σεβασμό, δεν μπορεί να επιτραπεί ως ακίνδυνη. Απεναντίας, δημιουργεί και αμεσότητα στον κίνδυνο. Δεν έχει σημασία σε ποιον ανήκει ιδιοκτησιακά η οικία ή τι άλλες οικονομικές λύσεις θα ευδοκιμήσουν για την επίλυση της περιουσιακής διαφοράς μεταξύ τους. Η αιτούμενη προσωρινή προστασία, ως παρουσιάστηκε, μέσα από τη μαρτυρία που συνοδεύει την αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη και τη μαρτυρία που συνοδεύει την ένσταση, είναι επιβεβλημένη και υπερέχουσα των οικονομικών συμφερόντων του Κατηγορούμενου. Η πρόκληση βλάβης από άσκηση βίας είναι έκδηλα πιθανότερη από το να μην προκληθεί οποιαδήποτε βλάβη με το να συνεχίσει να συγκατοικεί το διαζευγμένο ζεύγος στην ίδια οικία με διαταραγμένες σχέσεις, και με τον αισθητά συσσωρευμένο θυμό και αισθήματα αδικίας που τρέφει ο Κατηγορούμενος.

 

49.     Με δεδομένο ότι ο Κατηγορούμενος δεν είναι ιδιοκτήτης κατά ιδανικά μερίδια πέραν του ήμισυ, το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να δώσει οδηγίες για τη διαμονή διαφόρων προσώπων, συνακόλουθα, ούτε να εξετάσει μεταξύ άλλων τα οικονομικά μέσα τους. Σε κάθε περίπτωση, στην υπό αναφορά οικία, στην οποία δεν υπάρχει διαχωρισμός και δεν μπορεί να υπάρξει αναγκαστική συγκατοίκηση, διαμένει και το ανήλικο παιδί, με τη μητέρα του, η οποία έχει ακόμα έναν υιό, που φιλοξενείται στην ίδια οικία. Θα ήταν βολικότερο να απομακρυνθεί προσωρινά ο Κατηγορούμενος, μεμονωμένα, χωρίς η προσωρινή απομάκρυνσή του να σημαίνει οτιδήποτε σχετικό με το δικαίωμα συνιδιοκτησίας που έχει επί του συγκεκριμένου ακινήτου, γενικότερα με το δικαίωμα χρήσης του, ή με άλλα δικαιώματά του. Ο Κατηγορούμενος, που είναι το άτομο που θα μπορούσε βολικότερα να απομακρυνθεί προσωρινά, εργάζεται και έχει εισοδήματα, από τα οποία μπορεί να καταβάλει ενοίκιο, χωρίς να διακινδυνεύει η διαβίωσή του. Δεν διαφαίνεται πως θα ήταν αδύνατο να εξεύρει ξεχωριστή διαμονή και, σε κάθε περίπτωση, μπορεί να τύχει σχετικής βοήθειας στο θέμα αυτό. Η οικονομική του επιβάρυνση μπορεί ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επίλυση των διαφόρων οικονομικών ζητημάτων αναμεταξύ της καταγγέλλουσας και του Κατηγορούμενου.

 

50.     Το αρμόδιο Δικαστήριο θα πρέπει επίσης να αποφασίσει σχετικά με τον τρόπο λύσης της αναγκαστικής και ανεπιθύμητης συνιδιοκτησίας, σύμφωνα με τις διαθέσιμες στον νόμο επιλογές, που δεν αποκλείουν ό,τι περιλαμβάνουν και ορισμένες από τις προτάσεις του Κατηγορούμενου, που σε ένα τέτοιο πλαίσιο – όχι πάντως στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης – θα μπορούσαν να υποβληθούν. Μέχρι την επίλυση των διαφορών μεταξύ του Κατηγορούμενου και της καταγγέλλουσας, δεν χρειάζεται και δεν μπορεί να είναι επιτρεπτό να διατηρείται η προαναφερόμενη βλαπτική και επικίνδυνη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.

 

Κατάληξη

 

51.     Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, η αίτηση επιτυγχάνει:

 

52.     Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται προσωρινά στον Κατηγορούμενο να εισέρχεται ή και να παραμένει στην οικία που βρίσκεται στην οδό Νικόλα Χ’ Ιωάννη αρ.16, στην Τάλα, στην Πάφο, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης ή νεότερη διαταγή του Δικαστηρίου.

 

53.     Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στον Κατηγορούμενο να προσεγγίζει σκόπιμα την καταγγέλλουσα Christine Diane Jarrett (ΑΔΤ 1415502), οπουδήποτε κι αν αυτή βρίσκεται, σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων, ή και να επικοινωνεί απευθείας μαζί της, με οποιονδήποτε τρόπο ή με οποιοδήποτε μέσο, ή να την παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο.

 

54.     Ενόψει της έκδοσης των πιο πάνω αναφερόμενων διαταγμάτων, ο όρος που επιβλήθηκε από το Δικαστήριο την 22.04.2025, ακυρώνεται, εφόσον πλέον δεν χρειάζεται.

 

55.     Διευκρινίσεις: Ο Κατηγορούμενος μπορεί να παραλάβει από την οικία τα προσωπικά του πράγματα, με τη συνοδεία της Αστυνομίας. Η έκδοση των διαταγμάτων αυτών δεν εμποδίζει την επικοινωνία του Κατηγορούμενου με τον ανήλικο υιό του. Η συνύπαρξη στον ίδιο χώρο της καταγγέλλουσας με τον Κατηγορούμενο, για σκοπούς δικαστικών διαδικασιών με την παρουσία των δικηγόρων τους, ή για σκοπούς παράδοσης και παραλαβής του ανήλικου παιδιού τους με βάση δικαστικό διάταγμα, και γενικότερα η επικοινωνία δια των δικηγόρων της καταγγέλλουσας και του Κατηγορούμενου, δεν αντιτίθενται στα διατάγματα. Τυχόν αίτημα για συγκεκριμένη εξαίρεση μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο.

 

56.     Η υπόθεση παραπέμπεται στον Οικογενειακό Σύμβουλο με βάση τον ν.119(Ι)/2000, για την αντιμετώπιση τυχόν προβλημάτων στη διαμονή του Κατηγορούμενου, ενόσω εκκρεμεί η υπό εκδίκαση ποινική υπόθεση.

 

57.     Η αναθεώρηση των διαταγμάτων πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης μπορεί να γίνει κατόπιν αίτησης, σε περίπτωση διαφοροποίησης οποιωνδήποτε από τα υφιστάμενα δεδομένα. Το Δικαστήριο δυνατόν να αναθεωρήσει τα προσωρινά διατάγματα σε περίπτωση που παρέλθει δυσανάλογος χρόνος ισχύος τους, χωρίς να έχει περατωθεί η εκδίκαση της υπόθεσης.

 

(Υπ.) ………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 



[1] Κ.5 των περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Διαδικαστικός Κανονισμός.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο