
ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ: Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 5206/2024
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ν.
SAMER ALISSA
Κατηγορουμένου
Ημερομηνία: 10 Φεβρουαρίου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: o κ. Μ. Κουτσόφτας.
Για τον κατηγορούμενο: Η κα Μ. Παυλίδου.
Κατηγορούμενος παρών.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής ήταν η εισήγηση της πλευράς του κατηγορούμενου ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του σύμφωνα με το Άρθρο 74(1)(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 και ως εκ τούτου δεν θα πρέπει να κληθεί σε απολογία.
Υποστηρίχθηκε από τη συνήγορο υπεράσπισης ότι η μαρτυρία αναγνώρισης, που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι ήταν ο κατηγορούμενος ο πλοηγός της βάρκας, είναι πτωχή και θα πρέπει ο τελευταίος να αθωωθεί από αυτό το στάδιο της διαδικασίας.
Αντίθετη ήταν η θέση του συνηγόρου της κατηγορούσας αρχής ο οποίος ανέφερε ότι με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα μαρτυρία, έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου και ο οποίος θα πρέπει να κληθεί να προβάλει την υπεράσπιση του.
Οι παράμετροι, οι οποίες καθορίζουν την ύπαρξη ή όχι εκ πρώτης όψεως υπόθεσης έχουν τεθεί στην Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9 στην οποία υιοθετήθηκε πλήρως η Δικαστική Πρακτική του 1962 (Practice Note of the Divisional Court of the Queen’s Bench Division of the High Court of England, 1 [All E.R.] 448). Η οδηγία αυτή είναι μεγάλης σημασίας, από άποψη καθοδήγησης και εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια στην Κύπρο με καθορισμό των κριτηρίων για την απόδειξη ή μη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Η προσέγγιση του ίδιου θέματος αναλύεται επίσης εκτεταμένα και στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.
Από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο θα πρέπει να αποδεχθεί την εισήγηση της υπεράσπισης και να αθωώσει τον κατηγορούμενο, όταν κρίνει από την ενώπιον του μαρτυρία ότι:
1. Εξ αντικειμένου, η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής δεν στοιχειοθετείται, λόγω μη απόδειξης ενός από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ή
2. Η μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί από την κατηγορούσα αρχή είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας ή είναι εμφανώς αναξιόπιστη σε τέτοιο βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασισθεί σε αυτή για να καταδικάσει τον κατηγορούμενο.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το κριτήριο είναι καθαρά αντικειμενικό. Το Δικαστήριο, στο στάδιο αυτό δεν προβαίνει σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά κρίνει τα γεγονότα της υπόθεσης με αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων και χωρίς να υπεισέρχεται στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, γιατί είναι δυνατό αυτή η αξιολόγηση να δημιουργήσει προκατάληψη εναντίον του κατηγορουμένου. Το έργο αυτό της αξιολόγησης επιτελείται στο τέλος της δίκης.
Περαιτέρω στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουννίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 82, σελ. 86-87 αναφέρθηκε πως:
“Το ορθό κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι αν αποδειχθεί η ενοχή ενός κατηγορούμενου εις το στάδιο που κλείει η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά κατά πόσο σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος δεν δώσει ικανοποιητική εξήγηση στο Δικαστήριο θα μπορούσε λογικά να τον βρει ένοχο της κατηγορίας”.
Στην εδώ περίπτωση ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μία κατηγορία για το αδίκημα της συνδρομής σε απαγορευμένο μετανάστη για είσοδο στη Δημοκρατία κατά παράβαση των άρθρων 2, 6 (1)(α)(λ) και 19(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 όπως αυτό τροποποιήθηκε.
Προσάπτεται στον κατηγορούμενο ότι στις 15/4/2024 βοήθησε 36 Σύριους απαγορευμένους μετανάστες να εισέλθουν στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του Νόμου, πλοηγώντας το σκάφος στο οποίο επέβαιναν.
Για την απόδειξη της υπόθεσης της η κατηγορούσα αρχή κάλεσε τέσσερεις μάρτυρες. Κατατέθηκαν και 19 συνολικά τεκμήρια με το τεκμήριο 1, που είναι η κατάθεση της Δέσποινας Ζεϊλάα, να κατατίθεται για την αλήθεια του περιεχομένου της.
Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε συνοπτικά που περιστράφηκε η μαρτυρία των ΜΚ. Περαιτέρω όμως αναφορά επί αυτής θα γίνει εκεί και όπου κριθεί αναγκαίο έχοντας κατά νουν το στάδιο που βρίσκεται η διαδικασία.
Ο αρχιαστυφύλακας 2316 Κωνσταντίνος Νικολάου, ΜΚ1, στην κατάθεση του τεκμήριο 2, αναφέρει ότι στις 15/4/2024 λήφθηκε πληροφορία ότι νότια του Κάβο Γκρέκο υπήρχε ύποπτος στόχος στη θάλασσα. Απόπλευσε από την μαρίνα Αγίας Νάπας με την άκατο Κερύνεια Ι και περί τα 9 ναυτικά μίλια του Κάβο Γκρέκο εντόπισαν βάρκα στην οποία επέβαιναν 37 άτομα. Αναφέρθηκε ο μάρτυρας στην κατάσταση της βάρκας και ότι οι επιβαίνοντες δεν είχαν σωστικά μέσα. Αφού εκτιμήθηκε η κατάσταση οι μετανάστες μεταφέρθηκαν στην άκατο τους και αναχώρησαν για το λιμάνι Λάρνακας εγκαταλείποντας τη βάρκα στο σημείο όπου εντοπίστηκε. Ανέφερε επίσης ο μάρτυρας ότι η βάρκα κατά τον εντοπισμό της πλοηγείτο αλλά δεν πρόσεξε από ποιον. Κατέθεσε ο μάρτυρας και δέσμη φωτογραφιών τεκμήριο 3 στην οποία απεικονίζεται η βάρκα με τους επιβαίνοντες.
Η αστυφύλακας 2672 Έλενα Ερωτοκρίτου, ΜΚ2, στην κατάθεση της τεκμήριο 4 αναφέρει ότι ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης στις 16/4/2024. Στις 17/4/2024 μετέβηκε στο κέντρο φιλοξενίας Πουρνάρα στην Κοκκινοτριμιθιά όπου με τη βοήθεια διερμηνέα ανέκρινε συνολικά 6 άτομα και οι οποίοι ήταν από τους επιβαίνοντες στην επίδικη βάρκα. Της ανέφεραν ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της βάρκας. Έλαβε επίσης και κατάθεση από τρία άλλα άτομα και οι οποίοι της περιέγραψαν τον πλοηγό της βάρκας και από τις πληροφορίες που της έδωσαν διαφάνηκε ότι ήταν ο κατηγορούμενος ο πλοηγός. Η μάρτυρας έλαβε στα Αραβικά ανακριτική κατάθεση από τον κατηγορούμενο με τη βοήθεια διερμηνέα την οποία και κατέθεσε ως τεκμήριο 7 και τη μετάφραση της στην Ελληνική γλώσσα τεκμήριο 8. Προέβηκε περαιτέρω και στην κατάθεση ημερολογίου ενέργειας τεκμήριο 11 στο οποίο καταγράφει το τι της ανέφεραν προφορικά έξι άτομα τα οποία ήταν επιβάτες στη βάρκα.
Ο αρχιαστυφύλακας 1192 Στέλιος Ανδρέου, ΜΚ3, στην κατάθεση του τεκμήριο 12 αναφέρει ότι εργάζεται στο κλιμάκιο ΥΑΜ Λάρνακας και στις 15/4/2024 μετέβηκε στο λιμάνι Λάρνακας μετά από πληροφορία από την Λιμενική και Ναυτική Αστυνομία για εντοπισμό βάρκας με παράτυπους μετανάστες. Από ελέγχους που διενεργήθηκαν προέκυψε μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου ότι ήταν ο πλοηγός της βάρκας. Ανέφερε ότι ο κατηγορούμενος θεωρήθηκε ως ύποπτος και παραλήφθηκε από το ΤΑΕ για συνέχιση των εξετάσεων.
Η αρχιαστυφύλακας 4115 Βασιλική Σαουρή, ΜΚ4, αναφέρθηκε στις δικές της ενέργειες σε σχέση με τη διερεύνηση της υπόθεσης ως αυτές καταγράφονται στην κατάθεση της τεκμήριο 15. Αναφέρει ότι διενήργησε προφορικές συνεντεύξεις των αλλοδαπών με τη βοήθεια διερμηνέα και προέκυψε μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου ότι ήταν ο πλοηγός της βάρκας κατά τη διάρκεια όλης της διαδρομής. Ένας από τους επιβαίνοντες και συγκεκριμένα ο Ibrahim Ibrahim υπέδειξε τον κατηγορούμενο ως το άτομο που πλοηγούσε τη βάρκα. Η μάρτυρας κατέθεσε το ένταλμα σύλληψης τεκμήριο 16 και τα έντυπα δικαιωμάτων τεκμήρια 17-19.
Θα πρέπει να θέσουμε εξαρχής ότι ουδείς εκ των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου είχε προσωπική γνώση ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο πλοηγός της βάρκας. Ό,τι ανέφεραν, ως προς την αναγνώριση του κατηγορούμενου ως του πλοηγού της βάρκας, προήλθε από άλλους επιβαίνοντες και οι οποίοι, κατά τη θέση των μαρτύρων κατηγορίας, είχαν αναγνωρίσει και υποδείξει ως τέτοιο τον κατηγορούμενο. Είναι λοιπόν σαφές ότι η υπόθεση για την κατηγορούσα αρχή ότι ο κατηγορούμενος αναγνωρίστηκε ως ο πλοηγός του σκάφους στο οποίο στις 15/4/2024 εισήλθε στη Δημοκρατία με τους 36 Σύριους απαγορευμένους μετανάστες, προέρχεται από επιβαίνοντες στην επίδικη βάρκα.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα και χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο το Δικαστήριο έχει μαρτυρία που θα αποτελούσε το επαρκές υπόβαθρο περί αναγνώρισης του κατηγορούμενου ως του πλοηγού της βάρκας και που να αποδεικνύει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του έτσι ώστε να καθίσταται αναγκαία η κλήση του σε απολογία προς προβολή της υπεράσπισης του.
Στην υπόθεση Turnbull [1976] 63 Cr.App.Rep.132, που αποτελεί πλέον την κλασσική υπόθεση σε σχέση με την εξωδικαστική αναγνώριση, τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές επί του ζητήματος. Στο σύγγραμμα Blackstone’ s Criminal Practice 2020 παρ. F.19.9 παρατίθενται αυτές οι αρχές που το Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόσει όταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής οφείλεται εξ ολοκλήρου ή ουσιαστικά στην ορθότητα της μαρτυρίας και που συνοπτικά και μεταξύ άλλων είναι (α) να προειδοποιήσει τον εαυτό του για την ιδιαίτερη ανάγκη προσοχής πριν την καταδίκη με βάση αυτή την μαρτυρία, (β) να καθοδηγηθεί ότι πρέπει να εξετάσει προσεκτικά τις περιστάσεις υπό τις οποίες προήλθε η αναγνώριση, (γ) να εντοπίσει οποιαδήποτε τυχόν αδυναμία στη μαρτυρία της αναγνώρισης, (δ) να εντοπίσει μαρτυρία που πιθανόν να εμφανίζεται ότι υποστηρίζει την αναγνώριση και (ε) να εντοπίσει μαρτυρία που πιθανόν να εμφανίζεται ότι υποστηρίζει την αναγνώριση που στην πραγματικότητα όμως δεν έχει αυτή την ποιότητα.
Αναφορικά με το θέμα της αυτοκαθοδήγησης του Δικαστηρίου στο σύγγραμμα Το Δίκαιο της Απόδειξης Ηλιάδης και Σάντης, σελ.403, καταγράφεται ότι «Ο Δικαστής υποχρεούται να αυτοκαθοδηγείται ότι οφείλει να εξετάζει προσεκτικά τις περιστάσεις της αναγνώρισης από τον καθένα μάρτυρα ξεχωριστά. Για πόσο χρονικό διάστημα διατήρησε τα μάτια ο μάρτυς στον κατηγορούμενο; Από ποια απόσταση; Υπό ποιο είδος φωτισμού; Εμποδιζόταν καθόλου η ορατότητα από την τροχαία κίνηση ή το πλήθος; Είχε δει τον κατηγορούμενο προηγουμένως; Πόσες φορές; Αν μονάχα μερικές φορές τον είχε δει, είχε οποιοδήποτε ειδικό λόγο να τον θυμάται; Πόσος χρόνος μεσολάβησε από την ώρα πού τον είδε αρχικώς μέχρι την αναγνώριση που έγινε στον αστυνομικό σταθμό; Υπήρξε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση με την περιγραφή που έδωσε για τον κατηγορούμενο και για την εμφάνιση του όταν πρωτομίλησε με την Αστυνομία.».
Οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές αναγνωρίστηκαν και εφαρμόστηκαν και στην Κυπριακή νομολογία. Να θέσουμε όμως, ως τέθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιωάννου (2013) 2 Α.Α.Δ 601, ότι θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull εγείρεται μόνο όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου εξαρτάται αποκλειστικά ή ουσιαστικά από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση. Τέθηκε επίσης ότι «Δεν εγείρεται θέμα εφαρμογής των αρχών της Turnbull και κατ’ επέκταση θέμα αναζήτησης υποστηρικτικής μαρτυρίας, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα ήταν διατεθειμένο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να δεχθεί ως αληθή και να στηριχθεί σ’ αυτήν, την εκδοχή του μάρτυρα ότι όντως είδε το δράστη. Σε μια τέτοια περίπτωση το θέμα τελειώνει εκεί.»
Είναι λοιπόν σαφές, στη βάση των πιο πάνω τεθέντων, ότι για εφαρμογή των αρχών που καθορίστηκαν στην υπόθεση Turnbull (ανωτέρω) θα πρέπει το Δικαστήριο να έχει κρίνει αξιόπιστη τη μαρτυρία που προέρχεται από ένα ή περισσότερους μάρτυρες, σε σχέση με την αναγνώριση προσώπου, ως του παραβάτη.
Τα πιο πάνω βέβαια τέθηκαν και αφορούν την εξέταση υποθέσεων που τίθεται μαρτυρία από μάρτυρες οι οποίοι κλήθηκαν και κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς την αναγνώριση κατηγορούμενου ως του δράστη του εγκλήματος. Είναι κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών που αξιολογείται η μαρτυρία τους και κρίνεται κατά πόσο υπάρχει αναγνώριση του κατηγορούμενου και που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταδίκη του ως του προσώπου που διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται. Συνεπώς το Δικαστήριο ακόμα και για το στάδιο της εξέτασης εισήγησης για απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον κατηγορούμενου, όταν η ενοχή του θα κριθεί επί ισχυριζόμενης αναγνώρισης του, θα πρέπει να εξετάσει αν υπάρχει μαρτυρία, ως προς αυτό το στοιχείο και που είναι επαρκής για το ενδιάμεσο στάδιο έτσι ώστε να κληθεί να προβάλει την υπεράσπιση του.
Στην παρούσα περίπτωση, ως έχουμε αναφέρει πιο πάνω, η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής εδράζεται στην αναγνώριση του κατηγορούμενου ως του πλοηγού της επίδικης βάρκας και επί της οποίας επέβαιναν τόσο ο ίδιος όσο και 36 άλλα πρόσωπα. Τέθηκε μαρτυρία από τους αστυνομικούς που διερεύνησαν την υπόθεση, όχι όμως μαρτυρία από τα πρόσωπα τα οποία φέρονται ότι αναγνώρισαν τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό. Η μαρτυρία των αστυνομικών ΜΚ1-ΜΚ4 σε καμία περίπτωση μπορεί να εξεταστεί υπό το πλαίσιο των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull (ανωτέρω), αφού ουδείς εξ αυτών βρισκόταν πάνω στην βάρκα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Κύπρο έτσι ώστε να μπορεί να πει και να αναγνωρίσει το πρόσωπο που την πλοηγούσε και ότι αυτό το πρόσωπο ήταν ο κατηγορούμενος. Η μαρτυρία τους, ως ήταν λογικό άλλωστε, και ειδικότερα των ΜΚ2-ΜΚ4, περιστράφηκε στις ενέργειες τους μετά την άφιξη των επιβαινόντων στην βάρκα στο λιμάνι Λάρνακας και το τι έπραξαν για διερεύνηση της υπόθεσης. Ο δε ΜΚ1, που ήταν ένα από τα μέλη της Λιμενικής αστυνομίας που μετέβηκε στο σημείο που εντοπίστηκε η βάρκα, ανέφερε ότι δεν πρόσεξε ποιος ήταν ο πλοηγός της. Τα πρόσωπα όμως που φέρονται ότι αναγνώρισαν τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που πλοήγησε τη βάρκα μέχρι το σημείο εντοπισμού της από τις αρχές της Δημοκρατίας, δεν κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου έτσι ώστε να υπάρχει αφενός μαρτυρία περί αναγνώρισης και αφετέρου αυτή να τεθεί στη βάσανο της αντεξέτασης και στη συνέχεια της κρίσης κατά πόσο πληροί τα εχέγγυα της αφαλούς αναγνώρισης του κατηγορούμενου ως του πλοηγού της βάρκας. Επί της ουσίας δεν έχουμε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς αυτό το στοιχείο και που αποτελεί το θεμέλιο επί του οποίου βασίζεται η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Οι αναφορές των ΜΚ ότι υπήρξαν επιβαίνοντες, έστω και αν τους κατονομάζουν στις καταθέσεις τους, που αναγνώρισαν τον κατηγορούμενο ως τον πλοηγό δεν διαφοροποιεί την κατάληξη τη στιγμή που αυτοί οι επιβαίνοντες δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο να καταθέσουν ως προς την αναγνώριση αυτή, δεδομένου ότι η κατηγορούσα αρχή προώθησε την υπόθεση της ακριβώς στην αναγνώριση του κατηγορούμενου ως του πλοηγού της βάρκας. Κρίνουμε ότι ελλείπει οποιαδήποτε μαρτυρία που θα έθετε ακόμα και το υπόβαθρο ως προς την αναγνώριση του κατηγορούμενου ως πλοηγού και που θα επαρκούσε για να στοιχειοθετήσει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του.
Είναι συνεπώς κρίση μας ότι δεν έχει τεθεί μαρτυρία που αποδεικνύει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ότι δηλαδή, ο κατηγορούμενος ως πλοηγός της βάρκας συνέδραμε ώστε 36 Σύριοι απαγορευμένοι μετανάστες που επέβαιναν σε αυτή να εισέλθουν στην Δημοκρατία. Τέτοια κατάληξη αποτελεί εικασία που όσο εύλογη και να είναι δεν είναι επιτρεπτή σε ποινικές υποθέσεις Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνθέτει βαραίνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή (βλ. Λοϊζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 363. Ελλείψει αυτής της μαρτυρίας δεν θα ήταν νομολογιακά ορθό ο κατηγορούμενος να κληθεί να προβάλει την υπεράσπιση του. Ως τέθηκε και στην E.C. Fresh meat v. Γεωργίου Ποιν. Έφεση Αρ. 43/2017 ημερομ. 5/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:B524, το εκ πρώτης όψεως στάδιο σε ποινική υπόθεση παραμένει ένα θεμελιακό στάδιο της ποινικής δίκης που προστατεύει στην ουσία τον κατηγορούμενο από τον εξαναγκασμό του να δώσει μαρτυρία για λόγους που δεν άπτονται στην έννοια της καλώς νοούμενης απονομής της δικαιοσύνης. Με δεδομένο ότι η κατηγορούσα αρχή έχει ήδη αποκαλύψει και παρουσιάσει όλη τη μαρτυρία που είχε στη διάθεση της, το Δικαστήριο δεν πρέπει να προχωρήσει την υπόθεση εάν η μαρτυρία είναι θνησιγενώς ελαττωματική κατά νόμο οπότε και ο κατηγορούμενος δικαιούται απαλλαγής από το στάδιο αυτό. Η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να τίθεται σε καλύτερη μοίρα από απόψεως στοιχειοθέτησης της υπόθεσης ή αποτίμησης της μαρτυρίας εάν ο κατηγορούμενος καταθέσει προς υπεράσπιση του.
Καταληκτικά ο κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.
(Υπ.) ………………………..
Λ. Μουγής, Π.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Μ. Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ.
(Υπ.) ………………………..
Α. Θωμά-Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο