ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. O. K., Αρ. Υπόθεσης: 9153/2022, 8/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. O. K., Αρ. Υπόθεσης: 9153/2022, 8/5/2025

 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 9153/2022

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

εναντίον

 

O. K.

Κατηγορούμενος

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 08/05/2025

 

Εμφανίσεις:

Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Σ. Σοφοκλέους

Για Κατηγορούμενο: κα Μ. Σαββίδου

Κατηγορούμενος παρών

 

Π Ο Ι Ν Η

 

Ο Κατηγορούμενος έχει βρεθεί ένοχος μετά από δική του παραδοχή στην κατηγορία που αφορά την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος υπό την επήρεια ναρκωτικών.

 

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη διάπραξη του  ως άνω αδικήματος, όπως έχουν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και δεν έτυχαν αμφισβήτησης από την Υπεράσπιση, βρίσκονται καταγεγραμμένα στα πρακτικά της υπόθεσης.

 

Στις 24/06/2021 στην οδό Δευκαλίωνος στη Πάφο, ο Μ.Κ.1 ανέκοψε για έλεγχο το μηχανοκίνητο όχημα που οδηγείτο από τον Κατηγορούμενο με αριθμούς εγγραφής [  ]. Κατά την διάρκεια της συνομιλίας του Μ.Κ.1 με τον Κατηγορούμενο, αντιλήφθηκε ότι η συμπεριφορά του ήταν περίεργη, με αποτέλεσμα να υποβάλει αυτόν σε προκαταρκτική εξέταση νάρκοτεστ με θετικό αποτέλεσμα. Ακολούθως, ο Κατηγορούμενος υποβλήθηκε σε τελική εξέταση νάρκοτεστ και από τις επιστημονικές εξετάσεις που διενεργήθηκαν από το  Γενικό Χημείο του Κράτους διαπιστώθηκε ότι αυτός οδηγούσε υπό την επήρεια κοκαΐνης.  

 

Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής πρόσθεσε ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου και βαρύνεται με 1 βαθμό ποινής επί της άδειας οδήγησης του.

 

Με την ικανή αγόρευσή της για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου, η ευπαίδευτη συνήγορος του Κατηγορούμενου αναγνώρισε τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε και εξέφρασε την απολογία και ειλικρινή μεταμέλεια του. Ως προς τις κοινωνικοοικονομικές του συνθήκες η συνήγορος του υιοθέτησε το περιεχόμενο της κοινωνικοοικονομικής έκθεσης του Γραφείου Ευημερίας στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

O Κατηγορούμενος είναι 43 ετών, άγαμος, πατέρας ενός ενήλικου παιδιού ηλικίας 23 ετών. Το παιδί του διαμένει με την πρώην συμβία του στην Μολδαβία, και ο Κατηγορούμενος δεν διατηρεί καθόλου επαφές μαζί τους. Ο Κατηγορούμενος κατάγεται από την Ρωσία και μετακινήθηκε στην Κύπρο το 1999 για μόνιμη εγκατάσταση. Λαμβάνει από την εργασία του μηνιαίο εισόδημα €1,200, το οποίο κάποιες φορές δεν είναι σταθερό.  Διαμένει με την συνταξιούχα μητέρα του, την ενήλικη και διαζευγμένη αδελφή του, και με τα δύο ενήλικα παιδιά της αδελφής του. Το σπίτι στο οποίο διαμένουν ανήκει στην αδελφή του, στην οποία καταβάλλει το ποσό των €500 μηνιαίως για την δόση του δανείου της αδελφής του. Στο παρελθόν ήταν χρήστης εξαρτησιογόνων ουσιών, αλλά έχει διακόψει στο παρόν στάδιο.  Προς τούτο η συνήγορος του κατέθεσε στο Δικαστήριο βεβαίωση του Δρ. Γεώργιου Γεωργίου ημερομηνίας 24/03/2025 στην οποία αναφέρεται ότι έγιναν επανειλημμένα τεστ ούρων για ανίχνευση ναρκωτικών ουσιών τα οποία ήταν αρνητικά σε όλες τις παράνομες ουσίες (Τεκμήριο Α).  

 

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, το Δικαστήριο κλήθηκε να λάβει υπόψη του προς όφελος του Κατηγορούμενου την παραδοχή και απολογία του ενώπιον του Δικαστηρίου, το λευκό του ποινικό μητρώο, και τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι σήμερα που το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο. Ήταν η εισήγηση της συνηγόρου του Κατηγορούμενου ότι η αρμόζουσα ποινή στην υπό κρίση περίπτωση είναι η έκδοση διατάγματος που να θέτει τον Κατηγορούμενο υπό την επιτήρηση κηδεμονικού λειτουργού.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 11 (Β) του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86:

 

«Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή αποπειράται να οδηγήσει οποιοδήποτε όχημα σε οποιαδήποτε οδό ενώ τελεί υπό την επήρεια ναρκωτικών, διαπράττει αδίκημα.»

 

Ως ναρκωτικά το άρθρο 11 (Α) ερμηνεύει τις ελεγχόμενες ουσίες, όπως αυτές καθορίζονται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμος του 1977.

 

Το άρθρο 11Ζ του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου 174/86 ως έχει τροποποιηθεί προβλέπει για τον παραβάτη του εν λόγω αδικήματος «ποινή φυλάκισης για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες ευρώ (€8.000) ή σε στέρηση της ικανότητάς του να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε όλες ή σε οποιαδήποτε ή σε οποιεσδήποτε από τις πιο πάνω ποινές.»

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 20Α(2) του Ν.86/72, ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, προβλέπεται η επιβολή κατ’ ελάχιστον 5 βαθμών ποινής και κατά μέγιστο 10 βαθμών ποινής σε πρόσωπο που καταδικάζεται για το εν λόγω αδίκημα, αναλόγως βέβαια των περιστάσεων.

 

Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι το αδίκημα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος είναι πολύ σοβαρό. Αυτό διαφαίνεται πρωτίστως από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής. Η προβλεπόμενη στον νόμο ποινή αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της ποινής. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (βλ. Δημοκρατία ν Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264 και Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632).

 

Η σοβαρότητα του εν λόγω αδικήματος διαφαίνεται βεβαίως και μέσα από την ανησυχητικά αυξανόμενη συχνότητα με την οποία όμοιας φύσης αδικήματα διαπράττονται, και για την οποία λαμβάνω δικαστική γνώση από την ενασχόληση του Δικαστηρίου με πλειάδα τέτοιων υποθέσεων επί καθημερινής βάσης.

 

Ένεκα και τούτου του λόγου προβάλλει επιτακτικά η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση  Παναγή ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 75:

 

«Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών δεν είναι μόνο θέμα σεβασμού και εφαρμογής των νόμων, αλλά είναι απαραίτητη κοινωνική ανάγκη, ενόψει του σοβαρού και ανησυχητικού ρυθμού με τον οποίο συμβαίνουν αυτοκινητικά δυστυχήματα και χάνονται ανθρώπινες ζωές ή προκαλούνται σοβαρές υλικές ζημιές. Είναι μόνο με την απόλυτη συμμόρφωση προς όλους τους κανονισμούς που θα επιτευχθεί μείωση ατυχημάτων τα οποία πολλές φορές έχουν ολέθρια και ανεπανόρθωτα επακόλουθα.»

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τροχαία αδικήματα όταν περιέχουν το στοιχείο της αδιαφορίας επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Τουμάζου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 166/16, ημερομηνίας 05/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B432, η οποία αφορούσε αδικήματα υπέρβασης ορίου ταχύτητας και παράλειψης συμμόρφωσης σε σήμα αστυνομικού, χρήση οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας και χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας. Επισημαίνοντας ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετώπισε με «υπέρμετρη επιείκεια» τον κατηγορούμενο, περιοριζόμενο σε χρηματικές ποινές ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τέτοιου είδους τροχαίες παραβάσεις είναι, για τους λόγους που αναφέραμε, επιβεβλημένη. Ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει, τηρουμένων πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου».

 

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι με την πράξη του να οδηγήσει υπό την επήρεια ναρκωτικών ο Κατηγορούμενος επέδειξε πλήρη ανευθυνότητα. Η συμπεριφορά του είναι εγωιστική και αντικοινωνική ενώ παράλληλα εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας για την σωματική υγεία όλων όσων χρησιμοποιούν τον δρόμο. Το γενικό συμφέρον της δικαιοσύνης, για πάταξη τέτοιων φαινομένων, δημιουργεί την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.

  

Οι οδηγοί και χρήστες των δρόμων πρέπει να διακατέχονται από το αίσθημα της ασφάλειας και της βεβαιότητας για τη ζωή και σωματική τους  ακεραιότητα η οποία δεν θα επηρεάζεται από συμπεριφορές του είδους που επέδειξε ο Κατηγορούμενος, οι οποίες βέβαια πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα αυστηρότητα.

 

Ακόμη όμως και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:

 

Το λευκό του ποινικό μητρώο, κάτι το οποίου του δίδει το δικαίωμα να έχει μεγαλύτερη απαίτηση από το Δικαστήριο όπως επιδείξει στο πρόσωπό του τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.

 

Την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, έστω και σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας.

 

Επίσης λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την αγόρευση της συνηγόρου του.

 

Το γεγονός ότι σήμερα δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών (Τεκμήριο Α).

 

Λαμβάνω υπόψιν μου, προς όφελος του Κατηγορούμενου, το ότι από τη συμπεριφορά του δεν προκλήθηκε ζημιά ή βλάβη σε τρίτο πρόσωπο, καθώς και την απολογία του και τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές, στοιχείο ενδεικτικό της έμπρακτης μεταμέλειας του Κατηγορούμενου.

 

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να παραβλέψει τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι και σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή στον Κατηγορούμενο που ανέρχεται στα 4 έτη περίπου.

 

Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365). Είναι νομολογημένο ότι προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου, θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το υπό τιμωρία αδίκημα διαπράχθηκε στις 24/06/2021 και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 16/12/2022, δηλαδή 1.5 χρόνο μετά. Για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου δεν δόθηκε κάποια δικαιολογία από την Κατηγορούσα Αρχή. Σημειώνεται επίσης ότι η υπόθεση δεν χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα. Συνεπώς η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος, η οποία θεωρώ ότι είναι μεγάλη, θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του Κατηγορούμενου.

 

Ως προς τον χρόνο που διέρρευσε από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι σήμερα όπου το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή διαπιστώνω ότι παρήλθαν 2.5 χρόνια. Ωστόσο αυτό που δεν μπορώ να παραβλέψω είναι ότι ο Κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε αρχικά την κατηγορία που αντιμετώπιζε, ως είχε φυσικά δικαίωμα να πράξει, και έτσι η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση σύμφωνα με το πρόγραμμα του Δικαστηρίου.

 

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω όμως, δεν παραβλέπω ότι ως προς το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου που παρήλθε από την διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή ποινής, δεν αναφέρθηκαν από την συνήγορο του οποιαδήποτε περιστατικά που να δεικνύουν ότι υπήρξε ουσιαστική αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του Κατηγορούμενου.

 

Τα ελαφρυντικά και οι μετριαστικοί παράγοντες του Κατηγορούμενου, όπως αυτά έχουν εκτεθεί αμέσως πιο πάνω, δεν είναι, κατά την άποψη μου, τέτοιας έκτασης και φύσης ώστε να υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει της σοβαρότητας του αδικήματος που βρέθηκε ένοχος και της δεδηλωμένης ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης. Δεν έχουν καταδειχθεί γεγονότα τέτοιας φύσεως που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος της ποινής. Ούτε οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της ποινής. Το αδίκημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό και υπάρχει η ανάγκη για αποτροπή. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας. (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540).  Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από οποιοδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο.

 

Σημειώνεται, ότι το παρόν Δικαστήριο δεν τιμωρεί τον Κατηγορούμενο για τη χρήση ναρκωτικών ουσιών αλλά για την παντελώς αδικαιολόγητη και δυνητικά επικίνδυνη επιλογή του να οδηγήσει ευρισκόμενος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί το ύστατο μέτρο τιμωρίας και ότι επιβάλλεται μόνο όταν κρίνεται ως αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αποτελεί τη μόνη αρμόζουσα ποινή για τον Κατηγορούμενο. Οποιαδήποτε άλλη ποινή, υπό τις περιστάσεις, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στον Κατηγορούμενο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες (Νικήτα v. Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75).

 

Εξετάστηκε από το Δικαστήριο το ενδεχόμενο επιβολής διατάγματος κηδεμονίας με όρους κοινοτικής εργασίας χωρίς αμοιβή, με βάση τον περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμο 46(I)/1996. Σημειώνεται πως στα πλαίσια των αξιολογήσεων που έγιναν από το Γραφείο Ευημερίας Πάφου σε συνέχεια σχετικού αιτήματος από την συνήγορο του Κατηγορούμενου παρουσιάστηκε συμπληρωματική έκθεση στην οποία δηλώνεται ότι ο Κατηγορούμενος είναι πρόθυμος να προσφέρει Κοινοτική Εργασία χωρίς Αμοιβή ως εναλλακτική ποινή αφού αντιλαμβάνεται τους όρους και τις υποχρεώσεις ενός τέτοιου Διατάγματος και είναι διαθέσιμος να συμμορφωθεί και να συνεργαστεί με την Κηδεμονική Λειτουργό. Ωστόσο στην συμπληρωματική έκθεση δεν εκφράζεται άποψη από το Γραφείο Ευημερίας κατά πόσον ο Κατηγορούμενος κρίνεται κατάλληλος για να ενταχθεί στο πρόγραμμα Κοινοτικής Εργασίας χωρίς Αμοιβή.

 

Ανεξάρτητα όμως από το πιο πάνω, με κάθε σεβασμό προς την ευπαίδευτη συνήγορο του Κατηγορούμενου, δεν μπορώ να αποδεχθώ την εισήγηση της ότι στην υπό κρίση περίπτωση η ποινή αυτή της Κοινοτικής Εργασίας χωρίς Αμοιβή και του διατάγματος επιτήρησης είναι η κατάλληλη. Και αυτό γιατί πολύ απλά τέτοια εισήγηση παραγνωρίζει πλήρως την εξαιρετικά σοβαρή φύση της κατηγορίας που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, την ανησυχητική έξαρση στην οποία βρίσκεται το υπό κρίση αδίκημα, και θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα προς την κοινωνία και τους επίδοξους παραβάτες.

 

Όσον αφορά το ζήτημα της στέρησης της άδειας οδήγησης δεν έχουν εκτεθεί οποιοιδήποτε ειδικοί λόγοι για να μην επιβληθεί και αυτό το είδος της ποινής. Ένεκα της σοβαρότητας του αδικήματος κρίνω σκόπιμο όπως επιβάλλω στον Κατηγορούμενο και ποινή στερητική της άδειας οδήγησης.

 

Ως εκ των ανωτέρω, επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στον Κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 4 μηνών και 8 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου. Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 3 μηνών από αύριο.

 

Η ποινή φυλάκισης και στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης να συντρέχουν.

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο αναφέρει ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο ήθελε διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί.

 

Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (Siminoiu v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 699).

 

Όπως έχει νομολογηθεί ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται. Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποινική. Έφεση Αρ. 121/2017, ημερομηνίας 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:

 

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου θα μπορούσε ή θα έπρεπε να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογεί το να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.

 

Ιδιαίτερη σημασία δίδεται στο γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος είναι λευκού ποινικού μητρώου, καθώς και ότι πλέον δεν είναι χρήστης ναρκωτικών ουσιών.

 

Όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι συνηγορούν υπέρ της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την αναστολή έκτισης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στον Κατηγορούμενο και πως δικαιούται της ευκαιρίας να καταδείξει εμπράκτως πως όντως έχει πλήρως αντιληφθεί την σοβαρότητα του αδικήματος, έχει μεταμεληθεί και δύναται να είναι νομοταγές μέλος της Κυπριακής κοινωνίας και να γίνει χρήσιμος πολίτης αυτής.

 

Ως εκ των άνω διατάσσω όπως η ποινή φυλάκισης, η οποία επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο, ανασταλεί για περίοδο 3 ετών.

 

Περαιτέρω στην βάση του άρθρου 11(Θ) του Νόμου ο Κατηγορούμενος να καταβάλει έξοδα ύψους €180 πλέον Φ.Π.Α στη Δημοκρατία, ως αντίτιμο για το κόστος των εργαστηριακών εξετάσεων.

 

(Εξηγείται στον κατηγορούμενο η έννοια της αναστολής της ποινής φυλάκισης).

 

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                           Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο