
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Αίτηση Προσωποκράτησης αρ.: 137/2025
Αναφορικά με τον A. AM και την αίτηση της Αστυνομίας ημερομηνίας 18.06.2025 για προσωποκράτηση
____________
Ημερομηνία: 19 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Αστυνομία
Η. Σατολιάς, για τον ύποπτο
Ύποπτος: παρών
____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
1. Με αίτηση της Αστυνομίας που υποβάλλεται μέσω του Ανώτερου Υπαστυνόμου Μ. Νικολάου, η Αστυνομία ζητά την κράτηση του φερόμενου ως υπόπτου, που κατονομάζεται στην αίτηση, για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων σχετικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στην αίτηση:
· Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος [άρθρο 372 ΠΚ]
· Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης [άρθρο 243 ΠΚ]
· Μαχαιροφορία [άρθρο 81 ΠΚ]
· Οπλοφορία προς διέγερση τρόμου [άρθρο 80 ΠΚ]
· Κακόβουλη ζημιά [άρθρο 324 ΠΚ]
· Οχλαγωγία [άρθρο 72 ΠΚ]
· Απειλή [άρθρο 91 ΠΚ]
· Κοινή επίθεση [άρθρο 242 ΠΚ]
2. Η αίτηση υποστηρίζεται από τον όρκο του Λοχ.3070 Α. Τσεκούρα, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο σε έγγραφη μορφή, υιοθετήθηκε, και συνιστά το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας μαζί με τις απαντήσεις που έδωσε ο μάρτυρας κατά την αντεξέτασή του από τον συνήγορο του υπόπτου, ως έχουν καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας. Έχει ακουστεί επίσης η επιχειρηματολογία που εκτέθηκε σε σχέση με το υπό εξέταση αίτημα.
Νομικές αρχές
3. Όπως προκύπτει από τον νόμο[1] αλλά και πάγια νομολογία, ο σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων για το αδίκημα ή τα αδικήματα για τα οποία έγινε η σύλληψη και αναφέρονται και στην αίτηση[2].
4. Η έκδοση διαταγμάτων προσωποκράτησης επηρεάζει την ελευθερία του ατόμου. Τέτοια διατάγματα πρέπει να αιτιολογούνται δικαστικά, σε κάθε περίπτωση. Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ύποπτου για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων είναι οι εξής[3]:
(i) υπάρχει μαρτυρία η οποία αποκαλύπτει πως έχει διαπραχθεί αδίκημα·
(ii) η υφιστάμενη μαρτυρία δημιουργεί εύλογη και γνήσια υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη του·
(iii) οι ανακρίσεις ευρίσκονται σε εξέλιξη· και
(iv) η κράτηση είναι αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανακρίσεων
5. Οι προαναφερόμενες αρχές αποτελούν προϋποθέσεις τη συνδρομή των οποίων πρέπει να αποδεικνύει η Αστυνομία, σωρευτικά.
6. Όταν πρόκειται για πρόσωπο που είναι «παιδί» με την έννοια του ν.55(Ι)/2021, οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν εξετάζονται με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα, εφόσον η κράτηση παιδιού για σκοπούς ανακρίσεων θα πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία για να επιβληθεί, να μην μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο να αποφευχθεί.
7. Όσον αφορά το «εύλογο» της υπόνοιας ή υποψίας, η τελική απόφαση συναρτάται με την ύπαρξη στοιχείων στην κατοχή της Αστυνομίας, τέτοιων, που να τείνουν, κατά λογική προέκταση, να καταδείξουν τη διάπραξη των αδικημάτων και να συνδέσουν τον ύποπτο με αυτά. Δεν αξιολογούνται στο στάδιο αυτό η μαρτυρία, ως προς την αποδεικτική της αξία ή την δραστικότητά της[4]. Δεν απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας που να αποδεικνύει όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων ή εκ πρώτης όψεως υπόθεση, ούτε μαρτυρία που να καταδεικνύει σε οποιονδήποτε άλλο βαθμό και επίπεδο τη σύνδεση του ύποπτου με τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο λόγος είναι περί εύλογης υπόνοιας ή υποψίας, όπου υπόνοια και υποψία χρησιμοποιούνται, για τους σκοπούς της διαδικασίας, ως συνώνυμες. Η υπόνοια, για να είναι «εύλογη», δεν θα πρέπει να είναι εντελώς θεωρητική ή υποθετική, αλλά να είναι συνδεδεμένη με συγκεκριμένο πραγματικό πλαίσιο. Πρέπει να εξισορροπηθεί, από τη μια, η αναγκαιότητα για προστασία της ελευθερίας του ατόμου, και από την άλλη να δοθεί λογική ευκαιρία στις ανακριτικές αρχές να διαλευκάνουν αποτελεσματικά το έγκλημα. Ειδικότερα, ως προς το επίπεδο των στοιχείων που μπορούν να δημιουργήσουν το «εύλογο» της υποψίας, εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.
8. Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 1(γ) της ΕΣΔΑ (η υπογράμμιση πρόσθετη):
1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια. Κανείς δεν επιτρέπεται να στερηθεί την ελευθερία του παρά μόνο στις παρακάτω περιπτώσεις και σύμφωνα με τη νόμιμη διαδικασία:
…
γ. εάν συνελήφθη και κρατείται προκειμένου να οδηγηθεί ενώπιον της αρμόδιας δικαστικής αρχής, σε περίπτωση εύλογης υπόνοιας ότι διέπραξε αδίκημα ή όταν αυτό εύλογα κρίνεται απαραίτητο ώστε να εμποδιστεί από το να διαπράξει αδίκημα ή να δραπετεύσει μετά τη διάπραξη αυτού,
… .
9. Αντίστοιχα, με βάση το άρθρο 11 §§ 1, 2(γ) του Συντάγματος (η υπογράμμιση πρόσθετη):
1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας.
2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζει εις τας περιπτώσεις:
….
(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,
…
10. Οι γενικές αρχές στις οποίες αναφέρεται η νομολογία του ΕΔΔΑ επί του άρθρου 5 § 1, κατ’ επέκταση και αυτές με βάση τις οποίες ερμηνεύεται το εγχώριο Σύνταγμα, είναι η αρχή του κράτους δικαίου και, σε συνάρτηση με αυτήν, της ασφάλειας δικαίου, της αναλογικότητας και της προστασίας από την αυθαιρεσία που είναι, εξάλλου, ο ίδιος ο στόχος του άρθρου 5 ΕΣΔΑ[5]. Η έννοια της αυθαιρεσίας ποικίλλει, ανάλογα με το είδος της κράτησης που εμπλέκεται. Μπορεί να προκύψει αυθαιρεσία όταν υπήρξε στοιχείο κακής πίστης ή εξαπάτηση εκ μέρους των Αρχών· όπου η εντολή κράτησης και η εκτέλεση της κράτησης δεν συμμορφωνόταν πραγματικά με τον σκοπό των περιορισμών που επιτρέπονται από τη σχετική υποπαράγραφο του άρθρου 5 § 1· ακόμα και όπου δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας[6].
11. Ο περιορισμός της ελευθερίας υπό το άρθρο 5 § 1 (γ) ΕΣΔΑ – και κατ’ αντιστοιχίαν του άρθρου 11 § 2 (γ) του Συντάγματος – επιτρέπει την προσωρινή κράτηση για σκοπούς διερεύνησης, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για άσκηση ποινικής δίωξης. Η διερεύνηση προηγείται όλων. Το ζητούμενο, ωστόσο, είναι η ύπαρξη επαρκών στοιχείων για σκοπούς ανακριτικής προώθησης, που συνιστούν «εύλογη υποψία» (reasonable suspicion) για τη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος από το πρόσωπο που στερείται την ελευθερία του. Η αναγκαιότητα της κράτησης συνδέεται ακριβώς με την ανάγκη να επιβεβαιωθεί ή να διαλυθεί αυτή η υπόνοια. Το στοιχείο του «εύλογου» αποτελεί αντικειμενικό και αυτόνομο κριτήριο, που προσεγγίζεται με αυστηρότητα. Η ύπαρξη καλόπιστης υποψίας δεν αρκεί· απαιτείται να είναι και εύλογη κατά τον αντικειμενικό παρατηρητή[7].
12. Η έννοια της «εύλογης υποψίας» προϋποθέτει ύπαρξη γεγονότων ή πληροφοριών ικανών να πείσουν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο συλληφθείς έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα. Σε αυτό εντάσσεται ο στοιχειώδης έλεγχος – εφόσον αυτός είναι εφικτός – της βασιμότητας της καταγγελίας, από πλευράς των διωκτικών αρχών. Η παράλειψη ουσιαστικής έρευνας των βασικών γεγονότων, με σκοπό την επαλήθευση ή μη της βασιμότητας (well-foundedness) της καταγγελίας, έχει θεωρηθεί από το ΕΔΔΑ ως παραβίαση του άρθρου 5 § 1 (γ) ΕΣΔΑ. Ενδεικτικές είναι οι υποθέσεις Stepuleac ν. Moldova, 2007, § 73, και Moldoveanu ν. Republic of Moldova, 2021, §§ 52–57, που συνεχίζουν τη νομολογιακή προσέγγιση της υπόθεσης Elçi and Others ν. Turkey, 2003, § 674[8].
13. Στην Stepuleac ν. Moldova (ανωτέρω), το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 (γ) με βάση την ανεπαρκή τεκμηρίωση της εύλογης υποψίας. Ο προσφεύγων, διευθυντής εταιρείας καυσίμων, συνελήφθη με την αιτιολογία ότι ο Γ.Ν., πρώην υπάλληλος της εταιρείας, τον είχε αναγνωρίσει ως πρόσωπο που τον απείλησε και τον εκβίασε. Η αρχική καταγγελία του Γ.Ν. δεν ανέφερε τον προσφεύγοντα. Ωστόσο, το όνομα του προστέθηκε στο διάταγμα έναρξης ποινικής έρευνας. Το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι καμία από τις εθνικές αρχές (εισαγγελικές ή δικαστικές) δεν προέβη σε εξέταση της βασιμότητας της υποψίας, ούτε αξιολόγησε την αξιοπιστία της καταγγελίας. Δεν παρασχέθηκε τεκμηρίωση για την υποτιθέμενη αναγνώριση του προσφεύγοντος από τον Γ.Ν., πέρα από την εισαγγελική δήλωση ότι αυτή έλαβε χώρα. Ο προσφεύγων δεν κατηγορήθηκε για αμέλεια ως διευθυντής, αλλά για προσωπική συμμετοχή στον εκβιασμό, χωρίς συγκεκριμένα στοιχεία. Οι αρχές δεν ερεύνησαν κρίσιμα πραγματικά δεδομένα που θα μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία του Γ.Ν., και προχώρησαν σε σύλληψη με αφετηρία μία καταγγελία ατεκμηρίωτη και ενδεχομένως υποκινούμενη από ιδιωτικά συμφέροντα. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχαν πραγματικά στοιχεία που να καθιστούν την υποψία «εύλογη» κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 (γ), αφού η σύλληψη βασίστηκε σε μια καταγγελία χωρίς έλεγχο ή ανεξάρτητη επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών.
14. Στην Moldoveanu ν. Republic of Moldova (ανωτέρω) η προσφεύγουσα σύρθηκε σε ποινική διαδικασία κατόπιν καταγγελίας από τον δανειστή της, V.G., για δήθεν απάτη. Η αρχική σύμβαση ήταν σαφώς ιδιωτικού, αστικού χαρακτήρα· το δάνειο ήταν άτοκο και η επιστροφή του καθυστερούσε. Παρά την εκκρεμή αστική διαδικασία και την παραδοχή του χρέους από την προσφεύγουσα, οι αρχές δέχθηκαν καταγγελία του V.G., που βασιζόταν περισσότερο σε προσωπική του εκτίμηση περί δόλου παρά σε αντικειμενικά γεγονότα. Η καταγγελία δεν συνοδευόταν από κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει αξιόποινη πράξη, πόσω μάλλον με δόλο εξαπάτησης κατά τη στιγμή χορήγησης του δανείου. Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε πως η διαφορά είχε σαφώς αστική φύση. Διαπίστωσε πως η ποινική διερεύνηση και κράτηση βασίστηκε σε υποκειμενική αίσθηση του καταγγέλλοντος, χωρίς ανεξάρτητο έλεγχο ή απόδειξη περί δόλου. Έκρινε πως δεν υπήρχαν πληροφορίες που να στοιχειοθετούν εύλογη υποψία για απάτη και συνεπώς η έναρξη της ποινικής διαδικασίας και οποιαδήποτε κράτηση ήταν αυθαίρετη. Η υπόθεση επιβεβαιώνει ότι η απλή υποβολή καταγγελίας, χωρίς ανεξάρτητο έλεγχο από τις διωκτικές αρχές, δεν επαρκεί για τη νομιμοποίηση στέρησης της ελευθερίας υπό το άρθρο 5 § 1 (γ). Ο ρόλος των Αρχών δεν είναι παθητικός· οφείλουν να εξετάζουν την αξιοπιστία της πληροφορίας, την πηγή της, και να ενεργούν με αντικειμενική μεθοδολογία ώστε να διαπιστωθεί εάν υφίσταται πραγματικά εύλογη υποψία. Η αποτυχία σε αυτόν τον έλεγχο συνιστά από μόνη της προσβολή του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία.
15. Παρεμβάλλεται πως, όσον αφορά την παραπομπή του ΕΔΔΑ και στην Fox. Cambell and Hartley v. the United Kingdom (ανωτέρω), στην υπόθεση εκείνη, στην οποία, επίσης, είχε εκτεθεί η προαναφερόμενη αρχή, υπήρξε και εκεί καταδίκη για παράβαση του άρθρου 5 § 1, στη βάση της μη τήρησης του «εύλογου» της υποψίας. Αφορούσε, μάλιστα, τη διερεύνηση τρομοκρατικού εγκλήματος, που ανήκει σε μια ειδική κατηγορία. Σε τέτοια αδικήματα, λόγω του συνακόλουθου κινδύνου απώλειας ζωών και ανθρώπινου πόνου, η Αστυνομία είναι υποχρεωμένη να ενεργεί με τη μέγιστη δυνατή επείγουσα ανάγκη, για την παρακολούθηση όλων των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών από μυστικές πηγές. Επιπλέον, η Αστυνομία μπορεί συχνά να χρειαστεί να συλλάβει έναν ύποπτο ως τρομοκράτη με βάση πληροφορίες που είναι αξιόπιστες, αλλά που δεν μπορούν, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η πηγή των πληροφοριών, να αποκαλυφθούν στον ύποπτο ή να προσαχθούν στο δικαστήριο για να υποστηρίξουν μια κατηγορία. Όπως τόνισε η κυβέρνηση, εκεί, και συμφώνησε και το ΕΔΔΑ, ενόψει των δυσκολιών που είναι εγγενείς στην έρευνα και τη δίωξη τρομοκρατικών εγκλημάτων στη Βόρεια Ιρλανδία, το «εύλογο» της υποψίας που δικαιολογεί τέτοιες συλλήψεις δεν μπορεί πάντα να κριθεί σύμφωνα με τα ίδια πρότυπα που ισχύουν για την αντιμετώπιση του συμβατικού εγκλήματος. Ωστόσο, επισημάνθηκε, οι ανάγκες αντιμετώπισης του τρομοκρατικού εγκλήματος δεν μπορούν να δικαιολογήσουν και την επέκταση της έννοιας του «εύλογου» στο σημείο όπου η ουσία της διασφάλισης από το άρθρο 5 § 1 (γ) να επηρεάζεται. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι δεν μπόρεσε να αποκαλύψει το άκρως ευαίσθητο υλικό στο οποίο βασιζόταν η υποψία εναντίον των τριών προσφευγόντων λόγω του κινδύνου αποκάλυψης της πηγής του υλικού και ως εκ τούτου θέσης σε κίνδυνο της ζωής και της ασφάλειας άλλων. Προς στήριξη του ισχυρισμού της, ότι παρόλα αυτά υπήρχε εύλογη υποψία, επεσήμανε τα γεγονότα ότι οι δύο πρώτοι προσφεύγοντες είχαν προηγούμενες καταδίκες για σοβαρές τρομοκρατικές ενέργειες και ότι και οι τρεις αιτούντες ανακρίθηκαν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους για συγκεκριμένες τρομοκρατικές ενέργειες για τις οποίες ήταν ύποπτοι. Κατά τον ισχυρισμό της κυβέρνησης, αυτά τα γεγονότα ήταν επαρκή για να επιβεβαιώσουν ότι ο αξιωματικός που διενήργησε τη σύλληψη είχε καλή ή γνήσια υποψία, υποστηρίζοντας επίσης ότι δεν υπήρχε ουσιαστική διαφορά μεταξύ μιας καλόπιστης ή γνήσιας υποψίας και μιας εύλογης υποψίας. Η κυβέρνηση παρατήρησε επιπλέον ότι οι ίδιοι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν ότι συνελήφθησαν και κρατήθηκαν σε σχέση με τρομοκρατικές ενέργειες. Η κυβέρνηση δήλωσε, επίσης, ότι, αν και δεν μπορούσαν να αποκαλύψουν τις πληροφορίες ή να προσδιορίσουν την πηγή των πληροφοριών που οδήγησαν στη σύλληψη των προσφευγόντων, υπήρχαν ισχυροί λόγοι στην περίπτωση του πρώτου και του δεύτερου προσφεύγοντα για να υπονοηθεί ότι τη στιγμή της σύλληψής τους οι προσφεύγοντας ασχολούνταν με τη συλλογή πληροφοριών και τις εργασίες ταχυμεταφοράς για την τρομοκρατική οργάνωση και ότι στην περίπτωση του τρίτου προσφεύγοντος ήταν διαθέσιμο το υλικό σχετικά με την απόπειρα σύλληψης του από την Αστυνομία. Λέχθηκε, από το ΕΔΔΑ, πως το άρθρο 5 § 1 (γ), πράγματι, δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να δημιουργεί δυσανάλογες δυσκολίες στις αστυνομικές αρχές στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την καταπολέμηση της οργανωμένης τρομοκρατίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ζητηθεί να αποδειχθεί το «εύλογο» της υποψίας που βασίζεται στη σύλληψη ενός ύποπτου τρομοκράτη, αποκαλύπτοντας τις εμπιστευτικές πηγές υποστηρικτικών πληροφοριών ή ακόμη και γεγονότων που θα μπορούσαν να υποδείξουν τέτοιες πηγές ή την ταυτότητά τους. Ωστόσο, λέχθηκε, επίσης, το δικαστήριο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εξακριβώνει εάν η ουσία της διασφάλισης που παρέχεται από το άρθρο 5 § 1 (γ) έχει εξασφαλιστεί. Κατά συνέπεια, η Ιρλανδική κυβέρνηση έπρεπε να παράσχει τουλάχιστον ορισμένα γεγονότα ή πληροφορίες ικανά να ικανοποιήσουν το δικαστήριο ότι το συλληφθέν άτομο ήταν «εύλογα» ύποπτο ότι διέπραξε το φερόμενο αδίκημα. Αυτό είναι ακόμη πιο αναγκαίο όταν, όπως στην εν λόγω περίπτωση, το εθνικό δίκαιο δεν απαιτεί «εύλογη» υποψία, αλλά θέτει ένα χαμηλότερο όριο, απαιτώντας απλώς την ειλικρινή ή γνήσια υποψία (που δεν εξομοιώνεται). Το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι η σύλληψη και η κράτηση καθενός από τους προσφεύγοντες βασίστηκε σε μια «καλή» υποψία ότι ήταν τρομοκράτες και ότι καθένας από αυτούς ανακρίθηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής του για συγκεκριμένες τρομοκρατικές ενέργειες για τις οποίες ήταν ύποπτος. Το γεγονός ότι οι δύο εξ αυτών είχαν προηγούμενες καταδίκες για τρομοκρατικές ενέργειες που συνδέονται με την ίδια τρομοκρατική οργάνωση, αν και θα μπορούσε να ενισχύσει την υποψία που τους συνδέει με τη διάπραξη τρομοκρατικού τύπου εγκλημάτων, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη μοναδική βάση μιας υπόνοιας που να δικαιολογεί τη σύλληψή τους, περίπου επτά χρόνια αργότερα. Το γεγονός ότι όλοι οι προσφεύγοντες, κατά τη διάρκεια της κράτησής τους, ανακρίθηκαν για συγκεκριμένες τρομοκρατικές ενέργειες, δεν επιβεβαιώνει παρά μόνο ότι οι αξιωματικοί που του συνέλαβαν είχαν πραγματική υποψία ότι είχαν εμπλακεί σε αυτές τις πράξεις, αλλά, όπως καταληκτικά λέχθηκε, δεν μπορεί να ικανοποιήσει έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι οι προσφεύγοντας μπορεί να διέπραξαν αυτές τις πράξεις. Τα προαναφερθέντα στοιχεία, από μόνα τους, δεν αρκούν για να υποστηρίξουν το συμπέρασμα ότι υπήρχε «εύλογη υποψία». Η κυβέρνηση δεν έχει παράσχει κανένα άλλο υλικό στο οποίο βασίστηκε η υποψία εναντίον των προσφευγόντων. Ως εκ τούτου, οι εξηγήσεις τους δεν πληρούσαν τα ελάχιστα πρότυπα που ορίζει το άρθρο 5 § 1 (γ) για την κρίση του «εύλογου» μιας υπόνοιας για τη σύλληψη ενός ατόμου. Συνεπώς, κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1. Συνοπτικά, στα αδικήματα που σχετίζονται με την τρομοκρατία, δεν υπάρχει υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίσουν το εύλογο της υποψίας που βασίζεται στη σύλληψη ενός ύποπτου τρομοκράτη με την αποκάλυψη εμπιστευτικών πηγών πληροφοριών. Ωστόσο, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι και εκεί, οι ανάγκες αντιμετώπισης του τρομοκρατικού εγκλήματος δεν μπορούν να δικαιολογούν την επέκταση της έννοιας του «εύλογου» σε σημείο όπου η διασφάλιση που παρέχεται από το άρθρο 5 § 1 (γ) να δίδεται αλλοιωμένη. Με την επακόλουθη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με μια συγκεκριμένη κατηγορία, μπορεί μερικές φορές να ενισχυθεί μια υποψία που συνδέει έναν ύποπτο με τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποτελεί τη μοναδική βάση μιας υπόνοιας που δικαιολογεί την κράτηση. Σε κάθε περίπτωση, η μετέπειτα συγκέντρωση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων δεν απαλλάσσουν τις εθνικές αρχές από την υποχρέωσή τους να παρέχουν επαρκή στοιχεία που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αρχική κράτηση ενός ατόμου[9].
16. Τονίζεται ότι, ο λόγος της Fox. Cambell and Hartley v. the United Kingdom (ανωτέρω), στην οποία υπήρξε η προαναφερόμενη προσέγγιση, ήταν βάσει αδικημάτων σχετικών με την τρομοκρατία, που συνυφαίνονται με την ανθρώπινη ζωή, και που δεν επιτρέπουν ενέργειες επαλήθευσης, αλλά οι αρχές θα πρέπει να ενεργούν με αμεσότητα και στη βάση οποιωνδήποτε σχετικών πληροφοριών. Δεν υπάρχει εύκολα όμοιο ισοζύγιο σε άλλης φύσης αδικήματα. Εάν υπάρχει, θα πρέπει να εξειδικεύονται οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται η απόκλιση από τα βασικά και συνήθη πρότυπα εφαρμογής του άρθρου 5 § 1. Γιατί γίνεται επίκληση της ανάγκης εφαρμογής των προτύπων της Fox. Cambell and Hartley v. the United Kingdom (ανωτέρω), όπου και εκεί, τελικά, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, που περισσότερο είχαν να κάνουν με τον επικείμενο χειρισμό από την Ιρλανδική κυβέρνηση, δεν ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις του «εύλογου» της υποψίας.
17. Στη βάση των προαναφερόμενων, οι υποψίες, που απορρέουν είτε από καταγγελία είτε από άλλα στοιχεία που είναι πιο υποκειμενικά, θα πρέπει να δικαιολογούνται με επαληθεύσιμα και αντικειμενικά στοιχεία, για να είναι σε επίπεδο «εύλογης» υποψίας, εφόσον υπάρχει η χρονική και πρακτική δυνατότητα τέτοιας επαλήθευσης, χωρίς να προκαλείται κάποιος κίνδυνος που διεκδικεί υπέρτερη προσοχή. Το δικαστήριο, που εξετάζει το αίτημα, δεν εξετάζει την αξιοπιστία της μαρτυρίας καθαυτής, αλλά τις ενέργειες των Αρχών σχετικά με την από μέρους τους διερεύνηση της αξιοπιστίας των στοιχείων που κατέχουν, δηλαδή τις ενέργειες επαλήθευσης που έγιναν, για να θεωρηθεί σοβαρή και βάσιμη μία υποψία, κατ’ επέκταση και εύλογη. Η μαρτυρία δεν θα πρέπει να είναι «απογυμνωμένη», όπως ήταν η έκφραση που χρησιμοποιήθηκε σε εγχώρια νομολογία, για άλλες περιπτώσεις· χωρίς η αναφορά σε «απογυμνωμένο» στοιχείο να έχει, και πάλι, την έννοια της αξιολόγησης από το δικαστήριο της αξιοπιστίας ή της αποδεικτικής αξίας ή ισχύος της μαρτυρίας ως σε δίκη ουσίας ή ακόμα και σε εκ πρώτης όψεως στάδιο. Επίσης, αόριστες και γενικές αναφορές σε απροσδιόριστο «υλικό της υπόθεσης» δεν μπορούν να είναι επαρκείς, για να δικαιολογήσουν το «εύλογο» μιας υποψίας, ελλείψει συγκεκριμένων δηλώσεων, πληροφοριών ή καταγγελιών[10].
18. Όπως λέχθηκε προηγουμένως, το τι είναι «εύλογο», εξαρτάται εν πολλοίς από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Βεβαίως, τα γεγονότα που εγείρουν μια υποψία δεν χρειάζεται να του ίδιου επιπέδου με εκείνα που είναι απαραίτητα για να δικαιολογηθεί μια καταδίκη ή ακόμη και η απαγγελία κατηγορίας[11]. Ο όρος «λογικότητα» (reasonableness) σημαίνει, επίσης, το όριο που πρέπει να πληροί η υποψία για να ικανοποιήσει τον αντικειμενικό παρατηρητή σχετικά με την πιθανότητα των κατηγοριών[12]. Κατά κανόνα, προβλήματα σχετικά με την «εύλογη υποψία» προκύπτουν σε επίπεδο γεγονότων. Το ερώτημα είναι εάν η σύλληψη και κράτηση βασίζονται σε επαρκή αντικειμενικά στοιχεία που δικαιολογούν μια «εύλογη υποψία», ότι τα επίμαχα γεγονότα έχουν όντως συμβεί.
19. Εκτός από το πραγματικό σκέλος, η ύπαρξη «εύλογης υποψίας» κατά την έννοια του άρθρου 5 § 1 (γ) απαιτεί τα πραγματικά περιστατικά των οποίων γίνεται επίκληση να μπορούν εύλογα να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν σε ένα από τα άρθρα του νόμου που ρυθμίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Συναφώς, δεν θα μπορούσε να υπάρξει «εύλογη υποψία» εάν σε περίπτωση που ίσχυαν οι πράξεις ή τα γεγονότα κατά του κρατουμένου δεν θα αποτελούσε έγκλημα η συμπεριφορά κατά την στιγμή που συνέβησαν[13]. Έπειτα, δεν πρέπει να φαίνεται ότι τα ίδια τα εικαζόμενα αδικήματα σχετίζονται με την άσκηση δικαιωμάτων του υπόπτου[14].
20. Κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον ικανοποιείται το ελάχιστο πρότυπο για το «εύλογο» μιας υπόνοιας, για μια σύλληψη ή κράτηση ενός ατόμου, που, επαναλαμβάνεται, δεν είναι αξιολόγηση επιμέρους μαρτυρίας για σκοπούς ελέγχου της αξιοπιστίας της ως σε δίκη, το δικαστήριο οφείλει, με βάση τη νομολογία του ΕΔΔΑ, να λαμβάνει υπόψη το γενικό πλαίσιο των γεγονότων της συγκεκριμένης περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένης της ιδιότητας του υπόπτου, της σειράς των γεγονότων, του τρόπου με τον οποίον διενεργήθηκαν έρευνες και τη συμπεριφορά των αρχών[15]. Τα ελάχιστα πρότυπα δεν πληρούνταν, για παράδειγμα, στη Shmorgunov and Others v. Ukraine, 2021, §§ 464-477, κατά τη σύλληψη και κράτηση υπόπτων, με την υποψία ότι είχαν διαπράξει εγκλήματα συναφή με το γεγονός ότι συμμετείχαν σε διαδήλωση· υπερτερούσε η αυθαιρεσία, κι η σύλληψη περισσότερο αναδεικνύονταν και αποτελούσε μέρος μιας στρατηγικής των αρχών προκειμένου να εμποδίσουν και να τερματίσουν ειρηνικές διαδηλώσεις. Ενώ πρέπει να υπάρχει εύλογη υποψία κατά την στιγμή της σύλληψης και της αρχικής κράτησης, πρέπει επίσης να αποδεικνύεται, σε περιπτώσεις παρατεταμένης κράτησης, ότι η υποψία παρέμεινε και παραμένει «εύλογη» καθ' όλη τη διάρκεια της κράτησης.
21. Ενώ το πλαίσιο μιας υπόθεσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του άρθρου 5, οι Αρχές δεν διαθέτουν λευκή κάρτα, να μπορούν να διατάσσουν την κράτηση ενός ατόμου κατά τη διάρκεια επικαλούμενης έκτακτης ανάγκης, χωρίς επαληθεύσιμα στοιχεία ή πληροφορίες ή χωρίς επαρκή τεκμηριωμένη βάση που να πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 5 § 1 (γ)[16]. Τα μη επιβεβαιωμένα στοιχεία από φήμες ανώνυμου πληροφοριοδότη δεν κρίθηκαν από το ΕΔΔΑ ως επαρκή, για να βασίσουν «εύλογη υποψία», ότι ο ύποπτος εμπλέκεται σε δραστηριότητες που σχετίζονται με τη μαφία (Labita v. Italy [GC], 2000, §§ 156 κ.ε.). Αντίθετα, οι ενοχοποιητικές δηλώσεις που χρονολογούνταν από πολλά χρόνια και αργότερα αποσύρθηκαν από τους υπόπτους δεν αφαίρεσαν την ύπαρξη εύλογης υποψίας. Επιπλέον, δεν υπήρχε επίδραση στη νομιμότητα του εντάλματος σύλληψης (Talat Tepe v. Turkey, 2004, § 61). Το ΕΔΔΑ δέχθηκε, επίσης, ότι οι συγκεκριμένες και λεπτομερείς δηλώσεις ανώνυμου μάρτυρα μπορούν να αποτελέσουν επαρκή πραγματική βάση για μια «εύλογη» υποψία στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος (Yaygin v. Turkey (dec.), 2021, §§ 37-46.
22. Είναι νομολογημένο και σε εγχώρια νομολογία, ότι για τους σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσον η υποψία εναντίον ενός υπόπτου είναι «εύλογη», η Αστυνομία δεν υποχρεούται να αποκαλύπτει ονόματα μαρτύρων ή άλλες κρίσιμες πληροφορίες, εφόσον τούτο ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην εξέλιξη των ανακρίσεων. Παρά ταύτα, η Αστυνομία δύναται να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου σχετικές καταθέσεις ή έγγραφα που συνδέουν τον ύποπτο με το υπό διερεύνηση αδίκημα, χωρίς να απαιτείται κοινοποίησή τους στον ύποπτο ή τον συνήγορό του, εφόσον η αποκάλυψη αυτή θα έθετε σε κίνδυνο την ορθή διεξαγωγή της έρευνας. Στην Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 ΑΑΔ 165, επισημάνθηκε ότι η πλήρης προσαγωγή των καταθέσεων ενώπιον του Δικαστηρίου, κατά τη διαδικασία εξέτασης αιτήματος για προσωποκράτηση, είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή ακόμη και να ματαιώσει το ανακριτικό έργο. Η τυχόν υιοθέτηση τέτοιας προσέγγισης θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των αστυνομικών ερευνών και θα προσέκρουε στο δημόσιο συμφέρον για αποτελεσματική δίωξη του εγκλήματος[17].
23. Όταν η αίτηση της Αστυνομίας αφορά πλειάδα αδικημάτων, το Δικαστήριο δεν καλείται – στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας – να προβεί σε αναλυτική, εξατομικευμένη σύνδεση του υπόπτου με κάθε ένα εξ αυτών. Ούτε ενδείκνυται να προβεί σε μικροσκοπική αποτίμηση της ουσίας του κάθε αδικήματος ξεχωριστά, κατά τρόπο που θα προσιδίαζε σε πλήρη αποδεικτική κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης[18]. Το Δικαστήριο δύναται, όπως επανειλημμένα έχει υπομνησθεί, να τελεί υπό τη συνεχή υπενθύμιση ότι η αναζήτηση της αλήθειας αποτελεί αντικείμενο της ανακριτικής διαδικασίας, την οποία ακριβώς έρχεται να εξυπηρετήσει η αιτούμενη προσωποκράτηση. Το στάδιο αυτό δεν είναι στάδιο διακρίβωσης ενοχής ή αθωότητας.
24. Ως προς το «γνήσιο» της υποψίας, αυτή δεν πρέπει να αναδύεται από καταχρηστική άσκηση εξουσίας ή να εξυπηρετεί σκοπούς διάφορους εκείνων που προβλέπονται από το άρθρο 5 § 1 (γ) ΕΣΔΑ. Κάθε υποψία που συνδέεται με εναλλακτικά, μη θεμιτά κίνητρα στέρησης της ελευθερίας πρέπει να αποκλείεται απολύτως. Η νομιμότητα του περιορισμού της ελευθερίας προϋποθέτει πάντοτε την απουσία σκοπού αλλότριου του ανακριτικού.
25. Αναφορικά με την αναγκαιότητα της κράτησης, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το αίτημα υπό το πρίσμα του είδους και της φύσης του ανακριτικού έργου. Εάν συντρέχουν κίνδυνοι επηρεασμού μαρτύρων, καταστροφής ή αλλοίωσης τεκμηρίων, ή γενικότερης παρεμπόδισης της διερεύνησης, τότε η κράτηση ή η συνέχιση της κράτησης καθίσταται θεμιτή και νόμιμη.
26. Δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι ο ύποπτος έχει ήδη επηρεάσει ή επιχείρησε να επηρεάσει μάρτυρες ή τεκμήρια. Αρκεί η ύπαρξη πιθανού κινδύνου, τεκμηριωμένου μέσω εύλογου και αντικειμενικά δικαιολογημένου φόβου, ότι το ανακριτικό έργο ενδέχεται να πληγεί[19].
27. Ως προς τη χρονική διάρκεια της προσωποκράτησης, αυτή πρέπει να συσχετίζεται άμεσα και αποκλειστικά με την έκταση και το περιεχόμενο του εναπομείναντος ανακριτικού έργου. Το Δικαστήριο οφείλει να αξιολογήσει όχι μόνο τον όγκο αλλά και τη φύση των εναπομεινάντων ανακριτικών ενεργειών. Η σχετική εκτίμηση δεν αίρει, βεβαίως, την υποχρέωση της Αστυνομίας να ενεργήσει με τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια και ταχύτητα, ώστε να ολοκληρώσει την ανάκριση εντός του ευλόγου χρόνου, καθιστώντας δυνατή την αποσαφήνιση της θέσης του υπόπτου.
Εξέταση
28. Οι πιο πάνω αρχές αναπτύχθηκαν εκτενώς, δοθέντος ότι η αμφισβήτηση από την πλευρά του υπόπτου εκτάθηκε τόσο ως προς την ύπαρξη εύλογης και γνήσιας υποψίας εις βάρος του, όσο και ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναγκαιότητας της κράτησης. Περαιτέρω, τέθηκε υπό αμφισβήτηση και η διάρκεια της αιτούμενης κράτησης, η οποία στην παρούσα περίπτωση είναι οκτώ ημέρες. Έχοντας υπ’ όψιν τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη διαδικασία, το Δικαστήριο προχωρεί στην ουσιαστική εξέταση της αίτησης.
29. Η αίτηση για προσωποκράτηση υποβλήθηκε νομότυπα και μπορεί να τύχει ουσιαστικής εξέτασης.
30. Τα γεγονότα βάσει των οποίων η Αστυνομία διερευνά τα υπό αναφορά αδικήματα, είναι τα εξής, στη σύνοψή τους: Στις 16.06.2025 και περί ώρα 20:30, το ΚΕΜ Πάφου έλαβε κλήσεις από πολίτες για μεγάλο επεισόδιο στην οδό Αλέξανδρου Υψηλάντη, με συμμετοχή προσώπων αραβικής καταγωγής. Αστυνομικά περίπολα που έσπευσαν στο σημείο εντόπισαν αριθμό Σύρων υπηκόων, μεταξύ των οποίων και τραυματίες, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου. Στο νοσοκομείο μεταφέρθηκαν και έτυχαν περίθαλψης οι: A.A. (1ος παραπονούμενος), με τραύμα από τέμνον όργανο στον αριστερό ώμο, πνευμοθώρακα, αιμοθώρακα και υποδόριο εμφύσημα· S.A. (2ος παραπονούμενος), με κάταγμα ωλένης και τραύματα στο κεφάλι· Z.A. (3ος παραπονούμενος), με ελαφρύτερα τραύματα· A.A.J. (4ος παραπονούμενος), με κάταγμα κερκίδας. Οι τραυματισμοί περιγράφονται πληρέστερα στη μαρτυρία. Η σκηνή αποκλείστηκε και τέθηκε υπό φρούρηση. Εντοπίστηκαν τέσσερα οχήματα με εμφανείς ζημιές. Ο S.A., σε κατάθεση που έδωσε στο νοσοκομείο, ανέφερε ότι το πρωί της ίδιας ημέρας προσπέρασε όχημα του M.M.AM., με τον οποίο είχε στο παρελθόν επαγγελματικές διαφορές. Ακολούθησε τηλεφωνική αντιπαράθεση. Το απόγευμα, ενημερώθηκε από συγγενικά του πρόσωπα ότι έξω από την οικία του βρίσκονταν δέκα άτομα, μεταξύ αυτών οι M.M.AM. και Α.ΑΜ., που απειλούσαν να τον σκοτώσουν. Κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας, συμφωνήθηκε συνάντηση στην περιοχή «Δασούδι». Ο S.A. προσήλθε στο σημείο με συγγενείς του, ενώ λίγη ώρα αργότερα αφίχθησαν άλλα έξι με επτά οχήματα, από τα οποία αποβιβάστηκαν περί τα 30 άτομα, μεταξύ αυτών οι M.M.AM., Α.ΑΜ. και Α.Η.Μ., φέροντες μαχαίρια, ρόπαλα και σιδερένιες ράβδους, και τους επιτέθηκαν. Στις 17.06.2025 και περί ώρα 16:30, μέλη της Αστυνομίας μετέβησαν στην οικία του M.M.AM. για εκτέλεση εντάλματος έρευνας. Κατά την άφιξη τους, άγνωστο πρόσωπο εξήλθε τρέχοντας και διέφυγε. Εντός της οικίας εντοπίστηκε ο ύποπτος, χωρίς αποδεικτικά ταυτότητας. Μεταφέρθηκε στο ΤΑΕ Πάφου για εξακρίβωση στοιχείων. Έφερε τραύμα στον δεξιό αντιβραχίονα με ίχνη αποξηραμένου αίματος και ανέφερε χαρακτηριστικά «μασσιέρι ψες». Σε προφορική ανάκριση με τη βοήθεια διερμηνέα δήλωσε αδελφός των M.M.AM. και Α.ΑΜ. και ότι συμμετείχε στον «καυγά», οπότε και τραυματίστηκε. Ακολούθως, σε γραπτή κατάθεση παρουσία δικηγόρου αρνήθηκε οποιαδήποτε εμπλοκή. Αφέθηκε ελεύθερος, πλην όμως εντός ολίγων ωρών η Αστυνομία εξασφάλισε δικαστικό ένταλμα σύλληψής του, το οποίο εκτελέστηκε περί ώρα 23:07. Κατάθεση δεν έχει ληφθεί μέχρι στιγμής λόγω μη διαθεσιμότητας διερμηνέα.
31. Το περιστατικό στο «Δασούδι», με βάση τα προεκτεθέντα, τεκμηριώνει την ανάγκη διερεύνησης σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Η αυθεντικότητα της αρχικής καταγγελίας, που εξ όψεως διασταυρώνεται με καταγγελίες προερχόμενες από περισσότερα άτομα, και με την ύπαρξη τραυματισμών, δεν αμφισβητήθηκε.
32. Ως προς την εμπλοκή του υπόπτου, αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι εντοπίστηκε με τραύμα στο χέρι στο σπίτι του M.M.AM, χώρος από τον οποίο ένα άλλο παρευρισκόμενο άτομο τράπηκε σε φυγή, και ο ίδιος είχε αναφέρει πως ήταν στον «καυγά», τραυματιζόμενος από μαχαίρι, γεγονός που διατύπωσε με την φράση «μασσιαίρι ψες». Διαμένει εκεί. Ο καυγάς, σύμφωνα με τη μαρτυρία, δεν έγινε με τυχαία συνεύρεση, αλλά με προγραμματισμένη συνάντηση στον χώρο στο «Δασούδι», για να υπάρξει ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ο ύποπτος φέρεται να ήταν ανάμεσα στα άτομα που μετέβησαν στο σημείο, για τον ίδιο σκοπό, η δε ύπαρξη του τραύματός του ότι ενδεχομένως να μην είχε μείνει άπραγος, αλλά να είχε ενός βαθμού ενεργή εμπλοκή στο επεισόδιο. Αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των ενεργειών της Αστυνομίας να τον ανακρίνει προφορικά στο μέρος, ωστόσο ο Λοχ.3070 εξήγησε πως δεν ήταν γνωστό, κατ’ εκείνο τον χρόνο, ότι επρόκειτο για άτομο που δεν έκλεισε το 18ο έτος της ηλικίας. Εξήγησε, επίσης, κατά την αντεξέτασή του, πως είχε γίνει κατανοητή η ελληνική γλώσσα και δεν φαίνεται να υπήρξε παρανόηση στην επικοινωνία, όταν είχε πει «μασσιαίρι ψες», ενώ αργότερα υπήρξε και η βοήθεια διερμηνέα. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να μην τηρήθηκε ορθά εξ αρχής η διαδικασία ανάκρισης, ωστόσο η κρίση αυτή σχετίζεται και με δεδομένα αξιοπιστίας, κατά τρόπο ώστε η νομιμότητα της διαδικασίας λήψης της υφιστάμενης μαρτυρίας να μην μπορεί να εξεταστεί σε αυτό το πλαίσιο. Αντικειμενικά, η συγγενική σχέση και ο κοινός τόπος διαμονής του υπόπτου με άτομα εκ των ρητά κατονομαζόμενων ως δραστών, σε συνάρτηση με το τραύμα που φέρει, τον τρόπο που φέρονται να εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα στο «Δασούδι», και τον τρόπο που διέφυγε άλλο άτομο από τον χώρο διαμονής του υπόπτου, αλλά και τις αναφορές του ιδίου, καθιστούν λογικό να διερευνηθεί η συμμετοχή του υπόπτου στο επεισόδιο. Όπως προαναφέρθηκε, στο στάδιο αυτό, η έννοια της «εύλογης υποψίας», δεν απαιτεί πλήρη απόδειξη ενοχής ή τεκμηρίωση όλων των συστατικών στοιχείων κάθε αδικήματος, αλλά παρουσία αντικειμενικών περιστατικών ικανών να πείσουν τον λογικά σκεπτόμενο παρατηρητή ότι το εν λόγω πρόσωπο ενδέχεται να έχει διαπράξει αδίκημα. Η φυσική παρουσία του υπόπτου στον χώρο του επεισοδίου, η αναφορά του σε εμπλοκή σε «καυγά», υπό τον τρόπο που έγινε, το τραύμα σε σημείο που συνάδει με ενεργό συμμετοχή, και οι συγγενικοί δεσμοί με φερόμενους οργανωτές και δράστες στοιχειοθετούν, και όλα τα λοιπά προαναφερόμενα, σε συνδυασμό, το επίπεδο αυτής της εύλογης υποψίας.
33. Έπειτα, επειδή τέθηκε και το θέμα αυτό, δεν θεωρώ ότι δεν υπάρχει γνησιότητα στη διερεύνηση της εμπλοκής του υπόπτου, ότι, για παράδειγμα, υπάρχει κάποιος αλλότριος σκοπός. Από τα ενώπιον μου δεδομένα, φαίνεται πως σκοπός της Αστυνομίας είναι να διερευνήσει ό,τι έλαβε χώρα στο «Δασούδι» εκείνο το βράδυ, κατά πάσα πιθανότητα, στην παρουσία και του υπόπτου. Δεν διαφαίνεται απώτερος σκοπός ή κίνητρο που να αναδύει κατάχρηση. Υπάρχει εύλογη και γνήσια υπόνοια περί του ότι ο ύποπτος εμπλέκεται στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων, τα οποία, σε αυτό το στάδιο, εξετάζονται και ως ένα σύνολο, βάσει της μαρτυρίας σχετικά με το τι έλαβε χώρα εκείνο το βράδυ. Δεν υπάρχει δυνατότητα να ιδωθεί αποσπασματικά κάθε ένα ξεχωριστό αδίκημα, σε αυτή τη διαδικασία, με βάση τα συστατικά του στοιχεία. Γενικά, δεν διαπιστώνεται, κατά το παρόν στάδιο, κατάχρηση ή προσχηματική επίκληση της ανάγκης κράτησης. Η εμπλοκή του υπόπτου δεν προβάλλεται με γενικολογίες, όπως υποστηρίχθηκε, αλλά βασίζεται σε συγκεκριμένα δεδομένα.
34. Οι ανακρίσεις βρίσκονται σε εξέλιξη. Ειδικότερα, όπως περιγράφεται στον όρκο του Λοχ.3070, αναμένεται να ληφθούν ακόμα 41 τουλάχιστον καταθέσεις, που περιλαμβάνουν καταθέσεις από άτομα του οικογενειακού και φιλικού περιβάλλοντος του υπόπτου (7 στο σύνολο), περαιτέρω καταθέσεις των παραπονουμένων (5), της οικογένειας του παραπονούμενου που περιέγραψε τα αρχικά γεγονότα και τους περιοίκους της οικίας του (7), των περιοίκων και μαρτύρων της σκηνής (8), από το πλήρωμα του ασθενοφόρου και το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό (9), ενώ θα ληφθούν και καταθέσεις αναγνωριστικής παράταξης (5), που θα λάβει χώρα. Πλείστες των καταθέσεων θα ληφθούν με τη βοήθεια του διερμηνέα. Θα λάβουν επίσης χώρα και άλλες ενέργειες που περιγράφονται και στο Τεκμήριο Β, για τον εντοπισμό των τεκμηρίων που σχετίζονται με το διερευνώμενο επεισόδιο. Ο ύποπτος θα τύχει ιατροδικαστικής εξέτασης. Αναμένεται η εκτίμηση των ζημιών των οχημάτων. Καταζητούνται τα αδέλφια του και αναζητούνται τα άλλα πρόσωπα που μετείχαν στο επεισόδιο, ενώ θα γίνουν έρευνες και εξετάσεις για εντοπισμό κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης. Υπάρχει προφανώς ανακριτικό έργο που είναι σε εξέλιξη.
35. Αμφισβητήθηκε έντονα η αναγκαιότητα της κράτησης του υπόπτου, με δεδομένο ότι ο ίδιος ανακρίθηκε και έδωσε την εκδοχή του, ενώ ήδη είχε προηγουμένως αφεθεί ελεύθερος. Εξάλλου, όπως ήταν η θέση της πλευράς του υπόπτου, δεν μπορεί να επηρεάσει το ανακριτικό έργο, με αναφορά, λόγου χάριν, στην προσπάθεια εντοπισμού κλειστών κυκλωμάτων, ή στη διαμόρφωση της έκθεσης εκτίμησης για τις ζημιές στα οχήματα, τα οποία επιστράφηκαν στους παραπονούμενους, ή όσον αφορά τις καταθέσεις από άτομα που δεν μπορεί να προσεγγίσει. Το γεγονός ότι αφέθηκε για κάποιες ώρες ελεύθερος, μέχρι την εξασφάλιση δικαστικού εντάλματος, για τη δρομολόγηση των υπόλοιπων ενεργειών, δεν οδηγεί απόλυτα στην απουσία αναγκαιότητας. Είναι βέβαια γεγονός ότι δεν διαφαίνεται λογική δυνατότητα επηρεασμού από τον ύποπτο του συνόλου του ανακριτικού έργου, ωστόσο ο φόβος της Αστυνομίας φαίνεται να απορρέει από το γεγονός ότι ο ύποπτος μπορεί να έρθει σε επαφή με άτομα από τα οποία σκοπείται η λήψη καταθέσεων, που με βάση το Τεκμήριο Β, και με δεδομένη την φαινόμενη αλληλογνωριμία των μετεχόντων στο επεισόδιο, υπολογίζονται σε 24 καταθέσεις. Μέσα σε αυτές είναι και οι καταθέσεις από τους καταγγέλλοντες ή τους περιοίκους της οικίας και την οικογένεια ενός εξ αυτών. Δεν θεωρώ πως μπορεί να επηρεάσει μάρτυρες σκηνής, εφόσον δεν υπάρχει ένδειξη ότι πρόκειται για άτομα γνωστά, ούτε το πλήρωμα του ασθενοφόρου ή το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό. Επίσης, θα πρέπει να μετέχει στην ιατροδικαστική εξέταση και στην αναγνωριστική παράταξη, εφόσον αυτές οι ανακριτικές πράξεις κρίθηκαν αναγκαίες από τις Αρχές, και εξηγήθηκε ο λόγος. Ως εκ της εμπλοκής του και του τρόπου εμπλοκής του, εγείρεται εύλογη ανησυχία ότι, εάν παραμείνει ελεύθερος, ενδέχεται να συνεννοηθεί ή να συγχρονίσει ενέργειες με τα πρόσωπα αυτά, επηρεάζοντας κρίσιμες πτυχές της έρευνας, είτε μέσω τροποποίησης ή εξαφάνισης τεκμηρίων, είτε μέσω επηρεασμού άλλων μαρτύρων, είτε με τη συντονισμένη αποτροπή εντοπισμού των λοιπών υπόπτων. Ασφαλώς, δεν προκύπτει και ως λογική η κράτηση του υπόπτου, χρονικά, μέχρι τον εντοπισμό άλλων προσώπων που καταζητούνται, εφόσον σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε να εκληφθεί πως κρατείται για να εξαναγκάσει την εμφάνισή τους. Η διατύπωση, όμως, σε αυτό το στάδιο, βασίζει την αναγκαιότητα της κράτησης, μέχρι την διεξαγωγή του μέρους του ανακριτικού έργου που μπορεί να επηρεάσει, αναγκαιότητα που είναι, κατά τη γνώμη μου, απόλυτη στην περίπτωση αυτή. Η πιθανότητα να διαφύγει στο εξωτερικό ο ύποπτος λόγω της καταγωγής του, ως αναφέρθηκε στον όρκο του Λοχ.3070, δεν μπορεί να εισχωρήσει σε ορατή λογική διάσταση. Επίσης, οριοθετώντας το εύλογο του φόβου ή του κινδύνου επηρεασμού, επειδή η ακροαματική διαδικασία επεκτάθηκε και σε ερωταπαντήσεις που είχε καταδείξει ότι χρειάζεται τέτοια οριοθέτηση, δεν μπορεί να δομηθεί πάνω σε πιο αόριστη, φανταστική βάση, ότι γενικά, εάν αφεθεί ελεύθερος ο ύποπτος, μπορεί να σκοτώσει κάποιον ή να επιφέρει γενικευμένες καταστροφές.
36. Με δεδομένη την αναγκαιότητα της κράτησης, θα πρέπει να εξεταστεί ο χρόνος κράτησης. Η Αστυνομία αιτείται την κράτηση του υπόπτου για οκτώ ημέρες. Υπήρξε και ως προς αυτό το σημείο έντονη διαφωνία. Όσον αφορά τον χρόνο κράτησης που ζητείται, λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο και τη φύση των ανακριτικών πράξεων που πρέπει να γίνουν, οι οποίες καθιστούν αναγκαία την κράτηση του υπόπτου, είναι απόλυτα αναγκαίος και δικαιολογημένος ο χρόνος των 5 ημερών, εντός του οποίου θα πρέπει η Αστυνομία να προβεί σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, ώστε να περατώσει το ανακριτικό έργο για το οποίο απαιτείται η κράτηση του ανήλικου υπόπτου. Στη συνέχεια, να προβεί άμεσα στην απόλυσή του.
Κατάληξη
37. Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, επειδή συντρέχουν όλες οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έγκριση του αιτήματος προσωποκράτησης και ο χρόνος κράτησης των 5 ημερών είναι αναγκαίος και δικαιολογημένος, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο ο ύποπτος παραπέμπεται σε κράτηση για περίοδο 5 ημερών. Να τηρηθούν οι πρόνοιες του ν.55(Ι)/2021.
(Υπ.) ……….………………
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Άρθρα 27 και 29 του περί Παιδιών σε Σύγκρουση με τον Νόμο Νόμου 55(Ι)/2021, Άρθρο 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.
[2] Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιγνατίου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 502.
[3] Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοφή, ΠΕ 18/2025, 04.02.2025, Sletkeviciute v. Αστυνομίας, ΠΕ 171/23, 04.07.2024, Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, ΠΕ 120/2024 κ.ά., 28.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 104/24 κ.ά, 02.05.2024, Ιωσήφ ν. Αστυνομίας, ΠΕ 111/24 κ.ά, 14.05.2024, Yordanova v. Αστυνομίας, ΠΕ 22/24, 19.02.2024, Αριστοδήμου v. Αστυνομίας (2014) 2(Β) ΑΑΔ 667, Ζαννέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652, Mahapini v. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 330, Stamataris v. The Police (1983) 2 CLR 107.
[4] Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 ΑΑΔ 160, Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 240.
[5] Simons v. Belgium (dec.), 2012, § 32.
[6] James, Wells and Lee v. the United Kingdom, 2012, §§ 191-195, Saadi v. the United Kingdom [GC], 2008, §§ 68-74.
[7] Petkov and Profirov v. Bulgary, 2014, § 52· Erdagöz v. Turkey, 1997, § 51· Mehmet Hasan Altan ν. Τurkey, 2018, §§ 124-125· Brogan and Others v. the United Kingdom, 1988, §§ 52-54· Labita ν. Italy [GC], 2000, § 155· O'Hara v. The United Kingdom, 2001, § 36· Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 314· Fernandes Pedroso v. Portugal, 2018, § 87· Sabuncu and Others v. Turkey, 2020, § 145.
[8] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 314· Ilgar Mammadov v. Azerbaijan, 2014, § 88; Erdagöz ν. Turkey, 1997, § 51; Fox, Campbell and Hartley ν. The United Kingdom, 1990, § 32).
[9] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 321.
[10] Akgün v. Turkey, 2021, §§ 156, 175.
[11] Merabishvili v. Georgia [GC], 2017, § 184
[12] Kavala v. Turkey, 2019, § 128.
[13] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 317; Sabuncu and Others v. Turkey, 2020, §§ 146-147.
[14] Selahattin Demirtaş v. Turkey (no. 2) [GC], 2020, § 318; Sabuncu and Others v. Turkey, 2020, § 148; Ragıp Zarakolu v. Turkey, 2020, § 41.
[15] Ibrahimov and Mammadov ν. Azerbaijan, 2020, §§ 113-131.
[16] Akgün v. Turkey, 2021, § 184.
[17] Ι.Μ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 40/2023, ECLI:CY:AD:2023:B120, 04.04.2023, Tsirides v. Police (1973) 2 CLR 204.
[18] Ζανέτου v. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 652.
[19] Πέτρου ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο