
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Υπόθεση αρ. 7595/2022
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
v.
Ε. Γ.
__________________________
Ημερομηνία: 30 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Σ. Παπαλαζάρου (κα), για την Κατηγορούσα Αρχή
Ν. Δημοσθένους, για τον Κατηγορούμενο
Κατηγορούμενος: παρών
ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΗΣ
1. Ε. Γ.[1], κατόπιν της δικής σου ομολογίας ενοχής, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιβάλει ποινές, στις κατηγορίες επί του κατηγορητηρίου:
1η Κατηγορία, 2η Κατηγορία και 3η Κατηγορία: Ότι την 18 Αυγούστου 2001, στη ΣΠΕ Σίμου, κατάρτισες πλαστό έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση, δηλαδή το έντυπο συμφωνίας δανείου σε τρεχούμενο λογαριασμό, με τα στοιχεία που αναφέρονται, που αφορούσε την παραχώρηση δανείου για Λ.Κ.8.000, θέτοντας την υπογραφή της συζύγου σου, Α.Ν. στη θέση του οφειλέτη ως συμβαλλόμενη, χωρίς τη συγκατάθεσή της, έθεσες σε κυκλοφορία το έγγραφο αυτό, εν γνώσει σου και δολίως, και εξασφάλισες από τη σύζυγό σου μέσω της ΣΠΕ Σίμου το χρηματικό ποσό των Λ.Κ.8.000 με ψευδείς παραστάσεις, που αναφέρονται στο συγκεκριμένο πλαστό έγγραφο.
2. Η πλαστογραφία, η κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και η εξασφάλιση αγαθών με ψευδείς παραστάσεις είναι ποινικά αδικήματα, με βάση τον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο Κεφ.154, ο οποίος προβλέπει και ποινές. Για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (1η Κατηγορία, 2η Κατηγορία), κατά τα άρθρα 335 και 339 ΠΚ, η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση μέχρι τα τρία έτη. Για το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, κατά το άρθρο 298 ΠΚ (3η Κατηγορία), η μέγιστη ποινή που μπορεί να επιβάλει το Δικαστήριο είναι η ποινή φυλάκισης μέχρι τα πέντε έτη. Με βάση το άρθρο 29 ΠΚ, το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή φυλάκισης λιγότερου χρόνου ή αντί ποινής φυλάκισης, να επιβάλει χρηματική ποινή.
3. Έχω υπόψη μου τις αρχές της επιμέτρησης και της επιβολής ποινών. Ο χαρακτηρισμός ενός αδικήματος ως σοβαρού δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το ανώτατο όριο της ποινής που μπορεί να επιβληθεί με βάση τον νόμο. Εκείνος είναι ένας σημαντικός δείκτης της σοβαρότητας. Κάθε αδίκημα έχει τη δική του κλίμακα έντασης[2]. Σε μεγάλο βαθμό, η ταξινόμηση του αδικήματος σε επίπεδο έντασης ή σοβαρότητας εξαρτάται και από το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν τη διάπραξή του από το συγκεκριμένο πρόσωπο, στη συγκεκριμένη περίπτωση που συνθέτουν την υπαιτιότητα (culpability), καθώς και από το μέγεθος της βλάβης που προκλήθηκε ή κινδύνευσε να προκληθεί από την παραβατική συμπεριφορά σε πραγματικό επίπεδο (harm)[3]. Το Δικαστήριο, αφού ταξινομήσει τα αδικήματα ως προς το επίπεδο σοβαρότητάς τους σε πραγματικό χρόνο, συνεχίζει την επιμέτρηση, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν άλλους παράγοντες, πιο υποκειμενικούς, που επιδρούν ελαφρυντικά, αλλά και οι παράγοντες που, ενεργώντας επιβαρυντικά, εμποδίζουν την περαιτέρω έκπτωση στην ποινή ή την αυξάνουν. Το βάρος που δίδεται σε κάθε ελαφρυντικό ή επιβαρυντικό παράγοντα δεν είναι το ίδιο σε κάθε υπόθεση ή σταθερό. Η επιμέτρηση δεν είναι μεν αφηρημένος ή ενστικτώδης υπολογισμός, αλλά δεν γίνεται ούτε αυστηρά ή ακριβή μαθηματικά κριτήρια, αλλά με γνώμονα την αναλογικότητα, η προσέγγιση της οποίας θα πρέπει να γίνεται με διαφανή τρόπο. Όλη αυτή η διαδικασία, που είναι η εξατομίκευση της ποινής, δεν μπορεί να εξουδετερώνει οποιουσδήποτε από τους σκοπούς της ποινής[4], αλλά και οι σκοποί της ποινής, κατά την επιβολή της, δεν θα πρέπει να αποσυνδέονται από την πραγματική διάσταση της εγκληματικότητας στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στα ανώτατα επίπεδα ποινής καταλήγει να κινείται το Δικαστήριο συνηθέστερα όταν η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια, ώστε να επιβάλλει εξαιρετικά μέτρα αποτροπής, χάριν της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, και παράλληλα το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είναι βεβαρημένο[5]. Γίνεται πάντοτε προσπάθεια αποφυγής της ποινής φυλάκισης, όπου δεν είναι απολύτως αναγκαία. Όπου είναι απολύτως αναγκαία, η έκτασή της περιορίζεται όσο το δυνατόν για να εξυπηρετηθούν οι σκοποί για τους οποίους επιβάλλεται.
4. Τα γεγονότα που εκτέθηκαν έχουν στην πλήρη τους μορφή καταγραφεί στα πρακτικά της διαδικασίας. Εξ αυτών, λαμβάνεται υπόψη πως δεν υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος προσχεδιασμός ή οργανωμένη δράση ή στοχοποίηση της καταγγέλλουσας για συγκεκριμένο λόγο. Το θύμα ήταν η νόμιμη σύζυγός σου κατά τον χρόνο εκείνο και σήμερα, και η ενέργειά σου ήταν στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταξύ σας σχέσης και του τρόπου λειτουργίας της, η οποία ανέδειξε, χρόνια μετά, την απουσία συγκατάθεσής της στο να εξασφαλιστεί το δάνειο με τον συγκεκριμένο τρόπο. Πρόβαλε τον ισχυρισμό μετά τη διαπίστωση ότι αυτό το δάνειο την επηρέαζε από το να λάβει άλλες χρηματικές πιστώσεις. Το όφελος από τη λήψη των χρημάτων με τον συγκεκριμένο τρόπο δεν παρουσιάστηκε ως ατομικό, εκτός της οικογενειακής σχέσης με την καταγγέλλουσα, ήσουν κι εσύ συμβαλλόμενος στην ίδια σύμβαση. Το δάνειο λήφθηκε σε μια περίοδο οικονομικής δυσχέρειας, η οποία υφίσταται μέχρι και σήμερα. Έχοντας υπόψη τον τρόπο δράσης και την έκταση της βλάβης, τα αδικήματα κατατάσσονται στα όρια του χαμηλού επιπέδου έντασης ή σοβαρότητας για τους σκοπούς της διαδικασίας, με αναφορά στις προβλεπόμενες από τον νόμο ποινές για κάθε αδίκημα.
5. Συνεχίζοντας την επιμέτρηση από τους 15 μήνες φυλάκισης ή τα €1.708,60[6] ~ €1.700, για το σοβαρότερο αδίκημα της 3ης Κατηγορίας, επιπλέον, λαμβάνονται υπόψη πρόσθετοι παράγοντες. Παράγοντες που είτε περιλαμβάνονται στη σύσταση των αδικημάτων είτε λήφθηκαν υπόψη για σκοπούς ταξινόμησης του αδικήματος σε επίπεδο σοβαρότητας δεν μπορούν να προσμετρήσουν διπλά. Δεν έχουν κατ’ ανάγκη όλα όσα λαμβάνονται υπόψη αυτοτελή επίδραση στην ποινή. Λαμβάνονται υπόψη:
5.1. Η συνεργασία σου με τις Αρχές, σε συνάρτηση με τις περιστάσεις υπό τις οποίες υπήρξε και τις δυνατότητες ή τις επιλογές που είχες, μαζί με την απολογία σου.
5.2. Η πολύ μεγάλη πάροδος του χρόνου από το 2001 μέχρι και το 2022 που καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση, αλλά και μέχρι σήμερα. Στην προκειμένη περίπτωση, είναι της έκτασης που επιδρά καθοριστικά στους σκοπούς των ποινών, εφόσον και το πλαίσιο της διαφοράς μέσα στο οποίο είχε αναδειχθεί η διάπραξη των αδικημάτων έπαυσε να υφίσταται.
5.3. Οι προσωπικές συνθήκες, στον βαθμό που κατέστησαν γνωστές, που περιλαμβάνουν τις οικογενειακές και κοινωνικές και οικονομικές περιστάσεις. Είστε ζεύγος με την καταγγέλλουσα, με παιδιά, που προσπαθείτε και οι δύο να βοηθήσετε στις ζωές τους. Ζείτε αρμονικά, εργάζεσαι ως μηχανοδηγός.
5.4. Το γεγονός πως δεν έχουν προσφερθεί προηγούμενες καταδίκες και γενικότερα το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του έναν άνθρωπο με εγκληματικές δραστηριότητες. Είναι έκδηλο, αλλά και κατανοητό, πως το γεγονός της καταχώρισης της εναντίον σου υπόθεσης τόσα χρόνια μετά, προκαλεί αρνητικά συναισθήματα.
5.5. Η παραδοχή στο Δικαστήριο, έστω σε αυτό το στάδιο.
6. Όταν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε έναν Κατηγορούμενο, το καθήκον του Δικαστηρίου που επιβάλλει τέτοια ποινή είναι να βεβαιωθεί πως, στο σύνολό της, η ποινική μεταχείριση δεν είναι υπερβολική· υπερβολικά υψηλή ή υπερβολικά επιεικής. Με βάση την αρχή της αναλογικότητας, θα πρέπει να ιδωθεί η συνολική ποινή που επιβάλλεται, ώστε να είναι ανάλογη προς την όλη εγκληματική συμπεριφορά. Η αρχή αυτή, που συνοψίζεται ως η αρχή της συνολικότητας της ποινής, αναφέρθηκε και σε εγχώρια νομολογία[7].
7. Λόγω της παρόδου 20 και πλέον ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων, σε συνάρτηση με τη φύση τους και τον όλο τρόπο δράσης και την έκταση της βλάβης, τη συσχέτισή τους με τα ευρύτερα προβλήματα στην οικογένεια τότε, που ανήκουν στο παρελθόν, δεν είναι αρμόζουσα η ποινή φυλάκισης. Θα επιβληθεί χρηματική ποινή, μειωμένη κατά την έκταση που επιδρούν σε αυτήν οι συσσωρευμένοι ελαφρυντικοί παράγοντες. Αυτή η ποινή προκρίνεται έναντι της έκδοσης διατάγματος απαλλαγής χωρίς όρους (discharge), που μπορεί να εκδίδεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις με βάση το άρθρο 10 του περί Κηδεμονίας και Άλλων Τρόπων Μεταχείρισης Αδικοπραγούντων Νόμου 46(I)/1996, λόγω και της αντικειμενικής σοβαρότητας των αδικημάτων, που υπό το σύνολο και των λοιπών περιστάσεων, δεν εξαντλεί την ανάγκη για την επιβολή έστω μειωμένης ή περιορισμένης ποινής. Θα επιβληθεί μειωμένη χρηματική ποινή μόνον στην 3η Κατηγορία, της εξασφάλισης των αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, εφόσον είναι η σοβαρότερη κατηγορία, και ενέχει, ως τη ψευδή παράσταση, το πλαστό έγγραφο και την κυκλοφορία του στη ΣΠΕ Σίμου.
8. Επιβάλλεται:
3η Κατηγορία: Χρηματική ποινή €300.
1η Κατηγορία: Λόγω της επιβολής ποινής στην 3η Κατηγορία και της συσχέτισης των γεγονότων, καμία επιπλέον ποινή.
2η Κατηγορία: Λόγω της επιβολής ποινής στην 3η Κατηγορία και της συσχέτισης των γεγονότων, καμία επιπλέον ποινή.
9. Λόγω των οικονομικών προβλημάτων που έχουν αναφερθεί, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται η πληρωμή της χρηματικής ποινής με μηνιαίες δόσεις €50 η κάθε μία, από την 01.08.2025 και ακολούθως την 1η εργάσιμη ημέρα κάθε επόμενου μήνα, μέχρι εξόφλησης. Η έκδοση αυτού του διατάγματος δεν εμποδίζει την άμεση πληρωμή της χρηματικής ποινής, εάν και όταν αυτό καταστεί εφικτό.
10. Οδηγίες διαχείρισης τεκμηρίων προς την Κατηγορούσα Αρχή:
§ Τα τεκμήρια να κατασχεθούν και να παραμείνουν στην κατοχή της Αστυνομίας, για περαιτέρω χειρισμό σε συνεννόηση με την Τράπεζα.
(Υπ.) ……………………….
Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] Εξηγείται η χρήση ενικού για τους σκοπούς της διαδικασίας.
[2] Γενικός Εισαγγελέας v. Κυριάκου (2008) 2 ΑΑΔ 562, Ιακώβου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 159/2024, 08.11.2024.
[3] Γιαννακού ν. Δημοκρατία, ΠΕ 235/2023, 19.07.2024, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 391, Δημοκρατία v. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 ΑΑΔ 264.
[4] Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 575.
[5] Pernell Geoffrey Michael John v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417, Antoniou v. Police (1983) 2 CLR 319.
[6] Κατ’ αναλογία με την προβλεπόμενη χρηματική ποινή για τα πλημμελήματα, άρθρο 35 ΠΚ.
[7] και στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Ελευθερίου, ΠΕ 46/2023, 16.07.2024, Φραντζίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 63/2022, 26.10.2022, Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 443, 447-8, και σε άλλες υποθέσεις.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο