
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 7475/2022
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ
ν
M. B. H.
Κατηγορούμενη
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 13/06/2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κος Μ. Παπαγεωργίου μαζί με κ. Σ. Σοφοκλέους
Για Κατηγορούμενη: κος Σ. Αργυρού μαζί με κα Ε. Κούππα
Κατηγορούμενη παρούσα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. Το Κατηγορητήριο
Η Κατηγορούμενη αντιμετωπίζει την κατηγορία της αμελής οδήγησης, κατά παράβαση των άρθρων 2, 8, 19 και 20Α του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72, όπως έχει τροποποιηθεί από τον Νόμο 129(Ι)/2020.
Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε ως συνέπεια θανατηφόρου τροχαίου δυστυχήματος, το οποίο επεσυνέβη στις 02/11/2022 στην Λεωφόρο Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια της Επαρχίας Πάφου, που είχε ως αποτέλεσμα να χάσει την ζωή του ο […] (στο εξής το «θύμα»), τότε ηλικίας 76 ετών, τέως από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Κατηγορούμενη δεν παραδέχθηκε την κατηγορία που αντιμετωπίζει και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση.
Η Κατηγορούσα Αρχή για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης της κάλεσε 2 μάρτυρες, τον Αστυφύλακα 1142, Κ. Κωνσταντίνου (Μ.Κ.1) και τον Λοχία 1289, Π. Αναστάση (M.K.2).
Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι η κάθε λωρίδα κυκλοφορίας της Λεωφόρου Αγίου Γεωργίου έχει πλάτος 2,60 μέτρα, το οποίο παραδεκτό γεγονός και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Περαιτέρω κατατέθηκαν αρκετά παραδεκτά έγγραφα για την αλήθεια του περιεχομένου τους (Τεκμήρια 6-10) και τα Τεκμήρια 11 -14 για περιορισμένο σκοπό. Αναφορά στο περιεχόμενο των εν λόγω τεκμηρίων θα γίνει όπου κρίνεται αναγκαίο για σκοπούς της απόφασης.
Η Κατηγορούμενη μετά που κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχη και κλήθηκε σε απολογία, άσκησε το δικαίωμα της σιωπής, και κάλεσε τον κ. Σ. Σάββα (Μ.Υ.1) ως μάρτυρα υπεράσπισης.
Β. Μαρτυρία
Θα παραθέσω στην συνέχεια συνοπτικά την μαρτυρία ενός έκαστου των μαρτύρων που κλήθηκαν και κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου.
Μ.Κ.1
Ο Αστυφύλακας 1142, Κωνσταντίνος Κωνσταντίνου, Μ.Κ.1, ο οποίος υπηρετεί στο Τμήμα Τροχαίας Πάφου στο Τμήμα Διερεύνησης Τροχαίων Δυστυχημάτων, υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή κατάθεση του (Τεκμήριο 1), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Ο Μ.Κ.1 είναι ειδικός φωτογράφος της Αστυνομίας, εξουσιοδοτημένος χειριστής της συσκευής Skidman, η οποία υπολογίζει τον συντελεστή τριβής με δοκιμή τροχοπέδησης, και έτυχε σχετικής εκπαίδευσης στην διερεύνηση, αποτύπωση και σχεδιαγράφηση σκηνής τροχαίων οδικών δυστυχημάτων και σκηνών εγκλήματος και στις συσκευές ανίχνευσης ποσοστού αλκοόλης στην εκπνοή σε προκαταρτική και τελική εξέταση.
Στις 02/11/2022, περί τις 18.30 μαζί με τον υπεύθυνο της Τροχαίας Πάφου, Υπαστυνόμο Α. Αλεξίου, επισκέφθηκε στην σκηνή της τροχαίας σύγκρουσης, όπου έγινε την ίδια ημέρα και περί ώρα 17.45 στην Λεωφόρο Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια με ενεχόμενους το όχημα με αριθμούς εγγραφής […] και το θύμα. Κατά την άφιξη τους στην σκηνή του δυστυχήματος η οδηγός του οχήματος με αριθμούς εγγραφής […], η οποία ήταν η Κατηγορούμενη, βρισκόταν στο μέρος μαζί με τον σύζυγο της και τον υιό της, όπου και αυτοί επενέβαιναν στο εν λόγω όχημα κατά τους χρόνους της σύγκρουσης. Η Κατηγορούμενη πληροφόρησε τον Μ.Κ.1 ότι το θύμα είχε μεταφερθεί με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο Πάφου. Στην σκηνή του δυστυχήματος ο Μ.Κ.1 διενήργησε προκαταρτική εξέταση αλκοτέστ στην Κατηγορούμενη με μηδενική ένδειξη. Η Κατηγορούμενη του υπέδειξε την πορεία του οχήματος της και το σημείο όπου είχε πέσει το σώμα του θύματος μετά την σύγκρουση. Ο Μ.Κ.1 επιθεώρησε την σκηνή από δυτικά προς ανατολικά όπου εντόπισε στην δεξιά λωρίδα του δρόμου, κοντά στην άσπρη διαχωριστική γραμμή, κηλίδα από αίμα, όπου σύμφωνα με την Κατηγορούμενη ήταν το σημείο όπου είχε πέσει το σώμα του θύματος στην άσφαλτο. Στις άκριες του δρόμου τόσο αριστερά όσο και δεξιά, στο έρεισμα, υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα τα οποία μετακινήθηκαν και στο έρεισμα στην δεξιά άκρια, πριν από το σημείο όπου βρισκόταν η κηλίδα αίματος υπήρχε ένα ρολόι, όπου ήταν του θύματος. Στην δεξιά άκρια του δρόμου υπήρχε η μπυραρία με την ονομασία VETERANS, από την οποία μπυραρία έφυγε το θύμα έχοντας μαζί του την κιθάρα του, η οποία ήταν τοποθετημένη μέσα σε θήκη, με σκοπό να μεταβεί στο αυτοκίνητο του. Το όχημα του θύματος, με αριθμούς εγγραφής […] , βρισκόταν σταθμευμένο στην αριστερή άκρια του δρόμου, στο έρεισμα, σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης, πιο δυτικά σε σχέση με την είσοδο της μπυραρίας. Η T. L., η οποία εργαζόταν στην μπυραρία Veterans, είχε αναφέρει στον Μ.Κ.1 ότι την τελευταία φορά που είχε προσέξει το θύμα, αυτός έβγαινε από την κύρια είσοδο της μπυραρίας κατευθυνόμενος κάθετα προς τον δρόμο. Η ίδια όμως δεν είχε δει την σύγκρουση.
Ο Μ.Κ.1 στην παρουσία της Κατηγορούμενης, ετοίμασε πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 2) στο οποίο σημείωσε την θέση στην οποία βρισκόταν το όχημα ΝΚΒ086, την κηλίδα με το αίμα του θύματος, το ρολόι του θύματος και το σημείο όπου η Κατηγορούμενη του υπέδειξε ότι εκεί πιθανόν να κτύπησε του πεζού (το οποίο παρουσιάζεται ως σημείο Χ επί του Τεκμηρίου 2), και το σημείο σύγκρουσης με το θύμα, το οποίο ο Μ.Κ.1 πιστεύει ότι είναι το κατά προσέγγιση ορθό και βρισκόταν απέναντι από την είσοδο της πιο πάνω μπυραρίας στην αριστερή λωρίδα του δρόμου, προς το κέντρο του δρόμου, σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης (το οποίο παρουσιάζεται ως σημείο Χ1 επί του Τεκμηρίου 2). Ο ίδιος τοποθετεί το σημείο σύγκρουσης ως το σημείο Χ1 επί του Τεκμηρίου 2 λόγω του ότι βρισκόταν απέναντι από την είσοδο της μπυραρίας όπου η T. L. του είχε αναφέρει ότι είδε τον πεζό να βγαίνει κάθετα προς το δρόμο και μετά το σημείο αυτό υπήρχαν θραύσματα από τα γυαλιά του ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου που οδηγούσε η Κατηγορούμενη.
Στην συνέχεια μεταξύ των ωρών 20.55 – 21.08 έλαβε φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος (Τεκμήριο 4) και του οχήματος της Κατηγορούμενης και αποτύπωσε το σχέδιο που ετοίμασε της σκηνής επί κλίμακα 1:250 (Τεκμήριο 3). Στο Τεκμήριο 3 υπέδειξε την κατεύθυνση του οχήματος της Κατηγορούμενης (βλ. σημείο Α), την πορεία του πεζού (βλ. σημείο Β), και το σημείο όπου το όχημα του πεζού ήταν σταθμευμένο (βλ. σημείο Γ).
Το σημείο σύγκρουσης (σημείο Χ1 επί του Τεκμηρίου 3), κατά τον ίδιο, βρίσκεται σε απόσταση 3,40 μέτρων από την άκρια του δρόμου, από την πλευρά που ήταν η μπυραρία, και το θύμα από την έξοδο της μπυραρίας μέχρι το σημείο σύγκρουσης διένυσε απόσταση 11,90 μέτρων. Η απόσταση από το σημείο όπου βρέθηκε η κηλίδα αίματος (σημείο 1 επί του Τεκμηρίου 3) μέχρι την δεξιά άκρια του δρόμου σύμφωνα με την πορεία της Κατηγορούμενης είναι 2,40 μέτρα και η απόσταση από το σημείο σύγκρουσης μέχρι το σημείο όπου βρέθηκε η κηλίδα αίματος στην άσφαλτο είναι 19.70 μέτρα. Η απόσταση από το σημείο όπου βρέθηκε η κηλίδα αίματος με το σημείο όπου βρέθηκε το ρολόι του θύματος (βλ. σημείο 2 επί του Τεκμηρίου 3), στο χωμάτινο έρεισμα μετά την δεξιά ασφάλτινη διαπλάτυνση σύμφωνα με την πορεία της Κατηγορούμενης, είναι 4,30 μέτρα.
Το όχημα που οδηγούσε η Κατηγορούμενη υπέστη ζημιά στο μπροστινό δεξιό μέρος, στον προφυλακτήρα, στο καπώ, στο φανάρι και στον ανεμοθώρακα. Επίσης υπήρχε τρίψιμο από το σώμα του πεζού στην οροφή, στην δεξιά μπροστινή πόρτα και πίσω στην δεξιά γωνιά του καπώ.
Κατά την διερεύνηση της υπόθεσης διαπίστωσε ότι το πρώτο σημείο επαφής του οχήματος της Κατηγορούμενης με το θύμα ήταν ο μπροστινός προφυλακτήρας προς την δεξιά μεριά (βλ. φωτογραφία 7 του Τεκμηρίου 4). Στην συνέχεια το σώμα του θύματος έπεσε πάνω στο μπροστινό καπώ στην ευθεία του σημείου επαφής στον μπροστινό προφυλακτήρα, δηλαδή στην δεξιά πλευρά του καπώ. Στην συνέχεια κτύπησε πάνω στον ανεμοθώρακα (βλ. φωτογραφία 10 του Τεκμηρίου 4), μετά πέρασε πάνω από την οροφή του αυτοκινήτου (βλ. φωτογραφίες 12 και 14 του Τεκμηρίου 4), και έπεσε στο πλάι από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου.
Ο δρόμος στον οποίο έλαβε χώρα η σύγκρουση αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μια για κάθε κατεύθυνση, που διαχωρίζονται από άσπρη συνεχή γραμμή. Ο δρόμος ήταν ευθύς και επίπεδος με πλάτος των λωρίδων 2,60 μέτρα ενώ δεξιά και αριστερά υπήρχε ασφάλτινη διαπλάτυνση πλάτους ενός μέτρου. Μετά την ασφάλτινη διαπλάτυνση υπήρχε χωμάτινο έρεισμα στο οποίο ήταν σταθμευμένα τα οχήματα. Το όριο ταχύτητας είναι 65 Χ.Α.Ω.
Ο δρόμος φωτίζετο από οδικό φωτισμό ο οποίος δεν ήταν επαρκής αφού υπήρχαν λαμπτήρες της ΑΗΚ στην δεξιά μεριά σε απόσταση 12 μέτρα από το κέντρο του δρόμου. Κατά την αντεξέταση του ο Μ.Κ.1 συμφώνησε ότι οι φωτογραφίες 18-23 του Τεκμηρίου 4 δεν αντικατοπτρίζουν τον οδικό φωτισμό που υπήρχε στον δρόμο κατά την στιγμή της σύγκρουσης καθ’ ότι χρησιμοποιήθηκε φλας, και ανέφερε ότι δεν λήφθηκαν φωτογραφίες της σκηνής χωρίς φλας. Συμφώνησε ότι στην φωτογραφία Τεκμήριο 5, η οποία είναι μια μακρινή φωτογραφία του δρόμου όπου έγινε η σύγκρουση, παρουσιάζει τον οδικό φωτισμό που υπήρχε στον δρόμο κατά τους χρόνους της σύγκρουσης. Ο Μ.Κ.1 υπέδειξε στην φωτογραφία Τεκμήριο 5 τους λαμπτήρες της ΑΗΚ και συμφώνησε ότι στο σημείο της σύγκρουσης, όπου βρίσκεται στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας σύμφωνα με την πορεία της Κατηγορούμενης, δεν υπήρχε οδικός φωτισμός. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι στο σημείο της σύγκρουσης κάποιος οδηγός θα μπορούσε να προσέξει κάποιο πεζό, όταν είναι βράδυ, μόνο με τα φώτα πορείας του οχήματος του. Η ακτίνα των φώτων πορείας του οχήματος της Κατηγορούμενης κάλυπτε απόσταση 23 μέτρων.
Κατά την κρίση του ο χρόνος αντίδρασης («response time») υπολογίζεται στο 1 δευτερόλεπτο, όμως αυτό εξαρτάται από την ηλικία του οδηγού, αφού όσο μεγαλύτερος ηλικιακά είναι ο οδηγός μεγαλώνει και ο χρόνος αντίδρασης. Ο μέσος όρος χρόνου αντίδρασης είναι 1,5 δευτερόλεπτο, χρόνος ο οποίος επηρεάζεται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, αν είναι ημέρα ή νύχτα, ή αν βρέχει, ή αν το αντικείμενο το οποίο εμφανιστεί εκπέμπει φως ή είναι σκοτεινό. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν ο χρόνος αντίδρασης επηρεάζεται αν το αντικείμενο εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά στον οδηγό και είναι στο ευθύ οπτικό του πεδίο ή αν είναι στο περιφερειακό οπτικό του πεδίο.
M.K.2
Ο εξεταστής αυτής της θανατηφόρας τροχαίας σύγκρουσης, ο Λοχίας 1289, Πάμπος Αναστάση, Μ.Κ.2, ο οποίος υπηρετεί στο Τμήμα Τροχαίας Πάφου, υιοθέτησε δυνάμει του άρθρου 25 του Κεφ. 9 τη γραπτή κατάθεση του (βλ. Τεκμήριο 15), ως μέρος της κυρίως εξέτασης του. Υπηρετεί στο Τμήμα Διερεύνησης Τροχαίων Δυστυχημάτων από το 1992. Έτυχε εκπαίδευσης στην διερεύνηση και σχεδιαγράφηση τροχαίων δυστυχημάτων, στην επιθεώρηση μηχανοκίνητων οχημάτων και στην διερεύνηση και αναπαράσταση τροχαίων δυστυχημάτων. Είναι ειδικός φωτογράφος της Αστυνομίας και εξουσιοδοτημένος χειριστής της συσκευής SKIDMAN.
Στις 03/11/2022 ανέλαβε την διερεύνηση της θανατηφόρας οδικής σύγκρουσης που έγινε στις 02/11/2022 και περί ώρα 17.45 στην Λεωφόρο Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια με ενεχόμενο το όχημα με αριθμούς εγγραφής […], το οποίο οδηγούσε η Κατηγορούμενη, και το θύμα. Στις 03/11/2022 και ώρα 09.00 στο τμήμα Τροχαίας Πάφου επιθεώρησε το όχημα που οδηγούσε η Κατηγορούμενη και από την επιθεώρηση του διαπίστωσε ότι ήταν υδραυλικού τύπου με σύστημα αντιπλοκαρίσματος φρένων (antilock braking system - ABS), το οποίο ήταν σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση, το σύστημα διεύθυνσης ήταν υδραυλικού τύπου πυξίδας και βρέθηκε πλήρως συνδεδεμένο και θετικό στην λειτουργία, τα ελαστικά του οχήματος ήταν τύπου TUBLESS, πλήρη αέρος και σε καλή κατάσταση, τα φώτα πορείας του λειτουργούσαν κανονικά και το όχημα δεν είχε οποιαδήποτε μηχανική βλάβη που να συνέτεινε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Στο όχημα παρουσιάστηκαν ζημιές στο μπροστινό δεξιό μέρος, φανάρι, μπροστινό καπώ, προφυλακτήρα, φτερό, μπροστινό ανεμοθώρακα και κάτω δεξιά. Επίσης διαπίστωσε ότι υπήρξε τρίψιμο στην μπροστινή δεξιά πόρτα.
Στις 03/11/2022 ο Μ.Κ.2 έλαβε ανακριτική κατάθεση από την Κατηγορούμενη (Τεκμήρια 16Α και 16Β), στην παρουσία της δικηγόρου της, αφού προηγουμένως της παρέδωσε τα σχετικά έντυπα για τα δικαιώματα της και στην συνέχεια την πληροφόρησε για τα αδικήματα που εξετάζονται εναντίον της και της επέστησε την προσοχή της στον Νόμο (Τεκμήριο 18). Στα πλαίσια της ανακριτικής κατάθεσης η Κατηγορούμενη παρέδωσε στον Μ.Κ.2 μια γραπτή δήλωση όπου ετοίμασε η ίδια όσον αφορά τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κτύπησε το θύμα (Τεκμήριο 17).
Την ίδια ημέρα και περί ώρα 17.45 ο Μ.Κ.2 μετέβηκε στην Λεωφόρο Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια στο σημείο του δρόμου όπου έγινε η σύγκρουση, μαζί με τον Μ.Κ.1, τον Υπαστυνόμο της Τροχαίας Πάφου, Α. Αλεξίου καθώς και με μέλη του Αστυνομικού Σταθμού Πέγειας. Στο μέρος χρησιμοποιώντας το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής […], το οποίο είναι το ίδιο με το όχημα που οδηγούσε η Κατηγορούμενη, διαπίστωσε ότι με βάση την ακτίνα των φώτων πορείας του εν λόγω αυτοκινήτου, στην χαμηλή στάση, η οδηγός του κατά την ώρα του δυστυχήματος μπορούσε να δει τον πεζό από απόσταση 23 μέτρων όταν αυτός βρισκόταν στο κέντρο του δρόμου.
Το δυστύχημα έγινε κατά την διάρκεια της νύχτας και ο καιρός ήταν αίθριος. Ο δρόμος στον οποίο έλαβε χώρα η σύγκρουση αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μια για κάθε κατεύθυνση, όπου διαχωρίζονται από άσπρη συνεχή γραμμή. Ο δρόμος βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και το όριο ταχύτητας είναι 65 Χ.Α.Ω. Η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν στεγνή και δεν υπήρχε ικανοποιητικός οδικός φωτισμός αφού οι λαμπτήρες ήταν μακριά από τον δρόμο και δεν φώτιζαν σχεδόν καθόλου τον δρόμο. Αντεξεταζόμενος διευκρίνισε ότι ο φωτισμός του δρόμου ήταν «πάρα πολύ φτωχός». Συμφώνησε ότι το ατύχημα έγινε στην αριστερή πλευρά του δρόμου, όπου δεν υπήρχαν καθόλου φώτα, αλλά ανέφερε ότι μέχρι το δεξί παγκέτο υπήρχε καλός φωτισμός ο οποίος βοηθούσε και λίγο εντός του δρόμου, αλλά φτωχά. Συμφώνησε ότι αυτός ο φωτισμός δεν βοηθούσε στο αριστερό παγκέτο.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο λόγος που κατέληξε να κατηγορήσει την Κατηγορούμενη για το δυστύχημα ήταν γιατί οδηγούσε σε ένα δρόμο σκοτεινό, και παρέλειψε να προσδιορίσει την ταχύτητα του αυτοκινήτου της σε τέτοιο βαθμό, και να είναι σε εγρήγορση ούτως ώστε να μπορεί στην ακτίνα που της παρείχαν τα φώτα πορεία της, στα 23 μέτρα, να σταματήσει το όχημα της με ασφάλεια στην περίπτωση που εμφανιζόταν κίνδυνος μπροστά της. Επίσης κατά την κρίση του αν η Κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα της με τα φώτα πορείας της στην ψηλή στάση αυτό θα της έδινε υπερδιπλάσια ορατότητα από αυτήν των 23 μέτρων. Επίσης ήταν η θέση του ότι η Κατηγορούμενη παρέλειψε να οδηγήσει με την δέουσα παρατηρητικότητα ούτως ώστε να δει πιο έγκαιρα το θύμα, καθ’ ότι στην ανακριτική της κατάθεση ανέφερε ότι είδε το θύμα μερικά πόδια μπροστά από το αυτοκίνητο της, διευκρινίζοντας ότι 3 πόδια είναι περίπου 1 μέτρο. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι αυτό αποτελεί την δική του άποψη και συμφώνησε ότι δεν βασίζεται σε κάποια επιστημονική μαρτυρία, παρά μόνο σε αποφάσεις Δικαστηρίων ότι ο οδηγός πρέπει να προσαρμόζει την ταχύτητα του σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να μπορεί να ακινητοποιήσει το όχημα του στην ακτίνα που του παρέχουν τα φώτα πορείας του.
Ανέφερε ότι το θύμα το μοιραίο αυτό απόγευμα φορούσε σκούρα ρούχα, και περπατούσε αργά λόγω προβλήματος υγείας που είχε στο πόδι του. Αναφερόμενος στην ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα της Κατηγορούμενης παρέπεμψε στην κατάθεση της Κατηγορούμενης, η οποία ανέφερε ότι οδηγούσε με ταχύτητα περί τα 50 Χ.Α.Ω. Όπως ανέφερε δεν βρέθηκε μαρτυρία στην σκηνή του δυστυχήματος που να υποδηλώνει ότι η Κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα της με ταχύτητα άνω του επιτρεπόμενου ορίου των 65 Χ.Α.Ω.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ο χρόνος αντίδρασης που έχει ένας οδηγός κατά την στιγμή την οποία θα βρεθεί μπροστά από κίνδυνο («response time» ή «reaction time») κυμαίνεται ανάλογα με τις περιστάσεις, και υπολογίζεται ότι είναι στο 1 δευτερόλεπτο σε κανονικές συνθήκες και σε 1,5 δευτερόλεπτο όταν είναι σκοτεινά. Διαφώνησε κατά την αντεξέταση του ότι ο χρόνος αντίδρασης σύμφωνα με τα συγγράμματα είναι 2 δευτερόλεπτα στην Ευρώπη και 2,5 δευτερόλεπτα για την Αμερική, αναφέροντας ότι για να αυξηθεί πάνω από 1,5 δευτερόλεπτο ο χρόνος αντίδρασης πρέπει να υπάρχουν ιδιάζουσες συνθήκες, όπως ο καιρός να είναι βροχερός ή να υπάρχει ομίχλη. Συνθήκες που ως ανέφερε δεν υπήρχαν στην υπό κρίση περίπτωση. Ανέφερε ότι η ηλικία της Κατηγορούμενης κατά την ουσιώδη ημέρα ήταν 58 ετών, και δεν ενέπιπτε στην κατηγορία όπου θα αυξάνετο ο χρόνος αντίδρασης λόγω ηλικίας. Διαφώνησε ότι σε συνθήκες πλήρους σκότους ο χρόνος αντίδρασης είναι πέραν από 1,5 δευτερόλεπτο και επίσης διαφώνησε ότι ο χρόνος αντίδρασης διαφοροποιείται ανάλογα με το αντικείμενο που θα εμφανιστεί μπροστά στον οδηγό, όπως για παράδειγμα αν φοράει φωτεινά ρούχα ή σκούρα ρούχα, αναφέροντας ότι η Κατηγορούμενη μπορούσε να δει τον πεζό από απόσταση 23 μέτρων και αν υπήρχε αντανάκλαση θα μπορούσε να τον δει από πιο μακρινή απόσταση.
Δεν γνώριζε να αναφέρει κατά την αντεξέταση του αν ο χρόνος αντίδρασης επηρεάζεται αν ο οδηγός δει κάποιο αντικείμενο απευθείας μπροστά του ή αν βρίσκεται εντός του πεδίου της περιφερειακής του όρασης. Διαφώνησε με την υποβολή ότι ο χρόνος αντίδρασης του 1,5 δευτερολέπτου αφορά τις περιπτώσεις με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες, αναφέροντας ότι με όλα τα ιδανικά κριτήρια ο χρόνος αντίδρασης είναι 1 δευτερόλεπτο, και αν υπάρχει σκότος επεκτείνεται στο 1,5 δευτερόλεπτο.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι αν η ακτίνα των φώτων πορείας της Κατηγορούμενης ήταν 23 μέτρα, και αν η Κατηγορούμενη οδηγούσε με ταχύτητα 50 Χ.Α.Ω., ακόμη και αν έβλεπε το θύμα στα 23 μέτρα, το οποίο θύμα περπατούσε αργά, έχοντας ως δεδομένο τον χρόνο αντίδρασης στο 1,5 δευτερόλεπτο, η Κατηγορούμενη θα άρχιζε να εφαρμόζει την αντίδραση της ενώ ήταν 2.18 μέτρα μακριά από το θύμα, οπόταν δεν θα μπορούσε να σταματήσει το όχημα της σε αυτή την απόσταση. Όμως κατά την κρίση του από την στιγμή που το όχημα που οδηγούσε ήταν εφοδιασμένο με ABS, το οποίο δίδει την δυνατότητα στον οδηγό ενώ φρενάρει να στρίψει το τιμόνι του και το τιμόνι του να υπακούσει, τότε θα μπορούσε στα 2.18 μέτρα μακριά από το θύμα με ένα ελαφρώς σπάσιμο του τιμονιού προς τα δεξιά να αποφύγει το δυστύχημα. Συνεχίζοντας ανέφερε ότι αν οδηγούσε με 40 Χ.Α.Ω τότε θα είχε πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να το αποφύγει. Εξήγησε ότι ένα όχημα που κινείται με 50 Χ.Α.Ω και είναι εφοδιασμένο με ABS μπορεί να σταματήσει στα 10 μέτρα από την στιγμή που θα φρενάρει, και έχοντας ως δεδομένο το 1,5 δευτερόλεπτο ως χρόνο αντίδρασης τότε το όχημα δεν θα μπορούσε να σταματήσει πριν να κτυπήσει του πεζού. Θα τον κτυπούσε και θα κάλυπτε ακόμη 8 μέτρα μέχρι να ακινητοποιηθεί το όχημα. Απάντησε συγκεκριμένα ότι «με τη χρήση μόνο των stopper δεν μπορούσε να αποφευκτεί το δυστύχημα». Αλλά κατά την κρίση του θα μπορούσε να προβεί σε άλλες αποφευκτικές ενέργειες.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το θύμα κτυπήθηκε στην δεξιά γωνία όπου είναι το φανάρι του οχήματος της Κατηγορούμενης (βλ. φωτογραφία 4 του Τεκμηρίου 4). Όταν του υποβλήθηκε ότι το θύμα κτυπήθηκε στα 3,40 μέτρα από την αρχή του δρόμου, ο οποίος δρόμος είναι συνολικού πλάτους 5,20, και άρα για να κτυπήσει στην γωνιά του οχήματος πρέπει να υπήρξε σίγουρα κάποια αντίδραση από την Κατηγορούμενη, απάντησε ότι το σημείο σύγκρουσης είναι κατά προσέγγιση ορθό. Συμφώνησε όμως ότι καθορίστηκε από τον εξεταστή της υπόθεσης.
Μ.Υ.1
Ο Σάββας Σάββα (Μ.Υ.1), ιδιώτης ερευνητής ατυχημάτων, κλήθηκε από την Κοινοπραξία Ασφαλιστών να διερευνήσει το υπό κρίση δυστύχημα, και προς τούτο ετοίμασε σχετική έκθεση (Τεκμήριο 19). Για την ετοιμασία της έκθεσης έλαβε υπόψη του την δήλωση της Κατηγορούμενης προς την ασφαλιστική της εταιρεία, το φωτογραφικό υλικό της σκηνής του δυστυχήματος, το σχεδιάγραμμα της σκηνής όπου ετοιμάστηκε από την Αστυνομία και τις καταθέσεις όπου λήφθηκαν από την Αστυνομία. Περαιτέρω ο ίδιος επισκέφθηκε την σκηνή του δυστυχήματος σε μεταγενέστερη ημέρα του τροχαίου δυστυχήματος και φωτογράφισε την σκηνή κατά την διάρκεια της νύχτας.
Στην προσπάθεια του να αντιληφθεί την ορατότητα και κατά πόσο υπήρχε φωτισμός στον δρόμο κατά την στιγμή της σύγκρουσης, έλεγξε την ώρα όπου έγινε το δυστύχημα και την ώρα όπου έδυσε ο ήλιος την ημέρα του δυστυχήματος από το Τμήμα Μετεωρολογίας της Κύπρου, όπου ήταν στις 16.53. Ο ίδιος μετέβηκε στην σκηνή του δυστυχήματος μια άλλη ημέρα, όπου ο ήλιος έδυε στις 16.53, και περίμενε μέχρι τις 17.45 όπου έγινε το δυστύχημα, και έβγαλε τις φωτογραφίες που παρουσιάζονται στις σελίδες 18, 19 και 20 του Τεκμηρίου 19 με την βοήθεια drone. Περαιτέρω πήγε ένα χρόνο μετά στην σκηνή, την ίδια ημερομηνία και την ίδια ώρα όπου επίσης έδυε ο ήλιος στις 16.53, και έβγαλε φωτογραφίες την ώρα όπου έγινε το τροχαίο δυστύχημα.
Ανέφερε ότι η ορατότητα που είχε το θύμα, εξερχόμενος από την μπυραρία Veterans, ήταν τουλάχιστον 120 μέτρα, αφού ο δρόμος ήταν ευθύς, και επομένως το θύμα θα μπορούσε να δει ένα όχημα το οποίο έχει ανοικτά τα φώτα πορείας του από μακριά, παραπέμποντας στην φωτογραφία στην σελίδα 21 του Τεκμηρίου 19. Διευκρίνισε ότι οι φωτογραφίες στην σελίδα 20 του Τεκμηρίου 19, λήφθηκαν μέσω drone και παρουσιάζεται το φως όπου υπήρχε έξω από την μπυραρία.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι οι φωτογραφίες που έλαβε λήφθηκαν από το κινητό του τηλέφωνο και από το drone του, στο οποίο υπάρχει ενσωματωμένη φωτογραφική και βιντεοκάμερα.
Κατά την μαρτυρία του, αλλά και στην έκθεση του (Τεκμήριο 19) προέβη στα ακόλουθα ευρήματα και συμπεράσματα:
Συμφωνεί ότι το δυστύχημα έγινε σε ένα δρόμο με ανεπαρκή οδικό φωτισμό, και ότι η άσφαλτος κατά τον χρόνο της σύγκρουσης ήταν στεγνή και καθαρή. Συμφωνεί ότι το σημείο σύγκρουσης είναι αυτό που υπέδειξε η Αστυνομία ως Χ1 στο Τεκμήριο 3. Εξήγησε ότι το σημείο σύγκρουσης ως το υπέδειξε η Κατηγορούμενη (σημείο Χ Τεκμηρίου 3) δεν μπορεί να είναι ορθό καθ’ ότι είναι τοποθετημένο μετά την κηλίδα αίματος όπου βρέθηκε στην σκηνή του δυστυχήματος. Εξήγησε ότι η σύγκρουση του θύματος και του αυτοκινήτου προηγήθηκε της κηλίδας αίματος, αφού στο σημείο όπου βρέθηκε η κηλίδα αίματος του θύματος ήταν το σημείο όπου κατέληξε το σώμα του θύματος μετά την σύγκρουση.
Συμφώνησε ότι η ακτίνα των φώτων πορείας του οχήματος που οδηγούσε η Κατηγορούμενη ήταν 23 μέτρα, και μέσα σε αυτή την απόσταση είδε η Κατηγορούμενη για πρώτη φορά το θύμα.
Καθόρισε ως τον δημοφιλέστερο χρόνο αντίδρασης ενός οδηγού σε μη αναμενόμενο κίνδυνο το 1,5 δευτερόλεπτο, εξηγώντας ότι είναι αυτός που διδάσκεται στα Πανεπιστήμια και χρησιμοποιείται από διάφορους ερευνητές. Στον εν λόγω χρόνο μπορεί να προστεθεί το ανεπάντεχο – απρόσμενο γεγονός, το σκοτάδι ή η ηλικία.
Συμφώνησε ότι η απόσταση του σημείου σύγκρουσης μέχρι την κηλίδα αίματος είναι 20 μέτρα. Εξήγησε ότι η απόσταση του σημείου σύγκρουσης μέχρι το σημείο όπου κατέληξε το σώμα του θύματος μπορεί να δείξει την ελάχιστη και μέγιστη ταχύτητα του αυτοκινήτου σύμφωνα με την βιβλιογραφία του John Searle, παραθέτοντας τον σχετικό τύπο στην σελίδα 22 της έκθεσης του. Χρησιμοποιώντας τον τύπο του Searle, κατέληξε ότι η μέγιστη ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα της Κατηγορούμενης κατά την στιγμή της σύγκρουσης ήταν 59,66 Χ.Α.Ω./ 16,57 μέτρα το δευτερόλεπτο και η ελάχιστη ταχύτητα 48.87 Χ.Α.Ω/ 13.57 μέτρα το δευτερόλεπτο. Σχετική μαθηματική πράξη παρουσιάζεται στην σελίδα 22 της έκθεσης του. Για αυτή του την κατάληξη χρησιμοποίησε ως συντελεστή τριβής το 0,70.
Καθορίζει ως συντελεστή τριβής το 0,70, όχι ένεκα δικής του μέτρησης, αλλά αφού πρόκειται για ένα κοινά αποδεκτό συντελεστή τριβής σε κανονική άσφαλτο που χρησιμοποιείται πανεπιστημιακά αλλά και στις πλείστες διερευνήσεις και αναπαραστάσεις τροχαίων ατυχημάτων από την Αστυνομία. Εξήγησε ότι αν ο εξεταστής της υπόθεσης κρίνει ότι ο συγκεκριμένος δρόμος όπου έγινε η σύγκρουση είναι ιδιόμορφος, είτε γιατί είναι καινούριος, είτε κακός, τότε μπορεί να χρησιμοποιηθεί η συσκευή Vericom η οποία είναι τοποθετημένη πάνω σε όχημα, η οποία βρίσκεται στην κατοχή της Αστυνομίας, για να διαπιστωθεί ο ακριβής συντελεστής τριβής. Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν υπάρχει μέτρηση με την συσκευή Vericom από την Αστυνομία, αλλά σύμφωνα με την κρίση του ακόμη και αν χρησιμοποιείτο η εν λόγω συσκευή δεν θα επηρέαζε τα τελικά του ευρήματα έστω και αν ο συντελεστής τριβής ήταν ελαφρώς διαφορετικός. Κατά την εμπειρία του, όπου έτυχε να συνεργαστεί με την Αστυνομία σε άλλες περιπτώσεις και στην παρουσία του χρησιμοποιήθηκε η συσκευή Vericom, αλλά και από τις επισκέψεις που πραγματοποίησε στον συγκεκριμένο δρόμο, ο συντελεστής τριβής της ασφάλτου είναι γύρω στο 0,70.
Υπολόγισε ότι αν η Κατηγορούμενη χρειάζετο τον ελάχιστο χρόνο του 1,5 δευτερολέπτου για να αντιδράσει, τότε με την μέγιστη ταχύτητα των 59,66 Χ.Α.Ω, το αυτοκίνητο της θα διένυε απόσταση 24,85 μέτρα και μετά θα εφάρμοζε τα φρένα του οχήματος της. Στο Τεκμήριο 19 σελίδα 23 παραθέτει την σχετική πράξη στην βάση της οποίας καταλήγει στο πιο πάνω συμπέρασμα, η οποία προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό τους χρόνου αντίδρασης (1,5) με την ταχύτητα του οχήματος ανά δευτερόλεπτο (16,57). Επομένως καταλήγει ότι η Κατηγορούμενη θα κτυπούσε το σώμα του πεζού προτού καν προλάβει να θέσει σε εφαρμογή τα φρένα του οχήματος της.
Περαιτέρω υπολόγισε ότι αν η Κατηγορούμενη χρειάζετο το ελάχιστο χρόνο του 1,5 δευτερολέπτου για να αντιδράσει, τότε με την ελάχιστη ταχύτητα των 48.87 Χ.Α.Ω, το αυτοκίνητο της θα διένυε απόσταση απόσταση 20,35 μέτρα και μετά θα εφάρμοζε τα φρένα του οχήματος της. Στο Τεκμήριο 19 σελίδα 23 παραθέτει την σχετική πράξη στην βάση της οποίας καταλήγει στο πιο πάνω συμπέρασμα, η οποία προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό τους χρόνου αντίδρασης (1,5) με την ταχύτητα του οχήματος ανά δευτερόλεπτο (13,57). Στην περίπτωση με την ελάχιστη ταχύτητα, η Κατηγορούμενη θα προλάμβανε να πατήσει τα φρένα του οχήματος της σε απόσταση 2,65 μέτρα πριν την σύγκρουση με τον πεζό όπως προκύπτει από την διαφορά της ακτίνας των φώτων πορείας του οχήματος της (23 μέτρα) και της απόστασης των 20,35 μέτρων όπου θα αντιδρούσε. Καταλήγει ότι για να ακινητοποιούσε η Κατηγορούμενη πλήρως το όχημα της με την χρήση των φρένων θα χρειάζετο ακόμη 11,73 μέτρα. Το εύρημα αυτό δικαιολογήθηκε με σχετική μαθηματική πράξη ως παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 19 σελίδα 23. Επομένως κατά την κρίση του το όχημα της θα κτυπούσε τον πεζό και θα σταματούσε σε απόσταση 9,08 μετά το σημείο σύγκρουσης, το οποίο προκύπτει από την πράξη 11,73 – 2,65.
Και στα δύο σενάρια κατά την κρίση του η σύγκρουση δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί.
Γ. Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Έχω παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσαν, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ. Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002) 1 AAΔ.454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 173).
Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται απ' όλες τις πλευρές στο Δικαστήριο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μικροσκοπικά, αλλά μέσα στο συνολικό της πλαίσιο, με όλα τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να επιφέρει. Έτσι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται, το Δικαστήριο, που έχει την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να ενεργήσει ανάλογα (βλ. Κωνσταντίνου v Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109).
Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056 και Mustafa v Κακουρή κ.α (2002) 1 ΑΑΔ 165).
Επισημάνω ότι ενέταξα και ανάλυσα όλα τα παραδεκτά έγγραφα στο σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου, θεωρώντας τα ως δεδομένα και κρίνοντας τα, ως περιέχοντα, παραδεκτή μαρτυρία (βλ. Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α.α ν Δημοκρατίας (αρ. 2) (2000) 2 ΑΑΔ 628). Τονίζω ότι κάθε αποδεκτή μαρτυρία των μαρτύρων, όπως και το περιεχόμενο των κατατεθέντων τεκμηρίων, αξιολογήθηκαν πλήρως και στον επιτρεπτό βαθμό, έστω και αν δεν διατυπώνονται γλωσσικώς στο σκεπτικό μου.
Σε ότι αφορά την αξιολόγηση μαρτύρων εμπειρογνωμόνων παραθέτω μια σύνοψη της νομολογίας επί του ζητήματος. Οι πραγματογνώμονες μάρτυρες δεν αντιμετωπίζονται από το Δικαστήριο με διαφορετικό τρόπο από ότι οι άλλοι μάρτυρες. Η μαρτυρία τους αξιολογείται στη βάση των ίδιων αρχών και το Δικαστήριο μπορεί να δεχτεί μέρος της μαρτυρίας του ενός ή άλλου εμπειρογνώμονα και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα (βλ. Πιττάλης v Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 814). Ο ρόλος του εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύει το Δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του για να μπορέσει έτσι το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία (βλ. Καούρης v Δημητρίου (2008) 1 ΑΑΔ 967).
Αναμφίβολα, η σοβαρότητα και υπευθυνότητα, με την οποία μάρτυρες πραγματογνώμονες εκτελούν τα καθήκοντά τους, αποτελεί σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης (βλ. Μιτσιγιώργη κ.ά. ν. Αδελφών Γαλαζή (Ομόρρυθμης Εταιρείας) (1997) 1 ΑΑΔ 1811). Στο σύγγραμμα Blackstone's Criminal Practice (2004), στη σελ. 2183, αναφέρονται τα ακόλουθα, σε σχέση με το καθήκον των πραγματογνωμόνων όταν αυτοί καταθέτουν υπό αυτή τους την ιδιότητα ενώπιον Δικαστηρίου:
"The duty of the expert witness is to furnish the judge or jury with the necessary scientific criteria for testing the accuracy of their conclusions, so as to enable the judge or jury to form their own independent judgment by the application of those criteria to the facts proved in evidence;"
Αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα ότι οι εμπειρογνώμονες δεν αποφασίζουν την ουσία της υπόθεσης, και η μαρτυρία τους δεν υποκαθιστά την κρίση του Δικαστηρίου το οποίο θα πρέπει να καταλήξει σε δικά του ευρήματα (βλ. Νεάρχου ν Στεφανίδη (2003) 1 ΑΑΔ 351). Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε συγκεκριμένο αντικείμενο (βλ. Χατζηξενοφώντος Ανδρέας κ.α ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 316). Το βάρος απόδειξης της πραγματογνωμικής ιδιότητας του μάρτυρα με αρμόζουσα μαρτυρία ως προς τα αφορώντα ακαδημαϊκά, επαγγελματικά και εμπειρικά του προσόντα το φέρει η πλευρά που τον παρουσιάζει.
Έχοντας παραθέσει τις πιο πάνω αρχές, θα προχωρήσω με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Μ.Κ.1
O M.K.1 ήταν τo πρόσωπο όπου μετέβηκε στην σκηνή του δυστυχήματος λίγο μετά την σύγκρουση, και προέβη στις ενέργειες που περιέγραψε. Η μαρτυρία του έχει ήδη εκτεθεί με λεπτομέρεια πιο πάνω και δεν χρήζει επανάληψης. Σημειώνεται ότι κατά την αντεξέταση του δεν αμφισβητήθηκε η εμπειρογνωμοσύνη του εν λόγω μάρτυρα αναφορικά με τα θέματα για τα οποία κλήθηκε να μαρτυρήσει, στοιχείο που σε συνάρτηση με την εμπειρία του, αποδέχομαι ότι ο Μ.Κ.1 κατατάσσεται στην κατηγορία μαρτύρων εμπειρογνωμόνων. Ως εκ τούτου η μαρτυρία του θα προσεγγιστεί ως η νομολογία επιτάσσει (βλ. Ευαγγέλου ν Αμπίζα (1982) 1 ΑΑΔ 41, Νικολάου ν Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ 746, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41).
Ο αξιολογούμενος μάρτυρας μου έκανε πολύ καλή εντύπωση. Δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε αντίφαση, ικανή να κλονίσει την αξιοπιστία του καθ' οιονδήποτε τρόπο. Επεξήγησε, κατά τρόπο σαφή, πειστικό και τεκμηριωμένο, ότι το σημείο σύγκρουσης είναι το σημείο Χ1 επί του Τεκμηρίου 3 και εξήγησε τους λόγους που κατέληξε ότι αυτό ήταν το σημείο σύγκρουσης. O M.K.1 παρέθεσε με αντικειμενικότητα και επάρκεια το τι εντόπισε στην σκηνή του δυστυχήματος. Αποδέχομαι ως ορθά όλα τα ευρήματα, τις μετρήσεις και τα σημεία που έθεσε ο Μ.Κ.1 τόσο επί του πρόχειρου όσο και επί του τελικού σχεδιαγραφήματος της σκηνής του δυστυχήματος και αποδέχομαι ότι το σημείο σύγκρουσης είναι το σημείο Χ1 επί του Τεκμηρίου 3. Σημειώνεται ότι το σχέδιο από μόνο του δεν αποδεικνύει τον τρόπο που έγινε ένα δυστύχημα αλλά αποτελεί σταθερό οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας της υπόλοιπης μαρτυρίας για την εξαγωγή των ορθών συμπερασμάτων (βλ. Αντώνη Σωτηρίου ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 307).
Αποδέχομαι επίσης την θέση του ότι το πρώτο σημείο επαφής του οχήματος της Κατηγορούμενης με το θύμα ήταν ο μπροστινός προφυλακτήρας στην δεξιά πλευρά, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από την πραγματική μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα από τις φωτογραφίες αρ. 4 και 7 του Τεκμηρίου 4. Όπως υποδεικνύεται στο σύγγραμμα των Ηλιάδη & Σάντη Το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 337 – 338, οι φωτογραφίες μπορούν να κατατεθούν ως πραγματική μαρτυρία για οποιοδήποτε σκοπό, όπως για παράδειγμα την κατάδειξη ζημιών σε όχημα ή για τον σκοπό αντεξέτασης ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος.
Σχετικά με τον χρόνο αντίδρασης ο Μ.Κ.1 αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι υπολογίζεται στο 1,5 δευτερόλεπτο κατά μέσο όρο. Όπως προκύπτει από την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, η θέση αυτή του Μ.Κ.1 είναι κοινή με την θέση του Μ.Κ.2 και του Μ.Υ.1. Επομένως οι διάφορες ερωτήσεις που τέθηκαν κατά την αντεξέταση του Μ.Κ.1 σχετικά με το αν ο χρόνος αντίδρασης επηρεάζεται αναλόγως των καιρικών συνθηκών, της ηλικίας του οδηγού και αν το αντικείμενο ήταν στο ευθύ οπτικό πεδίο του οδηγού, δεν χρήζουν εξέτασης από το Δικαστήριο αφού αποτελεί κοινή θέση και των τριών μαρτύρων ότι ο μέσος χρόνος αντίδρασης είναι 1,5 δευτερόλεπτο.
Ως εκ των ανωτέρω, αποδέχομαι την μαρτυρία που προσφέρθηκε από τον Μ.Κ.1 ως απόλυτα αξιόπιστη.
Ο Μ.Κ.2 ήταν ο εξεταστής του θανατηφόρου αυτού τροχαίου δυστυχήματος. Σημειώνεται ότι ο συνήγορος της Υπεράσπισης ανέφερε κατά την αντεξέταση του ότι δεν αμφισβητεί την εμπειρογνωμοσύνη του εν λόγω μάρτυρα αναφορικά με τα θέματα για τα οποία κλήθηκε να μαρτυρήσει, στοιχείο που σε συνάρτηση με την εμπειρία του, αποδέχομαι ότι ο Μ.Κ.2 κατατάσσεται στην κατηγορία μαρτύρων εμπειρογνωμόνων. Ως εκ τούτου η μαρτυρία του θα προσεγγιστεί ως η νομολογία επιτάσσει.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Μ.Κ.2 προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει την αλήθεια, και δεν έδειξε κατά την μαρτυρία του οποιαδήποτε προκατάληψη εναντίον της Κατηγορούμενης. Κατέθεσε με αντικειμενικότητα για τις ενέργειες στις οποίες προέβη ο ίδιος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως εξεταστής της υπόθεσης χωρίς οποιεσδήποτε υπερβολές. Συγκεκριμένα ο Μ.Κ.2 επιθεώρησε το όχημα όπου οδηγούσε η Κατηγορούμενη, έλαβε ανακριτική κατάθεση από την Κατηγορούμενη, και εξήγησε τον τρόπο με τον οποίο κατέληξε ότι η ακτίνα των φώτων πορείας του οχήματος που οδηγούσε η Κατηγορούμενη ήταν 23 μέτρα. Κρίνω ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας.
Για τους λόγους που εξήγησα κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1, αποδέχομαι την θέση του Μ.Κ.2 ότι ο χρόνος αντίδρασης υπολογίζεται στο 1,5 δευτερόλεπτο.
Το γεγονός ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.2 κρίνεται ως αξιόπιστη, δεν σημαίνει ωστόσο ότι αποδέχομαι τις θέσεις του σχετικά με το αν και πως θα μπορούσε να αποφευχθεί η θανατηφόρα υπό κρίση σύγκρουση. Και εξηγώ.
Αντεξεταζόμενος ο Μ.Κ.2 ανέφερε ότι από την στιγμή που η Κατηγορούμενη οδηγούσε σε ένα δρόμο σκοτεινό, όφειλε να προσδιορίσει την ταχύτητα του αυτοκινήτου της σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να μπορούσε να σταματήσει το όχημα της εντός της ακτίνας των φώτων πορείας της με ασφάλεια σε περίπτωση που εμφανιζόταν κίνδυνος μπροστά της. Ο εμπειρογνώμονας, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που δεν επιτρέπει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στην σφαίρα της ειδικότητας του (βλ. Δημοκρατία ν Νικολάου, Ποινική Έφεση 59/2020, ημερομηνίας 27/05/2021). Ωστόσο η γνώμη του πραγματογνώμονα θα πρέπει να αιτιολογείται και να τεκμηριώνεται με απόλυτη επάρκεια και πειστικότητα. Διαφορετικά το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχτεί και να στηριχτεί στη μαρτυρία του, έστω και αν είναι ο μόνος πραγματογνώμονας που κατάθεσε στο Δικαστήριο (βλ. Αυγουστή κ.ά. v. Ιωάννου (2005) 1(Β) ΑΑΔ 149).
Όπως διαφάνηκε από την μαρτυρία του Μ.Κ.2 δεν τεκμηρίωσε την άποψη του αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Τουναντίον, ανέφερε ότι στην σκηνή του δυστυχήματος δεν βρέθηκε μαρτυρία που να φανερώνει ότι η Κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα με ταχύτητα που υπερέβαινε το επιτρεπόμενο όριο των 65 Χ.Α.Ω. Ούτε η θέση του Μ.Κ.2 ότι αν το όχημα της Κατηγορούμενης κινείτο με 40 Χ.Α.Ω θα υπήρχαν καλύτερες πιθανότητες να αποφευχθεί η σύγκρουση μπορεί να γίνει αποδεκτή. Καμιά μαρτυρία δεν παρουσιάστηκε από τον Μ.Κ.2 που να υποδηλώνει ότι αν το όχημα της Κατηγορούμενης κινείτο με 40 Χ.Α.Ω. θα μπορούσε να ακινητοποιηθεί πριν την σύγκρουση με το θύμα, και άρα να αποφεύγετο το δυστύχημα. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αποδεχθεί υποθέσεις και συλλογισμούς, οποιουδήποτε εμπειρογνώμονα, όταν αυτές οι υποθέσεις δεν υποστηρίζονται με επιστημονική μαρτυρία. Άλλωστε ο Μ.Κ.2 ανέφερε ρητά κατά την αντεξέταση του ότι αυτό αποτελεί δική του θέση, η οποία πηγάζει από αποφάσεις των Κυπριακών Δικαστηρίων, και όχι σε οποιαδήποτε επιστημονική μαρτυρία. Επομένως είναι η ερμηνεία που δίδει ο ίδιος στην νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων, κάτι που σίγουρα δεν είναι έργο και καθήκον μάρτυρα εμπειρογνώμονα.
Περαιτέρω ήταν η θέση του ότι αν η Κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα της με τα φώτα πορεία της ρυθμισμένα στην ψηλή στάση θα είχε υπερδιπλάσια ορατότητα από αυτήν των 23 μέτρων. Σημειώνεται ότι η θέση αυτή του Μ.Κ.2 δεν τέθηκε σε συνάρτηση με την πραγματική μαρτυρία και τα δεδομένα που υπήρχαν στην σκηνή του δυστυχήματος κατά τους ουσιώδης χρόνους. Δηλαδή δεν προσέφερε καμία μαρτυρία για το αν ο δρόμος ήταν πολυσύχναστος την ώρα του δυστυχήματος, ή αν έρχονταν από την αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας άλλα αυτοκίνητα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσον η Κατηγορούμενη δύνατο, υπό τις περιστάσεις, να επιλέξει να οδηγεί με τα φώτα πορείας της στην ψηλή στάση. Περαιτέρω δεν παραβλέπω ότι καμιά μαρτυρία δεν δόθηκε από τον Μ.Κ.2 σχετικά με την ορατότητα που θα είχε η Κατηγορούμενη αν χρησιμοποιούσε τα φώτα πορείας της στην ψηλή στάση, και αν ένεκα της χρησιμοποίησης αυτών θα μπορούσε να εφαρμόσει τα φρένα του οχήματος της και να ακινητοποιείτο το όχημα της πριν την σύγκρουση με το θύμα.
Δεν παραβλέπω ότι στην αντεξέταση του προέβη σε κάποιους υπολογισμούς. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι αν το όχημα της Κατηγορούμενης κινείτο με 50 Χ.Α.Ω, και η ακτίνα των φώτων πορείας του οχήματος της Κατηγορούμενης ήταν στα 23 μέτρα, τότε με τον χρόνο αντίδρασης στο 1,5 δευτερόλεπτο, η Κατηγορούμενη θα έθετε σε εφαρμογή τα φρένα του οχήματος της στα 2,18 μέτρα μακριά από το θύμα και επομένως δεν θα μπορούσε να σταματήσει το όχημα της πριν να κτυπήσει του πεζού. Όπως ανέφερε θα κτυπούσε του θύματος και θα κάλυπτε ακόμη 8 μέτρα μέχρι να σταματούσε το όχημα της. Καμία αιτιολόγηση και τεκμηρίωση δεν δόθηκε από τον Μ.Κ.2 για το πως κατέληξε σε αυτούς τους υπολογισμούς. Επομένως, έστω και στην απουσία αμφισβήτησης των θέσεων του αυτών κατά την αντεξέταση του, δεν μπορώ να προσδώσω καμία βαρύτητα στην κρίση του αυτή. Ως μάρτυρας πραγματογνώμονας όφειλε να δικαιολογήσει το συμπέρασμα του αυτό ούτως ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να στηριχθεί σε αυτό και να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία.
Περαιτέρω, σχετικά με την γνώμη του ότι το δυστύχημα θα μπορούσε να αποφευχθεί αν η Κατηγορούμενη έστριβε ελαφρώς το τιμόνι της προς τα αριστερά, καθ’ ότι το όχημα της ήταν εφοδιασμένο με σύστημα αντιμπλοκαρίσματος φρένων («ΑΒS»), σημειώνω ότι ο Μ.Κ.2 δεν τεκμηρίωσε την γνώμη του αυτή επιστημονικά σε συνάρτηση με την πραγματική μαρτυρία της σκηνής του δυστυχήματος, για να μπορεί να εξεταστεί και να αξιολογηθεί η θέση του αυτή από το Δικαστήριο. Δηλαδή, ο Μ.Κ.2 καταλήγει σε ένα συμπέρασμα, χωρίς να το δικαιολογήσει είτε με την ορατότητα που είχε η Κατηγορούμενη στον συγκεκριμένο δρόμο λόγω του οδικού φωτισμού, είτε με τα οχήματα που ήταν σταθμευμένα στην αριστερή πλευρά ως αποτυπώθηκαν από τον Μ.Κ.1 στο Τεκμήριο 4.
Τέλος, η θέση του ότι η Κατηγορούμενη παρέλειψε να δει το θύμα έγκαιρα, λόγω του ότι στην κατάθεση της στην αστυνομία ανέφερε ότι είδε το θύμα μερικά «πόδια» μπροστά από το αυτοκίνητο της, παρέμεινε σε υποθετικό επίπεδο, καθ’ ότι καμιά μαρτυρία δεν προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την ακριβή απόσταση όπου η Κατηγορούμενη αντιλήφθηκε την παρουσία του θύματος επί της ασφάλτου, εκτός του ότι ήταν εντός 23 μέτρων ως τα φώτα πορείας του οχήματος της. Η απλά αναφορά σε μερικά ποδιά, δεν μπορεί να αποκλειστεί να αφορά 5 πόδια ή 10 πόδια.
Οι πιο πάνω θέσεις του Μ.Κ.2 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο και εκ των πραγμάτων αποκλείονται ως μαρτυρικό υλικό δυνάμενο να αξιοποιηθεί από το τελευταίο, από την στιγμή που ο Μ.Κ.2 δεν εφοδίασε το Δικαστήριο με καμία επιστημονική πληροφορία, ούτως ώστε το Δικαστήριο εφαρμόζοντας αυτή την πληροφορία στα γεγονότα της υπόθεσης, να σχηματίσει την δική του κρίση.
Μ.Υ.1.
Σημειώνεται ότι ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής κατά την κυρίως εξέταση του Μ.Υ.1. προέβη σε δήλωση ότι δεν αμφισβητεί την εμπειρογνωμοσύνη του Μ.Υ.1. καθ’ ότι ως ανέφερε έχει προσφέρει μαρτυρία ως πραγματογνώμονας σε άλλες υποθέσεις, και προς τούτο δεν χρειάζετο να κατατεθούν τα σχετικά πιστοποιητικά που κατείχε ο Μ.Υ.1 προς υποστήριξη της θέση της Υπεράσπισης ότι εμπίπτει στην κατηγορία εμπειρογνωμόνων. Ωστόσο κατά την αντεξέταση του ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής επιχείρησε να ρωτήσει τον Μ.Υ.1 κατά πόσον έτυχε οποιασδήποτε εκπαίδευσης σε θέματα λήψης φωτογραφιών. Στην εν λόγω ερώτηση ο συνήγορος της Κατηγορούμενης έφερε ένσταση λόγω της δήλωσης που είχε γίνει από την Κατηγορούσα Αρχή. Το Δικαστήριο, με απόφαση του, δεν επέτρεψε αυτή την ερώτηση, ακριβώς λόγω της δήλωσης του κου Παπαγεωργίου κατά την κυρίως εξέταση του Μ.Υ.1 ότι δεν αμφισβητεί την εμπειρογνωμοσύνη του Μ.Υ.1 και προς τούτο η Υπεράσπιση δεν κατέθεσε τα σχετικά πιστοποιητικά που να αποδεικνύουν την πραγματογνωμοσύνη του Μ.Υ.1 για τα ζητήματα που κλήθηκε να προσφέρει μαρτυρία.
Έχοντας υπόψη μου την δήλωση του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής σχετικά με την αποδοχή της εμπειρογνωμοσύνης του Μ.Υ.1, καθώς και τα ακαδημαϊκά του διπλώματα αλλά και την εργασιακή πείρα του Μ.Υ.1 ως παρουσιάζονται στο βιογραφικό του σημείωμα ( σελίδες 25 – 29 του Τεκμηρίου 19), αποδέχομαι ότι ο Μ.Υ.1 κατατάσσεται στην κατηγορία μαρτύρων εμπειρογνωμόνων. Ως εκ τούτου η μαρτυρία του θα προσεγγιστεί ως η νομολογία επιτάσσει.
Όπως ο ίδιος ο μάρτυρας έχει αναφέρει, για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα και ευρήματα, ως εκτίθενται στην έκθεση του, βασίστηκε στα επιτόπου ευρήματα του Μ.Κ.1, στο σχεδιαγράφημα της σκηνής όπου ετοίμασε ο Μ.Κ.1, στις φωτογραφίες της σκηνής του δυστυχήματος όπου έλαβε ο Μ.Κ.1, αλλά και σε επίσκεψη του ιδίου στην σκηνή του δυστυχήματος σε ημέρα όπου ο ήλιος έδυε στις 16.53, ακριβώς όπως την ημέρα του δυστυχήματος.
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Μ.Υ. 1 προσήλθε στο Δικαστήριο για να αναφέρει την αντικειμενική άποψη του σύμφωνα με την εμπειρογνωμοσύνη του, και δεν έδειξε κατά την μαρτυρία του οποιαδήποτε προσπάθεια ή κίνητρο παραποίησης της αλήθειας με σκοπό να ευνοήσει την Κατηγορούμενη.
Αποδέχομαι την θέση του Μ.Υ.1 ότι το σημείο όπου έγινε το δυστύχημα έχει ανεπαρκή ως και μηδαμινό οδικό φωτισμό. Θέση που επιβεβαιώνεται και από τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2. Ο Μ.Υ.1 κατά την μαρτυρία του εξήγησε με σαφήνεια και επάρκεια ότι στην προσπάθεια του να αντιληφθεί τον οδικό φωτισμό που υπήρχε κατά τον χρόνο της σύγκρουσης, πήγε μια άλλη ημέρα στο συγκεκριμένο σημείο όπου ο ήλιος έδυε στις 16.53, ακριβώς όπως την ημέρα του δυστυχήματος, αλλά και την ίδια ημερομηνία του δυστυχήματος μετά από ένα χρόνο, όπου επίσης ο ήλιος έδυε στις 16.53. Ένεκα τούτου αποδέχομαι ότι ο οδικός φωτισμός που υπήρχε κατά την στιγμή του δυστυχήματος είναι αυτός που παρουσιάζεται στη φωτογραφία Τεκμήριο 5 αλλά και στις φωτογραφίες που παρουσιάζονται στις σελίδες 18, 19 και 20 του Τεκμηρίου 19.
Κατά την αντεξέταση του, του υποβλήθηκε ότι σύμφωνα με την ρύθμιση «ISO» μια λήψη φωτογραφίας μπορεί να γίνει πιο φωτεινή ή πιο σκοτεινή ανάλογα με την ρύθμιση. Παρά το ότι κατά την αντεξέταση του δεν του υποβλήθηκε ότι ο ίδιος κατά την λήψη των εν λόγω φωτογραφιών αλλοίωσε την φωτεινότητα των φωτογραφιών μέσω της αναφερόμενης ρύθμισης, αποδέχομαι την θέση του Μ.Υ.1 όπως εκφράστηκε στην απάντηση του, και συγκεκριμένα ότι κατά την λήψη των φωτογραφιών τόσο από το κινητό του τηλέφωνο όσο και από το drone του, η ρύθμιση ήταν στο «auto» και έτσι δεν αλλοίωσε την φωτεινότητα των φωτογραφιών.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να αναφέρω ότι δεν έχω οποιοδήποτε λόγο να μην αποδεχθώ τους υπολογισμούς του σε σχέση με την μέγιστη και ελάχιστη ταχύτητα με την οποία οδηγούσε η Κατηγορούμενη κατά τους χρόνους αμέσως πριν την σύγκρουση, και το λογικό χρόνο αντίδρασης σε μη αναμενόμενο κίνδυνο. Τα παραπάνω στοιχεία πλαισιώνονται επαρκώς από αναφορά σε σχετική βιβλιογραφία που επισυνάπτεται στην έκθεση του. Επίσης δεν παραβλέπω ότι δεν αμφισβητήθηκαν αυτά κατά την αντεξέταση του, εκτός από τον συντελεστή τριβής που χρησιμοποιήθηκε για τους υπολογισμούς αυτούς, που σε κάθε περίπτωση όπως ανέφερε ο Μ.Υ.1 ακόμη και να ήταν διαφορετικός ο συντελεστής τριβής δεν θα επηρέαζε τα τελικά του ευρήματα. Αποδέχομαι επίσης το συντελεστή τριβή στον οποίο κατέληξε (0,7) έχοντας εξηγήσει πειστικά ότι είναι ο μέσος συντελεστής μιας συνηθισμένης επιφάνειας δρόμου.
Τεκμηριωμένα και με επάρκεια εξήγησε στο Δικαστήριο γιατί κατά την κρίση του η υπό κρίση σύγκρουση δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί. Δεν θα επαναλάβω τον τρόπο στον οποίο κατέληξε στα ευρήματα του, αφού παρατίθενται ανωτέρω στην απόφαση του Δικαστηρίου.
Η μαρτυρία του Μ.Υ.1 ήταν ακριβής και εμπεριστατωμένη και κρίνω ειλικρινής. Η γνώμη του ως πραγματογνώμονας, για τα ζητήματα που κλήθηκε και κατέθεσε, με έπεισε ότι ήταν το δικό του ανεξάρτητο προϊόν και περαιτέρω ότι ήταν ανεπηρέαστη ως προς την μορφή και το περιεχόμενο της από τις ανάγκες της δίκης ή της Κατηγορούμενης. Άλλωστε η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία του δεν αμφισβητήθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή. Τα όσα παρουσίασε ο Μ.Υ.1 για την γνώμη του, με την απαιτούμενη, κατά την κρίση μου λεπτομέρεια, τεκμηρίωση, εξήγηση και επεξήγηση όπου του ζητήθηκε, εμπίπτουν στην πραγματογνωμοσύνη του και για αυτόν τον λόγο αποδέχομαι τα ευρήματα του στην ολότητα τους. Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, η μαρτυρία του Μ.Υ.1 γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Κατηγορούμενη
Η Κατηγορούμενη μετά που κρίθηκε εκ πρώτης όψεως ένοχη τήρησε το δικαίωμα της σιωπής. Σημειώνεται ότι δεν μπορούν να εξαχθούν ενοχοποιητικά συμπεράσματα από την άσκηση του δικαιώματος της σιωπής από την Κατηγορούμενη, δικαίωμα το οποίο δίδει ο νόμος, αφού σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχει κίνδυνος να παραβιαστεί το δικαίωμα εναντίον της μη αυτοενοχοποίησης και του τεκμηρίου της αθωότητας (βλ. Χάμαλης ν. Αστυνομικού Διευθυντή Αμμοχώστου (2010) 2 ΑΑΔ 329).
Στρέφομαι τώρα στο περιεχόμενο της κατάθεσης της Κατηγορούμενης που έδωσε στην Αστυνομία, και παραθέτω μια σύνοψη αυτής. Η Κατηγορούμενη ανέφερε ότι οδηγούσε το όχημα […], και για πρώτη φορά παρατήρησε τον πεζό όταν τα φώτα πορείας του αυτοκινήτου της «έπεσαν πάνω του» μερικά πόδια μακριά από την δεξιά γωνιά του αυτοκινήτου της. Η ίδια είδε τον πεζό στην γωνιά της μεριάς του οδηγού, αφότου πέρασε την διαχωριστική γραμμή από τα δεξιά προς τα αριστερά της. Τα φώτα πορείας της ήταν στην κανονική στάση. Συμφώνησε με το πρόχειρο σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος, ωστόσο δεν ήταν σίγουρη για το σημείο σύγκρουσης. Παρέδωσε γραπτό κείμενο σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το δυστύχημα (βλ. Τεκμήριο 17).
Στο Τεκμήριο 17, το οποίο για σκοπούς πληρότητας αναφέρεται ότι είναι στην αγγλική γλώσσα, και δεν κατατέθηκε μεταφρασμένο κείμενο, αναφέρονται τα ακόλουθα:
Η Κατηγορούμενη περί τις 17.45 οδηγούσε το όχημα που είχε ενοικιάσει από την Πέγεια προς Πάφο στην οδό Αγίου Γεωργίου. Στο όχημα βρισκόταν ο σύζυγος της και ο υιός της. Οδηγούσε με περίπου 50 Χ.Α.Ω. Υπήρχαν αυτοκίνητα μπροστά της σε απόσταση. Ήταν νύχτα και ο δρόμος δεν είχε αρκετό φωτισμό. Είχε τα φώτα πορεία της ανοιχτά και βρισκόταν στην λωρίδα κυκλοφορίας της. Κοντά στο σημείο σύγκρουσης υπήρχαν αυτοκίνητα παρκαρισμένα και στις 2 πλευρές. Σε κάποιο σημείο είδε ένα άνδρα με σκούρα ρούχα ο οποίος κρατούσε ένα μεγάλο σκούρο αντικείμενο να περπατά στην μέση του δρόμου, ακριβώς μπροστά της. Τον είδε μόλις τα φώτα πορεία της φώτισαν το σημείο του δρόμου στο οποίο περπατούσε. Το θύμα εισήλθε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, εκεί όπου κινείτο το όχημα της, δεν σταμάτησε, και χτύπησε στο δεξί μέρος του οχήματος της στην πλευρά του οδηγού, παρά το ότι έθεσε σε εφαρμογή τα φρένα του οχήματος της για να αποφύγει την σύγκρουση. Το σώμα του κτύπησε στο καπώ του οχήματος, μετά στον ανεμοθώρακα, μετά έπεσε στο δεξιό μέρος του ανεμοθόρακα και στην συνέχεια το σώμα του κυλίστηκε και έπεσε στην μέση του δρόμου. Η ίδια παραμέρισε και σταμάτησε το όχημα και ζήτησαν βοήθεια από τα άτομα όπου βρίσκονταν στην σκηνή του δυστυχήματος. Μέχρι να έρθει η αστυνομία και το ασθενοφόρο το θύμα μετακινήθηκε από κάποια άτομα που βρίσκονταν στην σκηνή για να είναι πιο ασφαλής και ζητήθηκε και από την ίδια να μετακινήσει το όχημα της. Όταν κατέφθασε στην σκηνή η Αστυνομία η Κατηγορούμενη ζήτησε να εξεταστεί αν ο πεζός βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλης. Μια σερβιτόρα της είπε ότι είχε προσφέρει στον πεζό να τον βοηθήσει να περπατήσει απέναντι στον δρόμο, και για αυτό η Κατηγορούμενη ζητούσε να γίνουν τοξολογικές εξετάσεις στο θύμα.
Το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη της κατάθεσης. Καθοδηγητική επί του θέματος είναι η απόφαση Χαράλαμπος Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109, όπου υιοθετήθηκαν οι αρχές της αγγλικής απόφασης Duncan (1989) Cr. App. R 359. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Δηλώσεις του κατηγορουμένου που συνιστούν άμεσα ή έμμεσα παραδοχή του αδικήματος γίνονται παραδεκτές ως μαρτυρία κατ' εξαίρεση προς τον κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (hearsay rule). Αυστηρή εφαρμογή του κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας θα περιόριζε την αποδεικτική αξία του μέρους της κατάθεσης κατηγορουμένου που δεν συνιστά άμεσα ή έμμεσα παραδοχή σε πρωτογενή μαρτυρία (original evidence). Στην υπόθεση Duncan αποφασίστηκε ότι κάθε μέρος της κατάθεσης λαμβάνεται υπόψη και εκτιμάται και ως προς την αλήθεια των ισχυρισμών που προβάλλονται. Η προσέγγιση αυτή είναι και ρεαλιστική και δίκαιη. Τονίστηκε όμως στην Duncan ότι το Δικαστήριο είναι ελεύθερο και μπορεί να αποδώσει την βαρύτητα που κρίνει ότι επιβάλλεται σε διαφορετικά μέρη κατάθεσης. Όπως είναι φυσικό μπορεί να αποδοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα στο μέρος εκείνο το οποίο συνθέτει παραδοχή στο αδίκημα ή περιέχει δηλώσεις ενάντια προς τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Είναι όμως ελεύθερο το Δικαστήριο να αποδώσει
μικρότερη σημασία ή ακόμη να απορρίψει άλλα μέρη της κατάθεσης για τα οποία παρέχεται εξήγηση ή δικαιολογία για εκ πρώτης όψης εγκληματικές πράξεις. Συνοψίζοντας η απόφαση στην Duncan αφήνει το βάρος το οποίο θα αποδοθεί στα διάφορα μέρη της κατάθεσης κατηγορουμένου στη διακριτική ευχέρεια των κριτών των γεγονότων της υπόθεσης».
Διερχόμενη της κατάθεσης της Κατηγορούμενης παρατηρώ ότι παραδέχεται ότι το μοιραίο αυτό απόγευμα, οδηγούσε το όχημα όπου είχε ενοικιάσει, και κτύπησε του θύματος με το δεξί μπροστινό μέρος του οχήματος της. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από την μαρτυρία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2, αλλά και από την πραγματική μαρτυρία (φωτογραφία 4 του Τεκμηρίου 4). Όλα όσα αναφέρονται ωστόσο σχετικά με τη ταχύτητα με την οποία οδηγούσε και για το πότε η ίδια αντιλήφθηκε το θύμα στο δρόμο, από την στιγμή που δεν τέθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο έτσι ώστε να τεθούν στην βάσανο της αντεξέτασης, δεν μπορεί να προσδεθεί σε αυτά οποιαδήποτε βαρύτητα από το Δικαστήριο.
Δ. Ευρήματα
Με βάση τα παραδεκτά έγγραφα και γεγονότα, τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, όπως παρουσιάστηκαν δια των χειρισμών των μερών κατά την ακρόαση (βλ. Κυριακίδης ν Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 185/2012, 19/04/2018), αλλά και υπό το φως της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα.
Στις 02/11/2022 και περί ώρα 17.45 η Κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής […], το οποίο είχε ενοικιάσει, στην Λεωφόρο Αγίου Γεωργίου στην Πέγεια με νότια κατεύθυνση προς την Πάφο. Στο όχημα συνοδηγός ήταν ο υιός της Κατηγορούμενης, και στο πίσω μεσαίο κάθισμα βρισκόταν ο σύζυγος της Κατηγορούμενης. Η Κατηγορούμενη είχε τα φώτα πορείας του οχήματος της ανοιχτά στην χαμηλή στάση. Η ακτίνα των φώτων πορείας της ήταν 23 μέτρα.
Σε κάποιο σημείο επί της Λεωφόρου Αγίου Γεωργίου, βρίσκεται στα δεξιά, σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης, η μπυραρία «Veterans». Στο εν λόγω σημείο ο δρόμος αποτελείται από δύο λωρίδες κυκλοφορίας, μια για κάθε κατεύθυνση, οι οποίες διαχωρίζονται από άσπρη συνεχή γραμμή. Ο δρόμος είναι ευθύς και επίπεδος και το πλάτος των λωρίδων κυκλοφορίας είναι 2,60 μέτρα η κάθε μια. Δεξιά και αριστερά των λωρίδων κυκλοφορίας υπάρχει ασφάλτινη διαπλάτυνση πλάτους 1 μέτρου. Μετά την ασφάλτινη διαπλάτυνση και από τις δύο μεριές υπάρχει χωμάτινο έρεισμα στο οποίο, κατά τους ουσιώδεις χρόνους, ήταν σταθμευμένα οχήματα. Στην δεξιά πλευρά μετά το χωμάτινο έρεισμα, υπάρχουν θάμνοι και στην συνέχεια είναι η περίφραξη της μπυραρίας «Veterans». Ο δρόμος βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και το όριο ταχύτητας είναι 65 Χ.Α.Ω. Κατά τον χρόνο της σύγκρουσης η επιφάνεια της ασφάλτου ήταν στεγνή και ο καιρός αίθριος.
Το θύμα στις 02/11/2022 κατά τις 17.45 εξέρχετο από την μπυραρία «Veterans» και διασταύρωνε την Λεωφόρο Αγίου Γεωργίου κάθετα, από τα δεξιά στα αριστερά, σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης, με σκοπό να μεταβεί στο όχημα του με αριθμούς εγγραφής […]. Το όχημα του θύματος ήταν σταθμευμένο στην αριστερή άκρια του δρόμου, στο έρεισμα, σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης, πιο δυτικά σε σχέση με την είσοδο της μπυραρίας. Το θύμα περπατούσε αργά λόγω προβλήματος που αντιμετώπιζε με το πόδι του και είχε μαζί του την κιθάρα του, η οποία ήταν τοποθετημένη μέσα σε θήκη. Το θύμα φορούσε σκούρα ρούχα.
Η ορατότητα που είχε το θύμα, εξερχόμενος από την μπυραρία Veterans ήταν τουλάχιστον 120 μέτρα, αφού ο δρόμος ήταν ευθύς, και το θύμα μπορούσε να δει τα ερχόμενα οχήματα τα οποία είχαν τα φώτα πορείας τους αναμμένα. Το θύμα είχε καταναλώσει μια μπύρα ενόσω βρίσκετο στην μπυραρία «Veterans».
Σε κάποιο σημείο του δρόμου, και ενώ το θύμα διασταύρωνε κάθετα την Λεωφόρο Αγίου Γεωργίου, και είχε ήδη διανύσει απόσταση 11,90 μέτρα από την έξοδο της μπυραρίας «Veterans», εισήλθε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης. Τότε το όχημα της Κατηγορούμενης συγκρούστηκε με το θύμα. Το κεφάλι του θύματος, λίγα δεύτερα πριν την σύγκρουση κοίταζε ευθεία, δηλαδή προς το αριστερό παγκέτο σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης (βλ. Τεκμήριο 8). Το πρώτο σημείο επαφής του θύματος με το όχημα της Κατηγορούμενης ήταν η δεξιά μπροστινή γωνιά όπου είναι το φανάρι του οχήματος. Στην συνέχεια το σώμα του θύματος κτύπησε στο μπροστινό δεξί προφυλακτήρα και καπώ, ακολούθως κτύπησε πάνω στον ανεμοθώρακα, μετά πέρασε πάνω από την οροφή του οχήματος της Κατηγορούμενης και το σώμα του θύματος προσγειώθηκε στην άσφαλτο, δίπλα από την δεξιά πλευρά του οχήματος της Κατηγορούμενης, σε απόσταση 19,70 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης.
Το σημείο σύγκρουσης του οχήματος της Κατηγορούμενης με το θύμα εντοπίστηκε απέναντι από την είσοδο της μπυραρίας «Veterans», στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης, και βρίσκεται σε απόσταση 3,40 μέτρων από την δεξιά άκρια του δρόμου. Στο σημείο σύγκρουσης υπήρχαν θραύσματα από τα γυαλιά του ανεμοθώρακα του αυτοκινήτου που οδηγούσε η Κατηγορούμενη.
Σε απόσταση 19,70 μέτρα από το σημείο σύγκρουσης, στην δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης, κοντά στην άσπρη διαχωριστική γραμμή των δύο λωρίδων κυκλοφορίας, υπήρχε κηλίδα από αίμα του Κατηγορούμενου και στο χωμάτινο έρεισμα, μετά την δεξιά ασφάλτινη διαπλάτυνση, κοντά στην κηλίδα αίματος, υπήρχε το ρολόι του θύματος. Η απόσταση από το σημείο όπου βρέθηκε η κηλίδα αίματος μέχρι την δεξιά άκρια του δρόμου είναι 2,40 μέτρα. Η απόσταση από το σημείο όπου βρέθηκε η κηλίδα αίματος μέχρι το σημείο όπου βρέθηκε το ρολόι του θύματος είναι 4,30 μέτρα.
Η τροχαία σύγκρουση έγινε μετά την δύση του ηλίου, όπου δεν υπήρχε φως της ημέρας. Ο δρόμος φωτίζετο από οδικό φωτισμό ο οποίος ήταν ανεπαρκής, αφού οι λαμπτήρες που υπήρχαν ήταν στην δεξιά μεριά, σύμφωνα με την πορεία του οχήματος της Κατηγορούμενης, μετά το χωμάτινο έρεισμα, σε απόσταση 12 μέτρων από το κέντρο του δρόμου. Στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας όπου είναι το σημείο σύγκρουσης δεν υπήρχε οδικός φωτισμός. Η ορατότητα της Κατηγορούμενης περιορίζετο μόνο μέσα στην ακτίνα των φώτων πορείας του οχήματος της, η οποία ήταν 23 μέτρα, καθώς ο οδικός φωτισμός που υπήρχε δεν φώτιζε την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, παρά μόνο το πεζοδρόμιο όπου βρισκόταν στο δεξιό χωμάτινο έρεισμα.
Το θύμα μετά την σύγκρουση είχε τις αισθήσεις του και κατά τις 18.00 ασθενοφόρο κατέφθασε στη σκηνή όπου παρέλαβε το θύμα μεταφέροντας τον στις Πρώτες Βοήθειες του Γενικού Νοσοκομείο Πάφου. Το θύμα απεβίωσε στις 02/11/2022 και ώρα 21.30 και ενώ νοσηλευόταν στην μονάδα εντατικής θεραπείας του Νοσοκομείο Πάφου. Ο θάνατος του θύματος οφείλετο σε αιμορραγικό σοκ – πολυτραυματισμό λόγω τροχαίου ατυχήματος. Η σορός του θύματος αναγνωρίστηκε από την θυγατέρα του.
Στην σκηνή του δυστυχήματος ο Μ.Κ.1 διενήργησε προκαταρτική εξέταση άλκοτεστ στην Κατηγορούμενη, με αρνητική ένδειξη.
Στο όχημα της Κατηγορούμενης υπήρχαν ζημιές στο μπροστινό δεξί μέρος, στο φανάρι, στο μπροστινό καπώ, στον προφυλακτήρα, στο φτερό, στον μπροστινό ανεμοθώρακα και στην μπροστινή δεξιά πόρτα.
Το όχημα που οδηγούσε η Κατηγορούμενη ήταν υδραυλικού τύπου με σύστημα αντιπλοκαρίσματος φρένων (antilock braking system - ABS), το οποίο ήταν σε καλή και λειτουργήσιμη κατάσταση, το σύστημα διεύθυνσης ήταν υδραυλικού τύπου πυξίδας και βρέθηκε πλήρως συνδεδεμένο και θετικό στην λειτουργία, τα ελαστικά του οχήματος ήταν τύπου TUBLESS, πλήρη αέρος και σε καλή κατάσταση, τα φώτα πορείας του λειτουργούσαν κανονικά και το όχημα δεν είχε οποιαδήποτε μηχανική βλάβη που να συνέτεινε στην πρόκληση του δυστυχήματος. Τα οχήματα τα οποία είναι εφοδιασμένα με σύστημα αντιπλοκαρίσματος φρένων (antilock braking system - ABS), έχουν την δυνατότητα να στρίψουν το τιμόνι τους ενώ ταυτόχρονα ο οδηγός εφαρμόζει τα φρένα του οχήματος.
Ο χρόνος αντίδρασης που έχει ένας οδηγός κατά την στιγμή που θα βρεθεί μπροστά σε κίνδυνο υπολογίζεται στο 1,5 δευτερόλεπτο.
Δεν μπορώ να προβώ σε οποιοδήποτε θετικό συμπέρασμα σε σχέση με την ακριβή ταχύτητα όπου οδηγούσε η Κατηγορούμενη το όχημα της λίγο πριν την σύγκρουση καθότι όπως ανέφερε ο Μ.Κ.2 δεν βρέθηκε μαρτυρία στην σκηνή του δυστυχήματος που να υποδήλωνε την ταχύτητα του οχήματος της. Ωστόσο σύμφωνα με τα ευρήματα του Μ.Υ.1, τα οποία αποδέχτηκα, προβαίνω σε εύρημα ότι η μέγιστη ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα της Κατηγορούμενης κατά την στιγμή της σύγκρουσης ήταν 59,66 Χ.Α.Ω και η ελάχιστη ταχύτητα ήταν 48,87 Χ.Α.Ω.
Ε. Νομική Πτυχή
Όπως έχει νομολογηθεί η οδήγηση εξυπακούει την εξάσκηση προσήκουσας προσοχής. Το ερώτημα που εγείρεται σε περιπτώσεις αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8 του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 86/72 είναι κατά πόσο ο οδηγός εκπλήρωσε την υποχρέωση εξάσκησης λογικής φροντίδας και προσοχής για άλλα πρόσωπα που χρησιμοποιούν το δρόμο. Το κριτήριο που εφαρμόζεται σε μια τέτοια περίπτωση είναι αντικειμενικό και οι παράμετροι του αναφέρονται στη συμπεριφορά ενός συνετού και σώφρονα οδηγού και όχι ενός τέλειου οδηγού (βλ. Αναστάσης Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 68, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 202).
Το καθήκον επιμέλειας (duty of care) οφείλεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη μπορεί να επηρεαστεί από τις πράξεις του οδηγού. Επί του προκειμένου διαφωτιστική είναι η απόφαση Σωκράτους ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 1, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά :
«Το απρόσωπα προσδιοριζόμενο καθήκον προς κάθε ένα που είναι λογικά δυνατό να επηρεασθεί από τις πράξεις του οδηγού, συγκεκριμενοποιείται στα πλαίσια των γεγονότων της υπόθεσης για να αποφασισθεί-
(α) η φύση του καθήκοντος και
(β) όπου διαπιστώνεται η ύπαρξή του κατά πόσο ο οδηγός το έχει εκπληρώσει.
Το κριτήριο για τη διαπίστωση αμέλειας είναι αντικειμενικό, και μέτρο ο προσεκτικός και όχι ο τέλειος οδηγός. Τέλος, η πρόβλεψη συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες και τη λογική συνέπεια.»
Ένας οδηγός έχει καθήκον τήρησης της δέουσας παρατηρητικότητας πάντοτε και κάτω από όλες τις περιστάσεις (βλ. Constantinou ν. Katsouris (1975) 1 C.L.R. 188, 192). Η αμέλεια είναι συνυφασμένη με το χρόνο, τόπο και άλλες συνθήκες, και παράλειψη να δει κανείς ότι είναι απλά ορατό αποτελεί αμέλεια (Nicolaides ν. Economides (1963) 2 C.L.R. 78).
Διαφωτιστική είναι επίσης και η απόφαση Χαραλάμπους ν. Mc Gill, Πολιτική Έφεση Αρ. 38/2015, 18/12/2019, ECLI:CY:AD:2019:A527 όπου αναφέρθηκε ότι:
«Υπό το φως των αλώβητων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι φανερό ότι ο εφεσείων είχε πλήρη ευθύνη έχοντας υπόψη την διαχρονική και σαφή νομολογία ότι ένας οδηγός οφείλει να επιδεικνύει την ανάλογη επιμέλεια κινούμενος με το όχημα του, έχει δε καθήκον φροντίδας για τους υπόλοιπους που χρησιμοποιούν επίσης τον δρόμο, περιλαμβανομένων και πεζών. Η αμέλεια επί των τροχαίων ατυχημάτων είναι η ίδια και στο αστικό και στο ποινικό δίκαιο και ό,τι διαφέρει είναι ως προς το βάρος απόδειξης, (Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 1 και Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 202). Όπως τονίστηκε επανειλημμένα το καθήκον φροντίδας και μέριμνας οφείλεται και επιδεικνύεται σε κάθε πρόσωπο που κατά λογική πρόβλεψη δυνατό να επηρεαστεί από τις πράξεις ενός οδηγού. Το κριτήριο για την διαπίστωση αμέλειας είναι αντικειμενικό, με μέτρο το μέσο συνετό και προσεκτικό οδηγό και η πρόβλεψη για την δυνατότητα κινδύνου συναρτάται με τις κοινές εμπειρίες οδήγησης και το καθήκον της δέουσας παρατηρητικότητας. Όταν η πιθανότητα κινδύνου είναι εύλογα αναμενόμενη ή αντιληπτή, τότε η παράληψη προφύλαξης συνιστά αμέλεια (Αργυρού ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 378).»
Παράλληλα, σύμφωνα με τη νομολογία το καθήκον επιμέλειας κάθε οδηγού συναρτάται με τη δυνατότητα πρόβλεψης κινδύνου. Όταν η πιθανότητα δημιουργίας κινδύνου στον δρόμο είναι ευλόγως εμφανής, τότε ο οδηγός οφείλει να ασκεί τη δέουσα παρατηρητικότητα στις συνθήκες που επικρατούσαν στο χρόνο και τόπο του ατυχήματος (βλ. Νεοφύτου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 409) και η παράλειψη λήψης μέτρου προφύλαξης συνιστά αμέλεια (βλ. Μιχαήλ Φοινικαρίδης κ.ά. ν Γεωργίου Λάμπρου Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 ΑΑΔ 475, Κυριάκος Αργυρού ν Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 378 ). Το καθήκον για επιμελή οδήγηση δεν επεκτείνεται στη λήψη προληπτικών μέτρων έναντι της πιθανότητας εκδήλωσης αμέλειας από άλλους οδηγούς. Ο νουνεχής οδηγός εύλογα μπορεί να υποθέσει ότι όπως ο ίδιος έτσι και οι άλλοι οδηγοί θα εκπληρώσουν το καθήκον επιμέλειας έναντι των ιδίων και των άλλων οδηγών (βλ. Ζαχαρία ν Καραολή (2004) 1Α ΑΑΔ 72, Θρασυβούλου ν Κουλέρμου κ.ά. (1996) 1Α ΑΑΔ 253 και Χριστοδούλου ν Μπίλλη (1998) 1Α ΑΑΔ 164).
Σημειώνω ακόμα, ότι όπως έχει νομολογηθεί θέματα που σχετίζονται με οδική συμπεριφορά και δυνατότητα αντίδρασης οδηγού σε επερχόμενο κίνδυνο αντικρίζονται με βάση τη γενική αντίληψη του Δικαστηρίου ως προς τα πράγματα, υπό το φως πάντοτε της λογικής, εκτός όπου παρουσιάζεται κάποια επιστημονική ή τεχνική πτυχή όπου απαιτείται μαρτυρία εμπειρογνώμονα (βλ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 221/2018).
Στην απόφαση Κασιέρη ν Κυριάκου (1997) 1 ΑΑΔ 1246 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τις πράξεις ενός οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στον δρόμο:
«Πρέπει δε να τονιστεί ότι οι πράξεις του οδηγού ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με δίλημμα το οποίο παρουσιάζεται στο δρόμο δεν κρίνονται μικροσκοπικά. Κρίνονται υπό το πρίσμα της διλημματικής κατάστασης που προκάλεσε ο άλλος οδηγός. Όπως έχει πάγια νομολογηθεί ένα εσφαλμένο μέτρο που λαμβάνεται από ένα οδηγό κάτω από την αγωνία της σύγκρουσης δεν αποτελεί κατ' ανάγκη μέτρο αμέλειας. Επομένως έστω και αν υποθέσουμε ότι ο οδηγός του φορτηγού έχει λάβει ένα εσφαλμένο μέτρο δεν μπορεί και πάλιν να κριθεί ένοχος για αμέλεια εφόσον, λόγω της εγγύτητας του άλλου οχήματος, δεν είχε το χρόνο ή την ευκαιρία να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για να αποφύγει την σύγκρουση.»
ΣΤ.Βάρος Απόδειξης
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Kατηγορούσα Aρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (βλ. Φλουρής v Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401).
Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 434). Όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εγείρει, δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 246). Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του κατηγορούμενου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.
Η πεμπτουσία της ποινικής δίκης είναι η θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν αναδύεται, ασφαλής, ως αποτέλεσμα κρυστάλλινης και χωρίς λογική αμφιβολία δικανικής πεποίθησης (βλ. ΧΧ ΧΧ ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 294/2018, ημερομηνίας 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B474).
Ζ. Κατάληξη - Συμπεράσματα
Έχοντας υπόψη μου τις πιο πάνω νομικές αρχές, τα αδιαμφησβήτητα γεγονότα και τα ευρήματα στα οποία έχω καταλήξει θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την υπό κρίση κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο είναι εάν η οδηγική συμπεριφορά της Κατηγορούμενης ήταν, υπό τις περιστάσεις της εξεταζόμενης υπόθεσης, η ενδεδειγμένη και αναμενόμενη από ένα σώφρονα και λογικό οδηγό (βλ. Alevtyna Koptyakova v Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού, Ποινική Έφεση 86/2017, 13/03/2018), ECLI:CY:AD:2018:B111.
Ένεκα της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 σχετικά με την εμπειρογνωμοσύνη και την αξιοπιστία του, αποδέχθηκα την θέση του ότι η ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα της Κατηγορούμενης κατά τους ουσιώδεις χρόνους ήταν μεταξύ 48,87 και 59,66 Χ.Α.Ω. Επίσης σύμφωνα με τους αποδεκτούς υπολογισμούς του Μ.Υ.1, έχοντας 1,5 δευτερόλεπτο η Κατηγορούμενη να αντιδράσει, αν το όχημα της κινείτο με την ελάχιστη ταχύτητα των 48,87 Χ.Α.Ω, τότε το αυτοκίνητο της θα διένυε απόσταση 20,35 μέτρα και μετά θα εφάρμοζε τα φρένα του οχήματος της. Επομένως η Κατηγορούμενη θα προλάμβανε να θέσει σε εφαρμογή τα φρένα του οχήματος της σε απόσταση 2,65 μέτρα πριν την σύγκρουση με τον πεζό και για να ακινητοποιούσε η Κατηγορούμενη πλήρως το όχημα της με την χρήση των φρένων της θα χρειάζετο ακόμη 11,73 μέτρα. Επομένως το όχημα της θα κτυπούσε τον πεζό και θα σταματούσε σε απόσταση 9,08 μέτρα μετά το σημείο σύγκρουσης. Αν το όχημα της κινείτο με την μέγιστη ταχύτητα των 59,66 Χ.Α.Ω, το αυτοκίνητο θα διένυε απόσταση 24,85 μέτρα και μετά θα εφάρμοζε τα φρένα του οχήματος της. Επομένως η Κατηγορούμενη θα κτυπούσε το σώμα του πεζού προτού καν προλάβει να θέσει σε εφαρμογή τα φρένα του οχήματος της.
Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, σε οποιαδήποτε ταχύτητα μεταξύ 48,87 – 59.66 Χ.Α.Ω, το δυστύχημα θα ήταν αναπόφευκτο λόγω της εισόδου του θύματος στην λωρίδα κυκλοφορίας στην οποία κινείτο το όχημα της Κατηγορούμενης, που στην ουσία δεν παρείχε την δυνατότητα στην Κατηγορούμενη να ακινητοποιήσει το όχημα της πριν την σύγκρουση.
Το ερώτημα επομένως που αναφύεται είναι κατά πόσον η ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα της Κατηγορούμενης κατά τους χρόνους αμέσως πριν την σύγκρουση, μπορεί να κριθεί ότι δεν ήταν η ενδεδειγμένη και αναμενόμενη από ένα σώφρονα και λογικό οδηγό δεδομένων των συνθηκών που επικρατούσαν στο συγκεκριμένο δρόμο, την συγκεκριμένη ώρα, όπου ο οδικός φωτισμός ήταν ανεπαρκής, ο ήλιος είχε δύσει, και επομένως δεν υπήρχε φυσικό φως.
Όπως έχει νομοληθεί η υπερβολική ταχύτητα από μόνη της δεν αποτελεί αμέλεια, εκτός εάν αυτή συνδυαστεί με άλλους παράγοντες. Το ζητούμενο είναι - και αυτό εξετάζεται σε κάθε περίπτωση - εάν το δυστύχημα είναι απόρροια της ταχύτητας, εάν υπάρχει δηλαδή αιτιώδης συνάφεια ταχύτητας και σύγκρουσης (βλ. Savencu v Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 194/2019, ημερομηνίας 9/7/2020).
Δεν παραβλέπω ότι η ταχύτητα μέσα στα επιτρεπτόμενα από το νόμο όρια δεν είναι απαραιτήτως και η ενδεδειγμένη ως ασφαλής. Ποια ταχύτητα είναι ασφαλής αποτελεί στοιχείο που συναρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις και συνθήκες που επικρατούν και που αφορούν στις τοπικές ρυθμίσεις για την τροχαία και στην κατά τον ουσιώδη χρόνο γενική κίνηση στο δρόμο (βλ. Θεόδωρος Δημητρίου ν Ήρας Χαραλάμπους (1992) 1 ΑΑΔ 756).
Η οδήγηση κατά την διάρκεια της νύχτας, επιβαρύνει τον οδηγό με το καθήκον όπως οδηγεί με τρόπο που να μπορεί να αντιληφθεί έγκαιρα οποιοδήποτε εμπόδιο ή ακόμα και πεζούς, η παρουσία των οποίων θα μπορούσε να προβλεφθεί στον συγκεκριμένο δρόμο κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα το δυστύχημα. Στην υπόθεση Savva and others v Mylona (1958) 23 C.L.R. 167, διατυπώθηκε η αρχή πως ένας οδηγός κατά τη νύκτα πρέπει πάντοτε να είναι σε θέση να σταματήσει μέσα στα όρια των φώτων πορείας του ("at night driving a driver must be able to pull up within limits of his light"). Στη υπόθεση Vakanas v Thomas a.a (1982) 1 ΑΑΔ, 530, όμως, ο Δικαστής Πικής, όπως ήταν τότε, τόνισε ότι η κάθε περίπτωση θα πρέπει να κρίνεται στη βάση της κοινής λογικής, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να εναποτίθεται τέτοιο βάρος ευθύνης στους ώμους ενός οδηγού ώστε να μπορεί να προβλέπει την οποιαδήποτε πιθανότητα κινδύνου. Στην υπόθεση Χριστάκης Χρυσοστόμου ν Πέτρου Σοφοκλέους (2014) 1 ΑΑΔ 1985 το Ανώτατο Δικαστήριο, εξελίσσοντας τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, καθόρισε ότι ένας οδηγός που οδηγεί το βράδυ υπό συνθήκες σκότους, έχει καθήκον να οδηγεί με τέτοια ταχύτητα που να του επιτρέπει να ελέγχει το δρόμο εντός της εμβέλειας των φώτων του, ώστε να είναι σε θέση να μπορεί να ακινητοποιήσει το όχημα του αν παρουσιαστεί κάποιος κίνδυνος, εκτός αν αυτός είναι αναπάντεχος και απρόσμενος
Η ταχύτητα με την οποία οδηγεί ένας οδηγός δεν μπορεί να διέπεται από κανόνα καθολικής εφαρμογής. Συναρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες τροχαίας και άλλες συναφείς περιστάσεις. Για παράδειγμα διαφορετικό είναι το σχετικό καθήκον όταν ένας οδηγεί σε υπεραστικό δρόμο με ελάχιστη τροχαία κίνηση παρά όταν οδηγεί σε κατοικημένη περιοχή με πυκνή τροχαία κίνηση και παρουσία πεζών (βλ. Δημητράκης Σιλβέστρου ν Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 151).
Η απουσία μαρτυρίας από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής σχετικά με την ταχύτητα με την οποία κινείτο το όχημα της Κατηγορούμενης τους χρόνους αμέσως πριν την σύγκρουση, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα αυτό, δηλαδή κατά πόσον η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε η Κατηγορούμενη το όχημα της ήταν η ενδεδειγμένη και αναμενόμενη από ένα σώφρονα και λογικό οδηγό. Το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το όχημα της Κατηγορούμενης τους χρόνους πριν την σύγκρουση κινείτο με οποιαδήποτε ταχύτητα μεταξύ 48,87 – 59.66 Χ.Α.Ω, δεν μπορεί να βοηθήσει να εξεταστεί το εν λόγω ζήτημα. Και αυτό γιατί είναι διαφορετικό αν η ταχύτητα της ήταν 49 Χ.Α.Ω και διαφορετικό αν ήταν 59 Χ.Α.Ω. Πολύ πιθανόν η κατάληξη του Δικαστηρίου να ήταν διαφορετική στις δύο αυτές περιπτώσεις. Περαιτέρω ένεκα απουσίας μαρτυρίας από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής σχετικά με τα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου δρόμου, αν δηλαδή ο εν λόγω δρόμος ήταν πολυσύχναστος, είτε από αυτοκίνητα είτε από πεζούς, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να εξετάσει ούτε αν η διασταύρωση του δρόμου από τον πεζό ήταν ένας προβλεπτός κίνδυνος, όπου σε τέτοια περίπτωση η μη λήψη προφυλάξεων αποτελεί αμέλεια.
Στο σημείο αυτό παραπέμπω στην υπόθεση Τασούλα Κωνσταντίνου v Κατσιαρδή (2007) 1 ΑΑΔ 1178 στην οποία η πλευρά του θύματος, είχε καλέσει εμπειρογνώμονα ο οποίος εξέφρασε την γνώμη ότι το δυστύχημα θα αποφεύγετο αν ο εναγόμενος οδηγούσε με 30 Μ.Α.Ω αντί με 38 Μ.Α.Ω. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι αν συμφωνούσε με τέτοια προσέγγιση θα ανέτρεπε τις νομολογιακές αρχές, που αφορούν τα κριτήρια που καθίσταται κάποιος υπόλογος για αμελή συμπεριφορά στην οδήγηση και θα καθιερωνετο απόλυτη ευθύνη ανεξάρτητα από αμέλεια. Παρατίθεται σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Ο κ. Fry, δίδοντας τη δική του γνώμη ως προς το πώς θα αποφευγόταν η σύγκρουση δεν είχε προφανώς υπόψη του το συνήθη συνετό οδηγό, κάτι που εξάλλου παραδέχτηκε για τη δεύτερη του εισήγηση. Θα προσθέταμε πως αυτό ενδεχομένως θα αναμενόταν από επιδέξιο επαγγελματία οδηγό σε αγώνες ταχύτητας. Η πρώτη εισήγηση βασίζεται στην επιθυμητή σκέψη μετά το κακό. Και βεβαίως αν ο εναγόμενος οδηγούσε με ταχύτητα 10 ή 20 Χ.Α.Ω., θα αποφευγόταν το δυστύχημα. Δεν μπορεί όμως αυτό να θεωρηθεί στοιχείο αμέλειας για αυταπόδεικτους λόγους. Η πραγματικότητα είναι πως η ταχύτητα που οδηγούσε ο εναγόμενος ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογη, αντέδρασε δε στη θέα του πεζού προσπαθώντας να σταματήσει το αυτοκίνητο.»
Από την άλλη, παρά την απουσία των προαναφερόμενων βασικών στοιχείων, δεν παραβλέπω ότι η ορατότητα που είχε το θύμα εξερχόμενος από την μπυραρία Veterans ήταν τουλάχιστον 120 μέτρα, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Το θύμα μπορούσε να δει τα εν κίνηση οχήματα τα οποία είχαν τα φώτα πορείας τους αναμμένα. Επομένως εύλογα θα αναμένετο από τους οδηγούς που χρησιμοποιούσαν τον εν λόγω δρόμο, ότι οι πεζοί δεν θα εισέρχονταν στην δική τους λωρίδα κυκλοφορίας, ενώ τα οχήματα ήταν σε κίνηση με τα φώτα πορείας τους ανοιχτά, ένεκα και της απουσίας ικανοποιητικού οδικού φωτισμού. Δεν παραβλέπω επίσης ότι το θύμα, όπως αποτελεί παραδεκτό γεγονός μέσω της γραπτής κατάθεσης του συζύγου της Κατηγορούμενης (βλ. Τεκμήριο 8), κατά τους χρόνους που είχε εισέλθει στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, και έγινε αντιληπτό από τα φώτα πορείας του οχήματος της Κατηγορούμενης συνέχιζε να έχει το κεφάλι του στραμμένο προς το αριστερό παγκέτο, «κοίταζε ευθεία». Επομένως το θύμα δεν έστρεψε την προσοχή του στον δρόμο όταν το όχημα της Κατηγορούμενης ήταν λίγα μέτρα σε απόσταση από τον ίδιο.
Το δικαίωμα του πεζού στη χρήση δρόμου είναι το ίδιο με εκείνο του οδηγού μηχανοκινήτου οχήματος. Ο βαθμός της απαιτούμενης προσοχής που αναμένεται από πεζό όταν διασταυρώνει για τη δική του ασφάλεια είναι αυτή του μέσου λογικού ανθρώπου. Βαρύνεται με την υποχρέωση να κινείται με την συνεχή προσοχή του στραμμένη στο δρόμο (βλ. Αβραάμ ν. Στυλιανού (2002) 1 Α.Α.Δ. 50, Κυριάκου ν. Φινοπούλου (2002) 1 Α.Α.Δ. 1950, Συκοπετρίτης ν. Χριστοδούλου (2004) 1 Α.Α.Δ. 218).
Κρίνω ότι η Κατηγορούμενη, έχοντας την αντίληψη του μέσω συνετού οδηγού, δεν θα μπορούσε να αναμένει ή να προβλέψει ότι το θύμα, θα διασταύρωνε τον δρόμο και πόσο μάλλον ότι θα εισέρχετο στην λωρίδα κυκλοφορίας της ενώ το όχημα της Κατηγορούμενης ήταν σε κίνηση με τα φώτα πορείας του ανοιχτά. Επαναλαμβάνω ότι καμία άλλη μαρτυρία δεν προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή σχετικά με την χρήση του δρόμου είτε από πεζούς είτε από οχήματα κατά τους ουσιώδεις χρόνους ή έστω γενικά.
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.2, δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα ότι η Κατηγορούμενη καθυστέρησε να αντιληφθεί το θύμα όταν αυτό φωτίστηκε από τα φώτα πορείας της. Καμία μαρτυρία δεν τέθηκε για αυτό το ζήτημα που να υποδηλώνει ότι η Κατηγορούμενη παρέλειψε να εντοπίσει τον πεζό σε ενωρίτερο στάδιο, και άρα παρέλειψε να ασκήσει την δέουσα παρατηρηκότητα που αναμένετο από ένα σώφρονα και συνετό οδηγό. Δεν τέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή ότι η Κατηγορούμενη είχε στραμμένη την προσοχή της εκτός δρόμου ή ότι ήταν απασχολημένη με οτιδήποτε που θα μπορούσε να της αποσπάσει την προσοχή, ενώ ο έλεγχος αλκοτέστ ήταν αρνητικός.
Ούτε η Κατηγορούμενη μπορεί να κριθεί αμελής επειδή παρέλειψε να χρησιμοποιήσει τα φώτα πορείας της στη ψηλή στάση εφόσον καμία μαρτυρία δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με το αν κατά τον κρίσιμο χρόνο υπήρχαν προπορευόμενα οχήματα ή αν ερχόταν άλλο αυτοκίνητο από την αντίθετη κατεύθυνση, και επομένως να μην είχε αυτή την δυνατότητα. Σε κάθε περίπτωση όμως, καμία επιστημονική μαρτυρία δεν τέθηκε σχετικά με το ποια θα ήταν η ακτίνα των φώτων πορείας στην ψηλή στάση, σε ποια απόσταση θα μπορούσε η Κατηγορούμενη να αντιληφθεί τον εν κίνηση πεζό να διασταυρώνει τον δρόμο με την χρήση των ψηλών φώτων πορείας και αν η Κατηγορούμενη ένεκα της χρησιμοποίησης αυτών θα μπορούσε να εφαρμόσει τα φρένα του οχήματος της και να ακινητοποιείτο το όχημα της πριν την σύγκρουση με το θύμα.
Εξετάζοντας τώρα την εισήγηση του Μ.Κ.2 ότι η υπό κρίση θανατηφόρα σύγκρουση θα μπορούσε να αποφευχθεί αν η Κατηγορούμενη έστριβε το τιμόνι της στα αριστερά, σύμφωνα με την πορεία της, σημειώνω τα ακόλουθα.
Ως αναλύθηκε ανωτέρω, αν το όχημα της κινείτο με την μέγιστη ταχύτητα των 59,66 Χ.Α.Ω, με τον χρόνο αντίδρασης του 1,5 δευτερολέπτου, το αυτοκίνητο της Κατηγορούμενης θα κτυπούσε το σώμα του πεζού προτού καν προλάβει να αντιδράσει, είτε δηλαδή να θέσει σε εφαρμογή τα φρένα του οχήματος της είτε να στρίψει το τιμόνι του οχήματος της.
Αν το όχημα της κινείτο με την ελάχιστη ταχύτητα των 48,87 Χ.Α.Ω, τότε το αυτοκίνητο της θα διένυε απόσταση 20,35 μέτρα και μετά θα αντιδρούσε. Επομένως η Κατηγορούμενη θα προλάμβανε να στρίψει το τιμόνι της σε απόσταση 2,65 μέτρα πριν την σύγκρουση με τον πεζό. Το ζήτημα που προκύπτει όμως είναι το εξής. Ως παρουσιάζεται στο Τεκμήριο 4, κοντά στο σημείο σύγκρουσης στο αριστερό χωμάτινο έρεισμα υπήρχαν αυτοκίνητα σταθμευμένα. Επομένως από την πραγματική μαρτυρία που παρουσίασε η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής, δεν αποκλείεται η Κατηγορούμενη να μην είχε την δυνατότητα να στρίψει το τιμόνι της στα αριστερά, χωρίς να προκαλέσει άλλο δυστύχημα με τα σταθμευμένα οχήματα που βρίσκονταν στο έρεισμα, σε συνδυασμό με την ανεπάρκεια του οδικού φωτισμού. Επίσης καμία επιστημονική μαρτυρία δεν έχει παρουσιαστεί από την Κατηγορούσα Αρχή με τα δεδομένα που υπήρχαν στην σκηνή του δυστυχήματος κατά τους χρόνους της σύγκρουσης που να επιβεβαιώνουν την θέση αυτή.
Στη Νικολαϊδης κ.α. ν Κλεοβούλου (1992) 1 ΑΑΔ 422 επισημάνθηκαν τα ακόλουθα:
«Όπως κατ’ επανάληψη τονίστηκε οι πράξεις οδηγού που βρίσκεται αντιμέτωπος με επικείμενη σύγκρουση δεν κρίνονται μικροσκοπικά, αλλά με ευρύτητα ανάλογη με τα αγωνιώδη διλήμματα που αντιμετωπίζει και την έλλειψη ουσιαστικής ευκαιρίας για προγραμματισμό των πράξεων του. Οι αρχές αυτές συνοψίζονται στην Adamis and Another ν. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746 και επαναλαμβάνονται σε πολλές άλλες αποφάσεις. (Βλ. Μεταξύ άλλων Παπαχριστοδούλου ν. Χ’’Νεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426 και Κωνσταντίνου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110)».
Η όλη συμπεριφορά ενός οδηγού θα πρέπει να κρίνεται μέσα στο στενό περιθώριο χρόνου και την αγωνία της στιγμής (βλ. Παπαχριστοδούλου ν. Χ»Νεοφύτου (1991) 1 ΑΑΔ 426). Η μη αποφυγή της σύγκρουσης δεν συνεπάγεται από μόνη της αμέλεια (βλ. Παππάς ν. Ναθαναήλ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 275).
Στην παρούσα υπόθεση το δυστύχημα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της προσπάθειας του θύματος να διασταυρώσει κάθετα, εισερχόμενος στην λωρίδα κυκλοφορίας της Κατηγορούμενος, σε σημείο που δεν της άφησε περιθώρια αντίδρασης (βλ. Οδυσσέως Σώζος ν. Νιόβης Χατζηλουκά (2000) 1 ΑΑΔ 185). Όταν εκδηλώθηκε ο κίνδυνος, η απόσταση του αυτοκινήτου της Κατηγορούμενης από το θύμα δεν παρείχε εξ αντικειμένου δυνατότητα αποτροπής της σύγκρουσης (βλ. Murrel ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 217). Σημειώνεται ότι το καθήκον για λήψη προφυλακτικών μέτρων μορφοποιείται ενόψει κινδύνου ο οποίος διαφαίνεται κατά λογική πρόβλεψη (βλ. Βίκης v. Νεοφύτου, (1990) 1 ΑΑΔ 345). Αν όμως ο κίνδυνος είναι μια απλή πιθανότητα δεν υπάρχει αμέλεια εάν ο οδηγός δεν έλαβε εξαιρετικές προφυλάξεις (βλ. Βλάσιος ν. Αντωνίου (1990) 1 ΑΑΔ 815).
Το καθήκον για την λήψη εξαιρετικά απρόοπτων μέτρων γεννάται αφού εκδηλωθεί κίνδυνος στον δρόμο για την αποφυγή του, όπου ο συνετός οδηγός πρέπει να δράσει. Ακόμη και η παρουσία ενήλικα πεζού στο κράσπεδο του δρόμου δεν υποδηλώνει αφ’ εαυτής την ύπαρξη κινδύνου έναντι του οποίου πρέπει να ληφθούν προφυλακτικά μέτρα. Κίνδυνος μπορεί να προκύψει αφού ο πεζός αποπειράται να διασταυρώσει τον δρόμο, νοουμένου ότι ήταν εύλογα αντιληπτός (βλ. Murrel v Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 217).
Τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης, όπως αποτυπώθηκαν στα ευρήματα του Δικαστηρίου, επιμαρτυρούν ότι μέχρι την τελευταία στιγμή δεν είχε εκδηλωθεί οποιοσδήποτε κίνδυνος, αλλά ούτε και θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ότι η Κατηγορούμενη δεν είχε αντιληφθεί εγκαίρως την παρουσία του πεζού στον δρόμο, και δεν έλαβε μέτρα προς αποφυγή της σύγκρουσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την κατηγορία της αμελούς οδήγησης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, και ως εκ τούτου η Κατηγορούμενη αθωώνεται και απαλλάσσεται σε αυτή.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο