Μ. T. κ.α., Αρ. Αίτησης 165/25, 23/7/2025
print
Τίτλος:
Μ. T. κ.α., Αρ. Αίτησης 165/25, 23/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ  

Ενώπιον: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.                                                                         Αρ. Αίτησης 165/25

       ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

 

Των

 

      1. Μ. T. (1ος Ύποπτος)

                                                      2. T. T. (2ος Ύποπτος)

           

Ημερομηνία: 23 Ioυλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για την Αστυνομία / Αιτητές: κα. Ευαγγελία Μανώλη

Για τους Ύποπτους / Καθ ών η Αίτηση: κ. Αλέξανδρος Αλεξάνδρου  

Ύποπτοι / Καθ ών η Αίτηση: Παρόντες  

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Στις 22.07.2025 τέθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αίτημα για παραπομπή σε Αστυνομική Κράτηση για περίοδο 7 ημερών των πιο πάνω προσώπων τα οποία συνελήφθηκαν στις  21.07.2025 στα πλαίσια εκτέλεσης ενταλμάτων σύλληψης που είχαν εκδοθεί εναντίον τους.

Σύμφωνα με την αίτηση διερευνώνται εναντίον τους τα ακόλουθα αδικήματα:

1ος Ύποπτος:

1.Απόπειρας Σεξουαλικής Κακοποίησης Παιδιού

2.Σεξουαλική Παρενόχληση

3. Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης

4.Κοινής Επίθεσης

5.Άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας

6.Αρπαγής ή απαγωγής προσώπου ή στέρηση της ελευθερίας προσώπου με σκοπό κρυφό και άδικο περιορισμό

7.Άσκηση Ψυχολογικής Βίας

τα οποία διαπράχθηκαν κατά το έτος 2021 μέχρι τις 21.06.2025 στην Επαρχία Πάφου

2η Ύποπτη:

1.Κοινή Επίθεση

2.Αρπαγή ή απαγωγή προσώπου ή στέρηση της ελευθερίας προσώπου με σκοπό κρυφό και άδικο περιορισμό

3.Άσκηση ψυχολογικής βίας

τα οποία διαπράχθηκαν κατά το έτος 2021 μέχρι τις 21.06.2025 στην Επαρχία Πάφου

 

Η αίτηση υποβλήθηκε από βαθμούχο στέλεχος της Αστυνομίας και συγκεκριμένα από τον Υπαστυνόμο Μ. Ανδρονίκου και υποστηρίχθηκε από την γραπτή κατάθεση (Τεκμήριο 1) του Αστυφύλακα 448 Π. Σταυρινού ο οποίος και αντεξετάστηκε από τον συνήγορο των υπόπτων. Να σημειωθεί ότι ο μάρτυρας κατέθεσε στο Δικαστήριο και λίστα με τα πρόσωπα από τα οποίο θα ληφθούν καταθέσεις (Τεκμήριο 2).

Κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξέτασης και αντεξέτασης του μάρτυρα αμφότερες οι πλευρές αγόρευσαν προς υποστήριξη των θέσεων τους.

Η συνήγορος της Αστυνομίας από την δική της πλευρά υποστήριξε την θέση πως πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση οι προϋποθέσεις για την έγκριση του αιτήματος και την έκδοση διατάγματος προφυλάκισης των υπόπτων για περίοδο 7 ημερών.

Ο κος Αλεξάνδρου από την άλλη ανέφερε πως η πλευρά των υπόπτων δεν ενίσταται στην έκδοση του διατάγματος αλλά μόνο σε σχέση με τον χρόνο που ζητείται η κράτηση. Σημείωσε πως είναι μόλις 5 καταθέσεις για τις οποίες φαίνεται να υπάρχει ανησυχία ότι υπάρχει ο κίνδυνος να τύχουν επηρεασμού αν οι ύποπτοι αφεθούν ελεύθεροι ενώ αν προκύψει ανάγκη για περαιτέρω ανακριτικό έργο μπορεί η Αστυνομία να ζητήσει ως υποστήριξε την ανανέωση της κράτησης τους τονίζοντας πως το Δικαστήριο εξετάζει το ανακριτικό έργο που υφίσταται την δεδομένη στιγμή κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης.

Τόνισε μάλιστα πως υπήρξε ολιγωρία από πλευράς Αστυνομίας σε σχέση με την έναρξη της διερεύνησης, ενώ εξέφρασε την θέση πως η κράτηση για περίοδο 2 ημερών είναι ικανοποιητική για σκοπούς ολοκλήρωσης του ανακριτικού έργου.  

Για την έκδοση της παρούσας απόφασης έχω λάβει υπόψη τα όσα εισηγήθηκαν από αμφότερες τις πλευρές και έχω μελετήσει επισταμένως τη σχετική Νομολογία.

Το αίτημα για προσωποκράτηση υπόπτου είναι εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 11(2) (γ) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και ασκείται όπως ορίζεται στις παραγράφους (5) & (6) αυτού, αλλά και όπως ορίζεται στο Άρθρο 24 του Κεφ. 155.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος προσωποκράτησης υπόπτου έχει κατά νου την ανάγκη διασφάλισης ενός ορθολογιστικού ισοζυγίου μεταξύ της ανάγκης προστασίας της ατομικής ελευθερίας αφενός και της ανάγκης παροχής λογικής ευκαιρίας στις ανακριτικές αρχές για να διερευνήσουν τα ποινικά αδικήματα και να προσάγουν τον παραβάτη ενώπιον της Δικαιοσύνης, αφετέρου (Stamataris v Police [1983] 2 C.L.R. 107, & Συμιλλίδης v Αστυνομίας Ποινική Έφεση 6361 ημερ. 6.6.97).

Οι αρχές που διέπουν  την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάσσει την κράτηση ατόμου χάριν των αστυνομικών ανακρίσεων, συγκεφαλαιώνονται στην απόφαση στην υπόθεση Stamataris v Police (1983) 2 CLR 107 και αντανακλούνται σε μεταγενέστερες αποφάσεις, όπως η Χ. Αγαθοκλέους ν Αστυνομίας Π.Ε. 6677, ημερ. 14.1.2000, Θεόδωρος Αριστοδήμου κ.α. v Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 196/2014 και 197/2014, ημερ. 25.9.2014.

Οι αρχές / προϋποθέσεις που καθιερώθηκαν από την προμνησθείσα νομολογία συνίστανται στο ότι η Αστυνομία - αιτούσα την κράτηση - φέρει το βάρος να αποδείξει ότι׃

(α) υπάρχει μαρτυρία που να αποκαλύπτει ότι έχουν διαπραχθεί τα αδικήματα για τα οποία ζητείται η κράτηση και

(β) υπάρχει μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη υπόνοια ότι ο ύποπτος εμπλέκεται με αυτά και

 (γ) οι ανακρίσεις της Αστυνομίας για τα υπό διερεύνηση αδικήματα να βρίσκονται σε εξέλιξη και να μην έχουν συμπληρωθεί και

(δ) η απόλυση του υπόπτου δυνατόν να επηρεάσει τις αστυνομικές ανακρίσεις, όπως π.χ. τη μαρτυρία, ή δυνατόν να οδηγήσει στην εξαφάνιση τεκμηρίων ή στη διαφυγή του υπόπτου στο εξωτερικό ή εκτός των ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχών.

Όλα τα πιο πάνω πρέπει να υποστηρίζονται από την παρασχεθείσα μαρτυρία και να συντρέχουν σωρευτικά. Στην πρόσφατη Ποινική Έφεση αρ. 71/2019 ημερομηνίας 26.6.2019, ECLI:CY:AD:2019:B261 ΚΙΤΣΙΟΣ v AΣΤΥΝΟΜΙΑ επαναλήφθηκε από το Εφετείο ότι κατά την διάρκεια της προσωποκράτησης δεν αξιολογείται επισταμένα η μαρτυρία που υπάρχει εναντίον  υπόπτου ως να ήταν η δίκη του διότι περί υπονοιών και μόνο ο λόγος και τίποτε άλλο

Όπως αναφέρθηκε και στην Ποινική Έφεση 6643, Παντελή Ιωάννου ν Αστυνομίας ημερομηνίας 30.12.1998, δεν αξιολογείται στο στάδιο της προσωποκράτησης η αποδεικτική αξία των στοιχείων που βρίσκονται στη διάθεση της Αστυνομίας ή η δραστικότητά τους. Ό,τι εξετάζεται είναι το εύλογο, υπό το φως των στοιχείων, της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα. Δεν δημοσιοποιούνται οι καταθέσεις στα χέρια της Αστυνομίας, όπως υπέδειξε το Εφετείο στη Συμιλλίδης ν Αστυνομίας, Π.Ε.6336, ημερ. 13.06.1997, γεγονός που «είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει για ευνόητους λόγους το σκοπό της αστυνομικής ανάκριση. Πρέπει, όμως, τα στοιχεία αυτά να υπάρχουν και σ' αυτά να θεμελιώνεται το αίτημα της Αστυνομίας.

Στην Ελαντίν Τσακαρίδης v Αστυνομίας, (2004) 2 Α.Α.Δ 396, ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Αρτεμίδης, αναφέρει τα εξής χαρακτηριστικά που αφορούν την διαδικασία εξέτασης αιτήματος παραπομπής σε αστυνομική κράτηση:

''Να επαναλάβουμε, για πολλοστή φορά, πως η διαδικασία, σαν αυτή που εξετάζουμε, αφορά συγκεκριμένο θέμα: αν δηλαδή στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεικνύεται εύλογη υπόνοια ότι ο καθ' ου ενέχεται στο υπό διερεύνηση αδίκημα, στη συγκεκριμένη περίπτωση της παράνομης κατοχής περιουσίας. Το Δικαστήριο, εφόσον διαπιστώσει το πιο πάνω βασικό και ουσιαστικό στοιχείο, προχωρεί να εξετάσει αν για τη συμπλήρωση  των ανακρίσεων είναι αναγκαία η κράτηση του καθ' ου. Και ανάλογα με το περιεχόμενο των ανακρίσεων, και την πορεία τους, ποιο είναι το απαραίτητο χρονικό διάστημα της κράτησης. Επίσης, και τούτο αποφασίζεται από το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, κατά πόσο το αίτημα της Αστυνομίας γίνεται καλόπιστα. Δεν μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για αλλότριους σκοπούς, όπως π.χ. η ταλαιπωρία κάποιου ανθρώπου.''

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (α) ανωτέρω, πρέπει να υπογραμμισθεί, ότι ενώπιον του Δικαστηρίου θα πρέπει να τεθεί μαρτυρία που να πείθει, ότι έχει διαπραχθεί κάποιο συγκεκριμένο αδίκημα και να είναι τέτοια που να δημιουργεί λογικές υποψίες ότι υφίστανται όλα τα συστατικά στοιχεία τέτοιου αδικήματος.

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (β) ανωτέρω, που αφορά το ζήτημα της ύπαρξης  «μαρτυρίας», η οποία να είναι ικανή να δημιουργήσει «εύλογες» υποψίες σύνδεσης των υπόπτων με τα αδικήματα εκείνο που αναζητείται είναι κάτι πολύ λιγότερο από απόδειξη διάπραξης των αδικημάτων από τους υπόπτους.

Στην Aeroporos and Another v Police [1987] 2 C.L.R. 232 αναφέρθηκε ότι ''Η έννοια της ΄΄εύλογης υποψίας'' δεν θα μπορούσε να επεκταθεί ώστε να σημαίνει την διάπραξη του αδικήματος γιατί θα ήταν παράλογο για τους σκοπούς της διαδικασίας προσωποκράτησης να απαιτείται ο προσδιορισμός και η απόδειξη του αδικήματος εφόσον αυτός είναι ο σκοπός της ανάκρισης .. Εύλογη υποψία σημαίνει ότι υπήρχαν λόγοι για να υποψιάζεται κάποιος''

Η υπόνοια είναι εύλογη εφόσον η μαρτυρία στην διάθεση της Αστυνομίας τείνει κατά λογική προέκταση, να συνδέσει τον ύποπτο με τη διάπραξη του αδικήματος (Iωάννου v Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495 & Lomjanidje v Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 401)

Η καλόπιστη υπόνοια και μόνο δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση. Η υπόνοια πρέπει να είναι εύλογη δηλαδή το ερώτημα προς απάντηση είναι κατά πόσον η Αστυνομία κατέχει στα χέρια της μαρτυρία που εύλογα συνδέει τον ύποπτο με τη διάπραξη του υπό διερεύνηση εγκλήματος.

Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Khoury v Police [1989] 2 C.R.L. 56 στη σελ. 59 η διατύπωση και μόνο υπονοιών από μέρους της Αστυνομίας, δεν δικαιολογεί την έκδοση εντάλματος προσωποκράτησης. Το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί, ότι:

(α) οι υπόνοιες της Αστυνομίας είναι ειλικρινείς και ότι η κράτηση του υπόπτου δεν επιδιώκεται για αλλότριους σκοπούς και

(β) ότι οι υποψίες είναι εύλογες λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή των ανακριτικών αρχών

Κατά συνέπεια το αντικείμενο της διαδικασίας προσωποκράτησης είναι η διακρίβωση της γνησιότητας και του εύλογου των υπονοιών των αστυνομικών αρχών για τη συμμετοχή ή σύμπραξη του υπόπτου στην διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων εξού και ως αναφέρθηκε και στην Ποινική Έφεση 6361 ημερ. 31.7.97 Δημητριάδης v Αστυνομίας τα επίδικα θέματα αίτησης για προσωποκράτηση πρέπει να περιορίζονται στην γνησιότητα και το εύλογο των υπονοιών της Αστυνομίας και την αναγκαιότητα της κράτησης για τους σκοπούς των αστυνομικών ανακρίσεων. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας σχετικά με τις συγκρουόμενες εκδοχές που προβάλλονται ενώπιον του Khoury v Police [1989] 2 C.R.L. 56 σελ. 60.

Όπως αναφέρθηκε και στην Ποινική Έφεση 6643, Παντελή Ιωάννου ν Αστυνομίας ημερομηνίας 30.12.1998 ''Στοιχεία, τα οποία δεν μπορεί, αφ' εαυτών, να διεγείρουν υπόνοιες, μπορεί, όπως επισημάναμε στην υπόθεση Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6331, 6/6/97, να προσλάβουν διαφορετική υφή, αθροιστικά θεωρούμενα. Αυτό μπορεί να επέλθει, εφόσον υπάρχει συνεκτικός κρίκος, ο οποίος τείνει να τα συνδέσει. Εφόσον τέτοια στοιχεία ανάγονται σε κοινό ενοχοποιητικό παρονομαστή, μπορεί να προσμετρήσουν ως επιβαρυντικά.''

Σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (γ) ανωτέρω, πρέπει για σκοπούς εξέτασης αίτησης για προσωποκράτηση υπόπτου, το ανακριτικό έργο να μην έχει συμπληρωθεί, εφόσον ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο ζητείται τέτοιο διάταγμα, είναι η διευκόλυνση του ανακριτικού έργου.

Τέλος σε σχέση με την προϋπόθεση υπό στοιχείο (δ) είναι απαραίτητο οι ανακριτικές αρχές να παρουσιάζουν στο Δικαστήριο μαρτυρία, ότι η κράτηση του υπόπτου είναι αναγκαία για την διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Αναγκαία θεωρείται η κράτηση ενός υπόπτου, για τους σκοπούς αποφυγής κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων, ή αποφυγής καταστροφής μαρτυρίας και μαρτυρικού υλικού γενικότερα ή ακόμη για την παρεμπόδιση πιθανής εξαφάνισης του υπόπτου (Σιημητράς κ.α. v Αστυνομίας [1990] 2 Α.Α.Δ. 397 σελ 400]).

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Σιημητράς κ.α. v Αστυνομίας (πιο πάνω) το Δικαστήριο με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό των μαρτύρων είναι εύλογα δικαιολογημένοι. Σκοπός της κράτησης είναι η διευκόλυνση των ανακρίσεων και όπως τονίστηκε στην υπόθεση Πέτρου κ.α. v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 679, δεν θα ήταν καν δυνατό να προκαθοριστεί τι ακριβώς οι ανάγκες εύλογα απαιτούν κατά περίπτωση. Ότι πρέπει να υπάρχει είναι η ύπαρξη ευλόγως δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων. Η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων είναι αφ' εαυτής ικανοποιητική αιτία για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης. Το κριτήριο είναι η ύπαρξη πιθανού κινδύνου.

Σύμφωνα με την υπό διερεύνηση υπόθεση την 23.06.2025 λήφθηκε αναφορά από το ΤΑΕ Πάφου ότι την ίδια ημέρα και ώρα 0830 καταγγέλθηκε στο ΤΑΕ από την [ ] ότι η ανήλικη εγγονή της η [ ] 16 ετών ελλείπει από την οικία της από τις 21.06.2025 και ώρα 19000 και έκτοτε δεν έχει επικοινωνήσει με τους οικείους της. Ακολούθως την ίδια ημέρα 23.06.2025 και ώρα 1700 η ανήλικη εντοπίστηκε σε οικία φιλικού της προσώπου καλά στην υγεία της και μεταφέρθηκε στο ΤΑΕ Πάφου όπου ενημερώθηκε το Γραφείο Ευημερίας για τις περαιτέρω δικές του ενέργειες. Σύμφωνα με Λειτουργό του Γραφείου, η ανήλικη της ανέφερε ότι πριν περίπου ένα μήνα ο πατέρας της (1ος ύποπτος) ενώ βρισκόταν υπό επήρεια ναρκωτικών, προσπάθησε να πάει μαζί της, αναφέροντας όμως ότι δεν θέλει να πει τίποτα περισσότερο γιατί είναι πατέρας της και δεν θέλει να πάει φυλακή. Όσον αφορά την ανήλικη κατόπιν διευθέτησης του γραφείου ευημερίας μεταφέρθηκε σε ανάδοχη οικογένεια.

Την 26.06.2025 η Λειτουργός του Σπιτιού του Παιδιού κ. Νικολάου είχε προγραμματισμένη συνάντηση με την ανήλικη στις υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας στην Πάφο όπου κατά την διάρκεια αυτής η ανήλικη της αποκάλυψε ότι ο πατέρας της προσπάθησε να έρθει σε σεξουαλική επαφή  μαζί της δύο με τρείς φορές, χωρίς ωστόσο να δώσει λεπτομέρειες, σημειώνοντας ότι κατάφερε να τον αποτρέψει. Η ανήλικη ανέφερε ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο πατέρας της βρισκόταν υπό την επήρεια χόρτου και ότι είναι χρόνια χρήστης. Επιπλέον δήλωσε πως ο πατέρας της, της προκάλεσε εγκαύματα στο χέρι με τσιγάρο, την φόβιζε και την απειλούσε, χωρίς να προσδιορίσει πως την φόβιζε αλλά και το περιεχόμενο των απειλών. Επισήμανε ακόμη πως όταν ήταν ελλείπουσα από το σπίτι, απέφευγε να επιστρέψει καθώς φοβόταν για την ασφάλεια της. Η ανήλικη ανέφερε στην λειτουργό από το Σπίτι του Παιδιού ότι προς το παρόν δεν επιθυμεί να δώσει οπτικογραφημένη κατάθεση για τα περιστατικά και ούτε να καταγγείλει τον πατέρα της, επειδή δεν θέλει όπως υποστήριξε να τον κάνει ρεζίλι. Τέλος ανέφερε την επιθυμία της να αξιολογηθεί από το Σπίτι του Παιδιού και να ενταχθεί σε θεραπευτικές συνεδρίες.

Την 16.07.2025 και μεταξύ των ωρών 1410 – 1543 στο Σπίτι του Παιδιού στην Λεμεσό, κατόπιν επιθυμίας της ανήλικης λήφθηκε από αυτή οπτικογραφημένη κατάθεση. Μεταξύ άλλων η ανήλικη ανέφερε ότι ήρθε στην Κύπρο με τον πατέρα της (1ο ύποπτο) και την μητριά της (2η ύποπτη) το καλοκαίρι του 2021. Από την αρχή που ήρθαν στην Κύπρο άρχισαν να ασκούν σωματική και ψυχολογική βία εναντίον της χτυπώντας την με τα χέρια τους στο πρόσωπο και να της φωνάζουν χωρίς κάποιο λόγο και αυτό σύμφωνα με την παραπονούμενη γινόταν συχνά. Ένα βράδυ, το καλοκαίρι του 2023 ο 1ος ύποπτος της έσβησε το τσιγάρο του στο χέρι της χωρίς κάποιο λόγο στην παρουσία της 2ης ύποπτης. Επίσης, οι δύο ύποπτοι την κλείδωναν εντός της οικίας τους και έφευγαν παίρνοντας το κινητό της τηλέφωνο. Μια φορά το καλοκαίρι του 2024 όπου υπήρχε πολλή ζέστη, χωρίς κάποιο λόγο, οι δύο ύποπτοι την κλείδωσαν στο υπνοδωμάτιο της χωρίς κινητό τηλέφωνο για μια εβδομάδα και δεν μπορούσε να φύγει, αφού το μικρό παράθυρο του δωματίου της έχει κάγκελο. Σε καθημερινή βάση καθάριζε το σπίτι και οι δύο ύποπτοι την έβαζαν να τους κάνει μασάζ όταν επέστρεφαν από την εργασία τους και αν δεν τους έκανε μασάζ αυτοί της φώναζαν.

Περαιτέρω η ανήλικη σε οπτικογραφημένη της κατάθεση ανέφερε ότι ο 1ος ύποπτος ήθελε να κάνει σεξ μαζί της περιγράφοντας τρεις διαφορετικές περιπτώσεις. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι η πρώτη φορά ήταν κατά τους μήνες Απρίλιο με Μάιο του 2025, χωρίς να μπορεί η ανήλικη να καθορίσει την ακριβή ημερομηνία γύρω στις 1800 με 1900 το βράδι ενώ αυτή βρισκόταν στο δωμάτιο της, μπήκε σε αυτό ο 1ος ύποπτος και άρχισε να την αγκαλιάζει σαν πατέρας. Στην συνέχεια προσπάθησε να της βγάλει τα ρούχα της και η ανήλικη του είπε να την αφήσει λέγοντας του ότι είναι ο πατέρας της και τον ρώτησε γιατί θέλει να κάνει κάτι μαζί της. Επίσης του είπε ότι είναι παιδί του και ότι έχει γυναίκα. Ο 1ος ύποπτος νεύριασε και έφυγε χωρίς να συμβεί οτιδήποτε άλλο. Η 2η φορά ήταν μετά το πρώτο περιστατικό. Ο 1ος ύποπτος σύμφωνα με την ανήλικη έκανε το ίδιο πράγμα όπως την 1η φορά. Η ανήλικη του είπε ότι είναι 16 χρονών και δεν θέλει να έχει παιδί μαζί του. Επίσης η ανήλικη αισθανόταν ότι την έβλεπε με απειλητικό τρόπο και της είπε χαρακτηριστικά ότι μοιάζει σαν πουτάνα όπως την μητέρα της εννοώντας την βιολογική της μητέρα. Η 3η φορά ήταν δύο εβδομάδες πριν φύγει από το σπίτι δηλαδή αρχές Ιουνίου του 2025 ημέρα Κυριακή. Στο σπίτι ήταν μόνο αυτή και ο 1ος ύποπτος και ενώ ήταν στο σαλόνι, ο 1ος ύποπτος έκανε το ίδιο πράγμα όπως την 1η φορά αλλά η ανήλικη τον σταμάτησε λέγοντας του ότι είναι μουσουλμάνα και αυτός είναι πατέρας της και ότι δεν θέλει να αποκτήσει παιδί μαζί του με αποτέλεσμα να τον κοροϊδεύουν όλοι.

Από έλεγχο που έγινε στο μηχανογραφημένο σύστημα της Αστυνομίας, διαπιστώθηκαν τα πλήρη στοιχεία των δύο υπόπτων. Στις 21.07.2025 εναντίον τους εκδόθηκαν Δικαστικά Εντάλματα Σύλληψης. Ο 1ος ύποπτος εντοπίστηκε και συνελήφθηκε την ίδια ημέρα και ώρα 1945. Του εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του, του επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο και απάντησε <<εντάξει>>. Η 2η ύποπτη εντοπίστηκε και συνελήφθηκε επίσης την ίδια ημέρα και ώρα 1935. Της εξηγήθηκαν οι λόγοι της σύλληψης της, της επιστήθηκε η προσοχή της στο Νόμο και απάντησε <<εντάξει>>.      

Τέλος σύμφωνα με τον μάρτυρα η διερεύνηση της υπόθεσης βρίσκεται στα αρχικά στάδια και αφορά πολύ σοβαρά αδικήματα. Μέχρι στιγμής έχουν ληφθεί 5 καταθέσεις και αναμένεται να ληφθούν ακόμα περί τις 14 καταθέσεις. Αρκετές από τις καταθέσεις θα ληφθούν με την βοήθεια διερμηνέα, πράγμα που καθιστά δύσκολο και χρονοβόρο το έργο της Αστυνομίας. Οι δύο ύποπτοι θα ανακριθούν γραπτών με την βοήθεια διερμηνέα και θα διερευνηθούν τυχόν ισχυρισμοί που θα αναφέρουν χωρίς να αποκλείεται από τις ανακριτικές καταθέσεις τους και τις υπόλοιπες καταθέσεις που θα ληφθούν να προκύψει μεγαλύτερος αριθμός καταθέσεων.

Ως σημείωσε ο μάρτυρας θα ληφθεί ακόμη μια οπτικογραφημένη κατάθεση από ανήλικη μάρτυρα, φίλη της παραπονούμενης ενώ δεν αποκλείεται να ληφθεί συμπληρωματική οπτικογραφημένη κατάθεση από την ανήλικη παραπονούμενη. Μάλιστα για την λήψη οπτικογραφημένων καταθέσεων, τηρείται συγκεκριμένο πρωτόκολλο σε συνεργασία και συντονισμό με άλλες υπηρεσίες, διαδικασία η οποία είναι χρονοβόρα, ενώ απαιτείται λεπτός και εξειδικευμένος χειρισμός προσέγγισης των ανηλίκων. Στην συνέχεια ακολουθεί απομαγνητοφώνηση των καταθέσεων σε έντυπη μορφή ενώ οι αστυνομικοί που εξετάζουν τέτοιες υποθέσεις είναι συγκεκριμένοι και ειδικά εκπαιδευμένοι.

Τυχόν απόλυση των δύο υπόπτων κατά τον μάρτυρα σίγουρα θα επηρεάσει δυσμενώς το ανακριτικό έργο που υπολείπεται να γίνει, αφού το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτυρίας είναι ορατό και δεν μπορεί να αποκλειστεί. Περαιτέρω λόγω της σοβαρότητας των αδικημάτων, της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενοι οι δύο ύποπτοι να διαφύγουν στο εξωτερικό ή στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές συνεπώς αιτείται από το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος προφυλάκισης των δύο υπόπτων για περίοδο 7 ημερών.   

Σημειώνεται πως ο μάρτυρας αυτός αντεξετάστηκε από τον κ. Αλεξάνδρου με την αντεξέταση του να περιορίζεται σε συγκεκριμένα θέματα που αφορούσαν την κατ ισχυρισμό ολιγωρία που υποδείχθηκε από πλευράς Αστυνομίας στην έναρξη της διερεύνησης της υπόθεσης καθώς και στην έκταση του ανακριτικού έργου και το κατά πόσο οι ύποπτοι μπορούν να το επηρεάσουν.

Δεν έχω λόγο να μην αποδεχθώ την μαρτυρία του Αστυφύλακα 448 Π. Σταυρινού αφού ούτως η άλλως η αντεξέταση του ήταν περιορισμένη στα άνω θέματα ενώ ακόμα και σε αυτά παρέμεινε σταθερός στις θέσεις και επεξήγησε με λεπτομέρεια γιατί ουσιαστικά η διερεύνηση της υπόθεσης έχει μόλις ξεκινήσει αφού η ανήλικη αποφάσισε να δώσει την οπτικογραφημένη κατάθεση στις 16.07.2025 ενώ στην συνέχεια απαιτήθηκε περαιτέρω χρόνος από πλευράς μελών της Αστυνομίας για να απομαγνητοφωνηθεί και να εξεταστεί το περιεχόμενο της διαδικασία που έλαβε χώρα στις 18 με 20 Ιουλίου ενώ στις 21.07.2025 εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης εναντίον των υπόπτων και συνελήφθηκαν. Μάλιστα ως σημείωσε εκτός από την κατάθεση της ανήλικης έλαβαν και καταθέσεις από αρμόδιους λειτουργούς καθώς και από τον Αστυφύλακα που συνέλαβε τους υπόπτους συνολικά 5 στον αριθμό ενώ επεξήγησε και έδωσε κατεύθυνση για τις περαιτέρω ανακριτικές ενέργειες παραπέμποντας μάλιστα στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 2 το οποίο είχε την ευκαιρία να αναλύσει και αντεξεταζόμενος επεξηγώντας και τους λόγους για τους οποίους κρίνεται αναγκαία η συνολική περίοδος των 7 ημερών χωρίς βεβαίως να αποκλείει και το ενδεχόμενο να μπορέσουν να ολοκληρώσουν την διερεύνηση της υπόθεσης και στις 6 ημέρες.

Θεωρώ από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και υπενθυμίζοντας πως ούτως η άλλως και η πλευρά των υπόπτων συμφωνεί πως από την μαρτυρία που υπάρχει και δεν αμφισβητήθηκε, ότι πληρούνται κατά τρόπο σωρευτικό και οι 4 προϋποθέσεις παραπομπής των υπόπτων σε Αστυνομική Κράτηση για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης. Δηλαδή από την τεθείσα μαρτυρία που έχει συλλεχθεί στο παρόν στάδιο ικανοποιούμε ότι αποκαλύπτει την διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία ζητείται η κράτηση, δημιουργείται εύλογη υποψία ότι οι ύποπτοι συνδέονται με την διάπραξη τους, το ανακριτικό έργο βρίσκεται σε εξέλιξη ενώ το απαιτούμενο διάταγμα είναι απαραίτητο για σκοπούς διερεύνησης της υπόθεσης.

Επικεντρώνομαι λοιπόν στο επίδικο ζήτημα που αφορά ως ο κος Αλεξάνδρου ορθά επισήμανε κατά την αγόρευση του κατά πόσον η αιτούμενη χρονική περίοδος κράτησης των 7 ημερών κρίνεται δικαιολογημένη.

Με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς τον κ. Αλεξάνδρου αλλά δεν θα συμφωνήσω με την θέση την οποία εξέφρασε ότι η περίοδος των 2 ημερών είναι υπέρ του δεόντως ικανοποιητική. Ο μάρτυρας επεξήγησε με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους το σύνολο της διερεύνησης της υπό εξέταση υπόθεσης απαιτεί την χορήγηση της αιτούμενης χρονικής περιόδου. Μάλιστα έκανε αναφορά στις καταθέσεις που θα πρέπει να ληφθούν με την βοήθεια διερμηνέα καθώς επίσης και στην χρονοβόρα και απαιτητική διαδικασία λήψης οπτικογραφημένων καταθέσεων και στην συνέχεια την απομαγνητοφώνηση τους είτε αναφορικά με την ανήλικη φίλη της παραπονούμενης είτε κατά τρόπο συμπληρωματικό και από την ίδια την παραπονούμενη.

Αναφορά γίνεται στην ένορκη του μαρτυρία εκτός από την έκταση του ανακριτικού έργου, στον κίνδυνο επηρεασμού του αλλά και στον κίνδυνο διαφυγής των υπόπτων στο εξωτερικό ή σε μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές επιχειρηματολογία (αναφορικά με τον κίνδυνο διαφυγής) η οποία δεν φαίνεται να αμφισβητήθηκε.    

Συνεπώς καταλήγω πως υπάρχει έκταση ανακριτικού έργου ως αυτό έτυχε ήδη περιγραφής και δεν θα ανέμενε κάποιος η Αστυνομική Δύναμη να μπορεί να διεκπεραιώσει το σύνολο αυτού στον χρόνο που εισηγήθηκε η πλευρά των υπόπτων αφήνοντας να νοηθεί ότι όλα τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης οφείλουν να ασχολούνται αποκλειστικά με την υπο διερεύνηση υπόθεση ωσάν να μην έχουν και άλλα καθήκοντα να εκτελέσουν. Ούτε βεβαίως όλοι οι μάρτυρες βρίσκονται έξω από τον Αστυνομικό Σταθμό και αναμένουν για να δώσουν μαρτυρία σε μια υπόθεση που διερευνάτε. 

Συνεπώς δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος να προσπαθήσουν οι ύποπτοι να επηρεάσουν το ανακριτικό έργο ή ακόμα και να επιχειρήσουν να διαφύγουν.  

Ζυγίζοντας από την μια το δημόσιο συμφέρον στην εξιχνίαση του εγκλήματος έναντι των συνταγματικών δικαιωμάτων ελευθερίας των υπόπτων, βρίσκω ικανοποιητική δικαιολογία για να διατάξω την κράτηση αυτών για την περίοδο των 7 ημέρων, χρόνο τον οποίο κρίνω εύλογο και δικαιολογημένο με σκοπό την ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου.

Για όλους τους λόγους που ανέφερα ανωτέρω και με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία διατάσσω την παραπομπή των υπόπτων σε αστυνομική κράτηση για περίοδο των 7 ημέρων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 11.6 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Άρθρου 24 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.

Νοείται ότι σε περίπτωση που το ανακριτικό έργο ολοκληρωθεί νωρίτερα τότε οι ύποπτοι να αφεθούν ελεύθεροι.

 

 

                                                                                                (Υπ.) …………………………..

                                                                                                        Ν. Φακοντής Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο