Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου ν. ΠΑΝΑΓΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, Αρ. Υπόθεσης: 4399/25, 24/7/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου ν. ΠΑΝΑΓΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, Αρ. Υπόθεσης: 4399/25, 24/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. Φακοντή, Ε.Δ.

                                                                                            Αρ. Υπόθεσης: 4399/25

Αστυνομικό Διευθυντή Πάφου

v.

       ΠΑΝΑΓΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ                  

Κατηγορούμενος

Ημερομηνία: 24 Ιουλίου 2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: Η κα. Ευαγγελία Μανώλη

Για τον Κατηγορούμενο : Ο κ. Αλέξανδρος Αλεξάνδρου 

Κατηγορούμενος: Παρών  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Το υπό εξέταση κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 22.07.2025 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και σε αυτό περιλαμβάνονται συνολικά 8 κατηγορίες με τις οποίες καταλογίζονται στον Κατηγορούμενο τα ακόλουθα αδικήματα:

(1) Φόνος εκ προμελέτης

 

(2) Κατοχή, Μεταφορά και Χρήση Πυροβόλου Όπλου

 

(3) Κατοχή, Μεταφορά και Χρήση Εκρηκτικών Υλών

 

Ο Κατηγορούμενος παραπέμφθηκε σε απευθείας  δίκη στο Κακουργιοδικείο, το οποίο θα συνέλθει  σε συνεδρία στην Πάφο στις 30.09.2025.

 

Η πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως ο Κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την παρουσία του ενώπιον του Κακουργιοδικείου στηρίζοντας το αίτημα της στον κίνδυνο φυγοδικίας αλλά και στον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων. 

 

Επιχειρηματολογώντας η ευπαίδευτη συνήγορος υποστήριξε την θέση πως στην υπό εξέταση υπόθεση υπάρχει η πιθανότητα ο Κατηγορούμενος να μην προσέλθει στο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη την σοβαρότητα των αδικημάτων που αυτός αντιμετωπίζει, την πιθανότητα καταδίκης στη βάση και του μαρτυρικού υλικού που κατατέθηκε στην διαδικασία (Τεκμήριο 1) παραπέμποντας μάλιστα και στα σχετικά ερυθρά που περιλαμβάνονται σε αυτό και την ενδεχόμενη ποινή που θα επιβληθεί στον Κατηγορούμενο. Χωρίς να παραγνωρίζεται όπως τόνισε το γεγονός ότι πρόκειται για Κύπριο Υπήκοο με δεσμούς με την Δημοκρατία ένεκα του γεγονότος ότι αυτός αντιμετωπίζει εξαιρετικά σοβαρά αδικήματα και με βάση το μαρτυρικό υλικό είναι πιθανή η καταδίκη του γνωρίζοντας ότι θα του επιβληθούν πολύ αυστηρές ποινές σε τέτοια περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί ο κίνδυνος αυτός να προσπαθήσει να διαφύγει.

 

Επιπρόσθετα η κα. Μανώλη παρέδωσε στο Δικαστήριο αντίγραφο του ποινικού μητρώου του Κατηγορουμένου (Τεκμήριο 2) από το οποίο προκύπτει μία πρόσφατη καταδίκη του στα πλαίσια της υπόθεσης 333/2025 καθώς επίσης και σε υπο εκκρεμότητα ποινική υπόθεση την οποία αντιμετωπίζει στο Ε.Δ. Πάφου στα πλαίσια της υπόθεσης 1568/2025 (Τεκμήριο 3) επιχειρηματολογώντας πως μέσα από το υφιστάμενο κατηγορητήριο καθώς επίσης και λαμβάνοντας υπόψη το ποινικό του μητρώο αλλά και την υπόθεση που εκκρεμεί εναντίον του όλα σωρευτικά ιδωμένα διαφαίνεται ότι ο Κατηγορούμενος έχει ροπή προς το έγκλημα με αποτέλεσμα η πιθανότητα σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος να διαπράξει άλλα αδικήματα να είναι ορατή.

 

Ο κος Αλεξάνδρου δεν έφερε ένσταση στο αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής, διευκρινίζοντας πως η απουσία της ένστασης γίνεται χωρίς η πλευρά της υπεράσπισης να αποδέχεται ότι δεν υπάρχουν δεσμοί του Κατηγορούμενου με την Δημοκρατία ή ότι αυτός έχει ροπή στο έγκλημα. Μάλιστα επιφύλαξε το δικαίωμα του να εγείρει ένσταση για την περαιτέρω κράτηση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  

 

Σημειώνω όμως παρά την απουσία ένστασης επί του αιτήματος κράτησης το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει κατά πόσον δικαιολογείται η έκδοση τέτοιας διαταγής καθότι το ζήτημα άπτεται του Συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας του Κατηγορουμένου και θα πρέπει και να αιτιολογηθεί και να κριθεί δικαστικά ότι λόγος ή λόγοι για την έκδοση τέτοιας διαταγής δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις. 

 

Για την έκδοση της παρούσας απόφασης έχω λάβει υπόψη το σύνολο των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου.  

 

Νομική Πτυχή – Εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου όσον το αφορά αίτημα κράτησης Κατηγορούμενου  μέχρι την ημερομηνία της δίκης του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στο οποίο έχει ήδη παραπεμφθεί σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας αυτής, εδράζεται στα άρθρα 48 και 157(1) της Ποινικής Δικονομίας  Κεφ. 155.

 

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας ένα αίτημα κράτησης κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, πρέπει να καθοδηγείται από την αρχή ότι κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος, εκτός αν τελικά καταδικαστεί από αρμόδιο Δικαστήριο και ότι η κράτησή του αποτελεί έναν σοβαρό περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας, η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος. Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.α. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373 αναφέρεται ότι ο κανόνας ότι οι υπόδικοι αφήνονται ελεύθεροι κάμπτεται μόνο εφόσον  συντρέχουν συγκεκριμένοι κίνδυνοι.

 

Ως ζήτημα γενικής αρχής, η οποία κατοχυρώνεται και συνταγματικά εφόσον αποτελεί απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, ένας υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος με εγγύηση στις περιπτώσεις όπου υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στη δίκη του. Ταυτόχρονα πρέπει να σταθμίζεται με αυτά και το δημόσιο συμφέρον που επιτάσσει την παρουσία των κατηγορουμένων στο Δικαστήριο. Η κράτηση υποδίκου καθίσταται αποδεκτή εφόσον το επιβάλλει η διασφάλιση των σκοπών της απονομής της δικαιοσύνης.[1]

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με βάση παγίως καθιερωμένες νομικές αρχές, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων. Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να διαταχθεί η κράτηση κατηγορουμένου. Αυτοί έχουν επαναληφθεί πολύ πρόσφατα μεταξύ άλλων[2] στην Ποινική Έφεση Αρ. 129/20 μεταξύ Ανδρέου v. Αστυνομίας, ημερ. 20.08.2020,Ποινική Έφεση Αρ. 195/20 μεταξύ Αργύρη v. Δημοκρατίας ημερ. 23.12.2020 και στην Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021 μεταξύ S M v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ημερ. 6.7.2021 και είναι οι ακόλουθοι:

 

1.            Η πιθανότητα/κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο

2.            Η πιθανότητα/κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων

3.            Η πιθανότητα/κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.

 

Καθένας από τους πιο πάνω παράγοντες εξετάζεται χωριστά και η ύπαρξη οποιουδήποτε από αυτούς δύναται να δικαιολογήσει την έκδοση διατάγματος κράτησης. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητη η συνδρομή και των τριών πιο πάνω παραγόντων για να διαταχθεί η κράτηση κατηγορουμένου (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7).

 

Κίνδυνος Φυγοδικίας:

 

Η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνάρτηση προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής, αποτελούν βασικούς δείκτες που αφορούν στην εκτίμηση της πιθανότητας προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη του.

 

Στη Θεοδωρίδη κ.α. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139, επισημάνθηκε ότι όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία, ανάλογα αυξημένο είναι και το κίνητρο του υποδίκου να αποφύγει τη δίκη του. Βεβαίως υπάρχουν διαβαθμίσεις στη σοβαρότητα των αδικημάτων ανάλογα με τις συνθήκες, τα γεγονότα και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων σε κάθε συγκεκριμένη υπόθεση.

 

Στην Οικονομίδης v. Αστυνομίας, Ποιν.΄Εφ. 7514, ημερ. 05.11.2003, επισημαίνεται ότι η σοβαρότητα του αδικήματος ήταν αυταπόδεικτη από τη στιγμή που για ένα από τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται προβλέπεται φυλάκιση δια βίου.

 

Στην παρούσα υπόθεση τα αδικήματα τα οποία αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος είναι εξαιρετικά σοβαρά. Τονίζεται ότι αυτός βρίσκεται αντιμέτωπος μεταξύ άλλων και με το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης όπου σε περίπτωση καταδίκης επιβάλλεται η δια βίου ποινή φυλάκισης, συνεπώς το ενδεχόμενο διαφυγής είναι ακόμη μεγαλύτερο.[3] 

 

Για τη διαπίστωση ύπαρξης πιθανότητας καταδίκης εξετάζεται το υπάρχον μαρτυρικό υλικό στην όψη του και μόνο, χωρίς το Δικαστήριο να προβαίνει σε αξιολόγησή του ή σε οποιαδήποτε ευρήματα επί της ουσίας της υπόθεσης, εφόσον δεν αποφασίζεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας η ενοχή ή μη του κατηγορουμένου. [4] Θέματα που σχετίζονται με ισχυρισμούς που αφορούν τη νομιμότητα της σύλληψης του υπόπτου, όπως επίσης και τη δεκτότητα μαρτυρίας που βασίζεται σε δηλώσεις του υπόπτου ή άλλα θέματα που αφορούν τη δεκτότητα μαρτυρίας (όπως ότι η μαρτυρία λήφθηκε παράνομα), αξιοπιστίας της μαρτυρίας, αντιφάσεων κτλ εξετάζονται κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας της ουσίας της υπόθεσης και όχι στο στάδιο της εξέτασης αίτησης για την κράτηση ή όχι κατηγορουμένου.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή το μαρτυρικό υλικό με βάση το οποίο έχει παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, όπως αυτό παρουσιάζεται στις καταθέσεις (Τεκμήριο 1)[5].

 

Σημειώνω πως ο Κατηγορούμενος έχει παραδεχθεί ουσιαστικά την θανάτωση του θύματος δίδοντας δική του εκδοχή ως προς τα γεγονότα που είχαν προηγηθεί.

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη μου το σύνολο του περιεχομένου του μαρτυρικού υλικού που κατατέθηκε στην διαδικασία, θεωρώ ότι η μαρτυρία που εμπλέκει τον Κατηγορούμενο στις επίδικες κατηγορίες είναι επαρκής για να πιθανολογήσει καταδίκη.[6]

 

Σε περίπτωση καταδίκης ιδίως για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης τότε δεν μπορεί παρά να επιβληθεί η ποινή της δια βίου φυλάκισης καθώς και πολυετής ποινές φυλάκισης στις υπόλοιπες κατηγορίες.  Επομένως συντρέχει και αυτός ο παράγοντας που προσδιορίζει τον κίνδυνο της φυγοδικίας.

 

Έχοντας αναφέρει όλα τα πιο πάνω, υπογραμμίζω ότι η πιθανότητα μη προσέλευσης ενός κατηγορούμενου στη δίκη δεν πρέπει να εκτιμάται μόνο με αναφορά στη σοβαρότητα των αδικημάτων, την πιθανότητα καταδίκης και τις ποινές.

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση μεταξύ ΜΙΧΑΗΛ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 167/2021, 168/2021, 169/2021 και 171/2021, 27/10/2021 αναφέρθηκε από το Εφετείο και τα ακόλουθα σχετικά:

 

Όπως δε προκύπτει από τη νομολογία και επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 176/2020, ημερομηνίας 29.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:B373, «Υπεισέρχονται στη συνέχεια στην εξίσωση και προσμετρούν άλλοι σχετικοί παράγοντες που συνδέονται με το χαρακτήρα του κατηγορούμενου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς αλλά και άλλων ειδών δεσμούς με την Κύπρο (Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 και Kazanjian v. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 326). Όπως εύστοχα τέθηκε στη Θεοχάρους και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48: «Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ' ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος». Στη Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 538, αναφέρθηκε χαρακτηριστικά ότι: «Η συνεκτίμηση των στοιχείων που περιβάλλουν την κάθε υπόθεση πρέπει να γίνεται με πνεύμα ρεαλιστικής προσέγγισης και με πνεύμα επιείκειας όπως επιβάλλει το άρθρο 11 του Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο οι κατηγορούμενοι τεκμαίρεται ότι είναι αθώοι και ως ζήτημα γενικής αρχής, πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι».

 

Στην παρούσα υπόθεση πράγματι φαίνεται να προκύπτει πως ο Κατηγορούμενος ως Κύπριος Υπήκοος διαθέτει δεσμούς με την Δημοκρατία.

 

Το ερώτημα βεβαίως που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει είναι κατά πόσον οι δεσμοί αυτοί του Κατηγορούμενου με την Κύπρο μπορούν να ενεργήσουν ως ασπίδα για να εξαλείψουν τον κίνδυνο φυγοδικίας στην υπό εξέταση υπόθεση.

 

Όπως τονίστηκε στη Φλεριανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ.13/16 ημερ. 3.3.2016 και στη Πολυδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. 114/16 ημερ. 7.7.2016οι προσωπικές συνθήκες και οι δεσμοί με την Κύπρο δεν επενεργούν ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγιστεί η σοβαρότητα των αδικημάτων και κατ΄ επέκταση να εξαλείψουν τον κίνδυνο φυγοδικίας.[7]

 

Το γεγονός και μόνο ότι αυτός έχει ισχυρούς δεσμούς με τη Κύπρο δεν θα μπορούσε από μόνο του να έχει καταλυτική σημασία λαμβανομένου υπόψη και όλων των περιστάσεων της υπόθεσης. Στην πολύ πρόσφατη Ποινική Έφεση Αρ. 101/2022, ημερομηνίας 31.05.2022 μεταξύ ΥΨΟΥ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την Έφεση για την κράτηση του Κατηγορούμενου Κύπριου πολίτη με στενούς δεσμούς με την Κύπρο αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά από την Έντιμη Δικαστή κα. Δημητριάδου – Ανδρέου:

 

‘’Ορθά δε στη συνέχεια το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στους υποκειμενικούς παράγοντες του Εφεσείοντα και στο κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του και οι δεσμοί του με την Κύπρο συνηγορούσαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους.  Αφού αναγνώρισε ότι ο Εφεσείων, ο οποίος είναι Κύπριος πολίτης, έχει στενούς δεσμούς με τη χώρα μας, έκρινε ότι «δεδομένης της σοβαρότητας των κατηγοριών 1 έως 6, της πιθανότητας καταδίκης που υπάρχει σε ό,τι αφορά τον Κατηγορούμενο 2 και των αυστηρότατων ποινών που ενδέχεται να υποστεί αν καταδικαστεί, αυτός είναι ευλόγως πιθανό να θελήσει να φυγοδικήσει.

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι απόλυτα ορθή και ευθυγραμμισμένη με τη σχετική νομολογία. Όσο πιο σοβαρό είναι ένα αδίκημα ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο ενός κατηγορουμένου να αποφύγει τη δίκη του (Τσαπατσάρης v. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 600 και Νικολάου v.  Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 790). Η υπό κρίση υπόθεση, όπως προειπώθηκε, αφορούσε σε αδικήματα εισαγωγής, κατοχής με σκοπό την προμήθεια, προμήθειας και συνομωσίας προς διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων σε σχέση με μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ουσιών, ήτοι πέραν των 23 κιλών ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης.’’

Έχοντας κατά νου όλα όσα προαναφέρω στην παρούσα απόφαση και συνεκτιμώντας τα αντικειμενικά δεδομένα, με την έννοια πως αυτά άπτονται της σοβαρότητας των κατηγοριών, της εκ πρώτης όψεως πιθανολόγησης καταδίκης στη βάση του μαρτυρικού υλικού, των αυστηρών ποινών που ενδέχεται να επιβληθούν και τα υποκειμενικά δεδομένα, και προσμετρώντας αυτά ανάλογα με τη βαρύτητα της ύπαρξης κινδύνου να μην παρουσιαστεί οι Κατηγορούμενος στη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, κρίνω ότι υπάρχει ο κίνδυνος αυτός.

 

Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την εμφάνιση του Κατηγορούμενου ενώπιον του Κακουργιοδικείου έχει συνυπολογιστεί με όλους τους πιο πάνω παράγοντες και δεν έχω διαπιστώσει ότι αυτός είναι υπέρμετρος (Νικήτα Χριστόδουλος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54). Συνεπώς κρίνω ότι το χρονικό διάστημα που θα παρέλθει μέχρι τις 30.09.25 που η παρούσα υπόθεση ορίστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν είναι υπερβολικό.

 

Από τα πιο πάνω καταλήγω ότι θεμελιώνεται εγγενής και αντικειμενικός κίνδυνος φυγοδικίας από μέρους του κατηγορουμένου. Επομένως βρίσκω ότι η ατομική ελευθερία του εν λόγω κατηγορουμένου θα πρέπει να υποχωρήσει έναντι του δημόσιου συμφέροντος.

 

 

 

Πιθανότητα διάπραξης ίδιου ή άλλου αδικήματος:

 

Στρεφόμενος τώρα στον κίνδυνο διάπραξης από μέρος του Κατηγορούμενου άλλων αδικημάτων ο οποίος από μόνος του ως λόγος μπορεί να δικαιολογήσει την κράτηση ενός κατηγορούμενο μέχρι την δίκη του υπενθυμίζεται πως ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκαν τα εξής δεδομένα προς υποστήριξη του λόγου αυτού:

 

(α) Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει μια προηγούμενη καταδίκη στην ποινική υπόθεση 333/2025 Ε.Δ. Πάφου στα πλαίσια της οποίας βρέθηκε ένοχος και του επιβλήθηκαν χρηματικές ποινές στις 23.04.2025 για τα αδικήματα της άσκησης ψυχολογικής βίας και απειλής αδικήματα τα οποία έλαβαν χώρα στις 05.01.2025.

 

(β) Ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει επίσης ενώπιον του Ε.Δ. Πάφου την ποινική υπόθεση 1568/2025 η ακρόαση της οποίας εκκρεμεί στην οποία αντιμετωπίζει κατηγορίες απειλής, δημόσιας εξύβρισης, είσοδος σε ξένη περιουσία, άσκησης ψυχολογικής βίας και πρόκλησης ψυχικής βλάβης με παραπονούμενη την θυγατέρα του αδικήματα που κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα στις 24.03.2025.

 

(γ) Στην υπό εξέταση υπόθεση αντιμετωπίζει τα αδικήματα που αναφέρονται στην εισαγωγή της παρούσας απόφασης με χρόνο διάπραξης την 13 Ιουλίου 2025.  

 

Συνεπώς έχοντας την ευκαιρία να μελετήσω το ποινικό μητρώο του Κατηγορούμενου, την σε εκκρεμότητα ποινική υπόθεση καθώς και το περιεχόμενο του κατηγορητήριο στη βάση του οποίου έχει παραπεμφθεί προς εκδίκαση από το Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στην Πάφο (είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα δεδομένα) μου δημιουργείται ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης από μέρους του ιδίων ή άλλης φύσεως αδικημάτων.[8]

 

Για σκοπούς της παρούσας απόφασης να αναφέρω πως σύμφωνα και με τη νομολογία μας[9] η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος δεν περιορίζεται κατ ανάγκη σε παρόμοιο με το υπό εκδίκαση αδίκημα. Η έννοια της εξέτασης της πιθανολόγησης διάπραξης νέου αδικήματος δεν συνδέεται μόνο με το υπό εξέταση αδίκημα, αλλά και με την επιθυμία προστασίας του κοινωνικού συνόλου. Ακόμα μπορεί να λεχθεί ότι εξυπηρετούνται και τα συμφέροντα του ίδιου του κατηγορούμενου ο οποίος λόγω του περιορισμού του αποτρέπεται από τη διάπραξη νέων αδικημάτων που επιφέρουν τιμωρία.[10]

Τα όσα έχουν λεχθεί από τον Δικαστή κ. Ιωαννίδη στα πλαίσια της Ποινικής Έφεσης Αρ. 195/2020 μεταξύ Αργύρη v. Δημοκρατίας, ημερ. 23.12.2020 είναι απόλυτα σχετικά ως προς την εξέταση του λόγου αυτού.

 

Στη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, επαναλαμβάνεται ότι  η πιθανότητα διάπραξης ίδιου ή άλλου αδικήματος είναι δυνατό να αποτελέσει τον αποφασιστικό παράγοντα για την απόφαση του Δικαστηρίου, αφού κάθε παράγων εξετάζεται χωριστά και η ύπαρξη οποιουδήποτε από αυτούς δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος κράτησης. Μάλιστα, με αναφορά στη Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, λέχθηκε ότι η άποψη ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η Νομολογία, περιλαμβανομένης και της πιθανότητας επανάληψης αδικημάτων, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στη λογική ούτε στη Νομολογία.    

 

Συνοψίζοντας, αυτό που προκύπτει από τη Νομολογία, είναι ότι δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία σε σχέση με την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων.   Αρκεί να δημιουργείται ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα στη βάση του συνόλου του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Φενερίδης (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2101, Πατατάρης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 46 και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 113/15 (Σχ. με 115/15) απόφαση ημερ. 02.06.2015).    

 

Επιπρόσθετα και στην υπόθεση ΙΩΑΝΝΟΥ v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 25/2022, 4/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:B50 η Δικαστής κα. Σταματίου ανάφερε τα εξής σχετικά:

 

Ο κίνδυνος διάπραξης νέων αδικημάτων αποτελεί έναν από τους τρεις αυτοτελείς λόγους για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου μέχρι τη δίκη του. Στη Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 45 αναφέρθηκε ότι η πρόβλεψη αναφορικά με την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης, είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της. Για να καταλήξει το Δικαστήριο σε συμπέρασμα για τη διάπραξη άλλου αδικήματος, δεν απαιτείται σύμφωνα με τη Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130, ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν, με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία, να δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει πιθανότητα.

 

Χωρίς σε καμιά περίπτωση να παραγνωρίζεται το τεκμήριο της αθωότητας του Κατηγορούμενου από το σύνολο του υλικού που έχει τεθεί ενώπιον μου στην υπό εξέταση υπόθεση κρίνω πως υπάρχει πιθανότητα διάπραξης από μέρους του σε περίπτωση που αυτός αφεθεί ελεύθερος άλλων αδικημάτων παρόμοιας ή ακόμα και άλλης φύσεως από αυτά που αντιμετωπίζει με την υπό εξέταση υπόθεση.

 

Η ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου από πιθανές παράνομες πράξεις του Κατηγορούμενου θεωρώ ότι στην παρούσα υπόθεση και στη βάση των δεδομένων που μου έχουν δοθεί είναι τέτοια που ικανοποιούν αυτό τον παράγοντα.

 

Κατά συνέπεια, εκδίδω διάταγμα για την κράτηση τoυ Κατηγορούμενου μέχρι τις 30.09.2025 που είναι ορισμένη η παρούσα υπόθεση για εκδίκαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στη Πάφο τόσο στην βάση του κινδύνου φυγοδικίας όσο και στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

Τέλος με σκοπό να καταστεί εφικτή η παρουσίαση του Κατηγορούμενου στις 30.09.2025 ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδριάζει στην Πάφο εκδίδω διάταγμα προσαγωγής του (bring up order).

 

                                                                                   (Υπ.) ………………………..………..

         Ν. Φακοντής, Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟΝ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] ΜΙΧΑΗΛ κ.α. v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 167/2021, 168/2021, 169/2021 και 171/2021, 27/10/2021  ‘’Το Δικαστήριο, όταν εξετάζει αίτημα για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του, έχει να σταθμίσει μεταξύ του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας και του συμφέροντος της κοινωνίας να διασφαλιστεί ότι ο κατηγορούμενος για τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων θα παρουσιαστεί στη δίκη του.’’

 

[3] Θεοδωρίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ, 139, Κρασοπούλης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ, 450, Ποινική Έφεση Αρ. 75/2021 μεταξύ S M v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ημερ. 6/7/2021

[4] ΧΑΜΝΤ v. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 165/2021, 27/10/2021, ECLI:CY:AD:2021:B485  Το μαρτυρικό υλικό στο στάδιο τούτο εκτιμάται στην όψη του και μόνο χωρίς συμπεράσματα και οριστικές απαντήσεις σε ερωτήματα, με σκοπό να διαπιστωθεί από το Δικαστήριο κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη, χωρίς να υπεισέρχεται σε θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας ή αξιοπιστίας μαρτύρων. Αποφασίζεται μόνο αν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής έχει τόση δύναμη ώστε να πιθανολογείται καταδίκη (Μαλά v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135, Ευριπίδου κ.ά. v. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337 και Μαρκίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 50/2017 και 51/2017, ημερ. 22/3/2017).

[5] Έλαβα υπόψη μου μεταξύ άλλων την κατάθεση του Κατηγορούμενου Ερυθρό 1Β, καθώς επίσης και τα ερυθρά 50,30,29,46,46Α, 47Α, 47Β, 6, 1, 32, 18,14,13,12,8,2, 1 Α έως 1Θ, 49, 55, 48, 54, 33 και 57. 

[6] Κουννάς v Δημοκρατίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 423

[8] Στην Πατατάρης ν. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 46, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 52:

«Η πιθανολόγηση διάπραξης νέου αδικήματος αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του αδικοπραγούντα στο μέλλον, συμπεριφορά για την οποία το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, με βάση το σύνολο του υλικού που βρίσκεται ενώπιον του.» 

 

[9] Lefkios Rodosthenous and Another v. The Police (1961) 1 CLR 50

[10] R. v Wharton 1955 Cr. L. R. 565.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο