ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 7859/2022
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ
εναντίον
1. Μ.Γ.
2. Α.Α.Γ
Κατηγορούμενοι
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 23/09/2025
Εμφανίσεις:
Για Κατηγορούσα Αρχή: κα Γ. Παπασάββα
Για Κατηγορούμενους 1 και 2: κος Γ. Ηλιάδης
Κατηγορούμενοι 1 και 2 παρόντες
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. Εισαγωγή
Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 με βάση το κατηγορητήριο αντιμετωπίζουν τις ακόλουθες κατηγορίες που αφορούν:
· Το αδίκημα της αλιείας θαλάσσιων οργανισμών με την χρήση ψαροντούφεκων σε συνδυασμό με υποβρύχια αναπνευστική συσκευή (πρώτη κατηγορία)∙
· Το αδίκημα της ταυτόχρονης κατοχής και μεταφοράς υποβρύχιας βοηθητικής συσκευής κατάδυσης και ψαροντούφεκου σε σκάφος (δεύτερη κατηγορία)∙
· Το αδίκημα της χρήσης ψαροντούφεκου σε συνδυασμό με φωτεινές πηγές (τρίτη κατηγορία)∙ και
· Το αδίκημα της παρακώλυσης και/ή παρεμπόδισης του έργου παρατηρητών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (τέταρτη και πέμπτη κατηγορία).
Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 αρνήθηκαν τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν και η υπόθεση προχώρησε σε ακροαματική διαδικασία. Προς απόδειξη των κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε μαρτυρία από τον κο Ανδρέα Σαββίδη, επιθεωρητή του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσιών Ερευνών (στο εξής «ΤΑΘΕ») (Μ.Κ.1), τον κο Πανίκο Ζερβίδη, υπάλληλο του ΤΑΘΕ (Μ.Κ.2), και τον κο Γεώργιο Ιωάννου, λειτουργό του ΤΑΘΕ (Μ.Κ.3). Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 μετά που κρίθηκαν εκ πρώτης όψεως ένοχοι και κλήθηκαν σε απολογία στις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, επέλεξαν να καταθέσουν ενόρκως και κάλεσαν τον κο Ευαγόρα Ησαΐα (Μ.Υ.1) ως μάρτυρα υπεράσπισης.
Οι αγορεύσεις του συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής και του συνηγόρου των Κατηγορούμενων 1 και 2 έχουν μελετηθεί και τις έχω κατά νου. Δεν θεωρώ σκόπιμη την παράθεση τους. Αναφορά στο περιεχόμενο τους θα γίνει εκεί και όπου κρίνεται αναγκαίο.
Β. Μαρτυρία
Το πλήρες περιεχόμενο της μαρτυρίας βρίσκεται καταγεγραμμένο στα πρακτικά της υπόθεσης και μαζί με το περιεχόμενο των τεκμηρίων έχει μελετηθεί και λαμβάνεται υπόψη στο σύνολό του. Δεν θα προβώ σε εκτενή και λεπτομερή παράθεση της μαρτυρίας, αλλά θα περιοριστώ στα ουσιώδη σημεία της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (βλ. Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 35).
Μάρτυρες Κατηγορίας – Μ.Κ.1, Μ.Κ.2, Μ.Κ.3
Η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας κυλά ουσιαστικά πάνω στις ίδιες γραμμές και προς τούτο θα συνοψίσω την μαρτυρία τους.
Στις 26/09/2020 και ώρα 10.30, οι μάρτυρες κατηγορίας, Ανδρέας Σαββίδης, επιθεωρητής του ΤΑΘΕ, Πανίκος Ζερβίδης, υπάλληλος του ΤΑΘΕ, και Γιώργος Ιωάννου, λειτουργός του ΤΑΘΕ, μετέβηκαν στην «Πλαζ Γεροσκήπου». Είχαν πληροφορίες ότι δύο άτομα ενέχονται σε παράνομες αλιευτικές δραστηριότητες και προς τούτο ο Γιώργος Ιωάννου έδειξε στους άλλους δύο τα δύο ύποπτα οχήματα, ένα όχημα μάρκας Subaru Forester, χρώματος ασημί, με αριθμούς εγγραφής [ ] και ένα όχημα τύπου διπλοκάμπινο, μάρκας TOYOTA, με αριθμούς εγγραφής [ ]. Ο Πανίκος Ζερβίδης, φορώντας πολιτική περιβολή, συγκεκριμένα μαγιό και πολιτική φανέλα, κατέβηκε από το υπηρεσιακό όχημα, και πήγε κοντά στον χώρο όπου γίνεται η ανέλκυση των σκαφών στην Πλαζ Γεροσκήπου. Ο Ανδρέας Σαββίδης και ο Γιώργος Ιωάννου βρίσκονταν εντός του υπηρεσιακού οχήματος, και είχαν συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πανίκο Ζερβίδη, ο οποίος τους ενημέρωνε για τις κινήσεις στην περιοχή.
Γύρω στις 11.10 ο Πανίκος Ζερβίδης ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον Ανδρέα Σαββίδη και τον Γιώργο Ιωάννου ότι δύο άτομα βγήκαν από το σκάφος με αριθμούς εγγραφής [ ], έδεσαν το σκάφος στην αποβάθρα, και το ένα εκ των δύο ατόμων που αποβιβάστηκε από το σκάφος μετέβηκε προς το όχημα τύπου Subaru Forester, βάζοντας στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου ένα μεγάλο σακίδιο, πλάτους περίπου ενός μέτρου, το οποίο μετέφερε από το σκάφος. Ο Ανδρέας Σαββίδης ο οποίος βρισκόταν στο υπηρεσιακό όχημα, είδε από απόσταση 20 μέτρων περίπου την πλάτη του εν λόγω ατόμου να τοποθετεί το σακίδιο στο όχημα. Το ίδιο άτομο στην συνέχεια άνοιξε το διπλανό αυτοκίνητο, τύπου διπλοκάμπινο, μάρκας TOYOTA με αριθμούς εγγραφής [ ], κάθισε στην θέση του οδηγού και κατευθύνθηκε προς το μέρος όπου έδεσαν το σκάφος. Στην συνέχεια το εν λόγω άτομο κατευθύνθηκε πεζός στο όχημα τύπου Subaru Forester, στο οποίο είχε αφήσει το σακίδιο, και ξεκίνησε να οδηγεί το όχημα. Ο Πανίκος Ζερβίδης ενημέρωσε τηλεφωνικώς τον Γιώργο Ιωάννου και συνεννοήθηκαν όπως ο Πανίκος Ζερβίδης προβεί σε έλεγχο στο διπλοκάμπινο όχημα και οι άλλοι δύο στο όχημα τύπου Subaru Forester. Ο Ανδρέας Σαββίδης και ο Γιώργος Ιωάννου προσπάθησαν να ανακόψουν τον οδηγό του οχήματος Subaru Forester για να προβούν σε έλεγχο, κάνοντας του σήμα με τα φώτα πορείας τους για να σταματήσει. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο οποίος φορούσε την υπηρεσιακή φανέλα του ΤΑΘΕ, κατέβηκε από το υπηρεσιακό όχημα και προσέγγισε τον οδηγό σε κοντινή απόσταση, περίπου ενάμιση με δύο μέτρα, επιδεικνύοντας του την υπηρεσιακή ταυτότητα του και αναφέροντας του ότι είναι από το ΤΑΘΕ. Ο οδηγός όμως, ο οποίος ήταν ο Κατηγορούμενος 2, με ιλιγγιώδη ταχύτητα έβαλε όπισθεν και διέφυγε από ένα διπλανό χωματόδρομο φωνάζοντας «Ήντα που σας έκαμα, ήντα που σας έκαμα». Ο Γιώργος Ιωάννου αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι φώναζε στον Κατηγορούμενο 2 ότι είναι από το ΤΑΘΕ εξηγώντας ότι το εν λόγω περιστατικό διεξάχθηκε υπό ένταση.
Στην συνέχεια ο Γιώργος Ιωάννου ενημέρωσε την Αστυνομία για το συμβάν για να ανακόψουν το εν λόγω όχημα που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος 2. Όπως ενημερώθηκε στην συνέχεια, το όχημα που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος 2 δεν κατέστη δυνατόν να ανακοπεί από την Αστυνομία, και αργότερα η Αστυνομία ειδοποίησε τον Κατηγορούμενο 2 να παρουσιαστεί σε κάποιο κατάστημα ελαστικών το οποίο άνηκε στον ιδιοκτήτη του οχήματος.
Ταυτόχρονα με τα όσα διαδραματίζονταν με την διαφυγή του Κατηγορούμενου 2, ο Πανίκος Ζερβίδης είδε το διπλοκάμπινο όχημα να κινείται και έτσι έτρεξε στο σημείο για να το σταματήσει. Έδειξε στον οδηγό την υπηρεσιακή του ταυτότητα και ενημέρωσε τον οδηγό ότι είναι από το ΤΑΘΕ. Οι μάρτυρες κατηγορίας προχώρησαν σε έλεγχο στον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος ήταν το δεύτερο άτομο το οποίο αποβιβάστηκε από το σκάφος. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ιδιοκτήτης του οχήματος TOYOTA και του σκάφους ήταν ο Κατηγορούμενος 1. Από τον επιτόπιο έλεγχο που έκαναν στο όχημα του Κατηγορούμενου 1, το οποίο ήταν σε κοντινή απόσταση από το σκάφος, και στο σκάφος, εντόπισαν μια μπλε παγωνιέρα, όπου είχε μέσα φρέσκα αίματα και λέπια ψαριών, καταδυτικές συσκευές, τρείς φιάλες οξυγόνου, στολές κατάδυσης, τρία φανάρια, ένα ρολόι κατάδυσης/θάλασσας, ένα BC mares, δύο μάσκες κατάδυσης και τρία σετ «pressure regulators». Τα εν λόγω αντικείμενα, τα οποία όπως εξήγησαν οι μάρτυρες κατηγορίας χρησιμοποιούνται στην αλιεία, κατασχέθηκαν και φωτογραφήθηκαν. Το «regulator» συνδέεται με την μπουκάλα οξυγόνου για να αναπνέει ο δύτης. Επίσης ο Ανδρέας Σαββίδης ανέφερε ότι οι μπουκάλες οξυγόνου οι οποίες ανευρέθηκαν είχαν ένα εξωτερικό δίκτυ, το οποίο ήταν σε χρησιμοποιημένη κατάσταση όταν ανευρέθηκαν. Συγκεκριμένα το εξωτερικό δίκτυ ήταν βρεγμένο με θαλασσινό νερό το οποίο μύριζε, και επομένως ήταν η θέση του ότι είχαν χρησιμοποιηθεί εκείνη την στιγμή.
Ο Ανδρέας Σαββίδης αναφερόμενος στο αίματα και στα λέπια όπου υπήρχαν στην παγωνιέρα ανέφερε ότι ήταν φρέσκα, «δηλαδή κάποιων ωρών», χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πόσων ωρών ήταν ακριβώς.
Ο Πανίκος Ζερβίδης, αναφερόμενος στην παγωνιέρα, εξήγησε ότι υπήρχε φρέσκο αίμα, και αυτό το αντιλήφθηκε από την ρευστότητα του αίματος, καθ’ ότι δεν είχε στεγνώσει. Όπως εξήγησε το αίμα δεν διατηρείται για πολλή ώρα και είναι σαν αποξεραμένο όταν στεγνώσει, ενώ όταν είναι πρόσφατο/φρέσκο είναι σε υγρή μορφή. Επίσης ανέφερε ότι εντός της παγωνιέρας υπήρχαν λέπια ψαριού τα οποία δεν μπορούσε να γνωρίζει «πέραν πάσης αμφιβολίας» αν ήταν φρέσκα, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει πόσων ωρών ήταν. Διαφώνησε ωστόσο κατά την αντεξέταση του ότι θα μπορούσαν να ήταν της προηγούμενης ημέρας, εξηγώντας ότι αν ήταν της προηγούμενης ημέρας θα ήταν ξεραμένα αφού θα είχαν στεγνώσει. Διαφώνησε επίσης ότι για να βγουν τα λέπια του ψαριού το ψάρι πρέπει να καθαριστεί, αναφέροντας ότι σύμφωνα με την μακρόχρονη εμπειρία του που βλέπει τα ψάρια, τους ψαράδες και τους ερασιτέχνες ψαράδες, μπορεί να αφεθούν λέπια ψαριού χωρίς να ξύσεις το ψάρι με το μαχαίρι.
Ο Γιώργος Ιωάννου σχετικά με την μπλε παγωνιέρα που ανευρέθηκε ανέφερε ότι είχε μέσα παγώνερο και μύριζε έντονα «ψαρίλα», «υπήρχαν αίματα παντού και λέπια». Όπως εξήγησε ήταν φρέσκα τα αίματα, αφού δεν ήταν κολλημένα ή «ξερά» και η «ψαρίλα που μύριζε ήταν φρέσκο». Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι ήταν φρέσκα και τα λέπια που υπήρχαν μέσα στην παγωνιέρα, αφού δεν ήταν κολλημένα, και ήταν χρώματος διάφανου. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το αίμα ήταν στα τοιχώματα της παγωνιέρας και όχι μέσα στο παγώνερο, έτσι δεν είχε επαφή με το παγώνερο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό κατά την αντεξέταση του ότι το αίμα διατηρήθηκε φρέσκο λόγω του παγώνερου. Συμφώνησε ότι δεν έγιναν οποιεσδήποτε επιστημονικές εξετάσεις στο αίμα που ανευρέθηκε εντός της παγωνιέρας.
Στην προκαταρτική ανάκριση που έκαναν στον Κατηγορούμενο 1 στην σκηνή, τους ανέφερε ότι πήγε με το σκάφος για να βγάλει μια άγκυρα στην περιοχή Μουλιά, σε 33 μέτρα βάθος, όπου έχει σφηνώσει από την προηγούμενη ημέρα, ωστόσο δεν κατάφερε να την βρει. Όταν ο Γιώργος Ιωάννου ρώτησε τον Κατηγορούμενο 1 τι είχε μέσα η παγωνιέρα, ο Κατηγορούμενος 1 του ανέφερε ότι είχε μέσα τα φρούτα τους και τα νερά τους και για τα αίματα του ανάφερε ότι ήταν «από τις κουρκούνες από την προηγούμενη νύχτα» που πήγε για ψάρεμα με τον Κατηγορούμενο 2, αλλά ο Γιώργος Ιωάννου όπως εξήγησε κατά την μαρτυρία του αμφιβάλει για αυτό ένεκα της κατάστασης στην οποία ήταν. Όταν τον ρώτησαν για το άτομο το οποίο ήταν μαζί του τους ανέφερε ότι ονομαζόταν «Γιάγκος Τέλος» αλλά δεν τον γνωρίζει καλά, χωρίς να τους δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Επίσης όταν ρωτήθηκε τι είχε μέσα η τσάντα που μετέφερε ο Κατηγορούμενος 2 από το σκάφος ανέφερε ότι δεν γνώριζε, αλλά μάλλον σε αυτή θα υπήρχαν τα προσωπικά αντικείμενα του Κατηγορούμενου 2. Επίσης δεν τους έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες για τις αλιευτικές δραστηριότητες τους εκείνη την ημέρα ή οτιδήποτε άλλο σχετικά με τον αλιευτικό εξοπλισμό που βρέθηκε στην κατοχή του. Τους ανέφερε μάλιστα ότι βιαζόταν να φύγει από το μέρος για να μεταβεί στην κηδεία ενός φιλικού του προσώπου. Στις 15/10/2020 κατηγορήθηκε γραπτώς ο Κατηγορούμενος 1 χωρίς να παραδεχτεί το οτιδήποτε αναφέροντας ότι είναι «ένας νόμιμος πολίτης» και ότι κατέχει όλες τις απαραίτητες ερασιτεχνικές άδειες αλιείας (Τεκμήριο 13).
Όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας συμφώνησαν κατά την αντεξέταση τους ότι δεν είδαν τους Κατηγορούμενους να βρίσκονται στην θάλασσα και να ψαρεύουν ψάρια με την χρήση φαροντούφεκων και φιαλών οξυγόνου. Επίσης συμφώνησαν ότι κατά τον έλεγχο στο όχημα του Κατηγορούμενου 1 και στο σκάφος δεν ανευρέθηκαν ούτε ψάρια ούτε ψαροντούφεκα. Όπως ο Ανδρέας Σαββίδης ανέφερε κατά την μαρτυρία του πιστεύει ότι στο σακίδιο που μετέφερε ο Κατηγορούμενος 2 εκτός του σκάφους βρίσκονταν τα ψάρια και τα ψαροντούφεκα και προς τούτο ο Κατηγορούμενος 2 διέφυγε από τον έλεγχο.
Οι μάρτυρες κατηγορίας ανέφεραν ότι δεν γνώριζαν πριν από την ουσιώδη ημέρα τον Κατηγορούμενο 2 καθ’ ότι διαμένουν σε άλλες επαρχίες, και ο τρόπος όπου έμαθαν το πραγματικό όνομα του ήταν μέσω της Αστυνομίας. Ο Γιώργος Ιωάννου ανέφερε ότι μετά από το συμβάν είδε κάποια βίντεο του Κατηγορούμενου 2 που αναφέρεται ως «Γιάγκος Τέλος». Εξήγησε όμως ότι δεν είχε ειδοποιήσει τους συναδέλφους του από το ΤΑΘΕ εκείνη την στιγμή παρά μόνο την Αστυνομία, επομένως δεν του είπε κάποιος ότι το άτομο «Γιάγκος Τέλος» είναι ο Κατηγορούμενος 2, που ως ήταν η θέση της Υπεράσπισης είναι γνωστό άτομο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Κατηγορούμενος 1
Η θέση που προώθησε ο Κατηγορούμενος 1 ήταν ότι την προηγούμενη ημέρα, δηλαδή στις 25/09/2020 περί τις 15.00, ψάρευε στην περιοχή Μουλιών χωρίς τον Κατηγορούμενο 2, και η άγκυρα του εγκλωβίστηκε σε ένα σημείο και έτσι αναγκάστηκε να την κόψει. Την επίδικη ημερομηνία, δηλαδή στις 26/09/2020, ο λόγος που πήγε με το σκάφος μαζί με τον Κατηγορούμενο 2 ήταν για να βρει την άγκυρα, ωστόσο δεν τα κατάφερε. Ένεκα του ότι θα καταδυόταν σε βάθος 33 μέτρων για να ψάξει για την άγκυρα είχε στο σκάφος καταδυτικό εξοπλισμό. Αναφερόμενος στον καταδυτικό εξοπλισμό που υπήρχε πάνω στο σκάφος την ουσιώδη ημέρα εξήγησε ότι ο εν λόγω καταδυτικός εξοπλισμός βρίσκεται πάντα στο σκάφος του καθ’ ότι, ασχολείται, μεταξύ άλλων, με το να βγάζει προπέλες, δίκτυα, άγκυρες και να φτιάχνει βάρκες.
Την ουσιώδη ημέρα δεν ψάρευε, ούτε είχε μαζί του ψαροντούφεκα, αλλά είχε μαζί του φανάρια καθ΄ ότι ως ήταν η θέση του είναι απαραίτητα πάνω στο σκάφος δια νόμου για να εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας του σκάφους. Ο ίδιος κατείχε κατά την ουσιώδη περίοδο άδεια ερασιτεχνικής αλιείας με ψαροντούφεκο (Τεκμήριο 20) και άδεια ερασιτεχνικής αλιείας με σκάφος, υπό συγκεκριμένους όρους (Τεκμήριο 21), συμφωνώντας κατά την αντεξέταση του ότι ακόμη και με τις εν λόγω άδειες απαγορεύεται να αλιεύει συγκεκριμένα είδη ψαριών και ποσότητες.
Όταν ερωτήθηκε για τα αίματα και λέπια που βρέθηκαν στην παγωνιέρα την ουσιώδη ημέρα εξήγησε ότι είχαν παραμείνει από την προηγούμενη ημέρα το απόγευμα όταν ήταν για ψάρεμα και τοποθέτησε στην παγωνιέρα τα ψάρια που ψάρεψε. Λόγω του ότι υπήρχε πάγος στην παγωνιέρα, τα αίματα και τα λέπια διατηρήθηκαν φρέσκα. Σχετικά με την μυρωδιά της παγωνιέρας ήταν η θέση του ότι λόγω του ότι δεν είχε πλύνει την παγωνιέρα μύριζε «ψαρίλα». Είχε αφήσει την παγωνιέρα μέσα στο σκάφος την προηγούμενη ημέρα τονίζοντας ότι «πάντα» η παγωνιέρα του μένει στο σκάφος («δεν φεύγει»), και δεν την έπλυνε.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι την υπό κρίση ημέρα υπήρχε πάγος και νερό μέσα στην παγωνιέρα. Όταν του υποβλήθηκε ότι είναι αδύνατον από τις 15.00 της προηγούμενης ημέρας μέχρι την επόμενη ημέρα να παρέμεινε το παγώνερο μέσα στην παγωνιέρα και να μην έλιωσε, απάντησε ότι όταν τοποθετηθεί πάγος σε επαγγελματική παγωνιέρα μπορεί να διατηρηθεί για περισσότερο από 24 ώρες. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι στην παγωνιέρα έβαζαν τα ποτά, τα φαγητά τους, τα φρούτα τους και τα ψάρια.
Εξήγησε ότι μετά που δεν ανευρέθηκε η άγκυρα, κατευθύνθηκαν προς την πλατφόρμα και έδεσαν το σκάφος στην πλατφόρμα. Ο Κατηγορούμενος 2 τον βοήθησε να ξεφορτώσει τα πράγματα που είχαν πάνω στο σκάφος και στην συνέχεια ο Κατηγορούμενος 1 πήγε να δέσει την βάρκα στο αγκυροβόλιο, περίπου 1,5 μέτρο βάθος, και τον έφερε στην ακτή με το jet ski ένας υπάλληλος των θαλάσσιων αθλημάτων της περιοχής, ονομαζόμενος Ντένης, έτσι δεν είδε τι διαδραματίστηκε μεταξύ του Κατηγορούμενου 2 και των λειτουργών του ΤΑΘΕ.
Αναφερόμενος στην σχέση του με τον Κατηγορούμενο 2 ήταν η θέση του ότι έχουν πάει για ψάρεμα στο παρελθόν περίπου 4 φορές. Ο ίδιος γνώριζε μόνο το όνομα του Κατηγορούμενου 2 και όχι το επίθετο του. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι όταν οι λειτουργοί του ΤΑΘΕ ζήτησαν τα στοιχεία του Κατηγορούμενου 2 αυτός, κατά την θέση του, τους έδωσε την καλύτερη απάντηση, καθ΄ ότι ο Κατηγορούμενος 2 είναι «διάσημος» ως «Γιάγκος Τέλος» και τον γνωρίζουν Παγκύπρια.
Τέλος ανέφερε στην μαρτυρία του ότι δεν είχε υποπέσει στην αντίληψη του ο Κατηγορούμενος 2 να είχε οποιαδήποτε τσάντα μαζί του την υπό κρίση ημέρα. Ωστόσο συμφώνησε ότι όλα τα αντικείμενα κατέβηκαν από την βάρκα στην παρουσία του.
Κατηγορούμενος 2
Ο Κατηγορούμενος 2 ανέφερε ότι την υπό κρίση ημέρα του τηλεφώνησε ο Κατηγορούμενος 1 για να πάνε με το σκάφος του για να βγάλουν μια άκυρα που έχασε ο Κατηγορούμενος 1 την προηγούμενη ημέρα. Ήταν η θέση του ότι την υπό κρίση ημέρα δεν ψάρεψε, ούτε καν μπήκε στο νερό αφού ως ανέφερε φοβάται. Στην βάρκα βρισκόταν η παγωνιέρα, αλλά ο ίδιος δεν γνώριζε τι υπήρχε μέσα στην παγωνιέρα γιατί δεν την άνοιξε.
Όταν δεν εντόπισε ο Κατηγορούμενος 1 την άγκυρα, έφυγαν και επέστρεψαν στην ακτή. Ο Κατηγορούμενος 2 βοήθησε τον Κατηγορούμενο 1 να ξεφορτώσει το σκάφος, κατέβασε τις φιάλες οξυγόνου και τις στολές, τα τοποθέτησε όλα στο όχημα του Κατηγορούμενου 1, τύπου διπλοκάμπινο, και μετά αναχώρησε ο ίδιος με το δικό του όχημα χωρίς να γνωρίζει τι έκανε στην συνέχεια ο Κατηγορούμενος 1. Αντεξεταζόμενος αρνήθηκε ότι μετέφερε από το σκάφος στο όχημα του μια τσάντα.
Αναφερόμενος στο συμβάν όπου τον σταμάτησαν οι λειτουργοί του ΤΑΘΕ, ήταν η θέση του ότι το άτομο που κατέβηκε από το όχημα δεν κρατούσε υπηρεσιακή ταυτότητα και ένεκα και του γεγονότος ότι το όχημα τους ερχόταν απειλητικά προς το μέρος του ο ίδιος φοβήθηκε, και για αυτό έβαλε όπισθεν, αρνούμενος ότι το έπραξε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Όταν μετά από λίγο έγινε έλεγχος στο όχημα του από την Αστυνομία, δεν εντοπίστηκε το οτιδήποτε.
Κατά την μαρτυρία του ανέφερε ότι έχει ψυχικά προβλήματα και προς τούτο λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, και επίσης λαμβάνει από το κράτος το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ένεκα αυτών των προβλημάτων. Το όνομα του πατέρα του Κατηγορούμενου 2 είναι Γιάγκος Ανδρέου και για αυτό είναι γνωστός στην κοινότητα της Πάφου ως «Γιάγκος». Μάλιστα ανέφερε ότι είναι γνωστός μέσω του μέσου κοινωνικής δικτύωσης «Tik Tok» ως «Γιάγκος Τελος».
M.Y.1
Η υπεράσπιση κάλεσε ως μάρτυρα τον κο Ευαγόρα Ησαΐα, ο οποίος είναι κάτοχος πτυχίου Βιολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Κατέχει επίσης μεταπτυχιακό τίτλο στην ωκεανογραφία, όπου ασχολήθηκε με την βιολογία ιχθύων και στην αειφόρο μπλε οικονομία. Για περίπου 20 χρόνια ασχολείται επαγγελματικά με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών στην αλιευτική βιολογία, θαλάσσια βιολογία και γενικά στα θαλάσσια βιολογικά οικοσυστήματα.
Στην κυρίως του εξέταση ανέφερε ότι για να διαπιστωθεί αν το αίμα είναι φρέσκο θα έπρεπε πρώτα να γίνει συλλογή δείγματος για να σταλεί για εργαστηριακές εξετάσεις, και ακολούθως να γίνει μακροσκοπική εξέταση, δηλαδή στο πεδίο, εξετάζοντας την θερμοκρασία, την υφή και το χρώμα του αίματος. Κατέθεσε ως Τεκμήριο 33 γνωμάτευση την οποία ετοίμασε ο ίδιος, και της οποίας υιοθέτησε το περιεχόμενο της, στην οποία αναγράφεται ότι η εκτίμηση της φρεσκάδας του αίματος δεν μπορεί να γίνει αξιόπιστα μόνο με την οπτική παρατήρηση καθ’ ότι η αλλοίωση της εμφάνισης του αίματος μπορεί να επηρεαστεί από την θερμοκρασία, την υγρασία, την έκθεση στον αέρα, την επιφάνεια απόθεσης, την ποσότητα του αίματος και το είδος του οργανισμού. Καταλήγει στην έκθεση του ότι η αρμόδια αρχή θα έπρεπε να φωτογραφήσει αρχικά τον λεκέ του αίματος, να συλλέξει δείγμα αίματος και να το αποστείλει για εργαστηριακή ανάλυση για να διαπιστωθεί το είδος και η χρονολόγηση του αίματος.
Στην κυρίως του εξέταση ανέφερε ότι το φρέσκο αίμα είναι έντονο κόκκινο λόγω της αιμοσφαιρίνης που υπάρχει σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς, εξηγώντας ότι το χρώμα είναι μέρος της μακροσκοπικής εξέτασης που γίνεται. Εάν περάσει αρκετή ώρα το χρώμα του αίματος σκουραίνει και γίνεται καφετί. Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι το αίμα που είναι φρέσκο διαπιστώνεται λόγω της ρευστότητας του, ενώ αν παρέλθει κάποιος χρόνος στεγνώνει.
Για τα λέπια ανέφερε ότι όταν είναι φρέσκα είναι υγρά και η επιφάνεια τους είναι οριζόντια. Η εκτίμηση της φρεσκάδας τους όμως εξαρτάται από την υγρασία, καθ’ ότι αν ξεραθούν από τον ήλιο θα συρρικνωθούν, διπλώνοντας προς τα μέσα. Για να αποξηραθούν τα λέπια δεν έχει σημασία πόσων ωρών ή ημερών ήταν, παρά μόνο πότε είχαν επαφή με τον ήλιο, εξηγώντας ότι εντός της παγωνιέρας λόγω της υγρασίας που υπήρχε δεν θα αποξεράθηκαν, και θα ήταν λογικό να φαίνονται φρέσκα. Ωστόσο ξεκαθάρισε ότι μόνο με την οπτική επαφή κάποιος μπορεί να διαπιστώσει αν τα λέπια είναι φρέσκα ή όχι.
Γ. Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Έχω παρακολουθήσει με προσοχή όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους, έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τις αντιδράσεις τους, φυσικές ή αφύσικες, τον τρόπο που απαντούσαν, τη νευρικότητα ή την επιφυλακτικότητά τους, ή την ιδιοσυγκρασία που εκδήλωσαν, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές που έχει καθιερώσει η σχετική νομολογία (βλ. Αυξεντίου v. Διγκλη (2007) 1 ΑΑΔ 1367, Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002) 1 AAΔ 454, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 ΑΑΔ 173).
Είναι καλά γνωστό ότι η μαρτυρία που παρουσιάζεται απ' όλες τις πλευρές στο Δικαστήριο, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μικροσκοπικά, αλλά μέσα στο συνολικό της πλαίσιο, με όλα τα πιθανά επακόλουθα που μπορεί να επιφέρει. Έτσι στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται, το Δικαστήριο, που έχει την ευκαιρία να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες που καταθέτουν, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποδεχθεί ολόκληρη ή μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να ενεργήσει ανάλογα (βλ. Κωνσταντίνου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 109).
Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση δεν έχει περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα αλλά συσχετίστηκε, τέθηκε σε αντιπαράθεση και διερευνήθηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλ. Στυλιανίδης v Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056 και Mustafa v Κακουρή κ.α (2002) 1 ΑΑΔ 165).
Μ.Κ.1, Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3
Όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας μου έκαναν πολύ καλή εντύπωση. Κρίνω ότι ήταν μάρτυρες της αλήθειας και προσήλθαν στο Δικαστήριο για να αναφέρουν τα γεγονότα ως εξελίχθηκαν. Απαντούσαν με φυσικότητα και ευθύτητα, και σε κανένα σημείο της μαρτυρίας τους δεν διαπίστωσα οποιεσδήποτε αντιφάσεις, οι οποίες να δημιουργούν ρήγματα στα όσα ανάφεραν, ή οποιοδήποτε εκδικητικό κίνητρο εναντίον των Κατηγορούμενων.
Σημειώνεται ότι η μαρτυρία έκαστου μάρτυρα αξιολογήθηκε υπό το πρίσμα και της μαρτυρίας των υπόλοιπων μαρτύρων κατηγορίας και δεν έχουν διαπιστωθεί οποιεσδήποτε διιστάμενες εκδοχές στην μαρτυρία τους. Αντιθέτως, η μαρτυρία του καθενός επιβεβαιώνεται από την μαρτυρία των υπολοίπων. Σημειώνεται ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας λήφθηκαν σύντομα μετά από το υπό κρίση περιστατικό (Τεκμήρια 1, 11 και 12) στις οποίες αναλυτικά αναφέρονται τα γεγονότα που εξελίχθηκαν, τα οποία όλοι οι μάρτυρες επανέλαβαν κατά την μαρτυρία τους, χωρίς να υποπέσουν σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις όταν ερωτήθηκαν κατά την αντεξέταση τους.
Η Υπεράσπιση επιχείρησε να προσβάλει την αξιοπιστία και την αμεροληψία του Μ.Κ.1 όταν σε κάποιο σημείο κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι ανευρέθηκαν ψαροντούφεκα κατά τον έλεγχο όπου διενήργησαν. Όμως, όπως διαφάνηκε από το σύνολο της μαρτυρίας του, ο Μ.Κ.1 πριν να μαρτυρήσει στο Δικαστήριο ζήτησε να του σταλεί το μαρτυρικό υλικό για να προετοιμαστεί για την μαρτυρία του, και εντός του φακέλου του μαρτυρικού υλικού υπήρχε ένα έντυπο παραλαβής τεκμηρίων που αφορούσε τους Κατηγορούμενους, αλλά για άλλη ημερομηνία, και συγκεκριμένα για τις 10/08/2021, και σε αυτό αναγράφετο ότι είχαν ανευρεθεί ψαροντούφεκα. Σημειώνεται ότι ο Μ.Κ.1 έδειξε το εν λόγω έντυπο στον συνήγορο των Κατηγορούμενων, αλλά δεν κατατέθηκε ως τεκμήριο στην υπόθεση. Ο Μ.Κ.1 αυθόρμητα εξήγησε ότι δεν είχε σκοπό να πει ψέματα στο Δικαστήριο, και απλά είχε δει ότι σε άλλη περίπτωση όπου κατηγορήθηκαν οι ίδιοι Κατηγορούμενοι είχαν ανευρεθεί ψαροντούφεκα και προς τούτο η σύγχυση του ιδίου. Κρίνω ότι τα όσα ανέφερε ο Μ.Κ.1 ήταν αληθή και δεν είχε οποιοδήποτε σκοπό ή κίνητρο εναντίον των Κατηγορούμενων. Άλλωστε όπως αναφέρθηκε από όλους τους μάρτυρες κατηγορίας, ένεκα του ότι είναι από άλλη επαρχία πρώτη φορά είδαν τους Κατηγορούμενους την υπό κρίση ημέρα, και επομένως δεν υπήρξε οποιαδήποτε προκατάληψη εναντίον τους.
Δεν παραβλέπω ότι και οι τρείς μάρτυρες ανέφεραν την άποψη τους ότι τα αίματα και τα λέπια τα οποία υπήρχαν στην παγωνιέρα ήταν φρέσκα, παρά το ότι δεν έγιναν οποιεσδήποτε επιστημονικές εξετάσεις σε αυτά. Όπως έχει νομολογηθεί, μόνο οι εμπειρογνώμονες μάρτυρες μπορούν να εκφέρουν την άποψη τους επί ζητήματος, το οποίο εμπίπτει εντός της εμπειρογνωμοσύνης τους. Η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα του μάρτυρα αλλά και στην πραγματική εμπειρία που αποκτάται πάνω σε συγκεκριμένο αντικείμενο (βλ. Χατζηξενοφώντος Ανδρέας κ.α ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 316).
Σε ότι αφορά την αξιολόγηση μαρτύρων εμπειρογνωμόνων παραθέτω μια σύνοψη της νομολογίας επί του ζητήματος. Οι πραγματογνώμονες μάρτυρες δεν αντιμετωπίζονται από το Δικαστήριο με διαφορετικό τρόπο από ότι οι άλλοι μάρτυρες. Η μαρτυρία τους αξιολογείται στη βάση των ίδιων αρχών και το Δικαστήριο μπορεί να δεχτεί μέρος της μαρτυρίας του ενός ή άλλου εμπειρογνώμονα και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα (βλ. Πιττάλης v Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 814). Ο ρόλος του εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύει το Δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του για να μπορέσει έτσι το Δικαστήριο να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία (βλ. Καούρης v Δημητρίου (2008) 1 ΑΑΔ 967).
Ο Μ.Κ.1 παρά το ότι ανέφερε ότι είναι επιθεωρητής του ΤΑΘΕ, δεν έκανε καμία αναφορά αν έχει οποιαδήποτε εμπειρία ή ακαδημαϊκά προσόντα για το ζήτημα της «φρεσκάδας» του αίματος και των λεπιών θαλάσσιων οργανισμών, και επομένως δεν κατατάσσεται στην κατηγορία μαρτύρων εμπειρογνωμόνων. Ως εκ τούτου δεν μπορώ να αποδεχθώ την άποψη του για το ζήτημα αυτό. Από την άλλη ο Μ.Κ.2 αναφέρθηκε στην μακροχρόνια εμπειρία του, όπου έχει επαφή με τα ψάρια και τους ψαράδες. Επίσης ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι εκτός από λειτουργός στο ΤΑΘΕ διετέλεσε στον τομέα αλιευτικών πόρων και προς τούτο προέβη σε πολυήμερα ταξίδια ως παρατηρητής αλιείας. Επίσης είναι θαλάσσιος βιολόγος και ερασιτέχνης αλιείς. Στην βάση των όσων αναφέρθηκαν από τους Μ.Κ.2 και Μ.Κ.3 κρίνω ότι ένεκα της εμπειρίας τους κατατάσσονται στην κατηγορία μαρτύρων εμπειρογνωμόνων και μπορώ να βασιστώ και να εξάγω τα ανάλογα συμπεράσματα σχετικά με τα όσα ανέφεραν σχετικά με την φρεσκάδα του αίματος και των λεπιών που ανευρέθηκαν, άποψη την οποία δικαιολόγησαν επαρκώς. Ως εκ τούτου αποδέχομαι την μαρτυρία τους για το εν λόγω ζήτημα.
Κατηγορούμενος 1
Αξιολογώντας την μαρτυρία του Κατηγορούμενου 1, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν μου άφησε θετική εικόνα. Μέσα από την συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα και τον τρόπο που απαντούσε, δεν με έπεισε ότι ήλθε στο Δικαστήριο για να πει την πάσα αλήθεια για όσα πραγματικά διαδραματίσθηκαν την υπό κρίση ημέρα. Αντιπαραβάλλοντας ουσιαστικές θέσεις του Κατηγορούμενου 1 με τις θέσεις του Κατηγορούμενου 2 κατά την μαρτυρία του, διαπιστώνονται αντιφάσεις επί κομβικών ζητημάτων, με τρόπο ώστε να δημιουργούνται ρήγματα στην μαρτυρία του Κατηγορούμενου 1 και να εκθεμελιώνεται η αξιοπιστία του. Περαιτέρω, κάποιες θέσεις που πρόβαλε ο Κατηγορούμενος 1 ήταν έντονα υπερβολικές και αντιστρατεύονται στην κοινή λογική, που ως έχει νομολογηθεί εν πολλοίς είναι και οδηγός ως προς τη λογική των πραγμάτων (βλ. Θεοφάνους Θεόδωρος Κώστας ν Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 161). Εξηγώ.
Αντιφατικές θέσεις προωθήθηκαν μεταξύ των Κατηγορούμενων 1 και 2 για το κατά ποσόν την προηγούμενη ημέρα, δηλαδή στις 25/09/2020 ήταν μαζί για ψάρεμα. Ο Κατηγορούμενος 1 στην μαρτυρία του ανέφερε ότι πήγε μόνος του για ψάρεμα, ενώ ο Κατηγορούμενος 2 κατά την αντεξέταση του αρχικά ανέφερε ότι δεν πήγε μαζί με τον Κατηγορούμενο 1, αλλά στην συνέχεια της αντεξέτασης του ανέφερε ότι πήγε μαζί με τον Κατηγορούμενο 1 για ψάρεμα, αναφερόμενος μάλιστα στην άγκυρα που, κατά την θέση του, χάθηκε το εν λόγω απόγευμα. Σημειώνεται ότι επί αυτού του ζητήματος ο Γιώργος Ιωάννου στην γραπτή κατάθεση του (Τεκμήριο 12), την οποία αποδέχομαι ως αληθή ένεκα και της αξιολόγησης της μαρτυρίας του, κατέγραψε ότι όταν ρώτησαν τον Κατηγορούμενο 1 την υπό κρίση ημέρα για τα αίματα, ο Κατηγορούμενος 1 τους απάντησε ότι ήταν από την προηγούμενη νύχτα όπου πήγε για ψάρεμα με τον Κατηγορούμενο 2. Άλλωστε στο έντυπο «Ενημέρωση Αδικήματος – Ειδοποίηση» (Τεκμήριο 6) καταγράφηκε στις παρατηρήσεις η απάντηση που έδωσε ο Κατηγορούμενος 1 την επίδικη ημέρα, ότι δηλαδή τα λέπια στην παγωνιέρα ήταν από την χθεσινή ημέρα όπου πήγε για «ψάρεμα με τον Γιάγκο Τέλος». Σημειώνεται, ότι ο συνήγορος της Υπεράσπισης δεν αμφισβήτησε ή αντεξέτασε τους μάρτυρες κατηγορίας για αυτές τις αναφορές επί των Τεκμηρίων 6 και 12, ούτε έφερε ένσταση στην κατάθεση τους, με τρόπο ώστε αυτές οι αναφορές να παρέμειναν αναντίλεκτες.
Αντιφατικές θέσεις προώθησε σχετικά με το αν ο Κατηγορούμενος 2 την υπό κρίση ημέρα μετέφερε εκτός του σκάφους το επίμαχο σακίδιο. Κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι δεν είχε υποπέσει στην αντίληψη του ο Κατηγορούμενος 2 να είχε μαζί του τσάντα, ωστόσο όταν ερωτήθηκε από τον Γιώργο Ιωάννου εκείνη την ημέρα τι είχε μέσα η τσάντα που μετέφερε ο Κατηγορούμενος 2 από το σκάφος, και ο τελευταίος το κατέγραψε αυτό στην γραπτή του κατάθεση (Τεκμήριο 12), ήταν ότι δεν γνώριζε, αλλά μάλλον σε αυτή θα υπήρχαν τα προσωπικά αντικείμενα του Κατηγορούμενου 2. Επομένως, την υπό κρίση ημέρα, ο Κατηγορούμενος 1 είχε παραδεχθεί ότι ο Κατηγορούμενος 2 είχε μεταφέρει από το σκάφος μια τσάντα. Σημειώνεται ότι κατά την αντεξέταση του Γιώργου Ιωάννου ο συνήγορος της Υπεράσπισης και πάλι δεν αμφισβήτησε καθ΄ οποιοδήποτε τρόπο την αναφορά αυτή που καταγράφηκε στην κατάθεση του Γιώργου Ιωάννου, και ούτε του υπέβαλε την θέση ότι ο Κατηγορούμενος 2 δεν μετέφερε οποιαδήποτε τσάντα εκτός του σκάφους.
Η εκδοχή που προώθησε για τα αίματα και τα λέπια στην παγωνιέρα δεν μπορεί επίσης να γίνει πιστευτή ένεκα του ότι αντιστρατεύεται στην κοινή λογική. Ο Κατηγορούμενος 1 ανέφερε στην μαρτυρία του ότι η παγωνιέρα είχε παραμείνει στο σκάφος του από την προηγούμενη ημέρα όπου είχε πάει για ψάρεμα, σημειώνοντας μάλιστα με υπερβολικό τρόπο ότι «πάντα» η παγωνιέρα παραμένει στο σκάφος του, και δεν «φεύγει». Γεννούνται απορίες πως πλένεται η παγωνιέρα όταν τοποθετούνται σε αυτήν τα ψάρια, πως μετέφερε τα ψάρια εκτός του σκάφους την προηγούμενη ημέρα, αλλά και γιατί την επίδικη ημέρα η παγωνιέρα μεταφέρθηκε εκτός του σκάφους, στο όχημα του Κατηγορούμενου 1. Επίσης υπερβολικός ήταν ο τρόπος που απάντησε όταν ερωτήθηκε για την χρήση της παγωνιέρας. Από την μια ανέφερε ότι στην παγωνιέρα υπήρχε ξεχωριστό μέρος που τοποθετούσαν τα φαγώσιμα τους με το μέρος όπου τοποθετούνταν τα ψάρια, αλλά όταν του ζητήθηκε να υποδείξει το ξεχωριστό μέρος ανέφερε ότι απλά τοποθετούνται σε πλαστικές τσάντες.
Σύγχυση προκάλεσε η θέση που προώθησε για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν μετά που ο Κατηγορούμενος 2 τον βοήθησε να ξεφορτώσει όλα τα πράγματα από το σκάφος. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι ο ίδιος μετέφερε το σκάφος στο αγκυροβόλιο και για αυτό δεν είχε οπτική επαφή με τα όσα διημείφθησαν μεταξύ του Κατηγορούμενου 2 και των λειτουργών του ΤΑΘΕ. Παρά το ότι η θέση αυτή δεν υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας από τον συνήγορο των Κατηγορούμενων, ο τρόπος και το ύφος του Κατηγορούμενου 1 όταν εξιστορούσε την ιστορία αυτή ήταν τέτοιος που έδιδε την εντύπωση ότι πρόκειτο για μια επίπλαστη ιστορία για να υποστηρίξει την εκδοχή του ότι δεν είδε τι διαδραματίστηκε μεταξύ του Κατηγορούμενου 2 και λειτουργών του ΤΑΘΕ.
Αυτό που επίσης δεν μπορώ να παραβλέψω είναι κάποιες άλλες υπερβολικές αναφορές του, όπως την θέση του ότι είναι «πάντα νόμιμος». Γενικά από την μαρτυρία του πρόκυπτε με εμφανή τρόπο ότι προσπαθούσε να διαστρεβλώσει τα γεγονότα. Ως εκ των ανωτέρω διαπιστώσεων, καμία βαρύτητα δεν μπορεί να δοθεί στην μαρτυρία του Κατηγορούμενου 1, η οποία κρίνεται ως καθόλα αναξιόπιστη.
Κατηγορούμενος 2
Ούτε ο Κατηγορούμενος 2 άφησε θετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο ως μάρτυρας της αλήθειας. Ο τρόπος των απαντήσεων του διακατέχετο από έντονη υπερβολή και θεατρινισμούς. Ενδεικτικά παραπέμπω στην θέση του ότι την υπό κρίση ημέρα δεν μπήκε καν στην θάλασσα γιατί φοβάται, αφού όπως τόνισε μπορεί να «πεταχτεί και κανένας καρχαρίας να μας φάει». Με τον ίδιο υπερβολικό τρόπο απάντησε όταν ερωτήθηκε για τον λόγο που δεν σταμάτησε το όχημα του όταν του ζητήθηκε από τους λειτουργούς του ΤΑΘΕ. Ήταν η θέση του ότι ο Γιώργος Ιωάννου όχι μόνο δεν του έδειξε την υπηρεσιακή ταυτότητα του, αλλά ερχόταν απειλητικά προς το μέρος του με τρόπο ώστε να φοβηθεί ότι θα συγκρουστούν τα οχήματα τους. Μάλιστα όπως ανέφερε ο ίδιος φοβήθηκε ότι θα τον «λύσουν» και θα τον «σκοτώσουν» και για αυτό δεν σταμάτησε. Τα σημεία αυτά από την μαρτυρία του παρατίθενται για να υποδείξω ότι ο Κατηγορούμενος 2 βρισκόταν συνεχώς σε μια αμυντική στάση, απαντώντας με έκδηλα επίπλαστες υπερβολές, σε μια προσπάθεια του ιδίου να δικαιολογήσει τις ενέργειες του. Στρεφόμενη εκ νέου στο σημείο της μαρτυρίας του για τον Γιώργο Ιωάννου ο Κατηγορούμενος 2 πρόβαλε επίσης συγχυσμένες εκδοχές. Αρχικά ανέφερε ότι το άτομο το οποίο τον προσέγγισε δεν φορούσε φανέλα όταν προσπάθησε να τον σταματήσει, στην συνέχεια ανέφερε ότι φορούσε φανέλα αλλά δεν έγραφε κάτι πάνω που να αναγνώριζε ότι είναι από το ΤΑΘΕ, και στο τέλος τόνισε ότι ακόμα και να έγγραφε κάτι η φανέλα πάνω δεν θα το αντιλαμβανόταν γιατί είναι «αγράμματος». Δεν παραβλέπω επίσης ότι στην μαρτυρία του αναφέρθηκε στα ψυχικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, ως ήταν η θέση του, επί σκοπό, για να δικαιολογήσει την ενέργεια του να μην σταματήσει στον έλεγχο από το ΤΑΘΕ, ισχυριζόμενος ότι φοβήθηκε, αλλά και για να παρουσιάσει την εικόνα ότι δεν του επιτρέπεται να κολυμπά ή να ψαρεύει.
Επιτηδευμένη ήταν κατά την κρίση μου η απάντηση που έδωσε όταν ερωτήθηκε για την παγωνιέρα, τονίζοντας ότι κρατούσε μια παγωμένη μπουκάλα νερού, την τοποθέτησε σε σκιερό μέρος στο σκάφος, και προς τούτο δεν άνοιξε την παγωνιέρα. Ενώ ήταν η θέση του ότι βοήθησε τον Κατηγορούμενο 1 να κατεβάσει όλα τα αντικείμενα από την βάρκα, διαφοροποίησε την θέση του για την παγωνιέρα αναφέροντας ότι δεν κατέβασε την παγωνιέρα τονίζοντας εκ νέου, με επιτηδευμένο κατά την κρίση μου τρόπο, ότι ο ίδιος είχε μόνο μια μπουκάλα νερό μαζί του την οποία και δεν τοποθέτησε στην παγωνιέρα.
Αντιφατικές εκδοχές προώθησε σχετικά με το πόσες φορές πήγε με το σκάφος. Αρχικά αναφέρθηκε μόνο σε δύο φορές και στις δύο μάλιστα τον σταμάτησαν λειτουργοί του ΤΑΘΕ για έλεγχο, αναφερόμενος στην υπό κρίση ημερομηνία και σε μια άλλη ημερομηνία για την οποία καταχωρήθηκε άλλη ποινική υπόθεση εναντίον του, ενώ σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του αναφέρθηκε σε 3-4 φορές.
Τέλος, λαμβάνω επίσης υπόψιν μου τις αντιφατικές θέσεις των δύο Κατηγορούμενων, σχετικά με το αν την προηγούμενη ημέρα ήταν μαζί για ψάρεμα ή για το αν ο Κατηγορούμενος 2 κατέβασε από το σκάφος οποιαδήποτε τσάντα. Για τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του Κατηγορούμενου 2 η οποία κρίνεται ως καθ’ όλα αναξιόπιστη.
Μ.Υ.1
Λαμβάνοντας υπόψιν τα ακαδημαϊκά προσόντα του Μ.Υ.1 ως εκτέθηκαν ανωτέρω, καθώς και την εργασιακή εμπειρία του, αποδέχομαι ότι ο Μ.Υ.1 κατατάσσεται στην κατηγορία μαρτύρων εμπειρογνωμόνων για ζητήματα που εντάσσονται στο πεδίο της αλιευτικής και θαλάσσιας αλιείας. Ως εκ τούτου η μαρτυρία του θα προσεγγιστεί ως η νομολογία επιτάσσει (βλ. Ευαγγέλου ν Αμπίζα (1982) 1 ΑΑΔ 41, Νικολάου ν Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ 746, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41).
Όπως έχει νομολογηθεί η συμπεριφορά των εμπειρογνωμόνων μαρτύρων στο εδώλιο του μάρτυρα δεν έχει και τόση σπουδαιότητα για τη διαπίστωση της αξιοπιστίας τους, αν και παραμένει ένα από τα στοιχεία που σταθμίζονται, χωρίς όμως αυτό να αφορά αποκλειστικώς στη καλή ή κακή εντύπωση που αφήνουν ως μάρτυρες στο Δικαστήριο (βλ. Σιακόλας ν Medousa Constructions Ltd, Ποινική Έφεση 161/2012, Star Fiberglass Ltd v Elneda Trading Ltd (1992) 1 AAΔ 875).
Διέκρινα κατά την ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν έντονα προκατειλημμένος απέναντι στους λειτουργούς του ΤΑΘΕ. Δεν μπορώ να παραβλέψω ότι στην μαρτυρία του αναφέρθηκε επανειλημμένα στην ανικανότητα, κατά την θέση του, των υπαλλήλων του ΤΑΘΕ να στοιχειοθετήσουν τέτοιου είδους κατηγορίες. Μάλιστα ανέφερε ότι αντί να κάνουν «σωστά» την δουλειά τους «φορτώνουν το κράτος έξοδα» δηλώνοντας μάλιστα ότι στην Κύπρο συγκριτικά με τα άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχει «πρόβλημα» να στοιχειοθετηθεί μια υπόθεση, θίγοντας, όπως ανέφερε, «ενώπιον του Δικαστηρίου την ανεπάρκεια των κρατικών υπαλλήλων στο πεδίο». Παραπέμπω επίσης στην έκθεση του (Τεκμήριο 33), στην οποία παρά το ότι θα αναμένετο να καταγράψει τις δικές του θέσεις, παραπέμποντας σε σχετική βιβλιογραφία, αμφισβητεί την υποκειμενικότητα της «εμπειρίας» των λειτουργών του ΤΑΘΕ. Έδιδε έντονα δηλαδή την αίσθηση ότι είναι απογοητευμένος και πικραμένος με τον τρόπο όπου οι λειτουργοί του ΤΑΘΕ εκτελούν τα καθήκοντα τους, και ένεκα αυτής της πικρίας η μαρτυρία του σε αρκετά σημεία ήταν υπερβολική. Επίσης κατά την μαρτυρία του υπέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις επί δικών του θέσεων και απόψεων.
Ενώ κατά την κυρίως του εξέταση προέβαλε την θέση ότι για να διαπιστωθεί αν το αίμα είναι φρέσκο θα πρέπει να γίνει τόσο εργαστηριακός έλεγχος, μετά από την συλλογή δείγματος, όσο και μακροσκοπική εξέταση στο πεδίο, κατά την αντεξέταση του συμφώνησε ότι οπτικά μπορεί να αντιληφθεί αν κάποια κηλίδα αίματος είναι φρέσκα ή παλιά. Πρόκειται δηλαδή για δύο αντιφατικές θέσεις. Όταν του υποδείχθηκε αυτή η αντίφαση του τόνιζε συνεχώς ότι για να διαπιστώσει οπτικά και μόνον αν το αίμα είναι φρέσκο θα έπρεπε να έβλεπε το αλίευμα, ούτως ώστε να ήταν βέβαιος ότι πρόκειται για αίμα ψαριού. Όταν και πάλι κατά την αντεξέταση του ερωτήθηκε αν οπτικά μπορεί κάποιος να αντιληφθεί αν η κηλίδα αίματος στα κάθετα τοιχώματα μιας παγωνιέρας είναι φρέσκα από το χρώμα, αν δηλαδή έχει χρώμα κόκκινο, καφέ ή μαύρο, η απάντηση του ήταν «κατηγορηματικά όχι».
Επίσης δεν μπορώ να παραβλέψω ότι κατά την μαρτυρία του προέβαινε σε αξιολόγηση των θέσεων των μαρτύρων κατηγορίας, κάτι που φυσικά αποτελεί πρωταρχικό και αποκλειστικό έργο του Δικαστηρίου μετά που θα υποστεί η κάθε πλευρά την βάσανο της αντεξέτασης. Προς επίρρωση της κατάληξης αυτής του Δικαστηρίου κρίνω σκόπιμο όπως παραπέμψω στην κατάληξη του στην έκθεση του (Τεκμήριο 33), στην οποία κατέγραψε ότι το αίμα στην παγωνιέρα «δεν διαθέτει καμία αποδεικτική αξία» και ως εν τούτου «δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ή να υποστηρίξει κατηγορία για πρόσφατη παράνομη αλιεία». Καταληκτικά δεν μπορώ να μην επισημάνω την καταφυγή του μάρτυρα σε διάφορες υπερβολές, όπως για παράδειγμα ότι ενώ μπορεί να γίνει εργαστηριακός έλεγχος του αίματος ψαριού στην Κύπρο και μάλιστα υπάρχουν καταρτισμένα κέντρα, ο ίδιος προσωπικά θα προέβαινε και σε δεύτερο έλεγχο σε εργαστήριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Μ.Υ.1 δεν άφησε θετική εικόνα στο Δικαστήριο τόσο ως μάρτυρας, όσο και ως εμπειρογνώμονας. Σε ερωτήσεις επί κρίσιμων θεμάτων κατά το στάδιο της αντεξέτασης του υπέπεσε σε αντιφάσεις και έτσι το Δικαστήριο δεν έχει πειστεί για την ορθότητα των συμπερασμάτων του εν λόγω μάρτυρα. Για τους πιο πάνω λόγους δεν μπορώ να στηριχθώ στην μαρτυρία του Μ.Υ.1 την οποία και απορρίπτω.
Δ. Ευρήματα Δικαστηρίου
Υπό το φως της πιο πάνω αξιολόγησης της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, καθώς και από την τεθείσα ενώπιον μου αποδεκτή έγγραφη μαρτυρία, αλλά και από τα αδιαμφησβήτητα γεγονότα ως έχουν προκύψει μέσω του χειρισμού των συνηγόρων των μερών κατά την ακροαματική διαδικασία, καταλήγω στα ακόλουθα ευρήματα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση:
Στις 26/09/2020, στην «Πλαζ Γεροσκήπου», περί τις 11.10, προσέγγισε τον χώρο όπου γίνονται οι ανελκύσεις σκαφών σε τρόλεϊ, το σκάφος με αριθμούς εγγραφής [ ], από το οποίο αποβιβάστηκαν οι Κατηγορούμενοι 1 και 2. Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 έδεσαν το σκάφος στην αποβάθρα, και ο Κατηγορούμενος 2 αποβιβάστηκε από το σκάφος με ένα μεγάλο σακίδιο, πλάτους ενός μέτρου περίπου, και κατευθύνθηκε προς το όχημα μάρκας Subaru Forester, χρώματος ασημί, με αριθμούς εγγραφής [ ], το όποιο όχημα ήταν παρκαρισμένο κοντά από τον χώρο όπου έδεσαν το σκάφος. Ο Κατηγορούμενος 2 τοποθέτησε στο πορτ μπαγκάζ του εν λόγω οχήματος το σακίδιο που μετέφερε από το σκάφος. Ο Κατηγορούμενος 2 στην συνέχεια άνοιξε το διπλανό αυτοκίνητο, ένα όχημα τύπου διπλοκάμπινο, μάρκας TOYOTA, με αριθμούς εγγραφής [ ], κάθισε στην θέση του οδηγού και οδήγησε αυτό προς το μέρος όπου έδεσαν το σκάφος. Ο Κατηγορούμενος 2 βοήθησε τον Κατηγορούμενο 1 να ξεφορτώσουν το σκάφος και να τοποθετήσουν στο όχημα τύπου διπλοκάμπινο τα διάφορα αντικείμενα/ εξαρτήματα τα οποία βρίσκονταν εντός του σκάφους.
Στην συνέχεια ο Κατηγορούμενος 2 κατευθύνθηκε πεζός στο όχημα τύπου Subaru Forester, στο οποίο είχε αφήσει το σακίδιο, και ξεκίνησε να οδηγεί το όχημα. Οι λειτουργοί του ΤΑΘΕ προσπάθησαν να ανακόψουν το όχημα που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος 2 για να προβούν σε έλεγχο, κάνοντας του σήμα με τα φώτα πορείας του για να σταματήσει. Ο Γιώργος Ιωάννου, ο οποίους φορούσε την υπηρεσιακή φανέλα του ΤΑΘΕ, κατέβηκε από το υπηρεσιακό όχημα και προσέγγισε τον Κατηγορούμενο 2 σε κοντινή απόσταση, περίπου ενάμιση με δύο μέτρα, επιδεικνύοντας του την υπηρεσιακή ταυτότητα του και αναφέροντας του ότι είναι από το ΤΑΘΕ. Ο Κατηγορούμενος 2 δεν σταμάτησε στον έλεγχο και με ιλιγγιώδη ταχύτητα έβαλε όπισθεν και διέφυγε από ένα διπλανό χωματόδρομο φωνάζοντας «Ήντα που σας έκαμα, ήντα που σας έκαμα». Το όχημα που οδηγούσε ο Κατηγορούμενος 2 δεν κατέστη δυνατόν να ανακοπεί από την Αστυνομία, αλλά αργότερα όταν η Αστυνομία ειδοποίησε τον Κατηγορούμενο 2 να παρουσιαστεί σε συγκεκριμένο σημείο παρουσιάστηκε, και στο όχημα του δεν εντοπίστηκε κάτι.
Ταυτόχρονα με τα όσα διημείφθησαν με τον Κατηγορούμενο 2 και τους λειτουργούς του ΤΑΘΕ, ο Μ.Κ.2 είδε το διπλοκάμπινο όχημα να κινείται και έτσι έτρεξε στο σημείο για να το σταματήσει. Οδηγός του εν λόγω οχήματος ήταν ο Κατηγορούμενος 1. Οι μάρτυρες κατηγορίας προχώρησαν σε έλεγχο στον Κατηγορούμενο 1. Από τον έλεγχο διαπιστώθηκε ότι ιδιοκτήτης του διπλοκάμπινου οχήματος και του σκάφους ήταν ο Κατηγορούμενος 1. Από τον επιτόπιο έλεγχο που έκαναν στο όχημα του Κατηγορούμενου 1, το οποίο ήταν σε κοντινή απόσταση από το σκάφος, και στο σκάφος, εντόπισαν μια μπλε παγωνιέρα, όπου είχε μέσα φρέσκα αίματα και λέπια ψαριών, δηλαδή κάποιων ωρών, και αναδυόταν μυρωδιά «ψαρίλας», καταδυτικές συσκευές, τρείς φιάλες οξυγόνου, στολές κατάδυσης, τρία φανάρια, ένα ρολόι κατάδυσης/θάλασσας, ένα BC mares, δύο μάσκες κατάδυσης και τρία σετ «pressure regulators. Οι φιάλες οξυγόνου οι οποίες ανευρέθηκαν είχαν ένα εξωτερικό δίκτυ, το οποίο ήταν σε χρησιμοποιημένη κατάσταση όταν ανευρέθηκαν, αφού ήταν βρεγμένο με θαλασσινό νερό το οποίο μύριζε.
Όταν οι λειτουργοί του ΤΑΘΕ ρώτησαν τον Κατηγορούμενο 1 για το άτομο το οποίο ήταν μαζί του τους ανέφερε ότι ονομαζόταν «Γιάγκος Τέλος» αλλά δεν τον γνωρίζει καλά, χωρίς να τους δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για το άτομο αυτό. Όπως προέκυψε ως αδιαμφησβήτητο γεγονός από την αντεξέταση των Κατηγορούμενων 1 και 2 το ψευδώνυμο του Κατηγορούμενου 2 είναι «Γιάγκος Τέλος». Οι μάρτυρες κατηγορίες κατά την υπό κρίση ημέρα δεν γνώριζαν το πρόσωπο του Κατηγορούμενου 2 ή ότι χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Γιάγκος Τέλος».
Όπως επίσης προέκυψε ως αδιαμφησβήτητο γεγονός από την αντεξέταση των Κατηγορούμενων 1 και 2, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν στο παρελθόν χρησιμοποιήσει μαζί το σκάφος.
Ε. Νομική Πτυχή
Η πρώτη και δεύτερη κατηγορία, όπως φαίνεται και από τις λεπτομέρειες τους, αφορούν την αλιεία με την χρήση ψαροντούφεκων σε συνδυασμό με υποβρύχιες αναπνευστικές συσκευές (άρθρο 5(δ) του περί Αλιείας Νόμου (Κεφ. 135)), και την ταυτόχρονη κατοχή/μεταφορά υποβρύχιων βοηθητικών συσκευών κατάδυσης και ψαροντούφεκων στο σκάφος (Κανονισμός 17(3)(γ)(i) των Περί Αλιείας Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 273/90), ως έχουν τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 416/2019). Επομένως για σκοπούς των εν λόγω κατηγοριών εκείνο που θα πρέπει να εξεταστεί πρώτα, είναι το αν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το κοινό αυτό στοιχείο, ήτοι η ύπαρξη υποβρύχιων βοηθητικών συσκευών κατάδυσης και ψαροντούφεκων την συγκεκριμένη ημέρα.
Η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι καθοριστική και για την τρίτη κατηγορία, αυτή της χρήσης ψαροντούφεκου σε συνδυασμό με φωτεινές πηγές (Κανονισμός 17(2)(γ) των Περί Αλιείας Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 273/90).
Τέλος, σχετικά με την τέταρτη και πέμπτη κατηγορία αποδίδεται στους Κατηγορούμενους ότι παρακώλυσαν και/ή παρεμπόδισαν το έργο παρατηρητών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους Το άρθρο 6(1)(β) του περί της Εφαρμογής Κοινοτικών Αποφάσεων και Κοινοτικών Κανονισμών που αφορούν θέματα Αλιείας Νόμος του 2006 (134(I)/2006) επιτρέπει στον επιθεωρητή ή λειτουργό του ΤΑΘΕ, με σκοπό την διακρίβωση της εκπλήρωσης οποιασδήποτε υποχρέωσης ή όταν έχει εύλογες αιτίες να υποψιάζεται ότι έχει διαπραχθεί αδίκημα έχει εξουσία σε εύλογο χρόνο, να ανακόπτει, να εισέρχεται, να επιθεωρεί, να ερευνά και να διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο ξηράς, θάλασσας ή αέρα, το οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι είναι σχετικό μεταφορικό μέσο ή στο οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι διεξάγεται ή δυνατόν να διεξαχθεί οποιαδήποτε αλιευτική δραστηριότητα ή προσφέρεται ή παρέχεται σχετική υπηρεσία ή μεταφέρεται.
o αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο έρευνας ή δικαστικής διαδικασίας ή παρέχει σε Επιθεωρητή ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο ή αρνείται να προσκομίσει σε Επιθεωρητή πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο Επιθεωρητής απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο (άρθρο 6(8)(α)), ή
o σκόπιμα παρεμποδίζει Επιθεωρητή από την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί το παρόν άρθρο ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε οδηγία ή εντολή Επιθεωρητή, η οποία δίδεται με βάση τον παρόντα Νόμο (άρθρο 6(8)(γ)).
ΣΤ.Βάρος Απόδειξης
Σε όλες τις ποινικές υποθέσεις, το βάρος της απόδειξης σωρευτικής συνύπαρξης όλων των συστατικών στοιχείων του αδικήματος το έχει η Kατηγορούσα Aρχή, με υψηλότατο επίπεδο απόδειξης, δηλαδή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία που να είναι και αξιόπιστη και σαφής (βλ. Φλουρής v. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 401).
Η Κατηγορούσα Αρχή θα πρέπει να αποδείξει, με αποδεκτή μαρτυρία, την ύπαρξη κάθε συστατικού στοιχείου της κατηγορίας και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Sener Erbekci v. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ 434). Όσα ερωτηματικά και αν η συμπεριφορά του κατηγορούμενου εγείρει, δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί μετά την απόρριψη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέα Ευριπίδου (2002) 2 Α.Α.Δ 246). Η υπεράσπιση σε καμία περίπτωση φέρει βάρος απόδειξης της αθωότητας του κατηγορούμενου ή συμπλήρωσης τυχόν κενών στην μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής. Εάν στο τέλος της υπόθεσης μείνει έστω και η παραμικρή αμφιβολία στο μυαλό του Δικαστηρίου για την ενοχή του Κατηγορούμενου, τότε αυτό θα πρέπει να αποφασισθεί υπέρ του και να απαλλαγεί της κατηγορίας.
Η πεμπτουσία της ποινικής δίκης είναι η θεμελιακή αρχή ότι η καταδίκη είναι επιτρεπτή μόνο όταν αναδύεται, ασφαλής, ως αποτέλεσμα κρυστάλλινης και χωρίς λογική αμφιβολία δικανικής πεποίθησης (βλ. ΧΧ ΧΧ ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 294/2018, ημερομηνίας 19/11/2019, ECLI:CY:AD:2019:B474).
Ζ. Παραβίαση Αρχής Δίκαιης Δίκης
Η θέση που προωθήθηκε από την Υπεράσπιση ήταν ότι παραβιάστηκε η αρχή της δίκαιης δίκης λόγω του ότι η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να λάβει κατάθεση από τον Κατηγορούμενο 1. Προς επίρρωση της θέσης αυτής κατατέθηκε αλληλογραφία μεταξύ της Νομικής Υπηρεσίας και της Κατηγορούσας Αρχής αναφορικά με το ζήτημα αυτό (Τεκμήριο 8).
Πριν την εξέταση του πιο πάνω ζητήματος, κρίνεται σκόπιμη η παράθεση, εν σύνοψη, του νομικού πλαισίου που διέπει το υπό εξέταση ζήτημα.
Συμφώνως της νομολογίας το δικαίωμα της δίκαιης δίκης εκτείνεται στο ανακριτικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Το ανακριτικό στάδιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ποινική διαδικασία καθότι η μαρτυρία η οποία συλλέγεται καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το πλαίσιο εξέτασης των υπό κατηγορία αδικημάτων κατά τη δίκη. Τυχόν παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου τα οποία εγγυάται το Άρθρο 6.3 της ΕΣΔΑ και τα αντίστοιχα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος, δύναται να επηρεάσει δυσμενώς το δικαίωμα δίκαιης δίκης, αναλόγως των γεγονότων της υπόθεσης (βλ. Α.Ν.Κ. ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 136/2022, 140/2022, 01/08/2025).
Οι ισχυρισμοί για επηρεασμό του δικαιώματος δίκαιης δίκης δεν εξετάζονται μεμονωμένα ή αποσπασματικά αλλά επί του συνόλου της ποινικής διαδικασίας, όχι κατά τρόπο αφηρημένο (in abstracto), αλλά συγκεκριμένα (in concreto), και υπό το φως των δεδομένων της κάθε υπόθεσης (βλ. Yacoub ν Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 165, Κυπριανού ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 318/15, 07/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:B285, Δημοκρατία ν Σταυρινού, Ποινική Έφεση αρ. 266/18 08/04/2020, ECLI:CY:AD:2020:B139, Μακρίδης ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 181/2019, 07/09/2020, ECLI:CY:AD:2020:B312). Για να στοιχειοθετηθεί η παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης θα πρέπει να αποδειχθεί από τον κατηγορούμενο στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι πράγματι έχει επηρεαστεί δυσμενώς (βλ. Ιωσηφίδης ν Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 204).
Στην πρόσφατη υπόθεση Α.Ν.Κ. ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 136/2022, 140/2022, 01/08/2025, το Ποινικό Εφετείο εξέτασε τις επιπτώσεις στην δυνατότητα διεξαγωγής δίκαιης δίκης λόγω της παράληψης ή λάθους των αστυνομικών αρχών να συλλέξουν ή να διατηρήσουν σχετική με την υπόθεση μαρτυρία. Κρίνεται σκόπιμο όπως γίνει αναφορά στο σχετικό απόσπασμα της απόφασης.
«Στρεφόμενοι στις επιπτώσεις επί της δυνατότητας διεξαγωγής δίκαιης δίκης λόγω της παράληψης ή λάθους των αστυνομικών αρχών να συλλέξουν ή διατηρήσουν σχετική με την υπόθεση μαρτυρία, η καθοδηγητική αυθεντία είναι η R. (Ebrahim) v. Feltham Magistrates' Court (ανωτέρω), (βλ. Blackstone's Criminal Practice 2025, D. 3.83). Παρότι η απόφαση εξετάζει το θέμα από τη σκοπιά της κατάχρησης διαδικασίας, τα αποφασισθέντα είναι κατά λογική προέκταση εξίσου σημαντικά για την παραβίαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης το οποίο αποτιμάται στο τέλος της δίκης και στο πλαίσιο του συνόλου της. Στην εν λόγω απόφαση τονίζεται ότι δεν είναι κάθε παράλειψη ή λάθος των ανακριτικών αρχών στη συλλογή ή διατήρηση σχετικής μαρτυρίας που καθιστά αδύνατη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης. Σχετικό είναι το κάτωθι απόσπασμα:
"27. It must be rememberd that it is a commonplace in criminal trials for a defendant to rely on "holes" in the prosecution case, for example, a failure to take fingerprints or a failure to submit evidential material to forensic examination. If, in such a case, there is sufficient credible evidence, apart from the missing evidence, which, if believed, would justify a safe conviction, then a trial should proceed, leaving the defendant to seek to persuade the jury or magistrates not to convict because evidence which might otherwise have been available was not before the court through no fault of his. Often the absence of a video film or fingerprints or DNA material is likely to hamper the prosecution as much as the defence".
Στην ίδια απόφαση τονίζεται ότι η υπεράσπιση θα πρέπει να αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων την ύπαρξη δυσμενούς επηρεασμού της δυνατότητας διεξαγωγής δίκαιης δίκης λόγω απώλειας μαρτυρικού υλικού (παρ. 28).
Το κριτήριο το οποίο εφαρμόζεται για την απόδειξη δυσμενούς επηρεασμού, εξηγείται περαιτέρω στη μεταγενέστερη υπόθεση R. v. RD [2013] EWCA Crim. 1592, παρ. [15] και [20]:
"The Court observed that in considering the question of prejudice to the defence it was necessary to distinguish between mere speculation about what missing documents might show, and missing evidence which represents a significant and demonstrable chance of amounting to decisive or strongly supportive evidence emerging on a specific issue in the case. The Court needed to consider what evidence directly relevant to the appellant's case had been lost by reason of passage of time. It would then need to go to consider the importance of the missing evidence in the context of the case as a whole and the issues before the jury ."».
Στην υπό κρίση περίπτωση δεν έχει επεξηγηθεί με οποιοδήποτε πειστικό τρόπο πως η παράληψη λήψης κατάθεσης από τον Κατηγορούμενο 1 επηρέασε καθ’ οποιονδήποτε τρόπο δυσμενώς της Υπεράσπιση οποιουδήποτε Κατηγορούμενου. Αντίθετα θα έλεγα ότι το πιο πάνω σημείο αποτέλεσε τη βάση για να αναπτυχθεί από πλευρά Υπεράσπισης επιχειρηματολογία περί έλλειψης μαρτυρίας σε βάρος των Κατηγορουμένων. Η ουσία όμως είναι ότι ενώπιον του Δικαστηρίου έχει τεθεί η εκδοχή του Κατηγορούμενου 1, αλλά και του Κατηγορούμενου 2, την στιγμή που επέλεξαν, μετά που κρίθηκαν εκ πρώτης όψεως ένοχοι, να καταθέσουν ενόρκως. Τούτου δοθέντος δεν παρέμεινε οποιοδήποτε κενό στην προσαχθείσα μαρτυρία, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει οποιοσδήποτε επηρεασμός στα δικαιώματα της Υπεράσπισης και γενικότερα της δίκαιης δίκης.
Δεν τεκμηριώθηκε ο,τιδήποτε συγκεκριμένο προς την κατεύθυνση υποβοήθησης των θέσεων των Κατηγορούμενων, ότι δηλαδή, ως αποτέλεσμα της όλης ποινικής ανάκρισης, επηρεάστηκαν καθορισμένα δικαιώματά τους κατά την εκδίκαση των εναντίον τους κατηγοριών, ούτως ώστε και να στοιχειοθετείται και η εισήγηση περί παραβίασης των κανόνων της δίκαιης δίκης. Ως αποτέλεσμα η επιχειρηματολογία της Υπεράσπισης που αφορά το ζήτημα της δίκαιης δίκης απορρίπτεται.
Η. Κατάληξη – Συμπεράσματα
Όπως είναι καλά γνωστό, καταδίκη στη βάση περιστατικής μαρτυρίας μπορεί μόνο να καταστεί ασφαλής αν η περιστατική μαρτυρία όχι μόνο οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής αλλά και δεν οδηγεί σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα. Όπως χαρακτηριστικά το έθεσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Alibrahim Muhy Iddin ν. Δημοκρατία, Ποινική Έφεση Αρ. 47/2014, 29/2/2016:
«Η προσαχθείσα μαρτυρία πρέπει να εξετάζεται στο σύνολο της και δεν είναι ορθό να απομονώνονται επιμέρους στοιχεία (Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατία (2001) 2 Α.Α.Δ. 195, Τσιβιτανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 166 και Ξυδιάς ν. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 807). Τα δε γεγονότα τα οποία την συνιστούν θα πρέπει να αποδεικνύονται, όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός. Η ενοχή του κατηγορουμένου θα πρέπει να προκύπτει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το δε υλικό που συνθέτει η περιστατική μαρτυρία θα πρέπει να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του κατηγορουμένου ώστε να δικαιολογεί και την καταδίκη. Η δε αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας και της ενοχής του κατηγορουμένου, θα πρέπει να είναι άμεση αφενός, και, αφετέρου, να μην μπορεί να συμβιβαστεί με άλλη λογική ερμηνεία (Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, 79 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172)».
Πολύ σχετικές είναι επίσης και οι αποφάσεις Παφίτης άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 και Πατατάρης ν. Αστυνομίας, (1993) 2 Α.Α.Δ. 58. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Μαμαλικόπουλος ν Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις αρ. 25/14, 29,14, ημερομηνίας 20/09/2018, η υπεράσπιση αρκεί να δώσει εξήγηση που να εισηγείται μια διαζευκτική θεωρία η οποία να είναι πιθανή και να συνάδει με τη μαρτυρία ή, με άλλα λόγια, μια εξήγηση ικανή να προκαλέσει εύλογη, έστω υποβόσκουσα αμφιβολία (lurking doubt), χωρίς να είναι ανάγκη η εξήγηση αυτή να γίνει δεκτή από το δικαστήριο ως αληθινή. Η αποτυχία της υπεράσπισης είναι μοιραία μόνο στο βαθμό που η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής παραμένει ακλόνητη και επαρκώς ισχυρή στο τέλος ώστε να οδηγήσει σε καταδίκη.
Έτσι το καταληκτικό ερώτημα είναι κατά πόσο η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής είναι ικανή να οδηγήσει σε καταδίκη. Υπάρχουν κενά ή εύλογες αμφιβολίες, έστω και υποβόσκουσα αμφιβολία, ή προκύπτουν άλλα εύλογα πιθανά σενάρια από το μαρτυρικό υλικό;
Επανερχόμενη στην μαρτυρία και στα ευρήματα του Δικαστηρίου, διαπιστώνω ότι τα βασικά στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας εναντίον των Κατηγορούμενων συνοψίζονται ως ακολούθως:
1) Οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 αποβιβάστηκαν από το σκάφος.
2) Στο σκάφος και στο όχημα του Κατηγορούμενου 1 εντοπίστηκαν αντικείμενα και εργαλεία που χρησιμοποιούνται στην αλιεία, όπως καταδυτικές συσκευές, τρείς φιάλες οξυγόνου οι οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί εκείνη την στιγμή, στολές κατάδυσης, τρία φανάρια, ένα ρολόι κατάδυσης/θάλασσας, ένα BC mares, δύο μάσκες κατάδυσης και τρία σετ «pressure regulators».
3) Στον έλεγχο ανευρέθηκε μια μπλε παγωνιέρα, όπου είχε μέσα φρέσκα αίματα και λέπια ψαριών, δηλαδή λίγων ωρών, και σίγουρα όχι της προηγούμενης ημέρας όπως εξήγησε ο Πανίκος Ζερβίδης. Επίσης στην παγωνιέρα υπήρχε παγώνερο όπου μύριζε έντονα «ψαρίλα».
4) Ιδιαίτερα σημαντικά ήταν τα ψέματα του Κατηγορούμενου 2 επί ουσιαστικών ζητημάτων. Όπως έχει νομολογηθεί η προσφυγή στο ψεύδος εύλογα οδηγεί, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική και πείρα, σε συμπέρασμα ενοχής. Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260, συνοψίζονται οι κατευθυντήριες γραμμές ως προς το ζήτημα του τι συνιστά «ψεύδος κατηγορουμένου». Όπως έχει νομολογηθεί ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του, εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια: (α) το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο, (β) πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα, (γ) το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας, και (δ) το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα.
Σε ψεύδος κατέφυγε ο Κατηγορούμενος 2, τόσο εντός όσο και εκτός του Δικαστηρίου (κατά την λήψη κατάθεσης από αυτόν) όταν ισχυρίστηκε ότι δεν κατέβασε από το σκάφος το επίμαχο σακίδιο. Η ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία του Πανίκου Ζερβίδη ο οποίος ανέφερε ότι είδε τον Κατηγορούμενο 2 να κατεβάζει από το σκάφος την τσάντα και να την μεταφέρει στο πορτ μπαγκάζ του οχήματος του, αλλά και η ανεξάρτητη και αξιόπιστη μαρτυρία του Ανδρέα Σαββίδη, ο οποίος ενώ βρισκόταν στο υπηρεσιακό όχημα σε απόσταση 20 μέτρων από το όχημα του Κατηγορούμενου 2, είδε τον Κατηγορούμενο 2 να τοποθετεί την τσάντα στο όχημα, αποδεικνύουν το ψέμα αυτό. Το ψέμα αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί αθώο, αλλά ηθελημένο καθ’ ότι η ύπαρξη του σακιδίου είναι ένα ουσιώδες ζήτημα, ένεκα του μη εντοπισμού αλιευμάτων και ψαροντούφεκών κατά τον έλεγχο. Η προβολή του ήταν η αντίληψη ενοχής με κίνητρο τον φόβο να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια, με σκοπό φυσικά την αποφυγή καταδίκης.
5) Σε ψεύδος επίσης προσέφυγε ο Κατηγορούμενος 2 όταν ανέφερε ότι δεν αντιλήφθηκε ότι τα άτομα που προσπάθησαν να τον ανακόψουν ήταν λειτουργοί του ΤΑΘΕ και για αυτό διέφυγε από αυτά. Και πάλι η ψευδής αυτή δήλωση έγινε ηθελημένα και αφορούσε ένα ουσιώδες ζήτημα, καθ’ ότι η αποφυγή του ελέγχου δεν έδωσε την δυνατότητα στους μάρτυρες κατηγορίας να ελέγξουν τι υπήρχε εντός του οχήματος του, και κατ’ επέκταση εντός του σακιδίου, με σκοπό να αποφύγει να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Το ψεύδος αυτό του Κατηγορούμενου 2 αποδεικνύεται από την αξιόπιστη και ανεξάρτητη μαρτυρία του Μ.Κ.1, ο οποίος την υπό κρίση στιγμή, σε πολύ κοντινή απόσταση από τον Κατηγορούμενου 2, ανέφερε σε αυτόν ότι είναι λειτουργός του ΤΑΘΕ, του έδειξε την υπηρεσιακή ταυτότητα του και επίσης φορούσε την υπηρεσιακή του φανέλα.
Τα ψεύδη αυτά του Κατηγορούμενου 2 κρίνω ότι ικανοποιούν τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους που η νομολογία θέτει ούτως ώστε, κατά νομική προσέγγιση, να ενταχθουν στα όρια περιστατικής μαρτυρίας.
Για σκοπούς πληρότητας σημειώνεται ότι η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας κατά την αξιολόγηση τους έχει προσεγγιστεί με την ανάλογη σύνεση, περίσκεψη και δικαστική αυτοπροειδοποίηση που τάσσει η νομολογία καθ’ ότι δεικνύει ότι ο Κατηγορούμενος 2 ψεύδετο τόσο ενώπιον όσο και εκτός Δικαστηρίου (βλ. R ν Lucas (1981) 2 All ER 1008).
6) Ούτε η συμπεριφορά του Κατηγορούμενου 2 αμέσως μετά που έδεσαν το σκάφος στην αποβάθρα μπορεί να προσπεραστεί από το Δικαστήριο. Ο Κατηγορούμενος 2 το πρώτο πράγμα που έπραξε όταν έδεσαν το σκάφος ήταν να κατεβάσει από το σκάφος το επίμαχο σακίδιο, πλάτους περίπου ενός μέτρου, να το τοποθετήσει στο πορτ μπαγκάζ του οχήματος του, και στην συνέχεια να βοηθήσει τον Κατηγορούμενο 1 να ξεφορτώσει το σκάφος από τα υπόλοιπα αντικείμενα. Όπως έχει νομολογηθεί η συμπεριφορά του κατηγορούμενου μετά την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη του αδικήματος είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως περιστατική μαρτυρία ενοχής υπό τα ίδια κριτήρια αξιολόγησης των ψεμάτων ενός κατηγορούμενου ως ενισχυτική μαρτυρία. Είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι το πρώτιστο μέλημα αυτό του Κατηγορούμενου 2 έγινε επί σκοπό, ήτοι να αποκρύψει από τυχόν έλεγχο το σακίδιο, ούτως ώστε να μην αποκαλυφθεί τι όντως υπήρχε μέσα σε αυτό.
7) Ακόμη ένα στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας είναι η αντίσταση του Κατηγορούμενου 2 στον έλεγχο από το ΤΑΘΕ, όταν αυτό του ζητήθηκε από τους μάρτυρες κατηγορίας. Αντ’ αυτού με ιλιγγιώδη ταχύτητα έβαλε όπισθεν και διέφυγε από ένα διπλανό χωματόδρομο φωνάζοντας «Ήντα που σας έκαμα, ήντα που σας έκαμα».
8) Δεν παραβλέπω επίσης ότι στην έρευνα όπου έγινε στην συνέχεια από την Αστυνομία στο όχημα του Κατηγορούμενου 2 δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε τσάντα.
9) Περαιτέρω κρίκος της περιστατικής μαρτυρίας ήταν η απάντηση που έδωσε ο Κατηγορούμενος 1 όταν του ζητήθηκε από τους λειτουργούς του ΤΑΘΕ να τους αναφέρει τα στοιχεία του Κατηγορούμενου 2. Ο Κατηγορούμενος 1 τους ανέφερε ότι ονομαζόταν «Γιάγκος Τέλος», αλλά δεν τον γνωρίζει καλά. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι δύο άνδρες είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν το σκάφος μαζί. Επομένως προκύπτει ως απόρροια της κοινής λογικής ότι ο Κατηγορούμενος 1 θα γνώριζε έστω τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του Κατηγορούμενου 2. Κατά την κρίση μου η αόριστη και ασαφής αυτή απάντηση του Κατηγορούμενου 1 ήταν σκόπιμη για να δοθεί η δυνατότητα στον Κατηγορούμενο 2 να απομακρύνει το μεγάλο σακίδιο που μετέφερε με το όχημα του.
Τα προαναφερόμενα στοιχεία, με πρωταγωνιστικούς παράγοντες τις κινήσεις του Κατηγορούμενου 2 κατά τους χρόνους αμέσως μετά την αποβίβαση του από το σκάφος, την άρνηση του να σταματήσει στον έλεγχο των μαρτύρων κατηγορίας και τα φρέσκα αίματα και λέπια ψαριών που ανευρέθηκαν εντός της παγωνιέρας, οδηγούν σε ένα και μόνο συμπέρασμα. Τα ηθελημένα ψεύδη στα οποία κατέφυγε ο Κατηγορούμενος 2, με απώτερο σκοπό να μην επιτρέψουν στους μάρτυρες κατηγορίας να προβούν σε έλεγχο στο σακίδιο που μετέφερε ο Κατηγορούμενος 2 εκτός του σκάφους, παρείχαν ισχυρή μαρτυρία για την ενοχή τους και ολοκλήρωναν τον κύκλο της περιστατικής μαρτυρίας, ο οποίος δεν άφηνε λογικές αμφιβολίες για την ενοχή των Κατηγορούμενων 1 και 2 στις κατηγορίες υπ’ αριθμό 1, 2 και 3. Η μαρτυρία εναντίον των Κατηγορούμενων 1 και 2 είναι μεν περιστατική, ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί σαν καταπέλτης εναντίον τους, και καταδεικνύει ότι στο σακίδιο που αποβίβασε ο Κατηγορούμενος 2 από το σκάφος μεταφέρθηκαν τα αλιεύματα και τα ψαροντούφεκα.
Όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία της περιστατικής μαρτυρίας σωρευτικά συνεκτιμούμενα συνθέτουν τους αδιάσπαστους κρίκους της περιστατικής μαρτυρίας και δεδομένης της ανεύρεσης εντός τους σκάφους των υποβρύχιων αναπνευστικών συσκευών, των φωτεινών πηγών και της παγωνιέρας με τα φρέσκα αίματα και λέπια ψαριών, αποδεικνύεται η ενοχή των Κατηγορούμενων 1 και 2 στις κατηγορίες υπ’ αριθμό 1,2 και 3 πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ενόψει και της απόρριψης της μαρτυρίας των Κατηγορούμενων 1 και 2 δεν υπάρχει καμία εξήγηση ικανή να προκαλέσει εύλογη ή έστω υποβόσκουσα αμφιβολία, και δεν επιδέχεται άλλη λογική ερμηνεία ή εξήγηση, συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων.
Με την τέταρτη κατηγορία αποδίδεται στον Κατηγορούμενο 1 ότι παρεμπόδισε το έργο των παρατηρητών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες αδικήματος ο Κατηγορούμενος 1 παρεμπόδισε το έργο των αρμόδιων παρατηρητών με το να τους δώσει «ψευδή στοιχεία αναφορικά με την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του 2ου κατηγορούμενου».
Κατά την αντεξέταση του Κατηγορούμενου 2 δεν αμφισβητήθηκε ότι το ψευδώνυμο του είναι «Γιάγκος Τέλος», ψευδώνυμο το οποίο προέρχεται από το όνομα του πατέρα του αλλά και κάποια βίντεο τα οποία αναρτίζει ο Κατηγορούμενος 2 στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επομένως η απάντηση που δόθηκε από τον Κατηγορούμενο 1 στους μάρτυρες κατηγορίας, ήτοι «Γιάγκος Τέλος», δεν μπορεί να θεωρηθεί ψευδής και ως εκ τούτου ο Κατηγορούμενος 1 αθωώνεται στην εν λόγω κατηγορία.
Ωστόσο, με βάση το αδιαμφισβήτητο γεγονός για το οποίο έχω προβεί σε σχετικό εύρημα, οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 είχαν πάει στο παρελθόν μαζί με το σκάφος, και έτσι ο Κατηγορούμενος 1 ήταν σε θέση να γνωρίζει κάποιες περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με τον Κατηγορούμενο 2, όπως τον αριθμό του τηλεφώνου του. Έχω την άποψη ότι το εν λόγω εύρημα μου εγείρει θέμα τροποποίησης του κατηγορητηρίου στη βάση του αρ.85(4) Κεφ.155, οι πρόνοιες του οποίου παρέχουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο, εφόσον συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις, να προβεί κατά την έκδοση της τελικής απόφασης του στην προσθήκη κατηγοριών οι οποίες κατά τη κρίση του έχουν αποδειχθεί και να προβεί στην καταδίκη του κατηγορούμενου χωρίς άλλη ενέργεια (βλ. Lanitis Bros Ltd ν. Ιατρικών Υπηρεσιών, (1995) 2 ΑΑΔ 266).
Ως εκ τούτου εκδίδεται διάταγμα τροποποίησης του κατηγορητηρίου δια της προσθήκης της πιο κάτω κατηγορίας σαν κατηγορίας υπ’ αριθμό 6 στην οποία και βρίσκω τον Κατηγορούμενο 1 ένοχο ένεκα των προνοιών του άρθρου 6(8) του περί της Εφαρμογής Κοινοτικών Αποφάσεων και Κοινοτικών Κανονισμών που αφορούν θέματα Αλιείας Νόμος του 2006 (134(I)/2006) ως εκτέθηκαν ανωτέρω.
«Έκτη Κατηγορία
Παρακώληση και/ή παρεμπόδιση του έργου παρατηρητών κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από Κοινοτική Απόφαση ή Κοινοτικό Κανονισμό καθηκόντων τους κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 5, 6, 11(α) του περί της Εφαρμογής Κοινοτικών Αποφάσεων και Κοινοτικών Κανονισμών που αφορούν θέματα Αλιείας Νόμος του 2006 (134(I)/2006) και του Κανονισμού ΕΕ 2019/1241 άρθρα 6, 15(ε), Παράρτημα ΙΧ, Μέρος Γ, παρα. 7 ως ισχύουν μέχρι σήμερα.
Λεπτομέρειες Αδικήματος
Ο Κατηγορούμενος 1 κατά τον τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία παρεμπόδισε το έργο των κατά νόμον αρμόδιων παρατηρητών κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από Κοινοτικό Κανονισμό Καθηκόντων τους, ήτοι απέκρυψε πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με την ταυτότητα και το πρόσωπο του Κατηγορούμενου 2, παραδίδοντας μόνο ελλιπή στοιχεία σκόπιμα, για να παρεμποδίσει το έργο Επιθεωρητή κατά την άσκηση των εξουσιών του.»
Με την πέμπτη κατηγορία, η οποία αφορά τον Κατηγορούμενο 2, του αποδίδεται ότι παρεμπόδισε το έργο των λειτουργών του ΤΑΘΕ καθ’ ότι δεν επέτρεψε την διενέργεια ελέγχου στο όχημα του. Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα ότι ο Κατηγορούμενος 2 δεν σταμάτησε στον έλεγχο των λειτουργών του ΤΑΘΕ, την στιγμή μάλιστα που ήταν αντιληπτό στον ίδιον ότι ο Μ.Κ.1 ήταν λειτουργός του ΤΑΘΕ λόγω του ότι τον ενημέρωσε για την ιδιότητα του, ήταν ένστολος και του υπέδειξε την υπηρεσιακή του ταυτότητα, κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και αυτή την κατηγορία και ο Κατηγορούμενος 2 κρίνεται ένοχος σε αυτή.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο