ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. M. M. A.M. κ.α., Υπόθεση αρ. 3764/2025, 2/7/2025
print
Τίτλος:
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ ν. M. M. A.M. κ.α., Υπόθεση αρ. 3764/2025, 2/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

 

 

Υπόθεση αρ. 3764/2025

 

 

 

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΠΑΦΟΥ

 

 

 

 

ν.

 

 

 

 

1.    M. M. A.M.

2.    A. A. M.

3.    A. H. M.

 

 

_________

 

Ημερομηνία: 02 Ιουλίου 2025

Εμφανίσεις:

Σ. Παπαλαζάρου, για την Κατηγορούσα Αρχη

Η. Σατολιάς, για τους Κατηγορούμενους 1, 2, 3

Κατηγορούμενοι 1, 2, 3: παρόντες

 

 

Αίτημα κράτησης μέχρι τη δίκη

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

1.        Οι Κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν κατηγορίες σχετικές με επεισόδιο που έλαβε χώρα στο «Δασούδι», στην Πάφο, την 16 Ιουνίου 2025, και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, κατηγορία για απόπειρα φόνου, που είναι η σοβαρότερη. Παραπέμφθηκαν στο Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει την 04.08.2025.

 

2.        Η Κατηγορούσα Αρχή υπέβαλε αίτημα για την κράτησή τους μέχρι την εμφάνισή τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Το αίτημα βασίζεται στον κίνδυνο φυγοδικίας. Η πλευρά των Κατηγορούμενων πρόβαλε ένσταση στο αίτημα αυτό. Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία.

 

3.        Έχω υπόψη ό,τι κατατέθηκε και ό,τι αναφέρθηκε, σε πλήρη μορφή. Αναλυτική αναφορά θα γίνει στη συνέχεια, όπου χρειάζεται.

 

4.        Ως προς τις νομικές αρχές, σημειώνονται τα εξής:

 

4.1.       Η πρώτη επιλογή του Δικαστηρίου, κατά την εξέταση αιτήματος κράτησης του Κατηγορούμενου, είναι η απόλυση υπό όρους, απόρροια του κατοχυρωμένου δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας του. Η κράτηση αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση[1].

 

4.2.       Η νομολογία έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους, ο κάθε ένας από τους οποίους μπορεί από μόνος του να δικαιολογήσει την κράτηση. Ο κίνδυνος φυγοδικίας, επί του οποίου βασίζεται το αίτημα, είναι ένας εξ αυτών.

 

4.3.       Οι παράμετροι στη βάση των οποίων στηρίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας[2] είναι η σοβαρότητα του αδικήματος και το συνεπαγόμενο ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας, η πιθανότητα καταδίκης όπως προκύπτει μέσα από το μαρτυρικό υλικό, αλλά και οι προσωπικές συνθήκες του Κατηγορουμένου.

 

4.4.       Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν εξετάζεται απομονωμένα. Κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος και, ως γενική αρχή, πρέπει να παραμένει ελεύθερος, εκτός εάν πληρούνται αυστηρά οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κράτησή του. Η σοβαρότητα εκτιμάται τόσο από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής όσο και από τη φύση του αδικήματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες σε περίπτωση καταδίκης. Ωστόσο, ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν συναρτάται αποκλειστικά με τη σοβαρότητα των κατηγοριών. Επίσης, εξετάζεται κατά πόσον πιθανολογείται καταδίκη, με βάση τη φαινομενική ισχύ του μαρτυρικού υλικού. Το επίπεδο δεν είναι στο ύψος του εκ πρώτης όψεως, ούτε το Δικαστήριο εκφέρει άποψη για τη δεκτότητα ή την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, ούτε προβαίνει σε διαπιστώσεις ή συμπεράσματα επί της ουσίας. Περιορίζεται στο να πιθανολογήσει. Το κριτήριο της πιθανολόγησης καταδίκης είναι σαφώς χαμηλότερο. Η απόφαση βασίζεται στο κατά πόσο, από τη συνολική εικόνα του μαρτυρικού υλικού, διαφαίνεται πιθανότητα καταδίκης, ακόμη και αν ταυτόχρονα υπάρχει εύλογη προσδοκία αθώωσης. Η εκτίμηση της πιθανότητας γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, χωρίς σχόλια ή παρατηρήσεις για την ισχύ του υλικού που δυνατόν να προκαταλάβουν την κύρια δίκη ή να επηρεάσουν την κρίση επί της ουσίας. Στην πιθανολόγηση καταδίκης λαμβάνεται υπόψη και η κατάθεση του κατηγορούμενου, όπου υφίσταται και δίδει πληρέστερη εικόνα για τα γεγονότα[3].  

 

4.5.       Η σημασία της ύπαρξης δεσμών με την Κύπρο έγκειται στο ότι δυνατόν να λειτουργούν αποτρεπτικά σε σχέση με την πιθανότητα διαφυγής και τη μη εμφάνιση στη δίκη[4]. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος[5]. Οι δεσμοί, όπου υπάρχουν, δεν επενεργούν από μόνοι τους ως ασπίδα ώστε να υπερφαλαγγίσουν τη σοβαρότητα του αδικήματος ή των αδικημάτων και δεν εξαλείφουν με κάποιον αυτονόητο τρόπο τον κίνδυνο φυγοδικίας. Η παντελής ανυπαρξία οποιωνδήποτε δεσμών, συνηθέστερα, καθιστά υπαρκτό τον κίνδυνο φυγοδικίας[6]. Ό,τι εξετάζεται, είναι η επίπτωση που δυνατόν να έχουν οι προσωπικές αυτές συνθήκες επί του κριτηρίου του κινδύνου μη προσέλευσης στο Δικαστήριο για τη δίκη. Γενικά, εάν ο κίνδυνος φυγοδικίας υφίσταται και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την επιβολή κατάλληλων όρων εγγύησης, δικαιολογείται η κράτηση.

 

5.        Προχωρώντας στην εξέταση του αιτήματος, στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 είναι σοβαρές και επαπειλούνται με πολυετείς ποινές φυλάκισης, με μέγιστη προβλεπόμενη ποινή τη δια βίου φυλάκιση. Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν έτυχε αμφισβήτησης.

 

6.        Από το μέχρι στιγμής διαθέσιμο μαρτυρικό υλικό (Τεκμήριο Α), στην όψη του, προκύπτουν ενέργειες που παραπέμπουν στις λεπτομέρειες των αδικημάτων για το επεισόδιο στο «Δασούδι». Παραπέμφθηκε το Δικαστήριο συγκεκριμένα στο περιεχόμενο του μέχρι στιγμής ανακριτικού φακέλου, που είναι ογκώδες υλικό, και όπου υπάρχουν καταθέσεις των καταγγελλόντων, που φαίνονται να διασταυρώνονται μεταξύ τους, και να κατονομάζουν συγκεκριμένα τους Κατηγορούμενους 1, 2 και 3 ως τους δράστες των αδικημάτων που σχετίζονται με το επεισόδιο της 16ης Ιουνίου 2025, καθώς και ιατρική μαρτυρία, εξ όψεως της οποίας φαίνεται σοβαρότητα στους τραυματισμούς που προκλήθηκαν, που φαίνεται να οδήγησε και στην προσθήκη της σοβαρότερης κατηγορίας. Χωρίς να αξιολογείται η μαρτυρία και χωρίς η διατύπωση αυτή να εναντιώνεται στο τεκμήριο της αθωότητας των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3, κρίνεται πως υπάρχουν ορατές πιθανότητες καταδίκης. Ούτε αυτή η παράμετρος φαίνεται να αμφισβητείται από την πλευρά της Υπεράσπισης, πάντοτε στο πλαίσιο και για τους σκοπούς αυτής της διαδικασίας.

 

7.        Οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 είναι υπήκοοι τρίτης χώρας και αιτητές/δικαιούχοι διεθνούς προστασίας ή συμπληρωματικής προστασίας. Η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι γι’ αυτό δεν διατηρούν ουσιαστικούς και επαρκείς δεσμούς με την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ αντίθετα διατηρούν λειτουργικούς δεσμούς με τη χώρα καταγωγής τους, στην οποία δύνανται να επιστρέψουν οποτεδήποτε. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι οι δεσμοί είναι επιφανειακοί και ελλιπώς παγιωμένοι, καθώς δεν διαφαίνεται βαθύτερη κοινωνική ή οικονομική ένταξη, ούτε και χρονική διάρκεια, τέτοια που να μαρτυρεί σταθεροποίηση εντός της Δημοκρατίας.

 

8.        Η Υπεράσπιση, αντίθετα, ισχυρίστηκε την ύπαρξη επαρκών δεσμών με την Κύπρο. Αναφέρθηκε στην πρόσφατη Cummings ν. Αστυνομίας, ΠΕ 137/2025, 11.06.2025. Η Εφεσείουσα, εκεί, ηλικίας 20 ετών και υπήκοος Ηνωμένου Βασιλείου, είχε έρθει στην Κύπρο σε ηλικία 10 ετών με τον παππού και τη γιαγιά της, με τους οποίους διέμενε από τότε, συντηρούμενη από εκείνους. Δεν είχε τη δυνατότητα να διαφύγει, από μόνη της, να πάει κάπου αλλού. Είχε ακόμα «μεταβατικά δικαιώματα Ευρωπαίου πολίτη» (όπως τέθηκε), παρακολουθείτο για πολλά χρόνια από παιδοψυχίατρο και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή. Τα δεδομένα εκείνης της υπόθεσης δεν συνηγορούσαν ως προς την αναγκαιότητα της κράτησής της λόγω κινδύνου φυγοδικίας, όπως είχε αποφασιστεί κατ’ έφεση.

 

9.        Στην προκειμένη περίπτωση, ο Κατηγορούμενος 1, όπως αναφέρθηκε από τον κύριο Σατολιά, διατηρεί εταιρεία δική του, από την 23.09.2021, στην οποία εργάζεται και ο Κατηγορούμενος 2, αδελφός του, και ο Κατηγορούμενος 3, εξάδελφός τους. Προσκομίστηκε (Τεκμήριο Β) ενοικιαστήριο έγγραφο, προς απόδειξη του ότι υπάρχει και διαμονή στη Δημοκρατία. Προσκομίστηκε, επίσης, ιατρική βεβαίωση σχετικά με πρόβλημα υγείας του παιδιού του Κατηγορούμενου 1, αναπτυξιακής φύσης (Τεκμήριο Γ), για το οποίο τυγχάνει παρακολούθησης από ιατρούς στην Κύπρο (Τεκμήριο Δ). Προσκομίστηκε, επίσης, απόδειξη παραλαβής αίτησης, την 13.06.2025, για έκδοση άδειας διανομής αναφορικά με τον Κατηγορούμενο 2 (Τεκμήριο Ε). Αμφότεροι οι Κατηγορούμενοι 1 και 2, όπως λέχθηκε, έχουν τις οικογένειές τους στη Δημοκρατία. Σχετικά με τον Κατηγορούμενο 3, έχει συγγενική σχέση με τους Κατηγορούμενους 1 και 2, ενώ προσκομίστηκε λογαριασμός ρεύματος, για να καταδειχθεί η διαμονή του στη Δημοκρατία (Τεκμήριο ΣΤ), αν και ακόμα δεν έχει δική του οικογένεια.

 

10.     Το γεγονός ότι οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 είναι αλλοδαποί, ασφαλώς, δεν αρκεί από μόνο του, για την τεκμηρίωση κινδύνου φυγοδικίας. Ωστόσο, στην παρούσα περίπτωση, πρόκειται για άτομα που διαμένουν στην Κυπριακή Δημοκρατία υπό καθεστώς προσωρινής προστασίας. Η φύση αυτής της προστασίας, που προϋποθέτει προσωρινή παραμονή και δεν συνεπάγεται μόνιμη εγκατάσταση ή πλήρη ένταξη στην κυπριακή κοινωνία, περιορίζει τον βαθμό των υφιστάμενων δεσμών τους με το κράτος. Περαιτέρω, η προσωρινή ή επισφαλής εργασιακή και κοινωνική τους δραστηριότητα, ενόσω ισχύει το καθεστώς διαμονής τους, η ύπαρξη χώρου διαμονής βάσει σύμβασης μίσθωσης, εργασίας σε ιδιωτική προσωπική εταιρεία που απλώς κατέστη γνωστό πως συστάθηκε, και η ιατρική παρακολούθηση του παιδιού του Κατηγορούμενου 1 στην Κύπρο για συγκεκριμένο χρόνιο πρόβλημα, ως και οι προσπάθειες διαφοροποίησης του καθεστώτος για οποιονδήποτε με την υποβολή κάποιας αίτησης, κατά τη γνώμη μου, δεν επαρκούν, για να θεμελιώσουν νομικά ισχυρούς δεσμούς με τη Δημοκρατία, τέτοιους, ικανούς να εξουδετερώσουν ή να «υπερφαλαγγίσουν», όπως λέχθηκε, τον υφιστάμενο κίνδυνο.

 

11.     Το βάθος, η ποιότητα ή η μονιμότητα αυτών των δεσμών, δεν είναι συγκρίσιμα με την Cummings ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) και τις εκεί προσωπικές συνθήκες της Εφεσείουσας, πόσω μάλλον ισχυρότεροι, όπως ήταν η θέση της πλευράς της Υπεράσπισης. Ειδικότερα, σε αντίθεση με την Cummings ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), όπου η εφεσείουσα ήταν ανήλικη κατά την έλευση στην Κύπρο, είχε ανατραφεί στην Κύπρο επί δεκαετία, χωρίς αυτονομία ή οικονομική ανεξαρτησία, ενώ υφίστατο σταθερή ψυχιατρική παρακολούθηση, γεγονός που λειτουργούσε ως αντικειμενικό εμπόδιο, στην παρούσα υπόθεση οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 είναι ενήλικοι, χωρίς ενδείξεις αντίστοιχης εξάρτησης από τρίτους ή σταθερής ενσωμάτωσης, και διαθέτουν αντικειμενικά τη δυνατότητα απομάκρυνσης από τη Δημοκρατία. Είναι αυτοτελώς δραστηριοποιούμενοι, ικανοί, και δεν τεκμηριώθηκε καμία συνθήκη που να τους καθιστά εξαρτώμενους ή καθηλωμένους εντός της Δημοκρατίας για συγκεκριμένο λόγο. Τα δε στοιχεία που επικαλούνται (εργασία, μίσθωση, αίτηση για άδεια, ιατρική παρακολούθηση τέκνου) δεν εμπεδώνουν παρόμοιο επίπεδο προσωπικής αδυναμίας απομάκρυνσης ή αδιάλειπτης παρουσίας. Η κατοχή προσωρινού καθεστώτος παραμονής, είτε υπό το καθεστώς αιτητή/δικαιούχου διεθνούς ή συμπληρωματικής προστασίας, δεν συνεπάγεται — ούτε de jure ούτε de facto — απόκτηση σταθερού καθεστώτος ενσωμάτωσης. Η εύκολη ανακλητότητα ή μεταβολή του εν λόγω καθεστώτος καθιστά τους δεσμούς με το κράτος εγγενώς επισφαλείς και μη σταθεροποιημένους. Ως εκ τούτου, κάθε αξιολόγηση των «δεσμών» αυτών λαμβάνει υπόψη όχι μόνον τη φαινομενική τους ύπαρξη, αλλά και τη νομική τους ευαλωτότητα και την πρακτική δυνατότητα τερματισμού τους ανά πάσα στιγμή, είτε από τις Αρχές είτε εκ μέρους των ίδιων των Κατηγορουμένων 1, 2 και 3.

 

12.     Ειδικότερα, ο Κατηγορούμενος 1 διατηρεί μεν ιδιωτική εταιρεία, αλλά χωρίς στοιχεία λειτουργίας ή οικονομικής δραστηριότητας. Διατηρεί μίσθωση και έχει τέκνο με πρόβλημα υγείας υπό παρακολούθηση, όμως δεν προσκομίζεται άδεια παραμονής μακράς διάρκειας και το πρόβλημα υγείας του τέκνου δεν τεκμηριώνει αποτρεπτικό λόγο αναχώρησης. Δεν υφίστανται στοιχεία αποδεικτικά αδιάλειπτης ενσωμάτωσης ή κοινωφελούς δραστηριότητας. Ο Κατηγορούμενος 2, εργαζόμενος στην ίδια ανωτέρω εταιρεία, έχει μεν υποβάλει αίτηση άδειας διαμονής, όμως πρόκειται για εκκρεμούσα αίτηση και όχι για κατοχυρωμένο καθεστώς· δεν τεκμηριώθηκε τέτοια εργασία ή προσωπική συνεισφορά στο κοινωνικό σύνολο ή ανεξάρτητη βιοτική βάση, που να καθιστά δύσκολη τη διαφυγή του. Ο Κατηγορούμενος 3 δεν έχει ούτε οικογενειακά ούτε κοινωνικά ούτε άλλα δεδομένα σύνδεσης με τη Δημοκρατία· μόνον η συγγένειά του με τους Κατηγορούμενους 1 και 2 και ο λογαριασμός ρεύματος, χωρίς άλλα σταθεροποιητικά στοιχεία, δεν επαρκούν, για να καταδείξουν δεσμούς, ικανούς να αντιπαραβληθούν και στη σοβαρότητα των αδικημάτων και να λειτουργήσουν προς έλεγχο και κατευνασμό του κινδύνου φυγοδικίας, στρέφοντας τις πιθανότητες προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ούτε συλλογικά ούτε ατομικά οι Κατηγορούμενοι 1,2 και 3 προσκομίζουν τέτοιο πλέγμα ισχυρών δεσμών με τη Δημοκρατία, ώστε να αναιρείται ο κίνδυνος φυγοδικίας. Συνοπτικά, η απουσία οικογενειακών δεσμών για τον Κατηγορούμενο 3, η περιορισμένη και εξαρτώμενη οικονομική δραστηριότητα των Κατηγορουμένων 1 και 2, και η ευαλωτότητα του καθεστώτος παραμονής όλων, ενισχύουν τη διακινδύνευση απομάκρυνσης και αποφυγής της Δικαιοσύνης. Γενικά, τα προσκομισθέντα τεκμήρια – εταιρική δραστηριότητα, συμβάσεις μίσθωσης, ιατρική παρακολούθηση παιδιού, αίτηση για άδεια διανομής, ή οικιακοί λογαριασμοί – δεν αποδεικνύουν, με την αναγκαία ένταση, σταθερό, μακροχρόνιο και αμετάκλητο δέσιμο με τη Δημοκρατία. Η εν λόγω δραστηριότητα φαίνεται επισφαλής και περιστασιακή, χωρίς τεκμήρια μόνιμης παρουσίας ή εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής. Η αναφορά σε οικογένεια στη Δημοκρατία δεν συνδέθηκε με δεσμευτικά νομικά ή κοινωνικά στοιχεία που να υποδεικνύουν μακροχρόνια εγκατάσταση. Συναφώς, δεν αρκεί η ύπαρξη απλής φυσικής παρουσίας ή κάποιου επιπέδου δραστηριότητας στη Δημοκρατία, για να θεμελιωθούν δεσμοί τέτοιοι που να αναιρούν τον υφιστάμενο κίνδυνο φυγοδικίας· απαιτείται ποιοτική αξιολόγηση αυτών των δεσμών, υπό το πρίσμα της φύσης της διαμονής και της ρεαλιστικής δυνατότητας αποχώρησης. Η προσωρινή ή επισφαλής ένταξη των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3, εν προκειμένω – τόσο σε κοινωνικό όσο και σε νομικό επίπεδο – δεν υπερφαλαγγίζει τον κίνδυνο.

 

13.     Ο κίνδυνος φυγοδικίας, ειδικότερα, δεν αναφέρεται αποκλειστικά ή περιορισμένα στη διαφυγή από την Κύπρο. Αναφέρεται στην αποφυγή της Δικαιοσύνης. Έχω υπόψη μου και την Τουμάζου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 70, στην οποία έγινε παραπομπή από την πλευρά της Υπεράσπισης. Δεν ομοιάζουν τα δεδομένα, ως προς τις συνθήκες έκδοσης του εντάλματος σύλληψης εκεί, και το επίπεδο γνώσης του εφεσείοντος. Ό,τι διαφαίνεται πως αποτέλεσε τη συμπεριφορά των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3, στην προκειμένη περίπτωση, μετά το περιστατικό της 16ης Ιουνίου 2025, με πολυήμερη παραμονή τους σε καθεστώς καταζητούμενων, δεν φέρεται να ήταν προϊόν άγνοιας ή παροδικής σύγχυσης. Αντιθέτως, φέρεται να συνιστά τεκμήριο συνειδητής αποτροπής επαφής με τις Αρχές, και επομένως ένδειξη κινδύνου μελλοντικής αποτροπής της απονομής της Δικαιοσύνης, ειδικά ενόψει και της σοβαρότητας των αδικημάτων. Η τελική εμφάνισή τους, κατόπιν εξωτερικής παρέμβασης (σύλληψη συγγενικού προσώπου και συνεννόηση με δικηγόρο), δεν μπορεί να εξισωθεί με αυθόρμητη συμμόρφωση, ούτε να αναχθεί σε έκδηλη επιθυμία εκδίκασης της υπόθεσής τους, για να απονεμηθεί Δικαιοσύνη. Η ηλικία τους, ο βαθμός κινητικότητας και η προσωπική τους σχέση (οικογενειακή και κοινωνική) μπορούν να λειτουργήσουν ως ενισχυτικοί παράγοντες διαφυγής, υπό πίεση, ενόψει και πιθανής καταδίκης.

 

14.     Εξάλλου, ο κίνδυνος δεν περιορίζεται στη διαφυγή εκτός Κύπρου, αλλά αφορά κάθε συμπεριφορά που θέτει σε διακινδύνευση την απρόσκοπτη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας. Συναφώς, και η από την όψη της μαρτυρίας φαινόμενη επιλογή εξωθεσμικής επίλυσης διαφοράς με χρήση ακραίας βίας, κατά τρόπο που ενσωματώνει πρότυπα μη συμβατά με τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας, καθιστά επιτακτικότερο τον έλεγχο της συμπεριφοράς τους, μέχρι την εκδίκαση. Το εν λόγω περιστατικό, από την όψη της μαρτυρίας, δείχνει δυναμική παράκαμψης θεσμικών διαδικασιών, που αναπόφευκτα συνάδει με κίνδυνο αποτροπής δικαστικού ελέγχου, περιλαμβανομένου του ελέγχου προς διασφάλιση της παρουσίας τους στην ακροαματική διαδικασία.

 

15.     Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω, δημιουργείται σαφής και συγκεκριμένος κίνδυνος φυγοδικίας, ο οποίος δεν είναι απλώς υποθετικός ή αφηρημένος, αλλά τεκμηριώνεται από πραγματικά περιστατικά και τη γενική συμπεριφορά των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3. Η πλευρά της Υπεράσπισης έθεσε εν τέλει το ζήτημα πως υπάρχει μεν ο κίνδυνος φυγοδικίας, ως άλλωστε πάντα υφίσταται, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μειώνεται εκτενώς δια των προσωπικών συνθηκών, σε σημείο όπου να μπορεί να ελεγχθεί με όρους. Πρότεινε δε ως όρους, για τον σκοπό αυτό, την παρεμπόδιση φυγής τους από τη Δημοκρατία ή εξόδου τους από την Επαρχία της Πάφου μέσω απαγορεύσεων ή κράτησης ταξιδιωτικών εγγράφων, και την υποχρέωσή τους να παρουσιάζονται σε αστυνομικό σταθμό τρεις φορές την εβδομάδα. Επίσης, την κατάθεση σε μετρητά από τον καθένα του ποσού των €3.000, και την υπογραφή πρόσθετης προσωπικής εγγύησης.

 

16.     Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο ο εν λόγω κίνδυνος, που ως γεγονός υφίσταται, μπορεί όντως να ελεγχθεί αποτελεσματικά μέσω της επιβολής περιοριστικών όρων. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, και με βάση τις περιστάσεις τέλεσης των αδικημάτων όπως προκύπτουν από την όψη της μαρτυρίας, καθώς και τα προσωπικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα των Κατηγορούμενων, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το προσωρινό καθεστώς διαμονής τους στην Κύπρο, δεν υπάρχουν επαρκείς εγγυήσεις ή μέτρα (είτε οικονομικής φύσης είτε όροι επιτήρησης) που να μπορούν να ελέγξουν ικανοποιητικά τον κίνδυνο φυγοδικίας. Ειδικότερα, ως προς τα προτεινόμενα μέτρα, η τριπλή εβδομαδιαία (ή ακόμα και ημερήσια) παρουσία σε αστυνομικό σταθμό, μεμονωμένα ή και σε συνδυασμό με τις απαγορεύσεις νόμιμης εξόδου από την χώρα ή την επαρχία ή τις ελεγχόμενες περιοχές, ιδίως όταν δεν συνοδεύεται από αυστηρό έλεγχο κινήσεων, που δεν μπορεί να επιβληθεί νόμιμα από το Δικαστήριο, είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως και σε αυτήν, μέτρο με χαμηλό βαθμό αποτροπής. Το ποσό των €3.000 κρίνεται ανεπαρκές ως εγγύηση, καθώς δεν συσχετίστηκε και με την οικονομική κατάσταση των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3, ούτε τεκμηριώθηκε ότι αντιστοιχεί σε σοβαρή προσωπική επιβάρυνση· συνεπώς, δεν λειτουργεί και αποτρεπτικά. Η απουσία περιουσιακών στοιχείων ή κοινωνικών δεσμεύσεων που να συνδέουν τους Κατηγορούμενους μακροχρόνια με τη Δημοκρατία δεν επιτρέπει αποτελεσματική επιβολή προσωπικής εγγύησης, ενώ δεν κατατέθηκαν προσφορές από πρόσωπα τρίτα, ικανά να λειτουργήσουν ως αξιόχρεοι εγγυητές.

 

17.     Υπό αυτές τις περιστάσεις, και λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των αδικημάτων και της σχετικής ποινικής έκθεσης, ως και της σημασίας που θα μπορούσε να δοθεί σε αυτήν την ποινική έκθεση στην αναδειχθείσα, από την όψη του μαρτυρικού υλικού, διαμάχη αναμεταξύ των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3 και των Καταγγελλόντων, «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών», η μόνη ικανή εγγύηση για τη διασφάλιση της παρουσίας των Κατηγορούμενων 1, 2 και 3 ενώπιον του Κακουργιοδικείου και την απρόσκοπτη διεξαγωγή της ενώπιον του διαδικασίας είναι η προσωρινή κράτησή τους.

 

18.     Για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, κρίνεται δικαιολογημένο το αίτημα, το οποίο εγκρίνεται. Οι Κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι την εμφάνισή τους στο Κακουργιοδικείο την 04.08.2025. Εκδίδεται διάταγμα προσαγωγής τους την 04.08.2025, ώρα 09:00.

 

(Υπ.) …………………………

Χρ. Μίτλεττον, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ



[1] Ε.Α.Β.Ο. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 133/2024, 11.07.2024.

[2] Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.2024, Ε.Ι.Κ. ν. Αστυνομίας, ΠΕ 186/2024, 24.07.2024, Στυλιανού ν Δημοκρατίας, ΠΕ 78/24, 08.04.2024, Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν., ΠΕ 145/23, 21.07.2023, Κοτσούδη ν. Αστυνομίας, ΠΕ 131/20, 20.08.2020, ECLI:CY:AD:2020:B288, Dydi v. Αστυνομίας, ΠΕ 103/20, 03.09.2020, Νικήτα ν. Δημοκρατίας (2011) 2 ΑΑΔ 54, Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 32, Νικολάου ν. Αστυνομίας (2008) 2 ΑΑΔ 790, Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 48, Βασιλείου ν. Αστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 7.

[3] Ιακωβίδης ν. Αστυνομίας, ΠΕ 185/20, 25.11.2020, ECLI:CY:AD:2020:B405, Γεωργίου ν. Αστυνομίας, ΠΕ 163/2024, 26.07.202.

[4] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024.

[5] Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (2002) 2 ΑΑΔ 48, Καραγιάννη ν. Αστυνομίας, ΠΕ20/2025, 10.02.2025.

[6] Shimon Mistriel Aykout v. Αστυνομίας, ΠΕ 160/2024, 16.07.2024, Μωυσίδης v. Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 138.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο