Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου ν. L. S., Αρ. Υπόθεσης: 6695/2022, 22/9/2025
print
Τίτλος:
Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου ν. L. S., Αρ. Υπόθεσης: 6695/2022, 22/9/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

Αρ. Υπόθεσης: 6695/2022

 

     Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου

 

εναντίον

 

            L. S.

                                                            Κατηγορούμενη

 

Ημερομηνία: 22/09/2025

 

Εμφανίσεις:

Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Κ. Στυλιανού

Για τον Κατηγορούμενη: κος Α. Αλεξάνδρου   

Κατηγορούμενη παρούσα

 

Π Ο Ι Ν Η

 

Η Κατηγορούμενη βρέθηκε ένοχη μετά από δική της παραδοχή στις ακόλουθες κατηγορίες:

·         Αμελής οδήγηση (πρώτη κατηγορία)∙

·         Οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος κατά παράβαση διατάγματος που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, το οποίο της στερούσε την δυνατότητα να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης (δεύτερη κατηγορία)∙ και

·         Χρήση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς να ευρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου (τρίτη κατηγορία).

 

Πριν την έκθεση γεγονότων από την Κατηγορούσα Αρχή, υποβλήθηκε αίτημα από την Υπεράσπιση όπως για σκοπούς επιβολής ποινής στην Κατηγορούμενη ληφθούν υπόψιν ακόμα δύο υποθέσεις ήτοι οι υπ’ αριθμό 5959/2022 και 8222/2022 του Ε.Δ Πάφου. Στο σχετικό αίτημα συγκατατέθηκε η Κατηγορούσα Αρχή, και το Δικαστήριο στη βάση των προνοιών του άρθρου 81 του Κεφ.155 ενέκρινε το σχετικό αίτημα. Ο κος Στυλιανού ζήτησε όπως για σκοπούς επιβολής ποινής θεωρηθεί ως κύρια η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υπόθεση, και όπως σε αυτή ληφθούν υπόψιν οι αναφερόμενες υποθέσεις.

 

Τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση (εφεξής ως «κύρια υπόθεση») και τις υποθέσεις υπ’ αρ. 5959/2022 και 8222/2022 κατατέθηκαν γραπτώς.

 

Σε σχέση με την κύρια υπόθεση τα γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 21/08/2022 και περί την ώρα 21.30 η Κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [  ] στην οδό Πριάμου στην Πάφο με ανατολική κατεύθυνση. Σε κάποιο σημείο του δρόμου απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος της με αποτέλεσμα να εκτραπεί προς τα αριστερά και να συγκρουστεί με το σταθμευμένο όχημα με αριθμούς εγγραφής [  ]. Από την σύγκρουση το εν λόγω όχημα σπρώχτηκε προς τα πίσω, ενώ το όχημα της Κατηγορούμενης κατέληξε στην δεξιά πλευρά εντός του δρόμου. Το δυστύχημα έγινε κατά την διάρκεια της νύχτας, ο καιρός ήταν αίθριος και η άσφαλτος ήταν καθαρή και στεγνή. Το όχημα με αριθμούς εγγραφής [  ] υπέστη ζημιές στην αριστερή γωνιά, στο αριστερό μπροστινό φτερό, στο αριστερό πισινό φτερό και στην αριστερή θύρα. Το όχημα της Κατηγορούμενης υπέστη ζημιές στην αριστερή γωνιά και επίσης προκλήθηκαν στην Κατηγορούμενη ελαφριοί τραυματισμοί.

 

Από εξετάσεις που έγιναν από την Αστυνομία, διαπιστώθηκε ότι η Κατηγορούμενη είχε στερηθεί  από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στην υπόθεση υπ’ αριθμό 4631/2022 να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης από τις 26/07/2022 μέχρι τις 09/09/2022. Επίσης στην υπόθεση υπ’ αριθμό 5476/2022 η Κατηγορούμενη είχε στερηθεί  από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης από τις 19/08/2022 μέχρι τις 29/09/2022. Από περαιτέρω εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι η Κατηγορούμενη οδηγούσε το εν λόγω μηχανοκίνητο όχημα χωρίς να ευρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου.

 

Σε σχέση με την υπόθεση αρ. 5959/2022 τα γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

 

Στις 05/01/2022 και περί ώρα 23.45 στην οδό Αγαπήνωρος στην Πάφο, ανακόπηκε για έλεγχο το όχημα το οποίο οδηγούσε η Κατηγορούμενη. Ο Αστυφύλακας 3135 διαπίστωσε ότι η Κατηγορούμενη παρουσίαζε έντονα τα συμπτώματα της μέθης, καθώς η εκπνοή της μύριζε έντονα αλκοόλ. Η Κατηγορούμενη υποβλήθηκε σε προκαταρτικό έλεγχο αλκοόλης με θετική ένδειξη 105 mg αντί 22 mg. Στην συνέχεια και μετά από παρέλευση 15 λεπτών της ζητήθηκε να δώσει δείγμα εκπνοής σε μηχανή τελικής εξέτασης αλκοόλης, με την πρώτη ένδειξη 103 mg αντί 22 mg και την δεύτερη ένδειξη 106 mg αντί 22 mg.

 

Σε σχέση με την υπόθεση αρ. 8222/2022 τα γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 04/01/2022 και περί ώρα 08.45 η Κατηγορούμενη οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής [   ] στην παραλιακή περιοχή Γεροσκήπου με κατεύθυνση προς το Λιμανάκι της Κάτω Πάφου. Σε ένα σημείο του δρόμου κτύπησε και παρέσυρε την M.K.1, η οποία ποδηλατούσε στην αριστερή μεριά του δρόμου με κατεύθυνση προς το Λιμανάκι της Κάτω Πάφου. Η Μ.Κ.1 τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο σε κλινική, όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη κάταγμα σπονδύλου, κάκωση αυχένα και λεκάνης. Την σκηνή του δυστυχήματος επισκέφθηκε η Αστυνομία όπου εντόπισε την Κατηγορούμενη να παρουσιάζει έντονα τα συμπτώματα της μέθης,  να φωνάζει, να παραπατάει και να έχει κόκκινα μάτια. Υποβλήθηκε σε προκαταρτικό έλεγχο αλκοόλης με θετική ένδειξη 131 mg αντί 22 mg. Στην συνέχεια η Κατηγορούμενη έδωσε δύο ικανοποιητικά δείγματα εκπνοής σε συσκευή τελικής εξέτασης αλκοόλης με πρώτη ένδειξη 129 mg αντί 22 mg και δεύτερη ένδειξη 124 mg αντί 22 mg.

 

Συμπληρωματικά, των πιο πάνω γεγονότων, ο κος Στυλιανού ανέφερε ότι δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε μόνιμες βλάβες στην Μ.Κ.1, η οποία και αποζημιώθηκε πλήρως. Περαιτέρω ανέφερε ότι η Κατηγορούμενη δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και βαρύνεται με 6 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης της.

 

Με την ικανή αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής της Κατηγορούμενης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούμενης αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε και εξέφρασε την απολογία και ειλικρινή μεταμέλεια της.

 

Ως προς τις κοινωνικοοικονομικές της συνθήκες ο συνήγορος της υιοθέτησε πλήρως το περιεχόμενο της έκθεσης που ετοιμάστηκε από το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας ημερομηνίας 04/06/2025, και η οποία βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρονται συνοπτικά  τα ακόλουθα:

 

Η Κατηγορούμενη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Σεβαστούπολη και είναι σήμερα ηλικίας 52 ετών. Η Κατηγορούμενη σε ηλικία 19 ετών παντρεύθηκε με ομοεθνή της, και απέκτησαν ένα υιό, του οποίου είχε αναλάβει την αποκλειστική φροντίδα μετά τον χωρισμό της με τον πρώτο της σύζυγο. Μετά τον χωρισμό της η Κατηγορούμενη παντρεύθηκε ξανά με ομοεθνή της και το 2002 η Κατηγορούμενη εγκαταστάθηκε στην Κύπρο για βιοποριστικούς σκοπούς. Το έτος 2003 επέστρεψε στην χώρα καταγωγής της και ο γάμος της διαλύθηκε. Το έτος 2004 επέστρεψε εκ νέου στην Κύπρο για βιοποριστικούς λόγους και την φροντίδα του υιού της ανέλαβαν οι γονείς της.

 

Το έτος 2005 ο πατέρας της Κατηγορούμενης απεβίωσε από καρδιακό επεισόδιο, σε ηλικία 54 ετών. Το 2005 η Κατηγορούμενη σύναψε γάμο με Κύπριο, με τον οποίο δεν απέκτησαν παιδία. Το έτος 2009 το ζευγάρι χώρισε. Το έτος 2010 η Κατηγορούμενη σύνηψε άλλο γάμο με Κύπριο, με τον οποίο χώρισε το 2020.

 

Η μητέρα της είναι σήμερα ηλικίας 74 χρονών, συνταξιούχος και διαμένει στην Κριμαία. Η Κατηγορούμενη δεν έχει αδέλφια, ωστόσο ήταν πολύ συνδεδεμένη με την ξαδέλφη της, η οποία τον Ιανουάριο του 2022 απεβίωσε. Η ξαδέλφη της έχει ένα ανήλικο κορίτσι ηλικίας 8 χρονών, την φροντίδα του οποίου ανέλαβε η μητέρα της Κατηγορούμενης. Ένεκα τούτου η Κατηγορούμενη βοηθάει οικονομικά την μητέρα της.

 

Ο υιός της Κατηγορούμενης, ο οποίος εργαζόταν ως στρατιωτικός και υπηρέτησε στο πόλεμο μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας, ήταν αγνοούμενος από τον Ιούνιο του 2022 και τον Νοέμβριο του 2022 η Κατηγορούμενη ενημερώθηκε ότι βρέθηκε νεκρός. Τόσο ο θάνατος του υιού της, όσο και της ξαδέλφης της σε πολύ σύντομη χρονική περίοδο, προκάλεσε θλίψη και στεναχώρια στην Κατηγορούμενη. Λόγω του ότι δεν είχε υποστηρικτικό περιβάλλον στην Κύπρο η Κατηγορούμενη για να διαχειριστεί την θλίψη της κατέφυγε στην χρήση αλκοόλ.

 

Σχετικά με την μόρφωση της, αναφέρεται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας ότι η Κατηγορούμενη σπούδασε ψυχολόγος με εξειδίκευση στα παιδιά με ειδικές ανάγκες και στην λογοθεραπεία. Στην Κύπρο εργάστηκε ως εργάτρια, σερβιτόρα και πωλήτρια. Τους τελευταίους μήνες δεν εργάζεται λόγω του ότι αναμένει να της επιστραφούν τα προσωπικά της έγγραφα από το Τμήμα Αρχείο Πληθυσμού και Μετανάστευσης.

 

Περαιτέρω από τις 05/05/2023 μέχρι τις 23/10/2023 η Κατηγορούμενη έκτισε ποινή φυλάκισης.

 

Ο συνήγορος της Κατηγορούμενης στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής της, ανέφερε ότι τα γεγονότα που εξελίχθηκαν το έτος 2022 ήταν τέτοια που οδήγησαν την Κατηγορούμενη να στραφεί στο αλκοόλ. Αρχές του έτους ενημερώθηκε ότι η κατάσταση της υγείας της ξαδέλφης της ήταν μη αναστρέψιμη, η οποία εν τέλη απεβίωσε στις 07/01/2022. Ακριβώς λόγω της θλίψης της είχε καταφύγει στο αλκοόλ και στις 04/01/2022 και 05/01/2022 διέπραξε τα αδικήματα που αναφέρονται στις υποθέσεις υπ’ αριθμό 8222/2022 και 5959/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αντίστοιχα. Στην συνέχεια η αβεβαιότητα και η στεναχώρια στην οποία βρισκόταν ένεκα του ότι ο υιός της ήταν αγνοούμενος στον πόλεμο, και στην συνεχεία η επιβεβαίωση του θανάτου του, οδήγησαν την Κατηγορούμενη στο αλκοόλ.

 

Ο κος Αλεξάνδρου ανέφερε στο Δικαστήριο ότι το έτος 2022 η Κατηγορούμενη, ένεκα της καταφυγής της στο αλκοόλ, διέπραξε διάφορα αδικήματα τα οποία σχετίζονται με τροχαίες παραβιάσεις. Και προς τούτο καταχωρήθηκαν διάφορες ποινικές υποθέσεις εναντίον της. Στις 05/05/2023 το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου επέβαλε ποινή άμεσης φυλάκισης 7 μηνών στην Κατηγορούμενη στα πλαίσια της υπόθεσης υπ’ αριθμό 8221/2022. Μάλιστα στα πλαίσια της υπόθεσης εκείνης λήφθηκαν υπόψιν και οι υποθέσεις υπ’ αριθμό 4631/2022, 7167/2022 και 5476/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου. Σημείωσε περαιτέρω ότι η Κατηγορούμενη καταχώρησε έφεση, σε σχέση με την κρίση του Δικαστηρίου να μην αναστείλει την ποινή φυλάκισης όπου επέβαλε. Το Εφετείο στην Ποινική Έφεση υπ’ αριθμό 100/2023, ημερομηνίας 11/09/2023, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση λόγω της κατ’ επανάληψη παραβατικής συμπεριφοράς της Κατηγορούμενης.  

 

Η εισήγηση του κου Αλεξάνδρου, ήταν ότι με βάση της αρχή της αναλογικότητας και της συνολικότητας της ποινής, η Κατηγορούμενη έχει τιμωρηθεί επαρκώς με την ποινή φυλάκισης 7 μηνών, την οποία έκτισε. Μάλιστα, ήταν η θέση του ότι το ενδεχόμενο «σφάλμα» της Υπεράσπισης να μην ζητήσει όπως ληφθεί υπόψιν στα πλαίσια της υπόθεσης 8221/2022 η υπό κρίση υπόθεση, και οι άλλες δύο υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη, δεν πρέπει να επενεργήσει εναντία στην αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής. Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Κατηγορούμενης ότι ακόμη και να λαμβάνονταν υπόψιν οι εν λόγω υποθέσεις στα πλαίσια της υπόθεσης υπ’ αριθμό 8221/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου η ποινή των 7 μηνών που επιβλήθηκε δεν θα διαφοροποιείτο.

 

Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούμενης κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη τον χρόνο που παρήλθε από την ημερομηνία διάπραξης των αδικημάτων μέχρι σήμερα, όπου το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή, ήτοι 3,5 χρόνια μετά. Τόνισε το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη με δική της προσπάθεια και πρωτοβουλία διέκοψε κάθε χρήση αλκοόλ, έχει ξαναφτάξει την ζωή της, είναι αρραβωνιασμένη, και δεν έχει διαπράξει κανένα άλλο αδίκημα μετά το έτος 2022. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής επιβεβαίωσε το γεγονός ότι η Κατηγορούμενη δεν έχει διαπράξει οποιοδήποτε άλλο αδίκημα μεταγενέστερα του έτους 2022, και δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε υπόθεση εναντίον της.  

 

Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι τα αδικήματα που διέπραξε η Κατηγορούμενη είναι πολύ σοβαρά. Αυτό διαφαίνεται πρωτίστως από το ύψος των προβλεπόμενων ποινών. Η προβλεπόμενη στον νόμο ποινή αποτελεί την αφετηρία από την οποία το Δικαστήριο εκκινεί για την επιμέτρηση της ποινής. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του είδους της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (βλ. Δημοκρατία ν Κυριάκου (1990) 2 ΑΑΔ 264 και Λεβέντης ν Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 632).

 

Για σκοπούς επιβολής της ποινής, θα εξετάσω πρώτα την δεύτερη κατηγορία, η οποία αφορά ανυπακοή σε νόμιμη διαταγή Δικαστηρίου κατά παράβαση του άρθρου 19Α του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμος του 1972, Ν. 86/72, η οποία είναι και η πιο σοβαρή. Σύμφωνα με το άρθρο 19Α:

 

«Πρόσωπο, το οποίο έχει αποστερηθεί με απόφαση ή διάταγμα του δικαστηρίου, της ικανότητας να κατέχει ή λαμβάνει άδεια οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και το οποίο οδηγεί μηχανοκίνητο όχημα κατά παράβαση της πιο πάνω απόφασης ή διατάγματος, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση για διάστημα που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα έξι χιλιάδες ευρώ οκτακόσια τριάντα τέσσερα ευρώ (€6.834) ή και στις δύο αυτές ποινές.»

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδίδεται δικαστικό διάταγμα οφείλει να συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του διατάγματος αφού η υπακοή σε διατάγματα δικαστηρίου συνιστά μια σημαντική πτυχή του κράτους δικαίου (βλ. Διευθυντή Τμήματος Υπηρεσίας Κοινωνικής Ευημερίας ν Ντούμα κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 133). Παρακοή σε διάταγμα Δικαστηρίου πλήττει το θεμέλιο της έννομης τάξης και πρέπει, κατά κανόνα, να αντιμετωπίζεται με ποινή φυλάκισης και μόνο κατ’ εξαίρεση με πρόστιμο (βλ. Kay v Municipality of Larnaca (1982) 2 C.L.R. 236, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ).

 

Στην απόφαση CCC Laundries (Paphos) Limited v. Ελισάβετ Θεοφάνους (2010) 2 ΑΑΔ 288, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Η απείθεια σε διαταγή του Δικαστηρίου ενέχει το στοιχείο της καταφρόνησης του Δικαστηρίου. Πρόκειται για σοβαρό αδίκημα η τέλεση του οποίου πλήττει ευθέως την απονομή της δικαιοσύνης και κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού στην αξιοπιστία του συστήματος για αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων και την εμπέδωση του νόμου και της τάξης. Τέτοιου είδους συμπεριφορά ποτέ δεν έγινε ανεκτή. Οι παραβάτες όταν είναι φυσικά πρόσωπα κατά κανόνα τιμωρούνται με φυλάκιση. Η χρηματική ποινή μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να επιβάλλεται Βλ. Kay v. Municipality of Larnaca (1982) 2 A.A.Δ. 236. Οι πολίτες σε όποια κοινωνική τάξη θεωρούν ότι ανήκουν ή σε όποια θέση βρίσκονται, υπέχουν αυστηρή υποχρέωση υπακοής στα δικαστικά διατάγματα που τους αφορούν. Αυτό επιβάλει η αρχή της ισονομίας. Οι δικαστές προσηλωμένοι στην αποστολή τους με πλήρη διαφάνεια και αυξημένο αίσθημα ευθύνης εκτελούν το καθήκον τους. Συμπεριφορές οι οποίες υπονομεύουν το έργο τους δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές.»

 

Σοβαρό είναι και το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, η οποία αφορά το αδίκημα της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του άρθρου 8 του Περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, Ν. 86/72.

 

Σχετικά με το αδίκημα της αμελούς οδήγησης, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του στην επιλογή της ποινής, τους ακόλουθους παράγοντες (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 235 με αναφορά στην Diran Der Avedisian v. Ρ (1969) 2 C.L.R. 57):

(i)    Τον βαθμό αμέλειας,

(ii)  Τις συνέπειες του δυστυχήματος,

(iii) Τυχόν αμέλεια προσώπου εμπλεκόμενου στο δυστύχημα. Η συντρέχουσα αμέλεια άλλου προσώπου, αν και δεν αποτελεί υπεράσπιση, είναι μετριαστικός παράγων, και 

(iv) Τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου ειδικότερα σε σχέση με το μητρώο του ως οδηγού.

 

Η συνήθης ποινή για αμελή οδήγηση είναι η ποινή προστίμου. Όπου η αμέλεια του κατηγορουμένου είναι ιδιαίτερα σοβαρή ή όπου ο κατηγορούμενος δεν είναι λευκού ποινικού μητρώου, ή και τα δύο, η ποινή προστίμου συνδυάζεται με στέρηση της άδειας οδήγησης (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 235, 236). 

 

Ποινή φυλάκισης όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί όπου επιδείχθηκε άκρως αδιάφορη για την ασφάλεια τρίτων συμπεριφορά (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 239). Στην Raya v. Police 19 CLR 308 το Ανώτατο Δικαστήριο υποκατέστησε καταδίκη με άρθρο ανάλογο του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, με αμελή οδήγηση επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης 2 μηνών. Ανάλογη προσέγγιση ακολουθήθηκε στην Eleftheriades v. Republic (1967) 2 CLR 214 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε καταδίκη σε φυλάκιση 5 μηνών κατηγορούμενου που παραβίασε κόκκινο σηματοδότη και συγκρούστηκε με άλλο όχημα τραυματίζοντας τους επιβαίνοντες. Βέβαια, ως αναφέρθηκε στην Mirachis v. Police (1965) 2 CLR 28, 32, το Δικαστήριο θα πρέπει να καταφεύγει σε ποινή φυλάκισης ως το τελευταίο μέτρο και μόνο αφού άλλου είδους ποινές κριθούν ακατάλληλες. 

 

Σοβαρό επίσης είναι και το αδίκημα της ανασφάλιστης οδήγησης, το οποίο αφορά την τρίτη κατηγορία, λόγω, μεταξύ άλλων, των σοβαρών επιπτώσεων για τα θύματα δυστυχημάτων από ανασφάλιστη χρήση οχήματος (βλ. Πουλλής ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 57).

 

Η σοβαρότητα των εν λόγω αδικημάτων διαφαίνεται βεβαίως και μέσα από την ανησυχητικά αυξανόμενη συχνότητα με την οποία όμοιας φύσης αδικήματα διαπράττονται, και για την οποία λαμβάνω δικαστική γνώση από την ενασχόληση του Δικαστηρίου με πλειάδα τέτοιων υποθέσεων επί καθημερινής βάσης. Ένεκα δε των ανησυχητικών διαστάσεων που έχουν προσλάβει τα τροχαία δυστυχήματα στην χώρα μας, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επανειλημμένα υποδείξει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών σε τροχαίες υποθέσεις (β. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 329, Ποινική Έφεση 130/2013).

 

Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τροχαία αδικήματα όταν περιέχουν το στοιχείο της αδιαφορίας επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Τουμάζου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 166/16 ημερ. 05.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:B432. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:

 

«Ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει, τηρουμένων πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου».

 

Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση  Παναγή ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 75:

 

«Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών δεν είναι μόνο θέμα σεβασμού και εφαρμογής των νόμων, αλλά είναι απαραίτητη κοινωνική ανάγκη, ενόψει του σοβαρού και ανησυχητικού ρυθμού με τον οποίο συμβαίνουν αυτοκινητικά δυστυχήματα και χάνονται ανθρώπινες ζωές ή προκαλούνται σοβαρές υλικές ζημιές. Είναι μόνο με την απόλυτη συμμόρφωση προς όλους τους κανονισμούς που θα επιτευχθεί μείωση ατυχημάτων τα οποία πολλές φορές έχουν ολέθρια και ανεπανόρθωτα επακόλουθα.»

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη την οδική συμπεριφορά της Κατηγορούμενης στο σύνολό της, ως αυτή διαφαίνεται από τα γεγονότα που κατατέθηκαν από την Κατηγορούσα Αρχή, τόσο για την κυρίως υπόθεση όσο και για τις υποθέσεις υπ’ αριθμό 5959/2022 και 8222/2022, προκύπτει ότι η συμπεριφορά της Κατηγορούμενης ήταν απαράδεκτη. Με την όλη συμπεριφορά της επέδειξε πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεών της αλλά και στους Νόμους και Κανονισμούς της τροχαίας.

 

Δεν θα πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται ότι στην παρούσα υπόθεση λαμβάνονται υπόψιν ακόμη δύο υποθέσεις. Στην Ιωάννου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 ΑΑΔ 598 λέχθηκε ότι όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του μόνο αυτές τις κατηγορίες (βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Cham & άλλων (1993) 2 ΑΑΔ 129, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 382 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέου (1994) 2 ΑΑΔ 194).

 

Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για τις υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψιν, φαίνεται ότι η Κατηγορούμενη διέπραξε ίδιας φύσεως και σοβαρότητας αδικήματα με αυτά που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο της κύριας υπόθεσης καθώς και το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλης, και μάλιστα με αναλογία 103 mg αντί 22 mg και 124 mg αντί 22 mg σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Τα πιο πάνω αναμφίβολα επιτείνουν τη σοβαρότητα των κατηγοριών της κύριας υπόθεσης, δίνουν λαβή για έντονη ανησυχία ως προς την παραβατική συμπεριφορά της Κατηγορούμενης και καθιστούν την περίπτωση της ως ιδιαίτερα σοβαρή.

 

Ακόμη όμως και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος της Κατηγορούμενης λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:

 

Το γεγονός ότι δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες, κάτι το οποίο της δίδει το δικαίωμα να έχει μεγαλύτερη απαίτηση από το Δικαστήριο όπως επιδείξει στο πρόσωπό της τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.

 

Την  παραδοχή της ενώπιον του Δικαστηρίου, έστω και στο στάδιο όπου έγινε, η οποία πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, διότι αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης.

 

Επίσης λαμβάνω υπόψη μου τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές της περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου της, αλλά και στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.  Ιδιαίτερη σημασία δίδεται από το Δικαστήριο στις δύσκολες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις τις οποίες βιώνει η Κατηγορούμενη από το έτος 2022. Η Κατηγορούμενη έχασε το μοναχοπαίδι της στον πόλεμο μεταξύ Ρωσίας – Ουκρανίας. Αδιαμφησβήτητα πρόκειται για την μέγιστη θλίψη όπου μπορεί να βιώσει ένας γονιός. Το ίδιος έτος, έχασε την ξαδέλφη της, με την οποία είχαν πολύ στενές σχέσεις. Σαφέστατα το έτος 2022 όπου επεσυνέβηκαν τα εν λόγω τραγικά γεγονότα στιγμάτισαν την Κατηγορούμενη και επηρέασαν αυτή συναισθηματικά.

 

Ωστόσο δεν παραβλέπω ότι ως λέχθηκε στην απόφαση Balampanidis v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 210/18, ημερ. 10/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B178, η οποία αφορούσε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών, «ναι μεν λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη αλλά στο βαθμό και κατά την έκταση που δεν εξουδετερώνεται το αποτρεπτικό στοιχείο της ποινής». Όπως επίσης τονίστηκε στην υπόθεση Φραντζίδης ν. Αστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 77,  η δυστυχία που πλήττει ένα άνθρωπο δεν αποτελεί μόνιμη ασπίδα κατά της συνέχισης της παρανομίας με ατιμωρησία.

 

Λαμβάνεται επίσης υπόψιν προς όφελος της Κατηγορούμενης, το γεγονός ότι η ίδια πλέον διέκοψε την χρήση αλκοόλ και από το τέλος του 2022, μέχρι και σήμερα, δεν έχει διαπράξει άλλο αδίκημα και δεν έχει απασχολήσει ξανά τις αρχές. Αυτό δεικνύει την έμπρακτη μεταμέλεια της και την επιθυμία της να ξαναχαράξει την πορεία της. Το σημείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία λαμβάνοντας υπόψη τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα όπου καλείται να επιβάλει ποινή.

 

Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365). Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα υπό τιμωρία αδικήματα διαπράχθηκαν το έτος 2022, σε μια περίοδο που ως αναφέρθηκε ανωτέρω, η Κατηγορούμενη πενθούσε για τον χαμό της ξαδέλφης της, και βρισκόταν σε αγωνιά για την ζωή του υιού της, ο οποίος τελικά πέθανε. Ως προς το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, δεν παραβλέπω ότι προκύπτει ριζική αλλαγή των προσωπικών συνθηκών της Κατηγορούμενης. Η Κατηγορούμενη απέχει πλέον από την χρήση αλκοόλ και έχει ξαναφτιάξει την ζωή της.

 

Έχω επίσης υπόψη μου την αρχή της συνολικότητας της ποινής η οποία υπαγορεύει ότι η τιμωρία δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του καταδικασθέντα. Όχι μόνο στα πλαίσια της υπόθεσης που εκδικάζεται, αλλά και με αναφορά σε υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη ή που έχει ήδη καταδικαστεί και του επιβλήθηκε ή και εκτίει ποινή (βλ. Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 443). Ωστόσο, παράμετρος που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται είναι ότι η ποινή που θα επιβληθεί, δεν πρέπει να είναι τέτοια που να δημιουργεί στον κατηγορούμενο το αίσθημα ότι δεν τιμωρήθηκε για την αδικοπραξία του και γενικότερα την εντύπωση ότι μπορεί κάποιος να αδικοπραγεί χωρίς ουσιαστικές συνέπειες. Το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τη συνολικότητα της εγκληματικής συμπεριφοράς του παραβάτη και να διερωτηθεί ποια είναι η κατάλληλη ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί (βλ. Χατζίηκκος ν Αστυνομία, Ποινική Έφεση αρ. 352/2018, 19/07/2019, ECLI:CY:AD:2019:B333).

 

Σημασία επομένως δίδεται στο γεγονός ότι η Κατηγορούμενη έκτισε ποινή φυλάκισης 7 μηνών από τις 05/05/2023 μέχρι τις 23/10/2023, η οποία ποινή της επιβλήθηκε για παρόμοια αδικήματα με την υπό κρίση υπόθεση, και τα οποία διαπράχθηκαν κατά το ίδιο έτος, ήτοι το 2022.

 

Δεν παραβλέπω επίσης ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της υπόθεσης υπ’ αριθμό 8221/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου για σκοπούς επιβολής ποινής. Στην υπόθεση Παραρέ ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257 έγινε αναφορά στο άρθρο 81 του Κεφ, 155 που επιτρέπει να ληφθούν υπόψη άλλα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος, των οποίων είτε δεν άρχισε ακόμη η δίωξη, είτε η δίκη επ' αυτών, και, τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε. Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο η διαπίστωση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι θα μπορούσαν τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης να ληφθούν κατά την επιμέτρηση της ποινής από άλλο Δικαστήριο, έπρεπε να προσμετρήσει ουσιωδώς στην όλη ποινική μεταχείριση του εφεσείοντος υπό το φως της έτερης και προεξάρχουσας αρχής ότι ένας κατηγορούμενος θα πρέπει να τυγχάνει του ευεργετήματος να τιμωρείται μια και μόνο φορά για όλη την εγκληματική του συμπεριφορά την οποία παραδέχεται και ζητεί είτε ο ίδιος, είτε μέσω της κατηγορούσας αρχής, να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στη  Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 76:

 

«Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος.»

 

Σημειώνεται ότι ακόμη και αν σε προηγούμενες υποθέσεις ο κατηγορούμενος δεν ζήτησε να ληφθούν υπόψη εκκρεμούσες υποθέσεις, δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση τους σε μεταγενέστερο στάδιο. Ούτε και μπορεί να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποια θα ήταν η ποινή στην προηγούμενη υπόθεση αν είχε ζητηθεί να ληφθούν υπόψη τότε (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47).

 

Λαμβάνω υπόψιν μου, προς όφελος της Κατηγορούμενης, ότι οι παραπονούμενοι των τροχαίων δυστυχημάτων αποζημιώθηκαν, στοιχείο ενδεικτικό της έμπρακτης μεταμέλειας της Κατηγορούμενης, καθώς και ότι δεν προκλήθηκαν μόνιμες σωματικές βλάβες από το δυστύχημα.

 

Τα ελαφρυντικά και οι μετριαστικοί παράγοντες της Κατηγορούμενης, όπως αυτά έχουν εκτεθεί αμέσως πιο πάνω, δεν είναι, κατά την άποψη μου, τέτοιας έκτασης και φύσης ώστε να υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει ιδιαίτερα της σοβαρότητας των αδικημάτων και της δεδηλωμένης ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης. Δεν έχουν καταδειχθεί γεγονότα τέτοιας φύσεως που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος της ποινής. Οι δύσκολες οικογενειακές καταστάσεις που αντιμετωπίζει η Κατηγορούμενη ένεκα του θανάτου του υιού της κατανοούνται πλήρως από το Δικαστήριο (βλ. Hussein ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 252/18, ημερομηνίας 31/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:B206, Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 485). Όμως η κατανόηση που επιδεικνύεται από το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει την ανάγκη της αποτροπής μέσα στα ιδιαίτερα περιστατικά της φύσης των αδικημάτων που έχει διαπράξει η Κατηγορούμενη.  Σε τέτοιες περιπτώσεις οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας. (βλ. Μάριος Παναγιώτου v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 540).  Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από οποιοδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο.

 

Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί το ύστατο μέτρο τιμωρίας και ότι επιβάλλεται μόνο όταν κρίνεται ως αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αποτελεί τη μόνη αρμόζουσα ποινή για την Κατηγορούμενη. Οποιαδήποτε άλλη ποινή, υπό τις περιστάσεις, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στην Κατηγορούμενη και σε άλλους επίδοξους παραβάτες (Νικήτα v. Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75).

 

Με αναφορά τώρα στη στέρηση της άδειας οδηγού θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η ποινή βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής και πρέπει να δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Η άδεια οδήγησης αποτελεί επίκτητο δικαίωμα, η άσκηση του οποίου είναι συνυφασμένη με τους όρους που θέτει ο Νόμος για την οδική ασφάλεια (βλ. Σαρίδης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 465).

 

Τόσο τα γεγονότα που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος, όσο και οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί εάν δικαιολογείται η αποστέρηση της άδειας του παραβάτη όπως επίσης και η χρονική διάρκεια της αποστέρησης (βλ. Ελευθερίου ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 300).

 

Το ότι το πρόσωπο που αποστερείται του δικαιώματος οδήγησης χρειάζεται καθημερινά την άδειά του στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση του εύρους της περιόδου στέρησης της άδειας (αναγνωρίζοντας ότι το μέτρο αυτό αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής), αλλά δεν αποκλείει την επιβολή του μέτρου στέρησης της άδειας (βλ. Νικόλαος Νικοδήμου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 67).

 

Ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων που διαπράχθηκαν, κρίνω σκόπιμο όπως επιβάλλω στην Κατηγορούμενη και ποινή στερητική της άδειας οδήγησης.

 

Επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στην Κατηγορούμενη τις ακόλουθες ποινές:

  • Στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 1 μήνα. Επιπλέον να αναγραφούν επί της άδειας οδήγησης της 3 βαθμοί ποινής.
  • Στην δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών. Περαιτέρω, επιβάλλεται στην Κατηγορούμενη ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 40 ημερών από αύριο.
  • Καμία ποινή στην τρίτη κατηγορία, ενόψει της επιβολής ποινών φυλάκισης στις πιο πάνω κατηγορίες, και έχοντας υπόψη μου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής.

 

Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.

 

Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στην Κατηγορούμενη θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο προνοεί ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο ήθελε διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί.

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (βλ. Siminoiu v. Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 699).

 

Όπως έχει νομολογηθεί ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται. Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Δάφνη Αριστοδήμου v. Δημοκρατία, Ποινική. Έφεση Αρ. 121/2017, ημερομηνίας 21/09/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:

 

«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»

 

Όπως έχει αναφερθεί, μεταξύ άλλων, στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με την έκδοση διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης είναι:

(α) η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του       εγκλήματος,

(β)  το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και

(γ)  η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.

 

Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και της Κατηγορούμενης και έχω υπόψιν, όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και της Κατηγορούμενης θα μπορούσε ή θα έπρεπε να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογεί το να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.

 

Λαμβάνω υπόψη μου ότι η Κατηγορούμενη έχει ήδη τιμωρηθεί για αδικήματα παρόμοιας φύσης, τα οποία διαπράχθηκαν την ίδια περίοδο, και έχει εκτίσει ποινή φυλάκισης 7 μηνών για αυτά από τις 05/05/2023 μέχρι τις 23/10/2023. Η φυλάκιση της Κατηγορούμενης για περίοδο 7 μηνών συνιστά μια έντονη διέγερση της ίδιας, ώστε να αντιληφθεί τις συνέπειες τις οποίες θα έχει ενδεχόμενη νέα παραβατική συμπεριφορά, ώστε να έχει πάρει μια ανάλογη γεύση από το τι σημαίνει να εγκλειστεί κάποιος στη φυλακή. Καταλυτική σημασία όμως δίδεται στο γεγονός ότι πλέον η Κατηγορούμενη απέχει από την χρήση αλκοόλ, και ότι από το έτος 2022, όπου διαπράχθηκαν τα υπό κρίση αδικήματα, η Κατηγορούμενη δεν έχει διαπράξει κανένα άλλο αδίκημα και δεν εκκρεμεί καμία άλλη υπόθεση προς εκδίκαση, στοιχείο που δείχνει τόσο την έμπρακτη της μεταμέλεια αλλά και την αληθινή και γνήσια επιθυμία της Κατηγορούμενης να αποκόψει τις επιβλαβείς συνήθειες του παρελθόντος.  

 

Όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι συνηγορούν υπέρ της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την αναστολή έκτισης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί στην Κατηγορούμενη και πως δικαιούται της ευκαιρίας να καταδείξει εμπράκτως πως όντως έχει πλήρως αντιληφθεί την σοβαρότητα των αδικημάτων, έχει μεταμεληθεί και δύναται να είναι νομοταγές μέλος της Κυπριακής κοινωνίας και να γίνει χρήσιμη πολίτης αυτής. Ως εκ των άνω διατάσσω όπως η ποινή φυλάκισης, η οποία επιβλήθηκε στην Κατηγορούμενη, ανασταλεί για περίοδο 3 ετών.

 

Λήφθηκαν υπόψη οι υποθέσεις υπ’ αριθμό 5959/2022 και 8222/2022 του Ε.Δ Πάφου.

 

(Εξηγείται στην Κατηγορούμενη η έννοια της αναστολής της ποινής φυλάκισης).

 

(Υπογρ.)……………………………….

                                                                                                Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.

 

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο