ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. Συμεού, Ε.Δ.
Aρ. Υπόθεσης: 350/19
Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου
- ν -
Κ. Α
Ημερομηνία: 28/08/25
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα. Ε. Μανώλη
Για τον Κατηγορούμενο : κ. Α. Αλεξάνδρου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μετά το κλείσιμο της υπόθεσης της Κατηγορούσας αρχής, ο συνήγορος του Κατηγορουμένου δια μέσω της αγόρευσης του εισηγήθηκε ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του πελάτη του σε σχέση με την κατηγορία που αντιμετωπίζει και κάλεσε το Δικαστήριο να τον αθωώσει και να τον απαλλάξει σε αυτό το στάδιο. Η εισήγηση του κ. Αλεξάνδρου στηρίχθηκε επί τω ότι, η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας αλλά και λόγω αντινομικότητας της μαρτυρίας η οποία έχει προσαχθεί.
Εκ διαμέτρου αντίθετη ήταν η θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία υποστήριξε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Κατηγορούμενου και συναφώς εισηγήθηκε όπως αυτός κληθεί σε απολογία.
Οι παράμετροι, οι οποίοι καθορίζουν την ύπαρξη ή όχι εκ πρώτης όψεως υπόθεσης έχουν τεθεί στην Αζίνας ν. Δημοκρατίας (1981) 2 Α.Α.Δ. 9 στην οποία υιοθετήθηκε πλήρως η Δικαστική Πρακτική του 1962. Η οδηγία αυτή είναι μεγάλης σημασίας, από άποψη καθοδήγησης και εφαρμόζεται από τα Δικαστήρια στην Κύπρο με καθορισμό των κριτηρίων για την απόδειξη ή μη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Η προσέγγιση του ίδιου θέματος αναλύεται επίσης στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Γιάγκου άλλως Λεμόνα ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 382, Παναγιώτου κ.α. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 191 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 515.
Από την προαναφερθείσα νομολογία προκύπτει ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο θα πρέπει να αποδεχθεί την εισήγηση της Υπεράσπισης και να αθωώσει τον κατηγορούμενο, όταν κρίνει από την ενώπιον του μαρτυρία ότι:
1. Εξ αντικειμένου, η υπόθεση της Κατηγορούσας αρχής δεν στοιχειοθετείτε, λόγω μη απόδειξης ενός από τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, ή
2. Η μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί από την κατηγορούσα αρχή είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας ή είναι εμφανώς αναξιόπιστη σε τέτοιο βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασισθεί σε αυτή για να καταδικάσει τον κατηγορούμενο. Δηλαδή η όλη μαρτυρία εμπεριέχει τόσο θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το Δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολο της.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το κριτήριο είναι καθαρά αντικειμενικό. Το Δικαστήριο, στο στάδιο αυτό δεν προβαίνει σε υποκειμενική αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά κρίνει τα γεγονότα της υπόθεσης με αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων (εξ όψεως) και χωρίς να υπεισέρχεται στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και στη βαρύτητα που μπορεί να αποδοθεί στη μαρτυρία τους, γιατί είναι δυνατό αυτή η αξιολόγηση να δημιουργήσει προκατάληψη εναντίον του κατηγορουμένου. Το έργο αυτό της αξιολόγησης επιτελείται στο τέλος της δίκης όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Η δε εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία, ως αναιρούσα την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεση είναι περιορισμένη.
Η απόφαση για αθώωση σε αυτό το στάδιο της δίκης πρέπει να αντέχει στη βάσανο που θέτει η καθοδήγηση Πρακτικής του 1962, δηλαδή ότι κάθε λογικό Δικαστήριο θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα, ενόψει της αντικειμενικής υφής της μαρτυρίας. Ο κατηγορούμενος πρέπει να κληθεί σε απολογία μόνο σε περίπτωση που η κατηγορούσα αρχή έχει παρουσιάσει μαρτυρία αρκετά ισχυρή στην ουσία της που να καθιστά την καταδίκη του κατηγορούμενου μια πραγματική δυνατότητα, αν δεν δοθεί από αυτόν κάποια εξήγηση, αλλιώς ο κατηγορούμενος θα κληθεί όχι για να υπερασπίσει τον εαυτό του, αλλά για να διορθώσει τις ατέλειες που υπάρχουν στη μαρτυρία που δόθηκε από την κατηγορούσα αρχή.
Ο όρος «εκ πρώτης όψεως υπόθεση» χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με την εις βάθος θεώρηση και τελική όψη της υπόθεσης δηλαδή την απόδειξη της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. Χριστοδούλου ανωτέρω). Το βάρος απόδειξης που έχει η κατηγορούσα αρχή σε αυτό το στάδιο είναι διαφορετικό από αυτό που επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Στο στάδιο αυτό είναι αρκετό η κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ 9).
Ο Κατηγορούμενος στην παρούσα περίπτωση αντιμετωπίζει την κατηγορία της παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος κατά παράβαση των άρθρων 134 και 35 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (1η κατηγορία).
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, ο Κατηγορούμενος κατηγορείται επί τω ότι, την 9/10/15 στο Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου ενώ ήταν δημόσιος λειτουργός, δηλαδή αστυνομικός, εσκεμμένα παραμέλησε την εκτέλεση του υπηρεσιακού καθήκοντος του το οποίο σύμφωνα με τον νόμο είχε υποχρέωση να εκτελέσει, δηλαδή, ενώ κατά την πιο πάνω ημερομηνία ανέλαβε την εξέταση τροχαίου δυστυχήματος που επεσυνέβηκε την ίδια ημέρα στον κύριο δρόμο Πόλης Χρυσοχούς παρά το χωριό Στρουμπί και στο οποίο ενεπλάκησαν το όχημα με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 146 και ένα σκύλος, δεν επέδειξε το απαιτούμενο ενδιαφέρον με αποτέλεσμα την πλημμελή διερεύνηση του.
Σημειώνεται ότι ο Κατηγορούμενος δεν παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία και έτσι η υπόθεση οδηγήθηκε σε ακρόαση. Η Κατηγορούσα Αρχή προς απόδειξη της κατηγορίας κάλεσε τέσσερις μάρτυρες κατηγορίες. Ειδικότερα κλήθηκε για να καταθέσει ως ΜΚ1, ο κ. Δημήτρης Τσοκκάς, πρώην αστυνομικός διευθυντής ο οποίος ανέλαβε την διερεύνηση της υπόθεσης υπό την ιδιότητα του ως ποινικός ανακριτής μετά από οδηγίες του προέδρου της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, κατόπιν παραπόνου το οποίο υποβλήθηκε από τον Χ.Χ, από τώρα και στο εξής τον «ΜΚ2», οδηγό του εμπλεκόμενου οχήματος στο δυστύχημα που επεσυνέβηκε μαζί με ένα σκύλο την 09/10/15. Ως δεύτερος μάρτυρας κατηγορίας κλήθηκε και κατέθεσε ο παραπονούμενος, δηλαδή ο ΜΚ2, ενώ ακολούθησε η μαρτυρία της Λοχίας 2223 Μήνας Νικολάου, ΜΚ3 η οποία κατά τον επίδικο χρόνο ήταν η υπεύθυνη του αστυνομικού Σταθμού Στρουμπιού στον οποίο εργαζόταν και ο Κατηγορούμενος. Τέλος κλήθηκε και κατέθεσε και η Α/Λοχίας Άντρη Κυπριανού, ΜΚ4. Σημειώνεται ότι η κατάθεση της Αστ. 1114 Μ. Απτουλάταχ δηλώθηκε και εγκρίθηκε από το Δικαστήριο ως παραδεκτό γεγονός.
Κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και της παρουσίασης στο Δικαστήριο της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, κατατέθηκαν συνολικά 18 Τεκμήρια.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ
Στις 09/10/15 και περί ώρα 16:30 μ.μ ενώ ο ΜΚ2 ενώ οδηγούσε το όχημα του με αρ. εγγραφής ΧΧΧ 146 στον κύριο δρόμο Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς με κατεύθυνση την Πόλη της Χρυσοχούς σε κάποια στιγμή, εισήλθε από την αριστερή πλευρά του δρόμου ένας σκύλος με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τον μπροστινό προφυλακτήρα του οχήματος του και έτσι να προκληθούν στο όχημα του ζημιές. Από το εν λόγω δυστύχημα τραυματίστηκε και ο σκύλος. Σύμφωνα με τον ΜΚ2 ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου σκύλου ήταν ο Κ.Θ από το Στρουμπί τον οποίο και αναγνώρισε αφού όπως υποστήριξε ήταν τακτικός πελάτης στο κατάστημα που διαθέτει με υλικά οικοδομής το οποίο και βρίσκεται πλησίον του σημείου που επεσυνέβη το δυστύχημα.
Ο ΜΚ2 αμέσως μετά το δυστύχημα ειδοποίησε την αστυνομία με αποτέλεσμα ο Κατηγορούμενος ο οποίος βρισκόταν σε υπηρεσιακό καθήκον στο αστυνομικό σταθμό Στρουμπιού να φτάσει στο εν λόγω σημείο, ενώ από μετά από μερικά λεπτά προσήλθε ακόμη ένας νεαρός άνδρας με πολιτικά ρούχα ο οποίος κατόπιν ερώτησης που του υποβλήθηκε από τον ΜΚ2 για το ποιος ακριβώς ήταν, αυτός του ανέφερε ότι είναι αστυνομικός και ότι κλήθηκε από τον Κατηγορούμενο να προσέλθει στο συγκεκριμένο σημείο με σκοπό να τον βοηθήσει. Ακολούθως τόσο ο Κατηγορούμενος όσο και ο άλλος αστυνομικός άρχισαν να διερευνούν την επί τόπου την σκηνή του δυστυχήματος λαμβάνοντας διάφορα μέτρα, ενώ ο ΜΚ2 από την άλλη αντιδρούσε λόγω της παρουσίας του αστυνομικού που δεν φορούσε στολή και τον καλούσε να αποχωρήσει από το μέρος. Επίσης σύμφωνα με τον ΜΚ2 ο ίδιος τους ενημέρωσε αναφορικά για το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου σκύλου ενώ στην συνέχεια μετέβηκε και ο ίδιος στο κατάστημα του για να τον ενημερώσει αναφορικά με το δυστύχημα που είχε προκληθεί και τον συνεπακόλουθο τραυματισμό του σκύλου του.
Μετά την λήψη μέτρων στην σκηνή του δυστυχήματος από τον Κατηγορούμενο και τον αστυνομικό που μετέβηκε στην σκηνή του δυστυχήματος, ετοιμάστηκε πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής ενώ ο ΜΚ2 αφού συμφώνησε με αυτό, το υπέγραψε. Στο μέρος προσήλθε σύμφωνα με τον ΜΚ2 και ο ιδιοκτήτης του σκύλου ο οποίος αφού άφησε αρχικά τον σκύλο στην άκρη του δρόμου στην συνέχεια τον παρέλαβε μετά από παρατήρηση που δέχτηκε από τον ίδιο τον ΜΚ2 ούτως ώστε να τον μεταφέρει στον κτηνίατρο για περίθαλψη. Ο ΜΚ2 εκφράζοντας τόσο προς τον Κατηγορούμενο όσο και προς τον άλλο αστυνομικό το παράπονο του αναφορικά με τις ζημιές που προκλήθηκαν στο αυτοκίνητο του εξαιτίας της σύγκρουσης με τον σκύλο, ο ιδιοκτήτης του σκύλου του ανέφερε ότι οι ζημιές είναι μόνο μερικές γρατσουνιές ενώ ο άλλος αστυνομικός σύμφωνα με τον ίδιο που έφερε πολιτική περιβολή, απευθυνόμενος προς τον ΜΚ2 του υπέδειξε ότι στην περίπτωση που θα επέμενε για αποζημιώσεις τότε θα κατηγορείτο και ο ίδιος για αμελή οδήγηση. Ο ΜΚ2 τότε αντέδρασε και ανέφερε στον συγκεκριμένο αστυνομικό στην παρουσία του Κατηγορούμενου να εξετάσει το δυστύχημα αμερόληπτα και να μην προσπαθήσει να του επιρρίψει ευθύνες καλύπτοντας έτσι τον ιδιοκτήτη του σκύλου. Αφού ο συγκεκριμένος αστυνομικός αποχώρησε σύμφωνα με τον ΜΚ2 από το μέρος, τότε επανέλαβε στον Κατηγορούμενο ότι θέλει να αποζημιωθεί από τον ιδιοκτήτη του σκύλου με αποτέλεσμα να μεταβούν μαζί στο κατάστημα του Κ. Θ ούτως ώστε να συζητηθεί το ζήτημα της αποζημίωσης. Σύμφωνα με τον ΜΚ2 ο ιδιοκτήτης του σκύλου αρνήθηκε να τον αποζημιώσει αφού προηγουμένως ο Κατηγορούμενος τον ρώτησε για το κατά πόσο προτίθεται να πράξει κάτι τέτοιο, ενώ και πάλι σύμφωνα με τον ΜΚ2, ο ιδιοκτήτης του σκύλου ζήτησε από τον ίδιο να του καταβάλει και τα έξοδα για τον τραυματισμό του σκύλου του. Με βάση τους ισχυρισμούς του ΜΚ2, τον τραυματισμένο σκύλο τον μετέφερε τελικά σε κτηνίατρο άλλο συγγενικό πρόσωπο του Κ.Θ νεαρής ηλικίας με όχημα.
Ακολούθως σύμφωνα με τον ΜΚ2 ο ίδιος μετέβηκε μαζί με τον Κατηγορούμενο στον αστυνομικό σταθμό Στρουμπιού όπου του λήφθηκε κατάθεση με την οποία συμφώνησε και την υπέγραψε.
Στην συνέχεια και περί τον μήνα Οκτώβριο του 2016, ο ΜΚ2 παρέλαβε μέσω της ασφαλιστικής του εταιρείας την αστυνομική έκθεση του εν λόγω δυστυχήματος η οποία δεν τον ικανοποιούσε καθότι δεν επέρριπταν καμία απολύτως ευθύνη στο ιδιοκτήτη του σκύλου αλλά τουναντίον γινόταν προσπάθεια επίρριψης ευθύνης στον ίδιο (Τεκμήριο 7). Τότε ο ΜΚ2 κατόπιν συνεννόησης με τον δικηγόρο του, απέστειλε συστημένη επιστολή – καταγγελία προς τον Αρχηγό Αστυνομίας για μεροληπτική αστυνομική έκθεση ημερ. 08/10/16 στην οποία και ανέφερε τους ισχυρισμούς του περί της μεροληπτικής στάσης της αστυνομίας εναντίον του και υπέρ του ιδιοκτήτη του σκύλου (Τεκμήριο 12), ενώ εις απάντηση του παραπόνου του από την άλλη, ο Λοχίας 466 του απέστειλε την επιστολή ημερ. 08/12/16 στην οποία του αναφέρθηκε ότι δεν είχε προκύψει οποιαδήποτε αμέλεια εκ μέρους του και έτσι η υπόθεση αρχειοθετήθηκε στον αστυνομικό σταθμό. Σε ότι αφορά δε τον ιδιοκτήτη του σκύλου, ο ΜΚ2 ενημερώθηκε επίσης ότι δεν προέκυψε από την διερεύνηση που έγινε μέσω του Κοινοτικού Συμβουλίου του Στρουμπιού ότι πράγματι ο ιδιοκτήτης του ήταν ο Κ. Θ και συνεπώς ότι δεν μπορούσε να διωχθεί σχετικά και οποιοδήποτε συγκεκριμένο πρόσωπο. Σύμφωνα μάλιστα με την επιστολή της ΜΚ3 η οποία κατά τον επίδικο χρόνο ήταν η σταθμάρχης του αστυνομικού σταθμού Στρουμπιού, ημερ. 18/11/18 η οποία και περιλαμβάνεται εντός του Τεκμηρίου 12, με βάση τα όσα ανέφερε ο φερόμενος από τον ΜΚ2 ιδιοκτήτης του συγκεκριμένου εμπλεκόμενου σκύλου στο δυστύχημα, ήταν ότι την στιγμή του δυστυχήματος ήταν στο κατάστημα του και είδε ένα όχημα το οποίο κινείτο στον δρόμο από την Πάφο προς το Στρουμπί να χτυπά ένα σκύλο. Επίσης ανέφερε ότι βγήκε από το κατάστημα του και είδε τον οδηγό του οχήματος ο οποίο ήταν ο ΜΚ2 και ότι επίσης ζήτησε από ένα διερχόμενο όχημα να μεταφέρει στον σκύλο στον γιατρό αφού ήταν τραυματισμένος. Σύμφωνα με την ΜΚ3 εκτός του ότι δεν διαπιστώθηκε από τις εξετάσεις της αστυνομίας ποιος τελικά ήταν ο ιδιοκτήτης του σκύλου, ο ΜΚ2 αρέσκεται γενικά να καταφέρεται εναντίον των μελών της αστυνομίας σε κάθε ευκαιρία που θα του δοθεί, ενώ ο ίδιος γίνεται κατήγορος και Δικαστής καταλογίζοντας ευθύνες στους πάντες στην προσπάθεια του να εξυπηρετήσει τα δικά του συμφέροντα και τις δικές του απαιτήσεις.
Επειδή ο ΜΚ2 σύμφωνα με τα όσα ανέφερε δεν έλαβε καμία απάντηση από τον Αρχηγό Αστυνομίας στην επιστολή του ημερ. 08/10/16, αποτάθηκε στην Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της αστυνομίας για να διερευνήσουν το όλο θέμα με πιθανές ευθύνες πλημμελούς εξέτασης του δυστυχήματος αλλά και γενικότερης διαφθοράς στο αστυνομικό τμήμα, με αποτέλεσμα να λάβει απάντηση ότι θα διεξαχθεί προκαταρκτική διερεύνηση μέσω του Αρχηγού Αστυνομίας. Ακολούθως ο ΜΚ2 έλαβε και την απαντητική επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας στην επιστολή του ημερ. 08/12/16 στην οποία ουσιαστικά υιοθετείτο το πόρισμα της αστυνομικής έκθεσης που του είχε αποσταλεί (Τεκμήριο 13).
Παρά τα πιο πάνω, ο ΜΚ2 την 12/09/17 ενημερώθηκε με επιστολή από την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της αστυνομίας ότι η Αρχή διόρισε τον ΜΚ1 ως ποινικό ανακριτή για την διερεύνηση του παραπόνου του.
O MK2 κατά την παρουσία του στο Δικαστήριο επέμεινε στην θέση του, τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του ότι, τόσο ο Κατηγορούμενος όσο και ο άλλος αστυφύλακας που βρέθηκαν στην σκηνή του δυστυχήματος ήταν μεροληπτικοί εναντίον του εξ’ αρχής ενώ μάλιστα υπέδειξε ότι σε συνομιλία που είχε μαζί με τον άλλον αστυφύλακα που έφερε πολιτική περιβολή, αυτός του ανέφερε ότι στην περίπτωση που απαιτήσει αποζημιώσεις από τον ιδιοκτήτη του σκύλου θα κατηγορηθεί και ο ίδιος για αμελή οδήγηση. Επίσης αντεξεταζόμενος από την Υπεράσπιση, δεν αρνήθηκε ότι η απαίτηση του τόσο στον Κατηγορούμενο όσο και στον άλλο αστυφύλακα που είχαν παρευρεθεί για να εξετάσουν το δυστύχημα ήταν να καλυφθεί η ζημιά που προκλήθηκε στο όχημα του από τον ιδιοκτήτη του σκύλου που συγκρούστηκε μαζί του γιατί ο ίδιος θεωρούσε ότι αυτό θα έπρεπε να γίνει. Ο ίδιος μάλιστα ο ΜΚ2 ισχυρίστηκε ότι από την πρώτη στιγμή που είχαν προσέλθει και δύο αστυφύλακες στον χώρο που επεσυνέβη το δυστύχημα ήθελαν να καλύψουν το δυστύχημα γι’ αυτό και τους επαναλάμβανε συνεχώς την θέση του ότι θα πρέπει να τον αποζημιώσει ο ιδιοκτήτης του σκύλου για τις ζημιές που είχαν προκληθεί στο όχημα του. Σημειώνεται βεβαίως ότι ο ΜΚ2 αντεξεταζόμενος δεν αμφισβήτησε την θέση που του υποβλήθηκε από την Υπεράσπιση ότι πράγματι από πλευράς του ο Κατηγορούμενος, του έλαβε γραπτή κατάθεση αναφορικά με το παράπονο του αμέσως μετά το δυστύχημα την οποία και υπέγραψε, αλλά και ότι μετά από δική του απαίτηση επισκέφθηκαν τον φερόμενο ιδιοκτήτη του σκύλου στο κατάστημα του και συνομίλησαν μαζί του ρωτώντας τον μάλιστα ο Κατηγορούμενος για το κατά πόσο ήταν διαθετημένος να τον αποζημιώσει. Επίσης, ο ΜΚ2 δεν διαφώνησε ότι ο Κατηγορούμενος είχε λάβει μετρήσεις της σκηνής του δυστυχήματος καθώς και ότι ετοιμάστηκε πρόχειρο σχεδιαγράφημα της σκηνής με το οποίο ο ίδιος συμφώνησε και το υπέγραψε. Τέλος, ο ΜΚ2 ερωτώμενος κατά την αντεξέταση του, δεν διαφώνησε ότι ο ίδιος δεν διώχθηκε τελικά ποινικά από την αστυνομία αφού η υπόθεση του αρχειοθετήθηκε.
Σε ότι αφορά δε τον ισχυρισμό του ΜΚ2 ότι η αστυνομία παρέλειψε επιμελώς να εντοπίσει τον ιδιοκτήτη του συγκεκριμένου σκύλου ο οποίος ενεπλάκη στο δυστύχημα, η Υπεράσπιση υπέβαλε στον ΜΚ2 την θέση ότι ο εν λόγω ισχυρισμός που προβλήθηκε από πλευράς του είναι παντελώς ανυπόστατος και ανεδαφικός, αφού τόσο από την αστυνομική έκθεση Τεκμήριο 6 την οποία και ετοίμασε ο Κατηγορούμενος, όσο και μέσα από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 11, (βλ. κατάθεση Κώστα Θεοδώρου αλλά και βεβαίωση του Κοινοτικού Συμβουλίου Στρουμπιού ημερ. 12/08/16 ) από πουθενά δεν προκύπτει ότι, ο Κατηγορούμενος παρέλειψε να διερευνήσει επιμελώς και αμερόληπτα το δυστύχημα. Ο ΜΚ2 απαντώντας δεν αμφισβήτησε ότι ο Κατηγορούμενος προέβηκε στις ενέργειες που του υποβλήθηκαν από την Υπεράσπιση ότι έπραξε, από την άλλη όμως υπέδειξε ότι το παράπονο του είναι ότι ο Κατηγορούμενος παρά το γεγονός ότι κλητεύθηκε στα πλαίσια της Αγωγής που ο ίδιος είχε καταχωρήσει στο Δικαστήριο σχετικά με το εν λόγω δυστύχημα και τις ζημιές που υπέστη, δεν παρουσιάστηκε για να υποστηρίξει και την εκδοχή του (σελ. 11 των πρακτικών ημερ. 16/06/25).
Εξαιτίας λοιπόν του παραπόνου το οποίο υποβλήθηκε εκ μέρους του ΜΚ2, ο ΜΚ1 με οδηγίες του προέδρου της Ανεξάρτητης Αρχής Ισχυρισμών και Παραπόνων, από τώρα και στο εξής «η Αρχή» διορίστηκε ως ποινικός ανακριτής για την διερεύνηση των ισχυρισμών που υποβλήθηκαν από τον ΜΚ2 εναντίον των δύο μελών του Αστυνομικού Σταθμού Στρουμπιού για πλημμελή διερεύνηση του δυστυχήματος που επεσυνέβη την 09/10/15 στο Στρουμπί της Επαρχίας Πάφου. Ο ΜΚ1 στα πλαίσια της διερεύνησης του παραπόνου του ΜΚ2 έλαβε από τον ίδιο τον ΜΚ2 δύο καταθέσεις, δηλαδή τα Τεκμήρια 3 και 4 στις οποίες και υποστήριξε τις θέσεις του. Επίσης, στα πλαίσια των εξετάσεων που προέβηκε ο ΜΚ1, έλαβε αριθμό καταθέσεων από διάφορα πρόσωπα ενώ εξασφάλισε και από την ΜΚ3 σε συνάντηση που είχε μαζί της, έγγραφα τα οποία αφορούν καταχωρήσεις στο βιβλίο δυστυχημάτων του Σταθμού ημερ. 21/07/16 τα οποία και κατατέθηκαν ως Τεκμήρια. Επίσης εξασφάλισε από την ΜΚ4 και άλλα έγγραφα που αφορούσαν την διερεύνηση του δυστυχήματος ημερ. 09/10/15 και ειδικότερα την αστυνομική έκθεση ημερ. 02/09/16, την επιστολή – υπενθύμιση προς τον υπαστυνόμο υπαίθρου ημερ. 23/08/16, το βιβλίο καταχώρησης υποθέσεων σταθμών υπαίθρου και το έντυπο αποστολής εγγράφων προς τον αστυνομικό σταθμό Στρουμπιού. Περαιτέρω λήφθηκε ανακριτική κατάθεση από τον Κατηγορούμενο στην οποία κατόπιν ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν από τον ΜΚ2 έδωσε τους δικούς του ισχυρισμούς υποστηρίζοντας ότι η καθυστέρηση ως προς την ηλεκτρονική καταχώρηση του δυστυχήματος και συνεπακόλουθα την ενημέρωση της ΜΚ3 αναφορικά για το δυστύχημα, προκλήθηκε λόγω της απειρίας του αλλά και λόγω φόρτου εργασίας, Τεκμήριο 9 ενώ όταν κατηγορήθηκε γραπτώς δεν παραδέχθηκε ενοχή.
Σημειώνεται ότι ο ΜΚ1 κατά την προφορική του μαρτυρία ανάφερε ευθέως προς το Δικαστήριο ότι, οι τυχόν παραλείψεις του Κατηγορούμενου ως προς την μη τήρηση της ορθής διαδικασίας αναφορικά με την διερεύνηση του συγκεκριμένου δυστυχήματος και ειδικότερα ως προς την παράλειψη του Κατηγορούμενου να προβεί άμεσα σε καταχώρηση τόσο στο ηλεκτρονικό ημερολόγιο του σταθμού όσο και στο μητρώο των δυστυχημάτων με αποτέλεσμα να μην τύχει άμεσης ενημέρωσης η ΜΚ3 η οποία ήταν η σταθμάρχης του Αστυνομικού Σταθμού Στρουμπιού και έτσι ο φάκελος του δυστυχήματος να μην συμπληρωθεί εγκαίρως αλλά με καθυστέρηση, οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχε την ανάλογη εμπειρία ως προς την διερεύνηση του δυστυχήματος αφού μάλιστα στον συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό είχε αποσπαστεί τέσσερις μόνο μήνες προηγουμένως (βλ. πρακτικά ημερ. 06/05/25 σελ. 18, γραμμή 20). Περαιτέρω ο ΜΚ1 αντεξεταζόμενος επίσης επανάλαβε την θέση του ότι η απειρία του Κατηγορούμενου σε συνάρτηση με την έλλειψη προσωπικού στον συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό, αποτέλεσαν τον ουσιαστικό λόγο της μη επαρκούς συμπλήρωσης και διερεύνησης του συγκεκριμένου δυστυχήματος γι’ αυτό και όπως ανέφερε ο ίδιος εισηγήθηκε την πειθαρχική και μόνο δίωξη του Κατηγορουμένου και όχι την ποινική του δίωξη. Μάλιστα ο ΜΚ1 ανέφερε ότι βρίσκεται σε πλήρη άγνοια για τους λόγους που ακολουθήθηκε αυτή η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και για τον λόγο που μόνο ο Κατηγορούμενος διώχθηκε εντέλει ποινικά.
Η ΜΚ3 ήταν κατά τον επίδικο χρόνο η υπεύθυνη του αστυνομικού σταθμού Στρουμπιού. Η γραπτή της κατάθεση αποτελεί το Τεκμήριο 14. Η ΜΚ3 κατά την κυρίως εξέταση της κλήθηκε να αναγνωρίσει διάφορα έγγραφα τα οποία και παρέδωσε στον ανακριτή της υπόθεσης κατά την διερεύνηση του παραπόνου του ΜΚ2 και ειδικότερα τα Τεκμήρια 5, 6 και 11. Ουσιαστικά επρόκειτο για το ημερολόγιο του αστυνομικού σταθμού Στρουμπιού, Τεκμήριο 5, μέσα από το οποίο προκύπτει ότι ο Κατηγορούμενος κατά τον επίδικο χρόνο βρισκόταν καθήκον, καθώς και το Τεκμήριο 6 το οποίο και αποτελεί αντίγραφο του βιβλίου δυστυχημάτων στο οποίο μάλιστα καταχωρήθηκε ο φάκελος του συγκεκριμένου δυστυχήματος με Α/Α 3/16. Το χρονικό σημείο κατά το οποίο σύμφωνα με την ΜΚ3 έλαβε χώρα η συγκεκριμένη καταχώρηση του δυστυχήματος δεν μπορεί να διασαφηνιστεί μέσα από το συγκεκριμένο έγγραφο, χωρίς βεβαίως να αρνείται ότι μπορεί να είχε λάβει χώρα και την ίδια ημέρα κατά την οποία είχε συμβεί το επίδικο δυστύχημα. Από την άλλη όμως η ΜΚ3 διευκρίνισε ότι με βάση το περιεχόμενου του Τεκμηρίου 11 και πιο συγκεκριμένα με βάση το έγγραφο με τίτλο «ημερολόγιο παραπόνων και συμβάντων» προκύπτει ότι, το συγκεκριμένο δυστύχημα καταχωρήθηκε ηλεκτρονικά την 09/07/16 ενώ αυτό επεσυνέβηκε την 09/10/15 διευκρινίζοντας βεβαίως ότι το παράπονο του ΜΚ2 δεν αφορούσε ουσιαστικά την καθυστέρηση ως προς την συγκεκριμένη καταχώρηση του δυστυχήματος αλλά το γεγονός ότι δεν επιρρίφθηκε ευθύνη σε συγκεκριμένο πρόσωπο που κατονόμασε ο ίδιος ως τον ιδιοκτήτη του σκύλου ούτως ώστε να μπορέσει να αποζημιωθεί για τις ζημιές που προκλήθηκαν στο όχημα του από την σύγκρουση του με τον σκύλο.
Αντεξεταζόμενη μάλιστα η ΜΚ3 από τον συνήγορο της Υπεράσπισης, συμφώνησε ότι η τυχόν παράλειψη της καταχώρησης ενός δυστυχήματος, όπως και εν προκειμένω από τον Κατηγορούμενο, δεν υποδηλώνει οποιαδήποτε πλημμελή διερεύνηση από μέρους του για το δυστύχημα, αφού σύμφωνα με την ίδια η μη καταχώρηση του δυστυχήματος στο ηλεκτρονικό σύστημα της αστυνομίας μπορεί να συνέβηκε για άλλους λόγους άσχετους όπως για παράδειγμα λόγω λόγου φόρτου εργασίας ή προβλήματος του συστήματος. Σύμφωνα με την ΜΚ3 από πλευράς του Κατηγορούμενου στην συγκεκριμένη περίπτωση η διερεύνηση του δυστυχήματος δεν έπασχε, αφού ακολουθήθηκαν όλα τα δέοντα που θα έπρεπε από πλευράς του να γίνουν με εξαίρεση την μη έγκαιρη καταχώρηση του δυστυχήματος ούτως ώστε να ενημερωθεί και η ίδια με αποτέλεσμα να μην ολοκληρωθεί η διαδικασία. Βεβαίως σύμφωνα με την ΜΚ3 ο αστυνομικός σταθμός Στρουμπιού κατά τον εν λόγω χρόνο αντιμετώπιζε ουσιαστικό πρόβλημα λόγω της έλλειψης προσωπικού, ενώ σε ότι αφορά το παράπονο του ΜΚ2 έγκειτο στο γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του σκύλου δεν τον αποζημίωνε γι’ αυτό και δημιούργησε αυτή την ιστορία.
Τελευταία μάρτυρας για την Κατηγορούσα Αρχή κλήθηκε και κατέθεσε η Α/Λοχίας 1412 Άντρη Κυπριανού. Η κατάθεση της αποτελεί το Τεκμήριο 15 την οποία και υιοθέτησε ο μέρος της κυρίως εξέτασης της κατά την οποία κλήθηκε να αναγνωρίσει και να εξηγήσει στο τι συνίστανται τα Τεκμήρια 7, 8 και 16 τα οποία και παρέδωσε στον ΜΚ1 κατά την διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
1η κατηγορία
Άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα
«Any person employed in the public service who wilfully neglects to perform any duty which he is bound by low to perform, provided that the discharge of such duty is not attended with greater danger than a man of ordinary firmness and activity may be expected to encounter, is guilty of a misdemeanour.»,
και στα ελληνικά,
«Δημόσιος λειτουργός που εσκεμμένα παραμελεί την εκτέλεση καθήκοντος, το οποίο έχει σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση να εκτελέσει, είναι ένοχος πλημμελήματος, νοουμένου ότι η εκτέλεση τέτοιου καθήκοντος δεν θα επιφέρει μεγαλύτερο κίνδυνο από εκείνο τον οποίο θα αναμενόταν να αντιμετωπίσει άνθρωπος συνηθισμένου σθένους και ενεργητικότητας».
Ως προκύπτει λοιπόν από τις πιο πάνω πρόνοιες του άρθρου 134, για να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή την υπόθεση της εναντίον του Κατηγορούμενου, θα πρέπει να αποδείξει,
πρώτο, ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο κατηγορούμενος ήταν δημόσιος λειτουργός,
δεύτερο, ότι, δυνάμει συγκεκριμένου νόμου έχει υποχρέωση να εκτελέσει συγκεκριμένο καθήκον και
τρίτο, ότι, εσκεμμένα, παραμέλησε να εκτελέσει το εν λόγω καθήκον του.
Το υπό εξέταση αδίκημα εμπίπτει σαφέστατα στο Μέρος ΙΙΙ του Ποινικού Κώδικα και δη στο μέρος που αφορά στα αδικήματα που σχετίζονται με την άσκηση Νόμιμης Εξουσίας και γενικότερα την Δημόσια Εξουσία.
Το Ποινικό αδίκημα που προβλέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 134, σημαντική κρίνεται, η εσκεμμένη παραμέληση ειδικού καθήκοντος, ανεξάρτητα του τρόπου και/ή του λόγου (νοουμένου ότι δεν είναι ικανός (ο λόγος) να θέσει σε εφαρμογή την Υπεράσπιση που προβλέπεται από τοις πρόνοιες του άρθρου) που τούτη γίνεται, σε αντιδιαστολή με το αδίκημα που προνοείται από το άρθρο 105 του ποινικού Κώδικα, όπου σημαντική είναι η ενέργεια και/ή συμπεριφορά και/ή πράξη που διενεργεί ο δημόσιος υπάλληλος (πρέπει να είναι αυθαίρετη), ανεξάρτητα του αν με αυτή την πράξη, παραμελεί ή όχι οποιοδήποτε καθήκον του.
Συνεπώς η ειδική αναφορά στο Νόμο περί «καθήκοντος, το οποίο έχει σύμφωνα με το νόμο υποχρέωση να εκτελέσει.» σκοπό έχει, κατά τη γνώμη μου, να καταστήσει κολάσιμη την παραμέληση ειδικού καθήκοντος που επιβάλλεται από το Νόμο προς ένα Δημόσιο λειτουργό. Έρεισμα για την πιο πάνω κρίση μου, αποτελούν και οι σχετικές αναφορές του συγγραφέα του συγγράμματος, THE PENAL LΑW OF INDIA, 9TH Edition, Volume II σελίδες 1369 και 1370, όπου, πραγματεύεται τις πρόνοιες του Άρθρου 166 του Ποινικού Κώδικα της Ινδίας, οι οποίες, σε σχέση με το ζητούμενο, προσομοιάζουν με τις πρόνοιες του δικού μας άρθρου 134. Σύμφωνα με το εν λόγο σύγγραμμα,
«(t)he offence made punishable by the section consists in the wilfull disobedience of an express direction of law; » Σε μεταγενέστερο σημείο, ο συγγραφέας, αναφέρεται σε συγκεκριμένη περίπτωση, που κατά τον ίδιο, με παραπομπή φυσικά σε σχετική αυθεντία, δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 166 του Ποινικού Κώδικα της Ινδίας.
Η σχετική αναφορά έχει ως ακολούθως :
«For example, a postal official absenting himself from his station without leave may be punished under the Post Office Act. He could not be punished under this section though his absence may have occasioned inconvenience and injury to the public. »
Είμαι της γνώμης ότι, με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει να ερμηνευθούν οι πρόνοιες του Άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα. Και δη, αν και εφόσον αποδειχθεί η εσκεμμένη παραμέληση, από ένα δημόσιο λειτουργό ενός ειδικού καθήκοντος που του επιβάλλει ο Νόμος, τότε να κρίνεται ένοχος του αδικήματος, ανεξάρτητα εάν προκλήθηκε ή όχι οποιαδήποτε ταλαιπωρία ή ζημιά και/ή επηρεασμός των δικαιωμάτων οποιουδήποτε τρίτου.
Με δεδομένη τη πιο πάνω ανάλυση, καθίσταται ευδιάκριτο ότι, για τους σκοπούς του αδικήματος της παραμέλησης καθήκοντος, η αιτία και γενικά οι λόγοι της παραμέλησης (νοουμένου ότι δεν εφαρμόζεται η υπεράσπιση που προνοείται από το ίδιο το άρθρο), καθώς επίσης και οι επιπτώσεις που επιφέρει η παραμέληση της εκτέλεσης του καθήκοντος, είναι άσχετη με το κατά πόσο διαπράχθηκε αδίκημα δυνάμει των εν λόγω προνοιών.
Έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομικές αρχές σε συνδυασμό πάντοτε με την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής η οποία έχει προσαχθεί προς τον σκοπό απόδειξης των συστατικών στοιχείων της κατηγορίας την οποία αντιμετωπίζει ο Κατηγορούμενος και της οποίας οι λεπτομέρειες της αποδίδουν στον Κατηγορούμενο ότι, ο ίδιος δεν επέδειξε το απαιτούμενο ενδιαφέρον με αποτέλεσμα να διερευνηθεί πλημμελώς το δυστύχημα που είχε εξετάσει και στο οποίο ενεπλάκη το όχημα του ΜΚ2 μαζί με ένα σκύλο, καθίσταται έκδηλο ότι η η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την κατηγορία εναντίον του Κατηγορούμενου από το στάδιο αυτό, εφόσον τόσο από την μαρτυρία του εξεταστή που ανέλαβε την διερεύνηση του παραπόνου του ΜΚ2 το οποίο υποβλήθηκε στην Ανεξάρτητη Αρχή διερεύνησης ισχυρισμών και παραπόνων κατά της αστυνομίας αλλά και της ίδιας της σταθμάρχη του συγκεκριμένου αστυνομικού σταθμού, ΜΚ3, κατά τον εν λόγω χρονικό διάστημα αλλά και του ίδιου του ΜΚ2 κάτι τέτοιο δεν προκύπτει.
Ειδικότερα, η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι ο Κατηγορούμενος παραμέλησε εσκεμμένα (η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου) να εκτελέσει το συγκεκριμένο καθήκον που είχε ως δημόσιος λειτουργός, δηλαδή ενώ ήταν αστυνομικός εν ώρα καθήκοντος να καταχωρήσει το συγκεκριμένο δυστύχημα ηλεκτρονικά εν ενθέτω χρόνο ως αυτό προκύπτει μέσα από το Τεκμήριο 11 – Κυανού 6, αφού αυτό τελικά καταχωρήθηκε ηλεκτρονικά την 09/07/16 και όχι αμέσως μετά το δυστύχημα ως θα έπρεπε να πράξει.
Πιο συγκεκριμένα διαφάνηκε μέσα από την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και ιδιαίτερα την μαρτυρία του ΜΚ1 ο οποίος και διερεύνησε το παράπονο του ΜΚ2 μετά τον διορισμό του από την Αρχή, να μην έχει καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι ο Κατηγορούμενος ενήργησε μεροληπτικά και με σκοπιμότητα, δηλαδή εσκεμμένα, αλλά τουναντίον σύμφωνα και με τον ΜΚ1 η πιο πάνω ενέργεια του να προκύπτει λόγω της απειρίας του καθώς και λόγο του ότι στον συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό ο Κατηγορούμενος είχε μετατεθεί μόνο τέσσερις μήνες προηγουμένως. Επίσης σύμφωνα και πάλι με τον ΜΚ1 σχετικά με την συγκεκριμένη παράλειψη του Κατηγορούμενου δεν μπορεί να παραγνωριστεί και το γεγονός ότι στον συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό κατά τον επίδικο χρόνο δεν υπήρχε επαρκής αστυνομική στελέχωση. Περαιτέρω ο ΜΚ1 κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία δήλωσε ότι κατά τον ίδιο μετά από την διερεύνηση του παραπόνου του ΜΚ2 δεν πρόκυπτε οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα εις βάρος του Κατηγορούμενου παρά μόνο τυχόν πειθαρχικό παράπτωμα, αναφέροντας μάλιστα ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει τον λόγο γιατί τελικά ο Κατηγορούμενος διώχθηκε ποινικά.
Περαιτέρω σύμφωνα πάντοτε και με την μαρτυρία της ΜΚ3 η οποία ήταν η υπεύθυνη του αστυνομικού σταθμού Στρουμπιού, η διερεύνηση της υπόθεσης από πλευράς του Κατηγορουμένου σε ότι αφορά το δυστύχημα δεν είχε επηρεαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αφού ο λόγος της μη καταχώρησης του δυστυχήματος σε μετέπειτα χρόνο και όχι ευθύς αμέσως μετά το δυστύχημα δεν αποτελούσε παράγοντα που θα μπορούσε να επηρεάσει καθ’ οιονδήποτε χρόνο αρνητικά την διερεύνηση του δυστυχήματος και ουσιαστικά να καταδείξει ότι ο Κατηγορούμενος ενήργησε εσκεμμένα και μεροληπτικά. Εξάλλου ως και ο ίδιος ο ΜΚ2 αποδέχτηκε κατά την αντεξέταση του, ο Κατηγορούμενος όχι μόνο δεν έλαβε γραπτώς το παράπονο του δια της λήψεως γραπτής καταθέσεως ευθύς αμέσως μετά το δυστύχημα, με την οποία και ο ίδιος συμφώνησε, αλλά έλαβε και μετρήσεις κατά την άφιξη του στην σκηνή του δυστυχήματος ετοιμάζοντας πρόχειρο σχεδιαγράφημα με το οποίο και πάλι ο ΜΚ2 συμφώνησε αφού το υπέγραψε (Τεκμήριο 11). Περαιτέρω σύμφωνα με το μαρτυρικό υλικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει και ότι, ο Κατηγορούμενος κατά την διερεύνηση της υπόθεσης έλαβε γραπτή κατάθεση και από τον φερόμενο κατά την θέση του ΜΚ2 ιδιοκτήτη του σκύλου, ενώ στην συνέχεια φαίνεται να διερεύνησε και μέσω του Κοινοτικού Συμβουλίου το κατά πόσο πράγματι ο σκύλος ήταν εγγεγραμμένος στο φερόμενο πρόσωπο λαμβάνοντας προς τούτο σχετική αρνητική απάντηση. Επίσης, ο ΜΚ2 κατά την αντεξέταση του δεν διαφώνησε ότι κατόπιν δικής του προτροπής και επιμονής, ο Κατηγορούμενος την ίδια ημέρα είχε επισκεφθεί μαζί του τον φερόμενο ιδιοκτήτη του σκύλου ρωτώντας τον για το κατά πόσο ήταν διατεθειμένος να καταβάλει τις ζημιές που είχαν προκληθεί στο όχημα του ΜΚ2 λαμβάνοντας αρνητική απάντηση.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να τονίσω και ότι μέσα από την μαρτυρία που έχει προσαχθεί εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, και δη στο τι πραγματικά αφορούσε το παράπονο του ΜΚ2 εναντίον του Κατηγορούμενου αλλά και της αστυνομίας γενικά, είναι ότι αυτό δεν αφορούσε στην εν λόγω παράλειψη του Κατηγορούμενου να καταχωρήσει ηλεκτρονικά εν ενθέτω χρόνο το δυστύχημα στο Ημερολόγιο Παραπόνων και Συμβάντων του Αστυνομικού Σταθμού Στρουμπιού, αλλά στο γεγονός ότι ο φερόμενος ιδιοκτήτης του σκύλου δεν τον είχε αποζημιώσει με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να καταχωρήσει αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου η οποία και απορρίφθηκε για τους λόγους τους οποίους και υπέδειξε, καθώς και ότι ο Κατηγορούμενος δεν παρουσιάστηκε για να υποστηρίξει και την εκδοχή του. Σημειώνεται μάλιστα ότι μέσα από την μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται επίσης ότι το παράπονο του ΜΚ2 προέκυψε όταν ο ίδιος παρέλαβε την αστυνομική έκθεση, Τεκμήριο 7, και διαφωνούσε έντονα με το περιεχόμενο της καθότι ένιωθε αδικημένος αφού σύμφωνα με τον ίδιο υπήρξε μεροληπτική διερεύνηση εναντίον του ιδίου και υπέρ του ιδιοκτήτη του σκύλου με αποτέλεσμα να μην του έχει καταβληθεί αποζημίωση αναφορικά με τις ζημιές που είχαν προκληθεί από το δυστύχημα στο όχημα του εκ μέρους του ιδιοκτήτη του σκύλου με τον οποίο είχε συγκρουστεί και όχι λόγω της μη έγκαιρης καταχώρησης από μέρους του Κατηγορούμενου του δυστυχήματος.
Υπό το φως των πιο πάνω προκύπτει ότι από την μαρτυρία που έχει παρουσιάσει η Κατηγορούσα Αρχή, δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να καταδεικνύει ότι ο Κατηγορούμενος εσκεμμένα, παραμέλησε να εκτελέσει τα καθήκοντα του αναφορικά με την διερεύνηση του δυστυχήματος και συνεπώς η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει το συστατικό αυτό στοιχείο του αδικήματος.
Συνεπακόλουθα ο Κατηγορούμενος αθωώνεται και απαλλάσσεται στην κατηγορία από το στάδιο αυτό.
(Υπ.) ……………………………
Σ. Συμεού, Ε.Δ
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο