ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 1318/2022
1. Α. Ζ.
2. Δ. Ζ.
v.
1. I. Erodotou Restaurants Ltd
2. Χ. Η.
3. Α. Γ.
Κατηγορούμενοι
Ημερομηνία: 29/10/2025
Για τους Παραπονούμενους: κος Α. Χρ. Δημητριάδης
Για την Κατηγορούμενη 1: κος Α. Γιωρκάτζης
Π Ο Ι Ν Η
Μετά από ακροαματική διαδικασία, η Κατηγορούμενη 1 εταιρεία έχει κριθεί ένοχη στην έβδομη κατηγορία, η οποία αφορά το αδίκημα της κατοχής και χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή κατά παράβαση του άρθρου 10 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.
Για σκοπούς πληρότητας, υπενθυμίζεται ότι οι κατηγορίες υπ’ αριθμό ένα, τρία και πέντε, οι οποίες αφορούσαν το αδίκημα της προσθήκης σε υφιστάμενη οικοδομή, χωρίς την εξασφάλιση απαραίτητης άδειας οικοδομής από την αρμόδια αρχή, απορρίφθηκαν στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, μετά από ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου και η Κατηγορούμενη 1 εταιρεία απαλλάχθηκε και αθωώθηκε στις εν λόγω κατηγορίες. Σημειώνεται περαιτέρω ότι ο Κατηγορούμενος 3 απαλλάχθηκε και αθωώθηκε στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, και η ποινική δίωξη εναντίον της Κατηγορούμενης 2 διακόπηκε και η Κατηγορούμενη 2 απαλλάχθηκε των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.
Τα γεγονότα όπως αποκρυσταλλώθηκαν μέσα από την αποδεκτή μαρτυρία και οδήγησαν στην πιο πάνω καταδίκη της Κατηγορούμενης 1 είναι καταγεγραμμένα στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 17/10/2025. Θα παραθέσω μια σύνοψη των ευρημάτων του Δικαστηρίου για σκοπούς καλύτερης αντίληψης του σκεπτικού του Δικαστηρίου στα πλαίσια επιβολής ποινής.
Το ακίνητο με αρ. εγγραφής [ ], Φ/Σχ [ ], τεμάχιο [ ], στην οδό [ ] ανήκει κατά ½ μερίδιο σε έκαστο Παραπονούμενο. Στις 11/3/1992 εκδόθηκε πολεοδομική άδεια για το ακίνητο έτσι ώστε να μετατραπεί και να γίνει αλλαγή χρήσης από κατάστημα σε εστιατόριο σύμφωνα με τα εγκεκριμένα σχέδια και στις 11/9/1992 εκδόθηκε σχετική άδεια οικοδομής για τις προσθηκομετατροπές που θα γίνονταν στα τότε υφιστάμενα δύο καταστήματα για την μετατροπή τους σε εστιατόριο. Στο ισόγειο της οικοδομής που ανεγέρθηκε επί του ακινήτου βρίσκεται ένας χώρος που χρησιμοποιείται ως εστιατόριο και η οικία της μητέρας των Παραπονούμενων. Στον πάνω όροφο της οικοδομής βρίσκεται η οικία των Παραπονούμενων. Για ολόκληρη την οικοδομή που ανεγέρθηκε στο ακίνητο δεν εκδόθηκε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης.
Μέχρι το έτος 1998 ο Παραπονούμενος λειτουργούσε το εστιατόριο υπό την επωνυμία «Nakis Place». Στις 10/10/2005 το εστιατόριο ενοικιάστηκε, δυνάμει γραπτής συμφωνίας, στην εταιρεία A. Georgiou Restaurants Ltd, για περίοδο πέντε ετών από την 1/1/2006 μέχρι τις 31/12/2011. Στις 3/6/2013 συνάφθηκε νέα γραπτή συμφωνία ενοικίασης μεταξύ του Παραπονούμενου 1 και της Κατηγορούμενης 1 εταιρείας για περίοδο 5 χρόνων, από τις 3/6/2013 μέχρι τις 2/6/2018. Το εστιατόριο, όπου στεγάζεται στο επίδικο ακίνητο, λειτουργεί με την εμπορική επωνυμία «Charcoal House» και ιδιοκτήτης της εμπορικής επωνυμίας «Charcoal House» είναι η εταιρεία A. GEORGIOU RESTAURANTS LIMITED. Μέχρι σήμερα ο ισόγειος χώρος του επίδικου ακινήτου, το οποίο χρησιμοποιείται ως εστιατόριο, το κατέχει η Κατηγορούμενη 1.
Ως αναφέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των Παραπονούμενων, η Κατηγορούμενη 1 εδώ και πολλά χρόνια κατέχει τον ισόγειο χώρο του επίδικου ακινήτου, το οποίο χρησιμοποιείται ως εστιατόριο, με πλήρη γνώση ότι δεν είχε εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης. Ήταν η θέση του ότι οι Παραπονούμενοι αποστερήθηκαν της ευκαιρίας να αιτηθούν όπως εκδοθεί πιστοποιητικό τελικής έγκρισης ολόκληρης της οικοδομής, ένεκα των παράνομων προσθηκών που διενεργήθηκαν από την Κατηγορούμενη 1 στον χώρου του εστιατορίου.
Ο συνήγορος των Παραπονούμενων κάλεσε το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την Κατηγορούμενη 1 να κατεδαφίσει τα «παράνομα υποστατικά που δεν καλύπτονται από καμία πολεοδομική ή οικοδομική άδεια» στην βάση των προνοιών του άρθρου 20 του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96. Αιτήθηκε επίσης την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει τον τερματισμό χρήσης της οικοδομής.
Από πλευράς του, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούμενης 1 επιχειρηματολόγησε ενώπιον του Δικαστηρίου ως προς τον τρόπο που το Δικαστήριο θα πρέπει να μεταχειριστεί την καταδικασθείσα Κατηγορούμενη 1. Ήταν η θέση του ότι τα όσα αναφέρθηκαν από τον συνήγορο των Παραπονούμενων αντιστρατεύονται στα ευρήματα του Δικαστηρίου, καθ’ ότι με την απόρριψη των κατηγοριών ένα μέχρι έξι, δεν αποφασίστηκε από το Δικαστήριο είτε ποιες οικοδομικές εργασίες εκτελέστηκαν ενάντια στην άδεια οικοδομής είτε ποιος εκτέλεσε αυτές, και επομένως το Δικαστήριο δεν δύναται να εκδώσει ένα τέτοιο διάταγμα κατεδάφισης. Καταληκτικά σημείωσε ο κος Γιωρκάτζης ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιβάλει καμία ποινή στην Κατηγορούμενη 1.
Λαμβάνω υπόψη μου όλα όσα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αμφότερων πλευρών έχουν θέσει ενώπιον μου και προχωρώ να εξετάσω το ύψος της ποινής που θα επιβάλω στην Κατηγορούμενη 1, αλλά και κατά ποσόν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η έκδοση των αιτούμενων από πλευράς Παραπονούμενων διαταγμάτων.
Νομική Πτυχή
Το άρθρο 20(1)(γ) του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 προνοεί ότι οποιοδήποτε πρόσωπο κατέχει ή χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή πριν από την έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης από την αρμόδια αρχή, διαπράττει αδίκημα για το οποίο υπόκειται σε περίπτωση πρώτης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο ποινές μαζί και σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο ποινές μαζί.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 20(3) του Κεφ. 96, επιπρόσθετα με οποιαδήποτε άλλη ποινή που καθορίζεται από το άρθρο αυτό, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει καταδικαστεί πρόσωπο για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 20, δύναται να διατάξει:
(α) η οικοδομή ή οποιοδήποτε τμήμα αυτής, ανάλογα με την περίπτωση, σε σχέση με την οποία το ποινικό αδίκημα διαπράχτηκε κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί εντός τέτοιου χρόνου ως ήθελε καθοριστεί σε τέτοιο διάταγμα, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ ληφθεί άδεια σε σχέση με αυτή από την αρμόδια αρχή∙
(β) σε περίπτωση οικοδομής για την οποία δε χορηγήθηκε το σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, ή όταν η συγκεκριμένη χρήση οικοδομής δεν είναι σύμφωνη με την εγκεκριμένη, με βάση τη σχετική άδεια, χρήση, τον τερματισμό της χρήσης της οικοδομής αυτής μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στο διάταγμα του Δικαστηρίου, αλλά δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες, εκτός αν στο μεταξύ εξασφαλιστεί το σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης ή η σχετική άδεια για τη συγκεκριμένη χρήση από την αρμόδια αρχή.
Αδικήματα που παραβιάζουν τις πρόνοιες του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, διαπράττονται με ανησυχητική συχνότητα. Συχνά πολίτες αυθαιρετούν, ανεγείρουν οικοδομήματα χωρίς να αιτηθούν ή χωρίς να αναμένουν την έγκριση της αίτησης για άδεια από την αρμόδια αρχή. Αντλώ δικαστική γνώση για το φαινόμενο αυτό, μέσω του μεγάλου αριθμού υποθέσεων που καταχωρούνται και εκκρεμούν καθημερινά στο Δικαστήριο.
Για αδικήματα που συχνά διαπράττονται οι ποινές πρέπει να είναι αποτρεπτικές. Η έννοια της επιβολής αποτρεπτικών ποινών εξηγήθηκε στην υπόθεση Πισκόπου v. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 342. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα, το οποίο ομιλεί από μόνο του:
«Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνιστάμενες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas «Principles of Sentencing", και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση».
Ακόμη όμως και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).
Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος της Κατηγορούμενης 1 λαμβάνω υπόψη μου το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την διάπραξη του εν λόγω αδικήματος μέχρι και σήμερα που το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή, χωρίς να παραγνωρίζω ότι το αδίκημα της κατοχής και χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης είναι συνεχές αδίκημα. Στην υπό κρίση περίπτωση, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, η Κατηγορούμενη 1 κατέχει το επίδικο ακίνητο από τις 3/6/2013. Ακίνητο για το οποίο ουδέποτε εκδόθηκε πιστοποιητικό έγκρισης. Το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή στην Κατηγορούμενη 1 μετά την πάροδο 12 χρόνων, και αυτό δεν μπορεί παρά να ληφθεί υπόψη προς όφελος της Κατηγορούμενης 1.
Επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στην Κατηγορούμενη 1 στην έβδομη κατηγορία ποινή προστίμου €2,500.
Στρέφομαι τώρα προς το ζήτημα της έκδοσης ή μη των αιτούμενων από πλευράς Παραπονούμενων διαταγμάτων. Το ερώτημα το οποίο καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσον δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης και διατάγματος για τερματισμό της χρήσης της οικοδομής, έχοντας κατά νου ότι μέχρι σήμερα δεν έχει εξασφαλιστεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Διάταγμα Κατεδάφισης
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου αναφορικά με την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης οικοδομής έχουν πλήρως αποκρυσταλλωθεί μέσα από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.ά. ν Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 ΑΑΔ 390 έγινε σύνοψη των εν λόγω αρχών. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης:
«Πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσο από τους εφεσείοντες όπως και από κάθε πολίτη, στον προγραμματισμό των πράξεων του ότι ο νόμος δεν είναι μόνο η υπέρτατη αρχή αλλά και η μόνη πηγή για την απόκτηση δικαιωμάτων. Η προσδοκία για την ανοχή της παρανομίας δεν αποτελεί λόγο για τη διαιώνισή της. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έγινε εκτεταμένη αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο υποστηρίζει ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας (Περί Οδών και Οικοδομών Νόμος και Κανονισμοί) και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής θα συνιστούσε τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος. Όμως και στην περίπτωση που η παρέκκλιση από τους όρους είναι ασήμαντη, και το μέρος της οικοδομής το οποίο συνιστά την παρανομία διαχωρίζεται από το υπόλοιπο και σ' εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται έκδοση διατάγματος κατεδάφισης του συγκεκριμένου μέρους που συνιστά την παράβαση. Στην προκειμένη περίπτωση οι όροι της άδειας όχι μόνο δεν τηρήθηκαν αλλά ουσιαστικά αγνοήθηκαν. Μόνο μικρό μέρος των εγκαταστάσεων κτίστηκε σύμφωνα με την άδεια οικοδομής. Όμως και το μέρος αυτό δε μπορεί να διαχωριστεί από την υπόλοιπη οικοδομή οπόταν δικαιολογημένα το Δικαστήριο διέταξε την κατεδάφιση του συνόλου».
Σχετικά με τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, είναι η υπόθεση Neratzia Hotel Apartments Ltd v Σάββας Ηλία Αριστοδήμου Λτδ κ.α. (2004) 2 ΑΑΔ 512. Στην εν λόγω υπόθεση, οι εφεσείοντες - ιδιοκτήτες τριών καταστημάτων, άσκησαν ιδιωτική ποινική δίωξη κατά των εφεσιβλήτων – ενοικιαστών τους. Οι κατηγορίες αφορούσαν ότι ανήγειραν επί των καταστημάτων οικοδομές χωρίς άδεια και πως τις κατείχαν και τις χρησιμοποιούσαν χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ένοχους τους εφεσίβλητους για τα εν λόγω αδικήματα. Εντούτοις δεν είχε επιβάλει οποιαδήποτε ποινή στους ενοικιαστές, και κυρίως δεν διέταξε διάταγμα κατεδάφισης των οικοδομών που αφορούσαν τα διαπραχθέντα αδικήματα. Όπως προέκυπτε από τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι οικοδομές οπού δεν καλύπτονταν από την άδεια οικοδομής, είχαν ανεγερθεί από τους εφεσίβλητους, με την συγκατάθεση των εφεσειόντων. Μάλιστα, ταυτόχρονα με την ποινική δίωξη είχαν καταχωρήσει οι εφεσείοντες αίτηση στο αρμόδιο δικαστήριο για έξωση των εφεσιβλήτων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο σκοπός των εφεσειόντων ήταν η άσκηση πίεσης στους εφεσίβλητους για να εγκαταλείψουν το επίδικο υποστατικό, και έτσι με αυτό το δεδομένο κρίθηκε πως δεν εδικαιολογείτο η επιβολή ποινής.
Το Εφετείο, ανέτρεψε την πρωτόδικη κρίση, και προχώρησε στην έκδοση διατάγματος κατεδάφισης για τους εξής λόγους. Αρχικά, οι παράνομες οικοδομές είχαν ανεγερθεί από τους ενοικιαστές. Ωστόσο όπως αναφέρθηκε, προέκυπτε και ευρύτερη βάση υπέρ της έφεσης. Από την στιγμή που το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση περί κατάχρησης της διαδικασίας, και το σημείο αυτό δεν είχε εφεσιβληθεί, αναγκαστικά η καταδικαστική απόφαση φέρνει τον ένοχο απέναντι στις επιπτώσεις όπως τις καθορίζει ο Νόμος, βεβαίως προς το δημόσιο συμφέρον, και η αυθύπαρκτη ποινική ευθύνη δεν αλλοιούται ή υποβαθμίζεται ανάλογα με το ποιες ήταν οι σχέσεις ή οι συνεννοήσεις των εμπλεκομένων. Πολύ λιγότερο όταν την παράνομη ανέγερση την πραγματοποίησαν οι ενοικιαστές. Όπως τονίστηκε οι οικοδομές που ανήγειραν οι εφεσίβλητοι χωρίς άδεια ήταν παράνομες και η μη έκδοση διατάγματος για την κατεδάφισή τους για λόγους που αναφέρονται σε ιδιωτικές συνεννοήσεις ή στη στάση των εφεσειόντων, δεν ήταν αποδεκτοί στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου.
Σημειώνεται περαιτέρω, ότι σύμφωνα με την υπόθεση Τρύφωνος (1991) 1 ΑΑΔ 1124, δεν υφίσταται κώλυμα στην έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, επιβάλλουσα στο κάτοχο μη εγκεκριμένου υποστατικού να το κατεδαφίσει. Στην υπόθεση A. & P. KKARAS ESTATES LTD v A. & A. TOPHAROS CATERING LTD κ.α. (Αρ. 2) (2002) 2 ΑΑΔ 430, μετά από έφεση όπου ασκήθηκε επιτυχώς από τους κατήγορους (ιδιοκτήτες ακινήτου) εναντίον αθωωτικής απόφασης, με την οποία οι κατηγορούμενοι (ενοικιαστές ακινήτου) κατηγορούνταν ότι κατείχαν οικοδομή για την οποία δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, το Εφετείο καθόρισε την ποινή επιβάλλοντας στους εφεσίβλητους (ενοικιαστές) να κατεδαφίσουν το υποστατικό, το οποίο είχε οικοδομηθεί παρανόμως, και για το οποίο δεν υπήρχε έγκριση.
Ωστόσο λόγος για να μην εκδοθεί διάταγμα κατεδάφισης συνιστά το γεγονός ότι το διάταγμα κατεδάφισης θα επηρεάσει και δικαιώματα τρίτων, οι οποίοι δεν έχουν κατηγορηθεί και δεν βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου στην ποινική δίωξη (βλ. Έπαρχου Λάρνακος ν Marinakis Developers Ltd κ.α., Ποινική Έφεση αρ. 173/2014, 24/03/2017), ECLI:CY:AD:2017:B112. Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Πυριλλή v Πυριλλή (2004) 2 ΑΑΔ 607, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία δεν διατάχθηκε η κατεδάφιση της οικοδομής όπου ήταν αντικείμενο της κατηγορίας. Στην υπόθεση εκείνη, οι παράνομες οικοδομικές εργασίες στο ακίνητο έγιναν από τον κατηγορούμενο, ως διευθυντή εταιρείας, και από την εταιρεία. Ο λόγος άρνησης έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης ήταν ότι, η Κατηγορούσα Αρχή, προχώρησε στην ποινική δίωξη μόνο του Κατηγορούμενου, προσωπικά, χωρίς να ενώσει ως συγκατηγορούμενη και την εταιρεία για την οποία ο κατηγορούμενος ενεργούσε ως διευθυντής. Η εταιρεία ήταν συνιδιοκτήτρια του ακινήτου, στο οποίο ανεγέρθηκε η οικοδομή και, επομένως, είχε λόγο στην όλη διαδικασία, εφόσον το αποτέλεσμα της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης θα επηρέαζε και τα δικαιώματα της.
Αυτό φυσικά που εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των Παραπονούμενων να πράξει το Δικαστήριο είναι να διαταχθεί η κατεδάφιση μόνο των οικοδομών που ανεγέρθηκαν, ως ήταν η θέση του, ενάντια στην άδεια οικοδομής και στην πολεοδομική άδεια, και όχι ολόκληρου του ακινήτου.
Με κάθε σεβασμό, η εισήγηση αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνη, και εξηγώ. Ένεκα της απόρριψης των κατηγοριών ένα μέχρι έξι στο εκ πρώτης όψεως στάδιο, οι οποίες αφορούσαν το αδίκημα της προσθήκης σε υφιστάμενη οικοδομή χωρίς την εξασφάλιση απαραίτητης άδειας οικοδομής από την αρμόδια αρχή, το Δικαστήριο δεν προέβη σε σχετικά ευρήματα για το ποιες οικοδομές εκτελέστηκαν χωρίς την εξασφάλιση απαραίτητης άδειας και ποιος τελικά εκτέλεσε τις εργασίες αυτές. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, ως επεξηγείται στην τελική του απόφαση, δεν αξιολόγησε το μέρος της μαρτυρίας των μαρτύρων που αφορούσε το θέμα των προσθηκών, καθ’ ότι το ζήτημα αυτό με την απόρριψη των σχετικών κατηγοριών έπαψε πλέον να είναι επίδικο. Το μόνο επίδικο ζήτημα ήταν η κατοχή και χρήση του ακινήτου χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Και μόνο επί αυτού του θέματος εξάχθηκαν τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Επομένως, κατά την κρίση μου, το ερώτημα όπου προκύπτει είναι κατά πόσον το Δικαστήριο θα διατάξει την κατεδάφιση του επίδικου ακινήτου ως περιγράφεται στις λεπτομέρειες της έβδομης κατηγορίας, ήτοι το μέρος του ακινήτου με αρ. εγγραφής [ ] Φ/Σχ [ ], τεμάχιο [ ], στην οδό [ ], που χρησιμοποιείται ως εστιατόριο. Σαφέστατα, και αν οι Παραπονούμενοι απεδείκνυαν τις κατηγορίες ένα μέχρι έξι, το Δικαστήριο θα δύνατο να εκδώσει διάταγμα κατεδάφισης συγκεκριμένου μέρους που συνιστά την παράβαση, αν φυσικά το μέρος αυτό μπορούσε να διαχωριστεί από την υπόλοιπη οικοδομή. Ωστόσο δεν είναι αυτή η περίπτωση. Στην προκειμένη, η μόνη κατηγορία που αποδείχθηκε και στην βάση αυτής καταδικάστηκε η Κατηγορούμενη 1 είναι η έβδομη κατηγορία, και μέχρι σήμερα δεν εκδόθηκε επί ολόκληρης της οικοδομής πιστοποιητικό έγκρισης.
Για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας υπέρ της έκδοσης του διατάγματος κατεδάφισης.
Το επίμαχο ακίνητο, ως περιγράφεται στις λεπτομέρειες της κατηγορίας, αφορά τον ισόγειο χώρο του ακινήτου που χρησιμοποιείται ως εστιατόριο. Ακριβώς πάνω από αυτό βρίσκεται το σπίτι των Παραπονούμενων. Και εφαπτόμενο με το εστιατόριο, στον ισόγειο χώρο, βρίσκεται το σπίτι της μητέρας των Παραπονούμενων. Επομένως αν κατεδαφιστεί ο χώρος του εστιατορίου, στην βάση της απλής λογικής, θα κατεδαφιστεί και το σπίτι των Παραπονούμενων. Περαιτέρω, θα επηρεαστεί και η οικία της μητέρας των Παραπονούμενων, η οποία δεν είναι μέρος στην παρούσα διαδικασία, και ούτε της έχει δοθεί η δυνατότητα να ακουστεί επί αυτού του τόσο σοβαρού ζητήματος, όπου σαφέστατα και την επηρεάζει. Για τους λόγους αυτούς, δεν θεωρώ ότι θα ήταν προς την κατεύθυνση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης εάν ασκούσα την διακριτική μου ευχέρεια θετικά και εξέδιδα ένα διάταγμα με το οποίο, μεταξύ άλλων, το σπίτι των ίδιων των Παραπονούμενων θα κατεδαφίζετο.
Υπό τις πιο πάνω περιστάσεις, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης.
Διάταγμα Τερματισμού Χρήσης
Ως προς το διάταγμα τερματισμού χρήσης της οικοδομής, σημειώνω τα πιο κάτω.
Σύμφωνα με το άρθρο 20(3)(β) του Κεφ. 96 το Δικαστήριο σε περίπτωση οικοδομής για την οποία (α) δεν χορηγήθηκε το σχετικό πιστοποιητικό έγκρισης ή (β) όταν η χρήση της οικοδομής δεν είναι σύμφωνη με την εγκεκριμένη άδεια, έχει εξουσία μεταξύ άλλων να εκδώσει διάταγμα τερματισμού της χρήσης της οικοδομής. Το γεγονός ότι επηρεάζεται ενοικιαστής της οικοδομής και τρίτα πρόσωπα δεν διαφοροποιεί την εν λόγω εξουσία (βλ. Ermes Department Stores Plc κ.α. ν Δήμου Πάφου, Ποινική Έφεση αρ. 162/2021, 14/11/2023).
Στην υπόθεση Ermes Department Stores Plc κ.α. ν Δήμου Πάφου ανωτέρω τονίστηκε ότι οι συνέπειες που έχει ένα διάταγμα κατεδάφισης με ένα διάταγμα τερματισμού χρήσης της οικοδομής είναι εντελώς διαφορετικές. Το διάταγμα τερματισμού χρήσης δεν επιφέρει την δραστικότητα που επιφέρει το διάταγμα κατεδάφισης αλλά τερματίζει τη χρήση κάποιας οικοδομής εντός των πλαισίων της νομοθεσίας μέχρι τη νομιμοποίηση της χρήσης με τις κατάλληλες διαδικασίες. Η ύπαρξη αδειών οικοδομής και πολεοδομικής άδειας δεν αποτελούν παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκδοση διατάγματος τερματισμού χρήσης. Ο Νόμος ποινικοποιεί την κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, ανεξάρτητα από την έκδοση ή μη των εν λόγω αδειών, παρέχεται δε διακριτική εξουσία στο Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης ή τερματισμού χρήσης της οικοδομής. Η εφαρμογή του άρθρου 20(3) αναφορικά με τη δυνατότητα έκδοσης των υπό αναφορά διαταγμάτων, δεν συνδέεται με την ύπαρξη άδειας οικοδομής ή πολεοδομικής άδειας, η ύπαρξη των οποίων θεωρείται άσχετος παράγοντας (βλ. Δήμος Λεμεσού v. Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ κ.α. (2007) 2 Α.Α.Δ. 1 και Milan Garaca κ.α v. Τάκκα (2007) 2 Α.Α.Δ. 165).
Το μέρος του ισόγειου χώρου που χρησιμοποιείται ως εστιατόριο, κατέχεται και χρησιμοποιείται για σειρά ετών από την Κατηγορούμενη 1, στον οποίο χώρο προσέρχεται καθημερινά αριθμός ατόμων. Λαμβάνω υπόψη μου την αρχή της αναλογικότητας και ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση τέτοιου διατάγματος είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας (Περί Οδών και Οικοδομών Νόμος και Κανονισμοί) και η αποκατάσταση της νομιμότητας η οποία για σειρά ετών στην παρούσα έχει αρθεί. Επίσης βαραίνει την κρίση μου, ότι ως αναφέρθηκε επανειλημμένως, η νομοθεσία του Κεφ. 96 είναι αυστηρή διότι σχετίζεται με την ασφάλεια των οικοδομών και κατ΄ επέκταση των χρηστών και με αυτό τον τρόπο και υπό αυτή τη φιλοσοφία πρέπει να ερμηνεύεται ούτως ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να εκδίδει και τα ανάλογα διατάγματα τερματισμού χρήσης. Η υποχρέωση που θέτει το άρθρο 10 του Κεφ. 96 για καταχώρηση αίτησης για έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης εντός 21 ημερών από την συμπλήρωση της οικοδομικής εργασίας τίθεται έτσι ώστε η αρμόδια αρχή να πιστοποιήσει ότι η εργασία ολοκληρώθηκε σύμφωνα με την άδεια.
Η συνεχιζόμενη χρήση και λειτουργία μιας οικοδομής, η οποία είναι ανοικτή προς το κοινό, πέραν των 12 ετών, χωρίς την εκ των προτέρων έκδοση πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, δεν αφήνει άλλα περιθώρια στο Δικαστήριο παρά την έκδοση διατάγματος τερματισμού χρήσης της συγκεκριμένης οικοδομής. Κρίνω ότι σε περίπτωση μη έκδοσης του εν λόγω διατάγματος, θα δίδετο η δυνατότητα στην Κατηγορούμενη 1 να συνεχίσει να διαπράττει επί καθημερινής βάσης αδίκημα, ήτοι να χρησιμοποιεί ή να λειτουργεί την εν λόγω οικοδομή χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Ως εκ τούτου εξασκώ την διακριτική μου ευχέρεια και για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης εκδίδω εναντίον της Κατηγορούμενης 1 στην έβδομη κατηγορία διάταγμα τερματισμού της χρήσης της οικοδομής που περιγράφεται στις λεπτομέρειες της εν λόγω κατηγορίας, ήτοι του ισόγειου χώρου του ακινήτου με αρ. εγγραφής [ ], Φ/Σχ [ ], τεμάχιο [ ], στην [ ], που χρησιμοποιείται ως εστιατόριο, εντός δύο μηνών από σήμερα, εκτός εάν στο μεταξύ εξασφαλιστεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι αυτά έχουν καθοριστεί στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 17/10/2025.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο