ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΦΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Αρ. Υπόθεσης: 5513/2023
Αστυνομικού Διευθυντή Πάφου
εναντίον
ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΝΝΑΡΗΣ
Κατηγορούμενος
Ημερομηνία: 31/10/2025
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κος Κ. Στυλιανού
Για τον Κατηγορούμενο: κος Κ. Σιαηλής
Κατηγορούμενος: παρών
Π Ο Ι Ν Η
Ο Κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή σε επτά κατηγορίες οι οποίες αφορούν: (1) οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών, (2) αμελής οδήγηση, (3) αλόγιστη ή επικίνδυνη οδήγηση, (4) χρήση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου, (5) παράλειψη συμμόρφωσης από οδηγό σε σήμα αστυνομικού με στολή, (6) χρήση μηχανοκίνητου οχήματος που δηλώθηκε ως ακινητοποιημένο, και (7) χρήση μηχανοκίνητου οχήματος χωρίς πιστοποιητικό καταλληλότητας.
Πριν την έκθεση γεγονότων από την Κατηγορούσα Αρχή, υποβλήθηκε αίτημα από την Υπεράσπιση όπως για σκοπούς επιβολής ποινής στον Κατηγορούμενο ληφθούν υπόψιν ακόμη τρείς υποθέσεις, ήτοι οι υπ’ αριθμό 4433/2022, 5449/2023 και 8979/2023 του Ε.Δ. Πάφου. Στο σχετικό αίτημα συγκατατέθηκε η Κατηγορούσα Αρχή, και το Δικαστήριο στη βάση των προνοιών του άρθρου 81 του Κεφ.155 ενέκρινε το σχετικό αίτημα. Ο κος Στυλιανού ζήτησε όπως για σκοπούς επιβολής ποινής θεωρηθεί ως κύρια η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υπόθεση, και όπως σε αυτή ληφθούν υπόψιν οι αναφερόμενες υποθέσεις.
Τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση (εφεξής ως «κύρια υπόθεση») αλλά και των άλλων τριών υποθέσεων που θα ληφθούν υπόψη δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση.
Σύμφωνα με τα εκτιθέντα γεγονότα της κύριας υπόθεσης, στις 8/3/2022 ο Μ.2 εντόπισε στη Λεωφόρο Δημοκρατίας στην Πάφο, μέσω του συστήματος αναγνώρισης πινακίδων ANPR, το όχημα με αριθμούς εγγραφής [ ] να οδηγείται χωρίς πιστοποιητικό ασφάλειας και καταλληλότητας. Ακολούθως ο Μ.2 προσέγγισε το εν λόγω όχημα με αναμμένους φάρους και κάλεσε τον οδηγό, ο οποίος ήταν ο Κατηγορούμενος, όπως σταματήσει. Ο οδηγός, μόλις αντιλήφθηκε τον Μ.2 ανέπτυξε ταχύτητα και εισήλθε στη Λεωφόρο Αλέξανδρου Παπάγου, όπου οδηγούσε με ελιγμούς στον δρόμο, και οδηγούσε αλόγιστα, απερίσκεπτα και επικίνδυνα χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τους πεζούς που περπατούσαν, καθώς και τα άλλα οχήματα που οδηγούσαν στο δρόμο. Ακολούθως στην οδό Πομπηίας παρέλειψε να σταματήσει και δεν έδειξε την δέουσα προσοχή και φροντίδα με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το πίσω μέρος του σταθμευμένου οχήματος με αριθμούς εγγραφής [ ], ιδιοκτησίας του Μ.1. Ακολούθως ο Κατηγορούμενος εγκατέλειψε το όχημα του και τράπηκε σε φυγή. Ο Μ.2 καταδίωξε τον Κατηγορούμενο και τον ακινητοποίησε στην οδό Ειρήνης. Ζητήθηκε από τον Κατηγορούμενο όπως δώσει δείγμα σάλιου για προκαταρτική εξέταση νάρκοτεστ. Ο Κατηγορούμενος συνεργάστηκε, και διαπιστώθηκε ότι ήταν θετικός στη κάνναβη, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από τις εξετάσεις του γενικού χημείου του κράτους. Όπως ανέφερε ο κος Στυλιανού, από την σύγκρουση των δύο οχημάτων δεν προκλήθηκαν σωματικές βλάβες και οι υλικές ζημιές του οχήματος με αριθμούς εγγραφής [ ] ήταν περιορισμένες.
Σε σχέση τις υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη τα γεγονότα έχουν ως εξής. Σχετικά με την υπόθεση υπ’ αριθμό 4433/2022 του Ε.Δ. Πάφου ο Κατηγορούμενος στις 6/1/2021 οδηγούσε στην οδό Χαράλαμπου Κυρίλλου στη Χλώρακα της Επαρχίας Πάφου, ενώ τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών. Μετά από επιστημονικές εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε υπό την επήρεια κάνναβης και αμφεταμίνης. Σχετικά με την υπόθεση υπ’ αριθμό 5449/2023 του Ε.Δ. Πάφου ο Κατηγορούμενος στις 19/1/2023 οδηγούσε στην οδό Αγίων Πέντε στην Γεροσκήπου, ενώ τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών. Μετά από επιστημονικές εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι ο Κατηγορούμενος οδηγούσε υπό την επήρεια κάνναβης. Τέλος, σχετικά με την υπόθεση υπ’ αριθμό 8979/2023 του Ε.Δ. Πάφου ο Κατηγορούμενος στις 11/10/2023 οδηγούσε στην Λεωφόρο Ευρώπης στην Πάφο με υπερβολική ταχύτητα, ήτοι με ταχύτητα 111 ΧΑΩ αντί 65 ΧΑΩ όπου ήταν το επιτρεπτό όριο ταχύτητας. Όταν αστυνομικός έκανε σήμα στον Κατηγορούμενο να σταματήσει, αυτός δεν συμμορφώθηκε, ανέπτυξε ταχύτητα και οδηγούσε αλόγιστα και επικίνδυνα. Συγκεκριμένα εισήλθε με το όχημα του στον διαχωριστικό ανθώνα του οδοστρώματος με κίνδυνο να παρασύρει τον αστυνομικό. Στην συνέχεια, συνέχισε ευθεία την πορεία του με ιλιγγιώδη ταχύτητα και έστριψε δεξιά από τα φώτα τροχαίας στην οδό Ιγνατίας. Επίσης ο Κατηγορούμενος οδηγούσε το όχημα του χωρίς αυτό να φέρει μπροστινές πινακίδες εγγραφής, χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης που αφορά ευθύνη του οδηγού του αναφερόμενου οχήματος έναντι τρίτου και χωρίς να είναι προσδεμένος με ζώνη ασφαλείας.
Συμπληρωματικά, των πιο πάνω γεγονότων, ο κος Στυλιανού ανέφερε ότι Kατηγορούμενος δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και βαρύνεται με 12 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του.
Με την αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής του Κατηγορούμενου, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε και εξέφρασε την απολογία και ειλικρινή μεταμέλεια του. Ως προς τις κοινωνικοοικονομικές του συνθήκες ο συνήγορος του υιοθέτησε πλήρως το περιεχόμενο της έκθεσης που ετοιμάστηκε από το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας ημερομηνίας 14/8/2025, και η οποία βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου, στην οποία αναφέρεται ότι ο Κατηγορούμενος από ηλικία 14 ετών έκανε χρήση κάνναβης. Ο συνήγορος του ανέφερε ότι η αιτία της πιο πάνω οδηγητικής του συμπεριφοράς, δεν ήταν άλλη από την χρήση ναρκωτικών ουσιών κατά την ουσιώδη περίοδο.
Ο κος Σιαηλής κάλεσε το Δικαστήριο να λάβει υπόψη του την νεαρή ηλικία του Κατηγορούμενου αλλά και το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης 12 μηνών, η οποία του επιβλήθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης υπ’ αριθμό 3640/2025 του Ε.Δ. Πάφου, και η οποία αφορούσε τα αδικήματα της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα (12,29 γραμμάρια μεθαμφεταμίνη και 16,5 δισκία MDMA), της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α (4,51 γραμμάρια κοκαΐνης), της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β (16,26 γραμμάρια κάνναβης) καθώς και αδικήματα τα οποία αφορούσαν τροχαίες παραβιάσεις, μεταξύ άλλων του αδικήματος της αλόγιστης ή επικίνδυνης οδήγησης και της οδήγησης χωρίς να βρίσκεται σε ισχύ πιστοποιητικό ασφάλισης ευθύνης έναντι τρίτου.
Τέλος ο ευπαίδευτος συνήγορος του Κατηγορούμενου ανέφερε ότι ο Κατηγορούμενος έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα απεξάρτησης των Κεντρικών Φυλακών «Δανάη», και στόχος του είναι με την αποφυλάκιση του να αναλάβει την εργασία του πατέρα του, η οποία ασχολείται με την κατασκευή ειδών ψησίματος.
Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι τα αδικήματα που διέπραξε ο Κατηγορούμενος είναι πολύ σοβαρά. Η μέγιστη προβλεπόμενη ποινή συνιστά τη βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για την επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής. Στην παρούσα, για το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών το άρθρο 11Ζ του Ν.174/86 προβλέπει ως μέγιστη τη φυλάκιση τριών ετών ή το πρόστιμο των €8,000. Για το αδίκημα της αμελούς οδήγησης το άρθρο 8(1)(β) του Ν.86/72 προβλέπει ως μέγιστη τη φυλάκιση ενός έτους ή το πρόστιμο των €3,000 όταν έχουν προκληθεί μόνο ζημιές σε περιουσία, και για το αδίκημα της αλόγιστης ή επικίνδυνης οδήγησης το άρθρο 7 του Ν. 86/72 προβλέπει ως μέγιστη τη φυλάκιση δύο ετών ή το πρόστιμο των €4,000.
Πρόκειται για σοβαρά αδικήματα όπου υπάρχει η ανάγκη για αποτροπή, ένεκα και της αυξημένης συχνότητας διάπραξης τους, για την οποία λαμβάνεται δικαστική γνώση από την πλειάδα τέτοιων υποθέσεων επί καθημερινής βάσης. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην υπόθεση Παναγή ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 75:
«Η επιβολή αποτρεπτικών ποινών δεν είναι μόνο θέμα σεβασμού και εφαρμογής των νόμων, αλλά είναι απαραίτητη κοινωνική ανάγκη, ενόψει του σοβαρού και ανησυχητικού ρυθμού με τον οποίο συμβαίνουν αυτοκινητικά δυστυχήματα και χάνονται ανθρώπινες ζωές ή προκαλούνται σοβαρές υλικές ζημιές. Είναι μόνο με την απόλυτη συμμόρφωση προς όλους τους κανονισμούς που θα επιτευχθεί μείωση ατυχημάτων τα οποία πολλές φορές έχουν ολέθρια και ανεπανόρθωτα επακόλουθα.»
Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε τροχαία αδικήματα όταν περιέχουν το στοιχείο της αδιαφορίας επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Τουμάζου ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 166/16, 5/10/2018, ECLI:CY:AD:2018:B432. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης:
«Ιδιαίτερη αυστηρότητα αρμόζει, τηρουμένων πάντοτε των αρχών επιμέτρησης των ποινών, όταν προκαλείται, εν δυνάμει έστω, κίνδυνος στο δρόμο και/ή όταν η παράνομη οδική συμπεριφορά εκδηλώνεται ως εγωιστική αυθαιρεσία έναντι του νόμου και των οργάνων επιβολής του νόμου».
Όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης, αλλά και αυτών που λαμβάνονται υπόψη, ο Κατηγορούμενος με την συμπεριφορά του επέδειξε έλλειψη σεβασμού προς τους κανονισμούς της τροχαίας και την Αστυνομία. Επιεικής μεταχείριση ατόμων τα οποία αψηφούν τους Νόμους που διέπουν την οδική ασφάλεια δίνει λανθασμένα μηνύματα και ενθαρρύνει τη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων (βλ. Νικήτα v Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75.
Στο σημείο αυτό παραπέμπω σε πρόσφατη νομολογία του Εφετείου, η οποία αφορά το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών και της αμελούς οδήγησης. Στην υπόθεση Θεόδωρος Κεσίδης ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 4/2025, 8/10/2025, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών:
«Εννοείται βέβαια πως ανάλογη περίπτωση εγωιστικής αδιαφορίας είναι και η περίπτωση οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών και δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο Νομοθέτης, εν τη σοφία του, την έχει ταξινομήσει ως σοβαρότερη, προνοώντας ψηλότερη ποινή, έχοντας προφανώς υπ' όψιν τους ελλοχεύοντες κινδύνους. Οι οποίοι βέβαια, από την άλλη πλευρά, και στις δύο περιπτώσεις σχετίζονται άμεσα με την ικανότητα του ανθρώπου να χειρίζεται μηχανοκίνητο όχημα, να αντιληφθεί εγκαίρως τυχόν κίνδυνο και να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προς αποφυγή του. Αυτονόητο είναι επίσης πως οι κίνδυνοι είναι πολλαπλάσιοι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο χειριστής μηχανοκινήτου ευρίσκεται υπό την επήρεια και αλκοόλης αλλά και ναρκωτικής ουσίας».
Σχετική επίσης είναι η υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Ivan Zhel Yazkov, Ποινική Έφεση 64/2025, 9/10/2025, στην οποία το Εφετείο έκρινε ως έκδηλα ανεπαρκή την ποινή φυλάκισης 2 μηνών η οποία επιβλήθηκε στο αδίκημα της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών, αυξάνοντας αυτήν στους 5 μήνες. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου:
«Θεωρούμε ότι η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον εφεσίβλητο στην πρώτη κατηγορία είναι έκδηλα ανεπαρκής, λαμβάνοντας υπόψη την πρόθεση του νομοθέτη και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών λόγω της ανυπαρξίας ουσιαστικά οποιασδήποτε δικαιολογίας για την παράνομη του πράξη αλλά και λόγω της έξαρσης που παρουσιάζουν αυτού του είδους τα αδικήματα, κάτι που καθιστά το καθήκον επιβολής αποτρεπτικών ποινών ιδιαίτερα αυξημένο. Δόθηκε υπέρμετρη σημασία, από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις προσωπικές του συνθήκες κατά τρόπο που εξουδετερώθηκε η σημασία και η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής, σε βαθμό που να δικαιολογείται, αν όχι απαιτείται, η επέμβαση μας. Η ποινή φυλάκισης των 2 μηνών αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 5 μηνών η οποία να συντρέχει με την ποινή φυλάκισης των 7 μηνών που του επιβλήθηκε στη δεύτερη κατηγορία.»
Το αδίκημα της δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, ήτοι της αμελούς οδήγησης και της αλόγιστης ή επικίνδυνης οδήγησης, προκλήθηκε καθ’ ότι ο Κατηγορούμενος βρισκόταν υπό την επήρεια ναρκωτικών. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι με την πράξη του να οδηγήσει υπό την επήρεια ναρκωτικών, ο Κατηγορούμενος επέδειξε πλήρη ανευθυνότητα. Η συμπεριφορά του είναι εγωιστική και αντικοινωνική ενώ παράλληλα εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας για την σωματική υγεία όλων όσων χρησιμοποιούν τον δρόμο. Το γενικό συμφέρον της δικαιοσύνης, για πάταξη τέτοιων φαινομένων, δημιουργεί την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών. Η οδήγηση στην κατάσταση που βρισκόταν ο Κατηγορούμενος καθιστούσε το όχημα του ένα πραγματικά φονικό όπλο. Η αποτελεσματική άσκηση ελέγχου επί του οχήματος εκμηδενίζεται ενώ η ετοιμότητα του οδηγού να αντιμετωπίσει ενδεχόμενους κινδύνους που ήθελε τεθούν στην πορεία του είναι ανύπαρκτη. Το να επιλέγει κάποιος να οδηγεί σε αυτή την κατάσταση αποτελεί εγωιστική αυθαιρεσία, και εμπεριέχει το στοιχείο της αδιαφορίας για τη σωματική υγεία όλων όσων χρησιμοποιούν τον δρόμο. Οι οδηγοί και χρήστες των δρόμων πρέπει να διακατέχονται από το αίσθημα της ασφάλειας και της βεβαιότητας για τη ζωή και σωματική τους ακεραιότητα η οποία δεν θα επηρεάζεται από συμπεριφορές του είδους που επέδειξε ο Κατηγορούμενος, οι οποίες βέβαια πρέπει να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα αυστηρότητα.
Λαμβάνοντας υπ' όψιν και την έξαρση σε σοβαρά τροχαία ατυχήματα αποτελεί υποχρέωση του Δικαστηρίου να δώσει το μήνυμα, μέσω των ποινών που θα επιβάλει, ότι τέτοια οδική συμπεριφορά δεν είναι αποδεκτή (βλ. Θεόδωρος Κεσίδης ανωτέρω).
Σχετικά με το αδίκημα της αμελούς οδήγησης, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του στην επιλογή της ποινής, τους ακόλουθους παράγοντες (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 235 με αναφορά στην Diran Der Avedisian v. Ρ (1969) 2 C.L.R. 57):
(i) Τον βαθμό αμέλειας,
(ii) Τις συνέπειες του δυστυχήματος,
(iii) Τυχόν αμέλεια προσώπου εμπλεκόμενου στο δυστύχημα. Η συντρέχουσα αμέλεια άλλου προσώπου, αν και δεν αποτελεί υπεράσπιση, είναι μετριαστικός παράγων, και
(iv) Τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου ειδικότερα σε σχέση με το μητρώο του ως οδηγού.
Η συνήθης ποινή για αμελή οδήγηση είναι η ποινή προστίμου. Όπου η αμέλεια του κατηγορουμένου είναι ιδιαίτερα σοβαρή ή όπου ο κατηγορούμενος δεν είναι λευκού ποινικού μητρώου, ή και τα δύο, η ποινή προστίμου συνδυάζεται με στέρηση της άδειας οδήγησης (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 235, 236). Ποινή φυλάκισης όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί όπου επιδείχθηκε άκρως αδιάφορη για την ασφάλεια τρίτων συμπεριφορά (βλ. Sentencing in Cyprus, 2nd ed, G. M. Pikis, σελ. 239). Στην Θεόδωρος Κεσίδης ανωτέρω, η οποία αφορούσε το αδίκημα της αμελούς οδήγησης, της οδήγησης υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοόλης, και ένεκα της οδηγητικής συμπεριφοράς προκλήθηκαν σοβαροί τραυματισμοί στα άτομα που επενέβαιναν στο ενεχόμενο όχημα, το Εφετείο μείωσε την επιβληθείσα άμεση ποινής φυλάκιση από 14 μήνες σε 9 μήνες, λόγω του χρόνου που είχε παρέλθει από την διάπραξη του αδικήματος (4 χρόνια περίπου) και της παραδοχής του Κατηγορούμενου.
Δεν θα πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται ότι στην παρούσα υπόθεση λαμβάνονται υπόψιν ακόμη τρείς υποθέσεις. Στην Ιωάννου ν Γενικού Εισαγγελέα (2005) 2 ΑΑΔ 598 λέχθηκε ότι όταν το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και άλλα αδικήματα μπορεί να επιβάλει μεγαλύτερη ποινή στις κατηγορίες που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο, από εκείνη που θα επέβαλλε αν είχε ενώπιον του μόνο αυτές τις κατηγορίες.
Με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου για τις υποθέσεις που λαμβάνονται υπόψη, φαίνεται ότι ο Κατηγορούμενος διέπραξε ίδιας φύσεως και σοβαρότητας αδικήματα με αυτά που περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο της κύριας υπόθεσης. Τα πιο πάνω αναμφίβολα επιτείνουν τη σοβαρότητα των κατηγοριών της κύριας υπόθεσης, δίνουν λαβή για έντονη ανησυχία ως προς την παραβατική συμπεριφορά του κατηγορούμενου και καθιστούν την περίπτωση του ως ιδιαίτερα σοβαρή. Ο Kατηγορούμενος με την όλη συμπεριφορά του επέδειξε πλήρη αδιαφορία για τις συνέπειες των πράξεών του και την ασφάλεια των συνανθρώπων του. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ο Κατηγορούμενος ήδη βαρύνεται με 12 βαθμούς ποινής επί της άδειας οδήγησης του, στοιχείο που καταδεικνύει τάση του Κατηγορούμενου προς την παραβατικότητα και καθιστά πρόδηλη την ανάγκη για αναμόρφωση της οδηγητικής του συμπεριφοράς.
Ακόμη όμως και σε τέτοιου είδους συμπεριφορές το καθήκον του Δικαστηρίου για εξατομίκευση της ποινής δεν ατονεί. Στο έργο εξατομίκευσης της ποινής το Δικαστήριο οφείλει να λαμβάνει υπόψη του όλα τα ελαφρυντικά στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί, περιλαμβανομένων των ατομικών συνθηκών του παραβάτη, καθώς και εκείνα που πηγάζουν από τα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης, έτσι ώστε η ποινή να μην συνιστά απλώς τιμωρία αλλά να αρμόζει στο πρόσωπο του συγκεκριμένου παραβάτη (βλ. Κωνσταντίνου ν Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 224). Την ίδια ώρα, είναι σαφώς νομολογημένο, ότι η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή την εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής που επιβάλλει η φύση και τα περιστατικά ενός αδικήματος (βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 CLR 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ανωτέρω).
Στην προκειμένη περίπτωση, προς όφελος του Κατηγορούμενου λαμβάνω υπόψη μου τα πιο κάτω:
Το λευκό του ποινικό μητρώο, κάτι το οποίο του δίδει το δικαίωμα να έχει μεγαλύτερη απαίτηση από το Δικαστήριο όπως επιδείξει στο πρόσωπό του τη μέγιστη δυνατή επιείκεια.
Την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή, διότι αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης (βλ. Χαρτούπαλλος ν Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28 και Θεοδώρου v Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 208/18, 27/11/2019).
Τις προσωπικές, οικογενειακές και οικονομικές του περιστάσεις όπως αυτές διαφάνηκαν μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου του, αλλά και την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται από το Δικαστήριο στο γεγονός ότι από την νεαρή ηλικία των 14 ετών είναι χρήστης κάνναβης, καθώς και στα προβλήματα υγεία που αντιμετωπίζει ο πατέρας του σύμφωνα με ιατρική βεβαίωση η οποία παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο (Έγγραφο Γ).
Περαιτέρω, δεν μπορεί να αφήσει αδιάφορο το Δικαστήριο το νεαρό της ηλικίας του Κατηγορούμενου ο οποίος κατά τον χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ήταν σχεδόν 21 ετών και σήμερα είναι ηλικίας 24 ετών. Σύμφωνα με τη νομολογία το νεαρό της ηλικίας αποτελεί επιπρόσθετο ελαφρυντικό παράγοντα. Όπως έχει αναφερθεί στην απόφαση Βασίλης Φανάρας κ.α. ν Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50 «Κρίνεται πως δεν είναι επιθυμητό νεαρό άτομο, στα αρχικά δηλαδή στάδια της δημιουργίας της προσωπικότητας του, να στερηθεί της ευκαιρίας να ωριμάσει για να κάνει τις επιλογές του στη ζωή».
Στην Αργυρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 449 σημειώθηκαν τα ακόλουθα:
«Νεαρά άτομα αυτής της ηλικίας ιδιαίτερα χρήζουν αυτής της μεταχείρισης εφόσον το αποτέλεσμα που θα επιτυγχάνετο από μια ποινή άμεσης φυλάκισης μακράς σχετικώς διάρκειας, όπως είναι οι ποινές που επιβλήθησαν στην προκειμένη περίπτωση, ενδέχεται να είναι πολύ μικρότερο από το όφελος που θα προέρχετο από την προσδοκία, με την καλή χρήση του μέτρου της αναστολής, ότι όντως θα υπάρξει αναμόρφωση και θα αποφευχθεί μια χειροτέρευση της θέσης των Εφεσειόντων εάν αυτοί περνούσαν στη φυλακή το μεγάλο αυτό σχετικά χρονικό διάστημα.»
Όπως έχει νομολογηθεί ο νεαρός κατηγορούμενος δεν πρέπει να μένει με την εντύπωση ότι η κοινωνία τον έχει ξεγράψει από τους κόλπους της. Αντιμετωπίζεται με περισσότερη επιείκεια από το Δικαστήριο δίνοντας του τη δυνατότητα να αναμορφώσει την παραβατική του συμπεριφορά και να γίνει χρήσιμος πολίτης της πολιτείας. Όταν δε υπάρχει ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου από τη σοβαρή εγκληματική δραστηριότητα του νεαρού κατηγορουμένου, η επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας του είναι αναπόφευκτη. Σε κάθε περίπτωση επιβολή ποινής φυλάκισης σε νεαρά πρόσωπα θα πρέπει να είναι η τελευταία επιλογή του Δικαστηρίου εκτός αν κρίνει ότι τούτο είναι η μόνη ορθή επιλογή.
Ωστόσο, ως έχει νομολογηθεί το νεαρό της ηλικίας δεν μπορεί να επενεργεί πάντα ως ελαφρυντικός παράγοντας ενόψει της δραματικής αύξησης των θανατηφόρων δυστυχημάτων στον τόπο μας, της εμπλοκής σε πολλές περιπτώσεις νεαρών προσώπων και της συνακόλουθης ανάγκης να συνετιστούν τα άτομα νεαρής ηλικίας μέσω της επιβολής αυστηρών ποινών (βλ. Χρίστου Μιχαήλ ν Αστυνομίας (2014) 2 ΑΑΔ 329, Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 562). Τα Δικαστήρια οφείλουν να στέλνουν στους νεαρούς παραβάτες του Οδικού Κώδικα το μήνυμα ότι οφείλουν να απέχουν από την οδήγηση υπό την επήρεια ναρκωτικών, αφού μπορεί να δημιουργήσουν κίνδυνο επί της οδού τον οποίο να μην μπορούν να διαχειριστούν λόγω μειωμένης οδικής ικανότητας.
Λαμβάνεται επίσης υπόψη προς όφελος του Κατηγορούμενου, το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος εκτίει ποινή φυλάκισης 12 μηνών, βρίσκεται στην Κεντρικές Φυλακές από τις 23/6/2025 και αναμένεται να αποφυλακιστεί τον Μάρτιο του 2026. Ο εγκλεισμός του στις Κεντρικές Φυλακές από τις 23/6/2025 συνιστά μια έντονη διέγερση του καταδικαζόμενου σε φυλάκιση νεαρού προσώπου, ώστε να αντιληφθεί τις συνέπειες τις οποίες θα είχε ενδεχόμενη νέα παραβατική συμπεριφορά, ώστε να έχει πάρει μια ανάλογη γεύση από το τι σημαίνει να εγκλειστεί κάποιος στη φυλακή σε τέτοια νεαρή ηλικία
Αποδίδεται επίσης καταλυτική σημασία στην προσπάθεια του Κατηγορούμενου να απεξαρτοποιηθεί από την χρήση των ναρκωτικών ουσιών (βλ. Γιαννακάκης ν Αστυνομίας (2016) 2 ΑΑΔ 364). Ο Κατηγορούμενος έχει ενταχθεί στο εθελοντικό πρόγραμμα απεξάρτησης του Τμήματος Φυλακών «ΔΑΝΑΗ». Αυτή του η συμμετοχή δείχνει ένα άτομο που θέλει να αποστασιοποιηθεί από τις κακές συνήθειες του παρελθόντος του, έτσι ώστε να ξανά ορίσει το μέλλον του.
Η διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου διασφαλίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Εκτροπή από το συνταγματικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα στην επιβολή ποινής, κυρίως λόγω (α) της απόστασης που δημιουργείται ως προς το άτομο του παραβάτη μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Αρέστη (1996) 2 ΑΑΔ 267), και (β) της μεταβολής των προσωπικών συνθηκών του αδικοπραγούντος (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Πεγειώτη (2001) 2 ΑΑΔ 617, Αβραάμ ν Αστυνομίας (2005) 2 ΑΑΔ 365). Είναι νομολογημένο ότι προκειμένου να διαφανεί κατά πόσο θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του κατηγορούμενου, θα πρέπει να γίνεται διαχωρισμός του χρόνου που παρήλθε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την καταχώρηση της υπόθεσης και του χρονικού διαστήματος από την καταχώρηση της υπόθεσης μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 ΑΑΔ 355 υποδείχθηκε ότι η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής, δηλαδή, αν θα επιβληθεί ποινή φυλάκισης. Εκτός στις περιπτώσεις που θεωρείται απόλυτα αναγκαίο είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος. Ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Επίσης, η πάροδος μακρού χρόνου από τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον Κατηγορούμενο (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (Αρ. 2) (2001) 2 ΑΑΔ 623, Αβρααμίδη (1993) ανωτέρω).
Στην υπό κρίση περίπτωση τα υπό τιμωρία αδικήματα διαπράχθηκαν τον Μάρτιο του 2022 και το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 30/6/2023, δηλαδή ένα χρόνο και τρείς μήνες μετά. Για το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μέχρι την καταχώρηση του κατηγορητηρίου δεν δόθηκε κάποια δικαιολογία από την Κατηγορούσα Αρχή.
Ως προς τον χρόνο που διέρρευσε από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου μέχρι σήμερα όπου το Δικαστήριο καλείται να επιβάλει ποινή διαπιστώνω ότι παρήλθαν 2.5 χρόνια περίπου. Συνεπώς η πάροδος αυτού του χρονικού διαστήματος μέχρι την επιβολή ποινής θα πρέπει να προσμετρήσει προς όφελος του Κατηγορούμενου.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω όμως, ως προς το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή ποινής, δεν παραβλέπω ότι υπήρξε ουσιαστική αλλαγή των προσωπικών συνθηκών του Κατηγορούμενου. Συγκεκριμένα όταν ο Κατηγορούμενος διέπραξε τα υπό εξέταση αδικήματα ήταν ένας ελεύθερος πολίτης, ενώ από τις 23/6/2025 μέχρι και σήμερα βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για μια τεράστια αλλαγή στην ζωή του Κατηγορούμενου, στην οποία δίδεται ιδιαίτερη σημασία από το Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής της ποινής.
Δεν παραβλέπω ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στα πλαίσια της υπόθεσης υπ’ αριθμό 3640/2025 του Ε.Δ. Πάφου για σκοπούς επιβολής ποινής. Στην υπόθεση Παραρέ ν Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257 έγινε αναφορά στο άρθρο 81 του Κεφ, 155 που επιτρέπει να ληφθούν υπόψιν άλλα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος, των οποίων είτε δεν άρχισε ακόμη η δίωξη, είτε η δίκη επ' αυτών, και, τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε. Όπως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο η διαπίστωση από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι θα μπορούσαν τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης να ληφθούν κατά την επιμέτρηση της ποινής από άλλο Δικαστήριο, έπρεπε να προσμετρήσει ουσιωδώς στην όλη ποινική μεταχείριση του εφεσείοντος υπό το φως της έτερης και προεξάρχουσας αρχής ότι ένας κατηγορούμενος θα πρέπει να τυγχάνει του ευεργετήματος να τιμωρείται μια και μόνο φορά για όλη την εγκληματική του συμπεριφορά την οποία παραδέχεται και ζητεί είτε ο ίδιος, είτε μέσω της κατηγορούσας αρχής, να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στη Βέλιου ν. Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 76:
«Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος.»
Σημειώνεται ότι ακόμη και αν σε προηγούμενες υποθέσεις ο κατηγορούμενος δεν ζήτησε να ληφθούν υπόψη εκκρεμούσες υποθέσεις, δεν αποκλείεται η συνεκτίμηση τους σε μεταγενέστερο στάδιο. Ούτε και μπορεί να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποια θα ήταν η ποινή στην προηγούμενη υπόθεση αν είχε ζητηθεί να ληφθούν υπόψη τότε (βλ. Παναγή ν Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 47). Επομένως, το γεγονός αυτό λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο για σκοπούς επιβολής ποινής στην παρούσα υπόθεση.
Τα ελαφρυντικά και οι μετριαστικοί παράγοντες του Κατηγορούμενου, όπως αυτά έχουν εκτεθεί αμέσως πιο πάνω, δεν είναι, κατά την άποψη μου, τέτοιας έκτασης και φύσης ώστε να υπερφαλαγγίζουν την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει ιδιαίτερα της σοβαρότητας των αδικημάτων και της δεδηλωμένης ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών σε αδικήματα αυτής της φύσης. Δεν έχουν καταδειχθεί γεγονότα τέτοιας φύσεως που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με το είδος της ποινής. Ούτε οι προσωπικές συνθήκες του Κατηγορούμενου είναι τέτοιες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το είδος της ποινής. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι προσωπικές περιστάσεις είναι ήσσονος σημασίας (βλ. Μάριος Παναγιώτου v Aστυνομίας (2001) 2 ΑΑΔ 540). Είναι καθήκον του Δικαστηρίου να στείλει το μήνυμα ότι τέτοιες συμπεριφορές δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές από οποιοδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο.
Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και χωρίς να παραγνωρίζω ότι η ποινή φυλάκισης αποτελεί το ύστατο μέτρο τιμωρίας και ότι επιβάλλεται μόνο όταν κρίνεται ως αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο, κρίνω ότι υπό τις περιστάσεις αποτελεί τη μόνη αρμόζουσα ποινή για τον Κατηγορούμενο. Οποιαδήποτε άλλη ποινή, υπό τις περιστάσεις, θα έδινε λανθασμένα μηνύματα στον Κατηγορούμενο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες (βλ. Νικήτα v Αστυνομία (1997) 2 ΑΑΔ 75).
Με αναφορά τώρα στη στέρηση της άδειας οδηγού θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η ποινή βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής και πρέπει να δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Η άδεια οδήγησης αποτελεί επίκτητο δικαίωμα, η άσκηση του οποίου είναι συνυφασμένη με τους όρους που θέτει ο Νόμος για την οδική ασφάλεια (βλ. Σαρίδης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 465). Τόσο τα γεγονότα που προσδιορίζουν τη σοβαρότητα του αδικήματος, όσο και οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για να διαπιστωθεί εάν δικαιολογείται η αποστέρηση της άδειας του παραβάτη όπως επίσης και η χρονική διάρκεια της αποστέρησης (βλ. Ελευθερίου ν Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 300).
Το ότι το πρόσωπο που αποστερείται του δικαιώματος οδήγησης χρειάζεται καθημερινά την άδειά του στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά την επιμέτρηση του εύρους της περιόδου στέρησης της άδειας (αναγνωρίζοντας ότι το μέτρο αυτό αποτελεί μέρος της συνολικής ποινής), αλλά δεν αποκλείει την επιβολή του μέτρου στέρησης της άδειας (βλ. Νικόλαος Νικοδήμου ν Αστυνομίας (2011) 2 ΑΑΔ 67).
Ένεκα της σοβαρότητας των αδικημάτων που διαπράχθηκαν, κρίνω σκόπιμο όπως επιβάλλω στον Κατηγορούμενο και ποινή στερητική της άδειας οδήγησης. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι η επιβολή τέτοιου είδους ποινής είναι εφικτή ακόμα και στην περίπτωση επιβολής ποινής άμεσης φυλάκισης, όμως θα πρέπει, όποτε είναι αναγκαία στον κατηγορούμενο για την απασχόληση του, είτε να συμπίπτει με τον εγκλεισμό του, είτε να μην είναι πολύ μακρύτερη σε χρονική διάρκεια από το χρόνο της αποφυλάκισής του (βλ. Ευθυμίου ν Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 327). Ωστόσο, δεν αποκλείεται η έναρξη της περιόδου στέρησης να ισχύει από την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου όπως λέχθηκε στην υπόθεση Χριστάκης Ανθίας ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 107/2022, 5/7/2022.
Επιδεικνύοντας κάθε δυνατή επιείκεια, επιβάλλω στον Κατηγορούμενο τις ακόλουθες ποινές:
- Στην πρώτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 8 μηνών. Επιπλέον να αναγραφούν επί της άδειας οδήγησης του 7 βαθμοί ποινής. Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 5 μηνών.
- Στην δεύτερη κατηγορία ποινή φυλάκισης 4 μηνών. Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 2 μηνών.
- Στην τρίτη κατηγορία ποινή φυλάκισης 6 μηνών. Περαιτέρω, επιβάλλεται στον Κατηγορούμενο ποινή στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης για περίοδο 2 μηνών.
- Καμία ποινή στην τέταρτη, πέμπτη, έκτη και έβδομη κατηγορία, ενόψει της επιβολής ποινών φυλάκισης στις πιο πάνω κατηγορίες, έχοντας υπόψη μου την αρχή της συνολικότητας και αναλογικότητας της ποινής.
Οι ποινές φυλάκισης να συντρέχουν.
Οι ποινές στέρησης της δυνατότητας να κατέχει ή να λαμβάνει άδεια οδήγησης επίσης να συντρέχουν μεταξύ τους και να ξεκινούν να προσμετρούν από σήμερα, καθ’ ότι σε περίπτωση που η επιβολή ποινή στέρησης ξεκινούσε να προσμετρά μετά την αποφυλάκιση του Κατηγορούμενου, κρίνω ότι θα ήταν ιδιαίτερα επαχθής τιμωρία, ενόψει της αναγκαιότητας σε εκείνο το στάδιο το αποφυλακισθέν άτομο να επανενταχθεί στην κοινωνία και να εξεύρει εργασία.
Σημειώνεται ότι βαθμοί ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου επιβλήθηκαν μόνο στην πρώτη κατηγορία, και όχι στις υπόλοιπες κατηγορίες, καθ’ ότι ξεχωριστή επιβολή βαθμών ποινής σε έκαστη κατηγορία θα ήταν υπερβολικό και αχρείαστο τιμωριτικό μέτρο.
Ενόψει τις επιβολής βαθμών ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου, συσσωρεύονται 19 βαθμοί ποινής στην άδεια οδήγησης του Κατηγορούμενου. Ως εκ τούτου, κρίνω, ότι είναι πρέπον όπως ασκήσω την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 20Α(7) και (8)(α) του Ν.86/72, του οποίου οι διατάξεις εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 19 και επιπρόσθετα οποιασδήποτε άλλης ποινής, προκειμένου να διατάξω τη στέρηση της άδειας οδήγησης του Κατηγορουμένου λόγω συσσώρευσης πέραν των 16 βαθμών ποινής, για περίοδο 6 μηνών από σήμερα. Οι συσσωρευμένοι βαθμοί ποινής επί της άδειας οδήγησης του Κατηγορούμενου διαγράφονται.
Έχοντας αποφασίσει την επιβολή ποινής φυλάκισης στον Κατηγορούμενο θα εξετάσω στο στάδιο αυτό κατά πόσον συντρέχουν λόγοι για αναστολή της εκτέλεσης της. Η αναστολή ποινών φυλάκισης διέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου 95/72, όπως τροποποιήθηκε, και το οποίο προνοεί ότι, όποτε Δικαστήριο επιβάλλει ποινή φυλακίσεως η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, δύναται να διατάξει όπως η ποινή μη εκτελεστεί εκτός αν, διαρκούσης της περιόδου εφαρμογής του διατάγματος, ο καταδικασθείς διαπράξει άλλο αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση, και, μετά από την διάπραξη αυτή, Δικαστήριο ήθελε διατάξει όπως η αρχική ποινή εκτελεστεί.
Η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί, έτσι ώστε αυτή αποφασίζεται, εάν δικαιολογείται, στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου (βλ. Siminoiu v Αστυνομίας (2012) 2 ΑΑΔ 699).
Όπως έχει νομολογηθεί ένας κατηγορούμενος με λευκό ποινικό μητρώο έχει καλύτερη απαίτηση για αναστολή. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι στο στάδιο αυτό, σύμφωνα με τη νομολογία, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου, επανεξετάζονται. Παραπέμπω στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Δάφνη Αριστοδήμου v Δημοκρατία, Ποινική Έφεση 121/2017, 21/9/2017, ECLI:CY:AD:2017:D311:
«Ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του τρόπου άσκησης της εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναστολή ποινής φυλάκισης, σε συνάρτηση με την κείμενη νομοθεσία, εναπόκειται στο Δικαστήριο που έχει την ευθύνη επιβολής της ποινής να λάβει υπόψη στην κάθε περίπτωση τις περιστάσεις της υπόθεσης και του δράστη με σκοπό να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Όπως αναφέρθηκε στην Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 930, αυτό συνεπάγεται την εκ νέου θεώρηση του αδικήματος και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου και την απόδοση «διπλής βαρύτητας» σ’ όλους τους σχετικούς με το αδίκημα και τον αδικοπραγούντα παράγοντες – είτε επιβαρυντικούς είτε μετριαστικούς – οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την απόφαση του δικαστηρίου για την αναστολή ή όχι της ποινής. Θεωρώ ότι κατά την εξέταση του ζητήματος, σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος και θα εξυπηρετήσει τους πολλαπλούς σκοπούς της τιμωρίας.»
Όπως έχει αναφερθεί, μεταξύ άλλων, στην Γενικός Εισαγγελέας ν Ρομίνας Τζιαουχάρη (2005) 2 ΑΑΔ 161, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας αναφορικά με την έκδοση διατάγματος αναστολής της εκτέλεσης ποινής φυλάκισης είναι:
(α) Η σοβαρότητα των περιστατικών και το κίνητρο για τη διάπραξη του εγκλήματος,
(β) το μητρώο του Κατηγορουμένου ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής και
(γ) η διαγωγή του Κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.
Έχω ήδη σε προηγούμενο στάδιο αναλύσει όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου και έχω υπόψη όλα όσα έχουν ήδη αναφερθεί, για την εκ νέου θεώρηση τους στο στάδιο αυτό. Το βασικό λοιπόν ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο ισοζυγίζοντας το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και του Κατηγορούμενου θα μπορούσε ή θα έπρεπε να επενεργήσουν κατά τρόπο που να δικαιολογεί το να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.
Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των περιστάσεων της υπόθεσης καθώς και των προσωπικών και οικογενειακών συνθηκών του Κατηγορούμενου, αλλά και της σοβαρότητας των αδικημάτων, κρίνω ότι δεν συντρέχει οποιοσδήποτε ικανός λόγος αναστολής εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που έχει επιβληθεί. Οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του Κατηγορούμενου όπως και όλοι οι υπόλοιποι μετριαστικοί παράγοντες που προαναφέρθηκαν, έχουν επαρκώς ληφθεί υπόψη προς όφελος του κατά την επιμέτρηση της ποινής σε βαθμό που αν αναστελλόταν η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, αυτή δεν θα αντικατόπτριζε επαρκώς την αντικειμενική σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε.
Περαιτέρω, σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης, αυτό δεν θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς σκοπούς της ποινής για τα αδικήματα της εξεταζόμενης φύσεως, τα οποία είναι πολύ σοβαρά δεδομένης και της έξαρσης στην οποία βρίσκονται, και θα εξέπεμπε λανθασμένα μηνύματα τόσο στον Κατηγορούμενο όσο και σε άλλους επίδοξους παραβάτες τέτοιων αδικημάτων σε ότι αφορά τις συνέπειες διάπραξής τους.
Συνεπώς, η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Κατηγορούμενο είναι άμεση.
Στη συνέχεια θα προχωρήσω να εξετάσω αν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 117(2) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε, η συντρέχουσα ποινή φυλάκισης, που έχω σήμερα επιβάλει στον Κατηγορούμενο θα πρέπει να συντρέχει ή να είναι διαδοχική με την ήδη εκτιόμενη ποινή φυλάκισης 12 μηνών που του επιβλήθηκε στις 5/5/2025 από το Ε.Δ. Πάφου στα πλαίσια της υπόθεσης υπ’ αριθμό 3640/2025.
Το άρθρο 117(2) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155 προνοεί τα ακόλουθα:
«Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε σε πρόσωπο που ήδη καταδικάστηκε σε φυλάκιση αρχίζει να εκτίεται μετά τη λήξη της προηγούμενης ποινής εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά».
Στην υπόθεση Κουφού v Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 396 τονίστηκε ότι το Δικαστήριο για να εκδώσει διαφορετική διαταγή (ήτοι όπως η ποινή να συντρέχει) πρέπει να υπάρχουν στην υπό κρίση περίπτωση ειδικές ή και εξαιρετικές συνθήκες. Στην εν λόγω υπόθεση ο εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης για σειρά εγκλημάτων εναντίον περιουσίας, και καταδικάστηκε για αδίκημα που αφορούσαν ναρκωτικές ουσίες. Το Εφετείο αναφέροντας ότι επρόκειτο για εντελώς διαφορετικά αδικήματα έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση διαταγής διαφορετικής της γενικής πρόνοιας του άρθρου 117(2).
Στη Χριστοφόρου ν Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 443, στην οποία ο Κατηγορούμενος είχε ήδη καταδικαστεί στα πλαίσια άλλης υπόθεσης για παρόμοιας φύσης αδικήματα, το Εφετείο έκρινε ορθό ότι θα έπρεπε όλες οι επιβληθείσες ποινές να συντρέχουν. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Η αρχή της συνολικότητας της ποινής ισχύει βεβαίως στην Κύπρο όπως ισχύει και στην Αγγλία. Επεκτείνεται πέραν της περίπτωσης διαδοχικών ποινών που επιβάλλονται από το ίδιο δικαστήριο την ίδια ώρα στην ίδια ή σε διαφορετικές υποθέσεις και καλύπτει περιπτώσεις όπως η προκειμένη στην οποία οι ποινές επιβάλλονται από διαφορετικό δικαστήριο σε διαφορετικό χρόνο και σε διαφορετικές υποθέσεις. Ακόμα, δεν περιορίζεται σε αδικήματα που είναι όμοια ή σχετίζονται μεταξύ τους ως μέρος μίας ενιαίας ενέργειας, ως προς τα οποία ο γενικός κανόνας είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές (ίδε και Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 1 Α.Α.Δ. 331). Επίκεντρο της είναι ο τιμωρούμενος και προοπτική της η αποφυγή υπέρμετρης ή δυσανάλογης ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη του. Και υπόβαθρο της είναι οι ευρύτεροι παράμετροι που διέπουν την αναλογικότητα της τιμωρίας προς το έγκλημα και που έχουν έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου και αναγνώριση στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υπό το φως των οποίων και θα πρέπει να εφαρμόζεται το άρθρο 117(2) και να ασκείται η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ως προς το ύψος της επιβληθησομένης ποινής. Εφόσον πρόκειται για στέρηση της ελευθερίας του ατόμου για σκοπούς τιμωρίας, η ποινική ευθύνη του τιμωρούμενου πρέπει να αντικρίζεται διαχρονικά σαν σύνολο σε κάθε δεδομένη περίπτωση φυλάκισής του.
Ειδικά στην περίπτωση όπως η προκειμένη, στην οποία επιβάλλεται ποινή ενώ ο τιμωρούμενος εκτίει άλλη ποινή, αποτελούν καλό κανόνα τα λεχθέντα από το Richards, J., στην υπόθεση R v. Watts [2000] 1 Cr. App. R. (S.) 460, στην οποία μας ανέφερε ο κ. Πικής:
"If the offence had fallen to be dealt with at the same time would the same total sentence have resulted. If not, then the total produced by making the sentences consecutive may be disproportionate and excessive."
Ο κανόνας αυτός αντιστοιχεί προς το γενικό κανόνα που το δικαστήριο, όταν εξετάζει το ενδεχόμενο επιβολής συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, εφαρμόζει ως απόρροια της αρχής της συνολικότητας της ποινής. Όπως το έθεσε ο Lawton, L.J., στην υπόθεση R. v. Barton, October 6, 1972 (αναφερόμενη στο Encyclopaedia of Current Sentencing Practice, section A5-3A) (στην οποία επίσης μας ανέφερε ο κ. Πικής) υποδεικνύοντας το καθήκον του δικαστηρίου:
"It must look at the totality of the criminal behaviour and ask itself what is the appropriate sentence for all the offences."»
Θα πρέπει να εξετάζεται σε τέτοια περίπτωση το ζήτημα της συνολικότητας της ποινής, έννοια που έχει έρεισμα στις θεμελιακές αρχές του δικαίου, στο Σύνταγμα και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Χριστοφόρου ανωτέρω).
Οι αρχές που εφαρμόζονται ως προς την επιβολή συντρεχουσών ή διαδοχικών ποινών, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Θωμά, Ποινική Έφεση 132/17, 26/6/2019, ως ακολούθως:
«Συντρέχουσες ποινές επιβάλλονται κατά κανόνα όταν τα αδικήματα απορρέουν από μια ενιαία έκνομη συμπεριφορά, τέτοια που χρονικά και τοπικά να συνδέονται. (Thomas Principles of Sentencing, σελ. 47 κ. επ.). Η ομοιότητα των παρανόμων πράξεων, η σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων και η συσχέτιση τους αποτελούν οδηγό για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Achilleos v P (1989) 2 C.L.R. 331, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 541, 6 και Γ. Μ. Πική: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 19 κ.ε.).
Από την άλλη, η διαδοχικότητα των ποινών είναι δυνατή όπου τα αδικήματα είναι μεταξύ τους ασύνδετα σε τόπο και χρόνο ή υποδηλώνουν συμπεριφορά που να δικαιολογεί τη διαδοχικότητα όπως όταν κάποιος διαπράττοντας σεξουαλικό αδίκημα, προχωρεί ταυτόχρονα φεύγοντας και σε ληστεία του θύματος (R. v. Buckland [2013] EWCA Crim 91, Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 91/2017, ημερ. 2.5.2018), ECLI:CY:AD:2018:B214, ECLI:CY:AD:2018:B214.
Η αρχή που υπερίπταται στη διαδοχικότητα είναι αυτή της συνολικότητας. Οι διαδοχικές ποινές δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες εν τω συνόλω τους με τη γενικότερη αποτίμηση της παράνομης συμπεριφοράς. Η επιβαλλόμενη ποινή οφείλει σφαιρικά να είναι δίκαιη και ανάλογη. Αυτή είναι και η οδηγούσα αρχή του Sentencing Guidelines Council: Definitive Guideline του 2012. Σημειώνεται όμως επίσης ότι αδικήματα τα οποία έστω και αν απορρέουν από την ίδια συμπεριφορά ή είναι μεταξύ τους συνδεδεμένα εκ της φύσεως τους, δυνατόν να επισύρουν την ανάγκη για διαδοχικές ποινές εάν οι συντρέχουσες ποινές δεν επαρκούν για να στιγματίσουν την ολική εγκληματική συμπεριφορά. Ακόμη και αν το αποτέλεσμα των διαδοχικών ποινών είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται από το Νόμο, αυτό δεν αποκλείεται όταν κρίνεται αναγκαίο (Blake [1961] 45 Cr. App. Rep. 292). Στον Thomas, ανωτέρω, σελ. 56, αναφέρεται ότι ακόμη και εάν δύο αδικήματα είναι χρονικά συνδεδεμένα αυτό δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι θα αντιμετωπισθούν ως μέρος μιας συμπεριφοράς εάν είναι κατ' ουσίαν διαφορετικά σε χαρακτήρα ή έχουν αναφορά σε διαφορετικό θεματολόγιο.»
Όπως προκύπτει από την πλούσια νομολογία για το εν λόγω ζήτημα, δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας που να διέπει κατά ποσό οι ποινές πρέπει να δομούνται ως συντρέχουσες ή διαδοχικές. Η πρωταρχική αρχή είναι ότι η συνολική ποινή πρέπει να είναι δίκαια και αναλογική (βλ. Νικολάου ν Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 54/2019, 19/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D195). Είναι καθήκον του Δικαστηρίου αν θα επιβάλει διαδοχικές ποινές, όπως βεβαιωθεί ότι το σύνολο των διαδοχικών ποινών δεν είναι υπερβολικό (βλ. Σωτηριάδου ν Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 356).
Η ομοιότητα μεταξύ των αδικημάτων, η τυχόν συνάφεια γεγονότων και ο χρόνος διάπραξης τους είναι μεταξύ των παραγόντων που λαμβάνονται υπόψιν G.M. Pikis, Sentencing in Cyprus, 2nd Ed., σελ. 91-92, Αχιλλέως ν. Αστυνομίας (1989) 2 ΑΑΔ 331).
Ακόμη όμως και αν τα αδικήματα ήταν του ίδιου ή παρόμοιου χαρακτήρα, αν διαρπάχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, είχαν ως θύματα πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους και βασίζονταν κάθε φορά σε αυτοτελή γεγονότα, η επιβολή συντρεχουσών ποινών είναι δυνατό να μην αντανακλά τη συνολική εγκληματικότητα της συμπεριφοράς (βλ. Κατσιαρή ν Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 163/2019, 20/12/2019, Ευσταθίου ν. Δημοκρατίας (2014) 2 ΑΑΔ 541). Κατά γενική δε αρχή, το σύνολο των διαδοχικών ποινών θα πρέπει να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα των επιμέρους κατηγοριών.
Από την άλλη, η διαφορετικότητα της φύσεως των αδικημάτων, δεν είναι το μόνο αποφασιστικό κριτήριο του κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή θα πρέπει να είναι διαδοχική. Έτσι για παράδειγμα στην Παραρέ v Αστυνομίας (2013) 2 ΑΑΔ 257 στην οποία τονίστηκε ξανά η σημασία της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας και συνολικότητας της ποινής και πως η εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 117(2) του Κεφ.115 δεν πρέπει να είναι άκαμπτη, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε όπως η ποινή φυλάκισης των δυο μηνών που επιβλήθηκε σε σχέση με κατοχή και χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β συντρέχει με ποινή που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο σε σχέση με διαφορετικής φύσης αδικήματα, ήτοι ένοπλης ληστείας και κλοπής.
Από τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές προκύπτει ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει στο σύνολο της την παραβατική συμπεριφορά του Κατηγορούμενου. Θα πρέπει δηλαδή να αξιολογηθεί, με αναφορά το σύνολο της έκνομης συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, το κατά πόσο η επιβολή της ποινής φυλάκισης ως συντρέχουσας με την ποινή που ήδη εκτίει ή επιβολής της ως διαδοχική με αυτή αποτελεί δίκαιη και ανάλογη ποινική μεταχείριση (βλ. Γ.Ε ν. Κύρρη Ποινική Έφεση 70/2022, 7/2/2023).
Υποβάλλοντας στον εαυτό μου το ερώτημα κατά ποσό η συνολική ποινή των 20 μηνών άμεσης φυλάκισης, που προκύπτει από την διαδοχικότητα των ποινών στην παρούσα και την υπόθεση υπ’ αριθμό 3640/2025, η οποία επιβλήθηκε στις 5/9/2025 και άρχισε να προσμετρά από τις 23/6/2025, είναι στο σύνολό της υπέρμετρη και δυσανάλογη προς το σύνολο της παραβατικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου σε σχέση με τα υπό τιμωρία αδικήματα, φρονώ πως η απάντηση είναι θετική. Στην κατάληξη μου αυτή έλαβα υπόψη το ύψος της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής για τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης και τον χρόνο που παρήλθε από την διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα που καλείται το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή. Περαιτέρω, έλαβα υπόψη μου την φύση των αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης και της υπόθεσης υπ’ αριθμό 3640/2025 όπου και οι δύο υποθέσεις, αλλά και αυτές που λαμβάνονται υπόψη, σχετίζονται με αδικήματα συνυφασμένα με ναρκωτικά, καθώς και την δυνατότητα που είχε η παρούσα υπόθεση να ληφθεί υπόψη στην προηγηθείσα καταδίκη του στην υπόθεση υπ’ αριθμό 3640/2025 και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες προς όφελος του Κατηγορούμενου που αναφέρθηκαν ανωτέρω.
Με δεδομένη την ποινή των 12 μηνών ως το μέτρο που το Ε.Δ. Πάφου στα πλαίσια της υπόθεσης υπ’ αριθμό 3640/2025 έκρινε ως ορθό, το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς του Κατηγορούμενου, και έχοντας υπ' όψη όλους τους παράγοντες που υπεισέρχονται στο θέμα, κρίνω ότι δεν θα δικαιολογείτο η επιβολή ποινής φυλάκισης 20 μηνών. Ή, θέτοντας το κάπως διαφορετικά, αν η υπόθεση αυτή ήταν ενώπιον του Ε.Δ. Πάφου όταν επιβάλλετο ποινή στην 3640/2025 και ελαμβάνετο υπόψη, αμφιβάλλω αν η ποινή που θα επέβαλλε το προαναφερόμενο Δικαστήριο, με δεδομένο πάντοτε το μέτρο των 12 μηνών που το ίδιο έκρινε ως ορθό, θα ήταν αισθητά διαφορετική από εκείνη που επεβλήθη. Υπό το φως του συνόλου των περιστάσεων όπως τις έχω αξιολογήσει πιο πάνω, και έχοντας το όφελος και της απόφασης του Ε.Δ. Πάφου στην 3640/2025 η οποία ετέθη ενώπιον μου, δεν θα ήμουν βέβαιη ότι η ποινή των 12 μηνών που είχε επιβληθεί στην 3640/2025 θα ήταν αυξημένη, ή αρκούντως αυξημένη, αν είχε ληφθεί υπ' όψη τότε η υπόθεση αυτή, ώστε να δικαιολογούσε άλλη απόφαση μου, από το ότι οι συντρέχουσες ποινές που επιβλήθηκαν στην υπόθεση αυτή θα πρέπει να συντρέχουν με την ήδη επιβληθείσα ποινή των 12 μηνών.
Όλα τα πιο πάνω στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης, κρίνω ότι δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας μου όπως η συντρέχουσα επιβληθείσα ποινή φυλάκισης η οποία επιβλήθηκε από το παρόν Δικαστήριο, και αρχίζει από σήμερα, να συντρέχει με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης 12 μηνών που είχε επιβληθεί από το Ε.Δ. Πάφου στα πλαίσια της υπόθεσης αρ. 3640/2025.
Σε σχέση με τα έξοδα των εργαστηριακών εξετάσεων, σημειώνονται τα ακόλουθα. Τα έξοδα είναι μέρος της ποινής και η πάγια αρχή και πρακτική των Δικαστηρίων μας είναι ότι κατηγορούμενος ο οποίος τιμωρείται με ποινή άμεσης φυλάκισης δεν καταδικάζεται και στην καταβολή των εξόδων της ποινικής δίκης (βλ. Θεόδωρος Κεσίδης ανωτέρω). Κατά συνέπεια, καμία διαταγή καταβολής εξόδων των εργαστηριακών εξετάσεων. Τα έξοδα εργαστηριακών εξετάσεων θα βαραίνουν την Δημοκρατία.
Λήφθηκαν υπόψιν οι υποθέσεις υπ’ αριθμό 4433/2022, 5449/2023 και 8979/2023 του Ε.Δ Πάφου.
(Υπογρ.)……………………………….
Λ. Χατζηξενοφώντος, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο