
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου
Λ. Μιχαηλίδη και Π. Αγιομαμίτη, Παρέδρων
Αίτηση αρ. Ε55/2022
ΜΕΤΑΞΥ:
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΡΑΝΟΣ, εκ Λεμεσού
Αιτητής
και
1. GOLATE LIMITED, HE 350038, εκ Λεμεσού
2. MARINA KARNOUKHOVA, εκ Λεμεσού
Καθ’ ων η Αίτηση
Ημερομηνία: 30/05/2025
Για τον Αιτητή: κ. Π. Μπενάκης
Για τους Καθ’ ων η Αίτηση αρ. 1: κ. Α. Γιωρκάτζης για Αντρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ.
Με την παρούσα αίτηση αξιώνεται η ανάκτηση της κατοχής 5 ενοποιημένων καταστημάτων που βρίσκονται επί της οδού Προμαχών Ελευθερίας, στη Λεμεσό, όπως αυτά καλύτερα περιγράφονται στην παράγραφο Α της Κυρίως Αίτησης (στο εξής: «το Υποστατικό»), κατ’ επίκληση της μη πληρωμής της συμφωνηθείσας αύξησης του ενοικίου.
Ο Αιτητής είναι ο Ιδιοκτήτης και οι Καθ’ ων 1 είναι οι θέσμιοι ενοικιαστές του Υποστατικού.[1]
Η σχέση των διαδίκων βασίζεται σε έγγραφη συμφωνία ημερομηνίας 17/11/2015, με προσδιορισμένη διάρκεια ενοικίασης από 01/12/2015 έως 30/11/2021. Το συμφωνηθέν μηνιαίο ενοίκιο έως την 31/03/2019 ήταν €2.560,00 και από 01/04/2019 έως 31/03/2022 ανήλθε στα €3.080,00. Μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω περιόδου ενοικίασης, οι Καθ’ ων 1 συνεχίζουν να διατηρούν την κατοχή του Υποστατικού καταβάλλοντας το ίδιο τελευταίο μηνιαίο ενοίκιο.
Με αυτήν την εξέλιξη των πραγμάτων δεν συμφωνεί ο Ιδιοκτήτης. Κατά τη δική του αντίληψη, από την 01/04/2022, το ενοίκιο θα έπρεπε να είχε αυξηθεί κατά 12%, σύμφωνα με σχετικό συμβατικό όρο. Δηλαδή, θα έπρεπε να καταβάλλεται το ποσό των €3.449,60 αντί €3.080,00. Συγκεκριμένα, στην Κυρίως Αίτηση αναφέρεται:
«
Η Καθ’ ης η Αίτηση 1 βάση του ενοικιαστηρίου εγγράφου είναι υποχρεωμένη να πληρώσει αύξηση 12% επί του ήδη καταβαλλομένου ενοικίου από 1/4/2022, πλην όμως αυτή καθυστερεί εσκεμμένα και/ή αποφεύγει να πληρώσει την αύξηση των €396,60 μηνιαίως και συγκεκριμένα από €3.080 μηνιαίως το ενοίκιο αυξήθηκε σε €3.449,60 ως αναγράφεται στην έγγραφη συμφωνία ενοικίασης που καταρτίστηκε μεταξύ τους.
»
Οι Καθ’ ων 1 απορρίπτουν αυτήν την προσέγγιση. Αν και δέχονται την ύπαρξη της επικαλούμενης μεταξύ τους έγγραφης συμφωνίας ενοικίασης, αντιτείνουν ότι:
«
Με τη λήξη της πρώτης ενοικίασης στις 30/11/2021 η Καθ’ ης η Αίτηση χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε διαβούλευση ή συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων παρέμεινε στο ακίνητο καταβάλλοντας το ενοίκιο που προβλέπεται στον όρο 5 b της Συμφωνίας Ενοικίασης, δηλαδή το ποσό των €3.080.
Η παράδοση κατοχής των καταστημάτων από τον Αιτητή στην Καθ’ ης η Αίτηση έγινε στις 17/11/2015 στη βάση άλλης συμφωνίας ενοικίασης ημερομηνίας 17/11/2015 η οποία ακυρώθηκε και/ή τερματίστηκε ως αναφέρεται στο προοίμιο της Συμφωνίας Ενοικίασης.
Η περίοδος ενοικίασης στη βάση της Συμφωνίας Ενοικίασης καθορίστηκε σε 6 χρόνια αρχής γενομένης την 1/12/2015 και λήγουσας την 30/11/2021.
Η συμβατική ενοικίαση θα μπορούσε να επεκταθεί για περαιτέρω δυο χρόνια εάν υπήρχε συμφωνία μεταξύ "αμφοτέρων" των συμβαλλόμενων σε περίπτωση που τηρούνταν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στη Συμφωνία Ενοικίασης.
Για την άσκηση του δικαιώματος για ανανέωση για περαιτέρω περίοδο 2 χρόνων ο Ενοικιαστής θα έπρεπε να ειδοποιήσει γραπτώς τον Ιδιοκτήτη 3 μήνες πριν την λήξη της περιόδου ενοικιάσεως που προβλέπεται στη Συμφωνία Ενοικίασης (δηλαδή πριν την 30/08/2021) κατά πόσον επιθυμεί να ανανεώσει οπότε εάν ο Ιδιοκτήτης συμφωνούσε ή διαφωνούσε ειδοποιώντας τον Ενοικιαστή προς τούτο γραπτώς μέσα σε 10 μέρες η ενοικίαση θα ανανεωνόταν.
Δεν υπήρξε οποιαδήποτε ειδοποίηση μεταξύ των συμβαλλόμενων και ο Ενοικιαστής συνέχισε να παραμένει στο υποστατικό καταβάλλοντας το ίδιο ενοίκιο των €3.080 που ήταν το τελευταίο ενοίκιο πριν την 31/03/2022.
Με δεδομένο ότι ο Ενοικιαστής δεν άσκησε το δικαίωμα ανανέωσης της σύμβασης όπως αυτό καθορίζεται στη Συμφωνία Ενοικίασης και κατά συνέπεια ο Ιδιοκτήτης δεν συναίνεσε στην ανανέωση και επειδή ο Ενοικιαστής από την 31/03/2022 συνέχισε να κατέχει το υποστατικό η ενοικίαση μετατράπηκε σε ενοικίαση ενοικιοστασιακού υποστατικού με ενοίκιο αυτό που καταβάλλετο μέχρι τη λήξη της Συμφωνίας Ενοικίασης ήτοι το ποσό των €3.080.
Με δεδομένα τα όσα αναφέρονται πιο πάνω η πρόνοια για αύξηση των 12% στο μηνιαίο ενοίκιο ουδέποτε ενεργοποιήθηκε ή τέθηκε σε ισχύ.
»
Ανταπαντώντας, ο Ιδιοκτήτης αναφέρει πως η επίδικη συμφωνία ενοικίασης «παραμένει σε ισχύ και/ή ανανεώθηκε και/ή παρέμεινε σε ισχύ και/ή δεσμεύει τα μέρη».
ΙΙ. Η ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ / ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΔΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ.
Η υπόθεση προχώρησε με βάση τη διαδικασία της ταχείας εκδίκασης, δυνάμει της Διαταγής 30 των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δίχως να υποβληθούν αιτήματα αντεξέτασης επί των έγγραφων μαρτυριών.
Σημειώνεται, εξ’ αρχής, ότι το επίδικο ζήτημα συναρτάται αποκλειστικά με την ερμηνεία του επίδικου ενοικιαστηρίου εγγράφου και ειδικότερα με το κατά πόσον ο όρος για αύξηση 12% ισχύει.
Έπεται, ότι η μαρτυρία και η αξιολόγησή της σε αυτήν την υπόθεση, στην πραγματικότητα συνιστά ζήτημα ουδέτερης σημασίας, δοθέντος ότι όλα τα βασικά γεγονότα είναι παραδεκτά. Ούτε η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου αμφισβητείται, ούτε η ιδιότητα των διαδίκων. Ομοίως, το ιδιοκτησιακό καθεστώς, η ύπαρξη της ενοικιαστικής σχέσης καθώς και το περιεχόμενο της έγγραφης συμφωνίας ενοικίασης, αποτελούν κοινό τόπο. Εξ ου και στη μαρτυρία τους, τόσο ο Αιτητής όσο και η διευθύντρια των Καθ’ ων 1 ουσιαστικά επανέλαβαν τις θέσεις που αναγράφονται στα δικόγραφά τους, οι οποίες δεν υπάρχει λόγος να ανακυκλωθούν από το Δικαστήριο. Συνοψίζοντας[2] λακωνικά τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, ο Ιδιοκτήτης υποστηρίζει πως αφότου η ενοικιαστική πλευρά του δήλωσε «ότι ήθελε να συνεχίσει την ενοικίαση για άλλα δύο χρόνια» ακολούθως ο ίδιος ζήτησε τόσο προφορικά όσο και γραπτώς, την αύξηση του 12% που προβλέπεται στην επίδικη έγγραφη συμφωνία, δίχως όμως ανταπόκριση, με αποτέλεσμα με νέα επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 19/4/2022, να «τερματίσει» την ενοικίαση.
Στην αντίπερα όχθη, η διευθύντρια των Καθ’ ων 1 αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως η ενοικίαση, μετά τη λήξη της συμβατικής περιόδου, κατέστη θέσμια, δίχως να συμφωνήσει είτε γραπτώς, είτε έστω προφορικώς, σε οποιανδήποτε αύξηση του ενοικίου. Ουδεμία διαβούλευση ή συμφωνία προηγήθηκε μεταξύ των διαδίκων «για επέκταση του χρόνου διάρκειας και ισχύος της συμφωνία[ς] ενοικίασης ή νέας συμφωνίας». Οι Καθ’ ων 1, συνεχίζουν να καταβάλλουν μηνιαίως και ανελλιπώς το ποσό των €3.080, το οποίο και παραλαμβάνεται αδιαμαρτύρητα. Προσθέτει πως δεν υφίσταται υποχρέωση για καταβολή αυξημένου ενοικίου, με βάση την ορθή, κατά την άποψή της, ερμηνεία των όρων της επίδικης σύμβασης ενοικίασης.
(γ) Οι Αγορεύσεις.
Κατά το στάδιο της ακρόασης, οι συνήγοροι των διαδίκων παρουσίασαν γραπτά κείμενα, το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησαν. Τα εν λόγω κείμενα έχουν μελετηθεί προσεκτικά από το Δικαστήριο, πλην όμως στο ειδικό περιεχόμενο των εκατέρωθεν θέσεων, ειδική αναφορά θα γίνει μόνο στην έκταση που κριθεί σκόπιμο, κατά το στάδιο παράθεσης των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.
Ακολούθως, ήτοι στις 14/05/2025, η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε.
ΙΙΙ. ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
(α) Γενικά.
Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, υποκείμενη στις πρόνοιες του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983, (Ν. 23/83) (στο εξής: «ο Νόμος»), εκπηγάζει από το άρθρο 4(1) του Νόμου,[3] προσδιορίζεται στο άρθρο 2 αυτού και εκτείνεται σε κάθε θέμα που αφορά θέσμιες[4] ενοικιάσεις[5] και τους όρους αυτών,[6] καθώς και σε κάθε θέμα παρεμπίπτον ή συναφές προς τούτες τις προστατευόμενες σχέσεις μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή. Πέραν των βασικών ζητημάτων που σχετίζονται με την ανάκτηση της κατοχής και την αναπροσαρμογή ενοικίου, τα Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ασχολούνται, μεταξύ άλλων, με τα θέματα που άπτονται της επιδίκασης των καθυστερημένων και οφειλόμενων ενοικίων, καθώς επίσης και αξιώσεις που αφορούν επιδίκαση αποζημιώσεων λόγω ζημιών που προκαλούνται σε ελεγχόμενα υποστατικά.[7] Στο άρθρο 11 του Νόμου, τίθενται αναλυτικά και περιοριστικά οι λόγοι έξωσης θέσμιου ενοικιαστή.
Η ανάκτηση κατοχής είναι πολύ σοβαρή υπόθεση. Συνιστά την πιο ακραία παρέμβαση[8] («most extreme form of interference») στο δικαίωμα σεβασμού της κατοικίας[9] και της επαγγελματικής στέγης[10] καθότι η έκδοση διατάγματος για ανάκτηση κατοχής επιφέρει από δραστικές έως ανεπανόρθωτες επιπτώσεις στον κάτοχο του υποστατικού και στα εξαρτώμενα προς αυτόν πρόσωπα. Κατά συνέπεια, η μαρτυρία που θα πρέπει να προσφερθεί από την ιδιοκτησιακή πλευρά, η οποία φέρει το γενικό βάρος απόδειξης, πρέπει να είναι ξεκάθαρη και απαλλαγμένη από ουσιαστικές αντιφάσεις και αοριστίες, δίχως βεβαίως να εναποτίθεται σε αυτήν βάρος μεγαλύτερο από αυτό που ισχύει γενικώς σε αστικές υποθέσεις. Συναφώς, στη Κόσμος Λτδ ν. Φυλακτού Λτδ (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«
Ενέχει μεγάλη σημασία, σε υποθέσεις όπως η παρούσα, η προσαγωγή από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου συγκεκριμένης και πειστικής μαρτυρίας που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσάγεται ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ρητά καθορίζει η διάταξη την οποία ο ιδιοκτήτης επικαλείται για να ανακτήσει κατοχή του ακινήτου, εφόσον τότε μόνο το Δικαστήριο αποκτά δικαιοδοσία να εκδώσει διάταγμα για την ανάκτηση κατοχής ακινήτου που καλύπτεται από τις πρόνοιες του περί Ενοικιοστασίου Νόμου.
»
(β) Η Ανάκτηση κατοχής λόγω μη καταβολής του οφειλόμενου ενοικίου.
Το δικαίωμα για ανάκτηση κατοχής λόγω οφειλόμενων ενοικίων και συνεπεία συστηματικής μη καταβολής του οφειλόμενου ενοικίου προβλέπεται στο άρθρο 11(1)(α) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου («ο Νόμος»), το οποίο, υπό τον παράτιτλο «περιορισμός εξώσεων», έχει ως εξής:
«
Ουδεμία απόφασις και ουδέν διάταγμα εκδίδεται διά την ανάκτησιν της κατοχής οιασδήποτε κατοικίας ή καταστήματος, διά το οποίον ισχύει ο παρών Νόμος, ή διά την εκ τούτου έξωσιν θεσμίου ενοικιαστού, πλην των ακολούθων περιπτώσεων:
(α) Εις περίπτωσιν καθ’ ην οιονδήποτε νομίμως οφειλόμενον ενοίκιον καθυστερείται επί είκοσι μίαν ή περισσοτέρας ημέρας μετά την επίδοσιν εγγράφου ειδοποιήσεως απαιτήσεως εις τον ενοικιαστήν και δεν υπάρξει οιαδήποτε προσφορά τούτου προ της καταχωρίσεως αιτήσεως δι’ ανάκτησιν κατοχής:
Νοείται ότι ενοίκιον θα θεωρήται προσφερθέν δυνάμει της παραγράφου αυτής, εάν τούτο εστάλη διά συστημένης επιστολής εις το πρόσωπον το δικαιούμενον να εισπράξη τούτο:
Νοείται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο δε διατάζει την ανάκτηση από τον ιδιοκτήτη της κατοχής, όταν ο ενοικιαστής πληρώσει μέσα σε περίοδο δεκατεσσάρων ημερών από την επίδοση σ’ αυτόν της αίτησης παν ποσό το οποίο οφείλεται ή δυνατό να καταστεί οφειλόμενο από αυτόν εκτός αν ο ενοικιαστής διαρκούσης της μισθώσεως δεν καταβάλλει συστηματικά το νομίμως οφειλόμενον.
»
Συνεπώς, με βάση το άρθρο 11(1)(α) του Νόμου για να εκδοθεί διάταγμα ανάκτησης κατοχής λόγω καθυστερημένων ενοικίων, σωρευτικά πρέπει να:
(1) υπάρχει καθυστέρηση στην πληρωμή του νομίμως οφειλόμενου ενοικίου,
(2) αποσταλεί προς τούτο σχετική γραπτή ειδοποίηση απαίτησης,
(3) υφίσταται καθυστέρηση 21 τουλάχιστον ημερών του νομίμως οφειλόμενου ενοικίου από την επίδοση της εν λόγω απαίτησης,
(4) παρέλθουν, περαιτέρω 14 μέρες από την επίδοση της Αίτησης για ανάκτηση κατοχής.
Η πλήρωση των πιο πάνω προϋποθέσεων, αναπόδραστα, οδηγεί στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, αφού το Δικαστήριο στερείται[11] διακριτικής εξουσίας να υπερκεράσει τις προαναφερθείσες θεσμικές προϋποθέσεις.
(γ) Η Ανάκτηση κατοχής λόγω συστηματικής καθυστέρησης στην καταβολή του οφειλόμενου ενοικίου.
Η δυνατότητα έκδοσης διατάγματος ανάκτησης κατοχής, συνεπεία συστηματικής άρνησης καταβολής νομίμως οφειλόμενου ενοικίου, όπως επιβεβαιώθηκε στη Δ. Γιάγκου κ.α. ν. Δ. Γεωργίου (1995) 1 Α.Α.Δ. 506, αφορά θεραπεία που εντάσσεται κάτω από τον ενιαίο λόγο της καθυστέρησης πληρωμής ενοικίων. Στη Μ. Σ. Σχίζα ν. Μ. Θεοφίλου κ.α. Πολιτική Έφεση Αρ. 7/2011, ημερομηνίας 03/11/2016 διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε παραλείψει να αποφανθεί για το κατά πόσο υφίστατο ζήτημα συστηματικής ή μη καταβολής των νομίμως οφειλόμενων ενοικίων διαρκούσης της μίσθωσης. Ο σκοπός αυτής της υπό εξέταση ρύθμισης είναι να εξισορροπήσει, με δίκαιο και λογικό τρόπο, την ευχέρεια που παρέχεται στον ενοικιαστή για να πληρώσει εντός περαιτέρω 14 ημέρων από την επίδοση της Αίτησης, παρόλο που προηγήθηκε παράλειψή του να εξοφλήσει εντός 21 ημερών από την επίδοση σε αυτόν γραπτής ειδοποίησης, παρέχοντας στον τελευταίο μια έσχατη ευκαιρία για να εξοφλήσει τα οφειλόμενα ενοίκια. Εάν ο ενοικιαστής ενεργήσει ως ανωτέρω, ο ιδιοκτήτης δεν μπορεί να αξιώσει ανάκτηση κατοχής «εκτός εάν ο ενοικιαστής διαρκούσης της μισθώσεως δεν καταβάλλει συστηματικά το νομίμως οφειλόμενον». Αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος ανάκτησης κατοχής στη βάση των πιο πάνω, είναι η επίδοση της προβλεπόμενης στο εν λόγω άρθρο έγγραφης ειδοποίησης στον ενοικιαστή, ως υποδείχθηκε στη Maximos Court Ltd ν 1. Χρ. Πιερή κ.α. (2001) 1Β Α.Α.Δ 875, όπου ερμηνεύθηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 11(1)(α) του Νόμου. Σημειώνεται, ότι η αναφορά ότι «εκτός αν ο ενοικιαστής διαρκούσης της μισθώσεως δεν καταβάλλει συστηματικά το νομίμως οφειλόμενον», αφορά επιφύλαξη[12] και όχι επέκταση του βασικού κανόνα. Μέσω της εν λόγω πρότασης, υποδηλώνεται και απαιτείται η ύπαρξη εξακολουθητικής συμπεριφοράς, διάρκειας. Τούτο συνάγεται τόσο μέσω της λέξης «καταβάλλει» όσο και μέσω της φράσης «διαρκούσης της μισθώσεως». Το ίδιο νόημα έχει και η λέξη «συστηματικός», η οποία σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Δ Έκδοση, του Γ. Μπαμπινιώτη, σελ. 1889, σημαίνει, μεταξύ άλλων, «αυτός του οποίου οι ενέργειες γίνονται με καθορισμένο και οργανωμένο τρόπο» και «αυτός που γίνεται με σταθερό και επαναλαμβανόμενο τρόπο». Πρόκειται δηλαδή για ζήτημα αξιολόγησης των ιδιαίτερων περιστάσεων έκαστης υπόθεσης. Συνεπώς, σταθερές, είναι δύσκολο να προκαθοριστούν. Εντούτοις, η έννοια της «συστηματικότητας» παρουσιάζεται να συναρτάται με το αποτέλεσμα και όχι με τυχόν ειδικούς λόγους που αφορούν αποκλειστικά τον ενοικιαστή (π.χ. λόγοι υγείας, οικονομικοί λόγοι κ.α.) και οι οποίοι προκάλεσαν ή συνέβαλαν στην επαναλαμβανόμενη παράλειψη πληρωμής. Άλλως πως, θα υπήρχε ο κίνδυνος η περιουσία του ιδιοκτήτη να καταστεί υποχείριο του όποιου κακοπροαίρετου ενοικιαστή, ο οποίος, επικαλούμενος προσωπικές περιστάσεις, θα μπορούσε να υπεκφύγει την όποια ευθύνη. Όμως, από την άλλη, το νόημα της εν λόγω νομοθετικής πρόβλεψης δεν μπορεί να επεκταθεί πέραν του γραμματικού και του τελολογικού σκοπού που επιτελεί, ήτοι δηλαδή, να αποτρέψει την καταχρηστική συμπεριφορά του ενοικιαστή, εις βάρος του ιδιοκτήτη. Δηλαδή, δεν δημιουργεί, προς όφελος του ιδιοκτήτη, δικαιώματα που δεν υπάρχουν, ούτε επιτρέπει σε αυτόν τη μεθόδευση καταστάσεων που να οδηγούν στην καταστρατήγηση[13] του προστατευόμενου δικαιώματος στη θέσμια ενοικίαση. Συναφώς, στη Γ. Ζαβρίδη ν. Δήμου Πάφου, Πολιτική Έφεση αρ. 230/20 ημερομηνίας 17/11/2023 λέχθηκαν τα εξής:
«
Έπειτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο έχει καταδειχθεί συστηματική μη πληρωμή του οφειλόμενου ενοικίου ερμηνεύοντας έτσι τη δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 11(1)(α) του Νόμου παραθέτοντας τους σχετικούς κανόνες ερμηνείας νομοθετημάτων και Νομολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μια ενδελεχή ανάλυση των κριτηρίων αναφερόμενο στις υποθέσεις Δημοκρατία v. Κωνσταντίνου, Αναθεωρητική Έφεση 106/12, ημερομηνίας 19.9.18 και τη Γεωργίου κ.α v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 883.
Καταλήγει δε ότι η διατύπωση του εν λόγω άρθρου δεν περιέχει οτιδήποτε αμφίσημο. Είναι γραμματικώς σαφέστατο τι εκεί προβλέπεται, αποσκοπεί στην αποτροπή καταχρηστικής συμπεριφοράς εκ μέρους του ενοικιαστή εις βάρος του ιδιοκτήτη. Απέρριψε δε, ορθά κατά την άποψή μας, την αντίθετη εισήγηση της πλευράς των Καθ' ων η Αίτηση που βασίστηκε στην υπόθεση Maximos Court (ανωτέρω), ότι δηλαδή επειδή τα ενοίκια πληρώθηκαν πριν την παρέλευση της ταχθείσας στην επιστολή προθεσμίας δεν μπορεί να αξιώνεται η ανάκτηση της κατοχής. Ο λόγος που απέρριψε την εισήγηση των Καθ' ων η Αίτηση ήταν τόσο στη βάση των εντελώς διαφορετικών γεγονότων των δύο υποθέσεων αλλά και αποφασίζοντας ότι η υιοθέτηση της εισήγησης των Καθ' ων η Αίτηση θα απέληγε σε παράλογη ερμηνεία του δικαιώματος για ανάκτηση κατοχής λόγω συστηματικών καθυστερήσεων. Η δυνατότητα για έξωση λόγω συστηματικής καθυστέρησης εξυπηρετεί διακριτό και διαφορετικό σκοπό. Η εξόφληση των ενοικίων δεν επηρεάζει. Αν θα ήταν απαραίτητο να παραμείνουν απλήρωτα ενοίκια για την επίκληση της συστηματικής καθυστέρησης, η εν λόγω έννοια θα ήταν πρακτικά άσκοπη, δίχως νόημα και δίχως λόγο ύπαρξης. Επίσης, επικαλέστηκε σχετικά την υπόθεση M. Σ. Σχίζα v. M. Θεοφίλου (ανωτέρω).
Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι οι χρονικές προθεσμίες που τίθενται στο Άρθρο 11(1)(α) των 21 και 14 ημερών αντίστοιχα συναρτώνται αποκλειστικά με το δικαίωμα για ανάκτηση κατοχής στην περίπτωση που παραμένουν απλήρωτα ενοίκια μετά την άπραχτη παρέλευση των εν λόγω προθεσμιών, επομένως ναι μεν συνεπεία της εξόφλησης οι Εφεσίβλητοι έχουν απωλέσει το δικαίωμα για έξωση λόγω απλήρωτων ενοικίων, διατηρούν όμως το δικαίωμα να επικαλεστούν την έξωση του Καθ' ου 1 λόγω παρελθούσας συστηματικής καθυστέρησης στην αποπληρωμή. Η εν λόγω κατάληξη είναι απόλυτα ορθή ειδικά με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης που, σημειώνουμε για ακόμη μια φορά, αφορούσε 49 απλήρωτα ενοίκια. Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν την υποχρέωση να αποδείξουν ότι η συστηματική μη πληρωμή του οφειλόμενου ενοικίου υπήρξε αποτέλεσμα κακοπιστίας του Εφεσείοντα, ότι δηλαδή η καθυστέρηση στην αποπληρωμή γινόταν σκόπιμα, κακόπιστα ή κακόβουλα. Όπως ορθά καταδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, τέτοια προϋπόθεση δεν προκύπτει από τη διατύπωση του υπό εξέταση άρθρου, «Η δε έννοια της συστηματικότητας συναρτάται με το αποτέλεσμα και όχι τα κίνητρα που προκάλεσαν την επαναλαμβανόμενη παράλειψη πληρωμής». Ορθή είναι επίσης η διαπίστωση ότι οι λόγοι που αφορούν αποκλειστικά τον ενοικιαστή και οι οποίοι τον οδήγησαν στην παράλειψη πληρωμής είναι άσχετοι ως προς το ζητούμενο και ότι διαφορετική προσέγγιση θα απέληγε σε καταστρατήγηση του σκοπού του υπό εξέταση άρθρου αφού θα καθιστούσε την περιουσία του ιδιοκτήτη υποχείριο του όποιου, κακοπροαίρετου, ενοικιαστή. Με βάση το Άρθρο 11(1)(α) του Νόμου, το ζήτημα εξετάζεται αντικειμενικά. Το μοναδικό πεδίο επί του οποίου το Δικαστήριο καλείται να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια είναι για να κρίνει αν η διάρκεια της κατά περίπτωση καθυστέρησης είναι τέτοιας χρονικής έκτασης που την καθιστά «συστηματική». Και ορθά καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «…όταν όμως οι καθυστερήσεις είναι όπως εν προκειμένω για 4 συναπτά έτη επί μιας σύμβασης εξαετούς διάρκειας, η συστηματικότητα είναι ουσιαστικά αυταπόδεικτη.
»
ΙV. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ, ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.
Προχωρώ στην αξιολόγηση[14] της μαρτυρίας, με βάση τις σχετικές αρχές.[15]
Επί τούτου, δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά, διότι, όπως προαναφέρεται, η επίλυση του επίδικου ζητήματος συναρτάται με τη νομική ερμηνεία του ενοικιαστηρίου εγγράφου και όχι με αμφισβητούμενα γεγονότα και τη φιλαλήθεια των διαδίκων. Τούτων λεχθέντων, δεν έχει διαφύγει της προσοχής του Δικαστηρίου, ότι η πλευρά του Ιδιοκτήτη επιχείρησε, εμμέσως, να υποστηρίξει πως συμφώνησε προφορικώς με τους Καθ’ ων 1 για την αύξηση του 12% στο ενοίκιο. Αυτή όμως η θέση δεν θα εξεταστεί, διότι κάτι τέτοιο θα ήταν και νομικά και δικονομικά ανεπίτρεπτο. Κατ’ αρχάς, το νομοθετικό εμπόδιο του εδαφίου 3 του άρθρου 8(2) του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, αποκλείει την επίκληση προφορικής διαβεβαίωσης για την αύξηση θέσμιου ενοικίου. Πέραν τούτου, η ύπαρξη του γραπτού κειμένου, εμποδίζει τον Ιδιοκτήτη να επικαλείται οποιανδήποτε προφορική συνεννόηση που να ακυρώνει όλα όσα έχουν εγγράφως και σαφώς συμφωνηθεί σχετικά με τη μεθοδολογία για τη συμβατική ανανέωση της ενοικιαστικής σχέσης.[16] Εξάλλου, μια τέτοια θέση δεν είναι δεόντως δικογραφημένη. Ουδεμία αναφορά γίνεται στην Κυρίως Αίτηση περί μη λήξης ή ανανέωσης της επίδικης συμφωνίας ενοικίασης. Αντιθέτως, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός είναι μόνο ότι η υποχρέωση για καταβολή του αυξημένου ενοικίου συναρτάται και απορρέει αποκλειστικά από τη συνέχιση της κατοχής μετά την ολοκλήρωση της πρώτης ενοικιαστικής περιόδου. Η αναδίπλωση που επιχειρήθηκε μέσω της Απάντησης (Reply) του Ιδιοκτήτη στην Απάντηση[17] των Καθ’ ων 1, ότι δηλαδή το ενοικιαστήριο «παραμένει σε ισχύ και/ή ανανεώθηκε», συνιστά μη επιτρεπτή δικονομική εκτροπή, επί της οποίας δεν μπορεί να θεμελιωθεί δικαστική κρίση. Σχετικά είναι τα λεχθέντα στην Eurogal Surveys Ltd v. D. Trade International Ltd (2014) 1(Γ) A.A.Δ. 2258[18] στην οποία εύστοχα παραπέμπει ο συνήγορος των Καθ’ ων 1.
Κατά τα λοιπά, δεν εντοπίζεται οτιδήποτε σε σχέση με τις εκατέρωθεν θέσεις που χρίζει ιδιαίτερου σχολιασμού από το Δικαστήριο εκτός του ότι αναδεικνύεται ως κοινά αποδεκτό και πραγματικό γεγονός, πως η προβλεπόμενη έγγραφη προειδοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο «4. c.» δεν δόθηκε από τους Καθ’ ων 1.
Πριν όμως παρατεθούν τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου σε σχέση με το περιεχόμενο και την ερμηνεία του επίδικου ενοικιαστηρίου εγγράφου, προέχει η αναφορά στα ακόλουθα, που έχουν κατατεθεί ως παραδεκτά γεγονότα και τα οποία ενσωματώνονται και αυτά ως μέρος του πλαισίου των πραγματικών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης:
«
1. Στις 14/12/2015 υπογράφηκε μεταξύ του Αιτητή και της Καθ΄ης η Αίτηση 1 γραπτή συμφωνία ενοικιάσεως (Tenancy Agreement) (στο εξής «Συμφωνία Ενοικιάσεως») όπου περιγράφεται το επίδικο ακίνητο ως 5 (πέντε) ενοποιημένα ισόγεια καταστήματα επί της οδού Προμαχών Ελευθερίας 47, στη Λεμεσό (στο εξής το «επίδικο ακίνητο»). Η Συμφωνία Ενοικιάσεως είναι το Τεκμήριο Β στη Γραπτή Μαρτυρία του Αιτητή και Τεκμήριο 1 στη Γραπτή Μαρτυρία της Σοφίας Χαραλάμπους.
2. Η περίοδος ενοικίασης του επίδικου ακινήτου σύμφωνα με τον Όρο 4a της Συμφωνίας Ενοικιάσεως καθορίστηκε σε 6 χρόνια αρχής γενομένης την 01/12/2015 και λήγουσα την 30/11/2021.
3. Το ενοίκιο του επίδικου ακινήτου για την περίοδο από 01/04/2016 μέχρι την 31/03/2019 συμφωνήθηκε σε €2.560,00 τον μήνα και από την 01/04/2019 μέχρι και την 31/03/2022 σε €3.080,00 τον μήνα πληρωτέο την πρώτη μέρα κάθε μήνα αρχής γενομένης της 01/04/2016.
4. Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός ελεγχόμενης περιοχής και κατά την 31ην Δεκεμβρίου 1999 ήταν είτε ενοικιασμένο είτε προσφερόταν προς ενοικίαση. Ως εκ τούτου, η διαφορά των μερών διέπεται από τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983 (Ν.23/83), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως Λεμεσού/Πάφου είναι το καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση της διαφοράς των μερών.
5. Το επίδικο ακίνητο από την παράδοση της κατοχής από τον Αιτητή στην Καθ’ ης η Αίτηση μέχρι και σήμερα βρίσκεται στην κατοχή της Καθ’ ης η Αίτηση 1.
6. Από τον Απρίλιο του 2019 μέχρι και σήμερα το ενοίκιο που καταβάλλεται από την Καθ’ ης η Αίτηση στον Αιτητή ανέρχεται στο ποσό των €3.080,00 τον μήνα.
7. Οι επιστολές ημερομηνίας 07/04/2022 και 19/04/2022 που είναι Τεκμήρια Γ και Δ στην Γραπτή Μαρτυρία του Αιτητή έχουν αποσταλεί με τηλεμοιότυπο από τον δικηγόρο Παύλο Α. Μπενάκη εκ μέρους του Αιτητή στην Καθ’ ης η Αίτηση 1.
»
Με βάση λοιπόν τα προαναφερόμενα, ακολουθεί η εξέταση της βασιμότητας της αξίωσης του Αιτητή δια της ερμηνείας των όρων του επίδικου ενοικιαστηρίου. Οι κρίσιμοι όροι είναι οι υπ’ αριθμό 4 και 5, οι οποίοι παρατίθενται αυτούσιοι:
«
4. TENANCY PERIOD
a. The Tenancy shall be for 6 (six) years commencing on the 1/12/2015 and ending on the 30/11/2021 (hereafter referred to as the “Tenancy Period”).
b. Furthermore it is mutually agreed between the Parties that after the end of the first Tenancy Period, the Tenancy shall be renewed IF both parties agree, for further period of two (2) years with the same terms and conditions except the rent which is specified in paragraph 5.
c. At least three (3) months prior to the expiration of the first Tenancy Period, meaning the 30/08/2021 or prior to the expiration of any subsequent Tenancy Period, the Tenant, if he wishes to renew (option to renew), will inform the Landlord in writing that he wishes the renewal of the tenancy and IF the Landlord agreed, the Landlord will inform in writing the Tenant within ten (10) days that the Tenancy will be renewed or not renewed, which in that event of not renewal the Tenant will be obliged to deliver the possession and usage of the Rented Premises in accordance to the provisions of this agreement.
5. RENT
The rent of the Rented Premises has been mutually agreed between the Parties as follows, and is payable on the 1st day of each month beginning from the 01/04/2016.
a. From 01/04/2016 until 31/03/2019 the rent is agreed to €2.560.00 cents (two thousands five hundred and sixty euros) per month.
b. From 01/04/2019 until 31/03/2022 the rent is agreed to €3.080.00 cents (three thousands and eighty euros) per month.
From the date of possession until the 31/03/2016 there will be a grace period and not rents are required by the Landlord.
The rent of month April 2016 is paid in advance today with the signing of this agreement.
Both parties agree that in the event that the Tenant exercises his option to renew right for a further Tenancy Period as prescribed in paragraph 4 above, and if the Landlord agrees and consents to this, and for this new Tenancy Period, the monthly rent for the Rented Premises will be increased by 12% from the latest rent as prescribe in paragraph 5(b) above, payable on the 1st day of each month.
»
Στο σημείο αυτό κρίνεται χρήσιμο να παρεμβληθούν και να επεξηγηθούν οι συναφείς νομοθετικές προβλέψεις σχετικά με τις έννοιες της «θέσμιας ενοικίασης», του «θέσμιου ενοικιαστή» καθώς και της «πρώτης ενοικίασης».
Κατ’ αρχάς, η θέσμια ενοικίαση σχετίζεται με το μίσθιο και δεν εξαρτάται από τη σχέση ιδιοκτήτη - ενοικιαστή.[19] Παρόλο που η δημιουργία θέσμιας ενοικίασης προϋποθέτει την ύπαρξη ενοικίασης,[20] η θέσμια ενοικίαση είναι πλάσμα νόμου, δεν είναι καν σύμβαση, αλλά το προσωπικό δικαίωμα του αμετακίνητου (statutory right of irremovability). Στην υπόθεση αναφορικά με τις Αιτήσεις του Αβραάμ Δίσπυρου (1990) 1 Α.Α.Δ. 365, λέχθηκε:
«
Η θέσμια ενοικίαση δεν είναι σύμβαση, είναι το δικαίωμα του αμετακίνητου με τις επιφυλάξεις του περί Ενοικιοστασίου Νόμου και είναι προσωπικό δικαίωμα (Dudley and District Benefit Building Society v. Emerson [1949] Ch.707, Marcrοft Wagons v. Smith [1951] 2 All E.R. 271).[21]
»
Όπως συναφώς αναφέρεται στο σύγγραμμα των Megarry & Wade, The Law of Real Property, Seventh Edition, σελ. 1027, παρ. 22-130, υπό τον τίτλο «1. Statutory Tenancy»:
«
A statutory tenancy is not really a tenancy at all, in the common law sense of the word: the tenant has no estate or interest in the land, but instead a mere personal right of occupation which has been termed a “status of irremovability”
»
Ο ορισμός του «θέσμιου ενοικιαστή» στον Νόμο έχει ως εξής:
«
«θέσμιος ενοικιαστής» σημαίνει ενοικιαστήν ακινήτου ο οποίος κατά την λήξιν ή τον τερματισμόν της πρώτης ενοικιάσεως, εξακολουθεί να κατέχη το ακίνητον και περιλαμβάνει πάντα θέσμιον ενοικιαστήν προ της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου
»
Η έννοια της «πρώτης ενοικίασης» ορίζεται ως:
«
«πρώτη ενοικίαση» σημαίνει την πρώτη ενοικίαση του ακινήτου από τον εκάστοτε ενοικιαστή και η διάρκεια της καθορίζεται από το ενοικιαστήριο έγγραφο ή την προφορική συμφωνία ή ελλείψει αυτών από τον τρόπο πληρωμής
»
Προχωρώντας στην ερμηνεία του υπό κρίση ενοικιαστηρίου εγγράφου, με βάση τους κανόνες ερμηνείας εγγράφων,[22] έχοντας πάντοτε υπόψιν και τους αντίστοιχους κανόνες ερμηνείας νομοθετημάτων,[23] σημειώνεται ότι η διάρκεια της υπό κρίση σύμβασης καθορίζεται στον όρο 4, όπου αυτή περιορίζεται στα έξι (6) έτη. Το δε δικαίωμα για παράταση προσδιορίζεται στα δύο (2) έτη. Τούτο το δικαίωμα ανανέωσης (option to renew) δεν είναι ούτε μονομερές, ούτε επέρχεται αυτομάτως, όπως για παράδειγμα ήταν διατυπωμένος[24] ο όρος στη Michael v. Nishanian (1966) 1 C.L.R. 150. Εδώ, με βάση τα διαλαμβανόμενα που περιγράφονται στην παράγραφο «4. C.», προβλέπεται προσδιορισμένη διεργασία. Αρχικά, ο ενοικιαστής οφείλει να δώσει εντός συγκεκριμένης προθεσμίας έγγραφη ειδοποίηση η οποία ακολούθως θα πρέπει, εντός, άλλης, συγκεκριμένης προθεσμίας, να γίνει εγγράφως αποδεκτή από τον Ιδιοκτήτη («IF the Landlord agreed»), για να ισχύσει η ανανέωση. Οι εν λόγω όροι ανανέωσης δεν ικανοποιήθηκαν. Συνεπώς, η επίδικη σύμβαση δεν ανανεώθηκε πριν από τη λήξη της πρώτης περιόδου. Συνεπακόλουθα, η μη επέκταση της ενοικίασης πριν από τη λήξη της «πρώτης ενοικίασης» επέφερε τη μετατροπή της σε θέσμια και αναντίλεκτα κατέστησε ανεφάρμοστη την πρόβλεψη για επιβολή 12% αύξησης του ενοικίου. Τούτο διότι, η επίκληση συμβατικής πρόνοιας για αύξηση ενοικίου, μετά την ολοκλήρωση της πρώτης, ήτοι της συμβατικής ενοικίασης, δεν επιτρέπεται. Η επί τούτου νομολογία είναι ξεκάθαρη. Παραπέμπω στη Άλκης Χ’’Κυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ v. Terzian Trading House Ltd (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1292 όπου λέχθηκαν τα εξής:[25]
«
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και κατ΄ αντίθεση προς το νόμο δεν έλαβε υπόψη του τη γραπτή συμφωνία των διαδίκων, σύμφωνα με την οποία ο ενοικιαστής συμφωνεί να καταβάλλει στον ιδιοκτήτη αύξηση 10%, κάθε δύο χρόνια, η οποία περιέχεται στο ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 7/11/1988, σαν όρος 15 αυτού και, εσφαλμένα δεν επέβαλε την εφαρμογή της. Και, επιπλέον, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και ειδικότερα τη δεύτερη επιφύλαξη της παραγράφου (2) του άρθρου 8 του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου 23/83, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 51/83, κρίνοντας και/ή αποφασίζοντας ότι “επειδή δε δόθηκε γραπτή ειδοποίηση ανανέωσης του ενοικιαστηρίου εγγράφου, σύμφωνα με τον όρο 15 αυτού και, επειδή ο ενοικιαστής έγινε θέσμιος και η συμβατική ενοικίαση μετατράπηκε σε θέσμια, δεν ισχύει η “προσυμφωνία” - όπως τη χαρακτηρίζει - αυξήσεως αλλά υπερισχύει ο Νόμος.”
Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή της συνηγόρου της εφεσείουσας. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την πρόνοια του όρου 15 της σύμβασης ενοικίασης για αύξηση κατά 10%, μετά τη μετατροπή της συμβατικής ενοικιάσεως σε θέσμια από το 1990, επειδή, ακριβώς, η ενοικίαση είχε μετατραπεί σε θέσμια αφ΄ ης στιγμής δεν ελειτούργησε ο όρος 15 με την άσκηση του δικαιώματος ανανέωσης με γραπτή προειδοποίηση και η εφεσίβλητη συνέχισε να παραμένει στο κατάστημα.
»
Οι αποφάσεις που παρέπεμψε ο συνήγορος του Ιδιοκτήτη, ως προς την ερμηνεία, γενικώς, των συμβατικών σχέσεων, δεν διαφοροποιούν οτιδήποτε από τα ειδικώς προαναφερόμενα. Διότι, πολύ απλά, στην παρούσα περίπτωση, έχει πλέον επενεργήσει ο Νόμος επί της ιδιωτικής[26] συμφωνίας των διαδίκων.
Θυμίζω συναφώς, ότι η πεμπτουσία του περί Ενοικιοστασίου Νόμου είναι ο περιορισμός και ο έλεγχος τόσο των αυξήσεων των ενοικίων (άρθρο 8), όσο και των εξώσεων των θέσμιων ενοικιαστών (άρθρο 11). Στα εν λόγω άρθρα ρητά διαλαμβάνεται ότι ουδεμία αύξηση και ουδεμία έξωση εις βάρος θέσμιου ενοικιαστή επιτρέπεται, πλην των ρητά καθοριζομένων λόγων που ο σχετικός Νόμος προσδιορίζει. Στο δε άρθρο 27 προσδιορίζεται ότι οι όροι της συμβατικής ενοικίασης συνεχίζουν να ισχύουν και όταν η ενοικίαση καταστεί θέσμια, εφ’ όσον ούτοι είναι σύμφωνοι προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. Έπεται, ότι οι οποιεσδήποτε αυξήσεις ενοικίου που προβλέπονται δυνάμει συμβατικής ενοικίασης, δεν ισχύουν εφόσον η ενοικίαση καταστεί θέσμια. Η επενέργεια του Νόμου δεν μπορεί να υπερκεραστεί.[27]
Ως εκ των προαναφερόμενων, αποτελεί τελική δικαστική κρίση, ότι το καταβαλλόμενο ενοίκιο των €3.080 μηνιαίως, συνιστά πλήρη εξόφληση του οφειλόμενου ενοικίου, με αποτέλεσμα η αξίωση του Ιδιοκτήτη για έξωση κατ’ επίκληση υπόλοιπου καθυστερημένων ενοικίων και/ή συνεπεία συστηματικής καθυστέρησης στην πληρωμή του ενοικίου, να μην μπορεί να πετύχει και να οδηγείται σε απόρριψη.
Δεν χρειάζεται να λεχθεί κάτι περισσότερο.
V. ΚΑΤΑΛΗΞΗ.
Ως εκ των ανωτέρω, η Κυρίως Αίτηση, με τη σύμφωνη γνώμη των Παρέδρων, απορρίπτεται.
Τα έξοδα, με βάση τις σχετικές αρχές,[28] ακολουθούν το αποτέλεσμα και επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων 1 ως υπολογιστούν από τη Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τα έξοδα να υπολογιστούν στην κλίμακα εξόδων €2.000 – €10.000.
(Υπ.)………………………………………….
Γ. Χρ. Παγιάσης
Πρόεδρος
(Υπ.)…………………… (Υπ.)……………………
Λ. Μιχαηλίδης Π. Αγιομαμίτης
Πάρεδρος Πάρεδρος
Πιστό Αντίγραφο
Γραμματέας
[1] Εναντίον της Καθ’ ης 2, η Αίτηση δεν προωθήθηκε.
[2] Μαρτυρία η οποία δεν έχει αξία ως προς την αιτιολόγηση της παρούσας απόφασης δεν θα αποτυπωθεί στο σώμα της παρούσας απόφασης. Δείτε: Ιωάννου ν. Αληφάντη Ποινικές Εφέσεις Αρ. 163 /2017 κ.α. ημερομηνίας 07/10/2019 και ΝΑΘΑΝΑΗΛ ν. ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ ΚΕΜΙΚΑΛΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση αρ. 406/2012, ημερομηνίας 25/9/2019.
[3] Το υπό αναφορά άρθρο 4(1) του Νόμου, έχει ως εξής: «Καθιδρύονται Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ο αριθμός των οποίων δεν θα υπερβαίνη τα τρία επί σκοπώ επιλύσεως, μεθ’ όλης της λογικής ταχύτητος, των εις αυτά αναφερομένων διαφορών των αναφυομένων επί οιουδήποτε θέματος εγειρομένου κατά την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος.»
[4] Ως «θέσμια», χαρακτηρίζεται η συμβατική ενοικίαση επί της οποίας έχει επενεργήσει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος με αποτέλεσμα η εν λόγω ιδιωτική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων να μην μπορεί πλέον να λειτουργεί σε αντίθεση με τα νομοθετικά προβλεπόμενα.
[5] Όσον αφορά την έννοια της «ενοικίασης» αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου, όπου αναφέρονται τα εξής: «ενοικίασις» σημαίνει ενοικίασιν, είτε έγγραφον ή άλλως, ή κατοχήν ακινήτου, δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέσις ιδιοκτήτου και ενοικιαστού αλλά δεν περιλαμβάνει ενοικίασιν γης χρησιμοποιουμένην διά γεωργικούς σκοπούς ή ενοικίασιν σταθμών διά την πώλησιν πετρελαιοειδών ή ενοικίασιν χώρου σταθμεύσεως μηχανοκινήτων οχημάτων, ή ενοικίασιν επιπλωμένων κατοικιών ή διαμερισμάτων βραχυτέραν των εξ μηνών ή ενοικίασιν ξενοδοχείων, ξενοδοχειακών μονάδων ή τουριστικών καταλυμάτων.»
[6] Δείτε: Ν. Κυθρεώτης κ.α. v. Α. Μιχαηλίδη Milington –Ward (2001) 1Β Α.Α.Δ 1480.
[7]Δείτε: Petsas v. Pavlides (1980) 3 C.L.R. 158, Efthymiadou v. Zoudros and Others (1986) 1 C.L.R. 341, Papageorghiou v. Karayiannis (1988) 1 C.L.R. 571, Cedrus Estates Ltd v. Πισσαρίδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 590, Έλλη G. Mayes κ.α. ν. Θ. Παπαδοπούλου (1995) 1 Α.Α.Δ 652, Ιωάννης Κότσαπα & Υιοί ν. Φ. Κυπριανού κ.α. (2001), και Π. Παρλάτα ν. Σ. Δημητρίου Πολιτική Έφεση Αρ. 387/2009, ημερομηνίας 21/05/2014.
[8] Το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ανθρώπου και το απαραβίαστο της κατοικίας του, αποτελούν θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα που συναρτώνται με την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εξ ου και διασφαλίζονται τόσο από τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος όσο και από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
[9] Δείτε: Lushkin ν. Ρωσίας, Αιτήσεις αρ. 29775/14 and 29967/14, ημερ. 15/12/2020 (απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
[10] Δείτε: Σύγγραμμα Δρ. Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, σελ. 253.
[11] Δείτε: Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566.
[12] Ως προς την ερμηνεία των επιφυλάξεων/εξαιρέσεων (provisos) δείτε τη Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 883 όπου λέχθηκαν τα εξής: «Ανέκαθεν ίσχυσαν συγκεκριμένοι κανόνες σε σχέση με την εμβέλεια των επιφυλάξεων (provisos). […] Η επιφύλαξη αποτελεί συνήθη μέθοδο εξαίρεσης από την εμβέλεια της βασικής νομοθετικής διάταξης προς την οποία συναρτάται ή περιορισμού της έκτασης εφαρμογής της. Σε τέτοια περίπτωση ερμηνεύεται με αναφορά στη βασική νομοθετική διάταξη στην οποία υπόκειται, δεν την επεκτείνει, και δεν θεωρείται ότι αποβλέπει στη θέσπιση ιδιαίτερου αυτοτελούς κανόνα δικαίου.»
[13] Στη Katsikides v. Constantinides (1969) 1 C.L.R. 31 λέχθηκε ότι: «is not possible to contract out of the provisions of rent control legislation [….] In particular, it is not possible to contract out of such legislation by a provision in a tenancy agreement». Συναφώς στο σύγγραμμα Woodfall: Landlord and Tenant, «Tenants» under the Acts, παρ. 23.006, nο contracting out of the Acts αναφέρεται: «It is not possible to contract out of the Rent Acts. Whether in respect of rent, the recovery of possession or any other matter where Acts lay down a definite rule any agreement intending to ignore or vary the statute will be of no effect. An agreement by a tenant to give up possession cannot be enforced against him if he is entitled to remain in possession under the Act.The rights created by Acts will prevail even against court orders if made without proper consideration of the mandatory procedures governing the making of orders for possession against regulated tenants».
[14] Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι ένα πολυσχιδές έργο. Το Δικαστήριο οφείλει να προβεί στην αξιολόγηση αντιπαραβάλλοντας και διερευνώντας τα επίδικα γεγονότα με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται έτσι ώστε το Δικαστήριο να μην περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα, αλλά να λάβει υπόψιν όλες τις σχετικές και νομικά αποδεκτές παραμέτρους αξιολόγησης. Η δε αποτίμηση της μαρτυρίας θα πρέπει να γίνει με βάση την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο αυτής και όχι στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
[15] Μεταξύ άλλων: Χρίστου v. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1Α Α.Α.Δ 676, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974), Wynne v. Mavronicola κλπ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138, Κάτσου ν. Global Capital Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 119/2011, ημερ. 12.12.2016, Αργυρίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. αρ. 56/2012, ημερ. 06/02/2018.
[16] Με βάση τις αρχές του κωλύματος και ειδικότερα το κώλυμα λόγω έγγραφων καταχωρήσεων (estoppel by deed).
[17] Όπως δηλαδή ονομάζεται η Υπεράσπιση (defence) στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.
[18] Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής: «Η απάντηση, («reply») ως δικογραφικό όχημα, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υποκατάστατο μιας ορθά και εξ αρχής δικογραφημένης απαίτησης. Ο σκοπός της απάντησης είναι να απαντήσει στους ισχυρισμούς της έκθεσης υπεράσπισης και όχι να αλλοιώσει ουσιαστικά την πρωταρχική της θέση όπως καταγράφηκε στην έκθεση απαίτησης.»
[19] Συναφώς Polycast v. Vourkas Fabrics (1986) 1 C.L.R. 107 και Dias United Publishing Co. Ltd. V. Chr. Hjikyriacos Estates Ltd. (1986) 1 C.L.R. 173.
[20] Αναφορικά με την Αίτηση του Χρ. Πετεινού (1992) 1 Α.Α.Δ. 1467.
[21] Στην αναφερόμενη Marcroft Wagons v. Smith λέχθηκαν τα εξής παραστατικά: «…. a new monstrum horrendum, informe, ingens has come into our ken - the conception of a statutory tenancy, the conception that a person may have such right of exclusive possession of property as to entitle him to bring an action of trespass against the owner of that property, but yet that such right would not confer any interest whatever in the land on the occupier…. It is, as has been said, a statutory right of irremovability»
[22] Στη Liberty Life Insurance Ltd v. Άντρης Μιχαήλ κ.α. Πολ. Έφεση 88/10 ημερομηνίας 08/03/2015 σημειώθηκε: «Υπάρχει δε, συναφώς, πάντοτε κατά νου ότι μια γραπτή συμφωνία περιέχει τα συμφωνηθέντα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατά το χρόνο σύναψής της· αντανακλούν την κοινή πρόθεσή τους αναφορικά με το αντικείμενό της. ΄Οταν, στη συνέχεια, κατά την εκτέλεση της συμφωνίας, προκύψει διαφορά ως προς τη σημασία κάποιων όρων της, κριτής αυτής είναι ο ουδέτερος αναγνώστης του κειμένου της. Εφόσον δε η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει ο αρμόδιος για την εκδίκαση της υπόθεσης δικαστής, εφαρμόζοντας καθιερωμένους κανόνες ερμηνείας εγγράφων συμφωνιών. Ο συνήθης κανόνας, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει και σε συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει, στους επίδικους όρους μιας συμφωνίας, οποιαδήποτε ασάφεια ή δυσκολία στην αντίληψη της σημασίας τους, συνίσταται στην απόδοση σ' αυτούς της συνήθους λεξικολογικής σημασίας, δηλαδή της σημασίας την οποία αυτοί φέρουν όταν χρησιμοποιούνται στην καθομιλουμένη, (βλ. Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ ν. Συμβ. Αποχετεύσεων Λ/σίας (1999) 1 Α.Α.Δ. 630∙ Pell Frischmann Cons. Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 33∙ Χαραλάμπους ν. Αχιλλέως κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1058 και Maison Jenny Ltd v. Krashias Footwear Industry Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 1156).»
[23] Οι οποίοι δεν επιτρέπουν ούτε την προσθήκη όρων που δεν υπάρχουν, ούτε την διεύρυνση των σαφών νοημάτων του Νόμου.
Η ερμηνεία Νόμου δεν μπορεί να οδηγεί ούτε σε αδικία ούτε σε παράλογα αποτελέσματα. Προεξάρχουσα είναι η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή ερμηνεία με βάση το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων. Παρέκκλιση από τη γραμματική ερμηνεία επιτρέπεται μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες όπως όταν η αυστηρώς ετυμολογική έννοια θα αντίκειται στη πρόθεση, τη λειτουργικότητα ή τον δηλωμένο σκοπό του Νομοθέτη ή εάν το νόημα που θα αποδοθεί θα οδηγήσει σε παράλογο αποτέλεσμα. Μεταξύ άλλων: Δημοκρατίας ν. Ματθαίου (1990)3 Α.Α.Δ. 2452, Antigoni Georighiadou v. The Attorney-General of the Republic (1966) 3 C.L.R. 612, 615, Καντούνας ν. IOANNIS N. PATSALIDES GENERAL ENTERPRISES LTD κ.α. (2004) 1Γ Α.Α.Δ 1876.Όπως λέχθηκε στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντίνου, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 106/2012, ημερομηνίας 19/09/2018:«το βασικό κριτήριο για την ερμηνεία νομοθετήματος είναι η συνήθης σημασία των λέξεων. Δεν είναι επιτρεπτή προσθήκη λέξεων στο κείμενο του Νόμου και η παρεμβολή επεκτάσεων οι οποίες δεν βρίσκονται στο Νόμο» Επίσης: Papaneophytou v. Republic (1973) 3 C.L.R. 191 και Γεωργίου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (1999) 1 Α.Α.Δ. 384.
[24] Στη Nishanian ο όρος ήταν διατυπωμένος ως εξής: «Two months before the termination of the lease each of the contracting parties is entitled to notify the other about the termination of the lease agreement. If not, the obligation continues in force for one year under the above terms»
[25] Επίσης, Katsikides v. Constantinides (1969) 1 C.L.R. 31, Elli Meitz and others v. Pelengaris (1977) 1 C.L.R. 226.
[26] Εάν η ενοικίαση δεν ήταν ελεγχόμενη, η μη ανανέωσή της, προφανώς, θα καθιστούσε τη διατήρηση της κατοχής παράνομη και κατ’ επέκταση, υποκείμενη σε διάταγμα ανάκτησης κατοχής. Αλλά, δεν είναι αυτή η περίπτωση.
[27] Δείτε Άρθρο 27 του Νόμου. Επίσης, Katsikides v. Constantinides (1969) 1 C.L.R. 31 όπου λέχθηκε ότι: «is not possible to contract out of the provisions of rent control legislation [….] In particular, it is not possible to contract out of such legislation by a provision in a tenancy agreement». Συναφώς στο σύγγραμμα Woodfall: Landlord and Tenant, «Tenants» under the Acts, παρ. 23.006, nο contracting out of the Acts αναφέρεται: «It is not possible to contract out of the Rent Acts. Whether in respect of rent, the recovery of possession or any other matter where Acts lay down a definite rule any agreement intending to ignore or vary the statute will be of no effect. An agreement by a tenant to give up possession cannot be enforced against him if he is entitled to remain in possession under the Act.The rights created by Acts will prevail even against court orders if made without proper consideration of the mandatory procedures governing the making of orders for possession against regulated tenants».
[28] Με βάση τον κανονισμό 13(β) του Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμού του 1983, αλλά και τη νομολογία (πχ: Katsiantonis ν. Fragkeskou (1981) 1 CLR 566) το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων έχει ευρύτατη διακριτική εξουσία ως προς την επιδίκαση εξόδων, νοουμένου βεβαίως ότι αυτή η εξουσία ασκείται δικαστικά. Με βάση τη Χάσικος ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ, 389, «η δικαίωση διάδικου δεν συνεπάγεται δαπάνη» και ως αναφέρεται στη Θρασυβούλου v. Arto estate Ltd (1983) 1 Α.Α.Δ 12, «θεωρείται ασύννομο ο διάδικος να επωμίζεται τα έξοδα της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο