ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ κ.α. ν. K.S GALIDES LIMITED, Αίτηση αρ. Κ16/2024, 30/4/2025
print
Τίτλος:
ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ κ.α. ν. K.S GALIDES LIMITED, Αίτηση αρ. Κ16/2024, 30/4/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου

                                                           

Αίτηση αρ. Κ16/2024

ΜΕΤΑΞΥ:

1.    ΜΕΛΑΝΘΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, από τη Λεμεσό

2.    ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, από τη Λεμεσό

Αιτητών

                                                                        και

                                                K.S GALIDES LIMITED, από τη Λεμεσό.

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Αίτηση ημερομηνίας 31/10/2024

 

Ημερομηνία: 30/04/2025

Για τους Καθ’ ων η Αίτηση/Αιτητές στην παρούσα αίτηση: κος Κωνσταντίνος Κεραυνός για Σταύρου, Κεραυνός, Σοφρωνίου Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Αιτητές/Καθ’ ων στην παρούσα αίτηση: κα Γαβριέλλα Σεργίδου     

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Ι.          ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΙΣΤΟΡΙΚΟ.   

Οι Αιτητές στην Κυρίως Αίτηση είναι οι ιδιοκτήτες (στο εξής: «οι Ιδιοκτήτες») και οι Καθ’ ων η Αίτηση, οι θέσμιοι ενοικιαστές (στο εξής: «οι Ενοικιαστές») ενός καταστήματος πώλησης υποδημάτων, που βρίσκεται επί της λεωφόρου Μακεδονίας στη Λεμεσό, ως αυτό περιγράφεται με λεπτομέρεια στην παράγραφο Α της Κυρίως Αίτησης (στο εξής: «το Υποστατικό»). Η ενοικίαση χρονολογείται από το 2006.

Στις 31/05/2021, στο πλαίσιο της Αίτησης αρ. Κ10/2018 ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το ενοίκιο του Υποστατικού καθορίστηκε, εκ συμφώνου, στο ποσό των €1.440 μηνιαίως από την 01/06/2021. Επίσης, κατέστη κανόνας Δικαστηρίου, απόσπασμα σχετικού πρακτικού που παρουσιάστηκε προς το Δικαστήριο από τους συνηγόρους των διαδίκων. Αυτό που εν προκειμένω ενδιαφέρει από το εν λόγω πρακτικό, είναι η δήλωση των Καθ’ ων ότι:

«

αναλαμβάνουν την υποχρέωση να πληρώσουν στους Αιτητές €7.200 (που αποτελεί το συνολικό πόσο της αύξησης ενοικίου από τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης μέχρι και τον Μάιο 2021. Το εν λόγω ποσό θα αποπληρωθεί με 12 ίσες, μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης την 10/06/2021 και ούτω καθ’ εξής μέχρι εξοφλήσεως, με 7 μέρες περίοδο χάριτος κάθε φορά.

»

 

Η Κυρίως Αίτηση της παρούσας υπόθεσης καταχωρήθηκε[1] στις 20/03/2024. Μέσω αυτής, υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι οι Ενοικιαστές δεν συμμορφώθηκαν προς την υποχρέωση που ανέλαβαν δυνάμει του προαναφερθέντος κανόνα Δικαστηρίου. Αναφέρεται ότι ο προβαλλόμενος λόγος της μη συμμόρφωσης ήταν επειδή οι Καθ’ ων επικαλέστηκαν συμφωνία για συμψηφισμό της εν λόγω αξίωσης, με ζημιές που εκείνοι υπέστηκαν λόγω διαρροών στο κτήριο, θέση την οποία απέρριψαν οι Αιτητές. Μέσω της παρούσας Αίτησης, ζητούνται οι ακόλουθες θεραπείες:  

«

1.         Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι δηλώσεις των μερών με ημερομηνία 31/5/2021, ήτοι των Αιτητών και των Καθ’ ων η Αίτηση, που καταγράφηκαν και/ή τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στις 31/5/2021, κατέστησαν Κανόνας Δικαστηρίου.

2.         Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το ζήτημα της συμφωνίας που συνάφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου με αποτέλεσμα να καταστεί κανόνας Δικαστηρίου, αποτελεί παρεμπίπτουσα διαφορά και/ή συμπληρωματικό θέμα που ηγέρθηκε κατά την εφαρμογήν του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (23/1983).

3.         Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση αθέτησαν και/ή παραβίασαν την συμφωνία που συνάφθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου την 31/5/2021 και/ή παραβίασαν τον Κανόνα Δικαστηρίου με ημερομηνία 31/5/2021.

4.         Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν και/ή αρνήθηκαν να πληρώσουν το ποσό των €7,200 προς τους Αιτητές.

5.         Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν και/ή αρνήθηκαν να πληρώσουν το ποσό των €5,616.16 προς τους Αιτητές.

6.         Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση με την συμπεριφορά τους παραδέχτηκαν και/ή αναγνώρισαν την οφειλή τους συνολικού ύψους €12,816.16 προς τους Αιτητές.  

7.         Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση εμποδίζονται και/ή κωλύονται (estopped by conduct) από του να προβάλουν οποιαδήποτε υπεράσπιση στην παρούσα αξίωση.

8.         Απόφαση και/ή  Διάταγμα του Δικαστηρίου για πληρωμή του ποσού των €7,200 προς τους Αιτητές ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή του Κανόνα Δικαστηρίου και/ή ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει του Κανόνα Δικαστηρίου και/ή ως ποσό με το οποίο οι Καθ’ ών η Αίτηση πλούτισαν αδικαιολόγητα σε βάρος των Αιτητών.

9.         Απόφαση και/ή  Διάταγμα του Δικαστηρίου για πληρωμή του ποσού των €5,616.16 προς τους Αιτητές, ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή του Κανόνα Δικαστηρίου και/ή ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει του Κανόνα Δικαστηρίου και/ή ως ποσό με το οποίο οι Καθ’ ών η Αίτηση πλούτισαν αδικαιολόγητα σε βάρος των Αιτητών.

10.       Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαιη το Δικαστήριο.

11.       Νόμιμο τόκο επί του ποσού των €7,200 από την 18/1/2023 και νόμιμο τόκο επί του ποσού των €5616,16 από την 8/1/2022 και/ή από την καταχώρηση της παρούσας.

12.       Έξοδα και Φ.Π.Α.

»

Στην Απάντηση των Καθ’ ων, ανάμεσα σε άλλα, δικογραφούνται τα εξής:

«

1.         Η Καθ’ ης η Αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η παρούσα Αίτηση δεν μπορεί να συνεχίσει και/ή ότι θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας των  υπό κρίση ζητημάτων, καθότι τα ποσά που αναφέρονται στον επίδικο Δικαστικό κανόνα που οι Αιτητές επικαλούνται, έχουν λάβει πλέον μορφή/χαρακτήρα ιδιωτικής συμφωνίας, η οποία αποτελεί μέρος της συνολικής διευθέτησης των Μερών.

2.         Η Καθ’ ης η Αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η παρούσα Αίτηση δεν μπορεί να συνεχίσει και/ή ότι θα πρέπει να απορριφθεί ως πρόωρη και καταχρηστική, καθότι η εν λόγω ιδιωτική συμφωνία παραμένει σε ισχύ και δεν έχει τερματιστεί από τους Αιτητές.

3.         Η Καθ’ ης η Αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η παρούσα Αίτηση δεν μπορεί να συνεχίσει και/ή ότι θα πρέπει να απορριφθεί ως πρόωρη και καταχρηστική, καθότι οι Αιτητές παρέλειψαν να δώσουν την απαραίτητη, εκ του Νόμου προειδοποίηση στην Καθ’ ης η Αίτηση για την καταβολή του απαιτητού ποσού, εάν ήθελε διαφανεί ότι το Δικαστήριο δεν στερείται δικαιοδοσίας ως η Παράγραφος 1 ανωτέρω.

4.         Η Καθ’ ης η Αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η παρούσα Αίτηση δεν μπορεί να συνεχίσει και/ή ότι θα πρέπει να απορριφθεί, ως καταχρηστική καθότι οι Αιτητές κωλύονται δια της συμπεριφοράς τους  να προωθούν την παρούσα, αφού κατά την ίδια ημερομηνία απέστειλαν επιστολή στην Καθ’ ης η Αίτηση, σύμφωνα με τον Περί Ενοικιοστασίου Νόμο, με την οποία ζητούσαν την καταβολή όλων των καθυστερημένων τους ενοικίων μέχρι τον Μάρτιο 2024, για τα ίδια επίδικα ακίνητα, τα οποία τους καταβλήθηκαν και έλαβαν αδιαμαρτύρητα.  

5.         Η Καθ’ ης η Αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η παρούσα Αίτηση δεν μπορεί να συνεχίσει και/ή ότι θα πρέπει να απορριφθεί ως πρόωρη και καταχρηστική καθότι οι Αιτητές προχώρησαν προδικαστικά με τρόπο αντίθετο ως προς τους Νέους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, προβάλλοντας αξιώσεις χωρίς να προσκομίζουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά και προβάλλοντας εις διπλούν συγκεκριμένα ποσά, με τρόπο που προκάλεσαν σύγχυση ως προς τα ποσά που αυτοί εδικαιούντο, ενώ προχώρησαν σε αιτιολόγηση αυτών ταύτων των ποσών, μέσω μελέτης του Λογιστή τους, η οποία συνετάχθει στις 30/03/2024 και κοινοποιήθηκε στην Καθ’ ης η Αίτηση μετά την καταχώρηση και επίδοση της παρούσας.

6.         Η Καθ’ ης η Αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση και ισχυρίζεται ότι η παρούσα Αίτηση δεν μπορεί να συνεχίσει και/ή ότι θα πρέπει να απορριφθεί γιατί είναι πρόωρη και καταχρηστική, καθότι οι Αιτητές καταχώρησαν την παρούσα εκδικητικά μετά που η Θέσμια Ενοικιάστρια (όχι η Καθ’ ης η Αίτηση) απέστειλες γραπτώς διαμαρτυρία στους Αιτητές μετά που τα επίδικα καταστήματα πλημμύρισαν ξανά από βροχές προκαλώντας ζημιές στις εγκαταστάσεις και τα προϊόντα της.

»

ΙΙ.         ΤΟ ΕΠΙΔΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ – ΟΙ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΘΕΣΕΙΣ.

(α) Η επίδικη Αίτηση.

Ακολούθησε η καταχώριση της υπό κρίση αίτησης, μέσω της οποίας αξιώνεται όπως:

«

τα νομικά σημεία (προδικαστικές ενστάσεις) που εγέρθηκαν εις την παράγραφον 1-6 του Καθ’ ου η Αίτηση – αιτητή προδικαστεί και/ή αποφασιστεί υπό του Δικαστηρίου πρώτα και/ή προ της ακροάσεως ολόκληρου της αγωγής.

»

Η αίτηση εδράζεται στη Διαταγή 27 των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του διευθυντή των Καθ’ ων, ο οποίος ουσιαστικά αναπαραγάγει τις δικογραφημένες θέσεις των δικηγόρων του, ως αυτές αναπτύσσονται στις 6 πρώτες παραγράφους της Απάντησης.

(β) Η επίδικη Ένσταση.

Από την άλλη πλευρά, οι Αιτητές διαφωνούν, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους Ένστασης:

«

1.         Η παρούσα αίτηση στερείται πραγματικού και νομικού υποβάθρου.

2.         Η παρούσα αίτηση δεν πληρεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις των σχετικών κανονισμών και τις δεσμευτικές αρχές της νομολογίας, ώστε να έχει πιθανότητες επιτυχίας.

3.         Τα γεγονότα στα οποία οι Αιτητές στην παρούσα βασίζουν το αίτημα τους και τα οποία θα πρέπει να λάβει υπόψη του το δικαστήριο για να αποφασίσει, επί του αιτήματος τους, δεν είναι παραδεχτά από την πλευρά των Αιτητών στην κυρίως αίτηση, αντίθετα αμφισβητούνται με το δικόγραφο της Αίτησης και της Ανταπάντησης στην Απάντηση.

4.         Τα σημεία που εγείρουν οι Αιτητές με τις προδικαστικές ενστάσεις δεν είναι αμιγώς νομικά και τυχόν εξέταση τους, θα επιλύσει ολόκληρη την κυρίως αίτηση, έξω από το κανονικό και δίκαιο πλαίσιο της δίκης.

5.         Οι κανονισμοί πολιτικής δικονομίας που στηρίζουν την παρούσα αίτηση, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση.

6.         Τα σημεία που εγείρονται με το δικόγραφο της Απάντησης δεν μπορούν να εκδικαστούν προδικαστικά, δεν αποτελούν καθαρά και αποκλειστικά νομικά σημεία, αντίθετα είναι ανάμεικτα γεγονότα και νομικά σημεία.

7.         Έγκριση της παρούσας αίτησης θα οδηγήσει στην προσαγωγή και αξιολόγηση μαρτυρίας που είναι αναγκαία να προσκομιστεί από τους αιτητές στην παρούσα διαδικασία, ώστε να αποδείξουν τα γεγονότα που αναφέρονται στις παραγράφους 1-6 κι τα οποία οι ίδιοι, καλούν το δικαστήριο να εξετάσει και αποφασίσει επί αυτών. 

8.         Η παρούσα αποτελεί έντεχνη προσπάθεια των αιτητών στην παρούσα, Καθ’ ων η Αίτηση στην κυρίως αίτηση, να στρέψει την προσοχή του Δικαστηρίου μακριά από τους ισχυρισμού των Αιτητών στην κυρίως αίτηση.

9.         Η ένορκη μαρτυρία που συνοδεύει την παρούσα αίτηση, δεν είναι υποστηρικτική των αιτούμενων θεραπειών.

10.       Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την παρούσα αίτηση και συγκεκριμένα οι παράγραφοι 4 έως και 9 αποτελούν από μόνοι τους λόγοι για απόρριψη της παρούσας αίτησης. 

11.       Ενώ οι Καθ’ ων η Αίτηση, Αιτητές στην παρούσα διαδικασία, υποστηρίζουν παράλειψη τω Αιτητών να ακολουθήσουν το προδικαστηριακό πρωτόκολλο ήτοι την αποστολή ειδοποίησης του ανάλογου τύπου, οι ίδιοι επέλεξαν να προωθήσουν την παρούσα ενδιάμεση διαδικασία με βάση τις πρόνοιες και τύπους που προβλέπονται στους παλαιούς κανονισμούς. 

12.       Τα σημεία που εγείρονται ως προδικαστικές ενστάσεις από τους Καθ’ ων η Αίτηση δεν συνηγορούν υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων θεραπειών οι οποίες δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.

13.       Το Δικαστήριο διατηρεί ευρείες και απεριόριστες εξουσίες να εξισορροπεί τα συμφέροντα των διαδίκων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα των Αιτητών για πρόσβαση στην δικαιοσύνη.

14.       Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση δεν αποκαλύπτει γεγονότα ικανά και/ή επαρκή ώστε το Δικαστήριο να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και εξουσία προς όφελος των Αιτητών στην παρούσα. 

»

Η Ένσταση υποστηρίζεται από δικηγορική ένορκη δήλωση, μέσω της οποίας ανακυκλώνονται οι λόγοι Ένστασης, δίχως να προστίθεται οτιδήποτε άξιο ειδικού σχολιασμού.

(γ) Η ακροαματική διαδικασία.

Η ακροαματική διαδικασία[2] της παρούσας υπόθεσης έλαβε χώρα με την αποστολή γραπτών αγορεύσεων προς το Δικαστήριο. Μέσω της εν λόγω αγόρευσής του, ο δικηγόρος των Αιτητών/Καθ’ ων στην Κυρίως περιόρισε το αίτημά των πελατών του, στους 2 πρώτους λόγους, μη προωθώντας τα υπόλοιπα 4 «προδικαστικά» θέματα.

Αν και έχω μελετήσει με προσοχή τα κείμενα που έχουν παρουσιαστεί, ειδική αναφορά στις εκατέρωθεν θέσεις, περαιτέρω αναφορά θα γίνει μόνο στο μέτρο που κριθεί σκόπιμο.

Η απόφαση επιφυλάχθηκε στις 08/04/2025.

ΙΙΙ.      ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.

Η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας Δικαστηρίου, με βάση τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, προβλέπεται στο Μέρος 12, όπου αναφέρονται τα εξής: 

«

12.1. Διαδικασία αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου

(1) Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί:

(α) να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει την απαίτηση· ή

(β) να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του,

δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ότι στερείται τέτοιας δικαιοδοσίας ή δεν θα πρέπει να ασκήσει οποιαδήποτε δικαιοδοσία δυνατόν να έχει.

(2)      Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει τέτοια αίτηση οφείλει πρώτα να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης σύμφωνα με το Μέρος 10 και να σημειώσει την κατάλληλη επιλογή η οποία υποδηλώνει την πρόθεση αυτή.

(3) Αίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει:

(α)   να υποβάλλεται εντός 14 ημερών από την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης· και

(β)   να υποστηρίζεται από μαρτυρία.

(4) Αν ο εναγόμενος:

(α)     δεν συμμορφωθεί με την παράγραφο (2) ή

(β)     έχοντας συμμορφωθεί με την παράγραφο (2), δεν υποβάλει τέτοια αίτηση εντός της περιόδου η οποία καθορίζεται στην παράγραφο (3),

ο εναγόμενος θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και δεν δύναται να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.

(5)      Η αποδοχή από διάδικο δικαιοδοσίας δεν συνεπάγεται ανάληψη δικαιοδοσίας από δικαστήριο εκεί όπου αυτό στερείται δικαιοδοσίας δυνάμει Νόμου.

(6)      Διάταγμα το οποίο περιέχει αναγνωριστική δήλωση ότι το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή ότι δεν μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του μπορεί επίσης να περιέχει περαιτέρω πρόνοιες περιλαμβανομένων:

(α)     παραμερισμού του εντύπου απαίτησης·

(β)     παραμερισμού της επίδοσης εντύπου απαίτησης·

(γ)      ακύρωσης οποιουδήποτε διατάγματος εκδίδεται πριν από την έγερση απαίτησης ή πριν από την επίδοση εντύπου απαίτησης·

(δ)     αναστολής της διαδικασίας ή/και

(ε)      μεταφοράς της διαδικασίας στο δικαστήριο, το οποίο έχει δικαιοδοσία στον βαθμό στον οποίο αυτό απαιτείται ή επιτρέπεται από νόμο ή κανονισμό.

(7)      Αν κατόπιν αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού το δικαστήριο δεν προβεί σε αναγνωριστική δήλωση σύμφωνα με τον κανονισμό 12.1(6):

(α)     το σημείωμα εμφάνισης παύει να ισχύει·

(β)     ο εναγόμενος δύναται να καταχωρίσει πρόσθετο σημείωμα εμφάνισης εντός 14 ημερών ή εντός τέτοιας άλλης περιόδου ως το δικαστήριο ήθελε διατάξει· και

(γ)      το δικαστήριο εκδίδει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση της υπεράσπισης σε απαίτηση, δυνάμει του Μέρους 7 ή την καταχώριση μαρτυρίας σε απαίτηση δυνάμει του Μέρους 8 στην περίπτωση καταχώρισης πρόσθετου σημειώματος εμφάνισης.

(8)      Αν ο εναγόμενος καταχωρίσει πρόσθετο σημείωμα εμφάνισης σύμφωνα με την παράγραφο (7)(β), θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, εκτός αν ταυτόχρονα ο εναγόμενος έχει επιφυλάξει ρητώς το δικαίωμα έφεσης.

(9)      Αν ο εναγόμενος υποβάλει αίτηση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οφείλει να καταχωρίσει και επιδώσει τη γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη μαζί με την αίτηση, πλην όμως δεν χρειάζεται πριν από την ακρόαση της αίτησης να καταχωρίσει:

(α)     σε περίπτωση απαίτησης κάτω από το Μέρος 7, υπεράσπιση, ή

(β)     σε περίπτωση απαίτησης κάτω από το Μέρος 8, οποιαδήποτε άλλη γραπτή μαρτυρία.

»

Σχετικά είναι και τα ακόλουθα αναφερόμενα στο Μέρος 3 (Εξουσίες δικαστηρίου σε σχέση με τη διαχείριση υποθέσεων και εξόδων) των ίδιων  Κανονισμών:

«

(2) Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στους παρόντες κανονισμούς, το δικαστήριο δύναται:

[….]

(κ)      να αποκλείει ζήτημα από εξέταση·

(λ)      να απορρίπτει ή να εκδίδει απόφαση επί απαιτήσεως μετά από απόφαση επί προδικαστικού ζητήματος·

(μ)      να πραγματοποιεί οποιοδήποτε άλλο βήμα ή να εκδίδει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα με σκοπό τη διαχείριση της υπόθεσης και την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού, περιλαμβανομένης της υλοποίησης ενεργειών με στόχο την υποβοήθηση των διαδίκων στη διευθέτηση της υπόθεσης.

3.3. Εξουσία διαγραφής δικογράφου

(1)      Στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό 3.4, αναφορά σε δικόγραφο περιλαμβάνει αναφορά και σε μέρος δικογράφου.

(2)      Το δικαστήριο δύναται να διαγράψει δικόγραφο αν διαπιστώσει ότι:

(α)      το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης·

(β)      το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας· ή

(γ)      υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.

(3)      Όταν το δικαστήριο διαγράφει δικόγραφο, δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε παρεπόμενο διάταγμα θεωρεί κατάλληλο.

(4) Όταν:

(α)      το δικαστήριο έχει διαγράψει δικόγραφο του ενάγοντα·

(β)      ο ενάγων έχει διαταχθεί να καταβάλει έξοδα στον εναγόμενο· και

(γ)      προτού ο ενάγων καταβάλει αυτά τα έξοδα, καταχωρίζει νέα απαίτηση εναντίον του ίδιου εναγόμενου, η οποία προκύπτει από γεγονότα τα οποία είναι ταυτόσημα ή ουσιωδώς ταυτόσημα με εκείνα τα οποία σχετίζονται με την απαίτηση στην οποία διαγράφηκε το δικόγραφο, το δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση τού εναγόμενου, να αναστείλει τη νέα αυτή απαίτηση μέχρι να καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης απαίτησης.

(5)      Η παράγραφος (2) δεν περιορίζει οποιαδήποτε άλλη εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει             δικόγραφο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού.

(6)      Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει του Μέρους 24 μπορεί να καταχωριστεί και εκδικαστεί ταυτόχρονα με αίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

»

Ό,τι προαναφέρεται, αντικατοπτρίζει τη δικονομική μετεξέλιξη της 3ης παράγραφου της Διαταγής 27[3] των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία και εκείνη ήταν ουσιαστικά αναπαραγωγή της Διαταγής 24. θ. 5 των αντίστοιχων  παλαιών αγγλικών Θεσμών. Πρόκειται δηλαδή για εξουσία απόρριψης, όταν δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής. Η εμβέλεια της εν λόγω διαταγής σχολιάσθηκε στη CYPROMAN SERVICES LTD ν. Martin JOHN COWARD Πολ. Έφεση αρ. 140/2012, ECLI:CY:AD:2018:A162, ημερομ. 04/04/2018, όπου μεταξύ άλλων, λέχθηκαν τα εξής:

«

Πρόκειται δε για εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο σε απλές και έκδηλες περιπτώσεις  όπου το δικόγραφο κρίνεται ως αναντίλεκτα ανυπόστατο και που το ελάττωμα δεν μπορεί να θεραπευθεί με εύλογη τροποποίηση

»

IV.     ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.

Με βάση τα προαναφερόμενα, τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι τα εξής.

Κατ’ αρχάς, η παρούσα Αίτηση είναι δικονομικά ανυπόστατη. Διότι, η Κυρίως Αίτηση καταχωρήθηκε μετά την 1η Σεπτεμβρίου του 2023. Παρόλα αυτά, το δικονομικό πλαίσιο που αυτή εδράζεται, αφορά τους παλαιούς και πλέον ανεφάρμοστους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, με βάση το Μέρος 60 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Τούτο αρκεί (Γιαννάκης Φλουρέντζου κ.α. ν. Cashgrove Betting Ltd κ.α (2007) 1Α Α.Α.Δ. 39) για την απόρριψή της.[4]

Ούτε όμως επί της ουσίας, η επίδικη αίτηση θα μπορούσε να πετύχει.

Διότι, δεν πρόκειται για τέτοια ξεκάθαρη υπόθεση που να δικαιολογείται η απόρριψή της σε αυτό το αρχικό στάδιο της διαδικασίας. Μέσω της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης δεν έχει καταδειχθεί με ασφάλεια ότι οι Ιδιοκτήτες στερούνται αγώγιμου δικαιώματος (cause of action)[5] εναντίον των Ενοικιαστών. Το «αγώγιμο δικαίωμα» σημαίνει εκείνα τα αναγκαία γεγονότα, ανεξαρτήτως της νομικής επένδυσής τους,[6] που η ύπαρξη και η απόδειξή τους, παρέχει δικαίωμα σε ένα άτομο να εξασφαλίσει από το Δικαστήριο θεραπεία εναντίον ενός άλλου προσώπου. Όπως εξηγείται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 1958 στη σελίδα 575, εφόσον αποκαλύπτεται έστω «some cause of action» ή το αίτημα «raise some question fit to be decided», το γεγονός ότι πρόκειται για μια υπόθεση αδύναμη που πιθανότατα δεν θα έχει θετική κατάληξη, δεν αρκεί για την απόρριψη της υπόθεσης σε αυτό το στάδιο.[7] Οι νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023, δεν εμπεριέχουν οτιδήποτε που να διαφοροποιεί τις εν λόγω νομικές αρχές.

Εν προκειμένω, ο συνήγορος των Καθ’ ων υποβάλλει πως η επικαλούμενη παράβαση  κανόνα Δικαστηρίου επί απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, συνιστά ζήτημα που είναι   και ανεξάρτητο της ισχύουσας επίδικης θέσμιας ενοικίασης. Επιπρόσθετα, εισηγείται πως το εν λόγω ζήτημα, δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε ως παρεμπίπτον, ούτε καν ως συμπληρωματικό προς την εν λόγω προστατευόμενη ενοικιαστική σχέση. 

Η εν λόγω εισήγηση δεν φαίνεται να συμβαδίζει με τις επί του θέματος σχετικές νομικές αρχές. Θυμίζω, συναφώς, πως δεν επιτρέπεται ο συγχρωτισμός μεταξύ της πολιτικής δικαιοδοσίας και της δικαιοδοσίας των ειδικών Δικαστηρίων.[8] Ειδικά, σημειώνεται ότι, τα ζητήματα που υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, δεν μπορεί να υφίσταται συντρέχουσα αρμοδιότητα στο Επαρχιακό Δικαστήριο.[9] Κατά συνέπεια, δεν υιοθετείται από το Δικαστήριο, η προσέγγιση του συνηγόρου των Ενοικιαστών ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων  έχει «περιορισμένη δικαιοδοσία». Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων εκπηγάζει από το άρθρο 4(1) του Νόμου,[10] προσδιορίζεται στο άρθρο 2 αυτού και εκτείνεται σε κάθε θέμα που αφορά θέσμιες[11] ενοικιάσεις[12] και τους όρους αυτών,[13] καθώς και σε κάθε θέμα παρεμπίπτον ή συναφές προς τούτες τις προστατευόμενες σχέσεις μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή. Οι εξουσίες του Δικαστηρίου, όπως προσδιορίζονται στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο, δεν συνεπάγονται αυτοπεριορισμούς[14] του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Εξ ου, το παρόν Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδίδει, στην κατάλληλη περίπτωση, πάσης φύσεως διατάγματα[15] που προβλέπονται σε διάφορα νομοθετήματα, όπως για παράδειγμα τον περί Δικαστηρίων Νόμο - Ν.14/60 και τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο - Κεφ. 6, διασφαλίζοντας, μεταξύ άλλων, αφενός, την υποχρέωση για υπακοή στις αποφάσεις του, και αφετέρου, την δέουσα εκτέλεση των διαταγμάτων του. Ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος επενεργεί επί των νόμιμων[16] συμβατικών ρυθμίσεων, δεν τις καταλύει. Η δυνατότητα αυτού του Δικαστηρίου να διατάξει την τήρηση των ρητών, καθώς και των εξυπακουόμενων όρων των συμβατικών σχέσεων που υπάγονται σε αυτό, συνιστά εκ των ων ουκ άνευ εξουσία σε αυτή τη δικαιοδοσία και αναπόσπαστο κομμάτι της εύρυθμης και αποτελεσματικής του λειτουργίας. Συνεπακόλουθα, η δυνατότητα έκδοσης όλων των σχετικών και συναφών με την παρούσα δικαιοδοσία διαταγμάτων, όπως αναγνωριστικά, διηνεκή[17] και απαγορευτικά που σχετίζονται με την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων, καθώς και την αποτροπή αντίθετων συμπεριφορών, έχει προ πολλού[18] αναγνωριστεί. Οι διευρυμένες εξουσίες που διαθέτει το παρόν Δικαστήριο αντικατοπτρίζονται και στο άρθρο 16 του Νόμου, το οποίο αναφέρει τα εξής:

«

Εις πάσαν αίτησιν γενομένην δυνάμει του Μέρους τούτου το Δικαστήριον δύναται κατά την κρίσιν του να διατάξη όπως, επιπροσθέτως ή εις αντικατάστασιν παντός άλλου διατάγματος το οποίον ήθελεν εκδώσει το Δικαστήριον, εκάτερος διάδικος συμμορφωθή προς οιουσδήποτε όρους, περιλαμβανομένης της πληρωμής υπό του ενός διαδίκου προς τον έτερον οιουδήποτε υπ’ αυτών συμφωνηθέντος ποσού, το οποίον το Δικαστήριον ήθελε θεωρήσει πρέπον να επιβάλη διά να δώση νομικήν ισχύν εις τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

»

Δεν χρειάζεται να λεχθεί κάτι άλλο. Αρκεί ό,τι έχει προαναφερθεί.

Η Αίτηση θα απορριφθεί.

V.      ΚΑΤΑΛΗΞΗ.

Ως εκ των ανωτέρω, η  επίδικη αίτηση απορρίπτεται.

Όσον αφορά τα έξοδα της παρούσας Αίτησης, με βάση τις σχετικές επί του θέματος αρχές,[19] ακολουθούν το αποτέλεσμα και επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων/Αιτητών στην Κυρίως Αίτηση, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

 

 

(Υπ.)………………………………………….

Γ. Χρ. Παγιάσης

Πρόεδρος

 

Πιστό Αντίγραφο

Γραμματέας



[1] Το διάταγμα (drawn up order) της τελικής απόφασης στην Κ10/2018, συνοδευόμενο και από το σχετικό πρακτικό συμβιβασμού, επισυνάπτονται στην Κυρίως Αίτηση.

[2] Σημειώνεται ότι, επειδή η υπό εξέταση αίτηση αφορά αμιγώς νομικό ζήτημα που δεν άπτεται της ουσίας της υπόθεσης, κατ’ εφαρμογή των διαλαμβανομένων στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο και τους σχετικούς περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς, αποφάσισα ότι η παρουσία Παρέδρων δεν είναι αναγκαία και το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση.

[3] Όπου αναφέρεται: «The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»

[4] Ούτε το σφάλμα συνιστά θεραπεύσιμη παρατυπία. Δείτε επί τούτου:ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (ΑΡ. 1) (2012) 1Α Α.Α.Δ 643 όπου λέχθηκε: «Επομένως, η παρούσα αίτηση δεν συνάδει με την πάγια θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας μας, ότι στο σώμα μιας αίτησης και ειδικά μιας ενδιάμεσης αίτησης, θα πρέπει να αναγράφονται ρητά και συγκεκριμένα οι νομικές και δικονομικές διατάξεις στις οποίες αυτή βασίζεται».

[5] Δείτε: Halsbury's Laws of England/Civil Procedure (Volume 11 (2015), paras 1-503 Basic Procedural Provisions/(1) Basic Definitions Used in Procedure/115. Cause of action.

[6] Δείτε: Spencer bower and Handley, Res Judicata, 5η έκδοση, Κεφ. 7, Cause of Action Estoppel, σελ. 97 κ.ε, Letang v. Cooper [1964] 2 All ER 929, Alexandros Evangelou Camera House v. Minerva Finance & Investment Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734, Ξενοφώντος ν. Αναστασίου Πολιτική Έφεση αρ. 332/2012, ημερομηνίας 23/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A515 και Γεωργίου ν.  Τηλεμάχου, Πολιτική Έφεση Ε41/2013, ημερομηνίας 18/10/2018.

[7] Δείτε: Moore v. Lawson 31, T.L.R. 418.

[8] Για παράδειγμα, στην Παπαχαραλάμπους ν. Γενικού Εισαγγελέα (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2774 έχει επαναληφθεί ότι: «συγχρωτισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας δεν χωρεί σε κανένα σημείο». Ομοίως, στη Στυλιανίδης v. British American Insurance Co. Ltd (1990) ΑΑΔ 517, έχει επισημανθεί ότι ζητήματα που άπτονται του τερματισμού απασχόλησης εργοδοτουμένου με βάση τον περί Τερματισμό Απασχόλησης Νόμου, υπάγονται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και δεν μπορεί να επιληφθεί τέτοιων διαφορών το Επαρχιακό Δικαστήριο.

[9] Για παράδειγμα, στην υπόθεση Αναφορικά με τον Χαράλαμπο Φελλά (2007) 1Α ΑΑΑ 537 ακυρώθηκε με προνομιακό διάταγμα απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου μέσω της οποίας είχε εκδοθεί απόφαση επί ζητήματος που το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, αφού το επίδικο ζήτημα αφορούσε αποκλειστική εξουσία του ΔΕΕ. Κατά τον ίδιο τρόπο, στη Lukoil Cyprus Limited ν. Φελλά κ.α. (2012) ΑΑΔ 364 επικυρώθηκε η πρωτόδικη κατάληξη με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, ακριβώς επειδή το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο εξουσίας να επιληφθεί ζητήματος το οποίο εναπόκειτο στην αποκλειστική δικαιοδοσία του ΔΕΕ.

[10] Το υπό αναφορά άρθρο 4(1) του Νόμου, έχει ως εξής: «Καθιδρύονται Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ο αριθμός των οποίων  δεν θα υπερβαίνη τα τρία επί σκοπώ επιλύσεως, μεθ’ όλης της λογικής ταχύτητος, των εις αυτά αναφερομένων διαφορών των αναφυομένων επί οιουδήποτε θέματος εγειρομένου κατά την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος.»

[11] Ως «θέσμια», χαρακτηρίζεται η συμβατική ενοικίαση επί της οποίας έχει επενεργήσει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος με αποτέλεσμα η εν λόγω ιδιωτική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων να μην μπορεί πλέον να λειτουργεί σε αντίθεση με τα νομοθετικά προβλεπόμενα.

[12] Όσον αφορά την έννοια της «ενοικίασης» αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου, όπου αναφέρονται τα εξής: «ενοικίασις» σημαίνει ενοικίασιν, είτε έγγραφον ή άλλως, ή κατοχήν ακινήτου, δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέσις ιδιοκτήτου και ενοικιαστού αλλά δεν περιλαμβάνει ενοικίασιν γης χρησιμοποιουμένην διά γεωργικούς σκοπούς ή ενοικίασιν σταθμών διά την πώλησιν πετρελαιοειδών ή ενοικίασιν χώρου σταθμεύσεως μηχανοκινήτων οχημάτων, ή ενοικίασιν επιπλωμένων κατοικιών ή διαμερισμάτων βραχυτέραν των εξ μηνών ή ενοικίασιν ξενοδοχείων, ξενοδοχειακών μονάδων ή τουριστικών καταλυμάτων.»

[13] Δείτε: Ν. Κυθρεώτης κ.α. v. Α. Μιχαηλίδη Milington –Ward (2001) 1Β Α.Α.Δ 1480.

[14] Δείτε: Αναφορικά με την Αίτηση της D. COUVAS & SONS LTD, Αίτηση αρ. 102/23, ημερ. 01/09/23, ECLI:CY:AD:2023:D269.

[15] Ενδεικτικά, δείτε: το άρθρο 34 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 

[16] Δείτε: άρθρο 27(1) του Νόμου και ειδικά την αναφορά «…εφ’ όσον ούτοι είναι σύμφωνοι προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου..».

[17] Δείτε: Σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, «Διατάγματα, Εκδ. 2016, Κεφ. 10: Διατάγματα σε διάφορους τομείς δικαίου, Β. Ενοικιοστάσιο», σελ. 291.

[18]Δείτε: Ακίνητα Ν. & Κ. Αγρότης Λτδ ν. Δημητρίου (1997) 1Β Α.Α.Δ. 863.

[19] Η επιδίκαση εξόδων σε τούτη τη δικαιοδοσία διέπεται από τον Κανονισμό 13(β) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983 και τη σχετική νομολογία (μεταξύ άλλων: KATSIANTONIS v FRANTZESKOU (1981) 1 CLR 566), Χάσικος ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ, 389, Θρασυβούλου v. Arto estate Ltd (1983) 1 Α.Α.Δ 12, MIB MARIAKO LTD κ.α. v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΡΟΥ (2013) 1Α Α.Α.Δ 508.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο