ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΤΖΗ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ κ.α., Αίτηση αρ. Κ76/23, 27/2/2025
print
Τίτλος:
ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΤΖΗ ν. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ κ.α., Αίτηση αρ. Κ76/23, 27/2/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου

                                                                                                            Αίτηση αρ. Κ76/23

ΜΕΤΑΞΥ:

                                                    ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΤΖΗ

                                                                                                            Αιτητής

                                                              και

 

1.     ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

2.     ΑΓΓΕΛΑ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

                                                                                                            Καθ’ ων η αίτηση

 

Αίτηση ημερομηνίας 22/05/2024

 

Ημερομηνία: 27/02/2025

Για τoυς Αιτητές/Καθ’ ων στην Κυρίως Αίτηση: κα Μ. Καραπατάκη για KARAPATAKIS PAVLIDES LLC.

Για τον Καθ' ου η Αίτηση/Αιτητή στην Κυρίως Αίτηση: κα Αν. Προδρόμου για ΠΕΤΡΟΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ι.          ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΙΣΤΟΡΙΚΟ.   

Μέσω της υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Εναρκτήριας Αίτησης, το Δικαστήριο καλείται να επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το «Super Mario», ήτοι ένα σουβλατζίδικο που διαχειρίζεται ο Αιτητής/Ενοικιαστής και το οποίο στεγάζεται σε υποστατικό που το ενοικιάζει από τον Καθ’ ου 1/Ιδιοκτήτη.

Επί του εν λόγω υποστατικού (στο εξής: «το Υποστατικό») η Καθ’ ης αρ. 2 έχει εγγεγραμμένο επ’ ονόματί της «δικαίωμα είσπραξης ενοικίων, εφ’ όρου ζωής».

 

Συγκεκριμένα, δια της Κυρίως διαδικασίας, ο Αιτητής αξιώνει από τους Καθ’ ων 1 και 2 διατάγματα, τα οποία να τους υποχρεώνουν να υπογράψουν όλα τα αναγκαία έγγραφα για την εκτέλεση «προσθηκομετατροπών» επί του Υποστατικού, με σκοπό να καταστεί δυνατή η λειτουργία του ως εστιατορίου. Έως τώρα, το Υποστατικό λειτουργεί μόνο ως «take away-delivery». Ο Αιτητής υποστηρίζει, συναφώς, πως το αίτημά του εδράζεται στους όρους του σχετικού ενοικιαστηρίου εγγράφου και διατείνεται ότι ενώ αρχικώς οι Καθ’ ων αποδέχθηκαν τις σκοπούμενες αλλαγές, υπογράφοντας τη σχετική αίτηση για έκδοση Πολεοδομικής Άδειας, εν τέλει αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συνεπακόλουθη αυτής αίτηση για έκδοση Άδειας Οικοδομής, εκδικητικά, ως αντίδραση στη δική του άρνηση για να καταβάλει υψηλότερο ενοίκιο.

Διαφορετική είναι η θεώρηση των Καθ’ ων. Πέραν της έγερσης διάφορων προδικαστικών ζητημάτων, επί της ουσίας αντιτείνουν ότι το ενοικιαστήριο δεν δίδει δικαίωμα στον Ενοικιαστή για να απαιτήσει την αλλαγή της χρήσης αυτού, ούτε υποχρεώνουν τον Ιδιοκτήτη να αποδεχθεί κάτι τέτοιο. Η δε υπογραφή της Πολεοδομικής Άδειας υπήρξε προϊόν παραπλάνησης του Καθ’ ου 1, καθότι δεν είχε υποδειχθεί σε αυτόν, κατά την υπογραφή, το σχετικό συνοδευτικό αυτής σχέδιο, δια του οποίου, η δημιουργία χώρων στάθμευσης προαπαιτεί κατεδάφιση μέρος άλλων υποστατικών του Καθ’ ου 1.   

 

ΙΙ.         ΤΟ ΕΠΙΔΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ – ΟΙ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΘΕΣΕΙΣ.

(α) Η επίδικη Αίτηση.

Ακολούθησε η καταχώριση της υπό κρίση αίτησης, μέσω της οποίας αξιώνεται η απόρριψη της Κυρίως αίτησης, με βάση το πιο κάτω αιτητικό:

«

1.         Ο Αιτητές αιτούνται την έκδοση διατάγματος και/ή οδηγιών του Δικαστηρίου, όπως εξεταστούν και/ή εκδικαστούν και αποφασιστούν προδικαστικά, στο παρόν στάδιο και πριν την εκδίκαση της ουσίας της πιο πάνω Κυρίως Αίτησης και/ή πριν την λήψη οποιασδήποτε μαρτυρίας, τα Νομικά Σημεία, τα οποία εγείρονται υπό μορφή προδικαστικών ενστάσεων στις παραγράφους 1, 2 και 3 της Απάντησης των Καθ΄ων η Αίτηση (Αιτητών στη παρούσα) και/ή προκύπτουν και/ή απορρέουν από την Απάντηση των Καθ΄ων η Αίτηση και/ή που καταγράφονται στην κατωτέρω Θεραπεία 2 της παρούσας Αίτησης.

 

2.         Διάταγμα και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου, με το οποίο να απορρίπτεται και/ή να διαγράφεται η Αίτηση του Αιτητή (Κυρίως Αίτηση) εναντίον των Καθ΄ων η Αίτηση (Αιτητών στη παρούσα) και/ή να αποφασίζεται ότι ο Αιτητής δεν νομιμοποιείται να προωθεί την Αίτηση του (Κυρίως Αίτηση) εναντίον των Καθ΄ων η Αίτηση (Αιτητών στη παρούσα) στη βάση των ακόλουθων νομικών σημείων και/ή γεγονότων τα οποία εγείρονται και/ή προκύπτουν και/ή απορρέουν από την Απάντηση των Καθ΄ων η Αίτηση (Αιτητών στη παρούσα):

 

α) Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού – Πάφου, Τμήμα Λεμεσού στερείται καθ΄ύλην αρμοδιότητας και/ή δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εκδικάσει και να αποφανθεί επί των θεμάτων και/ή επί των αξιώσεων που ο Αιτητής εγείρει εναντίον τους με την Αίτηση του με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο Αίτηση.

 

β) Είναι αδύνατο το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού- Πάφου, Τμήμα Λεμεσού να εκδικάσει και να αποφανθεί εάν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει και/ή να αποδώσει την αξιούμενες από τον Αιτητή θεραπείες εις την Αίτηση του καθότι αυτές χαρακτηρίζονται από αοριστία και γενικότητα.

 

γ) Ο Αιτητής δεν έχει αναγνωρισμένο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Καθ΄ης η Αίτηση 2 και/ή είναι νομικά ανέφικτο να εκδοθούν τα αιτούμενα από τον Αιτητή διατάγματα εναντίον της καθότι η Καθ΄ης η Αίτηση 2 δεν είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου εις την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο ακινήτου. Η Καθ΄ης η Αίτηση 2 έχει προς όφελος της εγγεγραμμένο δικαίωμα επικαρπίας των ενοικίων και ουδέν άλλο δικαίωμα και υποχρέωση έχει σε σχέση με το επίδικο ακίνητο.

 

(δ) Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού – Πάφου, Τμήμα Λεμεσού στερείται εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας να εκδώσει τα αιτούμενα προστακτικά διατάγματα.

 

3.         Διάταγμα και/ή οδηγίες του Δικαστηρίου όπως το Νομικό Σημείο και/ή τα Νομικά Σημεία σε σχέση με την αρμοδιότητα και εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου να επιληφθεί και/ή να εκδικάσει την Αίτηση του Αιτητή και την εξουσία του παρόντος Δικαστηρίου να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, εκδικαστεί και/ή εξεταστεί και/ή αποφασιστεί κατά προτεραιότητα στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης και προτού δοθούν οιεσδήποτε περαιτέρω οδηγίες σε σχέση με τη υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση.

 

4.         Οιανδήποτε άλλη επιπρόσθετη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και/ή δίκαια.

 

       Δικηγορικά Έξοδα, έξοδα επιδόσεως και Φ.Π.Α.

»

 

Στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, υποστηρίζεται πως τα υπό εξέταση θέματα είναι αμιγώς νομικά και η προδικαστική εκδίκασή τους θα εξυπηρετήσει τον πρωταρχικό σκοπό των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Υποστηρίζεται ότι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων δεν έχει δικαιοδοσία καθότι το επίδικο ζήτημα δεν αφορά θέμα κυρίως ή συμπληρωματικό προς την επίδικη θέσμια ενοικίαση. Οι δε αξιώσεις είναι τόσο γενικές και αόριστες που το Δικαστήριο «δεν θα έχει την εξουσία και δυνατότητα να αποφασίσει εάν έχει την αρμοδιότητα να εκδώσει τα αιτούμενα από τον Αιτητή διατάγματα».

(β) Η επίδικη Ένσταση.

Από την άλλη πλευρά, ο Αιτητής διαφωνεί, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους Ένστασης:

«

1.         Η υπό κρίση αίτηση που έχει καταχωρηθεί είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη και αστήρικτη.

2.         Τα αιτούμενα διατάγματα δεν δικαιολογούνται από τα γεγονότα και δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις των Κανονισμών που επικαλούνται οι Αιτητές.

3.         Δεν στοιχειοθετούνται υπό τις περιστάσεις οι υπό του Νόμου ταχθείσες προϋποθέσεις για χορήγηση θεραπείας.

4.         Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την αίτηση του Αιτητή στην κυρίως.

5.         Η καταχώρηση της παρούσας από τον Καθ’ου η Αίτηση στην κυρίως είναι καταχρηστική.

6.         Οι αιτούμενες θεραπείες είναι καταχρηστικές της διαδικασίας (abuse of process) αφού σκοπό έχουν την πρόκληση καθυστέρησης στην διαδικασία και στην απονομή της δικαιοσύνης, κάτι το οποίο ήταν ο εξ΄υπαρχής σκοπός του Καθ’ ου η Αίτηση.

7.         Ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης αντιθέτως με τις οδηγίες του μέρους 12(4) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του μέρους 2023.

»

Μέσω της σχετικής ένορκης του μαρτυρίας που συνοδεύει την Ένσταση, προβάλλει πως «τα αιτούμενα από εμένα διατάγματα συνδέονται άρρηκτα με την ενοικίαση του υποστατικού και είναι παρεμπίπτοντα και/ή συμπληρωματικά των όρων ενοικίασης και οι αιτούμενες θεραπείες πηγάζουν από τους όρους της συμφωνίας ενοικιάσεως ημερομηνίας 30/05/2018», παραπέμποντας στους όρους του επίδικου ενοικιαστήριου.

Επιπλέον, ισχυρίζεται πως η φύση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι τέτοια «ώστε να μην μπορούν να τεθούν με άλλο λεκτικό» καθώς και ότι «ο Αιτητής 1 με την συμπεριφορά του, δηλαδή με την άρνηση του να υπογράψει την εν λόγω αίτηση για χορήγηση της αιτούμενης άδειας βρίσκεται σε παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, οι οποίες διέπουν και την θέσμια ενοικίαση και αυτό που ζητείται είναι η «ειδική εκτέλεση» των όρων αυτών της ενοικίασης».  

(γ) Η ακροαματική διαδικασία.

Η ακροαματική διαδικασία[1] της παρούσας υπόθεσης έλαβε χώρα στις 29/01/2025, με την παράδοση σχετικών γραπτών αγορεύσεων προς το Δικαστήριο.

Αν και έχω μελετήσει με προσοχή τα κείμενα που έχουν παρουσιαστεί, ειδική αναφορά στις εκατέρωθεν θέσεις, θα γίνει μόνο στο μέτρο που κριθεί σκόπιμο.

 

ΙΙΙ.      ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.

Η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας Δικαστηρίου, με βάση τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, προβλέπεται στο Μέρος 12, όπου αναφέρονται τα εξής: 

«

12.1. Διαδικασία αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου

(1) Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί:

(α) να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει την απαίτηση· ή

(β) να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του,

δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ότι στερείται τέτοιας δικαιοδοσίας ή δεν θα πρέπει να ασκήσει οποιαδήποτε δικαιοδοσία δυνατόν να έχει.

(2)      Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει τέτοια αίτηση οφείλει πρώτα να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης σύμφωνα με το Μέρος 10 και να σημειώσει την κατάλληλη επιλογή η οποία υποδηλώνει την πρόθεση αυτή.

(3) Αίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει:

(α)   να υποβάλλεται εντός 14 ημερών από την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης· και

(β)   να υποστηρίζεται από μαρτυρία.

(4) Αν ο εναγόμενος:

(α)     δεν συμμορφωθεί με την παράγραφο (2) ή

(β)     έχοντας συμμορφωθεί με την παράγραφο (2), δεν υποβάλει τέτοια αίτηση εντός της περιόδου η οποία καθορίζεται στην παράγραφο (3),

ο εναγόμενος θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και δεν δύναται να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.

(5)      Η αποδοχή από διάδικο δικαιοδοσίας δεν συνεπάγεται ανάληψη δικαιοδοσίας από δικαστήριο εκεί όπου αυτό στερείται δικαιοδοσίας δυνάμει Νόμου.

(6)      Διάταγμα το οποίο περιέχει αναγνωριστική δήλωση ότι το δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας ή ότι δεν μπορεί να ασκήσει τη δικαιοδοσία του μπορεί επίσης να περιέχει περαιτέρω πρόνοιες περιλαμβανομένων:

(α)     παραμερισμού του εντύπου απαίτησης·

(β)     παραμερισμού της επίδοσης εντύπου απαίτησης·

(γ)      ακύρωσης οποιουδήποτε διατάγματος εκδίδεται πριν από την έγερση απαίτησης ή πριν από την επίδοση εντύπου απαίτησης·

(δ)     αναστολής της διαδικασίας ή/και

(ε)      μεταφοράς της διαδικασίας στο δικαστήριο, το οποίο έχει δικαιοδοσία στον βαθμό στον οποίο αυτό απαιτείται ή επιτρέπεται από νόμο ή κανονισμό.

(7)      Αν κατόπιν αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού το δικαστήριο δεν προβεί σε αναγνωριστική δήλωση σύμφωνα με τον κανονισμό 12.1(6):

(α)     το σημείωμα εμφάνισης παύει να ισχύει·

(β)     ο εναγόμενος δύναται να καταχωρίσει πρόσθετο σημείωμα εμφάνισης εντός 14 ημερών ή εντός τέτοιας άλλης περιόδου ως το δικαστήριο ήθελε διατάξει· και

(γ)      το δικαστήριο εκδίδει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση της υπεράσπισης σε απαίτηση, δυνάμει του Μέρους 7 ή την καταχώριση μαρτυρίας σε απαίτηση δυνάμει του Μέρους 8 στην περίπτωση καταχώρισης πρόσθετου σημειώματος εμφάνισης.

(8)      Αν ο εναγόμενος καταχωρίσει πρόσθετο σημείωμα εμφάνισης σύμφωνα με την παράγραφο (7)(β), θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, εκτός αν ταυτόχρονα ο εναγόμενος έχει επιφυλάξει ρητώς το δικαίωμα έφεσης.

(9)      Αν ο εναγόμενος υποβάλει αίτηση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οφείλει να καταχωρίσει και επιδώσει τη γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη μαζί με την αίτηση, πλην όμως δεν χρειάζεται πριν από την ακρόαση της αίτησης να καταχωρίσει:

(α)     σε περίπτωση απαίτησης κάτω από το Μέρος 7, υπεράσπιση, ή

(β)     σε περίπτωση απαίτησης κάτω από το Μέρος 8, οποιαδήποτε άλλη γραπτή μαρτυρία.

»

Σχετικά είναι και τα ακόλουθα αναφερόμενα στο Μέρος 3 (Εξουσίες δικαστηρίου σε σχέση με τη διαχείριση υποθέσεων και εξόδων) των ίδιων  Κανονισμών:

«

(2) Εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στους παρόντες κανονισμούς, το δικαστήριο δύναται:

[….]

(κ)      να αποκλείει ζήτημα από εξέταση·

(λ)      να απορρίπτει ή να εκδίδει απόφαση επί απαιτήσεως μετά από απόφαση επί προδικαστικού ζητήματος·

(μ)      να πραγματοποιεί οποιοδήποτε άλλο βήμα ή να εκδίδει οποιοδήποτε άλλο διάταγμα με σκοπό τη διαχείριση της υπόθεσης και την προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού, περιλαμβανομένης της υλοποίησης ενεργειών με στόχο την υποβοήθηση των διαδίκων στη διευθέτηση της υπόθεσης.

3.3. Εξουσία διαγραφής δικογράφου

(1)      Στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό 3.4, αναφορά σε δικόγραφο περιλαμβάνει αναφορά και σε μέρος δικογράφου.

(2)      Το δικαστήριο δύναται να διαγράψει δικόγραφο αν διαπιστώσει ότι:

(α)      το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης·

(β)      το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας· ή

(γ)      υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.

(3)      Όταν το δικαστήριο διαγράφει δικόγραφο, δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε παρεπόμενο διάταγμα θεωρεί κατάλληλο.

(4) Όταν:

(α)      το δικαστήριο έχει διαγράψει δικόγραφο του ενάγοντα·

(β)      ο ενάγων έχει διαταχθεί να καταβάλει έξοδα στον εναγόμενο· και

(γ)      προτού ο ενάγων καταβάλει αυτά τα έξοδα, καταχωρίζει νέα απαίτηση εναντίον του ίδιου εναγόμενου, η οποία προκύπτει από γεγονότα τα οποία είναι ταυτόσημα ή ουσιωδώς ταυτόσημα με εκείνα τα οποία σχετίζονται με την απαίτηση στην οποία διαγράφηκε το δικόγραφο, το δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση τού εναγόμενου, να αναστείλει τη νέα αυτή απαίτηση μέχρι να καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης απαίτησης.

(5)      Η παράγραφος (2) δεν περιορίζει οποιαδήποτε άλλη εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού.

(6)      Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει του Μέρους 24 μπορεί να καταχωριστεί και εκδικαστεί ταυτόχρονα με αίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

»

Ό,τι προαναφέρεται, αντικατοπτρίζει τη δικονομική μετεξέλιξη της 3ης παράγραφου της Διαταγής 27[2] των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, η οποία και εκείνη ήταν ουσιαστικά αναπαραγωγή της Διαταγής 24. θ. 5 των αντίστοιχων  παλαιών αγγλικών Θεσμών. Πρόκειται δηλαδή για εξουσία απόρριψης, όταν δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής. Η εμβέλεια της εν λόγω διαταγής σχολιάσθηκε στη CYPROMAN SERVICES LTD ν. Martin JOHN COWARD Πολ. Έφεση αρ. 140/2012, ημερομ. 04/04/2018, ECLI:CY:AD:2018:A162, όπου μεταξύ άλλων, λέχθηκαν τα εξής:

«

Πρόκειται δε για εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο σε απλές και έκδηλες περιπτώσεις  όπου το δικόγραφο κρίνεται ως αναντίλεκτα ανυπόστατο και που το ελάττωμα δεν μπορεί να θεραπευθεί με εύλογη τροποποίηση.

»

IV.     ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.

Με βάση τα προαναφερόμενα, τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι τα εξής.

Κατ’ αρχάς, η παρούσα Αίτηση δεν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα ως προς τη δικονομική της επάρκεια. Τα προβλεπόμενα στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, εφαρμόζονται μόνο αναλογικά[3] στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.  Δοθέντος λοιπόν ότι σε αυτή τη δικαιοδοσία δεν υπάρχει πρόβλεψη για καταχώριση σημειώματος εμφάνισης, δεν τίθεται θέμα μη συμμόρφωσης με το Μέρος 12(4) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Ο λόγος Ένστασης αρ. 7, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Προχωρώντας στην ουσία, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι το εάν ο Ενοικιαστής, με βάση το περιεχόμενο της εναρκτήριας αίτησής του, καταδεικνύει αγώγιμο δικαίωμα (cause of action)[4] εναντίον των Καθ’ ων 1 και 2. Το «αγώγιμο δικαίωμα» σημαίνει εκείνα τα αναγκαία γεγονότα, ανεξαρτήτως της νομικής επένδυσής τους,[5] που η ύπαρξη και η απόδειξή τους, παρέχει δικαίωμα σε ένα άτομο να εξασφαλίσει από το Δικαστήριο θεραπεία εναντίον ενός άλλου προσώπου.

Με βάση λοιπόν αυτό το πλαίσιο, η Καθ’ ης 2 θα είχε locus standi στην παρούσα διαδικασία, εάν ήταν η ίδια ιδιοκτήτρια, ή εάν έστω το επίδικο θέμα αφορούσε το πλεονέκτημα που κατέχει επί του ακινήτου, ήτοι το δικαίωμά της για την είσπραξη των ενοικίων. Εδώ όμως δεν πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση. Διότι, όπως και εάν ιδωθεί το ζήτημα, το δικό της περιορισμένο δικαίωμα δεν μπορεί να εξισωθεί προς την, κατά τα λοιπά, ευρεία ερμηνεία[6] της ιδιοκτησιακής ιδιότητας, δυνάμει του άρθρου 2 του Νόμου.  Εν προκειμένω, η Καθ’ ης 2 κατέχει απλά ένα εμπράγματο δικαίωμα, συγκεκριμένα μια περιορισμένου και προσδιορισμένου είδους  επικαρπία,[7] εντελώς διακριτή προς τις ιδιοκτησιακές υποχρεώσεις που αφορούν την παρούσα διαδικασία, η οποία της δίδει δικαίωμα να προσπορίζεται το ανάλογο όφελος επί του Υποστατικού και τίποτα περισσότερο. Δεν μπορεί να υπογράψει οποιαδήποτε έγγραφα για την αλλαγή της χρήσης του Υποστατικού. Κατά συνέπεια, εσφαλμένα η επίδικη Εναρκτήρια Αίτηση κινήθηκε εναντίον της και καλώς ζητείται σήμερα η απόρριψη της εναντίον της διαδικασίας.

Διαφορετικά όμως είναι τα πράγματα ως προς τον Καθ’ ου 1. Όσον αφορά αυτόν, η περίπτωση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, ώστε να δικαιολογείται η χρησιμοποίηση αυτού του δραστικού μέτρου. Όπως εξηγείται στην Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 1958 στη σελίδα 575, εφόσον αποκαλύπτεται έστω «some cause of action» ή το αίτημα «raise some question fit to be decided», το γεγονός ότι πρόκειται για μια υπόθεση αδύναμη που πιθανότητα δεν θα έχει θετική κατάληξη, δεν αρκεί για την απόρριψη της υπόθεσης σε αυτό το στάδιο[8]. Οι νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023, δεν εμπεριέχουν οτιδήποτε που να διαφοροποιεί τις εν λόγω νομικές αρχές.  Επί της ουσίας του αιτήματος, αρκούμαι μόνο να συμπληρώσω πως ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το σχετικό βάρος απόδειξης. Ούτε καν το επίδικο ενοικιαστήριο έγγραφο δεν έχει παρουσιαστεί προς το Δικαστήριο, προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης.[9] Μήτε η επικαλούμενη αοριστία της αιτούμενης θεραπείας συνιστά καλό και, κυρίως, αυτοτελή λόγο για την απόρριψη της Κυρίως Αίτησης σε αυτό το αρχικό στάδιο της υπόθεσης.  

Ούτε η θέση της ιδιοκτησιακής πλευράς ότι το Δικαστήριο, στερείται γενικώς, εξουσίας να εκδώσει διατάγματα της αιτούμενης φύσης γίνεται αποδεκτή. Αντιθέτως, πρόκειται, ευσεβάστως, για ισοπεδωτική προσέγγιση, δίχως να βασίζεται σε οποιανδήποτε νομοθετική πρόβλεψη, ή σε κάποιο νομολογιακό προηγούμενο.

Υπενθυμίζεται πως η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων εκπηγάζει από το άρθρο 4(1) του Νόμου,[10] προσδιορίζεται στο άρθρο 2 αυτού και εκτείνεται σε κάθε θέμα που αφορά θέσμιες[11] ενοικιάσεις[12] και τους όρους αυτών,[13] καθώς και σε κάθε θέμα παρεμπίπτον ή συναφές προς τούτες τις προστατευόμενες σχέσεις μεταξύ ιδιοκτήτη και ενοικιαστή. Οι εξουσίες του Δικαστηρίου, όπως προσδιορίζονται στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο, δεν συνεπάγονται  αυτοπεριορισμούς[14] του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Εξ ου, το παρόν Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδίδει, στην κατάλληλη περίπτωση, πάσης φύσεως διατάγματα[15] που προβλέπονται σε διάφορα νομοθετήματα, όπως για παράδειγμα τον περί Δικαστηρίων Νόμο Ν.14/60 και τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6 διασφαλίζοντας, μεταξύ άλλων, αφενός, την υποχρέωση για υπακοή στις αποφάσεις του, και αφετέρου, την δέουσα εκτέλεση των διαταγμάτων του.

Ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος επενεργεί επί των νόμιμων[16] συμβατικών ρυθμίσεων, δεν τις καταλύει. Η δυνατότητα αυτού του Δικαστηρίου να διατάξει την τήρηση των ρητών, καθώς και των εξυπακουόμενων όρων των συμβατικών σχέσεων που υπάγονται σε αυτό, συνιστά εκ των ων ουκ άνευ εξουσία σε αυτή τη δικαιοδοσία και αναπόσπαστο κομμάτι της εύρυθμης και αποτελεσματικής του λειτουργίας. Συνεπακόλουθα, η δυνατότητα έκδοσης όλων των σχετικών και συναφών με την παρούσα δικαιοδοσία διαταγμάτων, όπως αναγνωριστικά, διηνεκή[17] και απαγορευτικά που σχετίζονται με την τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων, καθώς και την αποτροπή αντίθετων συμπεριφορών, έχει προ πολλού[18] αναγνωριστεί. Οι διευρυμένες εξουσίες που διαθέτει το παρόν Δικαστήριο αντικατοπτρίζονται και στο άρθρο 16 του Νόμου, το οποίο αναφέρει τα εξής:

«

Εις πάσαν αίτησιν γενομένην δυνάμει του Μέρους τούτου το Δικαστήριον δύναται κατά την κρίσιν του να διατάξη όπως, επιπροσθέτως ή εις αντικατάστασιν παντός άλλου διατάγματος το οποίον ήθελεν εκδώσει το Δικαστήριον, εκάτερος διάδικος συμμορφωθή προς οιουσδήποτε όρους, περιλαμβανομένης της πληρωμής υπό του ενός διαδίκου προς τον έτερον οιουδήποτε υπ’ αυτών συμφωνηθέντος ποσού, το οποίον το Δικαστήριον ήθελε θεωρήσει πρέπον να επιβάλη διά να δώση νομικήν ισχύν εις τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

»

Δεν χρειάζεται να λεχθεί κάτι άλλο.

Αρκεί ό,τι έχει προαναφερθεί.

Η Αίτηση θα πετύχει μόνο όσον αφορά την Καθ’ ης 2.

V.      ΚΑΤΑΛΗΞΗ.

Ως εκ των ανωτέρω, η επίδικη αίτηση επιτυγχάνει, όσον αφορά την Καθ’ ης 2 και απορρίπτεται όσον αφορά τον Καθ’ ου 1.  

Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο η Κυρίως Αίτηση, όσον αφορά μόνο την Καθ’ ης 2, απορρίπτεται, ως μη αποκαλύπτουσα αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της.

Δεδομένης της έκβασης της αίτησης, με βάση τις σχετικές επί του θέματος αρχές,[19] το ήμισυ των εξόδων της παρούσας Αίτησης, όσο και τα υπόλοιπα έξοδα της μέχρι σήμερα εναντίον της διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης 2.

Όσον αφορά το υπόλοιπο ½ των εξόδων της παρούσας αίτησης, αυτά επιδικάζονται εναντίον του Καθ’ ου 1, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της Κυρίως Αίτησης.   

 

 

(Υπ.)………………………………………….

Γ. Χρ. Παγιάσης

Πρόεδρος

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Γραμματέας



[1] Σημειώνεται ότι, επειδή η υπό εξέταση αίτηση αφορά αμιγώς νομικό ζήτημα που δεν άπτεται της ουσίας της υπόθεσης, κατ’ εφαρμογή των διαλαμβανομένων στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο και τους σχετικούς περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικούς Κανονισμούς, αποφάσισα ότι η παρουσία Παρέδρων δεν είναι αναγκαία και το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση.

[2] Όπου αναφέρεται: «The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.»

[3] Δείτε: Κανονισμό 12 του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1983,  και Κανονισμό 60.3 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

[4] Δείτε: Halsbury's Laws of England/Civil Procedure (Volume 11 (2015), paras 1-503 Basic Procedural Provisions/(1) Basic Definitions Used in Procedure/115. Cause of action.

[5] Δείτε: Spencer bower and Handley, Res Judicata, 5η έκδοση, Κεφ. 7, Cause of Action Estoppel, σελ. 97 κ.ε, Letang v. Cooper [1964] 2 All ER 929, Alexandros Evangelou Camera House v. Minerva Finance & Investment Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1734, Ξενοφώντος ν. Αναστασίου Πολιτική Έφεση αρ. 332/2012, ημερομηνίας 23/11/2018 και Γεωργίου νΤηλεμάχου, Πολιτική Έφεση Ε41/2013, ημερομηνίας 18/10/2018.

[6] Συγκεκριμένα στον Νόμο, ως «ιδιοκτήτης» προσδιορίζεται «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον, πλην του ενοικιαστού, το οποίον δικαιούται ή θα εδικαιούτο, άνευ των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εις κατοχήν ακινήτου, και εν περιπτώσει υπενοικιάσεως, ενοικιαστήν όστις υπενοικιάζει το ακίνητον ή οιονδήποτε μέρος τούτου». Δείτε επίσης: Μιχαηλίδης ν Σκαμπίλας (2001) 1Β Α.Α.Δ 1290, Ιωάννης Κότσαπα & Υιοί ν. Κυπριανού (2001) 1Α Α.Α.Δ 261 και Chrystalla Demetriou a.a. v. Savvas Ioannides (1982) 1 Α.Α.Δ. 16.

[7] Στην Κύπρο η επικαρπία βασίζεται στα άρθρα 11(1)(ζ), 12(1) και 55 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμου - Κεφ. 224 και εγγράφεται στο Κτηματολόγιο με βάση τις σχετικές διαδικαστικές διατάξεις του εν λόγω νόμου. Οι καταβολές τις εν λόγω έννοιας, προφανώς, σχετίζονται με το Ελληνικό Δίκαιο καθότι στην Αγγλία φαίνεται να ισχύουν άλλες, ιδιαίτερες, ρυθμίσεις. Η εγγύτερη έννοια κατά το αγγλικό δίκαιο είναι το λεγόμενο “profits a prendre” το οποίο όμως εκεί δεν θεωρείται δουλεία. Για περισσότερα, δείτε συναφώς, Gale on Easements, 18η Έκδοση - Easements and profits a prendre, παρ. 1- 02, σελ. 4 και παρ. 1-41 σελ. 86. Στα άρθρα 1142 -1191 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, κωδικοποιούνται οι εκεί εφαρμοζόμενες με το ζήτημα αρχές. Ειδικά, στο άρθρο 1142, η έννοια της επικαρπίας ορίζεται ως εξής: «Η προσωπική δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του». Αν και στον ημεδαπό περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμο δεν εντοπίζονται εξιδεικευμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, συνάγεται ότι η επικαρπία αποτελεί προσωπική δουλεία και περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα. Με τη σύστασή της, όπως και στην Ελλάδα, ο επικαρπωτής επωφελείται την αποκλειστική δυνατότητα για κατοχή, χρήση και εκμετάλλευση του αντικείμενου της επικαρπίας. Ο ιδιοκτήτης διατηρεί τη ψιλή κυριότητα και τα απορρέοντα εξ’ αυτής δικαιώματα, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα πώλησης του ακινήτου και για ενέργειες προς προστασία της ακεραιότητας του εμπράγματου δικαιώματος.

[8] Δείτε: Moore v. Lawson 31, T.L.R. 418.

[9] Για τη σημασία των όρων σύμβασης ενοικίασης, δείτε, μεταξύ άλλων: Σύγγραμμα Woodfall, Κεφ. 6 – Restrictions on Use (A) και Περιφεριακή Ομάδα Παραγωγών Δευτεράς κ.α. ν Εκτυπώσεις Υφασμάτων Αδελφοί Θεοδώρου Λιμιτεδ Πολιτική Έφεση αρ. 251/2013 κ.α., ημερομηνίας 05/07/2019, ECLI:CY:AD:2019:A278.

[10] Το υπό αναφορά άρθρο 4(1) του Νόμου, έχει ως εξής: «Καθιδρύονται Δικαστήρια Ελέγχου Ενοικιάσεων ο αριθμός των οποίων  δεν θα υπερβαίνη τα τρία επί σκοπώ επιλύσεως, μεθ’ όλης της λογικής ταχύτητος, των εις αυτά αναφερομένων διαφορών των αναφυομένων επί οιουδήποτε θέματος εγειρομένου κατά την εφαρμογήν του παρόντος Νόμου συμπεριλαμβανομένου παντός παρεμπίπτοντος ή συμπληρωματικού θέματος.»

[11] Ως «θέσμια», χαρακτηρίζεται η συμβατική ενοικίαση επί της οποίας έχει επενεργήσει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος με αποτέλεσμα η εν λόγω ιδιωτική σχέση μεταξύ των συμβαλλομένων να μην μπορεί πλέον να λειτουργεί σε αντίθεση με τα νομοθετικά προβλεπόμενα.

[12] Όσον αφορά την έννοια της «ενοικίασης» αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του Νόμου, όπου αναφέρονται τα εξής: «ενοικίασις» σημαίνει ενοικίασιν, είτε έγγραφον ή άλλως, ή κατοχήν ακινήτου, δυνάμει της οποίας δημιουργείται η σχέσις ιδιοκτήτου και ενοικιαστού αλλά δεν περιλαμβάνει ενοικίασιν γης χρησιμοποιουμένην διά γεωργικούς σκοπούς ή ενοικίασιν σταθμών διά την πώλησιν πετρελαιοειδών ή ενοικίασιν χώρου σταθμεύσεως μηχανοκινήτων οχημάτων, ή ενοικίασιν επιπλωμένων κατοικιών ή διαμερισμάτων βραχυτέραν των εξ μηνών ή ενοικίασιν ξενοδοχείων, ξενοδοχειακών μονάδων ή τουριστικών καταλυμάτων.»

[13] Δείτε: Ν. Κυθρεώτης κ.α. v. Α. Μιχαηλίδη MilingtonWard (2001) 1Β Α.Α.Δ 1480.

[14] Δείτε: Αναφορικά με την Αίτηση της D. COUVAS & SONS LTD, Αίτηση αρ. 102/23, ημερ. 01/09/23, ECLI:CY:AD:2023:D269.

[15] Ενδεικτικά, δείτε: το άρθρο 34 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 

[16] Δείτε: άρθρο 27(1) του Νόμου και ειδικά την αναφορά «…εφ’ όσον ούτοι είναι σύμφωνοι προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου..».

[17] Δείτε: Σύγγραμμα των Γ. Ερωτοκρίτου & Π. Αρτέμη, «Διατάγματα, Εκδ. 2016, Κεφ. 10: Διατάγματα σε διάφορους τομείς δικαίου, Β. Ενοικιοστάσιο», σελ. 291.

[18]Δείτε: Ακίνητα Ν. & Κ. Αγρότης Λτδ ν. Δημητρίου (1997) 1Β Α.Α.Δ. 863.

[19] Η επιδίκαση εξόδων σε τούτη τη δικαιοδοσία διέπεται από τον Κανονισμό 13(β) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 1983 και τη σχετική νομολογία (μεταξύ άλλων: KATSIANTONIS v FRANTZESKOU (1981) 1 CLR 566), Χάσικος ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 Α.Α.Δ, 389, Θρασυβούλου v. Arto estate Ltd (1983) 1 Α.Α.Δ 12, MIB MARIAKO LTD κ.α. v. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΡΟΥ (2013) 1Α Α.Α.Δ 508.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο