ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ – ΠΑΦΟΥ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου
Α. Γεωργίου και Α. Κωστή, Παρέδρων
Αίτηση αρ.: Κ73/2024
Μεταξύ:
1. ΑΝΤΡΗ ΖΑΧΑΡΙΑ, από τη Λεμεσό
2. ΓΙΑΝΝΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, από τη Λεμεσό
3. ΝΙΤΣΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, από τη Λεμεσό
Αιτητών
και
ΝΙΚΟΛΑ ΟΥΚΑ, από τη Λεμεσό
Καθ’ ου η Αίτηση
Ημερομηνία: 30/09/2025
Για τους Αιτητές: κα Χ. Μιχαήλ για C. HADJICOSTI L.L.C.
Για τον Καθ’ ου η Αίτηση: κα Μ. Τζιούτ για ΗΛΙΑ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. ΕΠΙΔΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ / ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ.
(α) Εισαγωγή.
Το επίδικο ζήτημα αφορά ένα κατάστημα που βρίσκεται επί των οδών Αγίας Ζώνης & Θεσσαλονίκης στη Λεμεσό, το οποίο λειτουργεί ως ινστιτούτο αισθητικής (στο εξής: το «Υποστατικό»).
Δυνάμει της έγγραφης και πλέον λήξασας συμφωνίας ενοικίασης ημερομηνίας 09/01/2017 (στο εξής: το «Ενοικιαστήριο»), η Αιτήτρια 1 στην παρούσα κατέστη η ενοικιάστρια του Υποστατικού (στο εξής: η «Ενοικιάστρια») και οι Αιτητές 2 και 3 εγγυήθηκαν την τήρηση των υποχρεώσεών της (στο εξής: οι «Εγγυητές»). Όλοι μαζί οι Αιτητές, στο εξής, για σκοπούς ευκολίας, θα προσδιορίζονται και ως οι «Ενοικιαστές»).
Ο Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος στο εξής θα προσδιορίζεται ως ο «Ιδιοκτήτης», είναι ο νέος ιδιοκτήτης του Υποστατικού, το οποίο αγόρασε πρόσφατα, ήτοι στις 06/02/2024, υποκαθιστώντας τους προηγούμενους ιδιοκτήτες στα δικαιώματα που απορρέουν εκ του επίδικου Ενοικιαστηρίου.
Στους μήνες που ακολούθησαν την αλλαγή στο καθεστώς ιδιοκτησίας, δεν κατέστη δυνατό να υπάρξει συνεννόηση μεταξύ των διαδίκων για την ομαλή συνέχιση της μεταξύ τους ενοικιαστικής σχέσης, με αναπόφευκτη συνέπεια τη λήψη από τον Ιδιοκτήτη δικαστικών μέτρων. Ειδικότερα, στις 07/08/2024 καταχωρήθηκε η Αίτηση Έξωσης Ε86/24 του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού – Πάφου, τμήματος Λεμεσού, όπου στις 16/10/2024 εκδόθηκε τελική απόφαση (στο εξής: η «προσβαλλόμενη Απόφαση»), υπέρ του Ιδιοκτήτη και εναντίον των Ενοικιαστών. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε στην απουσία των Ενοικιαστών, οι οποίοι δεν καταχώρησαν Απάντηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από την επίδοση σε αυτούς της αντίστοιχης κυρίως αίτησης.
Εκ των υστέρων, συγκεκριμένα στις 08/11/2024, η ενοικιαστική πλευρά προχώρησε στην καταχώριση της υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο παρούσας αίτησης Παραμερισμού, εδράζοντας το αίτημά της στους ακόλουθους νομικούς ισχυρισμούς, κατ’ επίκληση προφανώς, των διαλαμβανομένων στο άρθρο 6 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου (Ν.23/1983):
· Ότι η απουσία των Ενοικιαστών από την προγενέστερη διαδικασία, δεν οφειλόταν σε οποιανδήποτε δική τους παράλειψη ή αμέλεια.
· Υπάρχει διαθέσιμη μαρτυρία που δεν ήταν δυνατό να παρουσιαστεί νωρίτερα.
· Η προσβαλλόμενη απόφαση εξασφαλίστηκε συνεπεία απάτης/δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή ουσιώδους λάθους.
(β) Δικόγραφα.
Ως προς τα γεγονότα, οι Αιτητές βασίζουν το αίτημα σε διάφορους ισχυρισμούς. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται πως η Αιτήτρια 1 είχε ξοφλήσει πλήρως, πριν την επίδοση της αίτησης που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Υποστηρίζεται, ακόμη, πως η Αιτήτρια 3 είναι μεγάλης ηλικίας και πάσχει από ασθένεια που την καθιστά γνωσιακά ανεπαρκή για να χειριστεί τις υποθέσεις της. Επιπλέον, αμφισβητείται το ύψος του εξ αποφάσεως χρέους, επί του ισχυρισμού ότι το ύψος του ενοικίου, δυνάμει προφορικής συμφωνίας ανέρχεται στα €680 μηνιαίως [αντί στο συμβατικά προβλεπόμενο ποσό των €1.007,45 μηνιαίως].
Στην Απάντησή του, ο Ιδιοκτήτης αμφισβητεί λεπτομερώς όλους τους ισχυρισμούς της ενοικιαστικής πλευράς. Υποστηρίζει συναφώς ότι οι επιδόσεις στους Αιτητές έγιναν νομότυπα. Προσάπτει σε αυτούς κακοπιστία, αδιαφορία και αδικαιολόγητη καθυστέρηση για να λάβουν τα ενδεδειγμένα διαβήματα προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους. Αναφέρεται και στο περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων που μεσολάβησαν με τους Ενοικιαστές, αφότου αγόρασε το Υποστατικό, για να τονίσει τη δική του διαλλακτική προσέγγιση, έναντι της στάσης και συμπεριφοράς των αντιδίκων του. Ουδεμία απάτη ή ψευδής παράσταση έγινε εκ μέρους του. Το Δικαστήριο είχε ενημερωθεί πλήρως για όλες τις πληρωμές που διενεργήθηκαν από τους Ενοικιαστές. Αμφισβητεί την ύπαρξη της επικαλούμενης προφορικής συμφωνίας για μείωση του ενοικίου, λέγοντας, παράλληλα ότι ο ισχυρισμός αυτός των Ενοικιαστών ήταν εις γνώση του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, εξόφληση δεν υφίσταται και παραπέμποντας στους όρους του Ενοικιαστήριου, επιμένει για την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
ΙΙ. Η ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ.
Η ακρόαση της υπόθεσης έγινε με την καταχώριση έγγραφης μαρτυρίας. Δεν υποβλήθηκαν αιτήματα για αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.
Ακολούθως, θα προσπαθήσω να συνοψίσω την παρουσιασθείσα μαρτυρία σε ό,τι κρίνω πως είναι σημαντικό ως προς τα ουσιαστικά επίδικα ζητήματα, παραλείποντας αναφορές σε μαρτυρία η οποία είτε αποτελεί κοινό τόπο,[1] είτε δεν έχει ιδιαίτερη αξία ως προς την αιτιολόγηση της παρούσας απόφασης.
Τονίζω ακόμη ότι, παρόλο που έχω μελετήσει με προσοχή το σύνολο της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί και έχω προβεί στις σχετικές αντιπαραβολές όπου έκρινα αναγκαίο, για σκοπούς οικονομίας δεν θα αναφερθώ σε κάθε ένα ζήτημα και ή τεκμήριο ξεχωριστά, παρά μόνο σε ό,τι κρίνω ότι έχει ειδική βαρύτητα προς αιτιολόγηση της παρούσας απόφασης.
(α) Η μαρτυρία των Ενοικιαστών.
Μαρτυρία εκ μέρους των Αιτητών, έδωσε η Ενοικιάστρια/Αιτήτρια 1. Παρουσίασε το Ενοικιαστήριο και ισχυρίστηκε ότι το ενοίκιο ήταν στα €680,00 μηνιαίως, κατόπιν προφορικής συμφωνίας με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Αναφέρθηκε στις διαπραγματεύσεις που έγιναν αφότου ο Καθ’ ου κατέστη ο Ιδιοκτήτης του Υποστατικού. Η Αιτήτρια 3 είναι η πεθερά της και εγγυήτρια στο Ενοικιαστήριο. Λόγω ηλικίας και προβλήματος υγείας είναι μη ικανή να χειρίζεται τις υποθέσεις της. Παρουσιάζει σχετικά, ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 30/10/2024.
Διατείνεται ότι, ενώ είχε ήδη ξοφλήσει όλα τα οφειλόμενα ενοίκια, της επιδόθηκε η αίτηση που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και αμέσως αποτάθηκε στους υφιστάμενους δικηγόρους της, οι οποίοι, την επόμενη ημέρα, στις 11/09/2024 ενημέρωσαν μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος τους αντιδίκους τους, για την πρόθεσή τους να καταχωρήσουν Απάντηση. Παράλληλα, επιχείρησαν, κατ’ επανάληψη, να επικοινωνήσουν με τον προηγούμενο της δικηγόρο, ο οποίος την είχε εκπροσωπήσει κατά το στάδιο των προηγηθεισών διαπραγματεύσεων, με σκοπό να ενημερωθούν για ό,τι είχε λάβει χώρα τότε, δίχως όμως αποτέλεσμα. Η ίδια απουσίαζε στο εξωτερικό για σοβαρούς προσωπικούς λόγους. Όταν επέστρεψε, συγκέντρωσε τα στοιχεία που της ζήτησαν οι δικηγόροι της, οι οποίοι στις 29/10/2024 επιχείρησαν να καταχωρήσουν Απάντηση που όμως απορρίφθηκε, διότι είχε ήδη εκδοθεί απόφαση εις βάρος τους. Χαρακτηρίζει ύπουλη τη συμπεριφορά του Ιδιοκτήτη, διότι τα ενοίκια ήταν πληρωμένα και η απουσία της ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει απόφαση εναντίον της. Με τον τρόπο που ενήργησε ο Ιδιοκτήτης, της στέρησε τη δυνατότητα να παρουσιάσει στο Δικαστήριο μαρτυρία των προηγούμενων ιδιοκτητών, αναφορικά με το πραγματικό ύψος του ενοικίου. Η απουσία της από την προηγούμενη διαδικασία, δεν οφείλεται σε οποιανδήποτε αμέλεια ή παράλειψη της ίδιας, αλλά ήταν λόγω της απουσίας της στο εξωτερικό, για σοβαρό λόγο και επειδή προσπαθούσε να συγκεντρώσει στοιχεία για τους δικηγόρους της.
(β) Η μαρτυρία του Ιδιοκτήτη.
Στη δική του μαρτυρία, ο Ιδιοκτήτης αναπτύσσει τη δική του, εντελώς διαφορετική εκδοχή των γεγονότων. Παρουσιάζει στοιχεία προς απόδειξη της ιδιοκτησίας του Υποστατικού και παραθέτει τη δική του εκδοχή των γεγονότων σε σχέση με το ιστορικό των διαπραγματεύσεων που προηγήθηκαν, παρουσιάζοντας σχετική αλληλογραφία και επιχειρώντας να καταδείξει ότι είναι η πλευρά των Ενοικιαστών που δεν ήταν συνεργάσιμη, οδηγώντας τον στη λήψη νομικών μέτρων. Δέχεται ότι στις 27/08/2024 έλαβε μια πληρωμή ύψους €4.080 και ότι κατά καιρούς ακόμα 8 πληρωμές προς €680 έκαστη, αλλά κανένα άλλο ποσό. Το συνολικά οφειλόμενο με βάση το Ενοικιαστήριο και την τελική δικαστική απόφαση ανέρχεται στις €16.119,20, που σημαίνει πως έως τον Μάιο του 2025 παραμένει υπόλοιπο €7.279.20.
Αναφερόμενος στην πορεία της όλης διαδικασίας και παραπέμποντας στον χρόνο που μεσολάβησε για να καταχωρηθεί η παρούσα Κυρίως Αίτηση, υποστηρίζει πως οι Ενοικιαστές δεν έδειξαν ενδιαφέρον για την υπόθεσή τους. Το ηλεκτρονικό μήνυμα που έστειλαν στις 11/09/2024, απεστάλη σε ηλεκτρονική διεύθυνση που δεν χρησιμοποιεί η δικηγόρος του και δεν περιήλθε εις γνώση της κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εν πάση περιπτώσει, ως τον ενημέρωσε η δικηγόρος του, η αποστολή του εν λόγω μηνύματος δεν έχει οποιανδήποτε νομική υπόσταση.
Απορρίπτει κατηγορηματικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα είτε κακής επίδοσης, είτε απάτης, είτε απόκρυψης ουσιαστικών γεγονότων από το Δικαστήριο. Προέβη σε πλήρη αποκάλυψη όλων των δεδομένων προς το Δικαστήριο στο πλαίσιο της σχετικής ένορκης δήλωσης απόδειξης που είχε τότε καταχωρίσει. Το Δικαστήριο γνώριζε κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του και για τον ισχυρισμό των Ενοικιαστών ότι το ενοίκιο είναι χαμηλότερο, ισχυρισμό τον οποίο απέρριψε. Αναφέρεται σε διάφορους ισχυρισμούς της Ενοικιάστριας τους οποίους χαρακτηρίζει ως ψευδείς. Καταλήγει ότι η μαρτυρία που παρουσίασε η ενοικιαστική πλευρά είναι ανεπαρκής για να υποστηρίξει το αίτημα για παραμερισμό της προσβαλλόμενης απόφασης και ως εκ τούτου, ζητεί την απόρριψή της.
(γ) Οι Αγορεύσεις.
Ακολούθως, οι συνήγοροι των διαδίκων, παρουσίασαν στο Δικαστήριο τις σχετικές γραπτές τους επιχειρηματολογίες, στο ειδικό περιεχόμενο των οποίων θα αναφερθώ, εφόσον κρίνω σκόπιμο, κατά το στάδιο των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου. Η τελική απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε στις 19/06/2025.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για τη σύντομη ολοκλήρωση της διαδικασίας καθοριστική ήταν η εποικοδομητική στάση των συνηγόρων των διαδίκων, που συμφώνησαν να μην επιμένουν στην προώθηση άλλων ενδιάμεσων αιτήσεων και να ακουστούν απευθείας επί της ουσίας, υποβοηθώντας έτσι στην εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου και εξόδων.
ΙΙΙ. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.
Η νομιμοποιητική βάση της επίδικης αίτησης, εδράζεται στο άρθρο 6 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, το οποίο προβλέπει τα εξής:
«
6. Διάταγμα ή απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος Νόμου δύναται κατόπιν αιτήσεως να αναθεωρηθή, να τροποποιηθή ή να ακυρωθή υπό του Δικαστηρίου εις τας ακολούθους περιπτώσεις:
(α) Εις περίπτωσιν καθ’ ην τα γεγονότα της υποθέσεως τα επηρεάζοντα το ζήτημα του ενοικίου μετεβλήθησαν ουσιαστικώς ή εσημειώθη ουσιαστική μεταβολή περιστάσεων από της εκδόσεως του διατάγματος ή απόφασης·
(β) εις περίπτωσιν καθ’ ην το διάταγμα ή απόφαση επετεύχθη συνεπεία οιασδήποτε απάτης, ψευδών παραστάσεων ή ουσιώδους λάθους·
(γ) εις περίπτωσιν καθ’ ην υπάρχει διαθέσιμος νέα μαρτυρία ουσιαστικής φύσεως ήτις δεν ηδύνατο να προσαχθή διά της ασκήσεως ευλόγου επιμελείας όταν το διάταγμα ή απόφαση εξεδόθη·
(δ) εις περίπτωσιν καθ’ ην το διάταγμα ή απόφαση εξεδόθη εν τη απουσία του διαδίκου, η απουσία του οποίου δεν ωφείλετο εις οιανδήποτε παράλειψιν ή αμέλειαν εκ μέρους του.
(ε) σε περίπτωση κατά την οποία εκδόθηκε διάταγμα έξωσης βάσει του άρθρου 11(1), (στ), (ζ), (η) και ο ιδιοκτήτης μέσα σε εύλογο χρόνο από την παράδοση της κατοχής δεν υλοποίησε τους λόγους της έξωσης.
»
Ως σαφώς προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, η ικανοποίηση του Δικαστηρίου περί στοιχειοθέτησης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης,[2] που ισχύει γενικότερα στις πολιτικές υποθέσεις, δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για αναθεώρηση, τροποποίηση ή ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος στην παρούσα Δικαιοδοσία με βάση το προπαρατεθέν άρθρο 6 του Νόμου. Συνακόλουθα, η στοιχειοθέτηση των αναφερόμενων στο άρθρο 6(β) του Νόμου προϋποθέσεων της «απάτης» ή των «ψευδών παραστάσεων»[3] κινείται σε ουσιωδώς υψηλότερο και αυστηρότερο[4] πλαίσιο από την απλή διαπίστωση ύπαρξης «συζητήσιμης υπόθεσης». Σημειώνεται ότι, επειδή οι έννοιες της «απάτης», των «ψευδών παραστάσεων» και της «αποκρύψεως ουσιαστικών γεγονότων» δεν προσδιορίζονται στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο, εφαρμόζονται[5] τα άρθρα 17 και 18[6] του περί Συμβάσεων Νόμου - Κεφ. 149. Στη Ονησιφόρου ν. Ηλιάδη κ.α. (2000) 1Β Α.Α.Δ 1442 λέχθηκαν τα ακόλουθα ως προς τα άρθρα 6 και 15 του Νόμου:
«
Έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία και καταλήγουμε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν έχει αποδειχθεί, με τη βεβαιότητα που απαιτεί η νομολογία, ο ισχυρισμός για απάτη, ψευδείς παραστάσεις ή απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων.
»
Διευκρινίζεται ότι ο σκοπός του άρθρου 6 του Νόμου, ως στο ίδιο το άρθρο προσδιορίζεται, είναι συγκεκριμένος και περιορισμένος. Το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, δεν μπορεί να προβεί σε άλλες διεργασίες πέραν όσων το άρθρο 6 ορίζει και ιδιαίτερα, σε ενέργειες που άπτονται καθαρά του αναθεωρητικού ελέγχου, καθότι κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτο.[7]
IV. ΣΥΝΟΨΗ / ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΔΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ.
Πριν αναφερθώ στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα δικαστικά συμπεράσματα, έχοντας ήδη αντιπαραβάλει τη μαρτυρία που τέθηκε προς το Δικαστήριο, με βάση πάντοτε το σχετικό δικογραφικό πλαίσιο και συνυπολογίζοντας τις εισηγήσεις των συνηγόρων των διαδίκων, ως έχουν περιοριστεί μέσω των αγορεύσεών τους,[8] κρίνω χρήσιμο στο σημείο αυτό να συνοψίσω και να περιορίσω τα επίδικα θέματα.
Το καθεστώς ιδιοκτησίας είναι αδιαμφισβήτητο. Ούτε η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου αμφισβητείται, ούτε υφίστανται οποιαδήποτε δεδομένα που να δεικνύουν το αντίθετο, αφού πρόκειται για «ακίνητο» εν τη έννοια του περί Ενοικιοστασίου Νόμου, που βρίσκεται σε ελεγχόμενη περιοχή και αφορά ενοικιαστική σχέση που κατέστη θέσμια. Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο για αυτό το θέμα.
Επίσης, τόσο η ύπαρξη και το περιεχόμενο του επίδικου ενοικιαστηρίου, όσο και της ανταλλαγείσας αλληλογραφίας, αποτελούν κοινό τόπο. Ακόμη, είναι δεδομένο ότι οι Ενοικιαστές δεν καταχώρισαν Απάντηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 14 ημερών από την επίδοση σε αυτούς της Κυρίως Αίτησης.
Όσον αφορά τα λοιπά πραγματικά γεγονότα, για σκοπούς οικονομίας, αυτά, λίγο πολύ, συνοψίζονται σε όσα αναφέρονται στην «εισαγωγή» της παρούσας απόφασης, τα οποία υιοθετούνται δίχως να επαναλαμβάνονται.
Για ό,τι υπολείπεται, θα γίνει λόγος αμέσως παρακάτω.
V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ και ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.
Έχοντας υπόψιν τα προαναφερόμενα, προχωρώ στην αξιολόγηση[9] της μαρτυρίας, με βάση τις σχετικές αρχές,[10] επικεντρώνοντας την προσοχή μου, σε ό,τι έχει σημασία. Θυμίζω ότι το αίτημα εδράζεται στους 3 ακόλουθους πυλώνες:
(α) Ότι η επίδοση της Αίτησης Έξωσης Ε86/24 προς την Αιτήτρια 3 δεν ήταν νόμιμη.
(β) Ότι ο Ιδιοκτήτης παραπλάνησε ή εξαπάτησε το Δικαστήριο ως προς τα πραγματικά γεγονότα για να εξασφαλίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Τονίζω ότι οι υποκειμενικές απόψεις των διαδίκων ως προς το κρίσιμο επίδικο νομικό ζήτημα, αν δηλαδή δικαιολογείται ο παραμερισμός της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι άνευ αξίας και δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για όλα εκείνα τα επιμέρους και μη καθοριστικά γεγονότα που αντικρίζονται διαφορετικά από τους διαδίκους. Διότι, η ουσία του πράγματος συμπτύσσεται στο κατά πόσον έχει παρουσιαστεί εκείνη η ξεκάθαρη, πειστική και εμπεριστατωμένη μαρτυρία που να καταδεικνύει την ανάγκη για παραμερισμό της προσβαλλόμενης απόφασης.
(α) Η ισχυριζόμενη κακή επίδοση.
Αρχίζω από το ζήτημα της ισχυριζόμενης κακής επίδοσης προς την Αιτήτρια 3.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι στο μέτρο που επιζητείται μέσω της εν λόγω θέσης η ακύρωση του διατάγματος έξωσης, το αίτημα είναι εκ προοιμίου αβάσιμο. Διότι η Αιτήτρια 3 είναι μόνο εγγυήτρια στο Ενοικιαστήριο. Έπεται ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς αυτήν, περιορίζεται στην έκταση της δικής της παρεπόμενης και συμπληρωματικής κάλυψης. Ακόμη δηλαδή και να μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ο παραμερισμός της απόφασης λόγω κακής σε αυτήν επίδοσης, μια τέτοια εξέλιξη δεν θα επηρέαζε το μέρος του διατάγματος που αφορά τους Αιτητές 1 και 2, ούτε ασφαλώς τη διαταγή για ανάκτηση της κατοχής του επίδικου υποστατικού. Η διαφορετική εισήγηση των συνηγόρων των Ενοικιαστών, ότι δηλαδή θα πρέπει να παραμεριστεί ολόκληρη η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη και ως τέτοια απορρίπτεται.
Ως προς την ουσία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ως γνωστό, με βάση τη θεμελιώδη αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης, το Δικαστήριο, πριν εκδώσει την απόφασή του, οφείλει να δώσει κατάλληλο δικαίωμα ακρόασης στο εγκαλούμενο πρόσωπο, διεργασία που διασφαλίζεται μέσω της υποχρέωσης για ορθή επίδοση του δικογράφου[11] με το οποίο καλείται να εμφανιστεί στο Δικαστήριο. Εφόσον διαπιστώνεται ότι η επίδοση ήταν κακή, ο παραμερισμός της εκδοθείσας απόφασης επέρχεται αυτοδικαίως (ex debito justitiae), δίχως καν να χωρεί θέμα άσκησης δικαστικής διακριτικής ευχέρειας.[12]
Εδώ όμως, πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση; Υποβάλλεται ότι η Αιτήτρια 3 είναι γνωσιακά ανίκανη να διαχειριστεί τις υποθέσεις της. Όμως, σε δικαστικές διαδικασίες, εκείνος που επικαλείται την ανικανότητα (incapacity) οφείλει να την αποδείξει,[13] πειστικά. Όχι γενικώς (not globally) να παραπέμψει στην ύπαρξη κάποιου προβλήματος υγείας, αλλά να καταδείξει συγκεκριμένα, με αναφορά στην αδυναμία ικανότητας διαχείρισης της επίδικης δικαστικής διαδικασίας,[14] με βάση προσδιορισμένο διαγνωστικό κριτήριο (diagnostic test). Τέτοια σαφή δεδομένα δεν υπάρχουν. Η προβαλλόμενη αδυναμία (incapacity) δεν πιστοποιείται κατάλληλα. Διάταγμα Δικαστηρίου που να επιβεβαιώνει την ανικανότητά της δεν παρουσιάστηκε, ούτε έχει παρουσιαστεί διάταγμα διαχείρισης της περιουσίας της.[15] Η δε «ιατρική βεβαίωση» ημερ. 31/10/2024 που επισύναψε η Αιτήτρια 3, δεν μπορεί αυτοτελώς να αποτελέσει ικανό υπόβαθρο για να κριθεί κακή η προς αυτήν επίδοση. Πρόκειται μάλιστα για έγγραφο που εξασφαλίστηκε αρκετούς μήνες μετά την επίδοση στην Αιτήτρια 3 της Αίτησης Έξωσης Ε86/24, το οποίο δεν υποστηρίζεται από άμεση μαρτυρία του συντάκτη του. Μέσω αυτού, αναφέρεται ότι η Αιτήτρια 3 «παρακολουθείται από το 2020» και ότι «βρίσκεται πλέον σε προχωρημένο στάδιο της νόσου[16] και είναι γνωσιακά ανεπαρκής να διαχειριστεί προσωπικές ή άλλες υποθέσεις (νομικές, οικονομικές κλπ)». Η ίδια η σύνταξη του εν λόγω εγγράφου είναι εποικοδομητικά ασαφής. Δεν προσδιορίζεται το «πλέον», ήτοι από πότε ακριβώς ισχύει αυτή η περιγραφόμενη κατάσταση. Είναι από το 2020; Ή μήπως είναι τις τελευταίες βδομάδες που επιδεινώθηκε η κατάστασή της; Διότι, διαφορετική απάντηση, οδηγεί σε άλλο συμπέρασμα. Επακόλουθα, η θέση της Ενοικιάστριας ότι ισχυριζόμενη ανικανότητα της Αιτήτριας 3 ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, δεν συνιστά τίποτα περισσότερο από ένα λογικό άλμα. Συνοψίζοντας τα προαναφερόμενα, στο εν λόγω έγγραφο δεν μπορεί παρά να αποδοθεί μηδενική αποδεικτική βαρύτητα[17] και επουδενί να θεμελιώσει οποιανδήποτε δικαστική κρίση.
Το δε υπόβαθρο των πραγματικών γεγονότων όποιας δικαστικής απόφασης, δια της οποίας θα παραμερίζεται για τον προβαλλόμενο λόγο η προσβαλλόμενη απόφαση, θα ήταν εξίσου προβληματικό. Διότι, όλη η στάση των Αιτητών επί τούτου του θέματος, είναι ανακόλουθη και ετεροχρονισμένη. Επεξηγώ. Με βάση το παραδεκτό ιστορικό, η επίδοση της Αίτησης Έξωσης Ε86/24, τόσο προς την Αιτήτρια 3, όσο και στους Αιτητές 1 και 2, έγινε με βάση τον προβλεπόμενο στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας τρόπο και εκείνοι έλαβαν πραγματική γνώση[18] της εναντίον τους δικαστικής διαδικασίας, για αυτό έδωσαν στους δικηγόρους τους εντολή να τους εκπροσωπήσουν. Ακολούθως, οι εν λόγω συνήγοροι με επιστολή ημερομηνίας 11/09/2024, ενημέρωσαν άμεσα τους αντιδίκους ότι θα καταχωρούσαν εκ μέρους των εντολέων τους Απάντηση, δίχως να εκφράσουν κατά τον κρίσιμο τότε ουσιώδη χρόνο, οποιανδήποτε ένσταση ως προς τη νομιμότητα της διενεργηθείσας προς την Αιτήτρια 3 επίδοσης, ούτε να αναφέρουν οτιδήποτε ως προς την ισχυριζόμενη γνωσιακή ανικανότητά της. Ίδια σιωπή παρατηρείται και στην επιστολή του προηγούμενου δικηγόρου των Αιτητών, ημερομηνίας 19/04/2024. Συνεπακόλουθα, δικαίως η πλευρά του Ιδιοκτήτη υποστηρίζει ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει οτιδήποτε ως προς την εκ των υστέρων επικαλούμενη ανικανότητα της Αιτήτριας 3, αφού κατά τις διαπραγματεύσεις που είχαν προηγηθεί της δικαστικής διαδικασίας, ουδέποτε ειπώθηκε οτιδήποτε σχετικό, επειδή ακριβώς, η πρώτη φορά που προβλήθηκε τούτος ο ισχυρισμός, ήταν με την καταχώριση της παρούσας Αίτησης για παραμερισμό της προσβαλλόμενης απόφασης.
Ως εκ των ανωτέρω, αποτελεί δικαστική κρίση ότι η επίδοση προς την Αιτήτρια 3 έγινε ορθά και νομότυπα, αφού το τεκμήριο της κανονικότητας της επίδοσης δεν έχει ανατραπεί. Η περί του αντιθέτου εισήγηση, απορρίπτεται.
Εξάλλου, εάν όντως ίσχυαν όσα ισχυρίζεται η ενοικιαστική πλευρά, ως προς την ανικανότητα της Αιτήτριας 3, το ερώτημα που θα αναφυόταν, θα ήταν πως η Αιτήτρια 3 παρουσιάζεται να εμφανίζεται προσωπικά στη διαδικασία, επικαλούμενη τα προηγούμενα. Η Αιτήτρια 3 δεν υπέγραψε η ίδια το διοριστήριο δικηγόρου που την αφορά, ούτε εκπροσωπείται στη διαδικασία μέσω αντιπροσώπου. Το σχετικό με αυτήν διοριστήριο υπογράφεται από τον Αιτητή 2 ως «πλησιέστερο[ς] συγγενής και φίλος της μητέρας [του]». Τούτη η διεργασία έγινε, προφανώς, με βάση τα διαλαμβανόμενα στη Δ.9(12) των προηγούμενων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, τα οποία όμως πλέον δεν εφαρμόζονται. Αντίστοιχη, ρητή πρόβλεψη, στα ισχύοντα Μέρη 7 και 20 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 δεν εντοπίζεται, δεδομένο που φαίνεται να καθιστά επιτακτική[19] την εξασφάλιση σχετικού δικαστικού διατάγματος, πριν την έγερση οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας στο όνομα ανίκανου προσώπου, διεργασία που δεν έγινε. Η ύπαρξη ορθού διοριστήριου, αποτελεί sine qua non όρο[20] μιας έγκυρης εμφάνισης δικηγόρου, διαφορετικά,[21] ο δικηγόρος που διαπιστώνεται ότι ενεργεί δίχως έγκυρο διοριστήριο και, κατ’ επέκταση, δίχως πραγματική νομιμοποίηση από το πρόσωπο που παρουσιάζεται να εκπροσωπεί σε μια δικαστική διαδικασία, μπορεί[22] να κριθεί προσωπικά υπεύθυνος για την καταβολή των δικηγορικών εξόδων του αντιδίκου του.
(β) Κατά πόσον ο Ιδιοκτήτης παραπλάνησε ή εξαπάτησε το Δικαστήριο ως προς τα πραγματικά γεγονότα για να εξασφαλίσει την προσβαλλόμενη απόφαση.
Προχωρώ στα περί εξαπάτησης του Δικαστηρίου. Πριν οτιδήποτε άλλο, είναι χρήσιμο να παρατεθεί αυτούσιο το σχετικό πρακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του Δικαστηρίου στην Ε86/24. Έχει ως εξής:
«
Έχω μελετήσει την αίτηση και έχω ικανοποιηθεί ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτειται δικαιοδοσίας, η ενοικίαση είναι θέσμια και ότι η απαίτηση με βάση τον περί Ενοικιοστασίου Νόμο - Ν. 23/1983 και τη σχετική νομολογία, έχει επαρκώς (Χαριλάου v. Τινέντη (2010) 1(Γ) A.A.Δ. 1677 και Εθνική Τράπεζα ν. Οικονόμου (2014) 1Γ Α.Α.Δ 2287) αποδειχθεί.
Ειδικότερα:
(α) Ότι το υποστατικό ενοικιαζόταν ή προσφερόταν προς ενοικίαση πριν το 2000, υπάρχει παραδοχή του δικηγόρου των Καθ’ ων στην επιστολή του ημερομηνίας 19/04/2024.
(β) Δέχομαι ότι η ενοικίαση τερματίστηκε και κατέστη θέσμια, με βάση την επιστολή ημερ. 01/07/2024 και όχι προηγουμένως, λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του παρουσιασθέντος ενοικιαστηρίου εγγράφου και αποδεχόμενος τις νομικές εισηγήσεις για την ερμηνεία τούτου, της πλευράς του Αιτητή.
(γ) Αποδέχομαι συναφώς ότι το συμφωνηθέν ενοίκιο, είναι το συμβατικά προβλεπόμενο επί του οποίου επήλθε συμφωνηθείσα αύξηση κατά 14% ανά διετία (€1007,45), και όχι ότι το ποσό που φαίνεται να επικαλείται η ενοικιαστική πλευρά (€680), η οποία όταν προέβη σε τέτοια δήλωση μέσω του δικηγόρου της, δεν παρουσίασε σχετικές εξοφλητικές αποδείξεις προς στοιχειοθέτηση του εν λόγω ισχυρισμού. Με άλλα λόγια, η παρούσα δεν πρόκειται για περίπτωση που γίνεται επίκληση συμβατικής πρόνοιας για αύξηση ενοικίου μετά την ολοκλήρωση της συμβατικής σχέση όπως στην Άλκης Χ’’Κυριάκος (Μπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ v. Terzian Trading House Ltd (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1292.
(δ) Επιπλέον, εν τη απουσία αντίθετης εισήγησης, δέχομαι ότι η ευθύνη των Καθ’ ων 2 και 3 ισχύει πέραν της συμβατικής περιόδου και αφότου η ενοικίαση κατέστη θέσμια, συμπέρασμα που ευλόγως προκύπτει από το περιεχόμενο της παρασχεθείσας εγγύησης.
(ε) Η αξίωση όμως υπό Γ(5) συνιστά παράνομη ποινική ρήτρα και ως τέτοια απορρίπτεται. Εξάλλου, η αξίωση για ενδιάμεσα οφέλη υπερκαλύπτει την όποια εύλογη αποζημίωση του Αιτητή έως την επιστροφή της κατοχής.
(στ) Ούτε η αξίωση των 600 ευρώ για "εγγύηση" δικογραφείται επαρκώς, ούτε ύπαρχει ικανοποιητική μαρτυρία προς στοιχειοθέτησή της και απορρίπεται.
»
Τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης, έχουν ήδη παρατεθεί. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε καθηκόντως της αίτησης για απόφαση στην Ε86/24, αφότου ικανοποιήθηκε ότι υπήρξε δέουσα επίδοση και ότι παρήλθε άπρακτη η προβλεπόμενη προθεσμία για καταχώρηση Απάντησης. Εν συνεχεία, μελέτησε την ενώπιον του μαρτυρία και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφασή του.
Η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης του Δικαστηρίου έγινε αφότου αξιολογήθηκαν όλα τα δεδομένα, τα οποία κρίθηκαν αρκούντως ικανοποιητικά. Τόσο όσον αφορά το ύψος του ενοικίου, όσο και το πραγματικά οφειλόμενο ποσό.
Ειδικότερα, ο ισχυρισμός περί εξόφλησης είναι αβάσιμος. Ως φαίνεται από το προπαρατεθέν πρακτικό, ο Ιδιοκτήτης, και παρά την απουσία της άλλης πλευράς, είχε θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τους ισχυρισμούς των Ενοικιαστών περί ύπαρξης παράλληλης προφορικής συμφωνίας για μείωση του ενοικίου. Τους εν λόγω ισχυρισμούς, το Δικαστήριο τους αξιολόγησε και τους απέρριψε. Ουδεμία νέα ή προϋπάρχουσα μαρτυρία παρουσιάστηκε που να ανατρέπει την ταξινόμηση των πραγμάτων. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι τέτοιου είδους επικαλούμενες παράλληλες προφορικές συμφωνίες και ιδίως όταν αυτές σχετίζονται με ενοικιάσεις, αντιμετωπίζονται πάντοτε[23] με επιφυλακτικότητα από τα Δικαστήρια. Εκείνος δε που επικαλείται την ύπαρξη μιας τέτοιας συμφωνίας, οφείλει να την αποδείξει με τη δέουσα αυστηρότητα.
Εν πάση περιπτώσει, η ύπαρξη της έγγραφης συμφωνίας, εμποδίζει[24] την Ενοικιάστρια να προβάλλει τέτοιους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν βασίζονται επί οποιασδήποτε υποστηρικτικής μαρτυρίας, όπως για παράδειγμα, αποδείξεις για την άνευ επιφύλαξης είσπραξη μειωμένου ενοικίου, ούτε μαρτυρία του προηγούμενου ιδιοκτήτη για το πραγματικό ύψος του ενοικίου.[25] Θυμίζω πως είναι ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε αρχικά την Ενοικιάστρια ο οποίος στις 19/04/2024, κοινοποιώντας το επίδικο ενοικιαστήριο στην πλευρά του Ιδιοκτήτη, δήλωνε παράλληλα στους αντιδίκους του ότι «η πελάτιδα μας είναι συμβατική ενοικιάστρια μέχρι σήμερα» με βάση το εν λόγω έγγραφο, παραδοχή που εξυπακούει ότι δεν νοείται να υπάρχει άλλο μειωμένο ενοίκιο από το συμβατικά προβλεπόμενο, δίχως μάλιστα να παρουσιάζονται στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας τέτοιας άλλης συμφωνίας.
Κατά συνέπεια, ουδεμία εξαπάτηση ή παραπλάνηση του Δικαστηρίου διαπιστώνεται.
(γ) Κατά πόσον η απουσία των Ενοικιαστών από τη διαδικασία που οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης «δεν ωφείλετο εις οιανδήποτε παράλειψιν ή αμέλειαν εκ μέρους τους».
Παραμένει προς εξέταση ο τελευταίος ισχυρισμός των Ενοικιαστών ότι η απουσία τους από τη διαδικασία που οδήγησε στην εξασφάλιση της προσβαλλόμενης απόφασης, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, κατ’ επίκληση μη δικής τους παράλειψης ή αμέλειας.
Ούτε αυτός ο ισχυρισμός είναι βάσιμος. Διασαφηνίζω.
Η αλληλογραφία που προηγήθηκε της καταχώρισης της Ε86/24 μέσω της οποίας εμφαίνεται η αποτυχία εξεύρεσης εξώδικης λύσης και η συνεπακόλουθη επίδοση των σχετικών προειδοποιητικών επιστολών προς τους Ενοικιαστές, αναμφίβολα θα έπρεπε να θέσει τόσο αυτούς όσο και τους δικηγόρους τους, σε εγρήγορση για την επικείμενη καταχώριση εναντίον τους διαδικασίας για την ανάκτηση της κατοχής, αφού αυτή ήταν η μοναδική φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων, δοθέντος ότι αυτοί συνέχιζαν να κατακρατούν ακίνητη περιουσία του Ιδιοκτήτη, δίχως να καταβάλλουν αντάλλαγμα.
Αντί όμως επιφυλακής, υπήρξε, επιεικώς, αδιαφορία εκ μέρους τους. Η Κυρίως Αίτηση Ε86/24 καταχωρήθηκε στις 07/08/2024. Η επίδοση στους Ενοικιαστές έγινε κανονικά και νομότυπα, στις 08/08/2024 στην Αιτήτρια 3 και στις 6/9/2024 στους Αιτητές 1 και 2. Η αίτηση για απόφαση καταχωρήθηκε στις 08/10/2024 και η απόφαση εξασφαλίστηκε ερήμην στις 16/10/2024. Συνεπώς, οι Αιτητές είχαν και χρόνο και την ευκαιρία για να δράσουν ως έπρεπε. Τι όμως έπραξαν; Απλώς παρέδωσαν την αίτηση Ε86/2024 στους δικηγόρους τους, δίχως να διασφαλίσουν ότι στο αμέσως επόμενο διάστημα οι νομικοί αντιπρόσωποί τους θα ενεργούσαν έγκυρα και έγκαιρα για την προστασία των δικαιωμάτων τους. Το γεγονός ότι η Αιτήτρια 1 τις επόμενες μέρες ταξίδευσε στο εξωτερικό, δεν απαλλάσσει ούτε αυτήν, ούτε τον σύζυγό της/Αιτητή 2 (για την αδράνεια του οποίου ουδεμία εξήγηση δόθηκε) από την ευθύνη διαχείρισης των σοβαρών υποθέσεων τους, όπως, εν προκειμένω, να διασφαλιστεί η καταχώριση υπεράσπισης σε μια δικαστική διαδικασία.
Ακόμα όμως και να μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι οι Ενοικιαστές δεν φέρουν προσωπικά οποιανδήποτε ευθύνη, κάτι τέτοιο δεν θα διαφοροποιούσε το παραμικρό, εάν διαπιστωθεί η ύπαρξη δικηγορικής «παράλειψης ή αμέλειας». Διότι, η ευθύνη των Αιτητών δεν διαχωρίζεται από την ευθύνη του εντολέα τους, αυτού δηλαδή που επέλεξαν να τους εκπροσωπήσει, αλλά αντανακλάται μεταξύ αυτών. Ως θέμα δημόσιας τάξης, λογικής και Δικαίου. Εξ ου και ο συντάκτης του άρθρου 6(δ) του Νόμου, δεν αναφέρεται περιοριστικά σε μη ύπαρξη παράλειψης ή αμέλειας αυτού καθ’ αυτού του διαδίκου, αλλά γενικότερα, σε «εις οιανδήποτε παράλειψιν ή αµέλειαν εκ µέρους του», δηλαδή, σε μη ύπαρξη αμέλειας ή παράλειψης, σε ευρύτερο πλαίσιο. H φράση «εκ μέρους» σημαίνει: «εξ’ ονόματος, κατ’ εντολήν (κάποιου), ως αντιπρόσωπος, ή με σύσταση (κάποιου)».[26] Στον Νόμο κάθε λέξη έχει τη σημασία της, οι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται άσκοπα.[27] Κατά συνέπεια, η επίκληση της αμέλειας του δικηγόρου/νομικού εκπροσώπου (ή σε άλλη περίπτωση του αντιπροσώπου ή του υπαλλήλου κλπ) του διαδίκου που αιτείται τον παραμερισμό επουδενί μπορεί να επενεργεί υπέρ του ίδιου του διαδίκου, ούτε να αποτελεί υπόβαθρο για την απαλλαγή του. Διαφορετική προσέγγιση θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση του υπό εξέταση άρθρου, μέσω στοχευμένης επίκλησης οποιουδήποτε τρίτου προσώπου, πέραν του Αιτητή.[28]
Ως εκ των ανωτέρω, αναπόφευκτα, δεν μπορεί παρά να εξεταστεί εάν υπάρχει «παράλειψη ή αμέλεια» εκ μέρους των δικηγόρων των Αιτητών. Επί τούτου, σημειώνεται ότι ο δικηγορικός επαγγελματισμός δεν αποτελεί αφηρημένη έννοια. Κάθε πρόσωπο που «ασκειν τη δικηγορίαν»,[29] εκ της φύσεως του επαγγέλματός του, ταυτίζεται με τον πελάτη του, αφού ενεργεί ως αντιπρόσωπός[30] του. Όπως κάθε επαγγελματίας που παρέχει υπηρεσίες έναντι αμοιβής, ο δικηγόρος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, οφείλει να επιδεικνύει εύλογη επιμέλεια[31] και προφανώς να μην ενεργεί αμελώς. Οι παρεχόμενες δικηγορικές υπηρεσίες θα πρέπει να βρίσκονται σε υψηλό επαγγελματικό επίπεδο και να περιλαμβάνουν[32] την εξασφάλιση επαρκών πληροφορίων για το είδος του προβλήματος, την επιβεβαίωση του σχετικού νομικού πλαισίου, τη γοργή και κατάλληλη δράση και τη συνεχή ενημέρωση του πελάτη για την πρόοδο του όλου ζητήματος. Δεν θεωρείται απαραίτητα υπεράσπιση ότι αρκετοί άλλοι υπό τις ίδιες συνθήκες θα έπρατταν το ίδιο,[33] ούτε ακόμα, όταν ο κίνδυνος είναι προφανής, ότι αυτή ήταν η συνήθης πρακτική.[34] Έχει συναφώς επισημανθεί[35] ότι στη σύγχρονη κοινωνία οι προθεσμίες για την έγερση νομικών διαβημάτων πρέπει να τηρούνται αυστηρά[36] καθότι αποτελούν την υποστύλωση του νομικού μας συστήματος και τη βασική παράμετρο για την αποτελεσματικότητά του.[37] Μη τήρηση των προαναφερόμενων οδηγεί στην καταδίκη του δικηγόρου λόγω επαγγελματικής αμέλειας,[38] εξ ου και έχει καταστεί υποχρεωτική[39] η ύπαρξη ασφαλιστικής κάλυψης έναντι μιας τέτοιας ευθύνης.
Φτάνοντας στο προκείμενο, προκύπτει ότι η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, υπήρξε συνδυαστικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον, των πιο κάτω:
· Δεν μελετήθηκε το περιεχόμενο της Αίτησης Ε86/24 η οποία, όπως σε κάθε αίτηση για ανάκτηση κατοχής υποδεικνύεται, έθετε την εξής προειδοποίηση:[40]
«
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εάν προτίθεστε να αμφισβητήσετε την αίτηση στο σύνολο ή μέρος της πρέπει να καταχωρήσετε απάντηση στη Γραμματεία του Δικαστηρίου εντός 14 ημερών από την ημερομηνία επιδόσεως και να δώσετε αντίγραφο στη διεύθυνση επιδόσεως του Αιτητή.
»
· Δεν καταχωρήθηκε Απάντηση, ούτε εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των 14 ημερών που ορίζεται στον κανονισμό 8 του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1983, ούτε έστω εκπρόθεσμα, έως και την ημέρα έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.[41]
· Δεν υποβλήθηκε γραπτή αίτηση για παράταση της προθεσμίας καταχώρησης Απάντησης, ενέργεια που θα ανέκοπτε την έκδοση απόφασης μονομερώς.
· Δεν διενεργήθηκε κατά τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο έρευνα εντός του δικαστικού φακέλου της Αίτησης Ε86/24 από τους Αιτητές και/ή τους δικηγόρους τους για να λάβουν γνώση για την πορεία της διαδικασίας και να διαπιστώσουν ότι βρισκόταν σε εκκρεμοδικία το μονομερές αίτημα των αντιδίκων τους για εξασφάλιση απόφασης.
Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι εσφαλμένα η πλευρά των Αιτητών επαναπαύθηκε με την αποστολή στους συνηγόρους του Ιδιοκτήτη, της επιστολής ημερομηνίας 11/09/2024, μέσω της οποίας εκφράστηκε η πρόθεση για καταχώριση Απάντησης. Εάν η επιστολή αυτή περιήλθε εις γνώση των δικηγόρων του Ιδιοκτήτη, αποτελεί στοιχείο ουδέτερο προς το ζητούμενο. Ως ακριβώς επί του θέματος αναφέρεται στη ΒΑΒΥ ΒΑGS NURSERY LTD ν. ΛΟΥΪΖΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ Πολιτική Έφεση Αρ. 270/2016, ημερομηνίας 22/05/2018:
«
Δεύτερος λόγος έφεσης: ότι παραγνώρισε την ειδοποίηση - επιστολή ημερ. 8.3.2016 των δικηγόρων των εφεσειόντων η οποία κατεχωρήθη και στο φάκελο του Δικαστηρίου, «με την οποία τους πληροφορούσαν την πρόθεση τους να καταχωρήσουν Απάντηση μόλις θα είχαν τις απαραίτητες πληροφορίες και ή εσφαλμένα επέτρεψε την προώθηση αίτησης για απόφαση που έγινε επί εσφαλμένης νομικής βάσης χωρίς ειδοποίηση της άλλης πλευράς».
Θα ξεκινήσουμε με το δεύτερο λόγο έφεσης που αφορά διαδικαστικό θέμα. Με βάση τον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983 (2/1983) ως ετροποποιήθηκε, η υποχρέωση του καθ΄ου η αίτηση, όταν του επιδοθεί η Αίτηση δυνάμει του Νόμου, είναι να καταχωρήσει Απάντηση εντός 14 ημερών και η Απάντηση υποβάλλεται σύμφωνα με τον Τύπο 3 του Παραρτήματος, συνοδευόμενη με έγγραφο διορισμού δικηγόρου. Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 8, η Απάντηση εκθέτει τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία υποστηρίζουν την υπόθεση και καθορίζει τις θεραπείες καθώς και τα γεγονότα που αμφισβητούνται. Θεραπείες και γεγονότα που δεν αμφισβητούνται ρητά, θεωρούνται παραδεκτά. Η σχετική πρόνοια είναι απόλυτα σαφής στη διατύπωση της και δεν επιτρέπει την ερμηνεία που επιχείρησε να δώσει η κα Νικολάου. ΄Οτι δηλαδή η επιστολή που εστάλη εκ μέρους του γραφείου των εφεσειόντων είχε τη θέση «σημειώματος εμφανίσεως» και θα έπρεπε να οδηγήσει την πλευρά της εφεσίβλητης στην καταχώριση αίτησης δια κλήσεως. Αυτό, κατά την ευπαίδευτη συνήγορο, επιτάσσει η κατ΄αναλογίαν εφαρμογή των περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμών.
Με όλο το σεβασμό η ερμηνεία που δίδεται είναι εσφαλμένη. Στην κρινόμενη περίπτωση, ακριβώς η μη καταχώρηση Απάντησης - η μόνη εκ των θεσμών υποχρέωση - έδιδε έρεισμα στην καταχώρηση αίτησης για απόδειξη της απαίτησης λόγω μη καταχώρησης εμφάνισης, δυνάμει της Δ.17 θ.2. Αφού ακριβώς, είναι δια της Απάντησης και όχι δι΄οποιασδήποτε επιστολής, που αποκτούσαν δικονομική οντότητα οι καθ΄ων η αίτηση.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
»
Τα προηγούμενα, δεν ανατρέπονται κατ’ επίκληση του δικαιώματος πρόσβασης[42] στο Δικαστήριο. Η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη δεν είναι αναφαίρετη, αλλά συνιστά δικαίωμα που υπόκειται σε εύλογους και λογικούς περιορισμούς. Ούτε επιτρέπεται οι δικαστικές αποφάσεις να παραμερίζονται ελαφρά την καρδία. Η τελεσιδικία, πρέπει κατά κανόνα να διαφυλάσσεται, αφού βρίσκεται σε άρρηκτη σχέση με την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης και προσδίδει βεβαιότητα στην κοινωνία.[43]
Ως εκ των ανωτέρω, η προϋπόθεση του άρθρου 6(δ), ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση «εξεδόθη εν τη απουσία του διαδίκου, η απουσία του οποίου δεν ωφείλετο εις οιανδήποτε παράλειψιν ή αμέλειαν εκ μέρους του» δεν ικανοποιείται, όπως και να αντικρισθεί.
Τα πιο πάνω καθορίζουν την τύχη της παρούσας Αίτησης. Η Αίτηση θα απορριφθεί.
VI. ΚΑΤΑΛΗΞΗ.
Ως εκ των ανωτέρω, και με τη σύμφωνη γνώμη των παρέδρων, η παρούσα Αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της διαδικασίας, με βάση τις σχετικές αρχές[44] ακολουθούν το αποτέλεσμα και επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου/Ιδιοκτήτη και εναντίον των Αιτητών 1, 2 και 3/Ενοικιαστών, ως υπολογιστούν από τη Γραμματέα και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €10.000 - €50.000.
(Υπ.)………………………………………….
Γ. Χρ. Παγιάσης
Πρόεδρος
(Υπ.)…………..…………… (Υπ.)…………..….………………
Α. Γεωργίου Α. Κωστή
Πάρεδρος Πάρεδρος
Πιστό Αντίγραφο
Γραμματέας
[1] Δείτε: Ιωάννου ν. Αληφάντη Ποινικές Εφέσεις Αρ. 163 /2017 κ.α. ημερομηνίας 07/10/2019 και ΝΑΘΑΝΑΗΛ ν. ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗ ΚΕΜΙΚΑΛΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση αρ. 406/2012, ημερομηνίας 25/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A390.
[2] Δείτε: Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006)1(Β) Α.Α.Δ. 1402.
[3] Δείτε: άρθρα 17 και 18 του περί Συμβάσεων Νόμου - Κεφ. 149.
[4] Μεταξύ άλλων: Μουρτζινός ν Πλοίου «Galaxias» κ.α. (1997) 1Α Α.Α.Δ 80, Μαρία Ιακώβου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 992, 1003, και Ανδρέας Τσιάρτας κ.α. ν. ALOCAY Holdings Ltd (2010) 1 A.A.Δ. 1523
[5] Δείτε: Λάμπρου κλπ ν Παντελίδης Παπαχριστοδούλου Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 316/2011, ημερ. 07/03/2018.
[6] Με βάση τα εδάφια (α) και (γ) του εν λόγω άρθρου 18 στο Κεφ. 149, «ψευδής παράσταση» μπορεί να εκληφθεί τόσο «η θετική βεβαίωση κατά τρόπο που δεν δικαιολογείται από τις πληροφορίες του προσώπου που βεβαιώνει, γεγονότος αναληθούς παρόλο ότι το πρόσωπο που βεβαιώνει πιστεύει ότι είναι αληθές» όσο και η «πρόκληση, έστω και ανυπαίτια, πλάνης ως προς την ουσία του αντικειμένου της συμφωνίας σε μέρος αυτής».
[7] Δείτε: Αναφορικά με τον Λοϊζίδη κλπ, επί της Πολιτικής Αίτησης αρ. 32/2019, ECLI:CY:AD:2019:D149, ημερομηνίας 17/4/2019.
[8] Όπως λέχθηκε στη Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακης Δημοκρατιας, Αγωγή Αρ. 1/2019, ημερομηνίας 28/05/2020: «Όπως είναι άλλωστε παγίως καθιερωμένο η τελική αγόρευση η οποία δεν επικεντρώνεται σε ένα συγκεκριμένο επίδικο θέμα, θεωρείται ότι περιορίζει τα προς απόφαση ζητήματα και όσα δεν αναπτύχθηκαν με την αγόρευση, κρίνονται ότι έχουν εγκαταλειφθεί.»
[9] Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, η αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι ένα πολυσχιδές έργο. Το Δικαστήριο οφείλει να προβεί στην αξιολόγηση αντιπαραβάλλοντας και διερευνώντας τα επίδικα γεγονότα με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται έτσι ώστε το Δικαστήριο να μην περιοριστεί στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα, αλλά να λάβει υπόψιν όλες τις σχετικές και νομικά αποδεκτές παραμέτρους αξιολόγησης. Η δε αποτίμηση της μαρτυρίας θα πρέπει να γίνει με βάση την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο αυτής και όχι στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
[10] Μεταξύ άλλων: Χρίστου v. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1Α Α.Α.Δ 676, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Χατζηπαύλου v. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 236,Τσιαττές v. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd. (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 974), Wynne v. Mavronicola κλπ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138, Κάτσου ν. Global Capital Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 119/2011, ημερ. 12.12.2016, Αργυρίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. αρ. 56/2012, ημερ. 06/02/2018.
[11] Κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 30.3 (α) και (β) του Συντάγματος που αποτελεί τη θεσμική μετουσίωση της αρχαιοελληνικής ρήσης «μηδενί δίκην δικάσεις, πριν αμφοίν μύθον ακούσεις» και της ρωμαϊκής φράσης «audi alteram partem». Όπως συναφώς τονίστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού v. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 43: «η καλή επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο δικαστήριο».
[12] Μεταξύ άλλων: Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1 Α.Α.Δ. 247.
[13] Δείτε: Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 2020 (White Book Service 2020), Τόμος 1, Part 21, Children and Protected Parties, σελ. 722:« In legal proceedings the burden of proof is on the person who asserts that capacity is lacking». Το ίδιο ισχύει και κατά τη σύναψη μιας συμφωνίας. Δείτε: Σύγγραμμα Chitty on Contracts, 31η Έκδοση, Persons Lacking Mental Capacity, Evidence of lack of capacity, σελ. 787: « At common law, the burden of proof as to a lack of mental capacity to make a contract lies on the person alleging it». Επίσης: Κοροπούλλης ν. Πηλίδη κ.α. (2014) 1Γ Α.Α.Δ 2483.
[14] Δείτε: Dunhill v Burgin [2014] 2 All ER 364.
[15] Δείτε: Άρθρο 7(4) του περί ∆ιαχείρισης της Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόµο του 1996 (Ν. 23/1996), καθώς και το Μέρος 20, Ενότητα ΙΙ, «Αντιπροσωπεύοντες διάδικοι» των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.
[16] Επειδή πρόκειται για ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα, δεν αναφέρονται περισσότερες λεπτομέρειες.
[17] Δείτε: άρθρο 27 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9.
[18] Δείτε: J. Z. Classic Music Pro Ltd ν. Alkadia Music Land Ltd (2002) 1 (B) Α.Α.Δ 1151.
[19] Η παρούσα περίπτωση, δεν αφορά περίπτωση που θα μπορούσε, κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου να επιτραπεί η καταχώριση του εντύπου απαίτησης δίχως να συνοδεύεται από διοριστήριο επί αποδείξει «καλής αιτίας» ως στο Μέρος 7.1(7) των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, υποδεικνύεται. Στην Αγγλία, η δυνατότητα τρίτου να εγείρει διαδικασία στο όνομα ανίκανου δίχως την εξασφάλιση δικαστικού διατάγματος είναι εφικτή, δυνάμει του εκεί σχετικού νομοθετικού πλαισίου, που προαπαιτεί όμως την καταχώριση του λεγόμενου «certificate of suitability» και την απόδειξη συγκεκριμένων δεδομένων (Δείτε: Ετήσια Δικονομική Πρακτική του 2020 (White Book Service 2020), Τόμος 1, Part 21, Children and Protected Parties, How person becomes a litigation friend without a court order, σελ. 727.
[20] Δείτε: Τρύφωνος ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 411/2011, ημερομηνίας 27/03/2018, ECLI:CY:AD:2018:A132.
[21] Μεταξύ άλλων, δείτε: Halsbury's Laws of England Legal Professions (Volume 65 (2020), paras 201–514; Volume 66 (2020), paras 515–1079)3. Solicitors(6) Solicitor and Client(ii) Authority of Solicitor c. Contentious Business 548. Effect of acting without authority. Σχετικά σημαντική απόφαση θεωρείται η Yonge v Toynbee [1908-10] All ER Rep 204. Ίδια αντιμετώπιση ως προς τα έξοδα μπορεί να υπάρξει όταν γίνει λανθασμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου. Ενδεικτικά, πρόσφατα, στην R (on the application of Frederick Ayinde) v Haringey London Borough Council [2025] EWHC 1040 (Admin) οι δικηγόροι διατάχθηκαν να καταβάλουν τα έξοδα, επειδή παρέπεμψαν σε ανύπαρκτες αυθεντίες.
[22] Εφόσον ο αντίδικος δικηγόρος εγείρει τέτοιο ζήτημα ακαταλληλότητας του διοριστήριου. Δείτε: Richmond v Branson & Son [1914] 1 Ch 968.
[23] Δείτε: Heilbut Symons v Buckleton [1913] AC 30 και Business Environment Bow Lane Ltd v Deanwater Estates Ltd - [2007] All ER (D) 317 (Jun).
[24] Δείτε: Viamax Group Ltd ν. Pantelides Bros Constructions Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 60/2018, ημερομηνίας 22/09/2023.
[25] Στο δικόγραφό της, τίθεται ισχυρισμός ότι μέσω της προσβαλλόμενης απόφασης στερήθηκε το δικαίωμα να παρουσιάσει μια τέτοια μαρτυρία, την οποία όμως, ούτε στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας παρουσίασε.
[26] Δείτε: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ά Έκδοση, Γ. Μπαμπινιώτη, σελ. 1080 -1081.
[27] Ενδεικτικά, στη Φυσεντζίδης ν. K & C SNOOKER & POOL ENTERTAINMENT, Πολιτική Έφεση αρ. 30/2019, ημερομηνίας 01/06/2020, ECLI:CY:AD:2020:A171, λέχθηκαν τα εξής: «Στους Halsbury’s Laws of England, 3η έκδ., Τόμος 36, παρ.583, υπό τον τίτλο «Presumption that words are not used unnecessarily», αναφέρεται ότι τεκμαίρεται ότι λέξεις δεν χρησιμοποιούνται στους νόμους χωρίς κάποιο νόημα και δεν είναι ταυτολογικές ή περιττές. Πρέπει, εάν είναι δυνατό, να αποδίδεται σημασία σε όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούνται γιατί θεωρείται ότι ο νομοθέτης δεν σπαταλά τις λέξεις του, ούτε αναφέρει κάτι μάταια.»
[28] Στη Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 698, όπου απορρίφθηκε αίτημα για επαναφορά έφεσης, λέχθηκαν τα εξής: «Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.» Επίσης: Thomas Kyriakou & Co (Land and Property Developers) Ltd v. Parker κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 411/2012, ημερομηνίας 21/02/2019.
[29] Δείτε ορισμό της έννοιας στον περί Δικηγόρο Νόμο (Κεφ. 2).
[30] Δείτε: Αναφορικά με την Η. Ε. Δικηγόρο (2004) 1Α Α.Α.Δ 254. Η έκταση της εξουσίας ενός δικηγόρου είναι αρκετά ευρεία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας όχι μόνο να προβαίνει σε δηλώσεις, στο πλαίσιο της δίκης που δεσμεύουν τον πελάτη του (Δείτε: Λαϊκή Τράπεζα ν. Χαραλαμπίδη (1989) 1 Α.Α.Δ. 556) αλλά ακόμα και να συμβιβάζει την υπόθεση του εντολέα του (Δείτε: In Re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, 748). Επιπροσθέτως, οι παραστάσεις στις οποίες ο διάδικος προβαίνει μέσω του δικηγόρου του προς τον αντίδικο του στο πλαίσιο της δίκης, μπορούν να οδηγήσουν μέχρι και στη θεμελίωση εξ υποσχέσεως κωλύματος εναντίον του (δείτε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Ετ. Τεχνικών Έργων Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 94, 95).
[31] Δείτε: Άρθρο 51 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, Beaumont Muriel και Άλλος ν. Nίκου Παπακλεοβούλου, (2010) 1 Α.Α.Δ. 525, Γιάλλουρος ν. Νικολάου(2001) 1Α Α.Α.Δ 558 και τη θεμελιακή απόφαση Arthur J S Hall & Co (a firm) v Simons [2000] 3 ALL ER 673.
[32] Δείτε: Σύγγραμμα The Law of Tort, 2η Έκδοση (2007), Professional Liability, Legal Professionals, σελ. 877-878 κ.ε. όπου αναφέρονται τα εξής:«16.71 As part of the professional duty, the solicitor must acquire adequate information both about the nature of the problem and about the relevant law [….] Care must also be taken to ascertain the relevant law. [….] 16.7 The solicitor is expected to act in an appropriate and speedy fashion. Misbehavior by the client, such as non-payment of bills, may be good ground for terminating the retainer, but if the solicitor does not do so the it is no excuse for poor performance. [….] 16.74 There is a continuing duty to keep the client informed of the progress of the matter, and the solicitor must call the client’s attention to problems which develop. »
[33] Δείτε: G. + K. Ladenbau (U.K.) Ltd. V. Crawley & De Reya [1978] 1 ALL ER 682.
[34] Δείτε: Edward Wong Finance Co. Limited v Johnson Stokes & Master (a firm) [1984] AC 296.
[35] Δείτε: Αδελφοί Ιακώβου (Κατασκευαί) Λτδ v. Χ" Νικόλα (1990) 1 ΑΑΔ 470.
[36] Δείτε: Παπαϊωάννου v. Κωνσταντίνου (2008)1 Α.Α.Δ. 1083, 1108. Παρέκκλιση δικαιολογείται μόνο εξαιρετικά και κυρίως για καθαρά τυπολατρικά ζητήματα (π.χ. δείτε: Χέυς ν. Φιλιππίδης, εφ. Αρ. 41/2015, ημερ. 18/2/2020) που δεν είναι η περίπτωση.
[37] Δείτε: Μιχαηλίδης ν. Χρίστου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1190. Τούτη η αυστηρή σύγχρονη προσέγγιση των πραγμάτων αντικατοπτρίζεται και στους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και ειδικά στις κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
[38] Δείτε: Παπακλεοβούλου και Simons (ανωτέρω). Συναφώς, στη Re Massey and Carrey (1884) 26 Ch D 459 κρίθηκε ένοχος αμέλειας ο δικηγόρος που παρέλειψε να καταχωρήσει δικόγραφο εντός της καθορισθείσας προθεσμίας. Ομοίως, στην Losner v. Michael Cohen and Co (1975) Sol Jo 340 θεωρήθηκε αμελής η ενέργεια να εγερθεί αγωγή εναντίον εσφαλμένου εναγόμενου. Στη Heywood v Wells (a firm) [1976] 1 ALL ER 300 η αποτυχία λήψης των ενδεδειγμένων δικονομικών διαβημάτων είχε συνέπεια οι εναγόμενοι δικηγόροι όχι μόνο να κριθούν ένοχοι αμέλειας αλλά και να ακυρωθεί η δικηγορική τους αμοιβή.
[39] Δείτε το άρθρο 6Ε του περί Δικηγόρων Νόμου (Κεφ. 2).
[40] Δείτε την τυποποιημένη μορφή, «ΤΥΠΟΣ 1», στον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 1983.
[41] Οι όποιοι επιμέρους λόγοι που σχετίζονται με την έκταση της μη συνεννόησης αφενός των Αιτητών και αφετέρου των νυν και των πρώην δικηγόρων τους και προκάλεσαν αυτή την ολιγωρία, δεν αφορούν την παρούσα διαδικασία, ούτε δικαιοδοσία.
[42] Δείτε: Άρθρο 30 παρ. 1 του Συντάγματος.
[43] Δείτε: Zehil v. Roberts (2009) 1(A) 678.
[44] Δείτε: Κανονισμό 13(β) του Περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικό Κανονισμού του 1983, Katsiantonis ν. Fragkeskou (1981) 1 CLR 566 κ.α.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο