ΑΘΗΝΑΚΗΣ ΖΗΝΩΝΟΣ ν. Ι. ERODOTOU RESTAURANTS LTD, Αίτηση αρ. Ε156/21, 24/10/2025
print
Τίτλος:
ΑΘΗΝΑΚΗΣ ΖΗΝΩΝΟΣ ν. Ι. ERODOTOU RESTAURANTS LTD, Αίτηση αρ. Ε156/21, 24/10/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ - ΠΑΦΟΥ

ΤΜΗΜΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Γ. Χρ. Παγιάση, Προέδρου

και Α. Γεωργίου, Π. Χαραλάμπους, Παρέδρων

                                                                                                                  Αίτηση αρ. Ε156/21

ΜΕΤΑΞΥ:

                     

ΑΘΗΝΑΚΗΣ ΖΗΝΩΝΟΣ (Α.Τ. [ ]), από τη Λεμεσό

                                                                                                        Αιτητής

και

Ι. ERODOTOU RESTAURANTS LTD (HE 322635), από τη Λεμεσό   

                                                                                                                 Καθ’ ων η αίτηση

 

Ημερομηνία: 24/10/2025

Για Αιτητή: κ. Α. Χρ. Δημητριάδης για Α. Χρ. Δημητριάδης Δ.Ε.Π.Ε.

Για Καθ' ων η Αίτηση: κ. Α. Γιωρκάτζης για Α. Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε.

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η    Α Π Ο Φ Α Σ Η

Αίτηση ημερομηνίας 22/07/2025 «για προσκόμιση περαιτέρω μαρτυρίας»

 

Ι.          ΕΙΣΑΓΩΓΗ / ΕΠΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ.

Με την Κυρίως Αίτηση αξιώνεται η ανάκτηση της κατοχής ενός επαγγελματικού  υποστατικού που χρησιμοποιείται ως εστιατόριο/χώρος εστίασης (στο εξής: «το Υποστατικό»). Η αξίωση βασίζεται στο άρθρο 11 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου (στο εξής: «ο Νόμος») και ειδικότερα στην ύπαρξη καθυστερημένων ενοικίων, οχληρίας και παράνομων προσθηκομετατροπών.

Η υπόθεση έχει προχωρήσει με βάση τη διαδικασία της «ακροαματικής εκδίκασης», δυνάμει της Διαταγής 30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και η διαδικασία βρίσκεται στο στάδιο της ακρόασης. Η πλευρά του Αιτητή έχει ολοκληρώσει με την παρουσίαση της μαρτυρίας των μαρτύρων που κατέγραψε στον «κατάλογο μαρτύρων και σύνοψη μαρτυρίας» που καταχώρησε και είχε  σε αυτόν καταγράψει 6 πρόσωπα.   

(α)     Η επίδικη Αίτηση.

Αφότου λοιπόν ολοκληρώθηκε η παρουσίαση των μαρτύρων της πλευράς του Αιτητή, υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση μέσω της οποίας αξιώνονται τα ακόλουθα:

«

Α.       Να κληθεί εκ νέου ο Αιτητής, καθώς και να κληθεί η Δέσποινα Ζήνωνος, συνιδιοκτήτρια του Μίσθιου, για προσκόμιση και λήψη συμπληρωματικής μαρτυρίας, έγγραφης και προφορικής, αποκλειστικά επί του ζητήματος του χρόνου πρώτης ενοικίασης του Μίσθιου, καθότι το Δικαστήριο στηρίζει κρίσιμη πτυχή της δικαιοδοσίας του επί εκ πρώτης όψεως εσφαλμένης απάντησης που δόθηκε από τον Αιτητή υπό συνθήκες ψυχολογικής πίεσης και στιγμιαίας απώλειας μνήμης κατά την αντεξέταση του. 

Β.       Οποιοδήποτε άλλο διάταγμα ήθελε θεωρηθεί πρέπον από το Δικαστήριο.

Γ.       Έξοδα της παρούσας Αίτησης. 

»

Η Αίτηση υποστηρίζεται από ένορκες δηλώσεις τόσο του Αιτητή όσο και της αδελφής του. Ο Αιτητής ζητεί όπως επανακλητευθεί ο ίδιος διότι όταν έδωσε μαρτυρία βρισκόταν υπό «ψυχολογική πίεση» με αποτέλεσμα να δώσει λανθασμένη απάντηση ως προς το πότε ενοικιάστηκε για πρώτη φορά το επίδικο υποστατικό. Υποστηρίζει επίσης ότι κατά την αντεξέτασή του είχε άγχος και απώλεια μνήμης. Αποδίδει την παράλειψή του και στο γεγονός ότι είναι η αδελφή του που χειρίζεται το «αρχείο με τις αποδείξεις» καθώς και «στην πίεση των περιστάσεων».

Στη δική της ένορκη δήλωση, η αδελφή του Αιτητή επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του αδελφού της.

(β)  Η Ένσταση.

Το επίδικο αίτημα προσέκρουσε στην ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση (στο εξής: «η Ένσταση»), η οποία αναπτύσσεται στους ακόλουθους λόγους:

«

1.         Δεν πληρούνται και/ή δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος και/ή η Νομολογία επί του θέματος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος.

2.         Ο Αιτητής δεν έχει παραπλανηθεί, ούτε έχει πιεστεί ψυχολογικά κατά το στάδιο της αντεξέτασης και/ή δεν δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος επανακλήτευσης του ιδίου για προσκόμιση συμπληρωματικής μαρτυρίας ή κλήτευσης οποιουδήποτε τρίτου προσώπου που δεν συμπεριλήφθηκε στον Κατάλογο Μαρτύρων και Σύνοψη Μαρτυρίας του Αιτητή ημερομηνίας 14/10/2024.

3.         Η Αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και δεν προβάλλονται σε αυτήν επαρκείς λόγοι και/ή δεν στηρίζεται σε γεγονότα που να δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

4.         Το πραγματικό υπόβαθρο που στηρίζει την Αίτηση είναι ελλιπές και/ή δεν δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

5.         Η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος δεν δικαιολογείται βάση των όσων περιλαμβάνονται στις Ένορκες Δηλώσεις που συνοδεύουν την Αίτηση και/ή οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής προς υποστήριξη της θέσης του διατυπώνονται κατά τρόπο διαζευκτικό σε σχέση με προηγούμενες δηλώσεις του κατά την κυρίως εξέταση και αντεξέταση του και/ή συνιστούν αβάσιμους ισχυρισμούς και/ή δευτερογενείς και εκ των υστέρων σκέψεις, προβαλλόμενες εκ του πονηρού προς επίτευξη του αιτήματος για προσκόμιση συμπληρωματικής μαρτυρίας.    

6.         Με την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ο Αιτητής επιδιώκει την διόρθωση των λανθασμένων χειρισμών εκ μέρους του και/ή εκ μέρους δικηγόρων του στην παρούσα υπόθεση και/ή τα στοιχεία και/ή τα γεγονότα και/ή η μαρτυρία που επιδιώκει ο Αιτητής να προσάγει ως επιπρόσθετη ήταν γνωστή και/ή θα έπρεπε να είναι γνωστή σε αυτόν και/ή στους δικηγόρους του εξαρχής.

7.         Η Αίτηση είναι νομικά αβάσιμη και/ή δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε σχετική διάταξη ή νομική αρχή και/ή νομική βάση της Αίτησης δεν παρέχει εξουσία για έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

8.         Η Αίτηση καταχωρήθηκε και/ή προωθείται κακή τη πίστη και/ή καταχρηστικά.

9.         Η Αίτηση οδηγεί σε κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και/ή κατασπατάληση του πολύτιμου δικαστικού χρόνου, και εκτροχιάζει την προγραμματισμένη εκδίκαση της υπόθεσης η οποία βρίσκεται ήδη στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.   

10.       Η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα επιφέρει κατάφωρη αδικία και/ή βλάβη στην Καθ’ ης η Αίτηση και/ή θα επηρεάσει  δυσμενώς τα δικαιώματα αυτής, ενώ δεν είναι περίπτωση που η αδικία και/ή βλάβη και/ή ταλαιπωρία της Καθ’ ης η Αίτηση θεραπεύεται με έξοδα. 

»

Ως προς τα γεγονότα, η Ένσταση υποστηρίζεται από  δικηγορική ένορκη δήλωση της κας Κτίστη, μέσω της οποίας εξηγείται ότι ο λόγος που προβαίνει η ίδια στην ένορκη δήλωση είναι αφενός επειδή πρόκειται για νομικά ζητήματα και αφετέρου επειδή η ίδια ήταν παρούσα κατά την αντεξέταση του Αιτητή. Ακολούθως, αναλύει τους λόγους Ένστασης και αναφέρεται στους δικογραφημένους ισχυρισμούς του Αιτητή. Αμφισβητεί έντονα τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι βρισκόταν υπό «ψυχολογική πίεση» κατά την αντεξέτασή του. Υποδεικνύει ότι η αδελφή του Αιτητή ήταν παρούσα κατά την αντεξέτασή του και δεν είναι πρόσωπο που αναφέρθηκε ως μάρτυρας στον κατάλογο και τη σύνοψη της μαρτυρίας που καταχωρήθηκε εκ μέρους του. Χαρακτηρίζει το αίτημα ως κακόπιστο και καταχρηστικό.

(γ)        Η ακροαματική διαδικασία της παρούσας αίτησης.

Δεν έχει ζητηθεί η αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Κατά την ακροαματική διαδικασία οι συνήγοροι των διαδίκων, παρουσίασαν γραπτά κείμενα προς υποστήριξη των αντίθετων θέσεων τους. Η πλευρά του Αιτητή, επιχειρηματολογεί ως εξής:  

«

4.       Η αίτηση από τυπογραφικό λάθος βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.25 (3) που αφορούν Τροποποίηση, Δ.28 Θ 1-4 που αφορούν Αποκάλυψη και Επιθεώρηση, αντί στους θεσμούς 30 και 33, καθώς και στους Δ.35 θ.8, Δ.39 Θ 1-2 και 15 και Δ.48 Θ.1-9, Δ.64, στo άρθρο 8 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στις αρχές της Επιείκειας, στο Περί Ενοικιοστασίου Νόμο 1983 και 4 τροποποιήσεις αυτού, στις σχετικές αρχές της Νομολογίας, στην γενική πρακτική και στις συμφυείς εξουσίες και στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.  […]

18.     Η ανάγκη επανακλήτευσης του Αιτητή εδράζεται στο γεγονός ότι, κατά την αντεξέταση του, βρισκόμενος υπό ψυχολογική πίεση, παρέδωσε μαρτυρία που συγκρούεται ευθέως με το περιεχόμενο της ένορκης γραπτής του δήλωσης. Συγκεκριμένα, αντί να επιβεβαιώσει τον χρόνο πρώτης ενοικίασης που κατέθεσε γραπτώς – δηλαδή προ του 2000 – εσφαλμένα ανάφερε το έτος 2005 ως χρόνο πρώτης μίσθωσης.  […]

25.     Η κλήση νέου μάρτυρα ή η επανακλήτευση υφιστάμενου εμπίπτει πλήρως στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, όχι μόνο βάσει της Διαταγής 30, αλλά και βάσει της συμφυούς εξουσίας του. Η μαρτυρία που προτείνεται δεν είναι επουσιώδης ή δευτερεύουσα – είναι καθοριστική για τη θεμελίωση της δικαιοδοσίας του ίδιου του Δικαστηρίου. [….]

34.     Εξάλλου, η ψυχολογική πίεση που υπέστη ο Αιτητής τεκμηριώνεται όχι μόνο από τη δική του ένορκη δήλωση, αλλά και από το ίδιο το πρακτικό της ακροαματικής διαδικασίας, όπου το Σεβαστό Δικαστήριο αναγκάστηκε να απευθύνει παρατηρήσεις προς τον Αιτητή λόγω της ασάφειας και της αδυναμίας του να απαντήσει με συνέπεια υπό την πίεση της αντεξέτασης. Οι παρατηρήσεις αυτές αποτελούν αντικειμενική ένδειξη ότι ο Αιτητής βρισκόταν υπό ψυχολογική φόρτιση, γεγονός που συνιστά εξαιρετική περίσταση η οποία δικαιολογεί την επανακλήτευση και την προσκόμιση συμπληρωματικής μαρτυρίας.

»

Σύνοψη της εντελώς διαφορετικής θεώρησης της πλευράς των Ενοικιαστών, παρατίθεται στο ακόλουθο απόσπασμα, από τη γραπτή επιχειρηματολογία του δικηγόρου τους:

 

«

3.3.3.  Ο «καλός λόγος» δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την ανάδειξη ανάγκης στην παρουσίαση ενώπιον του Δικαστηρίου του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, η οποία σκοπό έχει την διασαφήνιση των επιδίκων θεμάτων και την επίλυση τους, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη.  Αυτό είναι το πνεύμα που διαπνέει τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας ως είχαν αλλά και ως διαμορφώθηκαν, σχετικά με την εξέλιξη και την πορεία της διαδικασίας εκδίκασης μίας υπόθεσης ενώπιον Δικαστηρίου.

3.3.4.  Στην προκειμένη περίπτωση ο λόγος που προβάλλεται από τον Αιτητή τόσο στην ΕΔ ΑΖ όσο και στην ΕΔ ΔΖ προς υποστήριξη του αιτήματος του για προσκόμιση και λήψη συμπληρωματικής μαρτυρίας είναι η ψυχολογική πίεση την οποία «δέχτηκε» ο Αιτητής κατά την αντεξέταση του με αποτέλεσμα να περιπέσει σε «εσφαλμένη απάντηση»…. κατά την αντεξέταση του.

3.3.5.  Ο ισχυρισμός του Αιτητή περί ψυχολογικής του πίεσης κατά την αντεξέταση του πέραν από γενικόλογος, αποτελεί ξεκάθαρη μορφή στο ίδιο το Δικαστήριο και ειδικότερα στον Πρόεδρο του και απλά συνιστά απέλπιδα προσπάθεια για τροποποίηση της θέσης του Αιτητή όπως αυτή παρουσιάστηκε με την μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου.

3.3.6.  Η προσπάθεια του Σεβαστού Δικαστηρίου κατά το στάδιο της αντεξέτασης του Αιτητή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της 26/06/2025, για την εξακρίβωση του κατά πόσον το παρόν Δικαστήριο έχει ή όχι δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση, συνιστά στην ουσία ευκαιρία που δόθηκε από το Σεβαστό Δικαστήριο στον Αιτητή να διαφοροποιήσει, στο στάδιο εκείνο της διαδικασίας (αντεξέτασή του), την θέση που είχε μέχρι τότε σε σχέση με το καθεστώς χρήσης του επίδικου υποστατικού κατά τον επίδικο χρόνο.

3.3.7.  Ουδόλως ο Αιτητής έχει πιεστεί, αγχωθεί ή έχει υποστεί απώλεια μνήμης κατά την αντεξέταση του όπως ισχυρίζεται.  Η θέση του Αιτητή εξ αρχής ήταν ότι «λειτούργησ(ε) το εστιατόριο μέχρι περίπου τα μέσα του 1998…. Στη συνέχεια μέχρι περίπου και την 09/10/2005 χρησιμοποιούσ(ε) τα εν λόγω υποστατικά ως αποθήκη…», θέση την οποία υιοθέτησε τόσο μέσω της Γραπτής του Δήλωσης που αποτέλεσε την κύρια εξέταση του (Έγγραφο Ε στην ακροαματική διαδικασία) και κατά την αντεξέταση του από τον δικηγόρο της Καθ’ ης η Αίτησης, όσο και κατά την προσπάθεια του Σεβαστού Δικαστηρίου να εξακριβώσει κατά πόσον έχει ή όχι δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση σε σχέση με την χρήση του επίδικου υποστατικού κατά το έτος 1999.

»

Η απόφαση του Δικαστηρίου επιφυλάχθηκε στις 02/10/2025.

ΙΙ.       ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ.

Στους Κανονισμούς 4 και 12 του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1983, προβλέπονται τα ακόλουθα:

 

«

4.(α)   Οι πρόνοιες του περί Δικαστηρίου Νόμου και οι περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικοί Θεσμοί τυγχάνουν εφαρμογής αναφορικά με την κλήτευση και παρουσία μαρτύρων. Μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να απαντήσει σε ερώτηση η οποία κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου τείνει να τον ενοχοποιήσει. Οι διάδικοι παρουσιάζουν μαρτυρία και προσάγουν αποδεικτικά στοιχεία με τη σειρά που προβλέπεται στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Θεσμούς. Μάρτυρες εξετάζονται, αντεξετάζονται και επανεξετάζονται όπως προνοείται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας.

(β)      Μάρτυρας δεν είναι υποχρεωμένος να απαντήσει σε ερώτηση η οποία κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου τείνει να τον ενοχοποιήσει.

(γ)      Το Δικαστήριο έχει δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις σε μάρτυρες προς διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας για επίλυση της διαφοράς. Το δικαστήριο έχει επίσης δικαίωμα, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να καλέσει ή επανακαλέσει μάρτυρα προς διεκπεραίωση και συμπλήρωση της έρευνας.

[…..]

12.(α) Εκτός αν άλλως προβλέπεται στο Νόμο ή στους Κανονισμούς αναφορικά με τη διεξαγωγή της διαδικασίας τη λήψη μαρτυρίας και τη διασφάλιση του κύρους του δικαστηρίου εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 και των Θεσμών με τις αναγκαίες προσαρμογές για να συνάδουν με τους σκοπούς του Νόμου.

(β)      Μη συμμόρφωση με τις πρόνοιες των Κανονισμών δε συνεπάγεται την ακύρωση της διαδικασίας εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει τούτο.

(γ)      Διαδικασία που προσκρούει στις πρόνοιες των Κανονισμών μπορεί να ακυρωθεί στο σύνολό της ή μερικώς ως αντικανονική ή να τροποποιηθεί με όρους που καθορίζει το Δικαστήριο.

»

 

Η Διαταγή 30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διαχωρίζει τις αστικές υποθέσεις σε δύο κατηγορίες, την «ακροαματική» και την «ταχεία» εκδίκαση (Διαταγή 30. θ. 6). Η ταχεία εκδίκαση διεκπεραιώνεται, κατά κανόνα, με την εκατέρωθεν καταχώριση έγγραφης μαρτυρίας. Όσον αφορά τη διαδικασία «ακροαματικής εκδίκασης», σχετικά, μεταξύ άλλων, είναι τα εξής:

«

(3)      Το Δικαστήριο για αγωγές το αντικείμενο των οποίων υπερβαίνει τις €3.000 εκδίδει οδηγίες για την περαιτέρω πορεία και εκδίκαση της υπόθεσης στη βάση των πιο κάτω δεδομένων:

(i)       οι διάδικοι υποχρεούνται κατά το στάδιο της έκδοσης οδηγιών να καταθέσουν στο Δικαστήριο κατάλογο με τους μάρτυρες που προτίθεται κάθε πλευρά να παρουσιάσει μαζί με σύνοψη της μαρτυρίας εκάστου:

Νοείται ότι ο κατάλογος μαρτύρων θα είναι ονομαστικός, αλλά εάν υπάρχουν λόγοι πρακτικής δυσχέρειας, θα δύναται ο ενδιαφερόμενος διάδικος να προσδιορίσει την ιδιότητα του μάρτυρα χωρίς αναφορά στο όνομά του.

(ii)      κάθε διάδικος δύναται για καλό λόγο να καλέσει πριν κλείσει την υπόθεση του με σχετικό προφορικό αίτημα και πρόσθετο μάρτυρα ή μάρτυρες. […..]

8.       (α) Όλες οι υποθέσεις, των οποίων το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει τις €3.000 φέρουν επί του κλητηρίου εντάλματος ανάλογη ένδειξη και τοποθετούνται από το Πρωτοκολλητείο σε κατάλογο «Ακροαματικής εκδίκασης», το δε Δικαστήριο εκδικάζει την υπόθεση στη βάση των μαρτυριών που κατατέθηκαν ενώπιον του, επιτρέπει δε σε διάδικο να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρα, καθορίζοντας προς τούτο χρονικά πλαίσια κατά το στάδιο έκδοσης οδηγιών σε ειδικά προς τούτο οριζόμενη από το Δικαστήριο ημερομηνία.

»

ΙΙΙ.      ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 

Με βάση ό,τι τέθηκε προς το Δικαστήριο, είναι εμφανές ότι η Αίτηση είναι ποικιλοτρόπως προβληματική, ως βάσιμα επιχειρηματολογεί και ο δικηγόρος των Καθ’ ων. Επεξηγώ.

Κατ’ αρχάς, η Αίτηση έχει την ακόλουθη, εσφαλμένη, νομική βάση:

 «

Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.25 (3), Δ.28 Θ 1-4, Δ.35 θ.8, Δ.39 Θ 1-2 και 15 και Δ.48 Θ.1-9, Δ.64, στο άρθρο 8 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, στις αρχές της Επιείκειας, στο Περί Ενοικιοστασίου Νόμο 1983 και τροποποιήσεις αυτού, στις σχετικές αρχές της Νομολογίας, στη γενική πρακτική και στις συμφυείς εξουσίες και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.       

»

Η Διαταγή 25(3) επί της οποίας βασίζεται, είναι παντελώς άσχετη. Δεν πρόκειται για απλή παρατυπία, έως εσφαλμένα διατείνεται η πλευρά του Αιτητή, αλλά θεμελιακό σφάλμα που δεν διορθώνεται κατ’ επίκληση της νομολογίας που σχετίζεται με την ύπαρξη θεραπεύσιμων (τυπικών) παρατυπιών. Είναι καλά εμπεδωμένο ότι η παράλειψη προσδιορισμού της βασικής δικονομικής βάσης μιας ενδιάμεσης αίτησης συνιστά παράλειψη στήριξής της και όχι θεραπεύσιμη παρατυπία που μπορεί να θεραπευθεί, είτε με βάση τον Κανονισμό 12(β) του περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικού Κανονισμού, είτε, με βάση τη Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως σχετικά αναφέρεται στη Bank For Foreign Trade of Russian Federation «VNESHTORGBANK» ν. ICC CHEMICALS (UK) LTD (1999) 1Γ Α.Α.Δ 172). Ο κανόνας είναι αυστηρός, επειδή ο ασυνήθιστος χαρακτήρας των ενδιάμεσων διαδικασιών απαιτεί τον επακριβή προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων.[1] Ως συναφώς σημειώθηκε στη Φλουρέντζου κ.α. ν. Cashgrove Betting Ltd κ.α (2007) 1Α Α.Α.Δ 393, εάν η διάταξη στην οποία στηρίζεται μια αίτηση είναι εντελώς άσχετη, τότε η νομική της βάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη. Ομοίως, στη Παπακοκκίνου Κ.Α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημοσιά Εταιρεία Λτδ (αρ. 1) (2012) 1Α Α.Α.Δ 643 υποδείχθηκε ότι:

«

Επομένως, η παρούσα αίτηση δεν συνάδει με την πάγια θεμελιωμένη αρχή της νομολογίας μας, ότι στο σώμα μιας αίτησης και ειδικά μιας ενδιάμεσης αίτησης, θα πρέπει να αναγράφονται ρητά και συγκεκριμένα οι νομικές και δικονομικές διατάξεις στις οποίες αυτή βασίζεται.

»

Τα πιο πάνω αρκούν για την απόρριψή της υπό κρίση αίτησης.

Για σκοπούς πληρότητας, σημειώνεται ότι ούτε επί της ουσίας το αίτημα είναι αιτιολογημένο. Κάθε άλλο.  

Πριν όμως εξηγηθεί το γιατί, θα πρέπει να προσδιοριστεί το πλαίσιο επί του οποίου εδράζεται η εξεταζόμενη αίτηση.

Ως συναφώς στην Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας υποδεικνύεται, για να επιτραπεί η παρουσίαση μαρτυρίας άλλης από αυτήν που έχει εξ’ αρχής δηλωθεί στον κατάλογο και σύνοψη μαρτυρίας, θα πρέπει να αποκαλύπτεται κάποιος «καλός λόγος».[2] Ο προσδιορισμός του τι ακριβώς συνιστά «καλό λόγο» είναι ζήτημα που κρίνεται κατά περίπτωση και συνιστά ζήτημα διακριτικής εξουσίας, η οποία ασκείται πάντοτε δικαστικά. Γνώμονας είναι το συμφέρον της Δικαιοσύνης, που περιλαμβάνει, ανάμεσα σε άλλα, τη δίκαιη εξισορρόπηση των δικονομικών όπλων καθώς και την αποφυγή αυθαίρετων δικαστικών ενεργειών, που διαταράσσουν το δικαίωμα των διαδίκων σε Δίκαιη Δίκη.[3]

Επί τούτου, χρήσιμα είναι τα αναφερόμενα από την Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) Στ. Χατζηγιάννη στην Αγωγή 2599/2016 μεταξύ Ιωάννου κ.α. ν. Μιχαλάκη Απόφαση ημερ. 12/11/2020 στην αίτηση ημερ. 22/9/2019:

«

Προκύπτει από το λεκτικό της Δ.30 θ.5(3) ότι ο σκοπός της είναι η πλήρης αποκάλυψη των εγγράφων, ως και της μαρτυρίας των διαδίκων, συμπεριλαμβανομένου και του ονόματος και της ιδιότητας των μαρτύρων, ώστε ο αντίδικος να γνωρίζει τη μαρτυρία επί της οποίας στηρίζεται η υπόθεση της άλλης πλευράς και να του παρέχεται το δικαίωμα και η δυνατότητα να εξετάσει την εν λόγω μαρτυρία και να χειρισθεί ανάλογα την υπόθεση στην οποία είναι διάδικος. Η πλήρης αποκάλυψη της μαρτυρίας και των εγγράφων που θα χρησιμοποιούν κατά την ακρόαση, είναι πλήρως συνυφασμένη με το συνταγματικό δικαίωμα των διαδίκων για δίκαιη δίκη, ώστε κανένας διάδικος να καταλαμβάνεται εξ απήνης κατά την ακροαματική διαδικασία. Όπως επίσης προκύπτει από το λεκτικό της Δ.30 θ.5(3),η υποχρέωση των διαδίκων για να κατονομάσουν τους μάρτυρες τους και να συνοψίσουν τη μαρτυρία τους, είναι επιτακτικής φύσεως, εφόσον τους επιβάλλεται τέτοια υποχρέωση και αδιαμφισβήτητα αποτελούν σημαντικά στοιχεία, πλήρως συνυφασμένα με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η υποχρέωση των διαδίκων να καταθέσουν ονομαστικό κατάλογο μαρτύρων, υπαναχωρεί μόνο στην περίπτωση που υπάρχουν λόγοι πρακτικής δυσχέρειας, οπότε ο διάδικος μπορεί να προσδιορίσει μόνο την ιδιότητα του μάρτυρα, χωρίς αναφορά στο όνομα του.

»

Εν προκειμένω, ο δικηγόρος του Αιτητή, ισχυρίζεται ότι ο πελάτης του βρισκόταν υπό  «ψυχολογική πίεση» όταν έδιδε μαρτυρία, με αποτέλεσμα να «αντί να επιβεβαιώσει τον χρόνο πρώτης ενοικίασης που κατέθεσε γραπτώς – δηλαδή προ του 2000 – εσφαλμένα ανάφερε το έτος 2005 ως χρόνο πρώτης μίσθωσης» και ότι αυτό «συνιστά εξαιρετική περίσταση η οποία δικαιολογεί την επανακλήτευσή [του]». Κοντολογίς, ο συνήγορος του Αιτητή, δια της πιο πάνω επιχειρηματολογίας, αξιολογεί ο ίδιος τη μαρτυρία του πελάτη του αρνητικά, κρίνει ότι εκ του περιεχομένου της εν λόγω μαρτυρίας δεν έχει στοιχειοθετηθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού και αξιώνει από το Δικαστήριο όπως του επιτρέψει να παρουσιάσει επιπρόσθετη, νέα και κατ’ ουσίαν αντικρουστική[4] μαρτυρία για το εν λόγω ζήτημα.   

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Είναι πρωτοφανές να ζητείται από διάδικο άδεια για να παρουσιάσει μαρτυρία που να αντικρούει δική του προηγούμενη μαρτυρία.

Ο διάδικος έχει υποχρέωση να παρουσιάσει με ολοκληρωμένο τρόπο[5] την υπόθεσή του.

Και μία ευκαιρία για να την αποδείξει. Έτσι λειτουργεί η Δικονομία και το Δίκαιο της Απόδειξης.

Όπως εύστοχα υποδεικνύει ο Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) Ν. Γ. Σάντης στην Αγωγή 1552/2015 μεταξύ Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developments Ltd κ.α. ν. Δημήτρη Χριστόφια, Απόφαση ημερ. 28/4/2017 στην αίτηση ημερ. 19/4/2017:

«

Δεν είναι όμως αυτός ο σκοπός της παροχής δυνατότητας παρουσίασης αντικρουστικής μαρτυρίας.

Όπως ούτε και η χορήγηση δεύτερης ευκαιρίας στους διαδίκους να αποδείξουν την υπόθεση τους, χωρίς να υπονοώ καθοιονδήποτε τρόπο, ότι η διαφαινόμενη απόρριψη του αιτήματος επηρεάζει ή θα μπορούσε να επηρεάσει, την όποια δυναμική, εδώ, της υπόθεσης των εναγόντων/αιτητών (βλ. κατ’ αναλογίαν, Khudaykulova v Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 136/15, ημ. 8.7.16).

»

Τα ίδια ακριβώς ισχύουν στο μέτρο που το αίτημα αφορά την παρουσίαση επιπρόσθετης μαρτυρίας από την αδελφή του Αιτητή, η οποία ήταν παρούσα μέσα στην αίθουσα του Δικαστηρίου καθ’ όλη τη διάρκεια που έδιδε εκείνος μαρτυρία.

Ούτε ασφαλώς πρόκειται για περίπτωση που το Δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την παρουσίαση επιπρόσθετης μαρτυρίας προς «συμπλήρωση της έρευνας». Η «συμπλήρωση» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιου κενού. Εδώ δεν διαπιστώνεται κενό.

Ο Αιτητής γνώριζε ότι θα υποβληθεί στη βάσανο της αντεξέτασης.[6] Εάν η μαρτυρία που προσέφερε εν τέλει δεν θα τον εξυπηρετήσει, αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Ως εκ των ανωτέρω, η ύπαρξη «καλού λόγου» ουδόλως καταδεικνύεται.

Το αίτημα είναι ολωσδιόλου αβάσιμο και ως τέτοιο θα απορριφθεί.

Κάτι τελευταίο.

Έχω αποφύγει συνειδητά να σχολιάσω και τα περί «ψυχολογικής πίεσης» επί των οποίων επιχειρήθηκε να τεκμηριωθεί το αίτημα, διότι το πλαίσιο της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης δεν είναι κατάλληλο για να αξιολογηθεί η μαρτυρία του Αιτητή. Επειδή όμως μέσω του εν λόγω ισχυρισμού, αφήνεται υπόνοια ότι το Δικαστήριο είτε ότι προκάλεσε, είτε ότι έστω επέτρεψε η ενώπιον του διαδικασία να εκτραχυνθεί σε σημείο πρόκλησης της ισχυριζόμενης «ψυχολογικής πίεσης» στον Αιτητή, για σκοπούς τάξης και μόνο, σημειώνεται ότι αυτός ο ισχυρισμός ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται και στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας.

IV.     ΚΑΤΑΛΗΞΗ.

Η Αίτηση, με τη σύμφωνη γνώμη των παρέδρων, απορρίπτεται. Οι λόγοι Ένστασης τουλάχιστον υπ’ αριθμόν 1, 3 και 10 έχουν βάση. Τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση όπως αυτά υπολογισθούν από τη Γραμματέα του Δικαστηρίου και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας της Κυρίως Αίτησης.

 

(Υπ.)………………………………………….

         Γ. Χρ. Παγιάσης

Πρόεδρος

 

(Υπ.)…………………………                                     (Υπ.)………………………………

               Α. Γεωργίου                                                                     Π. Χαραλάμπους  

                Πάρεδρος                                                                             Πάρεδρος

Πιστόν Αντίγραφον

Πρωτοκολλητής



[1] Δείτε: Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λ. Ιορδάνους Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 743.

[2] Στη Κοκκίνου ν. Κοκκίνου Έφεση αρ. 29/2014, ημερομηνίας 03/11/2016, λέχθηκε ότι: « «Καλός λόγος» προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.»

[3] Δείτε: Αθανασίου ν. Reana Manufacturing & Trading Co Ltd κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1635 και Pantazis and Sons co Ltd ν. Νικολάου (2002) 1Α Α.Α.Δ 217, και Α. Παπά ν Ν. Α. Οικονομίδου κ.α.(2012) 1Β Α.Α.Δ 928.

[4] Όσον αφορά τις αρχές που διέπουν τη δυνατότητα να επιτραπεί αντικρουστική μαρτυρία, συνοψίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση ημερομηνίας 06/10/2022 στην Αίτηση ημερομηνίας 14/09/22 στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 7/2021 στην  υπόθεση TELIA (VASILIKO) ν. Πλοίου «UNI TRADER» : «Στην Αττεσλή κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημ. Ετ. Λτδ (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2222, 2231-3, αναφέρθηκε ότι η Δ.33 Θ.7(ΙΙ)(b) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών αναλύει το δικαίωμα διαδίκου να προβεί σε αίτημα για προσαγωγή αντικρουστικής μαρτυρίας και οριοθετεί τα πλαίσια παροχής ανάλογης άδειας. Αναφέρθηκε ότι γενικά, αντικρουστική μαρτυρία είναι επιτρεπτή προκειμένου να αποτραπεί μια πιθανή αδικία, όπου ο διάδικος που την προσφέρει έχει παραπλανηθεί ή έχει καταληφθεί εξ απροόπτου (Tsiartas and Another v. Taliotis (1989) 1 C.L.R. 216, 228-229). Στην Tsiartas έχει υιοθετηθεί σύνοψη των σχετικών αρχών από τον Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παραγ. 33-92, που προσφέρεται σε μετάφραση στην Ματθαίου ν. Νικολάου κ.ά. (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2080, 2089-90:«Απαντητική μαρτυρία, είτε αυτή είναι προφορική ή με ένορκη δήλωση, πρέπει κατά γενικό κανόνα να περιορίζεται αυστηρά στο να αντικρούει την υπόθεση το εναγομένου και δεν πρέπει απλώς να επιβεβαιώνει την υπόθεση του ενάγοντα …………………………………Με την άδεια του δικαστηρίου μπορεί να δοθεί αντικρουστική μαρτυρία από τον ενάγοντα σε απάντηση της μαρτυρίας του εναγομένου προς υποστήριξη επίδικου θέματος η απόδειξη του οποίου εβάρυνε τον ίδιο. Η διακριτική ευχέρεια μπορεί ακόμη να ασκηθεί υπέρ του ενάγοντα όπου η φύση της υπεράσπισης έχει αποκαλυφθεί κατά την αντεξέταση των δικών του μαρτύρων. Ο Δικαστής έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί περαιτέρω μαρτυρία είτε για την δική του ικανοποίηση ή όπου αυτό απαιτείται από το συμφέρον της δικαιοσύνης και επιβεβαιωτική αντικρουστική μαρτυρία γενικώς θα γίνεται επιτρεπτή όπου ο διάδικος που την προσφέρει έχει παραπλανηθεί ή έχει καταληφθεί εξ απροόπτου.»

[5] Ως στην Αττελσή (ανωτέρω) με επάρκεια επεξηγείται.

[6] Η αντεξέταση μάρτυρα της άλλης πλευράς, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα κάθε διαδίκου το οποίο στην αστική δικαιοδοσία διασφαλίζεται μέσω του Άρθρου 30(3) του Συντάγματος (δείτε: A. Panayides Constructions Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416). Αποτελεί τη χαρακτηριστικότερη έκφανση της δια ζώσης (viva voce) μαρτυρίας (δείτε: Tekinder Pal κ.α. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, 555 και  ΝΙΝΟΣ Β. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΛΤΔ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥ Γ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ (1995) 1 Α.Α.Δ 877και συνιστά σημαντικό όπλο που οδηγεί στην αποκάλυψη του ψεύδους και υποβοηθά το Δικαστήριο στην εύρεση της αλήθειας (δείτε: Δίκαιο της Απόδειξης, Εκδόση 2014,  Κεφ. 19, Αντεξέταση, σελ. 702 κ.ε.)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο