A.Z.K. Lemuria Limited κ.α. ν. Γεώργιος Παπαδαυίδ κ.α., Αίτηση αρ.: Κ9/2024, 24/2/2025
print
Τίτλος:
A.Z.K. Lemuria Limited κ.α. ν. Γεώργιος Παπαδαυίδ κ.α., Αίτηση αρ.: Κ9/2024, 24/2/2025

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ – ΠΑΦΟΥ 

ΤΜΗΜΑ ΠΑΦΟΥ

 

Ενώπιον:   Χρ. Ραγουζαίου, Προέδρου

Αίτηση αρ.:  Κ9/2024

Μεταξύ:

 

1.    A.Z. K. Lemuria Limited

2.               Κώστας Αζίνα

                                                                                                                           Αιτητές

 

ν.

 

1.    Γεώργιος Παπαδαυίδ

2.    Δημόκριτος Παπαδαυίδ

3.    Χρίστος Παπαδαυίδ

                                                                           Καθ’ ων η αίτηση

                                                                                               

 

 

 

Αίτηση δια κλήσεως ημερομηνίας 08.11.2024

 

 

Ημερομηνία:  24.02.2025

Εμφανίσεις

Για τους Αιτητές 1 και 2            :    SOTEROULA STAVRI-SOCRATOUS & CO LLC

                                                                                   

Για τους Καθ’ ων η αίτηση 1-3 :     Xρήστος Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

                                                                                 

------------------------

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα αίτησή τους, οι Αιτητές, αξιώνουν την έκδοση από το Δικαστήριο διαταγμάτων, ως εξής:

 

Α.    Διάταγμα του Δικαστηρίου που να παραμερίζει και/ή να ακυρώνει το εκδοθέν Διάταγμα ημερ. 21.10.24 με το οποίο δόθηκε η άδεια για την έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής του ισόγειου εστιατορίου με αρ. 1 που βρίσκεται στην Κάτω Πάφο.

 

  Β.   Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να αναστέλλει και/ή ακυρώνει το ένταλμα κατοχής (writ of possession) το οποίο εκδόθηκε στην αίτηση υπ΄ αριθμό Ε του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Πάφου του ισόγειου εστιατορίου με αρ. 1, που βρίσκεται στην Κάτω Πάφο, ανασταλεί μέχρι νεότερων διαταγών του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την τελική εκδίκαση της κυρίως αίτησης των πιο πάνω Αιτητών για την ακύρωση και/ή παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης ημερομηνίας 08.07.2024 στην αίτηση Ε του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Πάφου.

 

  Γ.   Διάταγμα του Δικαστηρίου δια του οποίου να αναστέλλεται η εκτέλεση της Απόφασης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Πάφου ημερομηνίας 08.07.2024 που εκδόθηκε στην αίτηση υπ΄ αριθμό Ε, μέχρι τελικής εκδίκασης της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτηση και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

  Δ.  Οποιοδήποτε άλλο διάταγμα και/ή περαιτέρω και/ή άλλη θεραπεία, την οποίαν το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιη και εύλογο υπό τας περιστάσεις.

 

Ιστορικό:

Μεταξύ των ιδίων διαδίκων έχει προηγηθεί η καταχώρηση στο παρόν Δικαστήριο, της Αίτησης έξωσης με  αριθμό Ε, στην οποία έχει εκδοθεί ερήμην και σε βάρος των Αιτητών, στις 08.07.2024, διάταγμα έξωσης και απόφαση για οφειλόμενα ενοίκια, ενδιάμεσα οφέλη, τόκο, έξοδα και Φ.Π.Α. (στο εξής αναφερόμενη ως “η απόφαση”).

 

Οι Αιτητές καταχώρησαν στις 17.10.2024, την κυρίως Αίτηση με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό (όπου αιτούνται τον παραμερισμό της απόφασης) και παράλληλα προώθησαν την παρούσα ενδιάμεση αίτηση (στο εξής αναφερόμενη ως “η αίτηση”) με σκοπό να εξασφαλίσουν, την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως Αίτησης Κ9/2024.

 

Επιδόθηκε η αίτηση και οι Καθ’ ων η αίτηση εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο και προέβαλαν ένσταση.

 

Αίτηση

H αίτηση βασίζεται “στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6 άρθρο 9, στους Νέους Θεσμούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 Μέρος 3, 4, 6, 22, 23, 23(6) (8), (9) και (14), 25, 32, 38, 39, 47, 47 (11), 52 και 60, στον περί Ενοικιοστασίου Νόμο του 1983 (23/1983) και τροποποιήσεις αυτού μέχρι σήμερα άρθρα 2, 4, 6, 11, 11(1) και (5), 12, 13, 15, 16, 27, 29, 30, 31 και 34, στον περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικός Κανονισμός του 1983 (2/1983) και τροποποιήσεις αυτού μέχρι σήμερα άρθρα 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 11 και 12, στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς Δ.40, Δ.43Α, Δ.48 θ.1-9, Δ.48 Θ.8(4) και Δ.64, στα άρθρα 31, 32 και 47 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕΣΔΑ, στους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς, στη διακριτική ευχέρεια και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στην Πρακτική του Δικαστηρίου και στη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  

 

               Υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση  του Αιτητή 2, ημερομηνίας 08.11.2024, στην οποία περιγράφει το επίδικο υποστατικό και αναφέρεται στην κυρίως Αίτηση Ε όπου δεν καταχωρήθηκε Απάντηση και εξασφάλισαν έτσι οι Καθ’ ων η αίτηση, στις 11.09.2024, την έκδοση σε βάρος των Αιτητών  απόφασης (στο εξής αναφερόμενη ως “η απόφαση”). Αυτή περιλαμβάνει διάταγμα έξωσης από το επίδικο υποστατικό (ισόγειο εστιατόριο αρ.1 στην οδό Αγίου Μάμαντος 7, στην Κάτω Πάφο, που στο εξής θα αναφέρεται ως “το μίσθιο”).

 

Παράλληλα με την Αίτηση Ε, στο παρόν Δικαστήριο είχε καταχωρηθεί, η αίτηση με αριθμό Ε εναντίον των Αιτητών. Αυτή αφορούσε το αίτημα έξωσης  των Αιτητών από το διπλανό του μίσθιου υποστατικό. Σε αυτή την αίτηση οι Αιτητές καταχώρησαν Απάντηση και Ανταπαίτηση.

 

Αφού επιδόθηκε στους Αιτητές η απόφαση, οι τελευταίοι καταχώρησαν την Αίτηση για παραμερισμό της. Υπήρξε δυσκολία στην επίδοση της Αίτησης παραμερισμού και της παρούσας αίτησης, διότι δεν εντόπισαν[1] τη διεύθυνση επίδοσης των Καθ’ ων η αίτηση. Τελικά η παρούσα αίτηση επιδόθηκε στις 06.11.2024 στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι αρνήθηκαν να την παραλάβουν.

 

Από έλεγχο που έγινε στον ηλεκτρονικό φάκελο διαπιστώθηκε η έκδοση εντάλματος ανάκτησης της κατοχής του μίσθιου, για την οποίαν οι Αιτητές δεν είχαν λάβει γνώση.

 

Η ύπαρξη δύο διαφορετικών ενοικιαστηρίων εγγράφων για τα καταστήματα, τα οποία αποτελούν το αντικείμενο των αιτήσεων Ε και Ε, είναι προϊόν επιβολής και εξαναγκασμού που ασκήθηκε από τους ιδιοκτήτες των καταστημάτων, στους Αιτητές. Στα υποστατικά αυτά οι Αιτητές λειτουργούν εστιατόριο από το έτος 1997, αδιάλειπτα και αυτό λειτουργεί ενιαία στα δύο καταστήματα, τα οποία είναι συνεχόμενα. Τα δυο αυτά ακίνητα ανήκαν αρχικά στην Ελένη Παπαδαυίδ από την Πάφο, η οποία τα μεταβίβασε στα παιδιά της, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των δύο υποστατικών να είναι πλέον διαφορετικοί.

 

Απέκρυψαν οι Καθ’ ων η αίτηση τα πιο πάνω γεγονότα από το Δικαστήριο κατά την έκδοση της απόφασης.

 

Εάν εκτελεστεί το ένταλμα ανάκτησης κατοχής, η ζημιά που θα υποστούν οι Αιτητές παραδίδοντας το μίσθιο, θα είναι ανεπανόρθωτη και ανυπολόγιστη, αφού το εστιατόριο δεν θα μπορεί να λειτουργήσει καθόλου (διότι αυτό δεν μπορεί να διαχωριστεί με αποτέλεσμα η λειτουργία του στο εναπομείναν υποστατικό, να είναι αδύνατη).

 

Αυτό θα προκαλέσει την πλήρη οικονομική καταστροφή της επιχείρησης της Αιτήτριας 1, του Αιτητή 2, των οικογενειών τους και των υπαλλήλων που εργάζονται σε αυτήν.

 

Θα απωλέσουν επίσης οι Αιτητές την εμπορική εύνοια που δημιουργήθηκε στα εν λόγω υποστατικά από τη λειτουργία του εστιατορίου, την πολυετή εργασία και τις βελτιώσεις που έγιναν τα δύο υποστατικά αποκλειστικά από τους Αιτητές (ανακαίνιση, συντήρηση, διακόσμηση, επίπλωση, εξοπλισμός). Πέραν από την πρακτική αδυναμία διαχωρισμού και περιορισμού της επιχείρησης των Αιτητών στο ένα εκ των δύο υποστατικών, οι άδειες λειτουργίας που εξασφαλίζονται από το έτος 1997 αφορούν εστιατόριο και/ή σνακ μπαρ, το οποίο λειτουργεί ως ενιαίο στα δύο συνεχόμενα καταστήματα (με την επωνυμία).

 

Η ορθή  διεύθυνση των δύο υποστατικών είναι η […] και η […] Κάτω Πάφος. Η διεύθυνση που αναφέρεται στις δύο αιτήσεις έξωσης είναι η […], η οποία δεν είναι ορθή.

 

Αναφέρεται περαιτέρω ο μάρτυρας, στην απόκρυψη του γεγονότος ότι οι Αιτητές έχουν επενδύσει μεγάλα ποσά στο επίδικο υποστατικό για να καταστεί η επιχείρησή τους λειτουργήσιμη, αφού κατά την έναρξη της ενοικίασης στις  31.12.1996, το μίσθιο δεν είχε την απαιτούμενη κτιριακή, και ηλεκτρική υποδομή ώστε να εξυπηρετήσει τον σκοπό για τον οποίο ενοικιαζόταν. Η Αιτήτρια 1 είχε προβεί σε βελτιώσεις, αναλαμβάνοντας όλα αυτά τα χρόνια όλες τις φυσικές φθορές και τη συντήρηση και καλή λειτουργία τόσο της υδραυλικής όσο και της ηλεκτρικής εγκατάστασης, δαπανώντας  συνολικά €510.000.

 

Παρέλειψαν επίσης οι Καθ’ ων η αίτηση να αναφέρουν στο Δικαστήριο ότι η ενοικίαση ήταν πολυετής και ότι οι δύο ξεχωριστοί τίτλοι ανήκαν στο ίδιο άτομο, μέχρι τη μεταβίβαση των ακινήτων στα παιδιά της ιδιοκτήτριας.

 

Τυχούσα απόρριψη της αίτησης θα δημιουργήσει ανεπανόρθωτη ζημιά και θα είναι δύσκολο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Είναι η θέση των Αιτητών ότι πληρούνται ειδικές περιστάσεις στην παρούσα υπόθεση.

 

Η ένσταση:

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, με την ειδοποίηση πρόθεσης ένστασης ημερομηνίας 02.12.2024, απορρίπτουν τα όσα οι Αιτητές ισχυρίζονται στην παρούσα αίτηση και προβάλλουν τους κάτωθι λόγους ένστασης:

 

1.  Οι Αιτητές κωλύονται, λόγω δεδικασμένου και/ή καταχωρίσεων σε έγγραφα και/ή συμπεριφορές και/ή παραστάσεων και/ή υποσχέσεων και/ή παράλειψης καταχώρισης απάντησης στην αίτηση αρ. Ε και/ή καθυστέρησης καταχώρισης της αίτησης ημερομηνίας 08.11.24 και/ή κατάχρησης και/ή παρανομίας και/ή εγκατάλειψης και/ή παραίτησης να προωθούν την αίτηση αρ. 9/2024 και/ή την ενδιάμεση αίτηση ημερ. 08/11/2024 και/ή να προβάλλουν τους ισχυρισμούς επί των οποίων στηρίζονται οι εν λόγω αιτήσεις ή οποιουσδήποτε από αυτούς.

 

2. Το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία έκδοσης των ζητούμενων διαταγμάτων και/ή   οποιουδήποτε από αυτά στο πλαίσιο της αίτησης αρ. 9/2024 ή διαφορετικά.

 

3.    Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης των ζητούμενων διαταγμάτων ή οποιουδήποτε από αυτά, μεταξύ άλλων, επειδή οι αιτητές δεν απέδειξαν καλή βάση και/ή συζητήσιμη υπόθεση και/ή πιθανότητα επιτυχίας της αίτησης αρ. 9/2024 και/ή ότι εμφιλοχώρησε απάτη ή ψευδείς παραστάσεις ή ουσιώδες λάθος κατά την έκδοση του διατάγματος έξωσης στην αίτηση αρ. Ε και/ή ότι θα προκληθεί στους ίδιους ανεπανόρθωτη ζημία σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ημερομ. 08.11.24.

 

4.    Οι αιτητές δεν απέσεισαν το βάρος ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έκδοσης των ζητούμενων διαταγμάτων ή οποιουδήποτε από αυτά.

 

5.    Η αίτηση ημερ. 08.11.2024 συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας και/ή γίνεται χωρίς καλή πίστη.

 

Υποστηρίζεται η ένσταση από την ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση 1, στην οποία επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης και απορρίπτει τους ισχυρισμούς των Αιτητών.

 

               Αναφέρεται επίσης στο ιστορικό της ιδιοκτησίας των δύο καταστημάτων που ενοικίασαν και κατέχουν οι Αιτητές. Από την έναρξη της ενοικίασης, όταν ακόμα ιδιοκτήτρια των δυο υποστατικών ήταν η μητέρα των Καθ’ ων η αίτηση,  είχαν συναφθεί δύο ενοικιαστήρια έγγραφα (η σύμβαση ημερομηνίας 22.12.1994 για το μίσθιο, με αριθμό εγγραφής 076973 και η σύμβαση ημερομηνίας 31.12.96 για το ακίνητο με  αρ. εγγραφής 076974).

              

               Είναι λάθος ο ισχυρισμός ότι τα δύο καταστήματα ενοικιάστηκαν ως ενιαίο κατάστημα. Υπήρξαν όροι και στις δύο συμφωνίες, ότι οι οποιεσδήποτε προσθήκες ή τροποποιήσεις απαιτούσαν τη λήψη συγκατάθεσης από την ιδιοκτήτρια και θα γίνονταν με έξοδα των Αιτητών.  Καμία τέτοια συγκατάθεση για ενοποίηση των καταστημάτων δόθηκε από την ιδιοκτήτρια, ούτε υποβλήθηκε αίτηση για εξασφάλιση άδειας ενοποίησης.

 

 

               Σε κατοπινό στάδιο τα δύο καταστήματα εγγράφηκαν στο όνομα των παιδιών της ιδιοκτήτριας, ως εξής:

 

·           Το μίσθιο, με αριθμό εγγραφής …973 εγγράφηκε στο όνομα των Καθ’ ων η Αίτηση 1 - 3, και

 

·           Το κατάστημα με αριθμό εγγραφής …974 εγγράφηκε στο όνομα της αδελφής των Καθ’ ων η αίτηση, Σ.Π.

 

               Από τους τίτλους των καταστημάτων προκύπτει ότι αυτά δεν έχουν ενοποιηθεί.  Επίσης, η ορθή διεύθυνσή τους είναι η […]. 

 

               Ταυτόχρονα με τις εγγραφές στο όνομα των νέων ιδιοκτητών, τερματίστηκαν τα ενοικιαστήρια έγγραφα και υπογράφηκε η συμφωνία ημερομηνίας 31.12.22, όπου οι Αιτητές αναγνωρίζουν την οφειλή προς την ιδιοκτήτρια ενοικίων ύψους €48.000,00.

 

               Ακολούθησε η υπογραφή δύο νέων ξεχωριστών ενοικιαστηρίων εγγράφων (ημερομηνίας 01.03.2023), για το κάθε ένα υποστατικό. Αμφότερα τα έγγραφα εκπνέουν στο τέλος Φεβρουαρίου 2025. Υπάρχουν και σε αυτά τα έγγραφα οι όροι πώς οι οποιεσδήποτε προσθήκες ή τροποποιήσεις απαιτούν τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών και θα γίνονταν με έξοδα των Αιτητών.  Διατυπώθηκε επίσης στις συμφωνίες, ρητά, πως οι Αιτητές δεν θα έχουν αξίωση για εμπορική εύνοια, όταν εκπνεύσει η ενοικίαση.

 

               Ουδέποτε τέθηκε ζήτημα ενοποίησης των καταστημάτων, ούτε ενοποιήθηκαν τα καταστήματα και καμία συγκατάθεση δόθηκε προς τούτο. Ωστόσο, σε άγνωστο χρόνο, οι Αιτητές κατεδάφισαν μέρος του διαχωριστικού τοίχου των καταστημάτων. 

 

               Δεν εμφιλοχώρησε απάτη, ψευδείς παραστάσεις, ή ουσιώδες λάθος κατά την έκδοση του διατάγματος έξωσης.

 

               Κανένα ποσό ενοικίου έχει καταβληθεί από τους Αιτητές από την 01.10.2023 και ακόλουθα. Στις ειδοποιήσεις ημερομηνίας 29.03.24, δεν αντέδρασαν με οποιονδήποτε τρόπο και στις 02.05.2024 δόθηκαν στους Αιτητές ειδοποιήσεις τερματισμού για κάθε ένα από τα καταστήματα, χωρίς και πάλι να υπάρξει οποιαδήποτε αντίδραση από τους Αιτητές.  Καταχωρήθηκαν στη συνέχεια οι Αιτήσεις Ε και Ε.  Στην Αίτηση Ε καταχωρήθηκε Απάντηση και οι Αιτητές προβάλλουν τις αξιώσεις που προβάλλονται και στην παρούσα διαδικασία.

 

               Στην Αίτηση Ε που αφορά το μίσθιο, δεν καταχώρησαν Απάντηση οι Αιτητές και εκδόθηκε ερήμην τους διάταγμα έξωσης το οποίο επιδόθηκε, αλλά συνεχίζουν να κατέχουν οι Αιτητές το μίσθιο χωρίς να καταβάλλουν οποιοδήποτε ενοίκιο από την 01.10.2023.

 

               Η παρούσα αίτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα.  Αφέθηκε στο γραφείο των συνηγόρων των Καθ’ ων η αίτηση, ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 και ο συνήγορός τους, απουσίαζαν στο εξωτερικό και ενώ ο Καθ’ ου η Αίτηση  3, διαμένει στη Λευκωσία.

 

               Στις 13.11.24 (μετά την καταχώρηση της παρούσας διαδικασίας), οι Αιτητές παραδέχθηκαν στους Καθ’ ων η αίτηση,  ότι οφείλουν ενοίκια για τα δύο καταστήματα, χωρίς να ισχυριστούν την εμφιλοχώρηση απάτης ή ψευδών παραστάσεων και χωρίς να εγείρουν ζήτημα ενοποίησης των καταστημάτων ή άλλων αξιώσεων. Ζήτησαν απλά χρόνο για να εξοφλήσουν τα οφειλόμενα ενοίκια και να διατηρήσουν την κατοχή των καταστημάτων.

 

               Απορρίπτουν οι Καθ’ ων η Αίτηση τους ισχυρισμούς αναφορικά με τα έξοδα που έγιναν στα καταστήματα και την εμπορική εύνοια.

 

Διαδικασία:

 

Δεν αντεξετάστηκαν οι ενόρκως δηλούντες και οι δύο πλευρές αγόρευσαν στο Δικαστήριο, υποστηρίζοντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους, παρουσιάζοντας και σχετική με το ζήτημα νομολογία. Το Δικαστήριο συνεδρίασε με μονομελή σύνθεση, εφόσον το επίδικο θέμα είναι αμιγώς νομικό.

 

Στις αγορεύσεις των δύο πλευρών θα  αναφερθώ περαιτέρω, όπου κριθεί αναγκαίο.  

 

Νομική πτυχή:

 

Σημειώνω ότι η ένσταση αναφορικά με την επίδοση της αίτησης δεν προωθήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο στην αγόρευση των Καθ’ ων η αίτηση και επομένως, θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα.

 

Το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης απόφασης, διέπεται πλέον από το Μέρος 47.1.(7) των  περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, όπου αναφέρονται τα εξής:

 

Κάθε πρόσωπο προς το οποίο οποιοδήποτε ποσόν ή χρήματα ή έξοδα είναι πληρωτέα σύμφωνα με απόφαση ή διάταγμα, μόλις τα χρήματα ή τα έξοδα καταστούν πληρωτέα, δικαιούται να αιτηθεί την έκδοση ενταλμάτων για εκτέλεση της πληρωμής τους, τηρουμένων ωστόσο των πιο κάτω:

(α)  αν η απόφαση ή το διάταγμα είναι για πληρωμή εντός αναφερόμενης χρονικής περιόδου, κανένα ένταλμα δεν εκδίδεται παρά μόνο μετά την εκπνοή της εν λόγω χρονικής περιόδου·

(β)  το δικαστήριο δύναται, κατά ή μετά τον χρόνο έκδοσης απόφασης ή διατάγματος, να αναστείλει την εκτέλεση για χρόνο τον οποίο κρίνει κατάλληλο.”

(Δική μου η υπογράμμιση)

 

Η πρόνοια αυτή είναι πανομοιότυπη της αντίστοιχής πρόνοιας των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (Δ.40 Θ.7)[2] ως ίσχυαν πριν την τροποποίηση του 2023 και  τυγχάνει αναλογικής εφαρμογής από το παρόν Δικαστήριο, δυνάμει του Μέρους 61 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 και των Κανονισμών 2(β) και 12(α) των περί Ενοικιοστασίου Διαδικαστικών Κανονισμών.

 

Δίδεται επομένως στο Δικαστήριο, διακριτική ευχέρεια για την αναστολή εκτέλεσης απόφασης, για τόσο χρονικό διάστημα και με τέτοιους  όρους που το Δικαστήριο κρίνει ορθό να επιβάλει.

 

Οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας, αναλύονται από τη νομολογία. Στον βαθμό που η πρόνοια του μέρους 47 δεν διαφέρει από την προηγούμενη Διαταγή (Δ.40 Θ.7), τυγχάνει εφαρμογής η νομολογία, όπως είχε  διαμορφωθεί πριν την τροποποίηση των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Στις αιτήσεις που βασίζονταν στη Δ.40 Θ.7, ίσχυαν κατ' αναλογία οι αρχές που διέπουν τη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση απόφασης εκκρεμούσης  έφεσης,  δηλαδή  στη  βάση  της  Δ.35  Θ.18, (Anderson & Coltman Ltd v. Sonco Canning Ltd (1982) 2 J.S.C. 325). Οι αρχές αυτές συνοψίσθηκαν στη   Χαραλάμπους   ν.   A.   Panayides   Contracting  Ltd  (2001) 1 Α.Α.Δ. 1978,  ως  

ακολούθως: 

 

(α)  Η απόφαση για αναστολή ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η άσκηση της οποίας γίνεται στο πλαίσιο της Διαταγής 35 καν. 18 και σε συνάρτηση προς τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

 

 (β)  Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης η οποία, παραμένει ισχυρή και διατηρεί την τελεσιδικία της μέχρι την τροποποίηση ή την ανατροπή της από το Εφετείο. Έπεται ότι ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει να αποστερείται τους καρπούς της επιτυχίας του εκ μόνου του γεγονότος ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της έφεσης του αντιδίκου του. Από την άλλη όμως αποτελεί βασική προϋπόθεση για την απονομή της δικαιοσύνης, η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης. Η άρνηση έκδοσης διαταγής για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης δυνητικά συνεπάγεται κίνδυνο εξανέμισης της αξίας της έφεσης.

 

 

 

Επίσης, στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, αναφέρονται τα εξής: 

 

Η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης.  Η αναστολή μπορεί να εγκριθεί στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο δικαστήριο από τη Δ.35 Θ.18.  Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεση, αφετέρου, συνιστούν τους κατ' εξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης.  Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις.

           

Περαιτέρω, στην υπόθεση Βογαζιανού ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 591, λέχθηκαν τα πιο κάτω: 

 

Το ορθό κριτήριο για την παροχή δικαστικής αναστολής έγκειται στην εξισορρόπηση δύο παραγόντων.  Πρώτον, της φυσιολογικής προσδοκίας του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του στο δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε.  Και, δεύτερον, την ανάγκη η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μη χάσει τη σημασία της μένοντας χωρίς κανένα αντίκρυσμα: βλέπε Ι.  Aristidou  v.  N. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649, Christofi and Others v. Iacovidou (1985) 1 C.L.R. 713, Charalambous v. Nicolaides & Neophytou (1985) 1 C.L.R. 737, Νεοφύτου ν. Δημητρίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 592 και Π.Ε. 9033 ΑΒP Holdings Ltd & Άλλος ν. Κιταλίδη & Άλλων ημερ. 20/4/94.

 

Προκύπτει επομένως, από τα πιο πάνω, ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με βάση τις πιο κάτω αρχές:

 

(α)  ότι ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει δεν πρέπει να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, του καρπού της νίκης του,  

(β)  η ύπαρξη ένδικου μέσου σε εκκρεμότητα είναι απαραίτητη,

(γ) ότι η αποτελεσματικότητα του ένδικου μέσου, θα πρέπει να διασφαλίζεται, ώστε η ενδεχόμενη επιτυχία του, να μην μείνει χωρίς αντίκρισμα [βλ. Mavrochanna and another v. Michael (1984) 1 C.L.R. 760, E.U.R.I.K and Others v. Kotsonis (1986) 1 C.L.R. 617, BP Holdings Ltd κ.α. ν. Κιταλίδη κ.α. (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287 και Παπακοκκίνου ν. Glykys and Araouzos (Insurances) Ltd κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ 513]. 

(δ)  Η πιθανότητα επιτυχίας του ένδικου μέσου δεν είναι ο αποφασιστικός παράγοντας στην επίλυση ενός τέτοιου ζητήματος. 

(ε)  Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της δεύτερης αρχής, σε βάρος της πρώτης [βλ. Χ''Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd & Others (1991) 1 Α.Α.Δ. 172].

(στ)  Εφόσον κριθεί ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για έκδοση διαταγής για την αναστολή της εκτέλεσης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να επιλέξει τους κατάλληλους για την περίπτωση όρους, ώστε να τεθεί σε ισχύ η διαταγή της αναστολής [βλ. Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1Γ Α.Α.Δ 1978]. 

 

Διαπιστώνω αβίαστα, από τα πιο πάνω, ότι στις περιπτώσεις όπου ζητείται η αναστολή εκτέλεσης εκδοθείσας απόφασης, η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων δεν είναι από μόνη της αρκετή για να τεκμηριώσει ένα τέτοιο αίτημα. Οι εξαιρετικές περιστάσεις θα εξεταστούν αφού διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις ενεργοποίησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Όσον αφορά τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας αίτησης, παρατηρώ  ότι:

·         Στην παρούσα περίπτωση (χωρίς να εξετάζω κατά πόσον η ενοποίηση των υποστατικών διενεργήθηκε με την συγκατάθεση των ιδιοκτητών), διαπιστώνω πως δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι οι Αιτητές είναι ιδιοκτήτες επιχείρησης εστίασης (σνακ μπαρ), την οποία διεξάγουν, ενιαία, στo μίσθιο και στο διπλανό υποστατικό, τα οποία ενοποίησαν κατεδαφίζοντας τον διαχωριστικό τοίχο.

·         Δεν έχει επίσης αμφισβητηθεί πως το ένα εκ των δυο αυτών υποστατικών είναι το μίσθιο, ενώ το δεύτερο υποστατικό αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης έξωσης Ε17/2024 (η εκδίκαση της οποίας ακόμα εκκρεμεί).

 

 

·         Για το μίσθιο εκκρεμεί επίσης η εκδίκαση της κυρίως Αίτησης με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό, με την οποία οι Αιτητές επιδιώκουν τον  παραμερισμό και/ή την ακύρωση της απόφασης, του διατάγματος έξωσης και του εντάλματος ανάκτησης της κατοχής του.

 

 

·            Η αναστολή  της εκτέλεσης της απόφασης, θα αποστερήσει τους Καθ’ ων  η αίτηση  των καρπών της επιτυχίας τους, για το διάστημα αυτό.

 

Βρίσκω ότι υφίσταται το αναγκαίο νομικό υπόβαθρο για την προώθηση του αιτήματος για αναστολή εκτέλεσης και το Δικαστήριο καλείται να σταθμίσει,  σε αυτή την περίπτωση, τα συμφέροντα των δυο πλευρών.  Καλείται, δηλαδή, το Δικαστήριο να μη στερήσει από τον επιτυχόντα διάδικο τους καρπούς της νίκης του χωρίς λόγο, αλλά και να διασφαλίσει ότι η Αίτηση για παραμερισμό της απόφασης δεν θα μείνει “χωρίς αντίκρισμα” σε περίπτωση επιτυχίας της.

Ανατρέχοντας στη μαρτυρία των Αιτητών, βλέπω πως ο Αιτητής 2, αναφέρεται επανειλημμένα:

 

(α) στο γεγονός ότι η επιχείρηση των Αιτητών διεξάγεται ενιαία στα δυο υποστατικά και σε αυτό το στάδιο δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των υποστατικών και η παράδοση του επίδικου στους Καθ’ ων η αίτηση, διότι η επιχείρηση εστίασης δεν μπορεί να περιοριστεί στο ένα μόνο υποστατικό.

 

(β)  στους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να παραμεριστεί η απόφαση, (παρά το γεγονός ότι η πιθανότητα επιτυχίας της Αίτησης εκείνης, δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα στο αίτημα για αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης).

Διαπιστώνω, ωστόσο, ότι καμία αναφορά γίνεται από τον Αιτητή 2 στις τυχούσες συνέπειες που θα έχει η εκτέλεση του χρηματικού μέρους της απόφασης. Ο ενόρκως δηλών, αναφέρεται μόνο στην περίπτωση της εγκατάλειψης της επαγγελματικής στέγης των Αιτητών, ενώ όσον αφορά τα χρηματικά ποσά, υποστηρίζει γενικά και αόριστα την “ανεπανόρθωτη” ζημιά που θα υποστούν οι Αιτητές.

 

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω και εφόσον δεν αντεξετάστηκε ο Αιτητής 2, βρίσκω ότι οι Αιτητές έχουν αποδείξει την πιθανότητα να παραμείνει η Αίτηση παραμερισμού χωρίς αντικείμενο σε περίπτωση επιτυχίας της,  αλλά μόνο όσον αφορά την παράδοση της κατοχής του μίσθιου. Αποδέχομαι πως σε περίπτωση που η κατοχή του μίσθιου παραδοθεί η επιχείρηση των Αιτητών δεν θα μπορεί να λειτουργήσει κανονικά και ο τυχόν παραμερισμός της απόφασης σε μεταγενέστερο στάδιο θα είναι χωρίς αντικείμενο.

 

Οι Αιτητές έχουν, επομένως, αποσείσει μερικώς μόνο το βάρος απόδειξης της παρούσας αίτησής τους, αφού δεν έχουν προβάλει λόγους αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης αναφορικά με το χρηματικό μέρος αυτής.

 

Κρίνω, επομένως, ότι η διακριτική μου ευχέρεια δεν θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της μερικής έγκρισης της παρούσας αίτησης.

 

Κατάληξη:

            Για τους πιο πάνω λόγους, εκδίδεται διάταγμα με το οποίο αναστέλλεται η εκτέλεση του διατάγματος έξωσης του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων Λεμεσού – Πάφου το οποίο εκδόθηκε την 08.07.2024, στην Αίτηση Ε, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως Αίτησης Κ9/2024, υπό τους πιο κάτω όρους, σωρευτικά:

 

(α)       Οι Αιτητές να καταβάλουν το αργότερο μέχρι την 15.03.2025, στους Καθ’ ων η αίτηση ή στους δικηγόρους τους το ποσό των €10.500,00 (μέρος του εξ  αποφάσεως χρέους).

 

(β)       Οι Αιτητές να καταβάλουν το αργότερο μέχρι την 15.04.2025, στους Καθ’ ων η αίτηση ή στους δικηγόρους τους, το ποσό των €13.500,00 (ενδιάμεσα οφέλη μέχρι την 28.02.2025).

 

(γ)        Πέραν των πιο πάνω όρων, η αναστολή εκτέλεσης θα υλοποιηθεί μόνο εφόσον οι Αιτητές καταβάλλουν στους Καθ’ ων η Αίτηση ή στους δικηγόρους τους το ενδιάμεσο όφελος των €1.500,00 μηνιαίως, την 1η ημέρα κάθε μήνα, με έναρξη την 01.03.2025 (με περίοδο χάριτος 5 ημερών).

 

(δ)       Όσον αφορά τα έξοδα της παρούσας Αίτησης, αυτά θα βαρύνουν τους Αιτητές, όπως θα υπολογιστούν από τον Γραμματέα του Δικαστηρίου και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ο κατάλογος εξόδων να καταχωρηθεί εντός 20 ημερών από σήμερα και η καταβολή των εξόδων της παρούσας αίτησης να γίνει στους δικηγόρους των Καθ’ ων η αίτηση, εντός 30 ημερών από την έγκριση του υπολογισμού και θα αποτελεί επίσης όρο για την αναστολή εκτέλεσης του διατάγματος έξωσης.

 

            Παράλειψη συμμόρφωσης με τους όρους της αναστολής εκτέλεσης που έχουν τεθεί (ή με οποιονδήποτε από αυτούς), θα καθιστά το διάταγμα έξωσης εναντίον των Αιτητών, άμεσα εκτελεστό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                                                     (Υπ.) ……………………………………..

      Χρ. Ραγουζαίου, Π.Δ.Ε.Ε.

 

Πιστό Αντίγραφο,

 

Γραμματέας

 

 

 

 

 



[1] Στο φάκελο της Αίτησης Ε18/2024.

2.  Every person to whom any sum or money or any costs shall be payable under a judgment or order shall, so soon as the money or costs shall be payable, be entitled to apply for the issue of writs to enforce payment thereof, subject nevertheless as follows:

                (a) If the judgment or order is for payment within a period therein mentioned, no writ shall be issued until after the expiration of such period;

 (b) The Court or Judge may, at or after the time of giving judgment or making an order, stay execution until such time as they or he shall think fit."

               (Δική μου η υπογράμμιση).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο