ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ/ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ
Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας
Ενώπιον: Σ. Νεοφύτου, Δ.
Αρ. Αίτησης: 316/2016
Μεταξύ:
Μ.Κ.
Αιτήτρια
Και
Π.Τ.
Καθ’ ου η αίτηση
Ημερομηνία: 16 Νοεμβρίου 2021
Αίτηση τροποποίησης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης ημερομηνίας 14.10.21
Εμφανίσεις:
Για την αιτήτρια: Μ. Θρασυβούλου (κα) για Μ. Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε
Για τον καθ’ ου η αίτηση: Μ. Δαμιανού (κα) για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με εναρκτήρια αίτηση ημερομηνίας 23.12.2016, η αιτήτρια αιτείται την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ανατίθεται σε αυτήν η φύλαξη και φροντίδα της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων Ξ, διάταγμα με το οποίο να καθορίζεται ως τόπος διαμονής της ανήλικης ο εκάστοτε τόπος διαμονής της και διάταγμα με το οποίο να ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη. Στις 14.02.2017, ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση, με την οποία αιτείται όπως η φύλαξη και η φροντίδα της ανήλικης ανατεθεί στον ίδιο και διαζευκτικά, διάταγμα με το οποίο να ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας του με αυτήν.
Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε στις 09.04.2019 με την κατάθεση εκ μέρους της Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΥΚΕ) κας Έλενας Ιωάννου, της έκθεσης που ετοίμασε. Η Λειτουργός αντεξετάστηκε από τη δικηγόρο της καθ’ ης η αίτηση στις 18.04.19, 23.04.19 και 24.04.19.
Ακολούθησε η μαρτυρία της αιτήτριας και η αντεξέταση της από μέρους της δικηγόρου του καθ’ ου η αίτηση, διαδικασία που ολοκληρώθηκε στις 05.08.2019.
Στο στάδιο εκείνο οι διάδικοι εξέφρασαν την επιθυμία να διορίσουν από κοινού παιδοψυχολόγο, ήτοι την κα Χάρις Χαραλάμπους προβαίνοντας παράλληλα σε δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι τα ευρήματα, τα συμπεράσματα, οι διαπιστώσεις και οι συστάσεις της συγκεκριμένης Ψυχολόγου θα ήταν δεσμευτικά και για τις δύο πλευρές, ως προς το πρόγραμμα που θα κατέληγαν σε σχέση με την επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση με την ανήλικη. Συμφώνησαν παράλληλα ότι η παιδοψυχολόγος θα ετοιμάσει σχετική έκθεση την οποία θα υποστηρίξει ενώπιον Δικαστηρίου. Σκοπός της συνεργασίας ήταν η διερεύνηση των αιτημάτων και τοποθετήσεων των διαδίκων αναφορικά με την ανήλικη και τη συναισθηματική αποφόρτιση των εμπλεκομένων μερών ούτως ώστε να είναι εφικτή η ομαλή διεξαγωγή διαλόγου μεταξύ τους για την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης.
Εν τέλει η αιτήτρια υπαναχώρησε από τα πιο πάνω συμφωνηθέντα και η ακρόαση της διαδικασίας συνεχίστηκε και τελικώς ολοκληρώθηκε στις 31.03.21, με την συνέντευξη της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων από το Δικαστήριο. Κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, η εναρκτήρια αίτηση ορίστηκε για τελικές αγορεύσεις στις 23.04.21.
Η πλευρά της αιτήτριας ζήτησε όπως δοθεί παράταση για την καταχώριση των γραπτών αγορεύσεων των μερών, λόγω του ότι η συνήγορος της νοσούσε με κορονοϊό και βρισκόταν σε αυτοπεριορισμό. Η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση δεν έφερε ένσταση στο αίτημα και η υπόθεση επαναορίστηκε για τον ίδιο σκοπό στις 09.06.21 και ακολούθως στις 09.07.2021, λόγω του ότι και οι δύο πλευρές ζήτησαν ακόμα λίγο χρόνο για να ολοκληρώσουν τις αγορεύσεις τους, έκαναν δε όπως δήλωσαν προσπάθειες για να καταλήξουν σε πρόγραμμα επικοινωνίας των διαδίκων με την ανήλικη.
Κατά το στάδιο όπου το Δικαστήριο θα ελάμβανε τις τελικές αγορεύσεις των διαδίκων με σκοπό να επιφυλάξει την απόφαση, οι συνήγοροι ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι ο καθ’ ου αίτηση καταχώρισε αίτηση τροποποίησης της Υπεράσπισης και της Ανταπαίτησης του. Δόθηκαν οδηγίες στην αιτήτρια για καταχώριση ένστασης και η ενδιάμεση αίτηση ορίστηκε για Ακρόαση με γραπτές αγορεύσεις στις 13.10.2021. Στις 08.10.21 η πλευρά του αιτητή στην αίτηση τροποποίησης ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι επιθυμεί να αποσύρει την αίτηση τροποποίησης άνευ βλάβης, με δικαίωμα καταχώρισης νέας αίτησης, λόγω του ότι από την νομική βάση της αίτησης απουσίαζε η Δ.25. Μετά από αυτή την εξέλιξη το Δικαστήριο όρισε εκ νέου την υπόθεση για τελικές αγορεύσεις στις 20.10.2021.
Ο καθ’ ου η αίτηση επανήλθε με νέο αίτημα τροποποίησης της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης με αίτηση που καταχώρισε στις 14.10.2021, αίτηση η οποία ορίστηκε από το Πρωτοκολλητείο στις 03.11.21 για επίδοση. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε της αίτησης στις 15.10.21, έδωσε οδηγίες όπως η ένσταση καταχωριστεί μέχρι τις 20.10.2021 και όρισε την αίτηση για ακρόαση στις 01.11.2021 ημερομηνία κατά την οποία επιφυλάχθηκε η απόφαση.
Με την υπό εξέταση αίτηση του ο καθ’ ου η αίτηση – αιτητής στην παρούσα (στο εξής αιτητής) επιθυμεί να προβεί στην τροποποίηση του δικογράφου της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης και συγκεκριμένα:
«Την προσθήκη μετά την παράγραφο 13. της Ανταπαίτησης, των ακόλουθων νέων παραγράφων:
«13Α. Είναι η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ ανταπαιτήσεως Αιτητή ότι η ακαταλληλότητα της αιτήτριας – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση για την ανατροφή και/ή άσκηση της φύλαξης και φροντίδας και/ή επιμέλειας της ανήλικης και/ή του γονικού της ρόλου έγκειται, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, στα ακόλουθα:
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ – ΔΙ’ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΕΩΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ:
Ι. ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΗ ΑΝΗΛΙΚΗΣ
(i) Η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση ενεργούσε και/ή ενεργεί αντίθετα με την ορθή και/ή βέλτιστη άσκηση του γονικού της ρόλου, παραμελώντας συστηματικά την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων.
(ii) Η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση συστηματικά ασκούσε και/ή ασκεί πλημμελώς τον γονικό της ρόλο, με το να αποποιηθεί αυτόν και/ή να αναθέσει αυτόν και/ή τη φύλαξη και φροντίδα και/ή την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων σε τρίτα πρόσωπα και/ή στους γονείς της και/ή σε άτομα τα οποία δεν ήταν και δεν είναι κατάλληλα να πράττουν ταύτα.
(iii) Παρέλειψε επανειλημμένως να μεριμνήσει για την σωματική και/ή την ψυχική υγεία της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων και/ή παρέλειψε επανειλημμένως να μεταφέρει αυτή σε ιατρούς και/ή σε ειδικούς ιατρούς και/ή σε ειδικό λογοπαθολόγο, όταν η ανήλικη έχριζε των υπηρεσιών τους και/ή θεραπευτικής αγωγής και/ή δεν ακολουθούσε και/ή παραέβλεπε και/ή αγνοούσε τις εκάστοτε συνταγογραφημένες για την ανήλικη θεραπείες και/ή ιατρικές συμβουλές.
(iv) Παρέλειψε επανειλημμένως να μεριμνήσει για την καθαριότητα και/ή την υγιεινή και/ή την ατομική υγιεινή της ανήλικης, με αποτέλεσμα να προκληθούν σε αυτή συγκάματα και/ή μολύνσεις και/ή μικροβιακές μολύνσεις και/ή τραυματισμοί και/ή ασθένειες και γενικά η ανήλικη να είναι ιδιαίτερα επιρρεπής σε αυτά.
(v) Παρέλειψε επανειλημμένως να μεριμνήσει για το ευπαρουσίαστο και/ή την εμφάνιση της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων και/ή άφηνε αυτή ατημέλητη και/ή άπλυτη και/ή άλουστη και/ή ακάθαρτη.
(vi) Παρέλειψε επανειλημμένως να μεριμνήσει για την καθαριότητα και/ή την υγιεινή του χώρου όπου διέμενε η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων και/ή άφηνε αυτόν ακάθαρτο και/ή βρώμικο και/ή ακατάστατο και/ή με κακοσμία και/ή δυσοσμία και/ή με επικίνδυνα για την ανήλικη αντικείμενα και/ή χωρίς κατάλληλη διαμόρφωση για τη χρήση του από την ανήλικη και/ή χωρίς κατάλληλα παιδικά ερεθίσματα.
(vii) Παρέλειψε επανειλημμένως να κόψει και/ή να περιποιηθεί τα νύχια των χεριών και των ποδιών της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων.
(viii) Παρέλειψε και/ή αρνήθηκε επανειλημμένως και/ή συστηματικά να φορέσει στην ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων υποδήματα κατάλληλου και/ή ορθού μεγέθους για αυτή και/ή φορούσε στην ανήλικη σκισμένα και/ή παλιά και/ή ακατάλληλα και/ή μη ανατομικά υποδήματα.
(ix) Παρέλειψε και/ή αρνήθηκε επανειλημμένως να ενδύσει την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων με ρούχα κατάλληλου μεγέθους και/ή ποιότητας και/ή καθαρά ρούχα και/ή έντυνε την ανήλικη με σκισμένα και/ή κατεστραμμένα και/ή βρώμικα ρούχα.
(x) Παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να μεριμνήσει και/ή να διασφαλίσει τη σωστή και/ή υγιεινή διατροφή της ανήλικης και/ή παρέλειψε να διαπαιδαγωγήσει και/ή να διαποτίσει την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων με ορθές και/ή υγιεινές διατροφικές συνήθειες και/ή δεν της παρείχε και/ή της στέρησε ποιοτικές και/ή βιταμινούχες και/ή υγιεινές και/ή κατάλληλες για αυτήν τροφές.
(xi) Παρέλειψε και/ή αρνήθηκε επανειλημμένως να μεριμνήσει για την κοινωνικοποίηση της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων και/ή την απομόνωσε και/ή απαγορεύει στην ανήλικη να έχει φίλους συνομήλικούς της και/ή περιορίζει και/ή αρνείται και/ή απαγορεύει στην ανήλικη να επιδίδεται σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες και/ή σε δραστηριότητες αναψυχής.
(xii) Για πολύ μεγάλο συνεχές χρονικό διάστημα και/ή για χρόνια, στέρησε από την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, τη διαπαιδαγώγηση και/ή τη μόρφωση και/ή επιμόρφωση και/ή την κοινωνικοποίηση της σε εκπαιδευτικό και/ή κατάλληλο κέντρο και/ή σε νηπιαγωγείο, παρακωλύοντας και/ή δυσχεραίνοντας τη δυνατότητα αυτή και/ή παρότρυνε και/ή συνέργησε και/ή συναίνεσε και/ή αποδέχθηκε άμεσα και/ή έμμεσα όπως η ανήλικη σταματήσει τη φοίτησή της σε νηπιαγωγείο.
(xiii) Δεν προσπάθησε και/ή δεν επιδίωξε και/ή απέτυχε να επιβληθεί και/ή να οριοθετήσει τη συμπεριφορά της ανήλικης.
(xiv) Παρέλειψε και/ή αρνήθηκε επανειλημμένως να ακολουθήσει και/ή να αποδεχτεί συμβουλές και/ή παρατηρήσεις από ειδικούς του Γραφείου Ευημερίας και/ή από ιατρούς και/ή νηπιαγωγούς και/ή ειδικούς, αναφορικά με το καλύτερο συμφέρον της ανήλικης.
(xv) Παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να επιδείξει οποιοδήποτε λογικό ενδιαφέρον και/ή επέδειξε αδιαφορία για τη φροντίδα, φύλαξη και επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων.
(xvi) Δεν ενεργούσε και/ή δεν ενεργεί ως θα έπραττε ένας σώφρων γονέας προς το ανήλικο τέκνο του.
(xvii) Γενικά ήταν αμελής και/ή απερίσκεπτη και/ή ακατάλληλη σε σχέση με το γονεϊκό της ρόλο.
ΙΙ. ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΗΛΙΚΗΣ
(i) Η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση δεν άσκησε ορθά και/ή καθόλου και/ή άσκησε πλημμελώς και/ή καταχρηστικά και/ή επιβλαβώς για την ανήλικη, τον γονεϊκό της ρόλο, αποξενώνοντας την και/ή καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια αποξένωσης της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων από τον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή.
(ii) Η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση δεν άσκησε ορθά και/ή καθόλου και/ή άσκησε πλημμελώς και/ή καταχρηστικά και/ή επιβλαβώς για την ανήλικη, τον γονεϊκό της ρόλο, αποκόπτοντας εντελώς και/ή ξαφνικά και/ή απότομα τη φυσική και/ή την όποια παρουσία του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή από τη ζωή της ανήλικης και/ή από κάθε πτυχή αυτής.
(iii) Η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να αντιληφθεί και/ή να αποδεχθεί την υποχρέωση της να διαφυλάττει την απρόσκοπτη παρουσία και/ή την επικοινωνία και/ή την διατήρηση της σχέσης και/ή της επικοινωνίας της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων με τον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή - πατέρα της.
(iv) Η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να αντιληφθεί και/ή να αποδεχθεί το όφελος της διαφύλαξης και/ή την υποχρέωση της να διαφυλάττει την απρόσκοπτη παρουσία και/ή επικοινωνία και/ή την διατήρηση της σχέσης και/ή της επικοινωνίας της ανήλικης με τους πατρικούς παππούδες και/ή με τα μέλη της οικογένειας του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή.
(v) Παρέλειψε και/ή αρνήθηκε επανειλημμένως και/ή συστηματικά να παραχωρήσει αυτόνομη επικοινωνία στον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων, επιβάλλοντας και/ή επιδιώκοντας να παρευρίσκεται πάντοτε η ίδια και/ή μέλη της οικογένειας της κατά την διάρκεια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή με την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων.
(vi) Ενήργησε αλλοπρόσαλλά και/ή εκδικητικά και/ή χωρίς οποιοδήποτε ίχνος ενσυναίσθησης και/ή αντίληψης του γενικότερου καλού της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων όταν απότομα και/ή χωρίς προειδοποίηση και/ή προεργασία και/ή μονομερώς και/ή ετσιθελικά, διέκοψε και/ή έπαυσε και/ή αρνήθηκε τη συνέχιση της επικοινωνίας και/ή της εφαρμογής του προγράμματος φύλαξης και φροντίδας της ανήλικης εναλλάξ από κάθε διάδικο, ανά 5 συνεχόμενες ημέρες (εφ’ εξής «πρόγραμμα 5-5»), το οποίο εκ συμφώνου τύγχανε εφαρμογής από τις 08.07.2018 μέχρι και τις 30.07.2019.
(vii) Ενήργησε σε πλήρη αντίθεση με το καλύτερο συμφέρον του παιδιού και/ή αντίθετα με την γονεϊκή της υποχρέωση, όταν ταυτόχρονα και/ή αμέσως μετά την μονομερή διακοπή του προγράμματος φύλαξης και φροντίδας 5-5, η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση μονομερώς διέκοψε και την φοίτηση της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων σε νηπιαγωγείο και/ή σε παιδικό σταθμό και/ή δεν μερίμνησε και/ή δεν διασφάλισε και/ή δεν διαφύλαξε τη συνέχιση της φοίτησης της ανήλικης.
(viii) Επανειλημμένα και/ή συστηματικά και/ή για χρόνια και/ή για μεγάλο χρονικό διάστημα και/ή μέχρι σήμερα, η αιτήτρια – καθ’ ης η αίτηση προβαίνει σε παρακοή Διατάγματος και/ή δεν τηρεί και/ή δεν εφαρμόζει και/ή αρνείται να εφαρμόσει το εν ισχύ Προσωρινό Διάταγμα Γονικής Μέριμνας ημερομηνίας 05.07.2017, παραλείποντας και/ή αρνούμενη να παραδώσει την ανήλικη στον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή για σκοπούς επικοινωνίας, ενέργεια και/ή συμπεριφορά που σε κάθε περίπτωση καταγγέλθηκε στην αστυνομία.
(ix) Επανειλημμένα και/ή συστηματικά και/ή για χρόνια και/ή για μεγάλο χρονικό διάστημα και/ή μέχρι σήμερα, η αιτήτρια – καθ’ ης η αίτηση επέδειξε επιθετική συμπεριφορά και/ή ασκούσε βία λεκτική και/ή ψυχολογική εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή και/ή τον έβριζε και/ή τον μείωνε και/ή τον υποτιμούσε και/ή τον λοιδορούσε και/ή τον υποβίβαζε, τις πλείστες φορές ενώπιον της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων.
(x) Παρέλειψε επανειλημμένως να οριοθετήσει τη συμπεριφορά και/ή να επιβάλλεται και/ή να απαγορεύει και/ή να αποτρέπει και/ή να συγκρατεί την μητέρα της και/ή τον πατέρα της και/ή τα μέλη της οικογένειας της από την επίδειξη επιθετικής συμπεριφοράς και/ή άσκησης βίας – λεκτικής και/ή ψυχολογικής και/ή σωματικής εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή, τις πλείστες φορές ενώπιον της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων.
(xi) Η αιτήτρια – καθ’ ης η αίτηση προκάλεσε και/ή ενθάρρυνε και/ή παρακίνησε και/ή παρέλειψε να αποτρέψει την άσκηση βίας – λεκτικής και/ή ψυχολογικής και/ή σωματικής και/ή την πρόκλησης πραγματικής σωματικής βλάβης και/ή βαριάς σωματικής βλάβης στον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή, από την μητέρα της και/ή από μέλη της οικογένειάς της και/ή από τρίτα πρόσωπα που σχετίζονται με αυτή και/ή από το σύντροφο της και/ή το συμβίο της, επιθέσεις μερικές από τις οποίες καταγγέλθηκαν και/ή εκδικάστηκαν και/ή εκδικάζονται και/ή για τις οποίες καταδικάστηκαν οι καταγγελθέντες.
(xii) Η αιτήτρια – καθ’ ης η αίτηση με εκβιασμό και/ή ψυχολογικό εκβιασμό και/ή συναισθηματικό εκβιασμό και/ή χειραγώγηση και/ή ψυχολογική χειραγώγηση και/ή συναισθηματική χειραγώγηση και/ή υποσχέσεις και/ή υποσχέσεις για αντάλλαγμα και/ή υποβολές και/ή εμπαιγμούς και/ή εκφοβισμό και/ή απειλές και/ή με παραπλάνηση και/ή εξαναγκασμό και/ή συστηματική καθοδήγηση, προκάλεσε και/ή προξένησε και/ή δημιούργησε και/ή επέφερε και/ή δυνατό να προκαλέσει και/ή να προξενήσει και/ή δημιουργήσει και/ή επιφέρει στην ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων φόβο και/ή φοβίες και/ή αρνητικά συναισθήματα προς τον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή – πατέρα της, τακτικές που η αιτήτρια επίσης χρησιμοποιεί και/ή εφαρμόζει σε σχέση με οποιοδήποτε πρόσωπο και/ή εμπλεκόμενο μέρος στην παρούσα διαδικασία (ΛΚΥ, παιδοψυχολόγος, νηπιαγωγός, παιδίατρους, κ.λ.π.).
(xiii) Παρέλειψε επανειλημμένως να μεριμνήσει για τη διατήρηση φιλικού και/ή φυσιολογικού και/ή οικογενειακού και/ή υγιούς κλίματος και/ή περιβάλλοντος εντός της οικίας των γονέων της όπου διαμένει μαζί τους η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων.
(xiv) Χρησιμοποιούσε επανειλημμένως αθέμιτα και/ή επικίνδυνα μέσα και/ή τεχνάσματα και/ή προέβη σε ψευδείς ισχυρισμούς και/ή τοποθετήσεις και/ή ψευδείς καταγγελίες εν σχέσει και/ή εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή και/ή της οικογένειάς του, με σκοπό την αποξένωση και/ή την περαιτέρω αποξένωση και/ή απομάκρυνση του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή από την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων και/ή την πρόκληση βλάβης στη μεταξύ τους σχέση.
(xv) Παρέλειψε επανειλημμένως να οριοθετήσει τις συμπεριφορές και/ή στάσεις της μητέρας της και/ή του πατέρα της και/ή γενικότερα των μελών της οικογένειας και/ή του συντρόφου της προς τον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή -πατέρα της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων, ενέργειες που προβάλλονταν αρκετές φορές και ενώπιον της ανήλικης.
(xvi) Δεν επέτρεψε και/ή δεν επιτρέπει τη συμμετοχή του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή στη ζωή της ανήλικης και/ή στη λήψη αποφάσεων εν σχέσει με αυτή και/ή για σημαντικές πτυχές της ζωής της ανήλικης και/ή λάμβανε και/ή λαμβάνει αποφάσεις μονομερώς χωρίς τη συμβολή και/ή συμμετοχή και/ή άποψη του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή και/ή χωρίς προηγούμενη συζήτηση και/ή συνεννόηση και/ή επικοινωνία με αυτόν.
(xvii) Ακολουθούσε και/ή εκτελούσε χωρίς διαμαρτυρία και/ή τυφλά και/ή χωρίς άλλη άποψη και/ή με φόβο όποια απόφαση και/ή καθοδήγηση και/ή αυθαιρεσία και/ή διδαχή και/ή κακή πρακτική και/ή κακή συμπεριφορά της μητέρας της και/ή της οικογένειας της αναφορικά με την ανήλικη, ακόμα και όταν αυτή αντέβαινε και/ή αντέκειτο στα συμφέροντα της ανήλικης και/ή ήταν επιβλαβής και/ή επικίνδυνη γι’ αυτή.
ΙΙΙ. ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑ
(i) Η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση ενεργεί και/ή πράττει κατά τρόπο που αποτελεί κίνδυνο και/ή δυνατό να αποτελέσει κίνδυνο για την ανήλικη και/ή συναναστρέφεται και/ή διατηρεί σχέσεις και/ή φιλίες και/ή δεσμούς οι οποίες αποτελούν και/ή δυνατόν να αποτελέσουν κίνδυνο για την ασφάλεια και/ή την ψυχοσωματική υγεία της ανήλικης και/ή που σε κάθε περίπτωση δεν είναι προς το καλύτερο συμφέρον του παιδιού, ως ακολούθως:
(ii) Η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση έχει απωλέσει και/ή έχει επιλέξει να μην ασκεί και/ή δεν ασκεί τον γονεϊκό της ρόλο και/ή ανέθεσε και/ή έχει παραχωρήσει ολόκληρο και/ή το μεγαλύτερο μέρος της φύλαξης και φροντίδας και/ή επιμέλειας της ανήλικης στους μητρικούς παππούδες, παρά το ότι η ίδια γνωρίζει και/ή θα έπρεπε να γνωρίζει ότι αμφότεροι και/ή είτε ο ένας είτε ο άλλος εξ αυτών ξεχωριστά, είναι ακατάλληλοί και/ή επικίνδυνοι και/ή επιβλαβείς για την ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων καθότι:
- Είναι ψυχικά νοσούντες και/ή ψυχικά ασταθείς και/ή ψυχικά ακατάλληλοι και/ή φρενοβλαβείς και/ή χρήζουν ψυχολογικής και/ή ψυχιατρικής και/ή ψυχοθεραπευτικής θεραπείας και/ή παρακολούθησης και/ή αρνούνται να λάβουν απαραίτητη και/ή σχετική ιατρική φροντίδα και/ή φαρμακευτική αγωγή,
- Ασκούν και/ή προάγουν και/ή είναι ικανοί και/ή επιρρεπείς για άκρατη άσκηση σωματικής και/ή λεκτικής και/ή ψυχολογικής βίας και/ή έχουν προκαλέσει και/ή δύνανται να προκαλέσουν πραγματική σωματική βλάβη και/ή βαριά σωματική βλάβη και/ή έχουν καταδικαστεί από το Δικαστήριο και/ή εκκρεμούν εναντίον τους ποινικές διαδικασίες για τούτες τους τις πράξεις,
- Εκθέτουν την ανήλικη σε περιβάλλον με βλαπτικά και/ή αιχμηρά και/ή τοξικά και/ή επικίνδυνα αντικείμενα και/ή φάρμακα χωρίς επίβλεψη και/ή χωρίς την πρέπουσα και/ή κατάλληλη επίβλεψη,
- Προάγουν και/ή ασκούν και/ή μεταλαμπαδεύουν και/ή μεταδίδουν και/ή εμφυτεύουν κακές πρακτικές και/ή κακές συμπεριφορές και/ή κακές συνήθειες στην ανήλικη,
- Χρησιμοποιούν κατ’ επανάληψη αθέμιτα και/ή επικίνδυνα μέσα και/ή τεχνάσματα και/ή προβαίνουν σε ψευδείς ισχυρισμούς και/ή τοποθετήσεις και/ή ψευδείς κατηγορίες εν σχέσει και/ή εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή και/ή της οικογένειάς του, και
- Με εκβιασμό και/ή ψυχολογικό εκβιασμό και/ή συναισθηματικό εκβιασμό και/ή χειραγώγηση και/ή ψυχολογική χειραγώγηση και/ή συναισθηματική χειραγώγηση και/ή υποσχέσεις και/ή υποσχέσεις για αντάλλαγμα και/ή υποβολές και/ή εμπαιγμούς και/ή εκφοβισμό και/ή απειλές και/ή με παραπλάνηση και/ή εξαναγκασμό και/ή συστηματική καθοδήγηση, προκαλούν και/ή προξενούν και/ή δημιουργούν και/ή επέφεραν και/ή δυνατό να προκαλέσουν και/ή να προξενήσουν και/ή να δημιουργήσουν και/ή επιφέρουν στην ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων φόβο και/ή φοβίες και/ή αρνητικά συναισθήματα προς τον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή – πατέρα της.
(iii) Επιπρόσθετα, η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση διατηρεί δεσμό και/ή συγκατοικεί και/ή έχει επαφές και/ή σχέσεις και/ή συχνή επαφή τόσο η ίδια όσο και η ανήλικη θυγατέρα των διαδίκων με άτομο το οποίο είναι γνωστό στις διωκτικές αρχές και/ή είναι σεσημασμένο και/ή απασχολεί την Αστυνομία και/ή αντιμετώπιζε και/ή αντιμετωπίζει διάφορες κατηγορίες ενώπιον κακουργιοδικείου και/ή ποινικών δικαστηρίων και/ή ο οποίος έχει διαφορές και/ή διενέξεις με επικίνδυνα άτομα και/ή με εγκληματικά στοιχεία.
(iv) Η συναναστροφή και/ή η συχνή επαφή και/ή η παραμονή στον ίδιο χώρο της ανήλικης με το συγκεκριμένο, πιο πάνω αναφερόμενο πρόσωπο, επιφέρουν και/ή θέτουν σε άμεσο κίνδυνο και/ή σε έμμεσο κίνδυνο, τη ζωή και/ή τη σωματική ακεραιότητα και/ή τον ψυχικό κόσμο της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων.
13Β. (i) Είναι η θέση του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ Ανταπαιτήσεως Αιτητή ότι ένεκα της απαίτησης και/ή της επιμονής της αιτήτριας – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση, η ακροαματική διαδικασία της παρούσας Αίτησης Γονικής Μέριμνας είχε διακοπεί και/ή είχε ανασταλεί, με σκοπό τη μεσολάβηση κοινά αποδεκτού ειδικού και/ή πραγματογνώμονα, ο οποίος θα συνεργαζόταν με τους διαδίκους και την ανήλικη και/ή θα διερευνούσε την υπόθεση και/ή θα καθοδηγούσε τα μέρη και/ή θα κατέγραφε τα συμπεράσματα του και/ή τις παρατηρήσεις του και/ή θα ετοίμαζε σχετική δεσμευτική για τους διαδίκους Έκθεση και/ή θα υποστήριζε την Έκθεση του και/ή τα ευρήματα του ενώπιον του Δικαστηρίου.
(ii) Κατά ή περί τις 11.12.2019, οι διάδικοι, μέσω των δικηγόρων τους, προέβησαν σε δεσμευτικές δηλώσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, και/ή διόρισαν από κοινού την ανεξάρτητη ειδική Ψυχολόγο κα. Χάρις Χαραλάμπους, με την ταυτόχρονη ανάληψη δέσμευσης και/ή νομικής δέσμευσης αμφοτέρων, ότι τα ευρήματα και/ή τα συμπεράσματα και/ή οι διαπιστώσεις και/ή συστάσεις της Ψυχολόγου θα ήτο δεσμευτικά και για τις δύο πλευρές.
(iii) Όλα τα πιο πάνω καταγράφηκαν σε πρακτικό Δικαστηρίου, αποτελούν δέσμευση των διαδίκων και/ή αποτελούν Κανόνα Δικαστηρίου (Rule of Court).
(iv) Αμφότεροι οι διάδικοι αρχικώς τήρησαν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν και/ή ακολούθησαν και/ή συνεργάστηκαν με την ειδική Ψυχολόγο από τις 14.02.2020 μέχρι τις 02.09.2020, ημερομηνία κατά την οποία η αιτήτρια – δι’ ανταπαιτήσεως καθ’ ης η αίτηση, μονομερώς και/ή ετσιθελικώς διέκοψε τη συνεργασία και/ή την οποιαδήποτε επαφή με την ειδική Ψυχολόγο και/ή σταμάτησε να τηρεί τα όσα είχε αναλάβει και/ή είχε δεσμευτεί και/ή διέκοψε και/ή αρνήθηκε να καταβάλει και/ή να συνεχίζει να καταβάλλει το αντίτιμο και/ή το μέρος του χρηματικού ποσού που της αναλογούσε για τη συμφωνηθείσα αμοιβή της ειδικού Ψυχολόγου και/ή δεν κατέβαλε το χρηματικό μερίδιο που της αναλογούσε για το κόστος της Έκθεσης ημερομηνίας 27.10.2020, αλλά ούτε και για τα έξοδα εμφάνισης της ειδικού στο Δικαστήριο.
(v) Η ειδική Ψυχολόγος, Χάρις Χαραλάμπους ετοίμασε τη σχετική Έκθεση ημερομηνίας 27.10.2020, το περιεχόμενο της οποίας αποκαλύφθηκε στα μέρη και/ή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου, στις 30.11.2020.
(vi) Ο καθ’ ου η αίτηση κλήτευσε την ειδική Ψυχολόγο, Χάρις Χαραλάμπους, ως μάρτυρα στη διαδικασία στις 19.11.2020 και 10.12.2020, καταθέτοντας ταυτόχρονα μέσω του ΤΥΠΟΥ 14 (Δ.22. Κ1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας) το ποσό που κάθε φορά καθόρισε ο Πρωτοκολλητής ως εύλογα έξοδα εμπειρογνώμονα, σύμφωνα με την Δ.32.Θ2, έξοδα που αποτελούν έξοδα δίκης και ως τέτοια θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμά της. Για τα πιο πάνω, ο Πρωτοκολλητής εξέδωσε κατά τις δυο πιο πάνω ημερομηνίες τον ΤΥΠΟ 15 (Δ.22. Κ2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας), αντίστοιχα.
Β. Με την προσθήκη μετά την παράγραφο 15Α της Ανταπαίτησης, της ακόλουθης νέας αξίωσης και/ή των ακόλουθων νέων παραγράφων:
«15Α.1. Διάταγμα και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ανατίθεται η επιμέλεια του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, Ξ. Τ., στον Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ ανταπαιτήσεως Aιτητή - Αιτητή.
15Α.2. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να καθορίζει ως τόπο διαμονής του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, Ξένιας Τοφή, την εκάστοτε οικία του Καθ’ ου η Αίτηση – δι’ ανταπαιτήσεως Aιτητή - Αιτητή.»
«Η αίτηση βασίζεται στις Δ.25 Θθ.1-9, Δ.48 Θθ.1-3 και 7-9, Δ.9 Θ.8, Δ.57 και Δ.64 Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, στις Γενικές, Συμφυείς και Aναφαίρετες εξουσίες του Δικαστηρίου, στη Nομολογία και στη δικαστική πρακτική.»
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η παρούσα αίτηση εκτίθενται στην επισυνημμένη Ένορκη Δήλωση του αιτητή Π. Τ. Σε αυτήν ο αιτητής αναφέρεται σε όλη τη μαρτυρία που έχει ακουστεί κατά την ακρόαση της κυρίως αίτησης, προβαίνει σε συμπεράσματα επ’ αυτής και επεξηγεί με πολύ αναλυτικό τρόπο τους λόγους που θεωρεί ότι πρέπει να εγκριθεί το αίτημα του, παραπέμποντας το Δικαστήριο στα πρακτικά του Δικαστηρίου και στα τεκμήρια που έχουν κατατεθεί. Κύριος άξονας της θέσης του είναι ότι τα προτεινόμενα προς δικογράφηση γεγονότα ήταν γνωστά στην καθ’ ης η αίτηση και δεν τίθεται θέμα εξ απροόπτου αντιμετώπισης τους από αυτήν ή αδικίας, καθότι η συγκεκριμένη μαρτυρία συμπεριλήφθηκε και/ή ήταν καταγεγραμμένη στην ένορκο δήλωση αποκάλυψης εγγράφων του αιτητή, στον κατάλογο μαρτύρων και στη σύνοψη μαρτυρίας που καταχώρισε ο αιτητής, στην έκθεση που ετοίμασε η αρμόδια Λειτουργός των ΥΚΕ και στις ενημερωτικές επιστολές της παιδοψυχολόγου κας Χαραλάμπους προς το Δικαστήριο και τα μέρη, επιστολές που στη συνέχεια συνέθεσαν στο σύνολό τους την Έκθεση της ημερομηνίας 27.10.20.
Στην βάση όλων των πιο πάνω, θεωρεί ότι η καθ’ ης η αίτηση είχε κάθε ευκαιρία και δυνατότητα να αντικρούσει τις θέσεις αυτές με κάθε μέσο, να προσκομίσει σχετική αντικρουστική μαρτυρία, είτε προσωπικά είτε μέσω τρίτων προσώπων και να υποβάλει τη θέση της στους μάρτυρες που υποστήριζαν την αντίθετη από εκείνη άποψη μέσω της αντεξέτασης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία ακούστηκε χωρίς οποιαδήποτε ένσταση περί της μη δικογράφησης της, γεγονός που εμποδίζει την καθ’ ης η αίτηση να προβάλλει τη θέση ότι με την σκοπούμενη τροποποίηση παραβλάπτονται τα δικαιώματα της.
Η αιτήτρια - καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα (στο εξής καθ’ ης η αίτηση) καταχώρισε ένσταση εγείροντας συνολικά 19 λόγους για τους οποίους η αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Συνοπτικά αποδιδόμενοι, οι λόγοι ένστασης αφορούν θέσεις όπως ότι η αιτούμενη τροποποίηση συνεπάγεται επαναπροσδιορισμό των επίδικων θεμάτων, ότι η αίτηση έχει υποβληθεί με υπέρμετρη καθυστέρηση, ότι ο αιτητής στην ουσία επιδιώκει να διορθώσει λάθη και/ή παραλείψεις του ιδίου και των δικηγόρων του, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.25 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ως αυτή έχει τροποποιηθεί, ότι τυχόν έγκριση της θα προκαλέσει αδικία, δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων της και παραβιάζει το δικαίωμα της για εκδίκαση της διαφοράς σε εύλογο χρόνο, ότι η αίτηση είναι καταχρηστική, κακόπιστη, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας ένεκα της εισαγωγής αναντίλεκτων ισχυρισμών στη δικογραφία μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας, ότι ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι η αιτούμενη τροποποίηση οφείλεται σε καλόπιστο λάθος ή ότι είναι αποτέλεσμα νέων στοιχείων και δεδομένων που δεν ευρίσκοντο στην κατοχή του πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και/ή εν πάση περιπτώσει πριν την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, ότι τα γεγονότα που επιχειρεί να εισαγάγει με την αιτούμενη τροποποίηση δεν είναι νέα γεγονότα, ότι η ένορκη δήλωση του αιτητή που υποστηρίζει την αίτηση είναι ελλιπείς και/ή αόριστη και/ή καταχρηστική και/ή κακόπιστη και σε κανένα σημείο δεν αναφέρεται ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής δεν προχώρησε σε προγενέστερο στάδιο στην καταχώριση της αίτησης του και συγκεκριμένα πριν την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και τέλος ότι στη βάση της νέας Δ.25 ως αυτή έχει τροποποιηθεί δεν μπορεί πλέον να υιοθετηθεί η φιλελεύθερη προσέγγιση που καθιέρωσε η νομολογία πριν την τροποποίηση της Δ.25, εφόσον πλέον η τροποποίηση αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.
Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της καθ’ ης η αίτηση η οποία ισχυρίζεται ότι ο αιτητής όφειλε να εντοπίσει νωρίτερα και εν πάση περιπτώσει πριν την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας τα γεγονότα που επιθυμεί να δικογραφήσει σε αυτό στάδιο, η δε αμέλεια του δεν μπορεί να λειτουργήσει εις βάρος των δικαιωμάτων της.
Υποδεικνύει ότι όλα όσα ο αιτητής επιθυμεί να δικογραφήσει δεν αποτελούν νέα γεγονότα που έλαβαν χώρα αμέσως πριν από το στάδιο της ετοιμασίας των τελικών αγορεύσεων, αλλά γεγονότα που γνώριζε τουλάχιστον από το στάδιο έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας.
Αποτελεί θέση της ότι ο αιτητής επιχειρεί να εγείρει νέα βάση αγωγής αξιώνοντας πλέον την επιμέλεια της ανήλικης, ενώ προσπαθεί εντέχνως να αντιστρέψει τη διαδικασία εκδίκασης πολιτικών υποθέσεων με το να προσκομίζει πρώτα μαρτυρία και ακολούθως αφού ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία να προχωρεί σε επιλεκτική δικογράφηση ισχυρισμών.
Αποτελεί περαιτέρω θέση της ότι τυχόν έκδοση του αιτούμενου διατάγματος τροποποίησης της Ανταπαίτησης στο προχωρημένο αυτό στάδιο, όπου έχει ολοκληρωθεί η ακροαματική διαδικασία είναι ανεπίτρεπτη, καθότι καταστρατηγείται κάθε έννοια τα δίκαιης δίκης ως αυτή έχει καθιερωθεί από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την νομολογία, ένεκα της ανεπανόρθωτης βλάβης που θα υποστεί αφού θα βρεθεί προ τετελεσμένων γεγονότων και θα αδυνατεί να απαντήσει στους ισχυρισμούς που θα προστεθούν με τη δικογραφία. Όπως έλαβε ενημέρωση από τους δικηγόρους της, η όποια τροποποίηση δικογράφου θα έπρεπε να επιδιωχτεί πριν την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, ούτως ώστε να της διδόταν το δικαίωμα να απαντήσει.
Τέλος, ισχυρίζεται ότι ο αιτητής απέτυχε να αιτιολογήσει τον λόγο που δεν προχώρησε νωρίτερα σε διάβημα δικογράφησης των προτεινόμενων ισχυρισμών του, εφόσον όπως ο ίδιος παραδέχεται όλα όσα επιχειρεί να δικογραφήσει ήταν γνωστά σε αυτόν πριν την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας.
Ως προελέχθη, η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων οι οποίοι παρέπεμψαν το Δικαστήριο στα γεγονότα της υπόθεσης όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις και στη νομική πτυχή που διέπει το επίδικο θέμα. Έχω μελετήσει με προσοχή τόσο τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων όσο και τις θέσεις και εισηγήσεις των συνηγόρων τους τις οποίες και λαμβάνω υπόψη μου, όπου δε χρειαστεί στη συνέχεια θα γίνει αναφορά σε αυτές, χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι οι υπόλοιπες θέσεις και ισχυρισμοί τους αγνοούνται. Σημειώνω προς τούτο ότι δεν απαιτείται λεπτομερής ανάλυση κάθε επί μέρους εισήγησης όταν κρίνεται ότι δεν εξυπηρετεί οιονδήποτε σκοπό προς επίλυση των επίδικων θεμάτων (βλ. Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490).
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η τροποποίηση των δικογράφων ρυθμίζεται από την Δ.25 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Από 01.01.2016 οι διατάξεις της νέας Δ.25 εφαρμόζονται σε όλες τις αγωγές ανεξαρτήτως κλίμακας, οι οποίες καταχωρήθηκαν μετά την 01/01/2015. Οι διατάξεις της Δ.25 εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στις διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων Ειδικής Δικαιοδοσίας, ανεξαρτήτως του τρόπου έναρξης της διαδικασίας σε αυτά και οι έννοιες του κλητηρίου και της αγωγής διαβάζονται αναλόγως. Ότι εδώ ενδιαφέρει είναι ο θεσμός (3) της νέας Δ.25 όπου προβλέπονται τα εξής:
(3) Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.
Πριν την τροποποίηση της Δ.25, το θέμα της τροποποίησης δικογράφων ενέπιπτε στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείτο με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Σωρεία νομολογίας έχει ερμηνεύσει τις αρχές και έθεσε τα κριτήρια που εφαρμόζονται για την έγκριση ή όχι ενός αιτήματος για τροποποίηση δικογράφων με βάση την παλαιά Δ.25. Επιγραμματικά αναφέρω ότι η τάση που διαφαίνεται από αυτήν, είναι ότι η τροποποίηση δικογράφου επιτρέπεται ακόμα και όταν αυτή είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου ότι δεν προκαλείται αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήματα. Επίσης, η τροποποίηση δικογράφων είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται ότι είναι αναγκαία για την προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και την αποφυγή πολλαπλότητας των διαδικασιών, εκτός εάν η τροποποίηση δυνατόν να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο για την οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα ή όπου υπάρχει κακή πίστη εκ μέρους του αιτητή (βλ. Χρίστου Αζά (1992) 1 β ΑΑΔ 704). Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, όχι όμως απαραιτήτως αποφασιστικής σημασίας. (βλ. Χριστοδούλου v. Χριστοδούλου, (1991) 1ΑΑΔ 934, Astor Manufacturing and Exporting Co και άλλων v. A.G. Levendis και άλλων (1993) 1ΑΑΔ 726). Πρέπει όμως να συνεκτιμάται ως απόρροια της επιταγής του αρ. 30.2 του Συντάγματος, για περάτωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, που αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα κάθε διαδίκου. (βλ. Στέλιος Φοινιώτης v. Greenmar Navigation Ltd, κ.α (1989) 1 Ε33) Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου (Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698) και Evand Promotions Ltd κ.α. ν. Rutman (Αρ. 1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 92).
Μετά την τροποποίηση της Δ.25 και την υφιστάμενη διατύπωση της, το δικαίωμα τροποποίησης δικογράφων έχει διαβαθμίσεις, με καθοριστικό παράγοντα το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο ζητείται η τροποποίηση. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου δεν είναι πλέον ευρεία κατά τον τρόπο που η υφιστάμενη νομολογία ανέλυσε την Δ.25, αλλά έχει περιοριστεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Έτσι, η υπό εξέταση αίτηση, ως έχει αναφερθεί, εμπίπτει στις πρόνοιες της Δ.25 Κ 1 (3) καθότι καταχωρήθηκε μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες, όπου ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα. Ο κανόνας αυτός επιδέχεται εξαίρεσης μόνο σε δύο περιπτώσεις:
Α. Στην περίπτωση του εκ παραδρομής καλόπιστου λάθους στην σύνταξη της δικογραφίας και
Β. Στις περιπτώσεις όπου έχουν προκύψει νέα δεδομένα, μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για καταχώριση της κυρίως αίτησης και ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.
Ό,τι επομένως εξετάζει το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό, προκειμένου να εγκρίνει τέτοιο αίτημα είναι πρωτίστως το κατά πόσο συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι οποιαδήποτε αίτημα τροποποίησης γίνεται αποδεκτό, χωρίς να εξεταστούν και να συνεκτιμηθούν άλλοι σημαντικοί παράγοντες. Έτσι, ακόμα και μετά την τροποποίηση της Δ.25, όπου κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η τροποποίηση δικογράφων, ακόμα και εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει μία εκ των δύο προϋποθέσεων που θέτει η νέα Δ.25, οφείλει προτού λάβει την απόφαση του να λάβει υπόψη του τις βασικές αρχές τροποποίησης δικογράφων, ως αυτές έχουν νομολογιακά καθιερωθεί, οι οποίες κατά την άποψη μου συνεχίζουν να εφαρμόζονται τηρουμένων των αναλογιών. Κυρίαρχος παράγοντας κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου παραμένει το συμφέρον της Δικαιοσύνης, στον προσδιορισμό του οποίου επενεργούν πολλοί παράγοντες.
Κατά την κρίση μου, σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο πρέπει να συνυπολογίζει τον παράγοντα της βλάβης ή αδικίας και της ανεπανόρθωτης ζημιάς που είναι δυνατό να προκληθεί στην άλλη πλευρά, βλάβη που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα (βλ. Χρίστου Αζά ανωτέρω), όπως και τον παράγοντα του χρόνου, ο οποίος ναι μεν κατά κανόνα δεν είναι αποφασιστικής σημασίας, παραμένει όμως σχετικός, αναλόγως της περίπτωσης που εξετάζεται κάθε φορά.
Περαιτέρω, ενώ η νέα Δ.25 δίνει τη διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να επιτρέπει την τροποποίηση ακόμα και μετά την Κλήση για Οδηγίες υπό προϋποθέσεις, εξακολουθεί να εφαρμόζεται αναλογικά η αρχή ότι εάν η αίτηση εισάγεται σε αρχικό στάδιο της υπόθεσης και πριν την έναρξη της ακρόασης, εγκρίνεται με μεγαλύτερη ευχέρεια. Αντίθετα, εάν η διαδικασία της ακρόασης έχει ήδη αρχίσει, η έγκριση του αιτήματος γίνεται με μεγαλύτερη δυσκολία, ιδιαίτερα όπου διαφαίνεται ότι η αναγκαιότητα τροποποίησης υπήρχε από πριν και καθυστέρησε, χωρίς να προσφερθεί επαρκής επεξήγηση. Όσο πιο καθυστερημένο είναι το στάδιο έγερσης του σχετικού αιτήματος, τόσο περισσότερο ο αιτητής θα πρέπει να αποσείσει το βάρος που έχει για να γίνει δεκτή (βλ. Φοινιώτης v. Greenmar Navigation Ltd, κ.α ).
Με βάση τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενδεικτικά αναφέρω τις υποθέσεις Γραμμές Στρίντζη v. Επίσ. Παραλήπτη(1995) 1 A.A.Δ. 607 και United Sea Transport Ltd v. Zakou (1980) 1 A.A.Δ. 501, 510, C & A Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (2001) 1 Α.Α.Δ. 2075 και Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 223, η αίτηση τροποποίησης δεν είναι δυνατό να επιτύχει εάν τα γεγονότα που επιχειρείται να εισαχθούν ενώπιον του Δικαστηρίου, μπορούσε ο αιτητής με εύλογη επιμέλεια να τα θέσει εγκαίρως, ενώ δεν εξηγείται ικανοποιητικά η αργοπορία του σχετικού αιτήματος. Στις υποθέσεις αυτές αποκαλύπτεται η επιπλέον η φειδώ με την οποία το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια μετά την έναρξη της δίκης, όταν πια το στάδιο υποβολής της αίτησης είναι πολύ καθυστερημένο έχοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου που θα επιφέρει μια τέτοια καθυστερημένη αίτηση.
Το βάρος απόδειξης στην υπό εξέταση αίτηση βαρύνει τον αιτητή, ο οποίος πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες έχουν τεθεί από τη νομολογία για την έγκριση του αιτήματος του.
Εξέτασα με μεγάλη προσοχή τις θέσεις και επιχειρήματα των δύο πλευρών αλλά και την υφιστάμενη Ανταπαίτηση συσχετίζοντας την με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις.
Για τους λόγους που θα επεξηγήσω κατωτέρω κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η έγκριση του αιτήματος του αιτητή.
Αρχικά επισημαίνω ότι η αίτηση εισάγεται καθυστερημένα και συγκεκριμένα μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και την διενέργεια εκ μέρους του Δικαστηρίου της συνέντευξης της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων. Κατά την ακρόαση της υπόθεσης κατέθεσαν η Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, δύο μάρτυρες για την πλευρά της αιτήτριας και δύο μάρτυρες για την πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, ενώ συνολικά κατατέθηκαν πέραν των 140 τεκμηρίων. Όπως έχω ήδη αναφέρει, όσο πιο καθυστερημένη είναι μια αίτηση τροποποίησης τόσο το βάρος του αιτούμενου την τροποποίηση να δικαιολογήσει ότι αυτή είναι αναγκαία και δεν θα επηρεάσει αρνητικά τον αντίδικο του, είναι αυξημένο.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα του αιτητή, ότι επιχειρείται με την υπό εξέταση αίτηση είναι η ευθυγράμμιση της Ανταπαίτησης με την μαρτυρία που έχει δοθεί κυρίως από την Λειτουργό των ΥΚΕ και ακολούθως από την παιδοψυχολόγο κα Χαραλάμπους. Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλλει ο αιτητής για να πετύχει το αίτημα του είναι ότι δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα της καθ’ ης η αίτηση με την αιτούμενη τροποποίηση αφού όλα όσα επιθυμεί να δικογραφήσει ήταν γνωστά σε αυτήν από το στάδιο ακόμα της κατάθεσης της πρώτης μάρτυρος, της Λειτουργού των ΥΚΕ, αλλά και από την δική του ένορκο δήλωση αποκάλυψης εγγράφων, τη λίστα μαρτύρων και τη σύνοψη μαρτυρίας που κατέθεσε.
Συμφωνώ με τον αιτητή, ότι τα πλείστα, αν όχι όλα τα γεγονότα που επιθυμεί να δικογραφήσει αποτελούν γεγονότα, ισχυρισμούς και συμπεράσματα τα οποία καταγράφονται στην έκθεση της Λειτουργού κ. Ιωάννου, ημερομηνίας 28.01.2018 και ότι ακούστηκαν στο Δικαστήριο για πρώτη φορά κατά την κατάθεση της σχετικής έκθεσης στις 18.04.2019. Ωστόσο, μέχρι και το στάδιο καταχώρησης των τελικών αγορεύσεων σε κανένα σχετικό διάβημα δεν προέβη ο αιτητής για να τροποποιήσει το δικόγραφο του. Έτσι, το καθυστερημένο της αίτησης επιβεβαιώνεται όχι μόνο από το γεγονός ότι υποβάλλεται σ' αυτό το στάδιο, αλλά και σε συνάρτηση με το ότι η ανάγκη για τροποποίηση ήταν εμφανής για τον αιτητή, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, τουλάχιστον μετά το πέρας της μαρτυρίας της Λειτουργού κ. Ιωάννου. Η θέση του αιτητή ότι η ανάγκη τροποποίησης προέκυψε κατά την ετοιμασία των γραπτών αγορεύσεων δεν γίνεται αποδεκτή, ως μη ανταποκρινόμενη στα πραγματικά γεγονότα. Δεν μπορεί ο αιτητής να προβάλλει ότι η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση ήταν γνώστης όλων των ισχυρισμών που ο ίδιος θέλει να δικογραφήσει από τα αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας, αλλά ταυτόχρονα να ισχυρίζεται ότι ο ίδιος αντιλήφθηκε την ανάγκη τροποποίησης μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και αφού είχε ήδη δοθεί δύο φορές χρόνος στους συνηγόρους να ολοκληρώσουν τις αγορεύσεις τους. Έτσι, ενώ αρχικά αναφέρει ότι όλα όσα επιθυμεί να δικογραφήσει αποτελούν μέρος της μαρτυρίας της Λειτουργού κας Ιωάννου, ακολούθως ισχυρίζεται ότι η πραγματική ανάγκη τροποποίησης προέκυψε αφού ολοκλήρωσε τη μαρτυρία της η παιδοψυχολόγος κα Χαραλάμπους, θέση με την οποία δεν συμφωνώ, εφόσον παρόμοια γεγονότα και ισχυρισμοί περιλαμβάνονται και στην αρχική έκθεση της Λειτουργού. Οι ίδιοι οι ισχυρισμοί του αιτητή, όπως αυτοί προκύπτουν από την υποστηρικτική ένορκη δήλωση της αίτησης υποδεικνύουν ότι οι προτεινόμενοι προς δικογράφηση ισχυρισμοί προέκυψαν πολύ νωρίτερα στη διαδικασία και συγκεκριμένα κατά τον χρόνο που εδίδετο ακόμα η μαρτυρία και όχι στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων. Καμία ικανοποιητική εξήγηση δεν δίδεται γιατί ο αιτητής δεν αποτάθηκε σε προγενέστερο χρόνο για να συμπεριλάβει τους σχετικούς ισχυρισμούς στο δικόγραφο της Ανταπαίτησης του.
Ακόμα και εάν η παράλειψη αυτή οφειλόταν σε αβλεψία, ο αιτητής είχε πολλές ευκαιρίες να προβεί σε αίτημα τροποποίησης και κατά τη διάρκεια της παράθεσης της μαρτυρίας αλλά και κατά το χρονικό περιθώριο που δόθηκε κατά το στάδιο όπου από κοινού οι διάδικοι αποτάθηκαν στην παιδοψυχολόγο κα Χαραλάμπους, ζητώντας επανειλημμένως χρόνο για να ολοκληρώσουν τις συναντήσεις τους με αυτήν. Δεν παραβλέπω ότι εν τω μεταξύ άρχισε η εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού και ότι τα περιοριστικά μέτρα που λαμβάνονταν κατά καιρούς περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία των Δικαστηρίων και μετέπειτα των δικηγορικών γραφείων, ωστόσο πιστεύω ότι ο αιτητής είχε αρκετές ευκαιρίες για να προβεί έγκαιρα στο αίτημα του και σίγουρα πάντως πριν από την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας.
Η καθ΄ ης η αίτηση αποδίδει κακοπιστία στη συμπεριφορά του αιτητή. Αδιαμφισβήτητα η καθυστέρηση που επέδειξε ο αιτητής προσμετρά αρνητικά γι’ αυτόν. Δεν μου διαφεύγει ότι ο παράγοντας της καθυστέρησης δεν είναι πάντοτε καταλυτικής σημασίας, από την άλλη όμως πρέπει να συνεκτιμάται και συνυπολογίζεται με τις περιστάσεις της κάθε περίπτωσης. Ήδη παρατηρείται καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της εκδίκασης της υπόθεσης και με όλο το σεβασμό προς την πλευρά του αιτητή, η καθυστέρηση δεν οφείλεται αποκλειστικά στην πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, εφόσον το αίτημα να επισκεφθούν οι διάδικοι παιδοψυχολόγο ήταν κοινό, οι δε αναβολές που ζητούντο για τον σκοπό ήταν με κοινό αίτημα.
Περαιτέρω, χωρίς να εισηγούμαι ότι αυτό από μόνο του αποτελεί κριτήριο για απόρριψη της αίτησης, επισημαίνω ότι η ζητούμενη τροποποίηση της Ανταπαίτησης όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σώμα της αίτησης είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη σε έκταση από την υφιστάμενη Ανταπαίτηση. Διαπιστώνεται δε ότι με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις ο αιτητής εγκαταλείπει την αξίωση του για έκδοση διατάγματος φύλαξης και φροντίδας της ανήλικης και διεκδικεί πλέον την άσκηση της επιμέλειας της, δηλαδή την ανάθεση αποκλειστικά σε αυτόν της άσκησης ορισμένων πτυχών της γονικής μέριμνας, κατ’ αποκλεισμό της καθ’ ης η αίτηση. Με βάση τα αιτήματα αμφότερων των διαδίκων ως αυτά καταγράφονται στα δικόγραφα σήμερα, ότι επιζητείται είναι ο καθορισμός του γονέα που θα έχει τη φύλαξη της ανήλικης, με επακόλουθο ότι όλες οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνται από κοινού από τους διαδίκους.
Οι προτεινόμενες θεραπείες μεταβάλλουν πλήρως τη αιτούμενη στην Ανταπαίτηση θεραπεία και αλλάζουν το πραγματικό πλαίσιο επί του οποίου άρχισε και ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία. Επιχειρείται στην ουσία επαναπροσδιορισμός των επίδικων θεμάτων αφού έχει ακουστεί όλη η μαρτυρία, έχει ολοκληρωθεί η συνέντευξη της ανήλικης από το Δικαστήριο και έχει ήδη δοθεί αναβολή δύο φορές για την ετοιμασία των αγορεύσεων των συνηγόρων, χωρίς ωστόσο να έχει τεθεί θέμα τροποποίησης των δικογράφων εκ μέρους του αιτητή. Ας σημειωθεί περαιτέρω ότι ακόμα και την τελευταία φορά που οι συνήγοροι ζήτησαν να τους δοθεί παράταση χρόνου για την ετοιμασία των αγορεύσεων τους, πριν την καταχώριση της παρούσας αίτησης, ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι παράλληλα έκαναν προσπάθειες για διευθέτηση της υπόθεσης, κινούμενοι γύρω από το θέμα της ανάθεσης της φύλαξης της ανήλικης σε έναν εκ των δύο ή και στους δύο από κοινού, αναφέροντας ότι η μεγαλύτερη δυσκολία που είχαν ήταν ο καθορισμός του προγράμματος με βάση το οποίο η ανήλικη θα διέμενε είτε στον ένα είτε στον άλλο γονέα. Προς τούτο, η πλευρά του αιτητή ανέφερε ότι θα απέστελλε σχετικό πρόγραμμα – εισήγηση προς την άλλη πλευρά, χωρίς και πάλι να τεθεί οποιοδήποτε θέμα τροποποίησης δικογράφων.
Με βάση όλα τα πιο πάνω σε συσχετισμό με το καθυστερημένο στάδιο στο οποίο υποβάλλεται το αίτημα του αιτητή, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση του ότι καμία αδικία δεν θα προκληθεί στην καθ’ ης η αίτηση από την αιτούμενη τροποποίηση. Αντιθέτως, σε αυτό το προχωρημένο στάδιο και μετά από την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος του αιτητή, ο επαναπροσδιορισμός μέρους των επίδικων θεμάτων και μάλιστα μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας ασφαλώς και θα προκαλέσει αδικία στην καθ’ ης η αίτηση, η οποία προέβαλε τις θέσεις της και ολοκλήρωσε την παρουσίαση της υπόθεσης της με τη μαρτυρία που προσκόμισε σύμφωνα με τα όσα αρχικά ισχυρίστηκε και αξιώνει ο αιτητής με την Ανταπαίτηση του.
Είναι βέβαιο ότι σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος τροποποίησης της Ανταπαίτησης, η υπόθεση θα εκτροχιαστεί, με αποτέλεσμα να απαιτείται είτε η επανακλήτευση μαρτύρων, είτε προσκόμιση αντικρουστικής μαρτυρίας εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση. Ταυτόχρονα, η εισαγωγή νέας αξίωσης οδηγεί ουσιαστικά στην έναρξη της δίκης εκ νέου σε άλλη πλέον διάσταση και πλαίσιο, γεγονός που θα παραβλάψει δυσμενώς τα δικαιώματα της καθ’ ης η αίτηση . Η αιτούμενη τροποποίηση θα επιφέρει βλάβη στην καθ’ ης η αίτηση η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με διαταγή ως προς τα έξοδα, ως είναι η εισήγηση του αιτητή.
Στο σημείο κρίνω σκόπιμο παρεμφερώς να αναφέρω τα εξής. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 του περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Διαδικαστικό Κανονισμό, όπως τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 5 του ΔΚ 1/72, προτού το Δικαστήριο λάβει απόφαση σε σχέση με την γονική μέριμνα ανηλίκου, ζητά την ετοιμασία έκθεσης από το Γραφείο Ευημερίας.
Στην υπόθεση Δαμιανού ν. Δαμιανού (1989) 1 Α.Α.Δ. 29 αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«Η θέσπιση του Κ5 δικαιολογείται από τη φύση του επιδίκου θέματος που είναι ο καθορισμός των συμφερόντων του ανηλίκου, και όχι το βάσιμο των διεκδικήσεων των αντιδικούντων γονέων. Η εξασφάλιση ανεξάρτητης πηγής για τη διαφώτιση του Δικαστηρίου στον ευαίσθητο τομέα των συμφερόντων του ανηλίκου αποτελεί ουσιαστική νομοθετική πρόνοια. Και δεν παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να την παρακάμψει. Ο Κ5 δε ρυθμίζει μόνο διαδικαστικά θέματα αλλά και θέματα ουσίας που αφορούν τη μαρτυρία που είναι αναγκαία για τον καθορισμό των συμφερόντων του ανηλίκου. Στα πλαίσια της κατεξοχήν εξεταστικής διαδικασίας για τη διαπίστωση των συμφερόντων του ανηλίκου, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου να εξασφαλίσει την έκθεση που προβλέπουν οι θεσμοί, βασική προϋπόθεση για την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Χωρίς την μαρτυρία αυτή δε μπορεί, σύμφωνα με τις ρητές διατάξεις του Κ5(1), να κριθεί αίτηση για την κηδεμονία, φύλαξη και φροντίδα του ανηλίκου.»
Στις εκθέσεις που ετοιμάζονται από τις αρμόδιες Λειτουργούς γίνεται αναφορά στις προσωπικές περιστάσεις των διαδίκων και στις συνθήκες διαβίωσης τους, στο οικογενειακό και ατομικό τους ιστορικό, στις μεταξύ τους σχέσεις και στο πως αυτοί ανταποκρίνονται στον γονικό τους ρόλο και ακολούθως καταγράφονται κάποια συμπεράσματα και εισηγήσεις με βάση τα αιτήματα των διαδίκων, όπως αυτά προκύπτουν από τα δικόγραφα τους.
Σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείται κατά την εκδίκαση υποθέσεων γονικής μέριμνας, η Λειτουργός Ευημερίας καλείται από το Δικαστήριο και καταθέτει πρώτη την έκθεση και την μαρτυρία της. Ακολουθεί η αντεξέταση της από τους συνηγόρους των διαδίκων, των οποίων η μαρτυρία έπεται χρονικά. Έτσι, με αυτή την πρακτική παρέχεται κάθε δυνατότητα στους διαδίκους να τοποθετηθούν με τη μαρτυρία τους επί των όσων ανέφερε στη μαρτυρία της η Λειτουργός και να παρουσιάσουν μαρτυρία για όσα γεγονότα συμφωνούν ή διαφωνούν. Τούτο γίνεται στα πλαίσια του εξεταστικού χαρακτήρα της διαδικασίας για τη διακρίβωση των συμφερόντων του ανηλίκου και η σημασία του γεγονότος ότι η Λειτουργός είναι η πρώτη μάρτυρας σε αυτής της φύσεως υποθέσεις, έγκειται ακριβώς ότι οι διάδικοι δεν καταλαμβάνονται εξαπίνης και έχουν κάθε ευκαιρία κατά την πρόοδο της διαδικασίας να παρουσιάσουν την μαρτυρία τους επί των όσων αναφέρθηκαν από την Λειτουργό, μαρτυρία η οποία συνεκτιμάται από το Δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κάθε φορά που η εκάστοτε αρμόδια Λειτουργός αναφέρεται σε γεγονότα για να υποστηρίξει τη θέση της, τούτη η αναφορά να καθιστά αναγκαία την τροποποίηση των δικογράφων των διαδίκων, αφού αυτή η πρακτική θα οδηγούσε σε ατέρμονες διαδικασίες.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ως προς την αίτηση τροποποίησης του αιτητή δεν μπορεί να ασκηθεί προς όφελος του. Συνακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται.
Τα έξοδα όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας - καθ’ ης η αίτηση στην παρούσα και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση – αιτητή στην παρούσα.
Η κυρίως αίτηση ορίζεται για να δοθούν οι τελικές γραπτές αγορεύσεις στις 02.12.2021 η ώρα 9.30 π.μ.
Υπ.)…………………….
Σ. Νεοφύτου, Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο