V.M. ν. G.K., Αρ. Αίτησης:76/24, 10/6/2025
print
Τίτλος:
V.M. ν. G.K., Αρ. Αίτησης:76/24, 10/6/2025

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ  ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

Ενώπιον: Μ. Χ. Κάιζερ, Π. Οικ. Δικ.

Αρ. Αίτησης:76/24i

Μεταξύ:

V.M.,

                                                                Αιτήτριας

                                              και

 

G.K.,

                                                                            Καθ΄ ου η Αίτηση

 

Αίτηση ημερομηνίας 17/03/2025 για αντεξέταση ενόρκως δηλούντα

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:  10 Ιουνίου, 2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για την Αιτήτρια: κα Λ. Κινοσίδου για Χρ. Λάρκου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε και κος Κωνσταντίνος Χριστοδουλίδης

Για τον Καθ΄ου η αίτηση: κος Χ.Χατζηελευθερίου για Μαρία Νεοφύτου &

Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.  

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Με αίτηση της η Αιτήτρια ημερομηνίας 18/04/2024, αιτήθηκε από το Δικαστήριο και στις 23/04/2024 εξασφάλισε μονομερώς (υπό διαφορετική σύνθεση) την έκδοση προσωρινού διατάγματος βάσει του οποίου ο Καθ’ου η αίτηση διατάχθηκε να καταβάλλει μηνιαίως το ποσό των €2.000 ως συνεισφορά του για την διατροφή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων S.K. Μετά την επίδοση στον Καθ’ου η αίτηση της αίτησης και του εκδοθέντος μονομερούς διατάγματος, ο Καθ’ου η αίτηση καταχώρισε ένσταση στις 26/09/2024 κατά της συνέχισης της ισχύος του διατάγματος, υποστηριζόμενη από ένορκη δήλωση. Στις 17/03/2025 η Αιτήτρια καταχώρισε συμπληρωματική ένορκη δήλωση και ο Καθ’ου η αίτηση καταχώρισε τη δική του συμπληρωματική ένορκη δήλωση στις 02/05/2025. 

 

Με την υπό κρίση αίτηση της ημερομηνίας 17/03/2025 η Αιτήτρια, επιζητεί την άδεια του Δικαστηρίου, προκειμένου να παρουσιαστεί ο Καθ’ου η αίτηση στο Δικαστήριο και να αντεξεταστεί επί της ενόρκου δηλώσεως του η οποία συνοδεύει την ένσταση του ημερομηνίας 26/09/2024.

 

Η αίτηση βασίζεται στους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, Μέρος 13,16, 22, 23, 23.1 (1), 23.4 (1-6), 23.5 (1-4), 23.6 έως 23.16, 25, 32, 33, 35, 37, 38, 39, 60.

 

Την επίδικη αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση του κύριου Α. Αλεξάνδρου, ασκούμενου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων της Αιτήτριας, ο οποίος δηλώνει ότι είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια να προβεί στην ένορκη δήλωση.

 

Ο ενόρκως δηλών στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση, επιχειρεί να αιτιολογήσει την αναγκαιότητα υποστήριξης της αίτησης ημερομηνίας 18/04/2024 βάσει της οποίας εξασφάλισε μονομερώς η Αιτήτρια το πιο πάνω διάταγμα, με την έκδοση του επιζητούμενου διατάγματος αντεξέτασης του Καθ’ου η αίτηση. Θα αναφερθώ στη συνέχεια στους λόγους που επικαλείται ως υποστηρίζοντες το αίτημα του.

 

Η υπό εξέταση αίτηση συνάντησε την ένσταση του Καθ'ου η Αίτηση, ο οποίος προβάλλει τους κάτωθι 8 λόγους ένστασης:

 

1. Η Αίτηση είναι άνευ αντικειμένου και/ή αχρείαστη δεδομένου ότι λαμβάνοντας υπόψη την αίτηση, την ένσταση και τις σχετικές ένορκες δηλώσεις που έχουν καταχωρηθεί προς υποστήριξη τους, δεν υπάρχει λόγος που να δικαιολογεί την έκδοση του διατάγματος αντεξέτασης.

 

2. Δεν δικαιολογείται στην παρούσα περίπτωση η εξάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της Αίτησης για αντεξέταση της ενόρκου δηλώσεως του Καθ ου η Αίτηση.

 

3. Η Αίτηση είναι κατά Νόμο και κατ' ουσία αβάσιμη, είναι εκδικητική και/ή καταχρηστική και/ή καταχωρήθηκε για σκοπούς πρόκλησης καθυστέρησης και/ή για σκοπούς εκτροχιασμού της διαδικασίας και/ή για αλλότριους σκοπούς.

 

4. Υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου όλο το απαραίτητο υλικό υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων και τεκμηρίων που του επιτρέπει να αποφασίσει χωρίς να υπάρχει η ανάγκη έκδοσης του συγκεκριμένου διατάγματος και η παρούσα Αίτηση καταχωρείται καταχρηστικά από την Αιτήτρια με σκοπό να καθυστερήσει την διαδικασία ούτως ώστε να συνεχίσει να ισχύει το προσωρινό Διάταγμα Διατροφής για το ποσό των €2.000.

 

5. Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η αντεξέταση και τα σημεία της ένορκης δήλωσης πάνω στα οποία ζητείται η αντεξέταση είναι αυτονόητα και/ή η αντεξέταση επί των συγκεκριμένων σημείων είναι ανούσια και αχρείαστη, και η Αιτήτρια δεν αναφέρει ποιο σημείο επι των παραγράφων χρειάζεται η αντεξέταση του Καθ’ ου η Αίτηση, και για ποιο σκοπό χρειάζεται η αντεξέταση επι των συγκεκριμένων παραγράφων.

 

6. Η αντεξέταση ζητείται επί σημείων τα οποία αποτελούν νομικούς ισχυρισμούς και/ή ορισμούς, κάτι δικονομικά και/ή πρακτικά ανεπίτρεπτο.

 

7. Ζητείται να επιτραπεί αντεξέταση των ενόρκων δηλούντων επί σημείων τα οποία δεν αφορούν την ουσία της ενδιάμεσης αίτησης και/ή δεν θα βοηθήσουν σε κανένα βαθμό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης παρά μόνο θα προκαλέσουν καθυστέρηση στην εξέταση της ουσίας της αίτησης.

 

8. Περαιτέρω, αποτελεί κατάχρηση της Δικαστηριακής και Δικονομικής διαδικασίας και πρακτικής διότι η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει τους λόγους εκείνους που μπορούν να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο για να ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και εξουσία υπέρ του ή προς όφελος του.’’

 

Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση του ο Καθ’ου η αίτηση ουσιαστικά επαναλαμβάνει τους λόγους ένστασης, πλην όμως με περισσότερη λεπτομέρεια και επιχειρηματολογία. 

 

Η ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης, διεξήχθη με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων, χωρίς να υπάρξει αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.

 

Αυτό που στην ουσία ο ομνύων θέτει ως βάση προς υποστήριξη της επίδικης αίτησης που προωθεί η Αιτήτρια, είναι ότι ο Καθ’ου η αίτηση στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση του επί της συνέχισης ισχύος του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος διατροφής, προβάλλει ισχυρισμούς στους οποίους παρουσιάζονται αντιφάσεις, αοριστίες με την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 18/04/2024.

 

Η θέση της Αιτήτριας είναι ότι ενόψει της ύπαρξης αμφισβητούμενων πραγματικών περιστατικών, ασάφειας σε ορισμένα σημεία, καθώς και αντικρουόμενων ισχυρισμών σε σχέση με εκείνους που προβάλλει η ίδια, κρίνεται αναγκαίο και εύλογο όπως επιτραπεί η αντεξέταση του Καθ’ ου η Αίτηση. Η εν λόγω αντεξέταση θα πρέπει να εστιαστεί σε ζητήματα που άπτονται των εισοδημάτων του, καθώς και επί των παραγράφων 6, 11 έως 15, 17 έως 21, 23, 26 έως 29 της ένορκης δήλωσής του, ημερομηνίας 26/09/2024, και επί των τεκμηρίων υπ’ αριθμ. 2 έως 9 που επισυνάπτονται στη δήλωση αυτή.

 

Η Αιτήτρια υποστηρίζει περαιτέρω ότι δεδομένων των αβάσιμων και ψευδών ισχυρισμών του Καθ’ου η αίτηση στους οποίους προέβη με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο, έχει υποχρέωση η ίδια να αποσείσει το βάρος απόδειξης από τους ώμους της στο βαθμό που την αφορά στο παρόν στάδιο, προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την οριστικοποίηση του διατάγματος διατροφής.  Επισήμανε ότι θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα αντεξέτασης, ώστε το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του όλα τα πραγματικά γεγονότα που σχετίζονται με την παρούσα υπόθεση για να είναι σε θέση να αποφασίσει για το καλύτερο δυνατόν συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Η θέση της είναι ότι μόνο με την αντεξέταση του Καθ’ου η αίτηση θα επιλυθεί το ζήτημα των αντικρουόμενων ισχυρισμών που προβάλλονται από τους διαδίκους, και έτσι θα βοηθηθεί το Δικαστήριο στην κρίση του επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

 

Νομική πτυχή

 

Είμαι της γνώμης ότι μοναδική δικαιοδοτική για την παρούσα αίτηση βάση αποτελεί το μέρος 23.13 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας το οποίο προβλέπει τα εξής:

 

«23.13. Ακρόαση της αίτησης

 

(1)Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση.

(2) Το δικαστήριο δύναται για καλό λόγο να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου η αντεξέταση του οποίου επιτρέπεται από οποιοδήποτε κανονισμό ή νόμο.

(3) Όταν αιτητής ή καθ' ου η αίτηση παραλείπει να παραστεί στην ακρόαση αίτησης, το δικαστήριο δύναται να προχωρήσει στην απουσία του.

(4) Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει διάταγμα το οποίο έχει εκδοθεί στην απουσία διαδίκου κατά τον ίδιο τρόπο που παραμερίζεται απόφαση, δυνάμει του Μέρους 14.»

 

Με βάση τον Κανονισμό 23.1 (1), ο όρος «γραπτή μαρτυρία» σημαίνει ένορκη δήλωση ή όπου Κανονισμός το επιτρέπει, δήλωση μάρτυρα και οποιαδήποτε τεκμήρια συνοδεύουν αυτή.

 

Δε μου διαφεύγουν οι πρόνοιες του κανονισμού 32.6 οι οποίες έχουν ως εξής:  

 

«32.6. Διάταγμα αντεξέτασης

 

(1) Όταν σε ακρόαση άλλη από δίκη δίδεται γραπτή μαρτυρία, οποιοσδήποτε διάδικος δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο άδεια αντεξέτασης του προσώπου το οποίο δίδει τη μαρτυρία.

(2) Αν το δικαστήριο δώσει άδεια, δυνάμει της παραγράφου (1) αλλά το εν λόγω πρόσωπο δεν παραστεί όπως απαιτεί το διάταγμα, η μαρτυρία του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια».

 

Δεδομένης ωστόσο της πρόνοιας ότι η δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα αντεξέτασης είναι σε ακρόαση ‘‘άλλη από δίκη’’ ανατρέχω στο μέρος 32.5 (1) το οποίο ορίζει ότι ‘‘ Ο γενικός κανόνας είναι ότι η μαρτυρία σε ακροάσεις άλλες από δίκη κατατίθεται με δήλωση μάρτυρα εκτός αν το δικαστήριο ή οποιαδήποτε νομοθεσία απαιτεί διαφορετικά’’. Στην προκειμένη περίπτωση δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τέτοια διαδικασία, αφού όλη η ενώπιον μου διαδικασία αφορά ένορκες δηλώσεις και όχι δήλωση μάρτυρα.  Συνεπώς μόνη δικαιοδοτική βάση για εξέταση της παρούσας αίτησης αποτελεί η 23.13.

 

Μελέτη του Κανονισμού 23.13 (1) καταδεικνύει πως η γενική αρχή συνίσταται στο ότι η ακρόαση διεξάγεται στη βάση των γεγονότων και της μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση και επομένως η αντεξέταση προσώπου που έχει δώσει μαρτυρία, δεν διεξάγεται αυτοδικαίως, αλλά στη βάση των προνοιών του Μέρους 23 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, και αφού προηγηθεί σχετικό αίτημα.

 

Από το λεκτικό της πιο πάνω δικονομικής διάταξης συνάγεται ότι η έκδοση ενός διατάγματος αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα στα πλαίσια εκδίκασης ενδιάμεσης αίτησης, στην κατηγορία της οποίας κατατάσσεται και η υπό εξέταση περίπτωση,  εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Συγκεκριμένα η λέξη «δύναται» στον Κανονισμό 23.13(2) υποδηλοί ότι η άσκηση της πιο πάνω εξουσίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Το μόνο κριτήριο που τίθεται, και τούτο στον  Κανονισμό 23.13(2), είναι όπως ο διάδικος, που επιδιώκει αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα, καταδείξει «καλό λόγο», με το βάρος απόδειξης να βαρύνει τον αιτούντα την εν λόγω αντεξέταση.

 

Από την έρευνα την όποια έχω διενεργήσει, δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε απόφαση του Εφετείου ή του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπου να δίδεται ερμηνεία στους πιο πάνω Κανονισμούς ή τον όρο «καλός λόγος» ή να θέτει τις αρχές στη βάση των οποίων ασκείται η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. 

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και δεδομένης της ρητής θέσπισης, στους ισχύοντες Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, του κριτηρίου του «καλού λόγου», το οποίο απαντάται, στην Διαταγή 48, Θεσμός 4(2) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εκτιμώ ότι παρέχεται η δυνατότητα να αντληθεί ερμηνευτική καθοδήγηση από την υφιστάμενη νομολογία που αναπτύχθηκε αναφορικά με την έννοια του «καλού λόγου» στο εν λόγω προηγούμενο κανονιστικό πλαίσιο. Το οποίο αφορούσε στην δυνατότητα κάποιου διάδικου στα πλαίσιο ενδιάμεσης αίτησης να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Διαδικασία όμοια με την υπό εξέταση, αφού και οι δύο στοχεύουν στο πως να εμπλουτιστεί η μαρτυρία μιας ενδιάμεσης διαδικασίας μετά την καταχώριση της αίτησης και της ένστασης.

Κρίνω ότι, αναφορικά με το κατά πόσον έχει αποδειχθεί η ύπαρξη «καλού λόγου» κατά την έννοια του Κανονισμού 23.13(2), οι καθοριστικοί παράγοντες που θα πρέπει να τύχουν συνεκτίμησης από το Δικαστήριο είναι, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι:

(1) Όπως οι ισχυρισμοί επί των οποίων επιδιώκεται η διεξαγωγή της αντεξέτασης προσδιορίζονται με επάρκεια, ώστε να καθίσταται σαφές το νομικό και πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο εντάσσεται το σχετικό αίτημα.

(2) Όπως τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου συγκεκριμένα και επαρκή πραγματικά στοιχεία, ικανά να αναδείξουν τον σκοπό για τον οποίο ζητείται η αιτούμενη αντεξέταση.

(3) Όπως, επί τη βάσει των ανωτέρω, καθίσταται αντιληπτή η αναγκαιότητα παραχώρησης της αιτούμενης άδειας, υπό την έννοια ότι δύναται να προκύψει ουσιώδης συνδρομή στο έργο του Δικαστηρίου μέσω της διεξαγωγής της αντεξέτασης, συμβάλλοντας στην εύλογη και δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσης.

Όλα τα ανωτέρω θα πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα της φύσης και των αναγκών της συγκεκριμένης διαδικασίας, την οποία η αιτούμενη αντεξέταση επιδιώκει να εξυπηρετήσει, λαμβάνοντας διαρκώς υπόψη τις κατευθυντήριες αρχές των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Το βάρος απόδειξης για να εκθέσει με σαφήνεια και ακρίβεια τα ανωτέρω το φέρει η αιτούσα την αντεξέταση.

Tα ανωτέρω κριτήρια συνάδουν πλήρως με εκείνα που εφαρμόζονταν υπό το προϊσχύσαν καθεστώς των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε αιτήματα παρόμοιας φύσεως με το υπό εξέταση, όπως διαφαίνεται, μεταξύ άλλων, από την απόφαση Μήλου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 280, καθώς και από την πρωτόδικη απόφαση του Κληρίδη, Π.Ε.Δ., ημερομηνίας 9.4.2009, στην Αγωγή 7123/2008 (Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας).

Στην υπόθεση Μαρίας Κόκκινου ν. Κυριάκου Κόκκινου, Έφεση Αρ. 29/2014, ημερομηνίας 3.11.2016, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε, στο πλαίσιο αιτήματος για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, την ερμηνεία του κριτηρίου του «καλού λόγου», ιδίως σε περιπτώσεις όπου σκοπός του αιτήματος είναι ο εμπλουτισμός της μαρτυρίας μεταγενέστερα της έκδοσης προσωρινού διατάγματος. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το κριτήριο του καλού λόγου απαιτεί αυξημένη αιτιολόγηση, ιδίως όταν η σκοπούμενη προσθήκη συνδέεται με γεγονότα ή ισχυρισμούς που ήταν ή μπορούσαν να ήταν γνωστά πριν από την έκδοση του διατάγματος, και αποσκοπεί στην αποτροπή κατάχρησης της διαδικασίας μέσω διαδοχικών και επαναλαμβανόμενων δηλώσεων που υποσκάπτουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων. Σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Το ζήτημα της παραχώρησης ή μη άδειας για την καταχώρηση συμπληρωματικής ενόρκου δηλώσεως, ανάγεται, ασφαλώς, στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, η οποία ασκείται σε συνάρτηση με τη φύση της ενδιάμεσης διαδικασίας και τα θέματα που αναδύονται ενώπιον του ως επίδικα. Δεν υπάρχει, βέβαια, άκαμπτος κανόνας, σε διαδικασίες, όμως, για προσωρινά διατάγματα, σπάνια είναι που θα προκύψει ανάγκη η οποία να εκφράζεται σε καλό λόγο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του αιτήματος.  Και αυτό γιατί στις διαδικασίες αυτές το έργο του Δικαστηρίου περιορίζεται ουσιαστικά σε εξέταση της συνδρομής των νομοθετικών προϋποθέσεων για την έκδοση του διατάγματος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και σε εξέταση των αμφισβητούμενων γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά  υπογράμμισε ότι η αίτηση του εφεσίβλητου για προσωρινό διάταγμα θα κρινόταν επί των γεγονότων που αναφέρονται στην αρχική ένορκη δήλωση του, εγκρίνοντας όμως το αίτημα για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης λησμόνησε αυτό που υπογράμμισε και, ουσιαστικά, κατέστησε την απάντηση των ισχυρισμών της εφεσείουσας αυτοσκοπό».  

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται δικαστικά και σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, τη φύση της υπό κρίση αίτησης, τις ανάγκες της και τα επίδικα σε αυτήν ζητήματα.  Πρέπει να υπάρχουν ειδικοί λόγοι που δικαιολογούν το αίτημα, στο οποίο θα πρέπει να προσδιορίζονται επαρκώς τα προς αντεξέταση σημεία, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η εξέταση του υπό το πρίσμα της νομολογίας.  Ό,τι προκύπτει από τη σχετική νομολογία είναι ότι η αντεξέταση είναι επιτρεπτή επί ζητημάτων τα οποία είναι αναγκαία για την επίλυση του θέματος που αφορά η εκάστοτε υπό εξέταση αίτηση, αλλά δεν θα πρέπει να δίδεται άδεια για αντεξέταση όταν αυτή εμφανώς θα επεκτείνει τη συζήτηση της αίτησης σε μη αναγκαία για την εξέταση της αίτησης ζητήματα, πολύ δε περισσότερο όταν η αντεξέταση αφορά σε ζητήματα που άπτονται της ουσίας της αίτησης και της διαφοράς των διαδίκων, καθώς κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε εκτροπή από τον σκοπό του Κανονισμού 23.13.

Ο σκοπός του εν λόγω Κανονισμού δεν είναι άλλος από τη διευκόλυνση του Δικαστηρίου στη δίκαιη και αποτελεσματική διάγνωση του συγκεκριμένου ενδιάμεσου ζητήματος για την εξυπηρέτηση του οποίου επιδιώκεται η αντεξέταση. Η αιτούμενη αντεξέταση οφείλει, επομένως, να παραμένει εντός του πλαισίου του σκοπού αυτού, όπως έχει ήδη προσδιορισθεί, σε συνάρτηση και με τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, ήτοι την προώθηση της δικαιοσύνης με αναλογικό και εύλογο δικονομικό κόστος.

Περαιτέρω, δεδομένου ότι η υπό κρίση αίτηση υποβάλλεται στα πλαίσια αίτησης για έκδοση ή μη προσωρινού διατάγματος, επιβάλλεται να τονιστεί, ότι το Δικαστήριο σε τέτοιου είδους αιτήσεις περιορίζεται στη διαπίστωση του κατά πόσο πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και να καταλήγει σε οποιαδήποτε συμπεράσματα σε σχέση με αυτή (Γρηγορίου κ.α. ν. Χριστοφόρου κ.α. (1995) 1 ΑΑΔ 248, 269-270, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263).

 

Ως υποδεικνύεται και στην υπόθεση Δίγκλη κ.ά. ν. Total Fit Ltd, Πολ. Έφεση Ε135/2015, απόφαση ημερ. 12.9.2018, «η φύση της διαδικασίας που προβλέπεται με βάση το άρθρο 32 του Ν. 14/60 επιβάλλει την εξέταση των σχετικών με τα εν λόγω θέμα ισχυρισμών ως αυτοί έχουν στην όψη τους».  Επομένως, στο στάδιο αυτό δεν τίθεται θέμα κλονισμού της αξιοπιστίας του Καθ’ου η αίτηση, ως το θέτει η πλευρά της Αιτήτριας.

 

Στην ίδια απόφαση αναφέρθηκε επίσης: ‘‘Τούτο δε, εφόσον οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί χαρακτηρίζονται από λογικότητα και ποιοτική επάρκεια, στο πλαίσιο της καθοδήγησης που παρέχεται, σχετικά, στην υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557.

 

Εν προκειμένω, το ζητούμενο σε αιτήσεις της φύσεως αυτής, όπως είναι και η ενδιάμεση για εξέταση της οριστικοποίησης ή μη του ενδιάμεσου διατάγματος ή ενδεχόμενης τροποποίησης του, είναι αν η Αιτήτρια έχει καταφέρει να παρουσιάσει μαρτυρία η οποία διακρίνεται για τη λογικότητα και την ποιοτική της επάρκεια. Εντούτοις, πουθενά στην υπό κρίση διαδικασία δεν προβάλλεται εκ μέρους της Αιτήτριας ότι η ένσταση του Καθ’ ού η αίτηση έχει κατά οποιονδήποτε τρόπο μεταβάλει την δική της μαρτυρία ως μη λογική ή ότι δεν χαρακτηρίζεται από ποιοτική επάρκεια, ούτε και η ίδια θέτει τέτοιον ισχυρισμό προκειμένου να καταστήσει την επιζητούμενη αντεξέταση αναγκαία για να επιτύχει αυτό το ζήτημα.

Η Αιτήτρια όφειλε, μέσω του μαρτυρικού υλικού που συνοδεύει την αίτηση της, να ενημερώνει με σαφήνεια το Δικαστήριο ως προς τον σκοπό και τη χρησιμότητα της αιτούμενης αντεξέτασης, προκειμένου να καταδειχθεί κατά τρόπο πειστικό ότι η εν λόγω διαδικασία είναι τόσο αναγκαία όσο και επιθυμητή, εφόσον δύναται να συνδράμει ουσιαστικά το Δικαστήριο στην άσκηση της δικαιοδοτικής του κρίσης. Ωστόσο, στην παρούσα περίπτωση διαπιστώνεται ότι η πλευρά της Αιτήτριας δεν έχει εκπληρώσει το ως άνω δικονομικό της καθήκον.

Ειδικότερα, στο κύριο σώμα της αίτησης απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά ή αιτιολόγηση που να καταδεικνύει τον σκοπό και την αναγκαιότητα της αιτούμενης αντεξέτασης. Περαιτέρω, η μόνη σχετική μνεία παρουσιάζεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, στην οποία εμφαίνεται ότι η Αιτήτρια επιδιώκει την έκδοση διατάγματος που να της επιτρέπει την αντεξέταση του Καθ’ ου η Αίτηση επί παντός επιστητού και αναφορικά με όλους τους ισχυρισμούς του. Έναν τέτοιο διάταγμα, χωρίς καμιά αμφιβολία, ανατρέπει πλήρως την βασική αρχή ότι θα πρέπει μια ενδιάμεση αίτηση να εκδικάζεται αυστηρώς στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και να μην μετατρέπεται σε δίκη προφορική επί της ουσίας της διαφοράς.

Η αοριστία του αιτήματος, ή η επιδίωξη μιας γενικής, καθολικής αντεξέτασης “επί παντός επιστητού”, χωρίς σαφή προσδιορισμό θεμάτων και επιχειρημάτων, εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων της διαδικασίας και οδηγεί αναπόφευκτα σε απαράδεκτη μετατροπή της ενδιάμεσης διαδικασίας σε κατ’ ουσίαν προφορική δίκη επί της κύριας διαφοράς, κάτι που αντιβαίνει άμεσα στη φύση και τον σκοπό της.

Εν πάση όμως περιπτώσει ούτε το έτερον καθήκον έχει επιτελέσει η Αιτήτρια, πουθενά μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό εξέταση αίτηση δεν καταδεικνύεται πώς και με ποιον τρόπο εξυπηρετείται η σκοπούμενη αντεξέταση. Οι όποιες σχετικές αναφορές περιορίζονται απλώς στην παραδοχή εκ μέρους της Αιτήτριας ότι, υπό την παρούσα μορφή του μαρτυρικού της υλικού και ενόψει της καταχώρισης ένστασης, δεν έχει κατορθώσει να αποσείσει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της, και, για τον λόγο αυτό, ζητεί να της επιτραπεί η αντεξέταση του Καθ’ ου η Αίτηση. Ελλείπει όμως οποιαδήποτε αναφορά ότι η Αιτήτρια δύναται ή προτίθεται να αποσείσει το εν λόγω αποδεικτικό βάρος με την προσκόμιση επιπρόσθετων αποδεικτικών στοιχείων, κάτι που αν συνέβαινε θα μπορούσε να το έπραττε μέσω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Ενέργεια στην οποία ειρήσθω εν παρόδω έχει ήδη προβεί, καταχωρώντας συμπληρωματική ένορκη δήλωση την ίδια μέρα που καταχώρισε την υπό εξέταση αίτηση.

Στην υπό εξέταση περίπτωση ένα από τα βασικά επιχειρήματα της Aιτήτριας, για να της επιτραπεί να αντεξετάσει τον Καθ’ού η αίτηση, σχετίζεται με το ύψος και τη φύση των εισοδημάτων του, προβάλλοντας την θέση ότι οι ισχυρισμοί που διατυπώνονται στην αρχική ένορκη δήλωσή του ημερομηνίας 26/09/2024, είτε δεν είναι αληθείς, είτε κρίνονται ανεπαρκείς. Ωστόσο σημειώνεται ότι, πριν από την ακροαματική διαδικασία της υπό εξέταση αίτησης, το Δικαστήριο επέτρεψε στον Καθ’ ου η Αίτηση να καταχωρίσει συμπληρωματική ένορκη δήλωση ακριβώς για τον σκοπό της παροχής επιπρόσθετων διευκρινίσεων επί του ζητήματος των εισοδημάτων του. Η εν λόγω συμπληρωματική ένορκη δήλωση καταχωρίστηκε στις 02/05/2025, σε χρόνο δηλαδή πριν την ακρόαση της υπό εξέταση αίτησης και είναι γνωστή στην Αιτήτρια.

Παρά ταύτα, η Αιτήτρια δεν μνημονεύει την ύπαρξη της δήλωσης αυτής, είτε μέσω της αίτησης της, στην οποία θα μπορούσε να αιτηθεί σχετική άδεια για καταχώριση νέας συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης, είτε μέσω της αγόρευσης της, ώστε να καταδείξει σε ποιο βαθμό η υπό εξέταση αίτηση και το αιτούμενο διάταγμα  αντεξέτασης  έχει επηρεαστεί από την επιπρόσθετη μαρτυρία που καταχώρισε ο Καθ’ου η αίτηση.

Σημειώνω ότι στην αγόρευση της η Αιτήτρια περιορίστηκε στην ακόλουθη γενικόλογη αναφορά ‘‘Μετέπειτα, ο καθ’ ου καταχώρησε και συμπληρωματική ένορκη δήλωση, η οποία ενισχύει ακόμη περισσότερο την ανάγκη αντεξέτασης, καθώς προσθέτει ισχυρισμούς, που επηρεάζουν την κρίση του Δικαστηρίου για την οικονομική του κατάσταση και τη δυνατότητά του να ανταποκρίνεται στη διατροφή της ανήλικης θυγατέρας των διαδίκων’’.

Λαμβάνοντας υπόψη την επί του εξεταζόμενου θέματος θεωρία και νομολογία, τη φύση της αιτήσεως και το περιορισμένο των θεμάτων που μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης στα πλαίσια αυτής,  κρίνω ότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει λόγος που θα επέτρεπε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης του αιτήματος για τους λόγους, που πιο πάνω αναφέρθηκαν.  

 

Στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχει καλός λόγος που θα επέτρεπε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης του αιτήματος της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τα έξοδα δεν βρίσκω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από το γενικό κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Συνεπώς, τα έξοδα της υπό κρίση Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ου η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας. Στη βάση του κανονισμού 39.7 και 39.9  και αφού έτυχα σχετικής υποβοήθησης από το Πρωτοκολλητείο, καθορίζω τούτα στο ποσό των €1.296 πλέον ΦΠΑ.

 

 

 

                                                           (Υπ.) ……………………………

                                                                 Μ.Χ.Κάιζερ, Π.Οικ.Δικ.

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο