Σ.Ν ν. N. B, Αρ. Αίτησης: 26/2023, 30/4/2025
print
Τίτλος:
Σ.Ν ν. N. B, Αρ. Αίτησης: 26/2023, 30/4/2025

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ενώπιον: Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Αρ. Αίτησης: 26/2023

 

Μεταξύ:

Σ.Ν,

Αιτητή

-και-

N. B,

Καθ’ ης η αίτηση

                    

------------------------------

 

Ημερομηνία: 30 Απριλίου, 2025

 

Εμφανίσεις:

Για τον Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση: Γρηγόρης Σαββίδης για Savvides & Kapelakis Llc

Για την Καθ’ ης η αίτηση -  Αιτήτρια: κ. Χρ. Α. Λαζάρου

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

(αίτηση ημερ. 13/12/2024 για αναστολή εκτέλεσης απόφασης)

 

Η Καθ’ ης η αίτηση - Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση με την οποία αξιώνει:

«Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης της Δικαστικής Απόφασης ημερομηνίας 22/12/2023, στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αίτηση, καθώς επίσης και αναστολή εκτέλεσης οποιονδήποτε ενταλμάτων κινητών και κάθε περαιτέρω διαδικασίας που βασίζεται εις την εν λόγω απόφαση ημερομηνίας 5/11/2024, μέχρι εκδικάσεως και τελείας αποπερατώσεως της εφέσεως που καταχώρησε η Αιτήτρια κατά ή περί την 22/12/2023, κατά της προαναφερόμενης Δικαστικής Απόφασης του Δικαστηρίου».

Η αίτηση παρότι καταχωρίστηκε μονομερώς διατάχθηκε από το Δικαστήριο να επιδοθεί.

Την υπό κρίση αίτηση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση της Αιτήτριας. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της ένορκης της δήλωσης προκύπτουν τα ακόλουθα:

Όπως αναφέρει στην ένορκη της δήλωση στις 22/12/2023 εκδόθηκε ερήμην της απόφαση με την οποία διατάχθηκε όπως μεταβιβάσει στον Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση το ½ μερίδιο της του οικοπέδου με την οικία στο ακίνητο με αρ. εγγραφής […], όπως αναγνωριστεί ότι η επίπλωση και ο  εξοπλισμός της οικίας ανήκουν στον Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση, όπως μεταβιβάσει στον Αιτητή-Καθ’ ου η αίτηση το ½ μερίδιο της επί του οχήματος με αρ. εγγραφής […]. Περαιτέρω τα έξοδα επιδικάστηκαν εναντίον της όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

Όπως περαιτέρω αναφέρει, κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε αίτηση παραμερισμού η οποία απορρίφθηκε, σε σχέση με την οποία καταχώρησε έφεση. 

Κατά την άποψη της και όπως έχει λάβει νομική συμβουλή από τους δικηγόρους της έχει σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας και εισηγείται ότι είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα καθότι στην αντίθετη περίπτωση  θα εδραιωθεί μόνιμα πλέον η πρόκληση της ανεπανόρθωτης ζημιάς αφού θα δημιουργηθεί μια μη αναστρέψιμη κατάσταση και η έφεση της θα καταστεί άνευ αντικειμένου αφού όπως αναφέρει μετά την καταχώρηση της έφεσης ο Αιτητής – Καθ’ ου η αίτηση της απέστειλε επιστολές ζητώντας την υλοποίηση της απόφασης.

Αναφέρει επίσης ότι ο Αιτητής έλαβε ήδη την κατοχή του αυτοκινήτου και ότι  η επίδικη οικία είναι ο χώρος που διαμένει με το ανήλικο τέκνο τους.

Ο Αιτητής – Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση προβάλλοντας δέκα οχτώ (18) λόγους ένστασης. Η ένσταση στηρίζεται στην ένορκη δήλωση του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση συνοψίζοντας το περιεχόμενο της οποίας προκύπτουν τα ακόλουθα:

Είναι η θέση του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε καταχρηστικά με σκοπό την παρακώλυση της διαδικασίας εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης και την εκμετάλλευση και φθορά της περιουσίας του.

Αμφισβητεί τις πιθανότητες επιτυχίας της Έφεσης. Περαιτέρω αναφέρει ότι παρότι η Αιτήτρια βρίσκεται σε παρακοή από την 1/6/2024 επέλεξε να μην προβεί στη λήψη μέτρων εναντίον της, ότι η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια σε καμία ενέργεια δεν προέβηκε ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση και ότι κανένα ποσό δεν πλήρωσε έναντι των δικηγορικών της εξόδων. Θεωρεί παράλογη την Αιτήτρια να πιστεύει ότι μετά το τέλος της διαδικασίας της αίτησης παραμερισμού δεν θα ζητούσε συμμόρφωση της με την απόφαση.

Είναι η θέση του ότι σκοπός της Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτριας είναι η διαιώνιση των δικαστικών διαδικασιών με σκοπό να παραμείνει στο σπίτι του δωρεάν για όσο περισσότερο χρόνο μπορεί προκαλώντας ζημιές και φθορές και ισχυρίζεται ότι η ενοικιαστική αξία της οικίας ανέρχεται σε €1800 μηνιαίως.

Αναφέρεται στις φθορές που κατ’ ισχυρισμό του, προκάλεσε η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια στο όχημα πριν του το παραδώσει και αναφέρει ότι εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα και στο τέλος η Έφεση απορριφθεί κανένας δεν θα τον αποζημιώσει για τις ζημιές στη περιουσία του αλλά και για τη χρήση της οικίας του από την Αιτήτρια.

Αναφέρει δε ότι η κατοικία, ο εξοπλισμός και τα έπιπλα δεν θα αποξενωθούν μέχρι και το τέλος της έφεσης και ότι είναι πρόθυμος να δεσμευτεί γι’ αυτό έτσι θα μπορούν να διασφαλιστούν τα όποια δικαιώματα της σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης. Δηλώνει δε φερέγγυος και ικανός να αποκαταστήσει οποιαδήποτε τυχόν ζημιά προκύψει στην Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια.

Εισηγείται ότι δεν είναι δίκαιο και εύλογο να αποστερηθεί την επιτυχία του και ότι η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια δεν εξηγεί γιατί είναι δίκαιο και εύλογο να ανασταλεί η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, ότι η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια δεν καταδεικνύει ποιες είναι οι εξαιρετικές περιστάσεις που ενδεχομένως να επιτρέπουν στο δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος ούτε την αναγκαιότητα του.

Αναφέρει επίσης ότι ακόμη και να ανασταλεί η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης θα πρέπει να γίνει υπό τέτοιους όρους που να διασφαλίζονται τα δικαιώματα του επιτυχόντα διαδίκου.

Η πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτριας καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποία επισυνάπτει ως τεκμήριο την αντέφεση που καταχώρησε η πλευρά του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση.

Η υπό κρίση αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση με γραπτές αγορεύσεις.

Νομική Πτυχή

Η εναρκτήρια διαδικασία καταχωρίστηκε πριν την 1/9/2023 και ως εκ τούτου ρυθμίζεται από τους παλαιούς θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Το ζήτημα λοιπόν διέπει ο Κανονισμός 18 της Διαταγής 35, στον οποίο και στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση, η οποία προνοεί:

An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the  bond  shall  be  made  to  the  party  in  whose  favour  the decision under appeal was given”.

Αντίστοιχη πρόνοια υπάρχει και στους  Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, στο Μέρος 41.7 που προνοεί:

«(1)(α)   Εκτός   αν   το   Εφετείο   ή   το   κατώτερο   δικαστήριο   διατάξει διαφορετικά,   η   έφεση   δεν   επενεργεί   ως   αναστολή   οποιουδήποτε διατάγματος ή απόφασης τού κατώτερου δικαστηρίου.

(β)Αίτηση  για  αναστολή  διατάγματος  ή  απόφασης  του  κατώτερου Δικαστηρίου γίνεται πρώτα στο κατώτερο Δικαστήριο».

Ως διαφαίνεται η ουσία της ρύθμισης της αναστολής  δεν άλλαξε  με τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023[1].

Το νομικό δε πλαίσιο που διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους αιτήσεις έχει αναλυθεί και επεξηγηθεί από την Νομολογία  σε  σωρεία  αποφάσεων[2].

Όπως λέχθηκε στην Ηλιάδου[3] με παραπομπή στη σχετική νομολογία, το όλο θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με βάση τους εξής παράγοντες που θα πρέπει να εξισορροπηθούν με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης:

(α)  Ο  διάδικος  ο  οποίος  επιτυγχάνει  στην  υπόθεση  του  δεν  πρέπει  να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, τους καρπούς της επιτυχίας του.

(β)  Το  ένδικο  μέσο  της  έφεσης,  το  οποίο  ασκείται  δικαιωματικά,  δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.

Μεταξύ  των  κριτηρίων  που  λαμβάνει  υπόψη  το  δικαστήριο  είναι  οι προοπτικές   επιτυχίας   της   έφεσης,   αλλά   αυτές   είναι   μόνο   οριακής σημασίας.

Στην υπόθεση Ιωσηφάκη[4], ο Δικαστής (όπως ήταν τότε) Πικής διατύπωσε τους πιο πάνω παράγοντες ως εξής:

«Δύο είναι οι παράγοντες που κατά κύριο λόγο διέπουν την άσκηση της διακριτικής  ευχέρειας  του  δικαστηρίου  για την  αναστολή πρωτόδικης απόφασης  μέχρι  την  εκδίκαση  της  έφεσης.  Πρώτο,  η  διασφάλιση  της οριστικότητας (finality) των αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου και την  παράλληλη  κατοχύρωση  των  δικαιωμάτων  του  διάδικου  υπέρ  του οποίου   εκδόθηκε   η   απόφαση   και   δεύτερο,   η   εξασφάλιση   της αποτελεσματικότητας  του  δικαιώματος  για  την  άσκηση  έφεσης. Οι δυο αυτοί  παράγοντες  εξισορροπούνται  με  γνώμονα  τα  συμφέροντα της δικαιοσύνης.»

Στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου[5], επισημαίνεται ότι η έφεση δεν αναστέλλει το δικαίωμα εκτέλεσης ούτε μειώνει το κύρος της πρωτόδικης απόφασης και ότι η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και  της  αποτελεσματικότητας  του  δικαιώματος  για  άσκηση  έφεσης, αφετέρου,  συνιστούν  τους  κατεξοχήν  παράγοντες  που  επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Όπως δε αναφέρεται, η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του  δικαιώματος  για  την  άσκηση  έφεσης. Σε σχέση με τις προοπτικές  επιτυχίας  της έφεσης, όπως εξηγείται  είναι  μεν  παράγοντας  σχετικός,  αλλά  οριακής  σημασίας  στις πλείστες περιπτώσεις ενώ ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου μόνο  όπου  μπορεί  να  γίνει  πρόγνωση  με βεβαιότητα  ως  προς  την  επιτυχία  ή  αποτυχία  της  έφεσης,  χωρίς περαιτέρω   συζήτηση   του   θέματος.

Όπως λοιπόν συνάγεται από τη σχετική νομολογία, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με γνώμονα τα γεγονότα και τις ιδιαίτερες περιστάσεις που περιβάλλουν την κάθε  υπόθεση, εξισορροπώντας από τη μια το δικαίωμα του επιτυχόντα διαδίκου να απολαύσει αμέσως τους καρπούς της επιτυχίας του, και από την άλλη το δικαίωμα του αποτυχόντα διαδίκου να ασκήσει αποτελεσματικά το ένδικο μέσο της έφεσης για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του δεύτερου δικαιώματος[6].

Υπό το φως των πιο πάνω αρχών της νομολογίας και έχοντας μελετήσει με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και όλα όσα μου ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων με τις γραπτές αγορεύσεις, θα προχωρήσω να εξετάσω την υπό κρίση αίτηση.

Αρχικά θα εξετάσω τον λόγο ένστασης που προβάλλει η πλευρά του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση ότι η νομική βάση της αίτησης είναι ανεπαρκής. Μελετώντας τόσο την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση όσο και την γραπτή αγόρευση της πλευράς του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση διαπιστώνω ότι ουδεμία εξήγηση δίνεται πως η υπό κρίση αίτηση πάσχει ή υστερεί νομικά. Όπως δε προκύπτει η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται μεταξύ άλλων στην Δ.35 Θ.18 των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να αναστείλει την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης. Συνακόλουθα οι σχετικοί λόγοι ένστασης που άπτονται του νομότυπου και της ορθότητας της νομικής βάσης της υπό κρίση αίτησης στερούνται θεμελίωσης και ως εκ τούτου δεν βρίσκουν έρεισμα.

Η πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση –Αιτήτριας προς υποστήριξη του αιτήματος της για αναστολή προβάλλει τη θέση ότι καταχώρησε Ειδοποίηση Έφεσης κατά της πιο πάνω απόφασης του Δικαστηρίου και ότι προβάλλονται καλοί λόγοι έφεσης και υπάρχουν κατά την άποψη της πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας της έφεσης. Στην αντίπερα όχθη η πλευρά του Αιτητή –Καθ’ ου η αίτηση ενίσταται και θεωρεί ότι η Καθ’ ης η αίτηση –Αιτήτρια δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας στην έφεση. Όπως έχει λεχθεί στην Ναυτικός Όμιλος Πάφου(ανωτέρω), οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος,  ο  παράγοντας  αυτός  αποκτά  σπουδαιότητα  στην  άσκηση  της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Έχοντας εξετάσει τους λόγους έφεσης που προβάλλει η Καθ’ ης η αίτηση –Αιτήτρια ( Τεκμήριο Γ ε/δ Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτριας ) σε  συσχετισμό  με  το  περιεχόμενο  της  απόφασης ημερομηνίας 5/11/2024 δεν  έχω  πειστεί ότι στην  παρούσα  περίπτωση υφίστανται τέτοιες προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να προγνωσθεί επιτυχία της έφεσης με βεβαιότητα, οπότε εν προκειμένω, ο παράγοντας για την προοπτική επιτυχίας της έφεσης δεν είναι καθοριστικός αλλά οριακής σημασίας.

Τα όσα δε προβάλλει η Καθ’ ης η αίτηση- Αιτήτρια  σε σχέση με τις πιθανότητες επιτυχίας της Έφεσης, άπτονται ζητημάτων τα οποία έχοντας ήδη αξιολογηθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της απόφασης του η οποία εφεσιβλήθηκε, δεν μπορούν να εξεταστούν εκ νέου αφού το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί επί αυτών.

 

Η πλευρά του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση ενίσταται ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε με σκοπό την καθυστέρηση της εκτέλεσης της δικαστικής απόφασης και καταχρηστικά. Στην υπό κρίση περίπτωση όπως προκύπτει από τον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης, στις 22/12/2023 εκδόθηκε δικαστική απόφαση κατόπιν απόδειξης, λόγω μη εμφάνισης της Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτριας. Στις 15/03/2024 η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια αιτήθηκε το παραμερισμό της δικαστικής απόφασης και στις 5/11/2024 εκδόθηκε απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση παραμερισμού η οποία και εφεσιβλήθηκε. Στις 13/12/2024 καταχωρίστηκε η υπό κρίση αίτηση. Η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι μετά την καταχώρηση της έφεσης η άλλη πλευρά της απέστειλε επιστολές ζητώντας όπως προχωρήσει η υλοποίηση της απόφασης. Όπως συνάγεται από την Ιωσηφάκης (ανωτέρω), η αίτηση για αναστολή εκρεμμούσης έφεσης πρέπει να υποβάλλεται έγκαιρα και η καθυστέρηση στην υποβολή τέτοιας αίτησης λαμβάνεται υπόψη. Όπως λέχθηκε:

«Δύο είναι οι παράγοντες που κατά κύριο λόγο διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την αναστολή πρωτόδικης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Πρώτο, η διασφάλιση της οριστικότητας (finality) των αποφάσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και την παράλληλη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του διαδίκου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση και δεύτερο, η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι δύο αυτοί παράγοντες εξισορροπούνται με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Η εξισορρόπηση συνήθως επιτυγχάνεται με την επιβολή τέτοιων όρων που να εξασφαλίζουν ένα υγιές ισοζύγιο μεταξύ των συγκρουόμενων συμφερόντων των διαδίκων. Στην προκείμενη περίπτωση η καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για αναστολή της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης που επεκτείνεται σε ένα σχεδόν χρόνο, δεν εξηγείται. Εύλογα συνάγεται από τα γεγονότα της υπόθεσης ότι πρωταρχικός σκοπός του εφεσείοντα δεν είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος έφεσης, αλλά η παράκαμψη της διαδικασίας για την τιμωρία του προς αποφυγή των συνεπειών της ανυπακοής του διατάγματος της 29/3/1989».

Η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια δεν εξηγεί για ποιο λόγο δεν καταχώρησε αίτηση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 22/12/2023 νωρίτερα. Αντίθετα από τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτριας συνάγεται ότι η Αιτήτρια – Καθ’ ης η αίτηση καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, όπως η ίδια δηλώνει, μετά την λήψη επιστολών που αφορούσαν την υλοποίηση της  δικαστικής απόφασης. Συνακόλουθα και στην υπό κρίση περίπτωση συνάγεται ότι πρωταρχικός σκοπός της Καθ’ ης η αίτηση - Αιτήτριας  είναι η αποφυγή συμμόρφωσης της με τη δικαστική απόφαση. Δεν αναφέρεται  οτιδήποτε στην ένορκη της δήλωση που να υποδηλώνει με ποιο τρόπο η απόρριψη της υπό κρίση αίτησης θα της επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημιά πέρα της γενικής αναφοράς ότι «είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα καθότι στην αντίθετη περίπτωση  θα εδραιωθεί μόνιμα πλέον η πρόκληση της ανεπανόρθωτης ζημιάς αφού θα δημιουργηθεί μια μη αναστρέψιμη κατάσταση και η έφεση της θα καταστεί άνευ αντικειμένου».

Για  να  εγκριθεί  αίτημα  αναστολής θα  πρέπει  να  καταδειχθούν  εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να το δικαιολογούν. Η Αιτήτρια θα πρέπει να καταδείξει ότι τυχόν απόρριψη της υπό κρίση αίτησης θα της επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη "irreparable mischief  may be done by refusing it"[7].

Όπως αναφέρω και πιο πάνω, η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια μέσα από την ένορκη της δήλωση εισηγείται με τρόπο γενικό ότι εάν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά αναφέροντας ότι «..θα δημιουργηθεί μια μη αναστρέψιμη κατάσταση και η έφεση μου θα καταστεί άνευ αντικειμένου, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη ότι ο Αιτητής με το που έλαβε γνώση περί της καταχώρησης έφεσης επί της απόφασης ημερομηνίας 5/11/2024, δηλαδή της απόφασης επί του παραμερισμού της απόφασης των περιουσιακών ημ. 22/12/2023, προχώρησε άμεσα και έστειλε σχετικές επιστολές ζητώντας να προχωρήσει η υλοποίηση της απόφασης, δηλαδή να μεταβιβάσω το μερίδιο μου εις την οικία που διαμένω τώρα, αλλιώς θα προχωρούσε σε διαδικασίες παρακοής.» Επισυνάπτει ως τεκμήριο τις επιστολές που της αποστάληκαν και προσθέτει ότι ο Αιτητής – Καθ’ ου η αίτηση έχει πάρει ήδη στη κατοχή του το αυτοκίνητο και ότι στη κατοικία διαμένει με το ανήλικο τέκνο της. Το γεγονός ότι ο Αιτητής – Καθ’ ου η αίτηση της απέστειλε επιστολή για υλοποίηση της δικαστικής απόφασης όπως επίσης και η αναφορά της ότι ο Αιτητής – Καθ’ ου η αίτηση έλαβε την κατοχή του αυτοκινήτου και ότι στην οικία διαμένει η ίδια και το ανήλικο τέκνο τους, δεν καταδεικνύουν από μόνα τους και άνευ άλλου την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.

 

Στην αντίπερα όχθη ο Αιτητής – Καθ’ ου η αίτηση απορρίπτει τους γενικούς ισχυρισμούς της περί πρόκλησης σε αυτή ανεπανόρθωτης ζημιάς και εξηγεί ότι παρόλο που η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια είναι σε παρακοή από την 1/6/2024 εντούτοις επέλεξε να μην λάβει μέτρα εναντίον της, ότι η ίδια σε καμία ενέργεια δεν προέβηκε για να συμμορφωθεί με την απόφαση και ουδέν ποσό κατέβαλε έναντι των δικηγορικών εξόδων και ότι οι επιστολές που της στάλησαν δεν στάλθηκαν λόγω της καταχώρησης της έφεσης αλλά λόγω του ότι τελείωσε η διαδικασία του παραμερισμού. Είναι η θέση του ότι πρόθεση της Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτριας είναι να διαμένει στην οικία δωρεάν για όσο χρόνο μπορεί χωρίς να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό, προκαλώντας ζημιές και ότι και το αυτοκίνητο λόγω των φθορών που του προκάλεσε είναι σε μη χρησιμοποιήσιμη κατάσταση και ότι η μόνη μη ανατρέψιμη κατάσταση θα είναι η ζημιά που θα προκληθεί στον ίδιο αφού σε περίπτωση που εκδοθεί το διάταγμα και στο τέλος απορριφθεί η έφεση κανένας δεν θα τον αποζημιώσει για τις ζημιές στη περιουσία του από την χρήση της οικίας από την Αιτήτρια.

 

Αναφέρει επίσης ο Καθ’ ου η αίτηση ότι η κατοικία και τα έπιπλα δεν θα αποξενωθούν μέχρι και το τέλος της έφεσης και έτσι καμία ζημιά δεν θα πάθει η Αιτήτρια και ότι είναι πρόθυμος να δεσμευτεί προς το Δικαστήριο αναφορικά με τη μη αποξένωση της επίδικης περιουσίας. Ισχυρίζεται επίσης ότι είναι καθόλα φερέγγυος και θα μπορεί να αποκαταστήσει οποιαδήποτε τυχόν ζημιά υποστεί η Αιτήτρια από την εκτέλεση της απόφασης παρόλο που εισηγείται ότι καμία ζημιά δεν πρόκειται να προκύψει. Είναι η θέση του ότι η Αιτήτρια δεν έθεσε την απαραίτητη μαρτυρία για να μπορεί να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου υπέρ της και ούτε προκύπτει αναγκαιότητα για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Όπως εξηγώ και πιο πάνω η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό ο οποίος να καταδεικνύει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. Περαιτέρω, δεν επικαλείται ούτε κίνδυνο αποξένωσης της σχετικής περιουσίας από την πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση, την οποία εν πάση περιπτώσει δηλώνει ο Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν έχει πρόθεση να αποξενώσει, αλλά ούτε και κίνδυνο να μην μπορεί να αποζημιωθεί από τον Καθ’ ου η αίτηση σε περίπτωση που η δικαστική απόφαση εκτελεστεί και τελικά η έφεση πετύχει. Δεν αναφέρεται στην οικονομική κατάσταση του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση αλλά ούτε και προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό περί ανικανότητας ή αδυναμίας του να την αποζημιώσει σε περίπτωση που πέτυχει η έφεση[8].  Η πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτριας καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Ενώ εύλογα αναμενόταν ότι η Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια αν μη τι άλλο θα αμφισβητούσε τους ισχυρισμούς του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση περί της μη πρόθεσης του για αποξένωση της εν λόγω περιουσίας και περί της φερεγγυότητας του και συνακόλουθα της ικανότητας του να την αποζημιώσει σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, όπως επίσης θα αναμενόταν ότι θα αμφισβητούσε τα όσα της αποδίδει και τους κινδύνους για πρόκληση στον ίδιο ανεπανόρθωτης ζημιάς λόγω της κατ’ ισχυρισμό συμπεριφοράς της Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτριας, η πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση – Αιτήτρια με την συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρησε περιορίστηκε στο να φέρει σε γνώση του δικαστηρίου ότι και η πλευρά του Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε αντέφεση, αντίγραφο της οποίας επισύναψε.

                    

Όπως αναφέρθηκε στην Gov. and the Comp. of the Bank of Scotland v. Πλοίου S.S. Sapphire Seas (2001) 1 Α.Α.Δ. 955, «Στην περίπτωση των αναστολών γίνεται προσπάθεια εξισορρόπησης δύο παραγόντων:  να δρέψει άμεσα ο νικητής του δικαστικού αγώνα τους καρπούς της επιτυχίας του και να μην μείνει ο άλλος, αν νικήσει, με κενά χέρια. Σ' αυτό το πλαίσιο κινείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου».

Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί για την ύπαρξη ανεπανόρθωτης ζημιάς και την εν γένει ύπαρξη τέτοιων εξαιρετικών  περιστάσεων  και  σοβαρών  λόγων οι  οποίοι  θα επέτρεπαν  στο  Δικαστήριο,  κατ’  εξαίρεση,  να  αποστεί  από  τη  φυσιολογική  προσδοκία  του  Αιτητή – Καθ’ ου η αίτηση  να  εξασφαλίσει  το τελέσφορο της απόφασης που εκδόθηκε προς όφελος του.

 

 Για όλους τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω, κρίνω ότι η Καθ’ ης η αίτηση–Αιτήτρια αφού είχε το βάρος να καταδείξει την ανεπανόρθωτη βλάβη και την εν γένει  ύπαρξη  εξαιρετικών περιστάσεων απέτυχε να το πράξει. Για τους ίδιους λόγους η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, δεν δύναται να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης της αίτηση και συνακόλουθα η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται.

 

Ακολουθώντας την πιο πάνω κατάληξη, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή -Καθ’ ου  η  αίτηση και  εναντίον  της Καθ’  ης  η  αίτηση-Αιτήτριας όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                                         [Υπ.] ………………………….

       Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 



[1] βλ. Μαρία -Ραφαέλα   Θεοφάνους v.   Κυπριακής   Δημοκρατίας   δια   του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 207/2021, σχετική με Πολιτική Έφεση Αρ. 206/2021

[2] Βλ Χαραλάμπους  ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1978, Penderhill Holdings Limited και Άλλοι ν. Ιωάννη Κλουκινά και Άλλων(2011) 1 Α.Α.Δ. 1921, Βλάχου ν. Οικονόμου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1520, Τίμιννης κ.α. ν. Σιαθά, Έφεση αρ.4/2017, ημερομηνίας 28.2.2019,NisdalImports–Exports Limited κ.α. ν. Θεοφίλου κ.α.,Πολιτική Έφεση αρ.167/2018, ημερομηνίας 10.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A137 κ.α

[3] Ηλιάδου v.  Βασιλείου,  Έφεση  Αρ.  6/2023  (i-justice),  ημερομηνίας 07.03.2024,

[4] Ιωσηφάκης  v. Αριστοδήμου(1990)  1  Α.Α.Δ.  284,

[5] Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (ανωτέρω)

[6] Κωνσταντινίδη ν. Κωμοδρόμου υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας της; περιουσίας του Habib Said Hissin, αποβιώσαντα, Πολιτική Έφεση αρ. 283/15, απόφαση ημερ. 23.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:A162

[7] βλ.Chesterv.Powell,  1T.L.R.  390, Aristidouv.Aristidou(1985)  1C.L.R.  649 και Θεοφάνους κ.ά. Γεωργίου κ.ά.Π.Ε. 251/14 ημερ. 19.2.2016), ECLI:CY:AD:2016:A103

[8] Σχετική η Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd (1991) 1 ΑΑΔ, 172, Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contr. Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 1978


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο