Αναφορικά με τους Σ. Α. (S. A.) κ.α., Αρ. Αίτησης: 10/2022, 10/3/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με τους Σ. Α. (S. A.) κ.α., Αρ. Αίτησης: 10/2022, 10/3/2025

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Αρ. Αίτησης10/2022

 

Αναφορικά με τον Περί υιοθεσίας Νόμο 19(Ι)/1995

και

Αναφορικά με τους Σ. Α. (S. A.) και
                                       Φ. Α. (
F. A.)

Ενήλικους

 

Ημερομηνία: 10 Μαρτίου 2025  

Εμφανίσεις:

Για την Αιτήτρια: κα Α. Αργυρού για Αργυρού & Δημοσθένους Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Αιτητές - Καθ’ ων η αίτηση: κα Χρ. Αργυρού για Αργυρού & Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε.

Ενδιάμεση Αίτηση ημερομηνίας 23/01/2025

Ενδιάμεση Απόφαση

Στις 12/08/2022  η Κ. Ε. Α. (C. E. A.) και ο R. N.A. AL M. καταχώρησαν αίτηση με την οποία ζητούν να υιοθετήσουν τους Σ. Α. και Φ. Α., ενήλικα τέκνα της Κ.Ε.Α. και του Ε. Α.ο οποίος απεβίωσε. Τα προς υιοθεσία ενήλικα πρόσωπα έχουν κηρυχθεί ανίκανα πρόσωπα.

Στις 11/06/2024 η Έ. Λ. – Α. αδερφή των προς υιοθεσία ενήλικων προσώπων, καταχώρησε αίτηση στο εξής «αίτηση προσθήκης διαδίκου»,  με την οποία ζητά την έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την προσθήκη της ως διάδικο/Καθ’ ης η αίτηση στην διαδικασία της αίτησης υιοθεσίας και με το οποίο να της επιτρέπεται να καταχωρήσει ένσταση στην αίτηση υιοθεσίας. Ζητά περαιτέρω διάταγμα με το οποίο να τροποποιείται ο τίτλος της αίτησης υιοθεσίας δια της προσθήκης της ως Καθ’ ης η αίτηση.

Η αίτηση προσθήκης διαδίκου στηρίζεται στην ένορκη δήλωση της Έ.Λ. – Α.. Η αίτηση προσθήκης διαδίκου επιδόθηκε στη πλευρά των Αιτητών στη κύρια διαδικασία, οι οποίοι στις 02/12/2024 καταχώρησαν ένσταση στηριζόμενη στην ένορκη δήλωση της Κ. Ε. Α.

Στις 23/01/2025 η Έ.Λ. – Α.στο εξής «η Αιτήτρια» καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση με την οποία αξιώνει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η Κ. Έ. Α.στο εξής «η Καθ’ ης η αίτηση», όπως παρευρεθεί και αντεξεταστεί επί των παραγράφων 9,11,13,15,17,19, 20,21, 23, 25, 26, 28, 29, 30, 32, 33, 38, 41, 42, 43 και 45 της ένορκης της δήλωσης ημερομηνίας 02/12/2024.

Η αίτηση βασίζεται στον περί Υιοθεσίας Νόμο του 1995 (19(Ι)/1995 άρθρα 2, 4, 7, 32, στον περί Υιοθεσίας Διαδικαστικό Κανονισμό του 1954 - 2017, Κανονισμοί 2, 44, στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90, στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό, στο Ν.216/1990 1, 2, 9 και 11, στον περί Τέκνων (Συγγένεια Νομική Υπόσταση) Νόμο του 1991, άρθρο 32, στον περί στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.39, Δ.30 Θ1,5 Δ.32 Θ.1, Δ.48 Θ.1,2,3,4(2),5,6,7,8,9, 11,12 και 13, Δ.57, Δ.64, στα άρθρα 1-11 και 14 του Περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ,1, στα άρθρα 2,9,11 και 12 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμος Ν33/1964, στα άρθρα 1-3, 21, 22, 29, 30, και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμο Ν.14/1960, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, στη Νομολογία, Πρακτική, στις γενικές, συμφυείς, αναφαίρετες εξουσίες και διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

Η αίτηση στηρίζεται στην ένορκη δήλωση της Μαρίας Δημοσθένους, συνοψίζοντας το περιεχόμενο της οποίας προκύπτουν τα ακόλουθα:

Η κα Δημοσθένους αναφέρει ότι είναι δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί το ενδιαφερόμενο μέρος. Εξηγεί τη πηγή γνώσης των όσων αναφέρει και εξηγεί το λόγο για το οποίο προβαίνει η ίδια στην ένορκη δήλωση αντί για την κα.  Ε.Λ. – Α..

Προβάλλει τη θέση ότι είναι απαραίτητο να αντεξεταστεί η κα Κ.Ε.Α., μια εκ των Αιτητών στην κύρια αίτηση,  επί του περιεχομένου της ένορκης της δήλωσης ημερομηνίας 02/12/2024 καθότι ως ισχυρίζεται σ’ αυτή περιέχονται αναληθείς ισχυρισμοί και γεγονότα που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την ένορκη δήλωση του ενδιαφερόμενου μέρους ημερομηνίας 07/06/2024 σε συσχετισμό με το είδος της αίτησης που αφορά αίτηση υιοθεσίας και ιδιαίτερα σε σχέση με τις παραγράφους  9,11,13,15,17,19, 20,21, 23, 25, 26, 28, 29, 30, 32, 33, 38, 41, 42, 43 και 45 της ένορκης της δήλωσης ημερομηνίας 02/12/2024.

Ισχυρίζεται επίσης ότι οι ισχυρισμοί της Καθ’ ης η αίτηση σε αυτές τις παραγράφους είναι παραπλανητικοί, μη αποδεκτοί και ότι δεν αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής των Αιτητών στην εναρκτήρια διαδικασία, του ενδιαφερόμενου μέρους και των αδερφών του ενδιαφερόμενου μέρους Σ. και Φ..

Προβάλλει επίσης τη θέση ότι τα γεγονότα της υπόθεσης και οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής των Αιτητών, του ενδιαφερόμενου μέρους σε συνδυασμό με τη φύση της υπόθεσης είναι απαραίτητα για να καταλήξει το
Δικαστήριο στο κατά πόσο δικαιολογείται η έγκριση της αίτησης υιοθεσίας.

Συνακόλουθα εισηγείται ότι είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα ώστε να έχει το δικαστήριο ενώπιον του όλα τα γεγονότα που δικαιολογούν ή όχι την επιτυχία της αίτησης.

Η Καθ’ ης η αίτηση καταχώρησε ένσταση προβάλλοντας τους πιο κάτω λόγου ένστασης :

«Α) Η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται στην καταχώρηση και/ή προώθηση της υπό κρίση αίτησης.

Β) Η αιτήτρια δεν είναι διάδικος στη διαδικασία και το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να εξετάζει αιτήσεις και/ή οποιοδήποτε άλλο διαδικαστικό διάβημα από μη διάδικο.

Γ) Η αιτήτρια αυθαίρετα και/ή καταχρηστικά και/ή χωρίς οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμα επενέβη στη διαδικασία της αίτησης Υιοθεσίας χωρίς να υπάρχει το νομικό υπόβαθρο για την νόμιμη εμφάνιση και/ή συμμετοχή της στην διαδικασία ούτε προβλέπεται νομικά διαδικασία εμφάνισης «ενδιαφερόμενου μέρους» σε διαδικασία υιοθεσίας και εν πάση περιπτώσει και αν ακόμη τέτοια διαδικασία δικαιολογείτο έπρεπε να ληφθεί άδεια με νόμιμο τρόπο από το Δικαστήριο και/η έπρεπε να ακουστούν οι θέσεις των αιτητών και/ή σε οποιαδήποτε διαδικασία τυχόν παρέμβαση ενδιαφερόμενου μέρους είναι περιορισμένη και καθορισμένη από το Δικαστήριο.

Δ) Η αιτήτρια ενώ υπέβαλε αίτηση για να προστεθεί  ως διάδικος και/ή ως εναγόμενος χωρίς να εγκαταλείψει την εν λόγω αίτηση και/ή χωρίς να εξεταστεί η αίτηση της και/ή χωρίς νόμιμο δικαίωμα και/ή χωρίς να δώσει οποιαδήποτε δικαιολογία υπέβαλε αίτηση για αντεξέταση της Καθ’ ης η αίτηση.

Ε) Η αίτηση παραβιάζει τα Συνταγματικά δικαιώματα της Καθ’ ης η αίτηση και την αρχή της ισότητας όπλων σε δικαστική διαδικασία, Σύμβαση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Ζ) Η αίτηση είναι καταχρηστική, κακόβουλη και εξυπηρετεί αλλότρια κίνητρα της αιτήτριας.

Η) Τυχόν έγκριση του αιτήματος της αιτήτριας συνιστά εκτροπή από την διαδικασία που το Δικαστήριο οφείλει να ακολουθήσει σε διαδικασία Υιοθεσίας.

Θ) Σε κάθε περίπτωση και επί της ουσίας της αίτησης της η αιτήτρια δεν έχει καταδείξει με την ένορκο δήλωση της κ. Δημοσθένους ότι συντρέχει εξαιρετική περίπτωση ώστε να δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος όπως απαιτείται από τη νομολογία».

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της Πετρούλας Ευαγγέλου, συνοψίζοντας το περιεχόμενο της οποίας προκύπτουν τα ακόλουθα:

Η κα Ευαγγέλου αναφέρει ότι είναι υπάλληλος στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Καθ’ ης η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση και ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στη παρούσα ένορκη δήλωση.

Υιοθετεί και επαναλαμβάνει όλους τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης . Είναι η θέση της ότι το Δικαστήριο έχει ενώπιον του τα γεγονότα που χρειάζεται για να κρίνει κατά πόσο νομιμοποιείται η κ. Ε. Α. να προστεθεί ως διάδικος και ως εκ τούτου η αντεξέταση δεν έχει να προσθέσει οτιδήποτε σε σχέση με την ουσία της διαφοράς.

Αναφέρει επίσης ότι δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε νόμιμος ή επαρκής λόγος που να δικαιολογεί το αίτημα.

 

Νομική Πτυχή

Η παρούσα διαδικασία διέπεται από τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, καθότι η κύρια διαδικασία ξεκίνησε πριν την 01/09/2023.

Σε σχέση με τις ενδιάμεσες διαδικασίες, η Δ.48 θεσμός 4(2) προνοεί τα ακόλουθα:

«Το Δικαστήριο, ή Δικαστής, μετά από αίτηση ή προφορικό αίτημα, μπορεί, για καλό λόγο, να επιτρέψει την καταχώρηση συμπληρωματικών ένορκων δηλώσεων. Η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39».

 

Η δυνατότητα αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα διέπεται από τη Δ.39, Θ.1, των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προνοεί τα ακόλουθα:

 

Ο.39, r.1: Upon an application evidence may be given by affidavit, but the Court or a Judge may, on the request of either party, order the attendance of the deponent for cross- examination".

Και σε ελληνική μετάφραση:

«Κατόπιν αιτήσεως μαρτυρία μπορεί να δοθεί με ένορκο κατάθεση (δήλωση) αλλά το Δικαστήριο ή Δικαστής μπορεί, κατόπιν παρακλήσεως οιουδήποτε των διαδίκων, να διατάξει την παρουσία του καταθέτη για αντεξέταση».

 

Όπως έχει λεχθεί από τη νομολογία, το ζήτημα της αντεξέτασης εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, το οποίο  έχει τη διακριτική ευχέρεια να εγκρίνει ή να απορρίψει την αίτηση ανάλογα με τα περιστατικά της [1]. Άδεια αντεξέτασης δίδεται σπάνια και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ενώ η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και να περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους μια υπόθεση εντάσσεται στην κατηγορία των εξαιρετικών περιπτώσεων[2].  

Εφόσον λοιπόν πρόκειται για αίτημα που εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, η οποία επιβάλλεται να ασκείται δικαστικά και όχι αυθαίρετα, το Δικαστήριο θα πρέπει να πεισθεί ότι υφίσταται κάποιος καλός λόγος για την έκδοση του διατάγματος. O προσδιορισμός του τι ακριβώς συνιστά «καλό λόγο», είναι ζήτημα που κρίνεται κατά περίπτωση.

 

Όπως επίσης έχει εξηγηθεί μέσα από την Νομολογία, «"Καλός λόγος" προϋποθέτει την ύπαρξη κάποιας ανάγκης με απώτερο σκοπό την επίλυση των επίδικων ζητημάτων της ενδιάμεσης διαδικασίας και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης»[3].

Εξέταση αίτησης

Προτού προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο διαφαίνεται ή όχι καλός λόγος ώστε η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να ασκηθεί υπέρ ή όχι της έγκρισης του αιτήματος, θα εξετάσω τους λόγους ένστασης της πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση, ότι η αιτήτρια δεν είναι διάδικος στη διαδικασία και συνακόλουθα ότι δεν νομιμοποιείται να καταχωρεί την υπό κρίση αίτηση και ότι το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να εξετάζει αιτήσεις και/ή οποιοδήποτε άλλο διαδικαστικό διάβημα από μη διάδικο.

Η αιτήτρια στην υπό κρίση αίτηση καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την προσθήκη της ως διάδικο μέρος στην κύρια διαδικασία στο εξής η «αρχική ενδιάμεση αίτηση». Σε σχέση με αυτή την αίτηση η πλευρά των Αιτητών στην κύρια διαδικασία καταχώρισε ένσταση στηριζόμενη στην ένορκη δήλωση της Κ.Ε. Α.. Με την υπό κρίση αίτηση η αιτήτρια επιθυμεί να αντεξετάσει την Κ. Ε. Α. αναφορικά με συγκεκριμένες παραγράφους της ένορκης δήλωσης που στηρίζει την ένσταση στην αρχική ενδιάμεση αίτηση. Συνεπώς το αίτημα αντεξέτασης δεν αφορά την κύρια διαδικασία, σε σχέση με την οποία δεν έχει ακόμη κριθεί κατά πόσο θα επιτραπεί ή όχι στην αιτήτρια να καταστεί διάδικο μέρος αλλά αφορά την αρχική ενδιάμεση αίτηση στην οποία μέρη είναι αφενός μεν η πλευρά της αιτήτριας η οποία ζητά να της επιτραπεί να καταστεί διάδικο μέρος στη κύρια διαδικασία και αφετέρου η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση – Αιτητών στη κύρια διαδικασία. Το κατά πόσο θα εγκριθεί ή όχι η αρχική ενδιάμεση αίτηση όπως επίσης και το κατά πόσο καταδεικνύεται καλός λόγος ή όχι ώστε να επιτραπεί η αιτούμενη αντεξέταση, είναι άλλο από το δικαίωμα της αιτήτριας να καταχωρίσει την υπό κρίση αίτηση στη βάση των πιο πάνω διατάξεων των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[4]. Κρίνω λοιπόν ότι οι λόγοι ένστασης ότι η αιτήτρια δεν νομιμοποιείται να καταχωρίσει την υπό κρίση αίτηση επειδή δεν είναι διάδικο μέρος στη κύρια διαδικασία, σε σχέση με την οποία όπως εξηγώ καταχώρησε την αρχική ενδιάμεση αίτηση, δεν βρίσκουν έρεισμα και συνακόλουθα απορρίπτονται.

 Θα προχωρήσω ακολούθως να εξετάσω κατά πόσο καταδεικνύεται καλός λόγος ώστε να επιτραπεί η αιτούμενη αντεξέταση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της διαδικασίας της οποίας επιχειρείται να ασκηθεί η αντεξέταση και έχοντας μελετήσει με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και όσα μου ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων με τις γραπτές αγορεύσεις τους.

Για να επιτύχει ένας αιτητής που ζητά την έκδοση διατάγματος αντεξέτασης, θα πρέπει να διαφανεί ότι με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης είναι αναγκαίο και χρειάζεται να αντεξεταστεί ο ενόρκως δηλούντας με σκοπό την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Η υπό κρίση αίτηση λοιπόν θα ιδωθεί υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας και της φύσης της διαδικασίας στην οποία αυτή αφορά, δηλαδή της αίτησης για προσθήκη διαδίκου.

Το δικαστήριο στο πλαίσιο της αρχικής ενδιάμεσης διαδικασίας, δηλαδή της αίτησης προσθήκης διαδίκου θα εξετάσει το κατά πόσο ο προτεινόμενος ως διάδικος είναι ένας αναγκαίος διάδικος[5] προσεγγίζοντας την ενώπιον του μαρτυρία με μόνο σκοπό να καταλήξει στο κατά πόσο ο προτεινόμενος διάδικος είναι ή όχι αναγκαίος, χωρίς να υπεισέρχεται σε ζητήματα που αφορούν την ουσία της κυρίως αίτησης, παρά μόνο στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για να κριθεί το επίδικο στην αρχική ενδιάμεση αίτηση θέμα, δηλαδή το κατά πόσο θα επιτραπεί στο εν λόγω πρόσωπο να παρέμβει και να ακουστεί στη διαδικασία της κυρίως αίτησης. Η διαδικασία προσθήκης διαδίκου δεν προσφέρεται για την επίλυση της τύχης της κύριας διαδικασίας.[6]

Η αιτήτρια με την υπό κρίση αίτηση επιθυμεί να αντεξετάσει την ενόρκως δηλούσα επί των παραγράφων  9,11,13,15,17,19, 20,21, 23, 25, 26, 28, 29, 30, 32, 33, 38, 41, 42, 43 και 45 της ένορκης της δήλωσης ημερομηνίας 02/12/2024, δίνοντας την εξήγηση ότι οι ισχυρισμοί της Κ. Ε. Α. σε αυτές τις παραγράφους είναι παραπλανητικοί, μη αποδεκτοί και ότι δεν αντικατοπτρίζουν τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής των Αιτητών στην κύρια αίτηση, του ενδιαφερόμενου μέρους και των αδερφών του ενδιαφερόμενου μέρους και ότι τα γεγονότα της υπόθεσης και οι συνθήκες της οικογενειακής ζωής των Αιτητών στην κύρια αίτηση, του ενδιαφερόμενου μέρους σε συνδυασμό με τη φύση της υπόθεσης είναι απαραίτητα για να καταλήξει το
Δικαστήριο στο κατά πόσο δικαιολογείται η έγκριση της αίτησης υιοθεσίας και εισηγείται ότι είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα ώστε να έχει το δικαστήριο ενώπιον του όλα τα γεγονότα που δικαιολογούν ή όχι την επιτυχία της αίτησης.

 Η εξήγηση που δίνει η πλευρά της αιτήτριας δεν καταδεικνύει οποιοδήποτε καλό λόγο ή αναγκαιότητα για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, αντίθετα διαφαίνεται ότι τα όσα επιθυμεί να αντεξετάσει η αιτήτρια την ενόρκως δηλούσα άπτονται ζητημάτων ουσίας της αίτησης υιοθεσίας, τα οποία όμως δεν θα αποφασιστούν στο στάδιο αυτό. Όπως εξηγώ και πιο πάνω η αρχική ενδιάμεση αίτηση, η οποία θα κριθεί στην όψη της, δεν προσφέρεται για την επίλυση της τύχης της κύριας διαδικασίας.

Έχοντας λοιπόν μελετήσει με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, τις ένορκες δηλώσεις των μερών και όλα όσα μου ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων με τις γραπτές αγορεύσεις τους, κρίνω ότι δεν καταδεικνύεται κάποιος καλός λόγος ώστε να εγκριθεί η υπό κρίση αίτηση και ούτε διαφαίνεται από τα όσα εξηγεί η αιτήτρια η αναγκαιότητα της σκοπούμενης αντεξέτασης ή με πιο τρόπο η σκοπούμενη αντεξέταση θα εξυπηρετήσει την αρχική ενδιάμεση διαδικασία.

Ως εκ τούτου και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω η υπό κρίση αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της Αιτήτριας στην υπό κρίση αίτηση και υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση στην υπό κρίση αίτηση, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                              [Υπ.] ………………………….

Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 



[1] Λευτέρη Μήλου και Πανίκου Χατζηλοΐζου (2008) 1 Α.Α.Δ. 280,

[2] Αναφορικά με την Αίτηση του Rana Wahed Ali (Αρ. 1) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1660

[3] Βλ. Κοκκίνου ν. Κοκκίνου Έφεση αρ. 29/2014, ημερομηνίας 03/11/2016

[4] Δ.39 και Δ.48 Θ (4) (2) των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

[5] Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. v. Αγροτικής Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1ΑΑΔ 772

[6] ΒλMepa Underwriting Management Ltd ανωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο