ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ
Ενώπιον: Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.
Αρ. Αίτησης: 10/2022
Αναφορικά με τον Περί υιοθεσίας Νόμο 19(Ι)/1995
και
Αναφορικά με τους Σ.Α.(S.A.) και
Φ.Α, (F. A.)
Ενήλικους
Ημερομηνία: 28 Μαίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την αιτήτρια στην υπό κρίση αίτηση: κα Α. Αργυρού για Αργυρού & Δημοσθένους Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Αιτητές - Καθ’ ων η αίτηση: κα Χρ. Αργυρού για Αργυρού & Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε.
Ενδιάμεση Αίτηση ημερομηνίας 11/06/2024
Ενδιάμεση Απόφαση
Στις 12/08/2022 η Κ. Ε. Α. (C. E. A.) και ο R. N.A. AL – M καταχώρησαν την ως άνω εναρκτήρια αίτηση με την οποία ζητούν να υιοθετήσουν τους Σ. Α. και Φ. Α., ενήλικα τέκνα της Κ. Ε. Α και του Ε. Α ο οποίος απεβίωσε. Τα αιτούμενα για υιοθεσία ενήλικα πρόσωπα έχουν κηρυχθεί ανίκανα πρόσωπα και η Κ.Ε. Α διορίστηκε ως διαχειρίστρια της περιουσίας και των υποθέσεων τους.
Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η Έ. Λ. – Α. καταχώρησε στις 12/12/2022 σημείωμα εμφάνισης ως ενδιαφερόμενο μέρος.
Στις 11/06/2024 η Έ. Λ. – Α. αδερφή των προς υιοθεσία ενήλικων προσώπων, καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητά:
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπεται η προσθήκη της Αιτήτριας ως διάδικο / Καθ’ ης η αίτηση στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υιοθεσίας.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου επιτρέπον στην Αιτήτρια ως διάδικος να καταχωρήσει ένσταση στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτηση υιοθεσίας.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου για τροποποίηση του τίτλου της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υιοθεσίας με την προσθήκη της Αιτήτριας ως Καθ’ ης η αίτηση.
Δ. Οποιαδήποτε άλλη διαταγή και/ή θεραπεία την οποία ήθελε κρίνει δίκαιη και/ή εύλογη για την παρούσα υπόθεση το Σεβαστό Δικαστήριο.
Ε. Έξοδα, πλέον ΦΠΑ , πλέον έξοδα επίδοσης».
Η Αίτηση βασίζεται στον περί Υιοθεσίας Νόμο του 1995 (19(I)/1995) , άρθρα 2, 4, 7, 32 στον περί Υιοθεσίας Διαδικαστικό Κανονισμό του 1954 - 2017, Κανονισμοί 2, 44 στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90, στον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών, 1, 2, 9 και 11 στον περί Τέκνων (Συγγένεια Νομική Υπόσταση) Νόμο 1991, στο άρθρο 32, στον περί Ατόμων με Νοητική Αναπηρία Νόμος του 1989 (117/1989), του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, άρθρα 4, 5 και 9, επί των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.9 Θ.Θ. 1, 2, 9 και 10, Δ.25 και Δ.48 Θ.Θ. 1 - 4, 8 (4), στον περί Δικαστηρίων Νόμο (14/1960) άρθρα 31 και 41, στο Σύνταγμα Άρθρα 15, 28, 30 και 35, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρα 1, 8, και 13, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Νομολογία, Πρακτική, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η αίτηση στηρίζεται στην ένορκη δήλωση της Έ. Λ. – Α.. Συνοψίζοντας το περιεχόμενο της οποίας προκύπτουν τα ακόλουθα:
Η Έ. Λ. – Α. στο εξής «η Αιτήτρια», είναι η μοναδική αδερφή των προς υιοθεσία ενήλικων προσώπων. Ο πατέρας τους απεβίωσε το 2014 ενώ η ίδια διαμένει από το 2022 μόνιμα στο Καναδά με την οικογένεια της. Τα προς υιοθεσία ενήλικα πρόσωπα γεννήθηκαν με σύνδρομο Down. Ο Σ. είναι βιολογικό τέκνο των γονιών της ενώ ο Φ. είναι υιοθετημένο τέκνο.
Αναφέρει ότι η μητέρα της ένα χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα της γνώρισε τον R. M.A Al – M. άλλως Ρ., στο εξής «ο Καθ’ ου η αίτηση», από την Ιορδανία, αιτητή στην παρούσα αίτηση υιοθεσίας, ο οποίος στο χρόνο εκείνο ήταν πρόσφυγας στο καταυλισμό προσφύγων στην Κοφίνου.
Ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είναι 22 χρόνια μικρότερος από τη μητέρα της και αντιμετωπίζει πολλαπλά ψυχιατρικά και ψυχολογικά προβλήματα και ότι η μητέρα της επειδή τον λυπήθηκε του ζήτησε αμέσως να παντρευτούν, ο ίδιος αποδέχτηκε και τέλεσαν κρυφά γάμο το 2015.
Η Αιτήτρια προβάλλει τις ανησυχίες της για τον πιο πάνω γάμο και τις υποψίες της ότι τα κίνητρα του Καθ’ ου η αίτηση δεν ήταν γνήσια. Αναφέρει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει κάνει αίτηση για Κυπριακή Υπηκοότητα αλλά δεν γνωρίζει εάν εγκρίθηκε και ότι δεν εργάζεται και συντηρείται από τη μητέρα της, η οποία τον στηρίζει οικονομικά και του παρέχει στέγη.
Η Αιτήτρια αναφέρει ότι το μερίδιο του αποβιώσαντα πατέρα της επί της οικογενειακής οικίας διαμοιράστηκε εξίσου στην μητέρα της, τα αδέρφια της και την ίδια και ότι μετέπειτα η μητέρα της μεταβίβασε και το δικό της μερίδιο στην Αιτήτρια και η Αιτήτρια της παραχώρησε επικαρπία επί της οικίας.
Ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση ασκεί ψυχολογική βία στη μητέρα της και ότι είναι καταπιεστικός προς την μητέρα της και τα αδέρφια της και προβάλλει διάφορους ισχυρισμούς γύρω από την παράλογη συμπεριφορά που αποδίδει στον Καθ’ ου η αίτηση. Θεωρεί ότι ο Καθ’ ου η αίτηση ασκεί απόλυτο έλεγχο προς την μητέρα της αλλά και τα αδέλφια της τα οποία λόγω της νοητικής κατάστασης τους δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και προβάλλει περαιτέρω ισχυρισμούς γύρω από αυτή της τη θέση.
Θεωρεί ότι μοναδικός σκοπός του Καθ’ ου η αίτηση είναι να σφετεριστεί τη περιουσία των αδερφών της και τα μερίδια τους επί της συζυγικής οικίας και επιπρόσθετα να καταχραστεί τα κρατικά επιδόματα που επωφελούνται λόγω της νοητικής αναπηρίας. Ισχυρίζεται ότι η μητέρα της τον τελευταίο καιρό της ζητά να της επιστρέψει το μερίδιο στην πατρική οικία που της είχε μεταβιβάσει και να το εγγράψει πίσω στην ίδια ή τον Καθ’ ου η αίτηση. Θεωρεί τον Καθ’ ου η αίτηση ανίκανο να διαχειριστεί καταρχήν τον ίδιο τον εαυτό του, ότι ασκεί κακοποιητική συμπεριφορά και στερεί βασικά ανθρώπινα δικαιώματα στα αδέρφια της.
Θεωρεί ότι η αιτούμενη υιοθεσία επηρεάζει άμεσα τη νομική της κατάσταση ως αδερφή των προς υιοθεσία προσώπων, αφού θα πάψουν να έχουν τον ίδιο πατέρα, ότι παραβιάζει την οικογενειακή τους ζωή, την ισότητα ενώπιον της δικαιοσύνης και ότι είναι ορθό και δίκαιο να της επιτραπεί να συνενωθεί στη διαδικασία καθότι τα αδέρφια της είναι ανίκανα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Εισηγείται περαιτέρω ότι η διαδικασία υιοθεσίας πάσχει λόγω της μη ακύρωσης του διατάγματος υιοθεσίας του αδερφού της Φ..
Η αίτηση επιδόθηκε στη πλευρά των Αιτητών στη διαδικασία της Υιοθεσίας στην υπό κρίση αίτηση « Καθ’ ων η αίτηση», οι οποίοι στις 02/12/2024 καταχώρησαν ένσταση στηριζόμενη στην ένορκη δήλωση της Κ. Έ. Α., προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους ένστασης:
«1. Η αίτηση είναι δικονομικά αβάσιμη, και/ή άκυρη και/ή θνησιγενής καθότι δεν στηρίζεται και/ή δεν είναι σύμφωνη και/ή παραβιάζει τις πρόνοιες του Περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995ν(Ν.19(1)/95) και τους Περί Υιοθεσίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
2. Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες όπως η παρούσα και σε κάθε περίπτωση και αν ακόμη είχε εφαρμογή η Δ.9. Θ10 δεν συντρέχουν και/ή δεν εφαρμόζονται στην παρούσα οι προϋποθέσεις που τάσσει ο εν λόγω θεσμός και/ή η σχετική νομολογία.
4. H αίτηση είναι καταχρηστική, κακόβουλη και εξυπηρετεί αλλότρια κίνητρα της αιτήτριας.
5. Τυχόν έγκριση του αιτήματος της αιτήτριας παραβιάζει τα δικαιώματα των Αιτητών τα οποία κατοχυρώνει η ίδια η νομοθεσία, τo Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Σύμβαση των Δικαιωμάτων ταυ Ανθρώπου.
6. Η αιτήτρια δεν αποκαλύπτει και/ή αποτυγχάνει να αποδείξει και/ή να στοιχειοθετήσει στην αίτηση και/ή στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει ότι η προσθήκη της ως καθ’ ης η αίτηση εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης και/ή το συμφέρον των αδελφών της.
7. Η αίτηση είναι άνευ ουσίας και/ή αντικειμένου καθότι δεν υφίσταται πραγματικά έρεισμα ως προς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
8. H Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι κακόπιστη και! ή καταχρηστική και/ ή αναληθής».
Συνοψίζοντας τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της Κ.Έ. Α. προκύπτουν τα ακόλουθα.
Αναφέρεται στο ιστορικό της υιοθεσίας του Φ. καθώς επίσης και στο ιστορικό της συνάντησης της με τον νυν σύζυγο της, τον Καθ’ ου η αίτηση.
Παραδέχεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση επισκεπτόταν ψυχίατρο αλλά ισχυρίζεται ότι δεν χρειάζεται πλέον τακτική παρακολούθηση από ψυχολόγο, ότι η συμπεριφορά του έχει σταθεροποιηθεί από τότε που ζει σε ένα φυσιολογικό περιβάλλον με την ίδια και τα αιτούμενα για υιοθεσία τέκνα της και ότι επικρατεί αγάπη και κατανόηση στη σχέση τους. Θεωρεί ότι ο γάμος της με τον Καθ’ ου η αίτηση είναι γνήσιος και ότι η θυγατέρα της δεν έχει δικαίωμα να επεμβαίνει στη ζωή της και ότι η ένσταση της θυγατέρας της αναφορικά με το γάμο της ήταν για το σπίτι και την πρόθεση της θυγατέρας της να το εκμεταλλευτεί με το σύζυγο της μετά το θάνατο της Καθ’ ης η αίτηση.
Ισχυρίζεται ότι μεταβίβασε στη θυγατέρα της το μερίδιο της στο σπίτι μετά από άσκηση πίεσης από την Αιτήτρια και ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είχε ένσταση σε αυτό. Αναφέρει περαιτέρω ότι η θυγατέρα της δεν καταλαβαίνει τη συμβολή του Καθ’ ου η αίτηση στη φροντίδα των παιδιών και στην στήριξη που της παρέχει.
Θεωρεί ότι η θυγατέρα της προσπαθεί χωρίς λόγο να καταστρέψει τον Καθ’ ου η αίτηση και ότι δεν αντιλαμβάνεται πως χωρίς την συμβολή του Καθ’ ου η αίτηση θα ήταν αδύνατο για την ίδια να φροντίζει τα αδέρφια της, τα οποία θα κατέληγαν σε γηροκομείο.
Θεωρεί απαραίτητη τη συμβολή του Καθ’ ου η αίτηση στη φροντίδα των παιδιών και δεν θεωρεί παράλογο το ότι συντηρούνται από τα εισοδήματα της αφού θεωρεί ότι αυτά που προσφέρει ο Καθ’ ου η αίτηση είναι περισσότερα. Προβάλλει ισχυρισμούς γύρω από τη συμβολή του Καθ’ ου η αίτηση στη φροντίδα των αιτούμενων προς υιοθεσία προσώπων αλλά και γύρω από τη σχέση της με την θυγατέρα της.
Η Καθ’ ης η αίτηση αναφέρει ότι όταν συνειδητοποίησε πως όταν πεθάνει, πιθανόν τα παιδιά της να καταλήξουν σε κάποιο γηροκομείο και ο Καθ’ ου η αίτηση στο δρόμο, ζήτησε από την Αιτήτρια να της δώσει πίσω το μερίδιο της στην πατρική οικία και η Αιτήτρια αρνήθηκε.
Ισχυρίζεται ότι η θυγατέρα της ενεργεί με γνώμονα μόνο το οικονομικό της συμφέρον και ότι η αίτηση της για προσθήκη της ως διαδίκου εκτός από αβάσιμη δεν εξυπηρετεί το συμφέρον των παιδιών.
Η πλευρά της Αιτήτριας στην υπο κρίση αίτηση καταχώρησε αίτηση αντεξέτασης της Καθ’ ης η αίτηση, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου. Συνακόλουθα η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση με γραπτές αγορεύσεις.
Νομική Πτυχή
Ο περί Υιοθεσίας Νόμος του 1995 (19(I)/1995), ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν την συντέλεση της υιοθεσίας ενός προσώπου. Στην ερμηνεία του όρου «Υιοθετούμενος» περιλαμβάνεται ανήλικο πρόσωπο και κατ’ εξαίρεση πρόσωπο ηλικίας πέραν των δεκαοχτώ (18) ετών, εφόσον αυτό είναι-
(α) τέκνο ενός εκ των υιοθετούντων, ή
(β) πρόσωπο με νοητική αναπηρία, του οποίου η άσκηση της γονικής μέριμνας είχε ανατεθεί στο Διευθυντή μέχρι το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του.
Όπως υποδεικνύεται στην Κυριακίδης[1] «Το Διάταγμα Υιοθεσίας επηρεάζει τη νομική κατάσταση ενός προσώπου και προσομοιάζει με απόφαση in Rem. Συνεπώς δεσμεύει όχι μόνο τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και όλο τον κόσμο. Το αποτέλεσμα του Διατάγματος Υιοθεσίας είναι σοβαρό και θεμελιώδες και αποστερεί τους φυσικούς γονείς από τα δικαιώματά τους πάνω στο παιδί τους και δημιουργεί για το παιδί νομικά δικαιώματα έναντι των υιοθετούντων γονέων ως εάν αυτοί να είναι οι φυσικοί του γονείς. Επίσης επηρεάζει τα κληρονομικά του δικαιώματα και όταν η υιοθεσία συμπληρωθεί, το παιδί θεωρείται ότι είναι παιδί των υιοθετούντων γονέων και τα κληρονομικά του δικαιώματα είναι τα ίδια όπως εκείνα των φυσικών παιδιών των υιοθετούντων».
Στην Κακουλλή ν. ΚυπριακήςΔημοκρατίας[2] λέχθηκαν τα ακόλουθα «Η διατύπωση όμως και η ορθή ερμηνεία του Άρθρου 11(2)(γ) του Κεφ. 274 αλλοιώνει τις εξ αίματος σχέσεις κατά τρόπο που η αναφορά σε συγκεκριμένη συγγένεια να μη βασίζεται στη βιολογική αλλά στη συγγένεια που δημιουργείται από την υιοθεσία. Οι εξ αίματος συγγενείς του υιοθετούμενου δεν έχουν κληρονομικό δικαίωμα επί της περιουσίας του. Αντίθετα, με την υιοθεσία, τέτοιο δικαίωμα αποκτούν τα μέλη της οικογένειας του υιοθετούντος σε ανάλογο βαθμό συγγένειας».
Παρότι οι πιο πάνω αποφάσεις ήταν στην βάση του προισχύοντα δικαίου (ΚΕΦ. 274) αντίστοιχα και στον περί Υιοθεσίας Νόμος του 1995 (19(I)/1995, το άρθρο 23.-(1) προνοεί:
«Το υιοθετούμενο τέκνο θα θεωρείται καθ' όλα νόμιμο και φυσικό τέκνο των υιοθετούντων και σε καμιά περίπτωση δε θα θεωρείται τέκνο οποιουδήποτε άλλου προσώπου».
Συνεπώς το διάταγμα μίας υιοθεσίας δεσμεύει όχι μόνο τα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά και όλο τον κόσμο.
Το άρθρο 32 του Ν. 19(1)/ 1995 προνοεί τα ακόλουθα σε σχέση με τη ρύθμιση των διαδικαστικών θεμάτων:
«Το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό για τον καθορισμό του τύπου των δικογράφων και τη ρύθμιση διαδικαστικών θεμάτων. Μέχρι την έκδοση των κανονισμών αυτών θα ισχύουν στο βαθμό και την έκταση που δεν επηρεάζονται ή διαφοροποιούνται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου οι διατάξεις των περί Υιοθεσίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 1954, οι οποίοι θα θεωρούνται ότι θεσπίστηκαν δυνάμει του παρόντος Νόμου».
Περαιτέρω και ο περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικός Κανονισμός αρ. 2/1990, προνοεί στο κανονισμό 9 ότι τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και του Νόμου, θα εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για διαδικασία που αφορά υιοθεσία, ο περί Υιοθεσίας Διαδικαστικός Κανονισμός 1954, (54 Τόμος II 23) με τις σχετικές τροποποιήσεις.
Στον περί Υιοθεσίας Διαδικαστικό Κανονισμό 1954, προνοείται στο άρθρο 44«Matters of practice and procedure not expressly provided for in these Rules shall be governed by the Civil Procedure Rules in force for the time being, in so far as they may be applicable».
Η κατ’ αναλογία εφαρμογή των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στα Οικογενειακά Δικαστήρια, προνοείται και στο άρθρο 11 του Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1990 (2/1990).
Συνακόλουθα για ζητήματα τα οποία δεν ρυθμίζονται ειδικά από τον περί υιοθεσίας διαδικαστικό Κανονισμό του 1954, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας. Δεδομένου ότι η διαδικασία ξεκίνησε πριν την 1/09/2023 εφαρμογής τυγχάνουν οι Παλαιοί Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.
Στον περί υιοθεσίας Διαδικαστικός Κανονισμός του 1954 στα άρθρα 3 και 14 αναφέρονται τα ακόλουθα :
“ 3. An application for an adoption order shall be made by originating application in Form i. The proposed adopter shall be the applicant and the persons mentioned in Rule 14 shall be respondents. The application shall be supported by an affidavid verifying the several statements therein.”
και
“ 14. When a guardian ad litem has made his report to the Court the Registrar shall fix a date and time for the hearing of the application, and shall serve a notice in Form 4 on the following persons, that is to say:-
(a) the applicant;
(b) every person whose consent to the order is required under subsection (4) of section 4 of the Law;
(c) the guardian ad litem;
and any person on whom a notice is required to be served under this Rule shall be a respondent to the application”.
(*υπογράμμιση του Δικαστηρίου)
Σε ελεύθερη μετάφραση:
Όταν ο προσωρινός κηδεμόνας υποβάλει την έκθεση του στο Δικαστήριο, ο Πρωτοκολλητής θα ορίσει ημερομηνία και ώρα για ακρόαση της αίτησης και θα επιδώσει ειδοποίηση στον Τύπο 4, στα ακόλουθα πρόσωπα
α) στον Αιτητή
β) σε κάθε πρόσωπο του οποίου η συναίνεση στο διάταγμα είναι αναγκαία σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 4 του Νόμου
γ) στο προσωρινό κηδεμόνα
δ) σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όχι στον ανήλικο, που κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου έπρεπε να επιδοθεί η αίτηση
και οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να γίνει επίδοση σύμφωνα με τον Κανονισμό αυτό, θα καθίσταται καθ’ ου η αίτηση.
Όπως λοιπόν προκύπτει το Δικαστήριο έχει την εξουσία να διατάξει την επίδοση της αίτησης σε οποιοδήποτε πρόσωπο κρίνει ορθό.
Το ζήτημα προσθήκης διαδίκου ρυθμίζει και η Δ.9 θ.10 των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία προνοεί τα ακόλουθα :
“10. No cause or matter shall be defeated by reason of the misjoinder or non-joinder of parties, and the Court may in every cause or matter deal with the matter in controversy so far as regards the rights and interests of the parties actually before it. The Court or a Judge may, at any stage of the proceedings, either upon or without the application of either party, and on such terms as may appear to the Court or Judge to be just, order that the names of any parties improperly joined, whether as plaintiffs or as defendants, be struck out, and that the names of any parties, whether plaintiffs or defendants, who ought to have been joined, or whose presence before the Court may be necessary in order to enable the Court effectually and completely to adjudicate upon and settle all the questions involved in the cause or matter, be added. No person shall be added as a plaintiff suing without a next friend, or as the next friend of a plaintiff under any disability, without his own consent in writing thereto. Every party whose name is so added as defendant shall be served with a writ of summons or notice in manner provided by Rule 11 of this Order or in such manner as may be prescribed by any special order, and the proceedings as against such party shall be deemed to have begun only on the service of such writ or notice”.
Όπως έχει λεχθεί από τη νομολογία, η προσθήκη διαδίκου επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία είναι ευρεία επί του θέματος, για την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των μεταξύ των διαδίκων επιδίκων θεμάτων. Εκείνο δε που πρωτίστως εξετάζεται στη σχετική διαδικασία, είναι κατά πόσο ο προτεινόμενος εναγόμενος είναι αναγκαίος διάδικος ( βλ. Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. ν. Αγροτική Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων [3] ).
Όπως υποδεικνύεται στην Mepa Underwriting Management Ltd (ανωτέρω)
«Το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Όπως έχει νομολογηθεί το δικαστήριο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια να κάμει οποιεσδήποτε αναγκαίες τροποποιήσεις σε σχέση με τους διαδίκους με το να τους προσθέσει, να τους διαγράψει ή να τους αντικαταστήσει και να επιφέρει τέτοιες αλλαγές όσες είναι αναγκαίες για να καταστήσει δυνατή την αποτελεσματική εκδίκαση όλων των μεταξύ των διαδίκων επίδικων θεμάτων (Βλ. Van Gelder, Apsimon & Co v. Sowerby Bridge United District Flour Society [1890] 44 Ch D 374, C.A., Montgomery v. Foy, Morgan & Co [1895] 2 Q.B. 321, C.A., Bennetts & Co v. McIlwraith & Co [1896] 2 Q.B. 464, C.A., Ideal Films Ltd v. Richards [1927] 1 K.B. 374, C.A., Wilson v. Balcarres [1893] 1 Q.B. 422, Robinson v. Geisel [1894] 2 Q.B. 688) Στην Byrne and Another v. Brown [1889] 22 Q.B.D. 657 ο Lord Esher, M.R. έχει πραγματευθεί ως πιο κάτω το ζήτημα της προσθήκης διαδίκου:
“One of the chief objects of the Judicature Acts was to secure that, wherever a Court can see in the transaction brought before it that the rights of one of the parties will or may be so affected that under the forms of law other actions may be brought in respect of that transaction, the Court shall have power to bring all the parties before it, and determine the rights of all in one proceeding. It is not necessary that the evidence in the issues raised by the new parties being brought in should be exactly the same; it is sufficient if the main evidence, and the main inquiry, will be the same, and the Court then has power to bring in the new parties, and to adjudicate in one proceeding upon the rights of all the parties before it”.
Σε ελληνική μετάφραση:
«Ένας από τους κύριους σκοπούς των Judicature Acts ήταν να εξασφαλιστεί ότι οποτεδήποτε το δικαστήριο μπορεί να διακρίνει από την διαδικασία η οποία βρίσκεται ενώπιον του ότι τα δικαιώματα ενός από τους διαδίκους θα επηρεαστούν ή δυνατόν να επηρεαστούν με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε δυνάμει των υφιστάμενων διαδικαστικών θεσμών δυνατό να εγερθούν άλλες αγωγές σε σχέση με την ίδια πράξη, το δικαστήριο θα έχει εξουσία να φέρει όλα τα μέρη ενώπιον του, και να αποφασίσει επί των δικαιωμάτων τους σε μια διαδικασία. Δεν είναι απαραίτητο όπως η μαρτυρία, που προκύπτει για τα επίδικα θέματα που εγείρονται από την προσθήκη των μερών, είναι ακριβώς η ίδια. Είναι αρκετό αν η κυρίως μαρτυρία και η κυρίως έρευνα, θα είναι οι ίδιες και το δικαστήριο έχει εξουσία να προσθέσει τα νέα μέρη, και να αποφασίσει επί των δικαιωμάτων όλων των μερών που βρίσκονται ενώπιον του σε μια διαδικασία».
Η πιο πάνω προσέγγιση αποτελεί, σύμφωνα με τον Lord Denning, M.R. μια πολύ ευρεία ερμηνεία του σχετικού διαδικαστικού κανονισμού η οποία πρέπει να τυγχάνει προτίμησης έναντι της στενής ερμηνείας η οποία έχει δοθεί από τον Lord Devlin στην Amon v. Raphael Tuck & Sons Ltd [1956] 1 All E.R. 273 (Βλ. Gurtner v. Circuit [1968] 1 All E.R. 328, 332)..».
Ο Κανονισμός 14 του περί υιοθεσίας Διαδικαστικού Κανονισμού του 1954, θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με την Δ.9 θ.10 των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και υπό το φως του Περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995 (19(I)/1995 .
Επί του εγειρόμενου στη παρούσα περίπτωση ζητήματος, αναφορά θα πρέπει να γίνει και απόφαση Νικολαΐδης ν. Γερολεμή [4], όπου στις σελ. 749 και 750 αναφέρονται τα ακόλουθα:
“... An adoption order is a species of a judgment in rem and as such binding not only on the parties immediately connected therewith, but the world at large. The significance of this appreciation of the effect of an adoption order is that no one is thereafter allowed to question the effect of the order. An estoppel arises in relation to strangers to the proceedings as well. The matter is deemed judicially settled and to employ the pertinent legal terminology the matter is regarded as res judicata not only between parties to the adoption order but as among strangers as well. Judicial orders settling status may be set up at any time without pleading them. As Phipson explains, the importance attached in law to judgments defining the status of a person, is but a reflection of the policy of the law in matters of personal status necessary in the interest of social tranquility.
Lord Greene, M.R. hinted in Re Skinner (supra) that the review of an adoption order could be undertaken only within the context of the adoption proceedings themselves or possibly by certiorari. The clear message is that the validity of an adoption order cannot be reviewed incidentally in any other proceedings. This approach is wholly consistent with the rule of res judicata operating in cases of judgments in rem. The decision is binding on each and everyone, the matter cannot be reopened and be made the subject of fresh litigation.
Further we agree with the trial Court that even in the context of the adoption proceedings an adoption order could only be reviewed at the instance of a party with a direct interest thereto such as the adopted child, the natural parents and adoptive parents. No other party can rank as an aggrieved party and be heard to question the adoption order. In this respect we are wholly in agreement with dicta to that effect in Re F (infants) (supra)”.
(*υπογράμμιση του Δικαστηρίου)
Εξέταση της αίτησης
Θα προχωρήσω να εξετάσω την υπό κρίση αίτηση υπό το φως των πιο πάνω αρχών και έχοντας μελετήσει με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και όλα όσα μου ανέφεραν οι συνήγοροι των δυο πλευρών με τις γραπτές αγορεύσεις τους.
Από το φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η Αιτήτρια στην παρούσα διαδικασία καταχώρησε στις 12/12/2022 σημείωμα εμφάνισης ως ενδιαφερόμενο μέρος αν και από τα πρακτικά του Δικαστηρίου δεν φαίνεται από πότε δόθηκε η εν λόγω άδεια. Η ίδια προβάλλει στη γραπτή της αγόρευση την θέση ότι εμφανίστηκε κατόπιν άδειας από το Δικαστήριο (υπό την τότε σύνθεση του). Στην αντίπερα όχθη η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση (Αιτητών στην αίτηση υιοθεσίας) παρότι στη γραπτή της αγόρευση υποστηρίζει ότι είναι άγνωστες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες παρενέβηκε στη διαδικασία η Αιτήτρια, εντούτοις φαίνεται ότι και η ίδιοι αναγνωρίζουν την Αιτήτρια ως ενδιαφερόμενο μέρος αφού με τον προβαλλόμενο λόγο ένστασης 3 προβάλλουν ότι “ H αιτήτρια εμφανίζεται ήδη ως ενδιαφερόμενο μέρος στην διαδικασία και δεν εξηγεί και/ή δικαιολογεί γιατί επιθυμεί να είναι ταυτόχρονα και διάδικος και καθ’ ης η αίτηση/ή και δεν εξηγεί γιατί ως ενδιαφερόμενο μέρος δεν ικανοποιούνται τα ισχυριζόμενα δικαιώματά της”. Από τα πρακτικά δε του Δικαστηρίου προκύπτει ότι απο την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης της Αιτήτριας και έπειτα, εμφανίζεται και σημειώνεται ως ενδιαφερόμενο μέρος στη διαδικασία.
Η Αιτήτρια προβάλλει σωρεία ισχυρισμών που άπτονται της καταλληλόλητας του Καθ’ ου η αίτηση να υιοθετήσει τα ενήλικα αδέρφια της που γεννήθηκαν με σύνδρομο down, καθώς επίσης αμφισβητεί την γνησιότητα των κινήτρων των Καθ΄ ων η αίτηση γύρω από την αιτούμενη υιοθεσία. Προβάλλει επίσης τη θέση ότι η αιτούμενη υιοθεσία επηρεάζει άμεσα τη νομική της κατάσταση ως αδερφή των προς υιοθεσία προσώπων, αφού θα πάψουν να έχουν τον ίδιο πατέρα, ότι παραβιάζει την οικογενειακή τους ζωή και ζητά να της επιτραπεί να συνενωθεί στη διαδικασία καθότι τα αδέρφια της είναι ανίκανα να υπερασπιστούν τους εαυτού τους.
Στην αντίπερα όχθη η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση αμφισβητεί και αρνείται τα όσα τους αποδίδει η Αιτήτρια, στην οποία αποδίδουν ότι επεμβαίνει αδικαιολόγητα στη ζωή τους, ότι θέλει να καταστρέψει τον Καθ’ ου η αίτηση και ότι τα κίνητρα της είναι οικονομικά και όχι το συμφέρον των προς υιοθεσία προσώπων.
Δεν είναι το κατάλληλο στάδιο να εξεταστούν οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των μερών, ούτε το Δικαστήριο θα εξετάσει στο στάδιο αυτό την ουσία της κύριας αίτησης, αφού αυτό είναι έργο που θα επιτελεστεί κατά την εκδίκαση της αίτησης υιοθεσίας. Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας το Δικαστήριο θα περιοριστεί στο να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα προσεγγίζοντας την ενώπιον του μαρτυρία με μόνο σκοπό να καταλήξει στο κατά πόσο ο προτεινόμενος διάδικος είναι ή όχι αναγκαίος, χωρίς να υπεισέρχεται σε ζητήματα που αφορούν την ουσία της κυρίως αίτησης, παρά μόνο στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για να κριθεί το επίδικο στην υπό κρίση αίτηση θέμα. Όπως έχει διασαφηνιστεί από την νομολογία, η διαδικασία προσθήκης διαδίκου δεν προσφέρεται για την επίλυση της τύχης της κύριας διαδικασίας.[5]
Η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση με αναφορά στην Νικολαΐδης (ανωτέρω) εισηγείται ότι τα μόνα πρόσωπα που μπορούν να ακουστούν στην διαδικασία της υιοθεσίας είναι το προς υιοθεσία πρόσωπο, οι βιολογικοί γονείς και οι υιοθετούντες γονείς και συνακόλουθα εισηγείται ότι η Αιτήτρια δεν μπορεί να καταστεί διάδικο μέρος.
Η εισήγηση της πλευράς των Καθ’ ων η αίτηση με αναφορά των όσων λέχθηκαν στην Νικολαΐδης φαίνεται εκ πρώτης όψεως ορθή, άλλωστε σε αντίθετη περίπτωση θα καταστρατηγείτο ο σκοπός και το πνεύμα του Νόμου (19(1)/1995), που δεν είναι άλλος από την εξεύρεση του πραγματικού συμφέροντος του αιτούμενου για υιοθεσία προσώπου. Σε αυτό το πνεύμα θεωρώ ότι αποβλέπει και το άρθρο 4 του Νόμου (19 (Ι)/ 1995), το οποίο καθορίζει με τρόπο ρητό και περιοριστικό τα άτομα από τα οποία απαιτείται να δοθεί η συναίνεση τους προκειμένου να εκδοθεί ένα διάταγμα υιοθεσίας.
Πάρα ταύτα δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι στην παρούσα περίπτωση, σε περίπτωση που εγκριθεί η υιοθεσία αναμφίβολα θα επηρεαστεί η Αιτήτρια αφού θα πάψει να έχει τον ίδιο πατέρα με τα αιτούμενα προς υιοθεσία αδέρφια της, τα οποία εάν εγκριθεί η αίτηση υιοθεσίας θα είναι πλέον νόμιμα τέκνα των Καθ’ ων η αίτηση και αναμφίβολα θα επηρεαστούν και τα κληρονομικά της δικαιώματα σε σχέση με τα αιτούμενα προς υιοθεσία αδέρφια της. Το ερώτημα συνεπώς που θα πρέπει να απαντηθεί είναι το κατά πόσο η Αιτήτρια, ως αδερφή των αιτούμενων για υιοθεσία προσώπων, δύναται να θεωρηθεί υπό το πνεύμα των πιο πάνω αρχών και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας και υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση και τη φύση της διαδικασίας ως άτομο “with a direct interest”, ώστε να καθίσταται αναγκαίος διάδικος στην διαδικασία.
Θεωρώ ότι ο νομοθέτης, έχοντας κατά νου ότι τα αποτελέσματα ενός διατάγματος υιοθεσίας επηρεάζουν όλο το κόσμο, εάν ήθελε να περιλάβει τα αδέρφια των προς υιοθεσία προσώπων ανάμεσα στους αναγκαίους διαδίκους σε μια διαδικασία αίτησης υιοθεσίας θα το έπραττε ρητά. Αντίθετα ο νομοθέτης στο άρθρο 4 του Περί Υιοθεσίας Νόμου απαιτεί την συναίνεση μόνο των γονέων ή κηδεμόνων του ανήλικου, την συναίνεση του ή της συζύγου του αιτητή εφόσον είναι έγγαμος, την συναίνεση του προς υιοθεσία προσώπου, αν το επιτρέπει η ηλικία και η πνευματική του ικανότητα και τη συναίνεση και/ή συγκατάθεση του Διευθυντή, σε περίπτωση που ο αιτητής υπήρξε για δυο (2) τουλάχιστον χρόνια ανάδοχος γονέας παιδιού με νοητική αναπηρία, του οποίου η άσκηση της γονικής μέριμνας είχε ανατεθεί στο Διευθυντή μέχρι το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του.
Στο Ελληνικό Δίκαιο, το άρθρο 1556 του Αστικού Κώδικα προνοεί ότι “Όταν αυτός που υιοθετεί έχει ήδη τέκνα, το Δικαστήριο ανάλογα με την ωριμότητα τους, οφείλει να ακούει και τη δική τους γνώμη.” Η γνώμη δε των άλλων τέκνων δεν είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο αλλά έχει επιβοηθητικό χαρακτήρα για τη διαμόρφωση της κρίσης του.[6]
Στο Κυπριακό Δίκαιο δεν συναντάται αντίστοιχη πρόνοια που να καθιστά απαραίτητο το να ακουστούν τα άλλα τέκνα των βιολογικών γονέων ή αυτών που θέλουν να υιοθετήσουν.
Υπό το φως λοιπόν των πιο πάνω και καθοδηγούμενη από την σχετική νομολογία (Βλ. Νικολαΐδης (ανωτέρω)) κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν δύναται να καταταχθεί στον αυστηρά στενό κύκλο των προσώπων που θα πρέπει να καταστούν αναγκαίοι διάδικοι σε μια διαδικασία αίτησης υιοθεσίας λόγω και μόνο της ιδιότητας της ως αδερφή των αιτούμενων για υιοθεσία προσώπων.
Την ίδια στιγμή όμως έχω υπόψη μου ότι η διαδικασία της υιοθεσίας αποσκοπεί στο να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι απαραίτητες πληροφορίες ώστε να μπορεί να καταλήξει το Δικαστήριο με ασφάλεια στο κατά πόσο η αιτούμενη υιοθεσία θα είναι προς το συμφέρον του υιοθετούμενου προσώπου. Σε περίπτωση δε που διαπιστωθεί ότι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του υιοθετούμενου χρησιμοποιείται ως πρόφαση για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων άλλων προσώπων η υιοθεσία είναι ανεπίτρεπτη. Άλλωστε, ακριβώς λόγω της φύσης της διαδικασίας της υιοθεσίας, το άρθρο 9 του περί υιοθεσίας διαδικαστικού κανονισμού καθιστά απαραίτητη την ετοιμασία έκθεσης από το γραφείο ευημερίας. Στο πιο πάνω σκοπό θεωρώ ότι αποβλέπει και το άρθρο 14 γ του πιο περί υιοθεσίας διαδικαστικού κανονισμού, το οποίο παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να διατάξει την επίδοση της ειδοποίησης υιοθεσίας και σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο κρίνει ότι θα πρέπει να επιδοθεί, το οποίο και καθίσταται διάδικο μέρος στη διαδικασία. “ any other person, not being the infant, who, in the opinion of the Court, ought to be served with a notice;”.
Το συμφέρον δε του υιοθετούμενου προσώπου ως αόριστη νομική έννοια θα πρέπει να εξειδικεύεται κάθε φορά με βάση τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την περίπτωση.
Έχοντας υπόψη μου τα πιο πάνω, δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι στην παρούσα περίπτωση εγείρονται από την πλευρά της Αιτήτριας πολύ σοβαροί ισχυρισμοί που άπτονται της καταλληλόλητας του ατόμου που επιθυμεί να υιοθετήσει τα αδέρφια της και της γνησιότητας των κινήτρων του που άπτονται του κατά πόσο θα είναι προς το συμφέρον ή όχι των αιτουμένων για υιοθεσία προσώπων η έγκριση της υιοθεσίας. Το ζήτημα βέβαια δεν σταματά εκεί αφού στην υπό κρίση περίπτωση συντρέχει άλλη μια ιδιαίτερη περίσταση, το γεγονός ότι τα αιτούμενα προς υιοθεσία πρόσωπα είναι άτομα με σύνδρομο Down, γεγονός που τα καθιστά ανίκανα να εκφράσουν την άποψη τους επί του θέματος.
Παρά λοιπόν την κατάληξη μου, ότι δηλαδή σε μια διαδικασία υιοθεσίας τα αδέρφια του αιτούμενου προς υιοθεσία προσώπου δεν θεωρούνται μόνο ως εκ της ιδιότητας τους αυτής και μόνο ως αναγκαίοι διάδικοι, εξετάζοντας το σύνολο των ιδιαίτερων περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι δεν θα ήταν ορθό να αποκλειστεί εντελώς από τη διαδικασία η Αιτήτρια και να μην της δοθεί η ευκαιρία να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τις απόψεις της επί της αιτούμενης υιοθεσίας, υπενθυμίζοντας ότι τα προς υιοθεσία άτομα είναι πρόσωπα με σύνδρομο Down που τους καθιστά ανίκανους να ακουστούν, τη στενή σαφώς σχέση της Αιτήτριας με τα προς υιοθεσία πρόσωπα ως αδερφή τους που την καθιστά πρόσωπο δυνάμενο να παρέχει πληροφόρηση στο Δικαστήριο σε σχέση με τη διαδικασία, τη σοβαρότητα των ισχυρισμών που προβάλλει η Αιτήτρια ως προς το αλλότριο των κινήτρων που κατ΄ ισχυρισμό περιβάλλουν την αιτούμενη υιοθεσία και συνεκτιμώντας ότι και τα νόμιμα συμφέροντα της Αιτήτριας, περιλαμβανομένου του δικαιώματος της για προστασία της οικογενειακής της ζωής αλλά και ότι τα κληρονομικά της δικαιώματα αναπόφευκτα θα επηρεαστούν σε περίπτωση που εκδοθεί το διάταγμα της υιοθεσίας και με γνώμονα πάντοτε τη φύση της διαδικασίας της αίτησης υιοθεσίας που αποσκοπεί στο να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι απαραίτητες πληροφορίες που περιβάλλουν την αιτούμενη υιοθεσία. Η αξιολόγηση βέβαια των θέσεων της Αιτήτριας όπως επίσης και η βαρύτητα τους θα κριθεί στο κατάλληλο χρόνο. Αν μη τι άλλο με αυτό το τρόπο το Δικαστήριο θα έχει ενώπιον του όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την αιτούμενη υιοθεσία.
Η νομική δε προσέγγιση του ζητήματος κρίνω ότι θα πρέπει να ιδωθεί και υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΑΔ, όπου στην υπόθεση Lozorina κατά Ουγγαρίας[7], στην οποία παραπέμπει και η συνήγορος της Αιτήτριας, το ΕΔΑΔ έκρινε ότι η υιοθεσία παιδιού πριν εξεταστεί η επιθυμία της θείας του να το υιοθετήσει, παραβίαζε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προστατεύονταν από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Στη βάση λοιπόν των πιο πάνω δεν θεωρώ ότι η Αιτήτρια δύναται να προστεθεί ως διάδικο μέρος στη διαδικασία αλλά θεωρώ ότι δικαιούται να συνεχίσει να εμφανίζεται στη διαδικασία ως το ενδιαφερόμενο μέρος που ήταν μέχρι σήμερα, επισημαίνοντας ότι η διαδικασία της αίτησης υιοθεσίας δεν είναι αντιπαραθετική διαδικασία στην οποία αναγνωρίζονται διάδικοι με την κλασσική έννοια του όρου, αλλά είναι εξεταστικού χαρακτήρα. Μη παραγνωρίζοντας λοιπόν ότι το επίδικο στη διαδικασία θέμα δεν αφορά στην ουσία διαφορά μεταξύ της Αιτήτριας, των Καθ’ ων η αίτηση και των προς υιοθεσίαν προσώπων αλλά ζήτημα που άπτεται καθαρά του συμφέροντος των προς υιοθεσίαν προσώπων και λαμβάνοντας υπόψη μου ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται ήδη στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενο μέρος, κρίνω ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα περίπτωση ναι μεν η Αιτήτρια δεν δύναται να θεωρηθεί ως αναγκαίος διάδικος στη διαδικασία ώστε να της επιτραπεί να προστεθεί ως Καθ’ ης η αίτηση στη διαδικασία, θα πρέπει όμως να της επιτραπεί να συνεχίσει να εμφανίζεται στη διαδικασία και να ακουστεί παραθέτοντας τις θέσεις της υπό την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, δια της καταχώρησης των θέσεων της επί του θέματος με ένορκη δήλωση.
Έχω περαιτέρω προβληματιστεί κατά πόσο στην παρούσα υπόθεση ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων που την περιβάλλουν θα ήταν αναγκαίο να εμφανιστεί και το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα ως amicus curiae. Κρίνω ωστόσο ορθό επί του παρόντος και ενόψει του ότι η Αιτήτρια δεν έχει θέσει ακόμη τις θέσεις της επί των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, να μην προβώ τώρα σε οποιαδήποτε κλήση του Γενικού Εισαγγελέα και όπως εξετάσω το θέμα αυτό σε κατοπινό στάδιο αν και εφόσον κρίνω ότι είναι αναγκαίο.
Συνακόλουθα ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου η αίτηση για προσθήκη διαδίκου δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Δίδονται οδηγίες στο ενδιαφερόμενο μέρος όπως καταχωρίσει και επιδώσει στους Αιτητές στην κυρίως διαδικασία, τις θέσεις της δια της καταχώρησης ένορκης δήλωσης εντός τριάντα ημερών από σήμερα.
Αναφορικά με τα έξοδα, ακολουθώντας το αποτέλεσμα της διαδικασίας και ενόψει της απόρριψης της υπό κρίση αίτησης, επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση στην υπό κρίση αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας στην υπό κρίση αίτηση, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.
Αντίγραφο της απόφασης να κοινοποιηθεί από τον Πρωτοκολλητή στο Γραφείο Ευημερίας.
Η αίτηση υιοθεσίας ορίζεται για Οδηγίες στις 23/09/2025, ώρα 9.00.
[Υπ.] ………………………….
Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[2] Κακουλλή Κυριακή Ανδρέα, διά του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της Ρωτή Παναγή Ρωτή ν. ΚυπριακήςΔημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 183
[3] Mepa Underwriting Management Ltd κ.ά. ν. Αγροτική Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων (1997) 1 Α.Α.Δ. 772
[4] Κυριακίδης (ανωτέρω), Νικολαΐδης ν. Γερολεμή (1984) 1 Α.Α.Δ. 742,
[5] Βλ. Mepa Underwriting Management Ltd ανωτέρω.
[6] Σύγγραμμα “Οικογενειακό Δίκαιο”, Απόστολος Γεωργιάδης, 3η Έκδοση, σελ 819.
[7],Αίτηση αρ. 6878/14, 17/04/2018
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο