ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
Ενώπιον: Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.
Αρ. Αίτησης: 324/2024
Μεταξύ:
Μ. Κ,
Αιτήτριας
και
1.Δ. Κ.
2.Σ. Χ.
Καθ’ ων η αίτηση
------------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 29/11/2024
Ημερομηνία: 12 Αυγούστου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια: κ. Ν. Στυλιανού για Ανδρέας Σ. Πασιουρτίδης Δ.ΕΠ.Ε.
Για των Καθ’ ων η αίτηση: κ. Ν. Νικολάου για Ν. Γ. Νικολάου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Αιτήτρια με την εναρκτήρια αίτηση αξιώνει διάταγμα του δικαστηρίου που να ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας της με το ανήλικο εγγόνι της, Α. Χ.
Στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αίτησης, η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση με την οποία αξιώνει την έκδοση προσωρινού διατάγματος που να ρυθμίζει το δικαίωμα επικοινωνίας της με το ανήλικο εγγόνι της κάθε Τρίτη και Παρασκευή από η ώρα 15:00 μέχρι η ώρα 18:00, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης και/ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Η αίτηση καταχωρίστηκε μονομερώς και το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της αίτησης, διέταξε την επίδοση της στους Καθ’ ων η αίτηση.
Η αίτηση της Αιτήτριας προσέκρουσε στην ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι προβάλλουν τους πιο κάτω λόγους ένστασης:
«1. H επίδικη αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
2. Η παρούσα αίτηση γίνεται καταχρηστικά και κακόπιστα από την Αιτήτρια.
3. Δεν συντρέχουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος και το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου (14/1960) για την έκδοση προσωρινού διατάγματος.
4. Δεν υφίσταται και δεν καταδεικνύεται κατεπείγον λόγος εκ μέρους της Αιτήτριας για τον οποίο το Δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.
5. H Αιτήτρια δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία που να στοιχειοθετούν την έκδοση προσωρινού διατάγματος.
6. Η επίδικη αίτηση δεν αποδεικνύει ότι υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας στην Αιτήτρια σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.
7. H επίδικη αίτηση είναι καταπιεστική, ενοχλητική και προωθείται για αλλότριους και εκδικητικούς σκοπούς.
8. Η Αιτήτρια με αναπόδεικτους, αυθαίρετους και παραπλανητικούς ισχυρισμούς επιδιώκει την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.
9. Η Αιτήτρια δεν προσήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου με καθαρά χέρια.
10. Τα γεγονότα που παραθέτει η Αιτήτρια και στηρίζουν την αίτηση της είναι καθόλα ψευδή, ανυπόστατα, αβάσιμα και διαβάλλουν την προσωπικότητα και το ρόλο των Καθ’ ων η Αίτηση ως γονείς και κηδεμόνες του ανήλικου.
11. Το αιτηθέν διάταγμα δεν αποβαίνει προς όφελος του ανήλικου υιού των Καθ’ ων η αίτηση.
12. H αίτηση της Αιτήτριας θα πρέπει να απορριφθεί καθότι δεν έχουν προσκομισθεί στοιχεία που να αποδεικνύουν το κατεπείγον του χαρακτήρα της.
13. Η επικοινωνία της Αιτήτριας με το ανήλικο τέκνο των Καθ’ ων η Αίτηση ενέχει κινδύνους τόσο για το ίδιο το ανήλικο, όσο και για τους Καθ’ ων η αίτηση.
14. Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εμπιστεύονται την Αιτήτρια για να έχει επικοινωνία και να βρίσκεται σε επαφή με το ανήλικο τέκνο τους».
Τόσο η αίτηση όσο και η ένσταση στηρίζονται στις ένορκες δηλώσεις, αρχική και συμπληρωματική της Αιτήτριας και στην ένορκη δήλωση της Καθ’ ης η αίτηση 1 και συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση 2. Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων των μερών γι’ αυτό θα προσπαθήσω να συνοψίσω το περιεχόμενο τους, παραθέτοντας κατωτέρω και όπου θεωρώ σκόπιμο αποσπάσματα από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων, σημειώνοντας ότι έχω μελετήσει και λάβει δεόντως υπόψη μου το σύνολο του περιεχομένου τους.
Κανένας από τους ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκε και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση με γραπτές αγορεύσεις.
Νομική Πτυχή
Το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίου Νόμου Ν.14/60 καθορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να δικαιολογείται η έκδοση προσωρινού διατάγματος , οι οποίες είναι οι ακόλουθες:
α) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
β) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγων σε θεραπεία στην αγωγή, και
γ) Ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρως δικαιοσύνη, σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του διατάγματος.
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις έχουν αναλυθεί σε έκταση στη νομολογία[1].
Όσον αφορά τη δεύτερη, είναι αρκετό για το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Αυτή έχει ερμηνευθεί να σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Η τρίτη προϋπόθεση, όπως αναλύεται στην υπόθεση Οδυσσέως[2], σχετίζεται με το θέμα επάρκειας της θεραπείας υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Αν η επιδίκαση αποζημιώσεων στο τελικό στάδιο είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του Αιτητή, τότε η έκδοση του παρεμπίπτοντος διατάγματος δεν είναι απαραίτητη.
Όπως έχει λεχθεί από την νομολογία[3], το κριτήριο για την έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, είναι η αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, η έννοια δε της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημίας αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτητή.
Όπως υποδεικνύεται στην Οδυσσέως[4]το Δικαστήριο, στο τελικό στάδιο, θα πρέπει να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα[5].
Στα πλαίσιο της εκδίκασης προσωρινού διατάγματος δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να υπεισέλθει στις εκατέρωθεν αντικρουόμενες εκδοχές των διαδίκων και να τις εξετάσει[6]. Θα προσεγγίσει τη μαρτυρία μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητο για να κριθεί το επίδικο στην ενδιάμεση αίτηση ζήτημα.
Εξέταση της αίτησης
Θα προχωρήσω ακολούθως και θα εξετάσω την υπό κρίση αίτηση υπό το φως των πιο πάνω αρχών και έχοντας λάβει υπόψη μου όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και όσα μου ανέφεραν οι δύο πλευρές με τις γραπτές αγορεύσεις τους.
Αρχικά θα εξετάσω τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης ότι δεν καταδεικνύεται το κατεπείγον και ότι η Αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, εξηγώντας ότι όπως αναφέρεται και πιο πάνω παρότι η αίτηση καταχωρίστηκε μονομερώς διατάχθηκε από το Δικαστήριο να επιδοθεί και συνακόλουθα κατέστη ως δια κλήσεως. Με την καταχώρηση δε της ένστασης τους οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν την ευκαιρία να θέσουν τις δικές τους θέσεις πριν το Δικαστήριο αποφασίσει σε σχέση με την έκδοση ή μη προσωρινού διατάγματος. Ως εκ τούτου οι προβαλλόμενοι λόγοι ένστασης δεν μπορούν να βρουν έρεισμα και συνακόλουθα απορρίπτονται.
Θα προχωρήσω ακολούθως να εξετάσω εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 32 του Ν.14/60 , με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου αλλά και με βάση τις διατάξεις του Νόμου που διέπει το υπό κρίση θέμα, που στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι το άρθρο 17Α του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/90, στο οποίο στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση και το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«17 Α. (1) Οι ανιόντες έχουν δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με το τέκνο.
(2) Κανένας δεν έχει δικαίωμα να παρεμποδίζει την προσωπική επικοινωνία του τέκνου με τους ανιόντες αυτού οποιουδήποτε βαθμού, εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος που έχει σχέση αποκλειστικά με τη διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου.
(3) Το Δικαστήριο δύναται να ρυθμίζει θέματα που αφορούν την άσκηση ή μη του δικαιώματος αυτού».
(*υπογράμμιση από το Δικαστήριο)
Όπως συνάγεται από το νόμο, η επικοινωνία του ανιόντα με το ανήλικο μπορεί να παρεμποδιστεί μόνο αν υπάρχει σοβαρός λόγος που έχει σχέση αποκλειστικά με τη διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου.
Στο άρθρο 17 Α δεν υπάρχει ερμηνεία της φράσης «σοβαρός λόγος». Κατά την κρίση μου και σε συνδυασμό με την συνάρτηση του σοβαρού λόγου «που έχει σχέση αποκλειστικά με τη διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου», ως σοβαρός λόγος μπορεί να θεωρηθεί οποιοσδήποτε λόγος που θέτει σε κίνδυνο την ψυχική υγεία ή σωματική ακεραιότητα του ανήλικου ή την εν γένει ανατροφή του.
Το θέμα πραγματεύεται ο καθηγητής Α.Σ. Γεωργιάδης στο σύγγραμμα του «Οικογενειακό Δίκαιο», Γ΄ έκδοση όπου στη σελ. 700 καταγράφει τα εξής:
«Περαιτέρω, οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου τους με τους απώτερους ανιόντες ή τους αδελφούς του, εκτός εάν υπάρχει σοβαρός λόγος (αόριστη νομική έννοια), ενόψει και τους συμφέροντος του παιδιού, όπως π.χ αν ο ανιών ή ο ενήλικος αδερφός του πάσχει από μεταδοτική ασθένεια (ΑΚ1520 (2) εδ.α. Πρέπει να επισημανθεί ότι οι απώτεροι ανιόντες (παππούς και γιαγιά) έχουν ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα που πηγάζει ευθέως από τον νόμο, ακόμη και σε περίπτωση θανάτου του ενός γονέα που είναι παιδί τους».
Όπως προκύπτει από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου η Αιτήτρια είναι η γιαγιά (από την μητρική πλευρά) του ανήλικου. Οι γονείς του ανήλικου, Καθ’ ων η αίτηση, έχουν διακόψει την επικοινωνία της Αιτήτριας με το ανήλικο εγγόνι της, η οποία ζητά την ρύθμιση αυτού του δικαιώματος της δια της καταχώρησης της εναρκτήριας αίτησης. Με την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση ζητά την προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας της με το ανήλικο εγγόνι της μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης.
Η Αιτήτρια παραπονιέται για αδικαιολόγητη παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας της με το ανήλικο εγγόνι της, το οποίο όπως ισχυρίζεται φρόντιζε όταν αυτό ήταν πέντε μηνών και οι γονείς του εργάζονταν. Στην αντίπερα όχθη οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να αποκλειστεί το δικαίωμα επικοινωνίας της Αιτήτριας με το ανήλικο αποδίδοντας στην Αιτήτρια παρεμβατική συμπεριφορά στο γάμο τους, υπαιτιότητα για την ρήξη των σχέσεων του ζεύγους στο παρελθόν αλλά και επικριτική συμπεριφορά από μέρους της Αιτήτριας προς αυτούς αναφορικά με τον τρόπο που μεγαλώνουν το παιδί τους και επειδή ως ισχυρίζονται αγνοούσε τις οδηγίες που της έδιναν σε σχέση με την φροντίδα και διατροφή του ανήλικου. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Αιτήτρια υποτιμούσε, εξύβριζε, απειλούσε και θεωρούσε της Καθ’ ης η αίτηση 1 χαμηλής αντίληψης. Περαιτέρω προβάλλουν τη θέση ότι η Αιτήτρια έχει σκύλους, έναν εκ των οποίων θεωρούν επικίνδυνο και θεωρούν ότι ο σταφυλόκοκκος από τον οποίο νόσησε παλαιότερα ο ανήλικος οφείλεται στην επαφή του με τους σκύλους της Αιτήτριας. Θεωρούν ότι το συμφέρον του ανήλικου τέκνου τους είναι να μείνει μακριά από την Αιτήτρια και τον τόπο διαμονής της. Ισχυρίζονται επίσης ότι στην οικία της Αιτήτριας διαμένει και η μητέρα της Αιτήτριας, η αδερφή της Καθ’ ης η αίτηση και ο σύζυγος της Αιτήτριας και κατά την άποψη τους αυτό προκαλεί αναστάτωση στον ανήλικο. Δεν αμφισβητούν ότι η Αιτήτρια φρόντιζε το ανήλικο από την ηλικία των 5 μηνών μέχρι τον Ιούνιο του 2024, αμφισβητούν όμως την διάρκεια των ωρών που το φρόντιζε. Όπως δε προκύπτει οι σχέσεις μεταξύ της Αιτήτριας και της θυγατέρας της (Καθ’ ης η αίτηση 1) όπως επίσης και σε σχέση με τον γαμπρό της (Καθ’ ου η αίτηση 2) έχουν κλονιστεί.
Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν θα αποφασίσει πάνω στα διαφιλονικούμενα θέματα αλλά ούτε και είναι η κατάλληλη διαδικασία για την επίλυση αυτών των διαφορών. Ούτε το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο θα εξετάσει τους λόγους για τους οποίους έχουν κλονιστεί οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων ή το ποιος είναι υπαίτιος για την ρήξη των σχέσεων τους, αυτά θα εξεταστούν στο πλαίσιο της κύριας διαδικασίας και θα απασχολήσουν το Δικαστήριο στο βαθμό που θα πρέπει να το απασχολήσουν εκεί. Όλοι δε οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί των διαδίκων θα κριθούν στο πλαίσιο της εκδίκασης της εναρκτήριας αίτησης, όπου το Δικαστήριο θα έχει ενώπιον του το σύνολο της μαρτυρίας αλλά και την έκθεση του γραφείου ευημερίας.
Το άρθρο 17Α του Ν.216/90 καθιερώνει το αυτοτελές δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας των ανιόντων με τα ανήλικα εγγόνια τους και την άσκηση του δικαιώματος αυτού ρυθμίζει το Δικαστήριο. Αναμφίβολα, η κατά το πιο πάνω άρθρο ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας της γιαγιάς με το ανήλικο εγγόνι της αποτελεί σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση και η Αιτήτρια έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι πριν από την ρήξη των σχέσεων μεταξύ της Αιτήτριας και των Καθ’ ων η αίτηση, η Αιτήτρια διατηρούσε επικοινωνία με το ανήλικο εγγόνι της παρέχοντας του φροντίδα, τουλάχιστον από την ηλικία των πέντε μηνών μέχρι που το ανήλικο έγινε ενός έτους. Κρίνω λοιπόν ότι από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν. 14/60.
Θα προχωρήσω ακολούθως να εξετάσω εάν πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/60. Σκοπός του δικαιώματος επικοινωνίας του απώτερου ανιόντα με το ανήλικο τέκνο είναι η ικανοποίηση του φυσικού αισθήματος αγάπης μεταξύ αυτών, η διατήρηση του μεταξύ τους δεσμού και η αποτροπή της αποξένωσης τους, η οποία σαφώς και θα επιδρούσε σε βάρος του πραγματικού συμφέροντος του ανηλίκου. Κρίνω λοιπόν ότι τυχόν αποκλεισμός του δικαιώματος αυτού ή αδικαιολόγητος περιορισμός του αντιστρατεύεται το πραγματικό συμφέρον του τέκνου. Εάν δεν ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας της γιαγιάς με το ανήλικο τέκνο της τώρα, τότε αναμφίβολα τα τραυματισμένα συναισθήματα της γιαγιάς και του ανήλικου όπως και η προκληθείσα μεταξύ τους αποξένωση δεν θα μπορούν να αποκατασταθούν εκ των υστέρων, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη και την πολύ μικρή ηλικία του ανήλικου. Από τα όσα δε έχουν τεθεί ενώπιον μου, χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία της διαφοράς, δεν έχουν καταδειχτεί τέτοιοι λόγοι που να σχετίζονται με την διασφάλιση του συμφέροντος του ανήλικου, οι οποίοι να δικαιολογούν τον αποκλεισμό του δικαιώματος επικοινωνίας της γιαγιάς με το ανήλικο εγγόνι της. Κρίνω λοιπόν ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν. 14/60 και για τους ίδιους λόγους που εξηγώ πιο πάνω κρίνω ότι και το ισοζύγιο[7] της ευχέρειας κλίνει υπέρ της Αιτήτριας, ως η πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας.
Σε σχέση με την εισήγηση από την πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια καθυστέρησε να αποταθεί στο Δικαστήριο και που συνεπώς κατά την άποψη τους αυτό θα πρέπει να επηρεάσει δυσμενώς την αίτηση της, όπως ήδη εξηγώ ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση παρότι καταχωρίστηκε μονομερώς μετατράπηκε σε δια κλήσεως έτσι το θέμα της ισχυριζόμενης καθυστέρησης δεν τυγχάνει μεταχείρισης ως δικαιοδοτικός[8] όρος ως στις μονομερείς αιτήσεις. Η όποια δε ισχυριζόμενη καθυστέρηση της Αιτήτριας για να αποταθεί στο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της διαδικασίας, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και αντικρίζοντας το ζήτημα σφαιρικά και με γνώμονα πάντοτε την εξασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου, κρίνω ότι δεν είναι τέτοια αλλά ούτε και από μόνη της ικανοποιητική ώστε να επενεργήσει ως εμπόδιο στην έκδοση προσωρινού διατάγματος.
Σημειώνω ότι λόγω της πολύ μικρής ηλικίας του ανήλικου, το οποίο είναι μόλις δύο ετών, έκρινα εκ προοιμίου ότι ακριβώς λόγω της πολύ μικρής ηλικίας του δεν διαθέτει την απαραίτητη ωριμότητα για να ακουστεί. Αντίθετα οποιαδήποτε συνέντευξη μαζί του θα του προκαλούσε άσκοπη αναστάτωση και ταλαιπωρία.
Υπό το φως των πιο πάνω, λαμβάνοντας υπόψη μου το συμφέρον του ανήλικου, το οποίο όπως εξηγώ θα εξυπηρετηθεί με την ρύθμιση της επικοινωνίας του με την Αιτήτρια γιαγιά του, συνεκτιμώντας την πολύ μικρή ηλικία του ανήλικου και χωρίς να αγνοώ τις εκφρασθείσες ανησυχίες από την πλευρά των γονιών και έχοντας κατά νου ότι όταν το ασφαλιστικό μέτρο αφορά την προσωρινή ρύθμιση της επικοινωνίας η προϋπόθεση του ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτουμένου διατάγματος προσλαμβάνει την έννοια εξασφάλισης ενός δικαιώματος επικοινωνίας σε ένα επιθυμητό βαθμό ώστε να αποφευχθεί η αποξένωση του παιδιού με την Αιτήτρια και να διατηρηθεί τέτοια επικοινωνία μεταξύ τους που να είναι συμβατή με το Νόμο και τη Νομολογία ώσπου τα επίδικα θέματα να επιλυθούν οριστικά από το Δικαστήριο[9], κρίνω ότι θα πρέπει να ρυθμιστεί η επικοινωνία της Αιτήτριας με τον ανήλικο εγγόνι της κάθε Παρασκευή από η ώρα 16:00μ.μ. έως η ώρα 18:00μ.μ της ίδια ημέρας στο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, εκτός εάν οι διάδικοι καθορίζουν από κοινού άλλο τόπο, μέχρι την εκδίκαση της κύριας διαδικασίας όπου πλέον το Δικαστήριο θα ρυθμίσει το ζήτημα με τρόπο τελικό. Κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας με το ανήλικο εγγόνι της θα μπορούν οι Καθ’ ων η αίτηση ή οποιοσδήποτε εξ’ αυτών, εάν οι ίδιοι το επιθυμούν, να παρευρίσκονται στο χώρο ώστε να διασκεδαστούν οι όποιες ανησυχίες τους, μέχρι την εκδίκαση της κυρίως αίτησης όπου πλέον το Δικαστήριο θα εξετάσει την ουσία της διαφοράς.
Συνακόλουθα, εκδίδεται προσωρινό διάταγμα με το οποίο ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας της Αιτήτριας με το ανήλικο εγγόνι της Ά. Χ :
Kάθε Παρασκευή από η ώρα 16:00 μ.μ. έως η ώρα 18:00μ.μ.
Η επικοινωνία θα πραγματοποιείται στο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, εκτός εάν οι διάδικοι καθορίσουν από κοινού άλλο τόπο.
Οι Καθ’ ων η αίτηση η οποιοσδήποτε εξ’ αυτών, εάν το επιθυμούν, θα μπορούν να παρευρίσκονται στον τόπο και κατά τη διάρκεια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας με το ανήλικο εγγόνι της. Νοείται ότι η παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση θα γίνεται με τρόπο διακριτικό, χωρίς να παρεμποδίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας με το εγγόνι της.
Οι Καθ’ ων η αίτηση διατάσσονται όπως μεταφέρουν και παραδίδουν τον ανήλικο στην Αιτήτρια στο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ή σε περίπτωση που οι διάδικοι καθορίσουν από κοινού άλλο τόπο πραγματοποίησης της επικοινωνίας στο τόπο αυτό, για σκοπούς πραγματοποίησης του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας με το ανήλικο εγγόνι της, ως προνοείται ανωτέρω και διατάσσονται όπως παραλαμβάνουν το ανήλικο από την Αιτήτρια στον τόπο αυτό στη λήξη του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας.
Η Αιτήτρια διατάσσεται όπως παραλαμβάνει από τους Καθ’ ων η αίτηση το ανήλικο εγγόνι της στο τόπο διαμονής της ή σε περίπτωση που οι διάδικοι καθορίσουν από κοινού άλλο τόπο στο τόπο αυτό, για σκοπούς πραγματοποίησης του δικαιώματος επικοινωνίας της Αιτήτριας με το ανήλικο εγγόνι της ως προνοείται ανωτέρω και διατάσσεται όπως παραδίδει το ανήλικο στους Καθ’ ων η αίτηση στον τόπο αυτό στη λήξη του δικαιώματος επικοινωνίας της.
Νοείται ότι η Αιτήτρια θα επιτρέπει στους Καθ’ ων η αίτηση να παρευρίσκονται στο τόπο διαμονής της κατά την διάρκεια άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας της με το ανήλικο εγγόνι της, ως προνοείται ανωτέρω, σε περίπτωση που οι Καθ’ ων η αίτηση το επιθυμούν.
Το προσωρινό διάταγμα καθίσταται απόλυτο και η ισχύς του ορίζεται από την έκδοση του μέχρι την αποπεράτωση της κυρίως αίτησης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Ακολουθώντας το αποτέλεσμα της διαδικασίας τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
[Υπ.] ………………………….
Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
[1] βλ. Οδυσσέως v. Pieris Estates (1982) 1 Α.Α.Δ. 557, Κυτάλα κ.ά. v. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 253, Κ.Ο.Τ. v. Θεωρή (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 255, M. Ch. Mitsingas Tr. Ltd κ.ά. v. Timberland (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1791, Parico Aluminium Designs Ltd. v. Muskita Aluminium Co. Ltd. κ. ά. (2002) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2015 κ.α
[2][2] Βλ. ανωτέρω.
[3] Mitsingas Ltd v. Timberland (1997) 1 ΑΑΔ 1791
[4] Βλ. ανωτέρω
[5] βλ. Ιπποδρομιακή Αρχή v. Χ" Βασίλη (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 152
[6] Ν.Γ.Χ. ν. Τ.L., Έφ. Αρ.32/2021, ημερ.23.6.2022
[7] Ευστρατίου v. Dicran Ouzounian and Company Limited Πολιτική Έφεση 292/2010, ημερ. 20/1/14
[8] Πλακίδη Μάρθα Γεωργίου Ηλία, δια του πληρεξούσιου αντιπροσώπου αυτής Χαράλαμπου Ιωαννίδη ν. Nomisko Developers Ltd (2010) 1 ΑΑΔ 577
[9] Σχετική η απόφαση Γ.Λ ν Χ.Ι , Έφεση αρ.20/20, απόφαση ημερομηνίας 15/12/2021.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο