ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΧΡΗΣΗΣ ΣΤΕΓΗΣ
Ενώπιον: Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.
Αρ. Αίτησης: 1/2025
Μεταξύ: Ε. Χ.
Αιτήτριας
και
Π.Π.
Καθ’ ου η αίτηση
------------------------------
Ημερομηνία: 3 Απριλίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια: Κος Λ. Μούσουλος
Για τον Καθ’ ου η αίτηση: Κα Μ. Σκουλλού
Ενδιάμεση Απόφαση
EX- TEMPORE
(στην αίτηση για αντεξέταση ημερ. 30/03/2025)
Η Αιτήτρια καταχώρησε εναρκτήρια αίτηση με την οποία αξιώνει την αποκλειστική χρήση της συζυγικής οικίας. Στο πλαίσιο της εναρκτήριας αίτησης καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία εξασφάλισε μονομερώς προσωρινό διάταγμα με το οποίο της παραχωρήθηκε η αποκλειστική χρήση της συζυγικής στέγης και διατάχθηκε ο Καθ’ ου η αίτηση όπως εγκαταλείψει τη συζυγική στέγη, μέχρι την εκδίκαση της εναρκτήριας αίτησης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Ο Καθ’ ου η αίτηση αντέδρασε και καταχώρησε ένσταση στην μονομερή αίτηση και το μονομερώς εκδοθέν προσωρινό διάταγμα. Ακολούθως η πλευρά της Αιτήτριας καταχώρησε δύο συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις καθώς επίσης και την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητά Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την παρουσία του Καθ’ ου η αίτηση για να αντεξεταστεί σε ότι αφορά το περιεχόμενο των παραγράφων 6.5, 6.6, 6.7, 6.8, 6.9, 7, 8, 9 και 10 της ένορκης του δήλωσης ημερομηνίας 19/03/2025.
Περαιτέρω ζητά την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την παρουσία του κ. Ι. Ζ, ο οποίος υπογράφει τη σχετική βεβαίωση (τεκμήριο 3) της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η αίτηση.
Η αίτηση στηρίζεται στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, η οποία εξηγεί τους λόγους για τους οποίους επιθυμεί να αντεξετάσει τον Καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τις πιο πάνω παραγράφους της ένορκης του δήλωσης καθώς επίσης και τον κ. Ι. Ζ.
Η πλευρά του Καθ’ ου η αίτηση ενίσταται στην υπό κρίση αίτηση. Το Δικαστήριο στο πλαίσιο των εξουσιών που έχει σε σχέση με τη διαχείριση των υποθέσεων (Μέρος 3 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023) και έχοντας κατά νου τον πρωταρχικό σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (Μέρος 1), ζήτησε από τους διαδίκους όπως τοποθετηθούν αυθημερόν επί της υπό κρίση αίτησης για αντεξέταση. Ως προς τούτο δόθηκε χρόνος στις δυο πλευρές, οι οποίες ακούστηκαν προφορικά αργότερα την ίδια ημέρα.
H υπό κρίση αίτηση εδράζεται στο Μέρος 23 και 32 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, που ισχύουν για διαδικασίες που ξεκίνησαν μετά την 01/09/2023. Ο κανονισμός 23.13 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, σε σχέση με την εκδίκαση κάθε ενδιάμεσης αίτησης, προβλέπει τα εξής:
«(1) Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση.
(2) Το δικαστήριο δύναται για καλό λόγο να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου η αντεξέταση του οποίου επιτρέπεται από οποιοδήποτε κανονισμό ή νόμο».
(*υπογράμμιση και έμφαση του Δικαστηρίου)
Σημειώνω εδώ ότι ο όρος «γραπτή μαρτυρία» στο Μέρος 23.1(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, σημαίνει ένορκη δήλωση ή, όπου κανονισμός το επιτρέπει, δήλωση μάρτυρα και οποιαδήποτε τεκμήρια συνοδεύουν αυτή.
Ο Κανονισμός 32.6 προνοεί τα ακόλουθα:
«(1) Όταν σε ακρόαση άλλη από δίκη δίδεται γραπτή μαρτυρία, οποιοσδήποτε διάδικος δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο άδεια αντεξέτασης του προσώπου το οποίο δίδει τη μαρτυρία.
(2) Αν το δικαστήριο δώσει άδεια, δυνάμει της παραγράφου (1) αλλά το εν λόγω πρόσωπο δεν παραστεί όπως απαιτεί το διάταγμα, η μαρτυρία του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια».
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει την διακριτική ευχέρεια, κατόπιν αίτησης και εφόσον υπάρχει καλός λόγος να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης.
Στην αγγλική νομολογία, όπου ερμηνεύτηκε ο αγγλικός CPR 32.7, ο οποίος είναι πανομοιότυπος με τον δικό μας κανονισμό 32.6, αναφέρεται ότι η αντεξέταση στα πλαίσια διαδικασίας άλλης από τη δίκη, πρέπει να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας (σχετική η Hunt v Annolight Ltd and others [2022] 2 All ER 649, West London Pipeline and Storage Ltd v. Total UK Ltd [2008] EWHC 1729 (Comm).
Το κριτήριο του «καλού λόγου» συναντάται και στην Δ.48 θ.4(2) των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σε σχέση με την ερμηνεία του οποίου υπάρχει πλούσια Νομολογία. Όπως έχει νομολογηθεί η ύπαρξη «καλού λόγου» για τους οποίους ζητείται η αντεξέταση θα πρέπει να σχετίζεται με τις ανάγκες της διαδικασίας, δηλαδή να σχετίζεται με τις προϋποθέσεις εξέτασης του αιτήματος στην κυρίως ενδιάμεση αίτηση. Στη Rana (Αρ. 1) (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1660, υποδείχθηκε ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για άδεια αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα δίδεται πολύ σπάνια όταν συντρέχουν εξαιρετικές περιπτώσεις και ότι αίτηση για αντεξέταση ομνύοντα, η οποία υποβάλλεται εγγράφως, πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους μια υπόθεση εντάσσεται στην κατηγορία των εξαιρετικών περιπτώσεων. Στην Κούππα ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.α. (2014) 1(Β) ΑΑΔ 1665 που και αυτή αφορούσε αίτηση για προσωρινό διάταγμα, λέχθηκε ότι σε τέτοιες διαδικασίες σπάνια δίδεται σχετική άδεια για αντεξέταση ενόρκως δηλούντα αφού το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης ούτε προβαίνει σε εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων και κρίση αξιοπιστίας μαρτύρων. Μόνο η αμφισβήτηση γεγονότων ή ισχυρισμών που διαλαμβάνονται στην ένορκη δήλωση του μάρτυρα του οποίου ζητείται αντεξέταση ή η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του, δεν συνιστά, σύμφωνα με την νομολογία, «καλό λόγο».
Σε σχέση με το αιτούμενο διάταγμα για αντεξέταση του κ. Ι. Ζ, ο οποίος υπογράφει τη βεβαίωση (τεκμήριο 3) στην ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση, το άρθρο 26 (1) του Περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9) προνοεί:
«Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο, το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που έχει προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεσή του, να κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με την αρχική του δήλωση:
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται να μην επιτρέψει την κλήτευση, αν κρίνει ότι η κλήτευση του εν λόγω προσώπου δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, εύλογη και εφικτή ή ότι δεν είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης».
Το άρθρο 2 (1) του περί Αποδείξεως Νόμου ορίζει ότι "διαδικασία" σημαίνει ποινική διαδικασία ή πολιτική διαδικασία. Η «πoλιτική διαδικασία» έχει την έννοια που δίνει στον όρο αυτό το άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου. Το άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ορίζει ότι «πoλιτική διαδικασία" περιλαμβάvει oιαvδήπoτε διαδικασίαv άλληv ή πoιvικήv διαδικασίαv».Κρίνω λοιπόν ότι στην έννοια «διαδικασία» η οποία συναντάται στο άρθρο 26(1) του Περί Αποδείξεως Νόμου (Κεφ. 9) περιλαμβάνονται και οποιεσδήποτε ενδιάμεσες διαδικασίες.
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του άρθρου 26 (1) του περί Αποδείξεων Νόμου, εναπόκειται και πάλι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου το κατά πόσο θα επιτρέψει ή όχι την κλήτευση του προσώπου, το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, η οποία θα πρέπει να ασκείται δικαστικά, εφόσον αποκαλύπτεται «καλός λόγος», ως αυτός εξηγείται ανωτέρω.
Με γνώμονα λοιπόν τις πιο πάνω αρχές της νομολογίας και έχοντας μελετήσει προσεχτικά όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και όλα όσα μου ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων αγορεύοντας προφορικά, θα προχωρήσω να εξετάσω την υπό κρίση αίτηση.
Σε σχέση με το αίτημα της Αιτήτριας να αντεξετάσει τον Καθ’ ου η αίτηση σε σχέση περιεχόμενο των παραγράφων 6.5, 6.6, 6.7, 6.8, 6.9, 7,8,9 και 10 της ένορκης του δήλωσης ημερομηνίας 19/03/2025, όπως εξηγώ και πιο πάνω η πλευρά της Αιτήτριας μετά την καταχώρηση της ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε δυο συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, την μια την υπογράφει η ίδια και την άλλη η θυγατέρα των διαδίκων, έχοντας έτσι την ευκαιρία να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση τους οποίους επιθυμούσε να αντικρούσει.
Από τα όσα αναφέρονται στην ένορκη της δήλωση που στηρίζει την υπό κρίση αίτηση καθώς επίσης και από τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο ο συνήγορος της Αιτήτριας, δεν αποκαλύπτεται η ύπαρξη κάποιου «καλού λόγου» για να επιτραπεί η αιτούμενη αντεξέταση, ούτε προκύπτει πως ακριβώς θα εξυπηρετηθεί η διαδικασία από την αιτούμενη αντεξέταση. Αντίθετα ότι προκύπτει είναι η προσπάθεια της πλευράς της Αιτήτριας να μετατρέψει την ακρόαση της μονομερούς αιτήσεως σε δίκη ουσίας της διαφοράς, μετατρέποντας με αυτό το τρόπο την μονομερή αίτηση σε μια πολύπλοκη και μακρά διαδικασία. Η αμφισβήτηση δε μόνο της αξιοπιστίας του Καθ’ ου η αίτηση μέσα από την σκοπούμενη αντεξέταση σε θέματα ουσίας που θα απασχολήσουν στην κυρίως αίτηση, δεν συνιστά, «καλό λόγο» ώστε να επιτραπεί η αντεξέταση ( Σχετική η Α.Β ν Γ.Δ, Έφεση αρ. 23/2021, ημερομηνίας 23/06/2022).
Σε σχέση με το αιτούμενο διάταγμα για αντεξέταση του κ. Ι.Ζ, ο οποίος υπογράφει τη βεβαίωση (τεκμήριο 3) της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η αίτηση, από τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας, ομοίως δεν αποκαλύπτεται η ύπαρξη κάποιου «καλού λόγου» ώστε να επιτραπεί η αιτούμενη αντεξέταση, ούτε προκύπτει πως ακριβώς θα εξυπηρετηθεί η διαδικασία από την αιτούμενη αντεξέταση. Ειδικότερα η Αιτήτρια επιθυμεί να αντεξετάσει τον κ. Ζ, ως Διευθυντή, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας και εργοδότησης του Καθ’ ου η αίτηση, πλην όμως το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν θα καταλήξει σε τελικά ευρήματα. Επαναλαμβάνω ότι Αιτήτρια καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση έχοντας με αυτό τον τρόπο την ευκαιρία να αντικρούσει τους όποιους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η αίτηση επιθυμεί να αμφισβητεί. Έχοντας ασκήσει το δικαίωμα της για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης και στην απουσία αποκάλυψης οποιουδήποτε άλλου λόγου ή ιδιαίτερης ανάγκης της διαδικασίας που να καθιστά αναγκαία την αντεξεταση του κ. Ι. Ζ, το αίτημα της για αντεξέταση του αποβαίνει καταχρηστικό.
Όπως έχει εξηγηθεί επανειλημμένα από τη Νομολογία το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της μονομερούς αίτησης και της οριστικοποίησης ή μη του προσωρινού διατάγματος, δεν θα εξετάσει την ουσία της διαφοράς και ούτε απαιτείται λεπτομερής αξιολόγησή της μαρτυρίας ούτε θα καταλήξει σε τελική κρίση (Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας θα γίνει σε σχέση μόνο με τη διαπίστωση των τριών κριτηρίων που θέτει το άρθρο 32 του Ν. 14/60, και την ύπαρξη του στοιχείου του κατεπείγοντος, αλλά όχι με σκοπό τη διατύπωση τελεσίδικης κρίσης σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά στην ουσία της υπόθεσης. Ως επισημάνθηκε στην υπόθεση Bacardi Bacardi and Co Ltd v. Vimco Ltd (1996) 1 AAD 788 «Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι γενικώς η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων».
Στη βάση των ανωτέρω, υπό το φως των αρχών της σχετικής νομολογίας και έχοντας μελετήσει με προσοχή όσα τέθηκαν ενώπιον μου και όσα μου ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων αγορεύοντας προφορικά, κρίνω ότι η αιτούμενη αντεξέταση τόσο του Καθ’ ου η αίτηση όσο και του κ. Ι. Ζ δεν θα προσφέρει οτιδήποτε στη διαδικασία αλλά αντίθετα θα εκτρέψει την διαδικασία από την ορθή της διάσταση, μετατρέποντας ανεπίτρεπτα την εκδίκαση ενός προσωρινού διατάγματος σε δίκη επί της ουσίας, οδηγώντας αναπόφευκτα στην άσκοπη ανάλωση πολύτιμου δικαστικού χρόνου και σε κατάχρηση διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση απορρίπτεται.
Όσον αφορά τα έξοδα δεν βρίσκω κανένα λόγο για να παρεκκλίνω από το γενικό κανόνα που θέλει αυτά να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Συνεπώς, τα έξοδα της υπό κρίση αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
[Υπ.] ………………………….
Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο