ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
Ενώπιον: Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.
Αρ. Αίτησης: 244/2023
Μεταξύ:
Θ. Π.
Αιτήτριας
και
Α. Ν.
Καθ’ ου η αίτηση
------------------------------
Ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 19/02/2025
Ημερομηνία: 8 Ιουλίου 2025
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια: κ. Ν. Κουκούνης για Γεώργιος Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε
Για τον Καθ' ου η αίτηση: κα Χρ. Αργυρού για Αργυρού και Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε και Mousoulos Kanella & Associates LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Κατόπιν αίτησης του Καθ’ ου η αίτηση, στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο υπόθεσης, εκδόθηκε μονομερώς στις 19/07/2024 προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο ρυθμίστηκε προσωρινά το δικαίωμα επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με τα ανήλικα τέκνα του ως ακολούθως:
«Eκ περιτροπής την πρώτη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος κάθε Τετάρτη από η ώρα 15:00μ.μ έως η ώρα 19:00μ.μ και κάθε Σάββατο από η ώρα 10:00π.μ έως η ώρα 16:00μ.μ και τη δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του διατάγματος κάθε Τετάρτη από η ώρα 15:00μ.μ έως η ώρα 19:00μ.μ και κάθε Κυριακή από η ώρα 10:00π.μ έως η ώρα 16:00μ.μ και ούτω καθεξής και εναλλάξ κάθε εβδομάδα».
Το ως άνω προσωρινό διάταγμα στις 26/07/2024 κατέστη εκ συμφώνου απόλυτο.
Οι υπόλοιπες θεραπείες τις οποίες αξίωνε με την εκεί ενδιάμεση αίτηση ο Καθ’ ου η αίτηση (εκεί Αιτητής) περιλαμβανομένων των αιτητικών που αφορούσαν επιπλέον χρόνο επικοινωνίας με τα ανήλικα τέκνα του παρέμειναν και συνεκδικάστηκαν με την ενδιάμεση αίτηση που καταχώρησε η Αιτήτρια, σε σχέση με τις οποίες το Δικαστήριο εξέδωσε ενδιάμεση απόφαση στις 18/03/2025.
Στις 19/02/2025 η Αιτήτρια καταχώρησε την υπό κρίση με την οποία αξιώνει:
«Α. Προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς ή/και να ακυρώνεται και/ή να ανακαλείται το προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 19/7/2024 που εκδόθηκε στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Κυρίως Αίτησης Γονικής Μέριμνας, από της επίδοσης του προσωρινού διατάγματος του Δικαστηρίου προς τον Καθ’ ου η αίτηση Α. Ν και μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Κυρίως Αίτησης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.
Β. Διαζευκτικά στην περίπτωση που δεν ήθελε εκδοθεί το διάταγμα της παραγράφου (Α) ανωτέρω, προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να τροποποιείται και/ή προσαρμόζεται από της επίδοσης του προσωρινού διατάγματος του Δικαστηρίου προς τον Καθ’ ου η αίτηση Α. Ν. και μέχρι την πλήρη αποπεράτωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Κυρίως Αίτησης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου το προσωρινό διάταγμα αυτού ημερομηνίας 19/7/2024 που εκδόθηκε στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Κυρίως Αίτησης Γενικής Μέριμνας, δια του περιορισμού του δικαιώματος επικοινωνίας του Καθ’ ου η αίτηση με τα δύο ανήλικα τέκνα του Α. και Γ. Ν μόνα μία φορά την εβδομάδα κάθε Τετάρτη, ή μόνο μια φορά κάθε δύο εβδομάδες κάθε δεύτερη Τετάρτη, όπως ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο, από τις 15:00 μ.μ. -19:00 μ.μ. και κατά τα λοιπά οι υπόλοιπες πρόνοιες του υπό αναφορά διατάγματος επικοινωνίας να παραμένουν οι ίδιες.
Δ. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, διάταγμα ή/και προσωρινό διάταγμα που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις ή/και προς προστασία του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων.
Ε. Έξοδα της αίτησης, συν Φ,Π.Α. (Αρ. Μητρώου Φ.Π.Α. 10260151Β), πλέον τα τέλη επίδοσης».
Η αίτηση καταχωρίστηκε μονομερώς και επιδόθηκε με οδηγίες του Δικαστηρίου στην άλλη πλευρά η οποία αντέδρασε καταχωρώντας ένσταση, με την οποία προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:
«1. Η αναστολή της ισχύος του διατάγματος επικοινωνίας του Καθ’ ου η Αίτηση ημερομηνίας 19/7/2024 με τα ανήλικα τέκνα του θα πλήξει ανεπανόρθωτα το καλώς νοούμενο συμφέρον των ανηλίκων.
2. Η Αιτήτρια δεν παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα και/ή απέκρυψε τα πραγματικά γεγονότα και/ή προσπαθεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο προβάλλοντας ψευδή, κακόβουλα και παραποιημένα τα γεγονότα ου περιβάλλουν τις συνθήκες εφαρμογής και/ή μη εφαρμογής του προσωρινού διατάγματος.
3. Η Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα αίτηση καθότι εκκρεμούν εναντίον της ποινικές υποθέσεις για παραβίαση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 19/7/2024, δηλαδή για ηθελημένη παρακοή, χρησιμοποιώντας την παρούσα διαδικασία ως ασπίδα προστασίας της από τις έκνομες πράξεις και παραλήψεις της.
4. Η Αιτήτρια έχοντας τον έλεγχο των ανηλίκων συστηματικά προβαίνει σε πράξεις και ενέργειες χρησιμοποιώντας συνειδητή πλύση εγκεφάλου των ανηλίκων με σκοπό την πλήρη αποξένωσή τους από τον Καθ’ ου η Αίτηση με αποτέλεσμα να παραβιάζεται τα αναφαίρετο δικαίωμα του Καθ' ου η Αίτηση να επικοινωνεί με τα τέκνα του και επιπλέον να πλήττεται το συμφέρον των ανηλίκων σε βαθμό που η συμπεριφορά της Αιτήτριας οδηγεί στην ψυχική κακοποίηση των ανηλίκων.
5. Τυχόν αναστολή της ισχύος του προσωρινού διατάγματος θα παραβίαζε το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 15 του Συντάγματος.
6. Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 για την έκδοση του διατάγματος.
7. Η Αιτήτρια χρησιμοποιεί προσχηματικά τη στάση των ανήλικων απέναντι στον Καθ’ ου η Αίτηση με σκοπό να απαλλαγεί από τις ασήκωτες ευθύνες που έχει λόγω των πράξεων γονικής αποξένωσης στις οποίες προβαίνει σκόπιμα και συστηματικά.
8. Η Αιτήτρια δεν ήρθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή προέβη σε ψευδή ένορκο δήλωση και δήλωση αληθείας χωρίς να πιστεύει ειλικρινά στο αληθές του περιεχομένου της ένορκη δήλωσής της και/ή σε γνώση της ότι δεν ήταν αληθής η δήλωσή της.
9. Δεν συντρέχουν εξαιρετικές και επείγουσες περιστάσεις που να δικαιολογούν το δραστικό μέτρο αναστολής εκτέλεσης του διατάγματος και διακοπή της επικοινωνίας του Καθ’ ου η Αίτηση με τα ανήλικα τέκνα του».
Τόσο η αίτηση όσο και η ένσταση στηρίζονται στις πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις (αρχικές και συμπληρωματικές) των διαδίκων. Δεν θεωρώ ότι θα εξυπηρετήσει οποιοδήποτε σκοπό η παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου των πολυσέλιδων ενόρκων δηλώσεων των διαδίκων γι’ αυτό θα προσπαθήσω να συνοψίσω το περιεχόμενο τους, παραθέτοντας κατωτέρω και όπου θεωρώ σκόπιμο αποσπάσματα από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων, σημειώνοντας ότι έχω μελετήσει και λάβει δεόντως υπόψη μου το σύνολο του περιεχομένου τους. Ως προς τα τεκμήρια θα γίνεται ειδική μνεία, επίσης όπου χρειάζεται για τους σκοπούς της διαδικασίας.
Κανένας από τους ενόρκως δηλούντες δεν αντεξετάστηκε και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση με γραπτές αγορεύσεις.
Νομική Πτυχή
Το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στο οποίο στηρίζεται μεταξύ άλλων η αίτηση, προνοεί τα εξής:
«(2) Οιovδήπoτε παρεμπίπτov διάταγμα, εκδoθέv συμφώvως τω εδαφίω (1), δύvαται vα εκδoθή υπό τoιoύτoυς όρoυς και πρoϋπoθέσεις ως τo δικαστήριov θεωρεί δίκαιov, και τo δικαστήριov δύvαται καθ' oιovδήπoτε χρόvov, επί απoδείξει ευλόγoυ αιτίας, vα ακυρώση ή τρoπoπoιήση oιovδήπoτε τoιoύτov διάταγμα.»
Η εξουσία του Δικαστηρίου για τροποποίηση προσωρινού διατάγματος δυνάμει του άρθρου 32.2 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 είναι ευρεία, στην περίπτωση που καταδειχθεί βέβαια εύλογη αιτία που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο.
Η τροποποίηση μπορεί να γίνει σύμφωνα με το άρθρο 32.2 σε οποιοδήποτε στάδιο, ακόμα δηλαδή και μετά που το διάταγμα θα καταστεί απόλυτο (βλ.
Ιkοs Cif Ltd (2015) 1 ΑΑΔ 421)
Η ευρεία διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για τροποποίηση ή ακόμα και για ακύρωση παρεμπίπτοντος διατάγματος δυνάμει του άρθρου 32.2, αναγνωρίστηκε στηνυπόθεση Avila Management Services Ltd κ.α. v. Frantisek Stepanek κ.α.[1], όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Κατ' αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση, αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος».
Το βάρος απόδειξης της εύλογης αιτίας για ακύρωση ή τροποποίηση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, είναι πάντοτε στους ώμους του διαδίκου που αιτείται την ακύρωση ή τροποποίηση.
Στο άρθρο 32.2 δεν υπάρχει ερμηνεία της φράσης «εύλογη αιτία». Κατά την κρίση μου αυτή πρέπει να σχετίζεται με γεγονότα που προέκυψαν μετά την έκδοση του αρχικού διατάγματος ή δεν ήρθαν σε γνώση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση του, ώστε να δικαιολογείται η τροποποίηση ή ακύρωση του. Επιπλέον, σε περίπτωση που δεν ακυρώνεται πλήρως αλλά τροποποιείται το διάταγμα, η τροποποίηση πρέπει να είναι αναγκαία για τους άμεσους σκοπούς έκδοσης του αιτούμενου για τροποποίηση διατάγματος αλλά ταυτόχρονα να μην καταστρατηγείται ο λόγος έκδοσης του αρχικού διατάγματος[2].
Το αίτημα για ακύρωση, αναστολή ή τροποποίηση του προσωρινού διατάγματος θα πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τα άρθρα 6 και 7 και 17 του Ν.216/1990.
Το άρθρο 6 προνοεί:
«6.-(1) Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου.
(2)(α) Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του Δικαστηρίου όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της άσκησης της.
(β) Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία.
(3) Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του».
Το Άρθρο 7 του Ν.216/90 ορίζει ότι «Αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το Δικαστήριο, έπειτα από αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς».
Στο σύγγραμμα Οικογενειακό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, έκδοση 2022 του Απόστολου Σ. Γεωργιάδη, στη σελίδα 606, αναφέρεται:
«Η γονική μέριμνα είναι λειτουργικό δικαίωμα, διότι η άσκηση του δεν έχει σκοπό να ικανοποιήσει μόνο τα συμφέροντα του γονέα αλλά πρωτίστως τα συμφέροντα του τέκνου».
Επίσης στη σελ. 623 αναφέρεται:
«Ως συμφέρον του τέκνου νοείται το σωματικό, υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικότερα το κάθε είδους συμφέρον που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του ανηλίκου σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν κατά τις διατάξεις του νόμου το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας».
Η βούλησή δε του παιδιού, αναλόγως της ωριμότητάς του, πρέπει να αναζητείται και να συνεκτιμάται[3].
Το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν ζει το παιδί, ρυθμίζεται από το άρθρο 17 του Ν.216/90, οι πρόνοιες του οποίου έχουν ως κατωτέρω:
«17.-(1) Ο γονέας με τον οποίο δε διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας με αυτό.
(2) Σε περίπτωση διαφωνίας όσο αφορά την άσκηση του δικαιώματος, προσωπικής επικοινωνίας, αποφασίζει το Δικαστήριο.
(3) Στην απόφαση του το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εφαρμόζει κατ' αναλογία τις πρόνοιες του άρθρου 6».
Το δικαίωμα επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, εκτός εάν κάτι τέτοιο δεν είναι προς το συμφέρον του ανήλικου, όπως αντίστοιχα και το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με το παιδί του, εμπίπτει στο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προστατεύεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Ο αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως εξαιτίας της ακαταλληλότητας του δικαιούχου.
Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας που αφορά ενδιάμεση διαδικασία δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να υπεισέλθει στις εκατέρωθεν αντικρουόμενες εκδοχές των διαδίκων και να τις εξετάσει[4]. Θα προσεγγίσει τη μαρτυρία μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητο για να κριθεί το επίδικο στην ενδιάμεση αίτηση ζήτημα.
Εξέταση της υπόθεσης
Έχω μελετήσει με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και όλα όσα μου ανέφεραν οι συνήγοροι των διαδίκων με τις γραπτές αγορεύσεις τους.
Η Αιτήτρια μέσα από τις πολυσέλιδες ένορκες της δηλώσεις προβάλλει τη θέση ότι από τον Αύγουστο του 2024 αφότου ξεκίνησαν οι συναντήσεις του Καθ’ ου η αίτηση με τα ανήλικα, τα ανήλικα σταμάτησαν να δέχονται να συναντούν τον Καθ’ ου η αίτηση καθότι ως ισχυρίζεται ο Καθ’ ου η αίτηση τους προκαλούσε προβλήματα, ξεσπούσε σε αυτά και τους μετέφερε το μίσος του προς την ίδια και την οικογένεια της προκαλώντας τους αναστάτωση και ταλαιπωρία. Προβάλλει περαιτέρω τη θέση ότι από τις αρχές Σεπτεμβρίου του 2024, όταν τα ανήλικα επέστρεψαν από προγραμματισμένη κρουαζιέρα στο εξωτερικό, αρνούνταν να πηγαίνουν σε συναντήσεις μαζί του καθότι ως ισχυρίζεται η Αιτήτρια περνούσαν άσχημα μαζί του λόγω του ότι ξεκινούσε καυγάδες μαζί τους.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η ίδια παρότρυνε τα ανήλικα θετικά ζητώντας τους να πηγαίνουν στις συναντήσεις και ότι υπήρχε σθεναρή αντίσταση από μέρους τους. Αναφέρεται περαιτέρω στις ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις που καταχώρησε εναντίον της ο Καθ’ ου η αίτηση για ηθελημένη παρακοή διατάγματος αλλά και στην καταγγελία που υπέβαλε η Αιτήτρια εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση στις 16/12/2024 για ψυχολογική βία στα ανήλικα.
Ισχυρίζεται ότι παρά τις θετικές της παροτρύνσεις, η επικοινωνία του Καθ’ ου η αίτηση με τα ανήλικα σε κάθε συνάντηση διαρκούσε μερικά λεπτά και ότι ο ίδιος δεν άλλαξε την στάση και την συμπεριφορά του απέναντι τους, ούτε προσπάθησε να φέρει τα ανήλικα κοντά του παρά μόνο τα απέρριπτε και έφευγε πληγώνοντας τα και ότι ο ίδιος με την συμπεριφορά του προκαλούσε την αντίδραση των ανηλίκων, προκαλώντας τους αναστάτωση και άρνηση να θέλουν να τον συναντούν.
Επαναλαμβάνει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση προκαλούσε αναστάτωση στα ανήλικα κατηγορώντας στα ανήλικα την ίδια και την οικογένεια της, προκαλώντας τα ανήλικα με ειρωνείες και μειώνοντας τα επιφέροντας έτσι αναστάτωση στο ψυχικό τους κόσμο.
Κορύφωση της αναστάτωσης, ως ισχυρίζεται η Αιτήτρια, ήταν στις 14/02/2025 όταν ο ανήλικος Α. βρισκόμενος σε απόγνωση είπε ότι θέλει να πεθάνει για να ηρεμήσει, το οποίο η ίδια θεώρησε ως καμπανάκι κινδύνου.
Η Αιτήτρια προβάλλει τη θέση ότι τα ανήλικα νιώθουν άγχος για τις προγραμματισμένες συναντήσεις με τον Καθ’ ου η αίτηση, αφού τους προκαλούν αναστάτωση και ότι η συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση προς αυτά είναι παρενοχλητική και καταπιεστική, επηρεάζοντας τα δυσμενώς και ότι τα ανήλικα βασανίζονται από την αναστάτωση που υποβάλλονται εξ’ υπαιτιότητας του Καθ’ ου η αίτηση κατά και μετά από κάθε συνάντηση τους και εισηγείται όπως η επικοινωνία του Καθ’ ου η αίτηση με τα ανήλικα επαναρχίσει όταν η ψυχολογία τους βελτιωθεί και ηρεμήσουν. Προβάλλει περαιτέρω ισχυρισμούς και περιγράφει κατ’ ισχυρισμών γεγονότα προς επίρρωση της πιο πάνω θέσης της. Περαιτέρω, προς επίρρωση των ισχυρισμών της επισυνάπτει μεγάλο αριθμό τεκμηρίων.
Στην αντίπερα όχθη ο Καθ’ ου η αίτηση αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και ισχυρίζεται ότι μετά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος η Αιτήτρια παρέλειπε να συμμορφώνεται με αυτό συστηματικά και ως εκ τούτου καταχώρησε εναντίον της ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις.
Ισχυρίζεται ότι κανονική επικοινωνία με τα παιδιά του είχε μόνο μια φορά στις 27/07/2024, όπου τα ανήλικα ήταν χαρούμενα και επιθυμούσαν να επικοινωνούν μαζί του.
Ο Καθ’ ου απορρίπτει το ισχυριζόμενο περιστατικό όπου κατ’ ισχυρισμό της Αιτήτριας ο ανήλικος ανέφερε ότι θέλει να πεθάνει και ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια σκόπιμα διέκοψε την επικοινωνία του με τα ανήλικα.
Είναι η θέση του ότι η Αιτήτρια μεθοδευμένα αποξένωσε τα ανήλικα από τον ίδιο επιδιώκοντας να εμφυτεύσει στα ανήλικα συμπεριφορές του, που κατά τον ίδιο δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Αρνείται ότι δεν μιλά καλά στα παιδιά ή ότι εκφράζεται αρνητικά για τα ανήλικα ή την Αιτήτρια και επιρρίπτει ευθύνες στην Αιτήτρια για την μη εφαρμογή του διατάγματος επικοινωνίας και θεωρεί ότι η συμπεριφορά των παιδιών του είναι η φωνή της Αιτήτριας. Θεωρεί ότι υπάρχει γονική αποξένωση εξαιτίας της Αιτήτριας και ότι οποιοσδήποτε επηρεασμός στη ψυχολογία των ανηλίκων οφείλεται στην Αιτήτρια. Τέλος, θεωρεί ότι η διακοπή του δεσμού του με τα ανήλικα θα είναι καταστροφική.
Όπως αναφέρω ανωτέρω, αμφότεροι οι διάδικοι καταχώρησαν πολυσέλιδες ένορκες δηλώσεις υποστηρίζοντας περαιτέρω τις θέσεις τους και προβάλλοντας περαιτέρω ισχυρισμούς αλλά και επιχειρηματολογία, παραγνωρίζοντας ωστόσο αμφότερες οι πλευρές ότι στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο δεν θα εξετάσει την ουσία της κύριας διαδικασίας αλλά ούτε και θα καταλήξει σε οποιαδήποτε ευρήματα τόσο σε σχέση με την κύρια διαδικασία ή τις αναφερόμενες εκκρεμούσες διαδικασίες ηθελημένης παρακοής διατάγματος ή σε σχέση με την καταγγελία που αναφέρει η Αιτήτρια ότι υπέβαλε εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση. Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό θα περιοριστεί στο να εξετάσει τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του στο βαθμό μόνο που είναι επιτρεπτό για τους σκοπούς της υπό κρίσης διαδικασίας, προκειμένου να καταλήξει σε σχέση με την υπό κρίση αίτηση.
Η Αιτήτρια για τους λόγους που προβάλλει και αναπτύσσει στις ένορκες τις δηλώσεις, θεωρεί ότι η συνέχιση της εφαρμογής του προσωρινού διατάγματος αντίκειται στο συμφέρον των ανηλίκων, προβάλλοντας τη θέση ότι οι προγραμματισμένες συναντήσεις προκαλούν άγχος, αναστάτωση και ψυχική καταπίεση στα ανήλικα. Στην αντίπερα όχθη ο Καθ’ ου η αίτηση η αίτηση αποδίδει στην Αιτήτρια την ευθύνη για την μη εφαρμογή του διατάγματος επικοινωνίας θεωρώντας την ίδια ως υπαίτια της αποξένωσης του με τα ανήλικα τέκνα του και θεωρεί ότι τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα είναι καταστροφική.
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στην δήλωση που αναφέρει η Αιτήτρια ότι έκανε ο ανήλικος Α. ότι δηλαδή θέλει να πεθάνει για να ηρεμήσει. Η Αιτήτρια ερωτώμενη από το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η παιδοψυχολόγος που εξέτασε τον ανήλικο μετά την πιο πάνω αναφορά του, την καθησύχασε ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε ανησυχία να κάνει ο ανήλικος κακό στον εαυτό του. Επίσης και η λειτουργός του γραφείου ευημερίας ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι αφότου ακολουθήθηκε το σχετικό πρωτόκολλο, η παιδοψυχολόγος που εξέτασε το ανήλικο ενημέρωσε την μητέρα ότι μετά αξιολόγηση του ανήλικου Α.δεν προέκυπτε οποιαδήποτε ανησυχία σε σχέση με το να κάνει κακό στον εαυτό του και ότι δεν υπάρχει πρόθεση του ανηλίκου να κάνει κακό στον εαυτό του. Σημειώνω ότι και ο ανήλικος στην συνέντευξη του, στο περιεχόμενο της οποίας θα αναφερθώ κατωτέρω, εξήγησε ότι έκανε την πιο πάνω δήλωση λόγω θυμού, ότι ο ίδιος είναι μια χαρά, ότι το πρόβλημα είναι ο πατέρας του και ότι δεν θα χάσει τη ζωή του για έναν που θέλει το κακό του.
Θα αναφερθώ ακολούθως στις συνεντεύξεις που πραγματοποίησα με τα ανήλικα έχοντας υπόψη μου την υποχρέωση να τα ακούσω[5], σημειώνοντας ότι αμφότεροι οι ανήλικοι διέθεταν την απαραίτητη ωριμότητα ώστε να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη. Αυτούσιο το περιεχόμενο των συνεντεύξεων δόθηκε στους συνήγορους των διαδίκων.
Η συνέντευξη διενεργήθηκε με κάθε ανήλικο ξεχωριστά στη παρουσία μόνο της στενογράφου. Αναφορικά με την διαδικασία της συνέντευξης των ανηλίκων και τον ρόλο του Δικαστηρίου σε αυτή, γίνεται ειδική αναφορά στην
Π. Ε. ν. K R U[6], όπου γίνεται αναφορά την Αγγλική υπόθεση Re KP (A Child) [2014] EWCA 554 στην οποία αναλύθηκε η διαδικασία αυτή και ο ρόλος του Δικαστηρίου. Όπως εξήγησε το Αγγλικό Εφετείο, ο ρόλος της διαδικασίας της συνέντευξης δεν είναι να καταλήξει το δικαστήριο σε γεγονότα (fact finding), ούτε και στοχεύει στο να εξάξει το δικαστήριο συμπεράσματα ως προς τις πραγματικές επιθυμίες του ανηλίκου. Οι επιθυμίες του ανηλίκου μεταφέρονται στο Δικαστήριο από ειδικούς του CAFCASS ή ψυχολόγους και σε κατάλληλες περιπτώσεις, μέσω κατάθεσης του ανηλίκου, εάν η ηλικία του το επιτρέπει.
Ο ανήλικος Γ. κατά την συνέντευξη του ανέφερε ότι από το Καλοκαίρι, όπου εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας, τα πράγματα πήγαν «από το κακό στο χειρότερο».
Όπως ανέφερε στο Δικαστήριο, όταν έμπαιναν στο αυτοκίνητο με το αδερφό του, ο πατέρας τους ξεκινούσε καυγάδες κατηγορώντας τον ίδιο, τον αδερφό του Α., την μητέρα του, τον παππού του και την γιαγιά του.
Ειδικότερα, παραπονέθηκε ότι ο πατέρας του κάθε φορά που είχαν συνάντηση τον κατηγορούσε ότι λέει ψέματα ότι κτύπησε την μητέρα του, ενώ ο ανήλικος επιμένει ότι λέει αυτό που είδε. Παραπονέθηκε επίσης ο ανήλικος ότι εξαιτίας του πατέρα του χάνουν το ποδόσφαιρο και τους αγώνες ποδοσφαίρου επειδή, όπως εξήγησε, με βάση το διάταγμα επικοινωνίας το δικαίωμα του Καθ’ ου η αίτηση ξεκινά στις 10:00 το πρωί και ο πατέρας τους αρνείται να πάει να τους παραλάβει νωρίτερα από το σπίτι για να τους μεταφέρει στο ποδόσφαιρο προκειμένου να μην χάσουν το λεωφορείο που φεύγει στις 7:00 ή 7:30 το πρωί και έτσι χάνουν τους αγώνες κάτι που όπως εξήγησε τους δυσαρεστεί.
Ο ανήλικος εξέφρασε την επιθυμία να σταματήσει να ισχύει το διάταγμα καθότι ως ανέφερε χαλά την ψυχολογία του, την διάθεση του και δεν μπορεί να διαβάσει και του χαλά και το ποδόσφαιρό που όπως εξήγησε είναι το αγαπημένο του πράγμα.
Και ο ανήλικος Α. στη συνέντευξη του υποστήριξε ότι τα Σάββατα που έχουν ποδόσφαιρο ζητούν από τον πατέρα τους να έρθει νωρίτερα για να τους πάρει στο ποδόσφαιρο προκειμένου να μην το χάσουν και ότι αυτός αρνείται εμμένοντας στο ότι το διάταγμα λέει 10:00, με αποτέλεσμα να χάνουν το ποδόσφαιρο, κάτι που τους προκαλεί θυμό.
Νιώθει ότι έδωσε πολλές ευκαιρίες στον πατέρα του και ότι ο πατέρας του με την συμπεριφορά του θέλει να του προκαλέσει νεύρα, ότι τον προσβάλλει και τον μειώνει.
Θεωρεί ότι η επικοινωνία με τον πατέρα του του προκαλεί άγχος και νεύρα και έτσι θέλει να σταματήσει και ότι θα είναι για το καλό του να απομακρυνθεί από τον πατέρα του. Ανέφερε επίσης ότι ζήτησε από τον πατέρα του να τους συμπεριφέρεται καλά και να μην τους εμπλέκει στα προβλήματα που έχει με την μητέρα τους και τις δικαστικές διαδικασίες και να σταματήσει να έχει μίσος προς την μητέρα τους και την οικογένεια της και ότι αυτός συνέχισε τα ίδια. Νιώθει ότι έδωσε πολλές ευκαιρίες στο πατέρα του.
Από το σύνολο των όσων έχουν τεθεί ενώπιον μου καθώς επίσης και από τα όσα μου ανέφερα τα δύο ανήλικα μέσα από τις συνεντεύξεις, προκύπτει ότι αφενός μεν οι σχέσεις των διαδίκων είναι τεταμένες μεταξύ τους, κάτι που επηρεάζει και τα ανήλικα και την ψυχολογία τους και αφετέρου ότι οι σχέσεις των ανηλίκων με τον πατέρα τους από τότε που εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα επικοινωνίας αντί να βελτιωθούν έχουν κλονισθεί με αποτέλεσμα να ανήλικα να δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν να συναντούν τον πατέρα τους.
Χωρίς να υπεισέρχομαι στην ουσία της διαφοράς και χωρίς να καταλήγω ως προς το ποιος είναι υπαίτιος ή τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους οι σχέσεις των ανηλίκων με τον πατέρα τους έχουν κλονιστεί, θα περιοριστώ να αναφέρω ότι είναι εμφανής η αποξένωση μεταξύ των ανηλίκων και του πατέρα τους. Χαρακτηριστικό της αποξένωσης είναι η επιθυμία αμφότερων των ανηλίκων να σταματήσουν να βλέπουν τον πατέρα τους, τον οποίο θεωρούν ότι τους χαλά την διάθεση, τους προκαλεί νεύρα και αναστάτωση.
Το στάδιο αυτό δεν είναι το κατάλληλο για να καταλήξω εάν η αποξένωση αυτή είναι αποτέλεσμα υπαιτιότητας και μη αρμόζουσας συμπεριφοράς από μέρους του πατέρα, εάν είναι αποτέλεσμα καταχρηστικής άσκησης της γονικής μέριμνας και υπαιτιότητας από την πλευρά της μητέρας ή εάν είναι αποτέλεσμα και των δύο αυτών παραγόντων ή και άλλων παραγόντων, αλλά ούτε και μπορώ να καταλήξω στο στάδιο αυτό και στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας σε οποιαδήποτε συμπεράσματα ή ευρήματα επί τούτου.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μου η επιθυμία που εξέφρασαν αμφότεροι οι ανήλικοι όπως διακοπεί η επικοινωνία τους με τον πατέρα τους όπως και οι λόγοι για τους οποίους ανέφεραν τα ανήλικα ότι δεν επιθυμούν πλέον να συναντούν τον πατέρα τους. Ωστόσο έχοντας κατά νου ότι το στάδιο αυτό δεν είναι το κατάλληλο για να καταλήξω σε ευρήματα αναφορικά με τους λόγους αποξένωσης των ανηλίκων με τον πατέρα τους, θεωρώ ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση, η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων είναι παρακινδυνευμένη υπό την έννοια ότι εάν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα τότε η οποιαδήποτε πιθανότητα επανασύνδεσης και εξομάλυνσης των σχέσεων των ανηλίκων με τον πατέρα τους θα εξαφανιστεί και αναμφίβολά η αποξένωση, που όπως διαπιστώνω υφίσταται ήδη στις μεταξύ τους σχέσεις, έχοντας κατά νου και την ηλικία των ανήλικων οι οποίοι βρίσκονται στην εφηβεία, καθιστά ορατό τον κίνδυνο να μην μπορεί να αποκατασταθεί αργότερα η σχέση τους με τον πατέρα τους, με δυσμενείς συνέπειες τόσο για τα ίδια τα ανήλικα αλλά και για τον πατέρα τους. Λαμβάνω επίσης υπόψη μου και το γεγονός ότι το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του δυνάμει του διατάγματος ημερομηνίας 19/7/2024 είναι ήδη περιορισμένο χωρίς να περιλαμβάνει οποιεσδήποτε διανυκτερεύσεις ενώ με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 18/03/2025 προστέθηκε μόνο άλλη μια ημέρα επικοινωνίας διάρκειας μόλις τεσσάρων ωρών κάθε Δευτέρα. Κρίνω δε ότι από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και στο βαθμό που είναι επιτρεπτό να αξιολογηθούν, δεν έχουν καταδειχτεί τέτοιοι λόγοι που να δικαιολογούν την έκδοση ενός τόσο δραστικού διατάγματος, ως τα αιτούμενα, με το οποίο ουσιαστικά να αποκόπτεται η επικοινωνία του πατέρα με τα ανήλικα τέκνα του.
Αναμφίβολα η οικογένεια χρήζει ψυχολογικής στήριξης και καθοδήγησης από ειδικούς ώστε να μπορέσουν να αποκατασταθούν οι σχέσεις μεταξύ των μελών, περιλαμβανομένων και των σχέσεων μεταξύ των ανηλίκων με τον πατέρα τους. Όπως προκύπτει ήδη στις 30/07/2024 εκδόθηκε από το Δικαστήριο διάταγμα που διατάσσει την παροχή συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης στα ανήλικα και ετοιμασίας αξιολόγησης από τις κρατικές υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Εφήβων.
Επίσης το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερομηνίας 18/03/2025 εξέδωσε, μεταξύ άλλων, διάταγμα με το οποίο διατάσσονται αμφότεροι οι διάδικοι όπως συμμετέχουν σε διαδικασία και/ή σε πρόγραμμα αξιολόγησης από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Ενηλίκων όπως επίσης και σε πρόγραμμα συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης Ενηλίκων, σε περίπτωση που οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιού και Εφήβου κατά την συμβουλευτική και ψυχολογική στήριξη και αξιολόγηση των ανηλίκων κρίνουν απαραίτητη την συμμετοχή, συνεργασία, συμβουλευτική και ψυχολογική στήριξη και αξιολόγηση και των διαδίκων μέσω ανάλογου προγράμματος αξιολόγησης από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Ενηλίκων ή μέσω προγράμματος συμβουλευτικής/ψυχολογικής στήριξης Ενηλίκων.
Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη όλα τα πιο πάνω και υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και για τους λόγους που εξηγώ ανωτέρω κρίνω ότι όλα τα εγειρόμενα ζητήματα θα είναι ορθότερο να παραμείνουν να εξεταστούν στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, όπου το δικαστήριο θα έχει ενώπιον του και θα μπορεί να εξετάσει λεπτομερώς το σύνολο της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης της έκθεσης του γραφείου ευημερίας, τις αξιολογήσεις των ανηλίκων από τις κρατικές υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Εφήβων καθώς επίσης τις τυχόν αξιολόγησης των διαδίκων από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Ενηλίκων.
Κρίνω λοιπόν για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ της μη έγκρισης των αιτούμενων διαταγμάτων, ως η πορεία που εμπεριέχει τους λιγότερους κινδύνους πρόκλησης αδικίας, έχοντας κατά νου το πραγματικό και βέλτιστο συμφέρον των ανηλίκων.
Ως εκ των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
[Υπ.] ………………………….
Ν. Παπακωνσταντίνου Πότση, Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Avila Management Services Ltd κ.α. v. Frantisek Stepanek κ.α.(2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1403
[2] Σχετικές η Economou v. Economou 1981 I CLR 48, και Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1993) 1ΑΑΔ 195
[3] βλ. Στυλιανού ν. Στυλιανού (1993) 1 ΑΑΔ 130, Πασιαρδή ν. Θεοδοσίου (2004) 1 ΑΑΔ 338, Π. Ε. ν. K R U, Έφεση Αρ. 23/2018, 3/12/2019
[4] Ν.Γ.Χ. ν. Τ.L., Έφ. Αρ.32/2021, ημερ.23.6.2022
[5] Σχετικό το άρθρο 6(3) του Νόμου 216/1990. Βλ. Έφεση αρ.1/22 (σχ.2/22) μεταξύ Γ.Δ.-Α.Β και Έφεση αρ.2/22 (σχ.1/22) μεταξύ Α.Β-Γ.Δ ημερομηνίας 7/7/22.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο