Χ. Μ. ν. Α. Ε., Αρ. Αίτησης: 182/2024, 3/10/2025
print
Τίτλος:
Χ. Μ. ν. Α. Ε., Αρ. Αίτησης: 182/2024, 3/10/2025

OΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Δικαιοδοσία Γονικής Μέριμνας

Ενώπιον:  Φ. Κωνσταντίνου, Π.Ο.Δ.

                                                                                              Αρ. Αίτησης: 182/2024

Μεταξύ:

Χ. Μ.

                                                                                                Αιτήτρια

και

 

Α. Ε.

Καθ’ ου η αίτηση

-----------------------------

 

Αίτηση για παρακοή διατάγματος ημερομηνίας 2/12/2024

 

Ημερομηνία: 3 Οκτωβρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για την αιτήτρια - καθ’ ης η αίτηση: κ. Χ. Θεοδούλου.

Για τον καθ’ ου η αίτηση - αιτητή: κ. Χ. Κουλίας για Κουλίας, Σκορδής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ. 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Εκδόθηκε στις 19/9/2024 εκ συμφώνου διάταγμα, στο εξής «το επίδικο διάταγμα», ως ακολούθως:

 

1.    Ανατέθηκε η φύλαξη και η φροντίδα του τέκνου των διαδίκων στην αιτήτρια.

2.    Καθορίστηκε ως τόπος διαμονής του τέκνου ο εκάστοτε τόπος διαμονής της αιτήτριας στην επαρχία Λάρνακας.

3.    Καθορίστηκε ότι οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας θα ασκούνται από κοινού από τους δύο διαδίκους.

4.    Ρυθμίστηκε το δικαίωμα επικοινωνίας του καθ’ ου η αίτηση με το τέκνο.

Με την εξεταζόμενη αίτηση παρακοής ο καθ’ ου η αίτηση, στο εξής «ο αιτητής», ζητά την τιμωρία της αιτήτριας, στο εξής «η καθ’ ης η αίτηση», λόγω ισχυριζόμενης παράλειψης της να συμμορφωθεί με το επίδικο διάταγμα.

 

Ο αιτητής ανέφερε στην ένορκη δήλωση του, που συνοδεύει την εν λόγω αίτηση παρακοής, ότι η καθ’ ης η αίτηση τον εμπόδισε να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας με το τέκνο σε δέκα περιπτώσεις κατά τις ακόλουθες ημερομηνίες:

 

α. Την 26/10/2024 ημέρα Σάββατο

β. Την 30/10/2024 ημέρα Τετάρτη

γ. Την 02/11/2024 ημέρα Σάββατο

δ. Την 06/11/2024 ημέρα Τετάρτη

ε. Την 08/11/2024 ημέρα Παρασκευή

στ. Την 13/11/2024 ημέρα Τετάρτη

ζ. Την 16/11/2024 ημέρα Σάββατο

η. Την 20/11/2024 ημέρα Τετάρτη

θ. Την 22/11/2024 ημέρα Παρασκευή

ι. Την 27/11/2024 ημέρα Τετάρτη

 

 Αναφέρθηκε σε γεγονότα που συνέβηκαν στις εν λόγω ημερομηνίες.   Κρίνεται σκόπιμη η αυτούσια παράθεση μέρους της ένορκης δήλωσης του, των παραγράφων 6–16:

 

«6. Συγκεκριμένα την 26/10/2024 συμφώνησα με την Καθ’ ης η Αίτηση όπως το ανήλικο τέκνο μας πάει σε διήμερη διανυκτέρευση με την Καθ’ ης η Αίτηση νοουμένου ότι θα αναπληρωνόταν η επικοινωνία μου το ερχόμενο Σαββατοκύριακο ήτοι την 2/11/2024 έως 3/11/2024. Στο ως άνω συμφώνησε και η Καθ’ ης η Αίτηση.

 

7.  Την 30/10/2024 ενώ μίλησα με το ανήλικο τέκνο μου στο τηλέφωνο 30 λεπτά πριν το δικαίωμα επικοινωνίας μου και διευθετούσαμε πώς να περάσουμε το χρόνο μας, ήτοι να πάμε στο Mall of Larnaca, όταν πήγα να παραλάβω το ανήλικο, η Καθ’ ης η Αίτηση μου ανέφερε ότι δήθεν το ανήλικο άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε να πάει ενώ η ίδια δεν προέβη σε καμία πράξη ή/και ώθηση ούτως ώστε το ανήλικο να έρθει μαζί μου. Αντιθέτως η ίδια ενίσχυε τα όσα έλεγε το ανήλικο.

 

8. Την 2/11/2024 ενώ μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερα να πείσω το ανήλικο για να πάει μαζί μου, όταν κινήθηκα προς το αυτοκίνητο μου με το ανήλικο, η Καθ' ης η Αίτηση ήρθε και πήρε το ανήλικο από τα χέρια μου και δεν το άφηνε να πάει μαζί μου.

 

9. Την 6/11/2024 ενώ πήγα να παραλάβω το ανήλικο από την οικία της Καθ' ης η Αίτηση και ενώ κατέβαλλα προσπάθειες ούτως ώστε το ανήλικο να έρθει μαζί μου, η Καθ' ης η Αίτηση πήρε το ανήλικο εντός της οικίας με την πρόφαση ότι δήθεν δεν θέλει να έρθει μαζί μου.

 

10. Την 08/11/2024 ενώ έπρεπε να παραλάβω το ανήλικο από τη σχολή ρυθμικής γυμναστικής του, η Καθ' ης η Αίτηση μου ανέφερε ότι δεν πήρε το ανήλικο τέκνο μας στο μάθημα του γιατί δήθεν ήταν φοβισμένο. Ένεκα της δήλωσης της Καθ' ης η Αίτηση πήγα από την οικία της να προσπαθήσω να παραλάβω το ανήλικο αλλά αυτή απουσίαζε. Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την Καθ' ης η Αίτηση αλλά δεν ανταποκρινόταν. Την επόμενη ημέρα, επικοινώνησα με τη δασκάλα της ρυθμικής γυμναστικής του ανηλίκου για να ρωτήσω αν πήγε την προηγούμενη μέρα μάθημα και με έκπληξη μου μου ανέφερε ότι το ανήλικο όντως πήγε.

 

11. Την 13/11/2024 προέβει σε ενέργειες που στόχευαν και πέτυχαν την μη εφαρμογή του διατάγματος αφού η ίδια εμπόδιζε ή/και δεν προέτρεπε ή/και παρεμπόδιζε ή/και δεν ανταποκρινόταν στις προσπάθειες μου μαζί της για να ασκήσω το δικαίωμα επικοινωνίας μου μαζί με το ανήλικο τέκνο μου.

 

12. Την 16/11/2024 ενώ είχα πάει για να παραλάβω το ανήλικο από την οικία της η ίδια δεν είχε κατεβάσει καν το ανήλικο στην είσοδο της κατοικίας για να το παραλάβω με την πρόφαση ότι το ανήλικο δεν ήθελε να έρθει. Παρέμεινα στο χώρο γύρω στα 25 λεπτά και της φώναζα για να κατεβάσει το ανήλικο χωρίς κάποια ανταπόκριση. Σε κάποια στιγμή η Καθ' ης η Αίτηση βγήκε στο μπαλκόνι και με ειρωνεύτηκε αν θέλω δήθεν καφέ να μου κάνει ή αν θέλω καρέκλα να μη στέκομαι.

 

13.Την 20/11/2024 προέβει σε ενέργειες που στόχευαν και πέτυχαν την μη εφαρμογή του διατάγματος αφού η ίδια εμπόδιζε ή/και δεν προέτρεπε ή/και παρεμπόδιζε ή/και δεν ανταποκρινόταν στις προσπάθειες μου μαζί της για να ασκήσω το δικαίωμα επικοινωνίας μου μαζί με το ανήλικο τέκνο μου.

 

14. Την 22/11/2024 πήγα στη ρυθμική σχολή του ανηλίκου για να παραλάβω το ανήλικο και η Καθ’ ης η Αίτηση βρισκόταν εκεί και προέβει σε ενέργειες που στόχευαν και πέτυχαν την μη εφαρμογή του διατάγματος αφού η ίδια εμπόδιζε ή/και δεν προέτρεπε ή/και παρεμπόδιζε ή/και δεν ανταποκρινόταν στις προσπάθειες μου για να ασκήσω το δικαίωμα επικοινωνίας μου μαζί με το ανήλικο τέκνο μου.

 

15. Την 27/11/2024 πήγα να παραλάβω το ανήλικο τέκνο μου από την οικία της Καθ' ης η Αίτηση και καθώς προσπαθούσα να φέρω το ανήλικο μαζί μου παίζοντας μαζί του η ίδια μου δήλωσε ότι δεν θα πάρω το ανήλικο μαζί μου, το είχε χωρίς παπούτσια και ενώ της ζητούσα να φέρει τα παπούτσια του ανηλίκου καθώς έπαιζα μαζί του, μου το αρνήθηκε και μετά με χαστούκισε μπροστά στο ανήλικο και άμεσα έπιασε το ανήλικο από την αγκαλιά μου. Μετά από αυτό το περιστατικό αναγκάστηκα να απομακρυνθώ και προέβηκα σε καταγγελία στην Αστυνομία. Όταν πήγα για την καταγγελία με έκπληξη μου μου ανέφεραν ότι η Καθ' ης η Αίτηση είχε πάει πριν από εμένα και με κατάγγειλε ότι δήθεν την κτύπησα στο στομάχι. Τη λεπτομερή κατάθεση μου την έχει και η αστυνομία καθότι όλα όσα ανέφερε είναι ψέματα.

 

16. Λόγω της άρνησης ή/και των πράξεων της Καθ' ης η Αίτηση που εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας μου με το ανήλικο τέκνο μου καταχωρώ την παρούσα αίτηση παρακοής για τις συγκεκριμένες ως άνω ημερομηνίες, ζητώντας τη σύλληψη, φυλάκιση, επιβολή προστίμου ή/και κατάσχεση της περιουσίας της Καθ' ης η Αίτηση λόγω της παράλειψης της να συμμορφωθεί με το τελικό διάταγμα ημερομηνίας 19/09/2024.»

 

Ανέφερε ότι προέβηκε σε καταγγελία στην Αστυνομία για κάποια γεγονότα των εν λόγω ημερομηνιών. Κατέθεσε σχετικά τεκμήρια.

 

Είναι η θέση του αιτητή ότι η καθ’ ης η αίτηση επηρεάζει το τέκνο εναντίον του με πρόθεση να το αποξενώσει από αυτόν. Αναφερόμενος στις εν λόγω ημερομηνίες κατέθεσε σχετικά στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης του: 

 

«5. Η Καθ’ ης η Αίτηση με διάφορες προφάσεις ή/και ανυπόστατες δικαιολογίες αρνείται να εφαρμόσει και με εμποδίζει στην εφαρμογή του εν λόγω διατάγματος αφού στις πιο κάτω ημερομηνίες προέβει σε ενέργειες που στόχευαν και πέτυχαν την μη εφαρμογή του διατάγματος αφού κατά τις πιο κάτω ημερομηνίες η ίδια εμπόδιζε ή/και δεν προέτρεπε ή/και παρεμπόδιζε ή/και δεν ανταποκρινόταν στις προσπάθειες μου για να ασκήσω το δικαίωμα επικοινωνίας μου μαζί με το ανήλικο τέκνο μου.»

 

Η καθ’ ης η αίτηση αρνήθηκε με την ένσταση που καταχώρισε ότι υπήρχε πρόθεση της για καταστρατήγηση του επίδικου διατάγματος και ισχυρίστηκε ότι δεν προέβηκε σε παρακοή του.

 

Οι λόγοι που προβλήθηκαν στην ένσταση περιλαμβάνονται στους ακόλουθους:

 

1.    Δεν υφίστανται τα απαραίτητα στοιχεία της ισχυριζόμενης παρακοής του επίδικου διατάγματος.

2.    Οι ισχυρισμοί του αιτητή βασίζονται σε αναληθή γεγονότα.

3.    Το τέκνο δεν επιθυμεί να έχει επικοινωνία με τον αιτητή λόγω της συμπεριφοράς του.

 

            Η καθ’ ης η αίτηση αναφέρθηκε στην ένορκη δήλωση της, που συνοδεύει την ένσταση της, στα γεγονότα των εν λόγω ημερομηνιών που αναφέρθηκε ο αιτητής. Ανέφερε ότι συμφώνησαν μέσω των δικηγόρων τους για αλλαγή στις ημερομηνίες του επίδικου διατάγματος ώστε στις 25/10/2024 μέχρι 28/10/2024 να είχε το τέκνο μαζί της και στις 2/11/2024 μέχρι 3/11/2024 να είχε το τέκνο μαζί του ο αιτητής.

 

Έδωσε τη δική της εκδοχή για τα γεγονότα που συνέβηκαν στις ημερομηνίες που αναφέρθηκε ο αιτητής. Κρίνεται σκόπιμη η αυτούσια παράθεση μέρους της ένορκης δήλωσης της, των παραγράφων 5.18–12:

 

«5.18  Ο δικηγόρος του Αιτητή απάντησε με επιστολή του στις 25/10/2024 και εν τέλει οι δικηγόροι μας κατέληξαν ότι ο Αιτητής θα ασκούσε την επικοινωνία του το Σαββατοκύριακο τις 2/11/2024 με 3/11/2024.

 

………………………………………………………………………………………

 

6. Αρνούμαι την παράγραφο 7 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή και αναφέρω ότι πρόκειται για ασύστολο ψέμα του Αιτητή. Εκείνη την ημέρα ο Αιτητής μίλησε με την ανήλικη και όντως ήρθε για να την παραλάβει. Εγώ την παρέδωσα στον Αιτητή, ο οποίος συνόδευσε την ανήλικη μέχρι λίγο πριν έξω από την είσοδο στο αυτοκίνητο του, έκλεισα την πόρτα και κατευθύνθηκα να ανεβώ πάνω στο διαμέρισμα μου. Αμέσως άκουσα το παιδί μου να ουρλιάζει και να με καλεί “Μάμα! Μάμα!” και έτρεξα κάτω να δω τι συμβαίνει. Άνοιξα την πόρτα και ο Αιτητής είχε ήδη πλησιάσει για να μου την παραδώσει. Όταν μου την παρέδωσε ως συνήθως με εξύβρισε με τα συνηθισμένα “πιππού” και “πουτάνα” μπροστά στο παιδί μας.

 

7. Αρνούμαι την παράγραφο 8 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή και ισχυρίζομαι ότι τα αληθή γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

7.1 Κατέβηκα κάτω να παραδώσω την ανήλικη στον Αιτητή. Ο Αιτητής πλησίασε και η ανήλικη ξεκίνησε να κλαίει. Εγώ την παρότρυνα, να πάει με τον Αιτητή, και το ίδιο έκανε και ο Αιτητής. Όταν ο Αιτητής την είδε να αντιδρά προσπάθησε να την πείσει ότι θα πάνε μια βολτούλα όπως ανέφερε χαρακτηριστικά και θα την έφερνε πίσω. H ανήλικη όταν ξεκίνησε να κλαίει, ο Αιτητής της έκανε παρατήρηση ότι πρέπει να είναι λίγες ημέρες με τη μάμα και λίγες με τον παπά και την έπιασε πάνω του. Η ανήλικη συνέχιζε να κλαίει και να αντιδρά να θέλει να κατεβεί από πάνω του και να του λέει όχι και ότι δεν θέλει.

 

7.2 Εγώ προσπάθησα να βοηθήσω την κατάσταση ότι πρέπει να πάει με τον πατέρα της και να την καθησυχάσω ότι θα περάσουν ωραία. Αμέσως ο Αιτητής στην προσπάθεια του να ηρεμήσει την ανήλικη ξεκίνησε να τις λέει ασυνάρτητα πράγματα όπως ότι δεν θα της κάνει κακό και να την ρωτά δεν σε αγαπά ο παπάς.

 

7.3 Προσπάθησα να βοηθήσω τον Αιτητή και ταυτόχρονα να παροτρύνω την ανήλικη ότι έχω και εγώ δουλειά και πρέπει να δουλέψω αλλά η ανήλικη παρέμεινε ανένδοτη και κόλλησε πάνω μου. Τότε ξεκίνησε να κάνει ο Αιτητής παιχνιδάκια με την ανήλικη, η ανήλικη γελούσε αλλά μόλις πήγε να την πιάσει ξεκίνησε να κλαίει. Ο Αιτητής τότε την άρπαξε βίαια και η ανήλικη σπάραζε και έγινε ολοκόκκινη και αντιδρούσε. Εγώ πλησίασα να την ηρεμήσω για να φύγει με τον Αιτητή αλλά όταν είδα ότι η ανήλικη δεν ηρεμούσε, είπα στον Αιτητή να ηρεμήσει το παιδί μας να μην φύγει σε αυτή την κατάσταση, αφού δεν θα καθόταν ήσυχη ούτε μέσα στο αυτοκίνητο, και ήταν τότε που ο Αιτητής αντί να κάτσει εκεί να βοηθήσουμε το παιδί να φύγει ήρεμα, μου την παρέδωσε αφήνοντας την κάτω και ξεκίνησε να μου φωνάζει και να μου επιρρίπτει ευθύνες και έφυγε αντί να περιμένει το παιδί να ηρεμήσει και να το βοηθήσουμε και οι δύο.

 

8. Αρνούμαι την παράγραφο 9 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή και ισχυρίζομαι ότι δεν λέει την αλήθεια. Εγώ κατέβηκα έξω να παραδώσω την ανήλικη και περίμενα τον Αιτητή να έρθει.  Ο Αιτητής όταν ήρθε ευθύς άρχισε να λέει στην ανήλικη τα ακόλουθα:

 

8.1 “Τι κάνεις πασιά μου; (η ανήλικη έκλαιε), Είσαι καλά; Τι έν θέλεις να έρθεις με τον παπά; (όχι λέει η ανήλικη) έκανε σου κάτι ο παπάς και δεν το γνωρίζει; Τι σου έκανε ο παπάς; Είπε σου κάτι κάποιος για τον παπά ότι είναι κακός; Α Μ. μου; Να έρθεις να πάμε στο Καρουσέλ (όχι δεν θέλω είπε η ανήλικη). Γιατί δεν θέλεις; Έκαμε σου κάτι ο παπάς; Α Μ. μου; (εν θέλω). Έκαμε σου κάτι ο παπάς;”

 

8.2 Εγώ προσπάθησα να πω στην ανήλικη και αμέσως ο Αιτητής μου είτε να σιωπήσω και όντως σώπασα τον άφησα να προσπαθήσει όπως ο ίδιος ήθελε.

 

8.3 Άρχισε τότε να λέει στην ανήλικη ότι δεν θα της κάνει κακό και την ρωτούσε αν φοβάται τον παπά με αποτέλεσμα να μην βρίσκει ανταπόκριση στην ανήλικη η οποία του είπε ναι ότι τον φοβόταν και ότι δεν θέλει.

 

8.4 O αιτητής αμέσως είπε στην ανήλικη γιατί δεν θέλεις η ανήλικη του είπε ξανά δεν θέλω. Τότε ο Αιτητής προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα στην ανήλικη όπου βρήκε καλή ανταπόκριση στην ανήλικη η οποία γελούσε και συζητούσε εύθυμα μαζί του, και φαινόταν ότι το διασκέδαζε. Εγώ προσπάθησα σιγά σιγά να ωθήσω την ανήλικη να πάει στον πατέρα της και πήγε και την έπιασε πάνω του. Συζητούσαν διάφορα και γελούσαν και της είπε ξανά να πάνε στο καρουσέλ. Η ανήλικη ακόμα και σε αυτή την εύθυμη κατάσταση του είπε όχι.

 

8.5 Τότε ήταν που ο Αιτητής την άφησε κάτω. Προσπάθησε να της ξαναπεί να έρθει και όταν του είπε όχι ξεκίνησε ως πιο πάνω την ανάκριση και άρχισε να μου λέει ότι εγώ φταίω και του είπα ότι κάνω ό,τι μπορώ. Ο ίδιος μπήκε στο αυτοκίνητο του και όταν φύγαμε με την ανήλικη ξεκίνησε να φωνάζει της ανήλικης πάλι από το αυτοκίνητο του, χωρίς ωστόσο η ανήλικη να ανταποκρίνεται και να μένει προσκολλημένη πάνω μου. Ξεκίνησε να την ρωτάει πάλι πράγματα από απόσταση, η ανήλικη δεν απαντούσε και ξεκίνησε να της φωνάζει “Μ. μιλά ο παπάς!”.

 

8.6 Περίμενα εκεί με την ανήλικη μέχρι που ο Αιτητής αποχώρησε.

 

9. Αρνούμαι την παράγραφο 10 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή και αναφέρω ότι εκείνη την ημέρα ο Αιτητής δεν ήρθε καθόλου στη ρυθμική για να παραλάβει την ανήλικη. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν ήρθε να παραλάβει την ανήλικη είπε ότι είχε δουλειά.

 

10. Αρνούμαι την παράγραφο 11 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή και ισχυρίζομαι ότι ουδέποτε έπραξα κάτι τέτοιο. Σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής έχει θέση μια γενικόλογη και αόριστη θέση στην οποία δεν είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω και να υπερασπιστώ.

 

11.       Αρνούμαι τις παραγράφους 12, 13 και 14 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή και ισχυρίζομαι ότι δεν έγινε κάτι από αυτά που μου καταλογίζει. Σε κάθε περίπτωση όπως και ανωτέρω επαναλαμβάνω ότι ο Αιτητής έχει θέση γενικόλογη και αόριστη, εις την οποία δεν είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω και να υπερασπιστώ.

 

12.       Σε σχέση όμως με την παράγραφο 14 να αναφέρω ότι στις 22/11/2024, ήρθε ο Αιτητής στη ρυθμική για να παραλάβει την ανήλικη. Αυτό το  γνωρίζω καθότι ήμουν παρούσα κατ' απαίτηση της ανήλικης η οποία αρνείται να πάει στη ρυθμική αν δεν είμαι και εγώ εκεί όπως είναι γενικά και πριν να χωρίσουμε με τον Αιτητή, συνηθισμένη. Όταν ήρθε ο πατέρας της να την παραλάβει, η ανήλικη έκλαιε και δεν ήθελε να πάει. Εγώ προσπάθησα να μιλήσω μαζί της και ζήτησα τη συνεργασία του  Αιτητή για να πείσουμε την ανήλικη να πάει μαζί του και ο ίδιος αντί να με βοηθήσει, έχασε την υπομονή του μπροστά στους άλλους γονείς και παρευρισκόμενους και σηκώστηκε από μόνος του και έφυγε, χωρίς καν να μείνει να προσπαθήσει.»

 

Αρνήθηκε την παράγραφο 15 της ένορκης δήλωσης του αιτητή και έδωσε τη δική της εκδοχή αναφερόμενη στα παπούτσια του τέκνου στα οποία αναφέρθηκε και ο αιτητής. Κατέθεσε ότι ο αιτητής της έδωσε δύο γροθιές στην κοιλιά της και αμύνθηκε χαστουκίζοντας τον. Ο αιτητής κατέθεσε ότι η καθ’ ης η αίτηση τον χαστούκισε χωρίς αναφορά σε γεγονός γροθιάς από τον ίδιο εναντίον της. Η καθ’ ης η αίτηση κατέθεσε τεκμήρια βεβαίωσης καταγγελίας στην Αστυνομία και φωτογραφίες των τραυματισμών της που λήφθηκαν από την Αστυνομία.

 

Είναι η θέση της καθ’ ης η αίτηση ότι «δεν συντελείται το αδίκημα της παρακοής και η παρούσα αίτηση έχει προωθηθεί εκδικητικά και κακόπιστα». Ανέφερε: «Το γεγονός ότι το παιδί μας δεν θέλει να διανυκτερεύσει με τον πατέρα της αλλά και το ότι προκαλεί δυσκολίες στην επικοινωνία είναι εξαιτίας του αιτητή και το πώς χειρίζεται το παιδί μας και όχι εξ υπαιτιότητας δικής μου».

 

Η ακρόαση της αίτησης παρακοής διεξήχθηκε στα πλαίσια των ενόρκων δηλώσεων, χωρίς να αντεξεταστούν οι διάδικοι στις ένορκες δηλώσεις τους. Οι δικηγόροι τους κατέθεσαν γραπτές αγορεύσεις και επιφυλάχθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου στις 16/9/2025.

 

Νομική πτυχή

 

            Το άρθρο 42 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως του 2024  (Ν.14/60) προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την τιμωρία προσώπου για την παρακοή διατάγματος.  

 

            Οι Κανονισμοί του Μέρους 50 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας ορίζουν τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας αυτής.

 

Η φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιονεί ποινική (Halin v. Timour (2005) 1A A.A.Δ. 424) απαιτεί τη διαπίστωση της ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας (Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401):

 

α.         ύπαρξη διατάγματος

β.         ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης

γ.         προσωπική επίδοση του διατάγματος

δ.         προσωπική επίδοση της αίτησης παρακοής.

 

            Διαπιστώνεται ότι τηρούνται οι αναφερθείσες τυπικές προϋποθέσεις (Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1Α Α.Α.Δ. 293).

 

            Εξέτασα ακολούθως κατά πόσο αποδεικνύεται παρακοή του επίδικου διατάγματος από την καθ’ ης η αίτηση. Για να διαπιστωθεί αυτό πρέπει να συνυπάρχουν οι δύο ουσιαστικές προϋποθέσεις του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης με βάση το άρθρο 42 του Ν.14/60 (Μαύρος ν. Στυλιανού κ.ά. (1998) 1Δ Α.Α.Δ. 2389), η αντικειμενική υπόσταση (actus reus), να καταδειχθεί η ύπαρξη πράξης ή παράλειψης της καθ’ ης η αίτηση, που παραβιάζει το διάταγμα, και η υποκειμενική υπόσταση (mens rea), να καταδειχθεί ότι η ανυπακοή ήταν ηθελημένη, υπήρχε πρόθεση ανυπακοής του διατάγματος του Δικαστηρίου.

           

Μελέτησα την εξεταζόμενη αίτηση παρακοής, την ένσταση της καθ’ ης η αίτηση, τις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις των διαδίκων και τις αγορεύσεις των δικηγόρων τους.

 

            Εξέτασα τα γεγονότα που συνέβηκαν στις ημερομηνίες που αναφέρθηκε ο αιτητής.

 

            Ο ισχυρισμός του αιτητή για παραβίαση του επίδικου διατάγματος στις 26/10/2024 και στις 2/11/2024 αφορά ημερομηνίες που συμφώνησαν οι διάδικοι μέσω των δικηγόρων τους για αλλαγή στις ημέρες άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας με το τέκνο που καθορίζονται στο επίδικο διάταγμα. Τα δικαστικά διατάγματα είναι εκτελεστά εκτός αν οι διάδικοι συμφωνήσουν διαφορετικά. Παράβαση τέτοιας συμφωνίας αναμφίβολα αποτελεί κώλυμα για παρακοή διατάγματος.

 

            Ο ισχυρισμός του αιτητή για παραβίαση του επίδικου διατάγματος στις 8/11/2024 αφορά παραλαβή του από τον τόπο διαμονής του τέκνου, ενώ το επίδικο διάταγμα καθορίζει την παραλαβή του τέκνου από το χώρο του μαθήματος της ρυθμικής γυμναστικής. Παραλαβή του τέκνου από άλλο τόπο από αυτό που καθορίζεται στο επίδικο διάταγμα με συμφωνία των διαδίκων, σε περίπτωση παράβασης της συμφωνίας αποτελεί κώλυμα για παρακοή διατάγματος, όπως ανωτέρω.

 

Εξέτασα συνεπώς τους ισχυρισμούς του αιτητή για παραβίαση του επίδικου διατάγματος στις υπόλοιπες ημερομηνίες 30/10/2024, 6/11/2024, 13/11/2024, 16/11/2024, 20/11/2024, 22/11/2024 και 27/11/2024. Παρέμειναν επίδικες επτά από τις δέκα ημερομηνίες που πρόβαλε ο αιτητής.

 

Αναφέρθηκε ανωτέρω η διαφωνία της καθ’ ης η αίτηση ως προς τα γεγονότα δίνοντας τη δική της εκδοχή για την έκβαση αυτών. Καθώς και ότι δεν αντεξετάστηκαν οι διάδικοι στις ένορκες δηλώσεις τους.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή ανέφερε στην αγόρευση του ότι η επικοινωνία του τέκνου με τον αιτητή δεν καθίσταται δυνατή επιρρίπτοντας ευθύνη στην καθ’ ης η αίτηση που δεν προετοιμάζει το τέκνο κατάλληλα. Ισχυρίστηκε ότι η καθ’ ης η αίτηση παραλείπει να συμμορφωθεί με το επίδικο διάταγμα και αρνείται να παραδώσει το τέκνο στον αιτητή για να έχει επικοινωνία μαζί του.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση ανέφερε στην αγόρευσή του ότι ο αιτητής δεν αντεξέτασε την καθ’ ης η αίτηση ως προς τη μαρτυρία της που δόθηκε με την ένορκη δήλωση της με αποτέλεσμα να δημιουργούνται αμφιβολίες για την αλήθεια των ισχυρισμών του για παρακοή του επίδικου διατάγματος από την καθ’ ης η αίτηση και για ηθελημένη παρακοή.  Επισήμανε γενική και αόριστη αναφορά στη μαρτυρία του αιτητή στα γεγονότα στις 13/11/2024 και στις 20/11/2024. Παρέπεμψε σε νομολογία, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Νεοφύτου v. Νεοφύτου, Έφεση αρ. 31/2019, ημερομηνίας 17/12/2020. Στην υπόθεση αυτή η ακρόαση της αίτησης παρακοής έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων χωρίς να αντεξεταστούν οι διάδικοι όπως στην εξεταζόμενη αίτηση παρακοής.

 

Προκύπτει ότι δεν ασκήθηκε η επικοινωνία του αιτητή με το τέκνο στις 30/10/2024, 6/11/2024, 13/11/2024, 16/11/2024, 20/11/2024, 22/11/2024 και 27/11/2024. Πληρούται η αντικειμενική υπόσταση (actus reus) του αδικήματος της καταφρόνησης του επίδικου διατάγματος.  Η διαδικασία της παρακοής αποτελεί οιονεί ποινική διαδικασία και θα πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι υπήρξε ηθελημένη παρακοή, που αποτελεί την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος (mens rea).

 

Προκύπτει ότι το τέκνο αρνείται να έχει επικοινωνία με τον αιτητή, ο οποίος καταλογίζει το γεγονός αυτό στην καθ’ ης η αίτηση που δεν προετοιμάζει το τέκνο σχετικά, ενώ η καθ’ ης η αίτηση καταλογίζει αυτό στον αιτητή προβάλλοντας ότι το τέκνο αρνείται λόγω της συμπεριφοράς του αιτητή.

 

Στην απόφαση στην υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όπως επισημαίνεται στην Antonis Mouzouris and another v Xylophaghou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R., 287 για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί ηθελημένη ανυπακοή του καθ’ ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ’ εαυτού δεν αρκεί πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.»

 

Στην απόφαση του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιακώβου v. Γεωργίου, Έφεση αρ. 4/2014, ημερομηνίας 2.6.2017 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το αποδεικτικό βάρος το φέρει ο αιτητής, ο οποίος έχει την υποχρέωση να αποδείξει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση του και να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, στον απαιτούμενο βαθμό και στη διαπίστωση της βεβαιότητας της ενοχής του καθ΄ου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. ……………………………… Η έλλειψη μαρτυρίας, που αποδεικνύει τα αμφισβητούμενα γεγονότα, καθιστά την ετυμηγορία του Δικαστηρίου ακροσφαλή και την όποια απόφαση του, υποκείμενη σε ακύρωση.»

 

Καθώς και τα ακόλουθα:

 

«Δεν είναι όμως αρκετή η αρνητική στάση και οι δηλώσεις του ανηλίκου, το ίδιο Δικαστήριο οφείλει να ενδιατρίψει και να διαπιστώσει τα αίτια μιας τέτοιας στάσης και απόφασης και κατά πόσο η άρνηση του μορφώθηκε εξ ιδίων ή ήταν αποτέλεσμα επηρεασμού από τον εφεσείοντα, Κωνσταντίνου v. Ξιούρου, Έφεση Αρ. 3/12, 9.5.2014:

 

“Τα διατάγματα αυτά εκδίδονται κατά κύριο λόγο προς όφελος των ανήλικων τέκνων εφόσον αναγνωρίζεται η μεγάλη σημασία της επικοινωνίας των ανήλικων τέκνων και με τους δύο γονείς τους, παρά το χωρισμό των γονέων. Σε περίπτωση που ο γονέας, που διατάσσεται να συμμορφωθεί με διάταγμα επικοινωνίας του ανήλικου τέκνου του με τον άλλο γονέα, προβάλλει κάποια δικαιολογία για τη μη συμμόρφωση του, το βάρος το έχει εκείνος που προβάλλει τη δικαιολογία να αποδείξει ότι αυτή είναι εύλογη, υπό τις περιστάσεις, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Αυτό, αντίθετα με τον αιτητή που ισχυρίζεται παρακοή διατάγματος του δικαστηρίου, ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει τον ισχυρισμό του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας……”»

 

Στην απόφαση Νεοφύτου (ανωτέρω), στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος της καθ’ ης η αίτηση, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Απαιτείται επομένως η απόδειξη ηθελημένης παράλειψης συμμόρφωσης με το διάταγμα, η οποία δεν οφείλεται σε αδυναμία εκτέλεσης. Εφόσον προβάλλεται ως υπεράσπιση η αδυναμία συμμόρφωσης, η αδυναμία αυτή απαραιτήτως πρέπει να διαπιστώνεται ως πραγματικό γεγονός. (Έπαρχος Πάφου v. Κωνσταντίνου (2009) 2 Α.Α.Δ. 594). To βάρος απόδειξης της αδυναμίας αυτής βαρύνει αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται το διάταγμα και ο οποίος προβάλλει το γεγονός της εν λόγω αδυναμίας. (Yugos Finance BV v. Halebay Holdings Limited (2009) 1 A.A.Δ. 569).»

 

Καθώς και τα ακόλουθα, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση:

 

          «Στη βάση των πιο πάνω αρχών και με τη διαπίστωση ότι υπήρχε διαφωνία ως προς τα γεγονότα, με αποτέλεσμα να εναπόκειται στον φέροντα το βάρος απόδειξης να αποδείξει τα αμφισβητούμενα γεγονότα κατά τη δίκη, το Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:

 

          “Ο Αιτητής στην παρούσα υπόθεση όφειλε θετικά να αποδείξει την ηθελημένη μη συμμόρφωση της Καθ' ης η αίτηση.  Εφόσον η εκδοχή της Καθ' ης η αίτηση ήταν πως τα παιδιά, για τους λόγους που εξηγεί στην ένορκη δήλωσή της, δεν επιθυμούσαν να έχουν οποιαδήποτε επαφή με τον πατέρα τους, παρόλες τις δικές της συστάσεις, ο Αιτητής όφειλε να αποδείξει το αντίθετο και ειδικότερα το ότι τα παιδιά τηρούσαν τη στάση που ο ίδιος αναφέρει στην ένορκη δήλωσή του, λόγω επηρεασμού τους από τη μητέρα τους. Μπορούσε δε ο Αιτητής να πράξει τούτο με τον τρόπο που ο ίδιος θα επέλεγε.  Είτε προσφέροντας προφορική μαρτυρία, είτε αντεξετάζοντας την Καθ' ης η αίτηση ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα που ετέθησαν, είτε καταχωρώντας συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς αντίκρουση των ισχυρισμών της Καθ’ ης η αίτηση.  Δεν έπραξε τούτο.  Βέβαια κατ' ανάλογο τρόπο, κινήθηκε και η Καθ' ης η αίτηση.  Δεν υπήρξε εκ μέρους της, ούτε προσφορά μαρτυρίας ούτε και αντεξέταση του Αιτητή.  Η Καθ' ης η αίτηση όμως θα είχε υποχρέωση να πράξει τούτο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο θα έκανε προηγουμένως ο Αιτητής.  Διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε ότι τίθεται το βάρος απόδειξης της μη ενοχής στην Καθ' ης η αίτηση, κάτι που αντίκειται προς το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

          Και ασφαλώς, εν όψει τούτων, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η θέση του Αιτητή ότι η απλή παραδοχή της Καθ' ης η αίτηση ότι κατά τις επίδικες ημερομηνίες δεν υπήρξε η προνοούμενη στο διάταγμα επικοινωνία ήταν επαρκής για να αποδειχθεί παρακοή.  Το κρινόμενο δεν ήταν μόνο τούτο, που ήταν όντως δεδομένο μεταξύ των μερών, αλλά η ευθύνη της Καθ' ης η αίτηση μέσω ηθελημένης ανυπακοής ώστε να άρμοζε να τιμωρηθεί. 

 

          Η απόφαση I. M. v P.M.[1] (πιο πάνω), την οποία επικαλείται ο Αιτητής, δεν βοηθά την υπόθεσή του όπως αυτός την παρουσιάζει, ότι δηλαδή είναι η Καθ' ης η αίτηση που έπρεπε να αποδείξει το μη ηθελημένο της παρακοής, για τον απλό λόγο ότι η κατάληξη αυτή, στην πιο πάνω απόφαση, στηρίχθηκε στην αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας.  Αντιθέτως, αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση Κώστα ν. Κώστα (2003) 1 Α.Α.Δ. 269, όπου, όπως και εδώ, η κρίση του Δικαστηρίου βασίστηκε μόνο στις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων.

 

          Ειδικότερα και επιπρόσθετα των πιο πάνω για το παράπονο του Αιτητή αναφορικά με την Τετάρτη 29/8/2018 και την Πέμπτη 6/9/2018, προβάλει αβίαστα, από την ίδια την ένορκη δήλωση του Αιτητή πως, κατόπιν συνεννόησης μεταξύ των διαδίκων, ο τόπος που αυτός παραλάμβανε τα παιδιά ήταν το «πατρικό» σπίτι της Καθ' ης η αίτηση και όχι ο τόπος διαμονής της όπου και επιχείρησε να τα παραλάβει. 

 

          Ούτως εχόντων των πραγμάτων δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες περί του ηθελημένου ή μη της καταστρατήγησης του διατάγματος εκ μέρους της Καθ' ης η αίτηση. Αμφιβολίες που εδράζονται στο γεγονός της διατήρησης ως αμφισβητούμενων των γεγονότων αναφορικά με το θέμα που εξετάζεται εφόσον η υπόθεση του Αιτητή, στο βαθμό που αμφισβητήθηκε, δεν θεμελιώθηκε με μαρτυρία ώστε να ελεγχθεί η αποδεικτική της αξία. Εφόσον τούτο δεν έχει γίνει, θεωρώ ότι το θέμα σταματά εδώ και δεν είναι επιτρεπτό να καταλήξω σε ευρήματα αξιολογώντας περαιτέρω τις εκατέρωθεν θέσεις των διαδίκων, όπως αυτές αναφέρονται στις ένορκες δηλώσεις τους που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση,  αντίστοιχα, ούτε και να στηρίξω επ' αυτών ετυμηγορία ενοχής.”»

 

Προκύπτει ότι ο αιτητής δεν απέδειξε την ηθελημένη μη συμμόρφωση της καθ’ ης η αίτηση αφού η εκδοχή της καθ’ ης η αίτηση είναι ότι η συμπεριφορά του αιτητή προκαλεί άρνηση στο τέκνο να έχει επικοινωνία μαζί του. Επισημαίνεται η γενική και αόριστη αναφορά στα γεγονότα στις 13/11/2024, στις 20/11/2024 και στις 22/11/2024.  Καμία αναφορά σε συγκεκριμένο γεγονός. Ενόψει των ανωτέρω, εξέτασα την αίτηση παρακοής αναφορικά με τα γεγονότα στις 30/10/2024, 6/11/2024, 16/11/2024 και 27/11/2024. Δημιουργoύνται εύλογες αμφιβολίες περί του ηθελημένου ή μη της καταστρατήγησης του διατάγματος εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση ως προς τα γεγονότα κατά τις ημερομηνίες που εξετάστηκαν αφού οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν θεμελιώθηκαν με μαρτυρία ώστε να ελεγχθεί η αποδεικτική αξία τους, όπως υποδείχθηκε στη νομολογία που παρατέθηκε.

 

Ενόψει της μαρτυρίας που δόθηκε με τις ένορκες δηλώσεις των διαδίκων, ο αιτητής δεν απέδειξε την ενοχή της καθ’ ης η αίτηση πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ώστε να υπάρχει ακλόνητο συμπέρασμα ηθελημένης παρακοής του διατάγματος, όπως κρίθηκε και στην Ιακώβου (ανωτέρω). Δεν απέδειξε ότι το τέκνο τηρούσε τη στάση που ο ίδιος ανέφερε στην ένορκη δήλωση του λόγω επηρεασμού από την καθ’ ης η αίτηση αντεξετάζοντας την καθ’ ης η αίτηση ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα που τέθηκαν ή καταχωρώντας συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς αντίκρουση των ισχυρισμών της καθ’ ης η αίτηση. Ανάλογα κινήθηκε και η καθ’ ης η αίτηση. Ούτε η ίδια αντεξέτασε τον  αιτητή. Θα είχε όμως υποχρέωση να πράξει τούτο μόνο στην περίπτωση που το ίδιο θα έκανε προηγουμένως ο αιτητής, όπως κρίθηκε στη Νεοφύτου (ανωτέρω).

 

Συνεπώς δεν υπάρχει ο αναγκαίος βαθμός απόδειξης που απαιτείται σε τέτοιου είδους υποθέσεις όπου ο αιτητής είχε το βάρος απόδειξης κάθε ισχυρισμού καταστρατήγησης του επίδικου διατάγματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Εύλογα δημιουργούνται στο Δικαστήριο αμφιβολίες περί του ηθελημένου ή μη της καταστρατήγησης του διατάγματος από την καθ’ ης η αίτηση.  Διαπιστώνεται ανεπάρκεια των ισχυρισμών του αιτητή ως προς την ένοχη συμπεριφορά της καθ’ ης η αίτηση.

 

Δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η αντιπαράθεση των γονέων που έχει αντίκτυπο στην ανάπτυξη του τέκνου τους. Αναμφίβολα η συμβολή και των δύο γονέων στη ζωή του είναι απαραίτητη για την υγιή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του.

 

Διαπιστώνεται άρνηση του τέκνου να έχει επικοινωνία με τον πατέρα του, γεγονός που, όπως προκύπτει από τις ένορκες δηλώσεις των γονέων, είναι παραδεκτό. Κρίνεται σκόπιμο να ασκήσω την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 6 (3) των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων του 1990 έως του 2023 (Ν. 23/90) ότι είναι προς το συμφέρον του τέκνου και διατάσσω αυτεπαγγέλτως την παροχή ψυχολογικής στήριξης στο τέκνο από παιδοψυχολόγο χωρίς να απαιτείται συναίνεση των γονέων του. Η αντιμισθία του παιδοψυχολόγου θα καταβάλλεται από τους δύο διαδίκους κατά το ήμισυ. Οι δικηγόροι τους να τους βοηθήσουν για την επιλογή του εν λόγω προσώπου και να συνεργαστούν με αυτό.

 

Συνεπώς, η αίτηση παρακοής απορρίπτεται.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της καθ’ ης η αίτηση  και εναντίον του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                                                   Φ. Κωνσταντίνου, Π.Ο.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

/λ.σ.

 



[1] I.M. v. P.M., Έφεση αρ. 19/2016, ημερομηνίας 12.11.2018.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο